Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Τι λένε ιστορία;

Η ιστορία είναι, βέβαια, αρχαιοελληνική λέξη, αλλά δεν έχει  το  ίδιο  νόημα  από  την  αρχαιότητα  έως  σήμερα. Εξάλλου ούτε στην αρχαιότητα συμφωνούσαν όλοι για το περιεχόμενό της. Απέκτησε σιγά-σιγά τις σημασίες που την αποτελούν και οι οποίες ενοποιήθηκαν με διάφορες διαδικασίες.

Ιστορία σήμαινε έρευνα, αλλά και το παρελθόν: την εξύμνηση των κατορθωμάτων, την καταγραφή σε καταλόγους όσων κατά καιρούς θεωρούνταν σημαντικά γεγονότα, αλλά και το πνεύμα μιας δύναμης κοινωνικής ενδελέχειας:
 
«Η Ιστορία θα κρίνει», λέμε. Ταυτόχρονα, άλλες έννοιες μας φέρνουν σε μια λαϊκή χρήση του όρου: «Ιστορία μου, αμαρτία μου», σημαίνει «λάθος μου μεγάλο», κατά το πασίγνωστο λαϊκό άσμα της Ρίτας Σακελλαρίου.
 
«Έχω ιστορίες» σημαίνει πως είμαι μπλεγμένος σε «φασαρίες». Και στις δυο περιπτώσεις η ιστορία εγγράφεται ως κάτι αρνητικό και ενοχλητικό. Στην ευτυ­χία δεν χωράει ιστορία.
Αν οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι, οι σελίδες της ιστορίας θα ήταν λευκές.
Μια παρα­δοχή από τον Πλάτωνα και τους ουτοπιστές ώς τον Χέγκελ. Η πιο γνωστή pop χρήση του όρου περιέχεται στη διάκριση μεταξύ ιστορίας και story.
 
Τελικά, μιλώντας για ιστορία, πρέπει να έχουμε στον νου μας όχι έναν ιδεότυπο πώς δει ιστορίαν συγγράφειν,  αλλά ένα σμήνος εννοιών. Αν αναζητούμε μια έννοια η οποία να καλύπτει αυτό το  σμήνος,  θα μπορούσαμε να  πούμε  ότι η ιστορία, ως όρος και έννοια, είναι ένας γλωσσικός και πολιτισμικός δείκτης διαφορετικών τρόπων κατανόησης της κοινωνικής χρονικότητας. Οι τρόποι αυτοί διαφέρουν τόσο ως προς τις διάφορες ιστορικές εποχές, όσο και αναμεταξύ τους.
 
Η  αντίληψη  περί  ιστορίας και η νοηματοδότηση του όρου «ιστορία» εξαρτάται από την ιστορικότητα την οποία παράγει κάθε κουλτούρα. Δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο βλέπει κάθε κοινωνία τον εαυτό της, καθορίζει και το  ιστορικό της βλέμμα-  και αντίστροφα: η κουλτούρα είναι ιστορικά προσδιορισμέ­νη όχι μόνο εξαιτίας της διαμόρφωσής της στον χρόνο,αλλά και διότι οι αντιλήψεις για τον χρόνο αποτελούν ένα υφάδι της κουλτούρας. Αν αποπειραθούμε να δούμε  την  ιστορία  πέραν  των  ευρωπαϊκών  διανοητικών ορίων, θα αντιληφθούμε αφενός τη μεγάλη διαφοροποί­ηση των αντιλήψεων περί ιστορίας, αφετέρου τη σύνδε­σή τους με τις πολιτισμικές πρακτικές.
 
Μπορεί να δοθεί ένας ορισμός;
Ένας από τους ανανεωτές των  ιστορικών σπουδών,  ο Johan Huizinga (Ολλανδία, 1872-1945), επιχείρησε στον μεσοπόλεμο να συζητήσει έναν ορισμό της ιστορίας για τις διαφορετικές μορφές ιστορικής γραφής και συνείδη­σης οι οποίες είναι ανεξάρτητες από το ευρωκεντρικό μοντέλο.
 
 Άσκησε κριτική στους ορισμούς που θεωρώ­ντας την ιστορία επιστήμη, την έβλεπαν ως διαδοχικές φάσεις μιας εξέλιξης: απλή περιγραφή –  διδακτική ιστορία –  γενετικο-εξελικτική επιστήμη. Είναι σαφές ότι το σχήμα αυτό δεν κάλυπτε τις μορφές που πήρε η ιστορία σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Καθώς η ιστορία αποδί­δει ορισμένες πλευρές του παρελθόντος μέσα από ιδιαίτερες μορφές αναπαράστασης, αυτές εξαρτώνται από τους αντιληπτικούς τρόπους τους οποίους έχει αναπτύ­ξει κάθε πολιτισμός.
 
Επομένως, οι μορφές κατανόησης δεν είναι κοινές για όλους·  εξαρτώνται από τις πολιτι­σμικές διαφορές. Αυτό σημαίνει πως οι πολιτισμοί δεν είναι το αντικείμενο,  αλλά το υποκείμενο γραφής της ιστορίας. Αυτό ισχύει και για τις επί μέρους πολιτισμι­κές ομάδες. Κάθε πολιτισμός έχει το παρελθόν που του αξίζει, γι’ αυτό και οι πολιτισμοί αναπτύσσουν ιδιαίτερες μορφές  αναπαράστασης του  παρελθόντος.  Και  αντίστροφα, κάθε παρελθόν μπορεί να αποτελέσει ιστορικό παρελθόν αν έχει νόημα για κάποιο πολιτισμό. Αν υπάρχει  μια  ιδιαιτερότητα του  σύγχρονου  δυτικού  πολιτισμού είναι ότι θεωρεί ως παρελθόν του όχι ένα ιδιαίτερο παρελθόν, αλλά το παρελθόν του κόσμου· ότι έχει αναπτύξει  μια  παγκόσμια  ιστορία.
 
Ο  Huizinga  κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η ιστορία είναι μια διανοητική πρα­κτική με την οποία μια κοινωνία κάνει απολογισμό του παρελθόντος.  Ο ορισμός αυτός καλύπτει σίγουρα δια­φορετικές εποχές και ταυτόχρονα τις ανάγκες για αυθεντικότητα και αξιοπιστία της γνώσης.
 
Το ζήτημα, όμως, είναι να δούμε τι ενδιαφέρει κάθε πολιτισμό ως προς την ιστορία.  Γιατί αν κάθε πολιτισμός δημιουργεί μια δική του διανοητική μορφή αντίληψης του παρελθόντος, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η κριτική επιστημονική μέθοδος είναι όχι μια γενική, όχι η τελική, αλλά μια μορ­φή σκέψης για το παρελθόν που έχει αναπτύξει ο σημε­ρινός πολιτισμός. Είναι μια διανοητική μορφή ανάμεσα στις άλλες. Αλλά είναι και η μορφή, διαμέσου της οποίας βλέπουμε  τις  άλλες.  Ωστόσο,  στην  προσέγγιση  του Ολλανδού ιστορικού υπάρχουν δύο αδύνατα σημεία. Το πρώτο αφορά τον ιστορικό χρόνο.
 
Η διάκριση παρελθόντος-παρόντος είναι αποτέλεσμα μιας πολιτισμικής επε­ξεργασίας η οποία είναι διαφορετική σε κάθε κουλτού­ρα.  Υπάρχουν μορφές ιστορίας που αφορούν την εξερεύνηση όχι μόνο του παρελθόντος αλλά και του μέλλοντος. Κι αν λογαριάσουμε τη σύγχρονη ιστοριογραφία που καταπιάνεται με σύνθετους τρόπους αντίληψης του χρόνου, τότε καταλήγουμε ότι συνδέεται με τον ιστορι­κό χρόνο και όχι με μία μόνο διάστασή του, την παρελθούσα. Το δεύτερο σημείο αφορά το αν η ιστορία περιο­ρίζεται στο να είναι απλώς και μόνο ένας τρόπος αντί­ληψης του παρελθόντος.
 
Γιατί η ιστορία έχει συγκεκρι­μένη πολιτισμική σημασία και ιδιαίτερο νόημα για κάθε κοινωνία. Από αυτό το νόημα εξαρτάται το περιεχόμε­νό της.  Η  ιστορία, δηλαδή, δεν παράγεται απλώς από την κουλτούρα μιας κοινωνίας ή μιας εποχής· είναι συ­στατικό μέρος της, αλλά μπορεί να κάθεται σε θρόνο ή σε σκαμνάκι.  Το περιεχόμενο και οι τρόποι που το εκφράζει, εξαρτώνται από αυτή τη θέση.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου