Από τον κώδικα Vaticanus 777
290. ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΚΟΡΑΚΕΣ
[290.1] ἀνὴρ δειλὸς ἐπὶ πόλεμον ἐξῄει. φθεγξαμένων δὲ κοράκων τὰ ὅπλα θεὶς ἡσύχαζεν, εἶτ᾽ ἀναλαβὼν αὖθις ἐξῄει. καὶ φθεγξαμένων πάλιν ὑπέστη, καὶ τέλος εἶπεν· «ὑμεῖς κεκράξεσθε μὲν ὡς δύνασθε μέγιστον· ἐμοῦ δὲ οὐ γεύσεσθε».
ὁ μῦθος περὶ τῶν σφόδρα δειλῶν.
291. ΟΥΡΑ ΚΑΙ ΜΕΛΗ ΟΦΕΩΣ
[291.1] δράκοντος ἡ οὐρὰ τῇ κεφαλῇ ἐστασίασεν ἀξιοῦσα ἡγεῖσθαι παρὰ μέρος καὶ μὴ διὰ παντὸς ἀκολουθεῖν ἐκείνῃ. λαβοῦσά τε τὴν ἡγεμονίαν ἑαυτήν τε κακῶς ἀπαλλάττει ἀνοίᾳ πορευομένη καὶ τὴν κεφαλὴν καταξαίνει τυφλοῖς καὶ κωφοῖς μέρεσιν ἀναγκαζομένην παρὰ φύσιν ἕπεσθαι.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ πρὸς χάριν ἅπαντα πολιτευόμενοι τοιαῦτα πάσχουσιν.
292. ΛΕΩΝ, ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΚΑΙ ΕΛΕΦΑΣ
[292.1] λέων κατεμέμφετο Προμηθέα πολλάκις, ὅτι μέγαν αὐτὸν ἔπλασεν καὶ καλὸν καὶ τὴν μὲν γένυν ὥπλισε τοῖς ὀδοῦσι, τοὺς δὲ πόδας ἐκράτυνε τοῖς ὄνυξιν ἐποίησέ τε τῶν ἄλλων θηρίων δυνατώτερον· «ὁ δὲ τοιοῦτος», ἔφασκε, «τὸν ἀλεκτρυόνα φοβοῦμαι». καὶ ὁ Προμηθεὺς ἔφη· «τί με μάτην αἰτιᾷ; τὰ γὰρ ἐμὰ πάντα ἔχεις, ὅσα πλάττειν ἐδυνάμην· ἡ δέ σου ψυχὴ πρὸς τοῦτο μόνον μαλακίζεται». ἔκλαιεν οὖν ἑαυτὸν ὁ λέων καὶ τῆς δειλίας κατεμέμφετο καὶ τέλος ἀποθανεῖν ἤθελεν. οὕτω δὲ γνώμης ἔχων ἐλέφαντι περιτυγχάνει καὶ προσαγορεύσας εἱστήκει διαλεγόμενος. καὶ ὁρῶν διαπαντὸς τὰ ὦτα κινοῦντα «τί πάσχεις», ἔφη, «καὶ τί ποτε οὐδὲ μικρὸν ἀτρεμεῖ σου τὸ οὖς;» καὶ ὁ ἐλέφας κατὰ τύχην περιπτάντος αὐτῷ κώνωπος· «ὁρᾷς», ἔφη. «τοῦτο τὸ βραχύ, τὸ βομβοῦν; ἢν εἰσδύνῃ μου ‹τῇ› τῆς ἀκοῆς ὁδῷ, τέθνηκα». καὶ ὁ λέων· «τί οὖν ἔτι ἀποθνῄσκειν» ἔφη «με δεῖ τοσοῦτον ὄντα καὶ ἐλέφαντος εὐτυχέστερον, ὅσον κρείττων κώνωπος ὁ ἀλεκτρυών;»
ὁρᾷς, ὅσον ἰσχύος ὁ κώνωψ ἔχει ὡς καὶ ἐλέφαντα φοβεῖν.
293. ΞΥΛΑ ΚΑΙ ΕΛΑΙΑ
[293.1] ξύλα ποτὲ ἐπορεύθη τοῦ χρῖσαι ἐφ᾽ ἑαυτῶν βασιλέα. καὶ εἶπαν τῇ ἐλαίᾳ· «βασίλευσον ἐφ᾽ ἡμῶν». καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ ἐλαία· «ἀφεῖσα τὴν πιότητά μου, ἣν ἐδόξασεν ἐν ἐμοὶ ὁ θεὸς καὶ οἱ ἄνθρωποι, πορευθῶ ἄρχειν τῶν ξύλων;» καὶ εἶπαν τὰ ξύλα τῇ συκῇ· «δεῦρο, βασίλευσον ἐφ᾽ ἡμῶν». καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ συκῆ· «ἀφεῖσα τὴν γλυκύτητά μου καὶ τὸ γέννημά μου τὸ ἀγαθὸν πορευθῶ τοῦ ἄρχειν τῶν ξύλων;» καὶ εἶπαν τὰ ξύλα πρὸς τὴν ῥάμνον· «δεῦρο, βασίλευσον ἐφ᾽ ἡμῶν». καὶ εἶπεν ἡ ῥάμνος ‹πρὸς› τὰ ξύλα· «εἰ ἐν ἀληθείᾳ ὑμεῖς χρίετέ με εἰς βασιλέα ἐφ᾽ ὑμῶν, δεῦτε, ὑπόστητε ἐν τῇ σκέπῃ μου· καὶ εἰ μή, ἐξέλθοι πῦρ ἐκ τῆς ῥάμνου καὶ καταφάγοι τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου».
***
290. Ο στρατιώτης και τα κοράκια.
[290.1] Ήταν μια φορά ένας φοβητσιάρης που κινούσε να πάει στον πόλεμο. Ξαφνικά, που λέτε, πήρε το αυτί του κάτι κοράκια να κρώζουν, οπότε έριξε αμέσως κάτω τα όπλα του και στάθηκε ασάλευτος. Μετά από ώρα, πάντως, σήκωσε πάλι τα άρματα και συνέχισε την πορεία του. Ξανά τότε κράξανε τα κοράκια, και για δεύτερη φορά κοκάλωσε ο ψοφοδεής. Έτσι λοιπόν συνέχισε το πράγμα, ώσπου στο τέλος ο άνθρωπος στρίγγλισε: «Μωρέ δεν πα να σκάσετε από το πολύ κρα-κρα! Από το κρεατάκι το δικό μου, πάντως, δεν θα βάλετε μπουκιά στο στόμα σας!».
Ο μύθος αφορά τους υπερβολικά δειλούς ανθρώπους.
291. Η ουρά του φιδιού και τα λοιπά μέλη του.
[291.1] Μια φορά και έναν καιρό η ουρά του φιδιού σήκωσε ανταρσία ενάντια στο κεφάλι του. Πρόβαλε, βλέπετε, σαν αίτημα να πηγαίνει και η ίδια μπροστά πού και πού, όποτε έρχεται η σειρά της, και όχι να ακολουθεί συνέχεια την κεφαλή. Έτσι λοιπόν κατέκτησε το δικαίωμα να προηγείται, και ξέρουμε βέβαια πώς τα καταφέρνει: και η ίδια πηγαίνει κατά διαβόλου από τη βλακεία της, και το κεφάλι το σακατεύει, εξαναγκάζοντάς το να παίρνει από πίσω ένα κομμάτι κρέας τυφλό και θεόκουφο, τελείως ενάντια στη φυσική τάξη.
Το δίδαγμα του μύθου: Αυτά παθαίνει όποιος θέλει να κανονίζει όλες τις υποθέσεις του με μόνο κριτήριο να είναι ευχάριστος στους άλλους.
292. Το λιοντάρι, ο Προμηθέας και ο ελέφαντας.
[292.1] Πολλές φορές το λιοντάρι κάκιζε τον Προμηθέα για τον τρόπο που το έφτιαξε. Ναι, εντάξει, το έπλασε μεγάλο και ωραίο, εξόπλισε με δοντάρες τα σαγόνια του και δυνάμωσε τα ποδάρια του με φοβερά νύχια, και εν γένει το έκανε πολύ πιο δυνατό από όλα τα άλλα πλάσματα. «Μα να είμαι τέτοιο θηρίο», διαμαρτυρόταν ο λέοντας, «και να σκιάζομαι τα κοκόρια; Τί πράγματα είναι αυτά;». Όμως ο Προμηθέας δεν συμφωνούσε: «Άδικα με κατηγορείς, τί σου φταίω εγώ; Όσα πλεονεκτήματα μπορούσα να διαμορφώσω από τη μεριά μου, όλα δικά σου είναι. Η ψυχή σου είναι που έχει το αδύνατο σημείο, τούτο το ένα και μοναδικό που λες». Παρ᾽ όλα αυτά, το λιοντάρι εξακολουθούσε να κλαίει τη μοίρα του και να ελεεινολογεί τη φοβία του, τόσο που τελικά του ήρθε να τερματίσει τη ζωή του. Καθώς λοιπόν γυρόφερνε αυτήν την απόφαση στο μυαλό του, έτυχε να πέσει πάνω στον ελέφαντα. Στάθηκε τότε λίγο για να τον χαιρετίσει και έπιασαν την κουβέντα. Το λιοντάρι, που λέτε, παρατήρησε ότι ο ελέφαντας συνέχεια κουνούσε τα αυτιά του πάνω κάτω. Γι᾽ αυτό τον ρώτησε: «Δεν μου λες, σου συμβαίνει τίποτε; Τί κακό είναι αυτό, να μην αφήνεις ήσυχα τα αυτιά σου ούτε στιγμή;». Πάνω στην ώρα, όπως το έφερε η τύχη, φάνηκε ένα κουνούπι και βάλθηκε να πετάει γύρω-γύρω από τον ελέφαντα. Αμέσως τότε εκείνος ξέσπασε σε κραυγές: «Νά, το βλέπεις, το βλέπεις τούτο εδώ το παλιόπραμα που ζουζουνίζει, μια σταλιά πλάσμα; Ε λοιπόν, αν αυτό πάει και χωθεί μέσα στον ακουστικό μου πόρο, είμαι χαμένος!». Ύστερα από αυτό, το λιοντάρι συλλογίστηκε: «Καλά, τί βλάκας που ήμουνα να πέσω έτσι του θανατά δίχως λόγο! Μια χαρά θεριό είμαι, και οπωσδήποτε σε πολύ ευτυχέστερη μοίρα από τον ελέφαντα — τουλάχιστον όσο ξεπερνάει ο πετεινός το κουνούπι».
Το δίδαγμα: Βλέπετε τί τρομερό πλάσμα που είναι το κουνούπι — ακόμη και τους ελέφαντες φοβίζει.
293. Τα δέντρα και η ελιά.
[293.1] Μια φορά και έναν καιρό τα δέντρα μαζεύτηκαν για να διαλέξουν ποιό από όλα θα χριστεί βασιλιάς τους. Πρότειναν λοιπόν καταρχάς στην ελιά: «Δέχεσαι να γίνεις η βασίλισσά μας;». Η ελιά, ωστόσο, είχε διαφορετική γνώμη: «Τί λέτε καλέ; Να αφήσω το παχύ το λάδι μου, που μου εξασφαλίζει δόξα στα μάτια θεού και ανθρώπων, και να τρέχω να κυβερνάω τα δέντρα;». Ύστερα πήγαν και έκαναν πρόταση στη συκιά: «Έλα, γίνε εσύ βασίλισσά μας». Πλην όμως και η συκιά δεν ανταποκρίθηκε: «Σιγά μην αφήσω τους καρπούς μου τους ωραίους και τη γλύκα μου για να πάω να κάνω τον αρχηγό στα δέντρα». Στο τέλος πια τα δέντρα πρόσφεραν το αξίωμα στον αγκαθερό τον βάτο: «Μήπως θα ήθελες εσύ να πάρεις τη βασιλεία μας;». Νά τί τους απάντησε τότε εκείνος: «Στα αλήθεια θέλετε να με χρίσετε μονάρχη, να σας εξουσιάζω; Αν είναι έτσι, ελάτε και χωθείτε κάτω από τη σκέπη μου. Αλλιώς, πανάθεμά σας, που να ξεπεταχτεί φωτιά από τον βάτο και να καταφάει τους κέδρους του Λιβάνου!».
290. ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΚΟΡΑΚΕΣ
[290.1] ἀνὴρ δειλὸς ἐπὶ πόλεμον ἐξῄει. φθεγξαμένων δὲ κοράκων τὰ ὅπλα θεὶς ἡσύχαζεν, εἶτ᾽ ἀναλαβὼν αὖθις ἐξῄει. καὶ φθεγξαμένων πάλιν ὑπέστη, καὶ τέλος εἶπεν· «ὑμεῖς κεκράξεσθε μὲν ὡς δύνασθε μέγιστον· ἐμοῦ δὲ οὐ γεύσεσθε».
ὁ μῦθος περὶ τῶν σφόδρα δειλῶν.
291. ΟΥΡΑ ΚΑΙ ΜΕΛΗ ΟΦΕΩΣ
[291.1] δράκοντος ἡ οὐρὰ τῇ κεφαλῇ ἐστασίασεν ἀξιοῦσα ἡγεῖσθαι παρὰ μέρος καὶ μὴ διὰ παντὸς ἀκολουθεῖν ἐκείνῃ. λαβοῦσά τε τὴν ἡγεμονίαν ἑαυτήν τε κακῶς ἀπαλλάττει ἀνοίᾳ πορευομένη καὶ τὴν κεφαλὴν καταξαίνει τυφλοῖς καὶ κωφοῖς μέρεσιν ἀναγκαζομένην παρὰ φύσιν ἕπεσθαι.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ πρὸς χάριν ἅπαντα πολιτευόμενοι τοιαῦτα πάσχουσιν.
292. ΛΕΩΝ, ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΚΑΙ ΕΛΕΦΑΣ
[292.1] λέων κατεμέμφετο Προμηθέα πολλάκις, ὅτι μέγαν αὐτὸν ἔπλασεν καὶ καλὸν καὶ τὴν μὲν γένυν ὥπλισε τοῖς ὀδοῦσι, τοὺς δὲ πόδας ἐκράτυνε τοῖς ὄνυξιν ἐποίησέ τε τῶν ἄλλων θηρίων δυνατώτερον· «ὁ δὲ τοιοῦτος», ἔφασκε, «τὸν ἀλεκτρυόνα φοβοῦμαι». καὶ ὁ Προμηθεὺς ἔφη· «τί με μάτην αἰτιᾷ; τὰ γὰρ ἐμὰ πάντα ἔχεις, ὅσα πλάττειν ἐδυνάμην· ἡ δέ σου ψυχὴ πρὸς τοῦτο μόνον μαλακίζεται». ἔκλαιεν οὖν ἑαυτὸν ὁ λέων καὶ τῆς δειλίας κατεμέμφετο καὶ τέλος ἀποθανεῖν ἤθελεν. οὕτω δὲ γνώμης ἔχων ἐλέφαντι περιτυγχάνει καὶ προσαγορεύσας εἱστήκει διαλεγόμενος. καὶ ὁρῶν διαπαντὸς τὰ ὦτα κινοῦντα «τί πάσχεις», ἔφη, «καὶ τί ποτε οὐδὲ μικρὸν ἀτρεμεῖ σου τὸ οὖς;» καὶ ὁ ἐλέφας κατὰ τύχην περιπτάντος αὐτῷ κώνωπος· «ὁρᾷς», ἔφη. «τοῦτο τὸ βραχύ, τὸ βομβοῦν; ἢν εἰσδύνῃ μου ‹τῇ› τῆς ἀκοῆς ὁδῷ, τέθνηκα». καὶ ὁ λέων· «τί οὖν ἔτι ἀποθνῄσκειν» ἔφη «με δεῖ τοσοῦτον ὄντα καὶ ἐλέφαντος εὐτυχέστερον, ὅσον κρείττων κώνωπος ὁ ἀλεκτρυών;»
ὁρᾷς, ὅσον ἰσχύος ὁ κώνωψ ἔχει ὡς καὶ ἐλέφαντα φοβεῖν.
293. ΞΥΛΑ ΚΑΙ ΕΛΑΙΑ
[293.1] ξύλα ποτὲ ἐπορεύθη τοῦ χρῖσαι ἐφ᾽ ἑαυτῶν βασιλέα. καὶ εἶπαν τῇ ἐλαίᾳ· «βασίλευσον ἐφ᾽ ἡμῶν». καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ ἐλαία· «ἀφεῖσα τὴν πιότητά μου, ἣν ἐδόξασεν ἐν ἐμοὶ ὁ θεὸς καὶ οἱ ἄνθρωποι, πορευθῶ ἄρχειν τῶν ξύλων;» καὶ εἶπαν τὰ ξύλα τῇ συκῇ· «δεῦρο, βασίλευσον ἐφ᾽ ἡμῶν». καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ συκῆ· «ἀφεῖσα τὴν γλυκύτητά μου καὶ τὸ γέννημά μου τὸ ἀγαθὸν πορευθῶ τοῦ ἄρχειν τῶν ξύλων;» καὶ εἶπαν τὰ ξύλα πρὸς τὴν ῥάμνον· «δεῦρο, βασίλευσον ἐφ᾽ ἡμῶν». καὶ εἶπεν ἡ ῥάμνος ‹πρὸς› τὰ ξύλα· «εἰ ἐν ἀληθείᾳ ὑμεῖς χρίετέ με εἰς βασιλέα ἐφ᾽ ὑμῶν, δεῦτε, ὑπόστητε ἐν τῇ σκέπῃ μου· καὶ εἰ μή, ἐξέλθοι πῦρ ἐκ τῆς ῥάμνου καὶ καταφάγοι τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου».
***
290. Ο στρατιώτης και τα κοράκια.
[290.1] Ήταν μια φορά ένας φοβητσιάρης που κινούσε να πάει στον πόλεμο. Ξαφνικά, που λέτε, πήρε το αυτί του κάτι κοράκια να κρώζουν, οπότε έριξε αμέσως κάτω τα όπλα του και στάθηκε ασάλευτος. Μετά από ώρα, πάντως, σήκωσε πάλι τα άρματα και συνέχισε την πορεία του. Ξανά τότε κράξανε τα κοράκια, και για δεύτερη φορά κοκάλωσε ο ψοφοδεής. Έτσι λοιπόν συνέχισε το πράγμα, ώσπου στο τέλος ο άνθρωπος στρίγγλισε: «Μωρέ δεν πα να σκάσετε από το πολύ κρα-κρα! Από το κρεατάκι το δικό μου, πάντως, δεν θα βάλετε μπουκιά στο στόμα σας!».
Ο μύθος αφορά τους υπερβολικά δειλούς ανθρώπους.
291. Η ουρά του φιδιού και τα λοιπά μέλη του.
[291.1] Μια φορά και έναν καιρό η ουρά του φιδιού σήκωσε ανταρσία ενάντια στο κεφάλι του. Πρόβαλε, βλέπετε, σαν αίτημα να πηγαίνει και η ίδια μπροστά πού και πού, όποτε έρχεται η σειρά της, και όχι να ακολουθεί συνέχεια την κεφαλή. Έτσι λοιπόν κατέκτησε το δικαίωμα να προηγείται, και ξέρουμε βέβαια πώς τα καταφέρνει: και η ίδια πηγαίνει κατά διαβόλου από τη βλακεία της, και το κεφάλι το σακατεύει, εξαναγκάζοντάς το να παίρνει από πίσω ένα κομμάτι κρέας τυφλό και θεόκουφο, τελείως ενάντια στη φυσική τάξη.
Το δίδαγμα του μύθου: Αυτά παθαίνει όποιος θέλει να κανονίζει όλες τις υποθέσεις του με μόνο κριτήριο να είναι ευχάριστος στους άλλους.
292. Το λιοντάρι, ο Προμηθέας και ο ελέφαντας.
[292.1] Πολλές φορές το λιοντάρι κάκιζε τον Προμηθέα για τον τρόπο που το έφτιαξε. Ναι, εντάξει, το έπλασε μεγάλο και ωραίο, εξόπλισε με δοντάρες τα σαγόνια του και δυνάμωσε τα ποδάρια του με φοβερά νύχια, και εν γένει το έκανε πολύ πιο δυνατό από όλα τα άλλα πλάσματα. «Μα να είμαι τέτοιο θηρίο», διαμαρτυρόταν ο λέοντας, «και να σκιάζομαι τα κοκόρια; Τί πράγματα είναι αυτά;». Όμως ο Προμηθέας δεν συμφωνούσε: «Άδικα με κατηγορείς, τί σου φταίω εγώ; Όσα πλεονεκτήματα μπορούσα να διαμορφώσω από τη μεριά μου, όλα δικά σου είναι. Η ψυχή σου είναι που έχει το αδύνατο σημείο, τούτο το ένα και μοναδικό που λες». Παρ᾽ όλα αυτά, το λιοντάρι εξακολουθούσε να κλαίει τη μοίρα του και να ελεεινολογεί τη φοβία του, τόσο που τελικά του ήρθε να τερματίσει τη ζωή του. Καθώς λοιπόν γυρόφερνε αυτήν την απόφαση στο μυαλό του, έτυχε να πέσει πάνω στον ελέφαντα. Στάθηκε τότε λίγο για να τον χαιρετίσει και έπιασαν την κουβέντα. Το λιοντάρι, που λέτε, παρατήρησε ότι ο ελέφαντας συνέχεια κουνούσε τα αυτιά του πάνω κάτω. Γι᾽ αυτό τον ρώτησε: «Δεν μου λες, σου συμβαίνει τίποτε; Τί κακό είναι αυτό, να μην αφήνεις ήσυχα τα αυτιά σου ούτε στιγμή;». Πάνω στην ώρα, όπως το έφερε η τύχη, φάνηκε ένα κουνούπι και βάλθηκε να πετάει γύρω-γύρω από τον ελέφαντα. Αμέσως τότε εκείνος ξέσπασε σε κραυγές: «Νά, το βλέπεις, το βλέπεις τούτο εδώ το παλιόπραμα που ζουζουνίζει, μια σταλιά πλάσμα; Ε λοιπόν, αν αυτό πάει και χωθεί μέσα στον ακουστικό μου πόρο, είμαι χαμένος!». Ύστερα από αυτό, το λιοντάρι συλλογίστηκε: «Καλά, τί βλάκας που ήμουνα να πέσω έτσι του θανατά δίχως λόγο! Μια χαρά θεριό είμαι, και οπωσδήποτε σε πολύ ευτυχέστερη μοίρα από τον ελέφαντα — τουλάχιστον όσο ξεπερνάει ο πετεινός το κουνούπι».
Το δίδαγμα: Βλέπετε τί τρομερό πλάσμα που είναι το κουνούπι — ακόμη και τους ελέφαντες φοβίζει.
293. Τα δέντρα και η ελιά.
[293.1] Μια φορά και έναν καιρό τα δέντρα μαζεύτηκαν για να διαλέξουν ποιό από όλα θα χριστεί βασιλιάς τους. Πρότειναν λοιπόν καταρχάς στην ελιά: «Δέχεσαι να γίνεις η βασίλισσά μας;». Η ελιά, ωστόσο, είχε διαφορετική γνώμη: «Τί λέτε καλέ; Να αφήσω το παχύ το λάδι μου, που μου εξασφαλίζει δόξα στα μάτια θεού και ανθρώπων, και να τρέχω να κυβερνάω τα δέντρα;». Ύστερα πήγαν και έκαναν πρόταση στη συκιά: «Έλα, γίνε εσύ βασίλισσά μας». Πλην όμως και η συκιά δεν ανταποκρίθηκε: «Σιγά μην αφήσω τους καρπούς μου τους ωραίους και τη γλύκα μου για να πάω να κάνω τον αρχηγό στα δέντρα». Στο τέλος πια τα δέντρα πρόσφεραν το αξίωμα στον αγκαθερό τον βάτο: «Μήπως θα ήθελες εσύ να πάρεις τη βασιλεία μας;». Νά τί τους απάντησε τότε εκείνος: «Στα αλήθεια θέλετε να με χρίσετε μονάρχη, να σας εξουσιάζω; Αν είναι έτσι, ελάτε και χωθείτε κάτω από τη σκέπη μου. Αλλιώς, πανάθεμά σας, που να ξεπεταχτεί φωτιά από τον βάτο και να καταφάει τους κέδρους του Λιβάνου!».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου