Πέρα απ’ τον μύθο (που θα ακολουθήσει), στην πραγματική καθημερινή ζωή όλοι μας ερχόμαστε κάποτε αντιμέτωποι με στιγμές τόσο ξεχωριστές όσο αυτή, και με καταστάσεις όπου κάποια γεγονότα που ούτε τα αποφασίσαμε ούτε τα επιλέξαμε, έρχονται να αλλάξουν καθοριστικά τη μελλοντική πορεία των πραγμάτων. Κι έτσι κατάλαβα ότι αυτό ήταν που ο κόσμος αποκαλούσε τύχη.
Σε μια χώρα μακρινή, υπήρχε κάποτε ένα χωριό πολύ ξεχωριστό, που οι κάτοικοί του είχαν συνήθειες και παραδόσεις παράξενες και πρωτότυπες. Κάθε νέος, όταν μεγάλωνε, έπρεπε να πάει σ’ ένα τεράστιο γραφείο, κοντά στην πλατεία, που όλοι το έλεγαν “Πρόνοια”. Εκεί, κάθε νέος μπορούσε και όφειλε να παραλάβει ένα κουτάλι, ένα πιρούνι, ή ένα μαχαίρι, που θα του έδινε ο Δήμος και θα το χρησιμοποιούσε τα επόμενα χρόνια για να τρώει.
Όπως έλεγαν οι γεροντότεροι του χωριού: “Για να φάει κανείς την σήμερον ημέραν, πρέπει να χρησιμοποιεί μαχαιροπίρουνα… Τουλάχιστον, ας τρώει αξιοπρεπώς…”
Ένας απ’ αυτούς τους νέους, που θα τον ονομάσουμε Τ, πληροφορήθηκε μια μέρα, μαζί με άλλους γείτονες και φίλους από τη συνοικία του, πως έπρεπε να παρουσιαστεί στην Πρόνοια για να πάρει το μαχαίρι, το πιρούνι ή το κουτάλι που θα του έδιναν για να μπορεί να τρώει με αξιοπρέπεια. Ανέβαλλε την απόφαση κάμποσες μέρες ώσπου, τελικά, ένα πρωί αποφάσισε να πάει.
Στο δρόμο για την Πρόνοια, ο Τ σκεφτόταν τι θα μπορούσε να ζητήσει. Στο κάτω κάτω, ήταν ένα εργαλείο που πιθανότατα θα τον συνόδευε για πάρα πολλά χρόνια- κι αυτό θα ήταν και το μοναδικό πράγμα που θα του δινόταν ποτέ δωρεάν…
Ο νέος αποφασίζει να ζητήσει πιρούνι. Είναι ένα εργαλείο πρακτικό, αισθητικά όμορφο και – όπως μονολογεί πλησιάζοντας-, πιθανώς αναντικατάστατο.
“Πιρούνι;” τον ρωτάει ο υπάλληλος με ύφος συμπονετικό. “Όχι, νεαρέ μου. Τα πιρούνια τελειώνουν κάθε πρωί με τους πρώτους πενήντα. Όλοι θέλουν πιρούνια. Ο κόσμος περιμένει στην ουρά έξω από την Πρόνοια τρεις νύχτες για να πάρει ένα πιρούνι.”
Ο Τ αισθάνεται σχεδόν κολακευμένος που ήταν πετυχημένη η επιλογή του, αν και, προς το παρόν, αυτή του η επιτυχία δεν του δίνει ό,τι ζητάει.
“Να πάρω τότε ένα μαχαίρι…” λέει, αρνούμενος κατ’αρχήν να στηθεί τρεις μέρες στην ουρά για ένα πιρούνι.
“Ούτε μαχαίρια έχω” του λέει χαμογελώντας ο υπάλληλος. “Μετά τα πιρούνια, το πρώτο που εξαντλείται είναι τα μαχαίρια. Αν θέλεις να πάρεις μαχαίρι, θα πρέπει να έρθεις πολύ νωρίς το πρωί… Πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι ήρθες σήμερα…”
Ο Τ ξέρει καλά ότι το μόνο που τον ενοχλεί περισσότερο κι απ’το πρωινό ξύπνημα, είναι να πρέπει να πάει κάπου δυο φορές για το ίδιο πράγμα. Ίσως γι’αυτό ρωτάει, με κάποια αφέλεια:
“Δηλαδή, τι έχει μείνει;”
“Κουτάλια!” του απαντάει ο υπάλληλος, όπως ήταν αναμενόμενο.
“Κουτάλια;” επαναλαμβάνει. “Αυτό μόνο; Μόνο κουτάλια;”
“Αυτά έχουν μείνει” του λέει εκείνος σαν να απολογείται…
“Τέτοια ώρα…”
“Κουτάλια” σκέφτεται ο Τ. “Τα κουτάλια ούτε κόβουν, ούτε καρφώνουν…”
Όσοι στέκονται στην ουρά, πίσω από τον νεαρό, περιμένοντας τη σειρά τους, ακούνε τη συνομιλία του με τον υπάλληλο και φεύγουν με σκοπό να ξανάρθουν νωρίς το επόμενο πρωί για το μαχαίρι, ή να γυρίσουν το βράδυ και να κατασκηνώσουν έξω από την Πρόνοια για να καταφέρουν να πάρουν ένα από τα πολυπόθητα πιρούνια.
“Για να δούμε τα κουτάλια…” λέει τέλος ο Τ.
Αυτά που έχουν μείνει, που δεν είναι και πολλά, του θυμίζουν το σπίτι της γιαγιάς του.
Είναι από εκείνα τα τεράστια κιτρινωπά κουτάλια, απομεινάρια απ’ τον καιρό του Νώε. Ούτε ωραία είναι, ούτε πρακτικά, ούτε γυαλιστερά, και ακόμα κι ο Τ, που δεν είναι και τόσο εκλεπτυσμένος, καταλαβαίνει αμέσως ότι είναι ακόμη εκεί γιατί κανείς δεν τα παίρνει… Εκείνος, όμως, βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην Πρόνοια, κι εδώ δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο.
Όπως γίνεται συνήθως, οι πολύ πρωινοί και οι πολύ επίμονοι τύποι παίρνουν πάντα τα καλύτερα…
Ο κύριος που εξυπηρετεί τον κόσμο ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του τοίχου- πλησιάζει η ώρα να κλείσει.
“Θα πάρω αυτό” λέει τελικά ο νέος, δείχνοντας το λιγότερο βαθουλωτό.
Με συγκατάβαση μάλλον παρά με ικανοποίηση, και περισσότερο ανακουφισμένος παρά ευχαριστημένος, ο νέος βγαίνει από την Πρόνοια με το τεράστιο κουτάλι στο χέρι.
Το ίδιο κιόλας βράδυ, με το που βγήκε ο Τ στο δρόμο με το ένα και μοναδικό του λάφυρο στο χέρι, συνέβη κάτι ανέλπιστο- κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί…
ΕΒΡΕΧΕ ΣΟΥΠΑ!!!
Ο κόσμος δεν πίστευε στα μάτια του… κι ούτε κι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας… Γεγονός, πάντως, είναι ότι επί σειρά ημερών έβρεχε σούπα.
Θα μπορούσε να μην είχε βρέξει.
Θα μπορούσε να είχε βρέξει κοτόπουλο στο φούρνο.
Θα μπορούσε να είχε βρέξει πέτρες.
Όμως, έβρεξε σούπα.
Κι εγώ ήμουν εκεί…Με το κουτάλι.
Σε μια χώρα μακρινή, υπήρχε κάποτε ένα χωριό πολύ ξεχωριστό, που οι κάτοικοί του είχαν συνήθειες και παραδόσεις παράξενες και πρωτότυπες. Κάθε νέος, όταν μεγάλωνε, έπρεπε να πάει σ’ ένα τεράστιο γραφείο, κοντά στην πλατεία, που όλοι το έλεγαν “Πρόνοια”. Εκεί, κάθε νέος μπορούσε και όφειλε να παραλάβει ένα κουτάλι, ένα πιρούνι, ή ένα μαχαίρι, που θα του έδινε ο Δήμος και θα το χρησιμοποιούσε τα επόμενα χρόνια για να τρώει.
Όπως έλεγαν οι γεροντότεροι του χωριού: “Για να φάει κανείς την σήμερον ημέραν, πρέπει να χρησιμοποιεί μαχαιροπίρουνα… Τουλάχιστον, ας τρώει αξιοπρεπώς…”
Ένας απ’ αυτούς τους νέους, που θα τον ονομάσουμε Τ, πληροφορήθηκε μια μέρα, μαζί με άλλους γείτονες και φίλους από τη συνοικία του, πως έπρεπε να παρουσιαστεί στην Πρόνοια για να πάρει το μαχαίρι, το πιρούνι ή το κουτάλι που θα του έδιναν για να μπορεί να τρώει με αξιοπρέπεια. Ανέβαλλε την απόφαση κάμποσες μέρες ώσπου, τελικά, ένα πρωί αποφάσισε να πάει.
Στο δρόμο για την Πρόνοια, ο Τ σκεφτόταν τι θα μπορούσε να ζητήσει. Στο κάτω κάτω, ήταν ένα εργαλείο που πιθανότατα θα τον συνόδευε για πάρα πολλά χρόνια- κι αυτό θα ήταν και το μοναδικό πράγμα που θα του δινόταν ποτέ δωρεάν…
Ο νέος αποφασίζει να ζητήσει πιρούνι. Είναι ένα εργαλείο πρακτικό, αισθητικά όμορφο και – όπως μονολογεί πλησιάζοντας-, πιθανώς αναντικατάστατο.
“Πιρούνι;” τον ρωτάει ο υπάλληλος με ύφος συμπονετικό. “Όχι, νεαρέ μου. Τα πιρούνια τελειώνουν κάθε πρωί με τους πρώτους πενήντα. Όλοι θέλουν πιρούνια. Ο κόσμος περιμένει στην ουρά έξω από την Πρόνοια τρεις νύχτες για να πάρει ένα πιρούνι.”
Ο Τ αισθάνεται σχεδόν κολακευμένος που ήταν πετυχημένη η επιλογή του, αν και, προς το παρόν, αυτή του η επιτυχία δεν του δίνει ό,τι ζητάει.
“Να πάρω τότε ένα μαχαίρι…” λέει, αρνούμενος κατ’αρχήν να στηθεί τρεις μέρες στην ουρά για ένα πιρούνι.
“Ούτε μαχαίρια έχω” του λέει χαμογελώντας ο υπάλληλος. “Μετά τα πιρούνια, το πρώτο που εξαντλείται είναι τα μαχαίρια. Αν θέλεις να πάρεις μαχαίρι, θα πρέπει να έρθεις πολύ νωρίς το πρωί… Πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι ήρθες σήμερα…”
Ο Τ ξέρει καλά ότι το μόνο που τον ενοχλεί περισσότερο κι απ’το πρωινό ξύπνημα, είναι να πρέπει να πάει κάπου δυο φορές για το ίδιο πράγμα. Ίσως γι’αυτό ρωτάει, με κάποια αφέλεια:
“Δηλαδή, τι έχει μείνει;”
“Κουτάλια!” του απαντάει ο υπάλληλος, όπως ήταν αναμενόμενο.
“Κουτάλια;” επαναλαμβάνει. “Αυτό μόνο; Μόνο κουτάλια;”
“Αυτά έχουν μείνει” του λέει εκείνος σαν να απολογείται…
“Τέτοια ώρα…”
“Κουτάλια” σκέφτεται ο Τ. “Τα κουτάλια ούτε κόβουν, ούτε καρφώνουν…”
Όσοι στέκονται στην ουρά, πίσω από τον νεαρό, περιμένοντας τη σειρά τους, ακούνε τη συνομιλία του με τον υπάλληλο και φεύγουν με σκοπό να ξανάρθουν νωρίς το επόμενο πρωί για το μαχαίρι, ή να γυρίσουν το βράδυ και να κατασκηνώσουν έξω από την Πρόνοια για να καταφέρουν να πάρουν ένα από τα πολυπόθητα πιρούνια.
“Για να δούμε τα κουτάλια…” λέει τέλος ο Τ.
Αυτά που έχουν μείνει, που δεν είναι και πολλά, του θυμίζουν το σπίτι της γιαγιάς του.
Είναι από εκείνα τα τεράστια κιτρινωπά κουτάλια, απομεινάρια απ’ τον καιρό του Νώε. Ούτε ωραία είναι, ούτε πρακτικά, ούτε γυαλιστερά, και ακόμα κι ο Τ, που δεν είναι και τόσο εκλεπτυσμένος, καταλαβαίνει αμέσως ότι είναι ακόμη εκεί γιατί κανείς δεν τα παίρνει… Εκείνος, όμως, βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην Πρόνοια, κι εδώ δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο.
Όπως γίνεται συνήθως, οι πολύ πρωινοί και οι πολύ επίμονοι τύποι παίρνουν πάντα τα καλύτερα…
Ο κύριος που εξυπηρετεί τον κόσμο ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του τοίχου- πλησιάζει η ώρα να κλείσει.
“Θα πάρω αυτό” λέει τελικά ο νέος, δείχνοντας το λιγότερο βαθουλωτό.
Με συγκατάβαση μάλλον παρά με ικανοποίηση, και περισσότερο ανακουφισμένος παρά ευχαριστημένος, ο νέος βγαίνει από την Πρόνοια με το τεράστιο κουτάλι στο χέρι.
Το ίδιο κιόλας βράδυ, με το που βγήκε ο Τ στο δρόμο με το ένα και μοναδικό του λάφυρο στο χέρι, συνέβη κάτι ανέλπιστο- κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί…
ΕΒΡΕΧΕ ΣΟΥΠΑ!!!
Ο κόσμος δεν πίστευε στα μάτια του… κι ούτε κι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας… Γεγονός, πάντως, είναι ότι επί σειρά ημερών έβρεχε σούπα.
Θα μπορούσε να μην είχε βρέξει.
Θα μπορούσε να είχε βρέξει κοτόπουλο στο φούρνο.
Θα μπορούσε να είχε βρέξει πέτρες.
Όμως, έβρεξε σούπα.
Κι εγώ ήμουν εκεί…Με το κουτάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου