Επιχειρώντας ένα διανοητικό ταξίδι στο χρόνο, δε θα βρίσκαμε άλλη ιστορική περίοδο που να ασχολείται τόσο συστηματικά με τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων. Όλοι ανεξαιρέτως "σεξολογούν", "ερωτολογούν", "σχεσεολογούν" ακατασχέτως. Η ρητορική της κλινοσοφιστείας καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του δημοσίου λόγου.
Θα έλεγε κανείς ότι μετά από τόση "ερωτοφιλολογία", οι ανθρώπινες σχέσεις θα περνούσαν τις εξετάσεις, θα προβιβαζόντουσαν στην επόμενη τάξη και θα έπαυαν να ταλανίζονται από τα διαχρονικά προβλήματα που τις χαρακτηρίζουν. Επειδή όμως η εποχή μας, όπως σημείωνε και ο Καρλ Γιάσπερς "στοχάζεται με όρους του “γνωρίζω πως να το κάνω”, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει τίποτα να γίνει", ο πλούτος των λογυδρίων γύρω από τις ερωτικές σχέσεις δεν συνταυτίζεται με μια ευοίωνη εξέλιξη των στενών διαπροσωπικών σχέσεων.
Συγχρόνως, η εποχή πριμοδοτεί την ελεύθερη επιλογή και τη δυνατότητα υλοποίησης κάθε επιθυμίας, ακόμα και πέραν των ασύδοτων πορνογραφικών περιορισμών, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που το χειραφετημένο άτομο στέκεται σαστισμένο εμπρός στην ποικιλία των εν δυνάμει προοπτικών, χωρίς να μπορεί να αποφασίσει τι θα διαλέξει και αν τελικά επιθυμεί να διαλέξει. Άλλωστε, ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος, ως συλλέκτης και καταναλωτής εμπειριών, διέρχεται ανάμεσα από τις σχέσεις με στιγμιαίες διαθέσεις και χωρίς συνήθως να επιλέγει τελικό ή έστω προσωρινό προορισμό. Προτιμά και εξιδανικεύει την ευκολία. Δεν σπαταλά δυνάμεις σε ανεκπλήρωτους ερωτικούς πόθους. Βρίσκεται και συνουσιάζεται γιατί έτσι επιτάσσει η φύση. Πριν την σεξουαλική συνεύρεση είναι μόνος, καθώς επίσης και μετά απ’ αυτήν, συχνά δε, η μοναξιά τον συνοδεύει και κατά τη διάρκεια.
Ο εν λόγω λοιπόν δυτικός άνθρωπος προτιμά πάνω από όλα να είναι cool, να μην δεσμεύεται, να παραμένει ανοιχτός σε νέες εμπειρίες, να διατηρεί τον προσωπικό του χώρο, να μην θυσιάζει χρόνο από τον εαυτό του, να περιφρονεί τους ρομαντισμούς και τις υπερβατικές περί έρωτος αντιλήψεις, επιλέγοντας ένα στυλ πιο "ορθολογικό", είτε κυνικό, είτε γλυκανάλατο. Ο άνθρωπος αυτός θα ζήσει ίσως πολλά, μα δυστυχώς δεν θα τον αγγίξει τίποτα. Ας τον φανταστούμε σαν έναν ταξιδιώτη που έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, χωρίς ποτέ να έχει προλάβει να βγει έξω από τα αεροδρόμια. Οι ερωτικές του εμπειρίες, είτε εν τη παρουσία, είτε εν τη απουσία του ερωτικού άλλου, είναι συνήθως μοναχικές και εξατομικευμένες. Οι cool και free ερωτικές του περιπτύξεις ομοιάζουν με δυαδικούς αυνανισμούς.
Όσον αφορά τον έρωτα…
Κατά πάσα πιθανότητα, η "ανθρώπινη μονάδα" στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω δε θα γνωρίσει ποτέ τον μύστη της ζωής που στην καθομιλουμένη καλούμε έρωτα. Εκείνον που μαζί με την απόλαυση προσφέρει πόνο, που απαιτεί θυσίες, που "συν-κινεί", που "συν-πάσχει", που "συν-παθεί". Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Δ. Δημητριάδης στον πρόλογο της "Ιστορίας του Ματιού", του Μπατάιγ: "Χωρίς τον ερωτισμό ο άνθρωπος δεν θα ήταν άνθρωπος". Άλλωστε, "από τις πολλές “φυσικές” ανάγκες, κλίσεις και προδιαθέσεις των ανθρώπων, η σεξουαλική επιθυμία υπήρξε και παραμένει η πιο πρόδηλα, μονοσήμαντα και αναντίρρητα κοινωνική. Τείνει προς ένα άλλο ανθρώπινο όν, προσκαλεί την παρουσία του και καταγίνεται να μεταπλάσει την παρουσία σε ένωση" (Bauman, Z. 2006, σ. 79, "Ρευστή Αγάπη").
Ο άνθρωπος, λοιπόν, δεν μπορεί να ζήσει μόνος, παρά είτε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού (ως ασκητής) ή κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του θηρίου. Ο έρωτας δεν μπορεί να εν-σαρκωθεί και να εν-πνευστεί (εμπνευστεί) μόνος. Συνεπώς, ο έρωτας μας στρέφει προς τον Άλλο, προς την κοινωνία. Η άρνησή του, αντίθετα, μας απομονώνει, μας "ιδιωτικοποιεί" ως ανθρώπινες υπάρξεις, μας αποκτηνώνει, μας εξαχρειώνει. Η αποφυγή του υποδεικνύει φόβο, οδηγεί στη μοναξιά, καταδικάζει στη φυλακή της δειλίας. Ο έρωτας είναι από μόνος του μια υπερβατική πράξη που τραντάζει συθέμελα το οικοδόμημα της ζωής και του εαυτού μας.
Η "ανθρώπινη μονάδα" που επιλέγει ή καταδικάζεται σε μια ζωή χωρίς έρωτα κυκλοφορεί σε ένα κόσμο γεμάτο θορύβους, μα χωρίς μουσική, με άπειρες αποχρώσεις μα χωρίς χρώματα. Μαζί με τα πάθη και τους πόνους του έρωτα, το δήθεν χειραφετημένο άτομο απαλλάχτηκε από τις απαγορεύσεις με τις οποίες ήταν ενδεδυμένη η ερωτική συμπεριφορά. Κάποτε, απαλλαγμένος από ταμπού και προκαταλήψεις, ο άνθρωπος αυτός είναι "έτοιμος να τα ζήσει όλα", "να τα δει όλα", "να τα κάνει όλα": έχει χωρίς κόπο την απόλυτη δυνατότητα να διευρύνει το φάσμα των εμπειριών του. Αναλώνεται λοιπόν σε αυτήν και στερείται τη βιωμένη πραγματικότητα.
Διότι ο έρωτας, εκείνος που ωθούσε τους "αγγέλους να ασπάζονται τα άστρα" ήταν ζωντανός και γι’ αυτό εξοικειωμένος με την ρομαντική έννοια της τρωτότητας, εξιδανικευμένος και ταυτόχρονα ρεαλιστικός, δημιουργικός και ταυτόχρονα καταστροφικός, συνθέτης φαινομενικά αντιθέτων. Δεν κουραζόταν να πασχίζει για την επίτευξη του ακατόρθωτου. Μα όπως λέει και το τραγούδι, "δεν υπάρχουν άγγελοι". Και αν ακόμα υπάρχουν, δεν γνωρίζουν πια πώς να ασπαστούν τα άστρα, όταν δεν περιφρονούν την ίδια την ιδέα του ασπασμού προς αυτά.
Όμως, σε πείσμα των καιρών, υπάρχουν ευτυχώς ορισμένοι γύρω μας που τολμούν να ερωτευτούν, να ζήσουν, να γιορτάσουν…
Θα έλεγε κανείς ότι μετά από τόση "ερωτοφιλολογία", οι ανθρώπινες σχέσεις θα περνούσαν τις εξετάσεις, θα προβιβαζόντουσαν στην επόμενη τάξη και θα έπαυαν να ταλανίζονται από τα διαχρονικά προβλήματα που τις χαρακτηρίζουν. Επειδή όμως η εποχή μας, όπως σημείωνε και ο Καρλ Γιάσπερς "στοχάζεται με όρους του “γνωρίζω πως να το κάνω”, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει τίποτα να γίνει", ο πλούτος των λογυδρίων γύρω από τις ερωτικές σχέσεις δεν συνταυτίζεται με μια ευοίωνη εξέλιξη των στενών διαπροσωπικών σχέσεων.
Συγχρόνως, η εποχή πριμοδοτεί την ελεύθερη επιλογή και τη δυνατότητα υλοποίησης κάθε επιθυμίας, ακόμα και πέραν των ασύδοτων πορνογραφικών περιορισμών, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που το χειραφετημένο άτομο στέκεται σαστισμένο εμπρός στην ποικιλία των εν δυνάμει προοπτικών, χωρίς να μπορεί να αποφασίσει τι θα διαλέξει και αν τελικά επιθυμεί να διαλέξει. Άλλωστε, ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος, ως συλλέκτης και καταναλωτής εμπειριών, διέρχεται ανάμεσα από τις σχέσεις με στιγμιαίες διαθέσεις και χωρίς συνήθως να επιλέγει τελικό ή έστω προσωρινό προορισμό. Προτιμά και εξιδανικεύει την ευκολία. Δεν σπαταλά δυνάμεις σε ανεκπλήρωτους ερωτικούς πόθους. Βρίσκεται και συνουσιάζεται γιατί έτσι επιτάσσει η φύση. Πριν την σεξουαλική συνεύρεση είναι μόνος, καθώς επίσης και μετά απ’ αυτήν, συχνά δε, η μοναξιά τον συνοδεύει και κατά τη διάρκεια.
Ο εν λόγω λοιπόν δυτικός άνθρωπος προτιμά πάνω από όλα να είναι cool, να μην δεσμεύεται, να παραμένει ανοιχτός σε νέες εμπειρίες, να διατηρεί τον προσωπικό του χώρο, να μην θυσιάζει χρόνο από τον εαυτό του, να περιφρονεί τους ρομαντισμούς και τις υπερβατικές περί έρωτος αντιλήψεις, επιλέγοντας ένα στυλ πιο "ορθολογικό", είτε κυνικό, είτε γλυκανάλατο. Ο άνθρωπος αυτός θα ζήσει ίσως πολλά, μα δυστυχώς δεν θα τον αγγίξει τίποτα. Ας τον φανταστούμε σαν έναν ταξιδιώτη που έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, χωρίς ποτέ να έχει προλάβει να βγει έξω από τα αεροδρόμια. Οι ερωτικές του εμπειρίες, είτε εν τη παρουσία, είτε εν τη απουσία του ερωτικού άλλου, είναι συνήθως μοναχικές και εξατομικευμένες. Οι cool και free ερωτικές του περιπτύξεις ομοιάζουν με δυαδικούς αυνανισμούς.
Όσον αφορά τον έρωτα…
Κατά πάσα πιθανότητα, η "ανθρώπινη μονάδα" στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω δε θα γνωρίσει ποτέ τον μύστη της ζωής που στην καθομιλουμένη καλούμε έρωτα. Εκείνον που μαζί με την απόλαυση προσφέρει πόνο, που απαιτεί θυσίες, που "συν-κινεί", που "συν-πάσχει", που "συν-παθεί". Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Δ. Δημητριάδης στον πρόλογο της "Ιστορίας του Ματιού", του Μπατάιγ: "Χωρίς τον ερωτισμό ο άνθρωπος δεν θα ήταν άνθρωπος". Άλλωστε, "από τις πολλές “φυσικές” ανάγκες, κλίσεις και προδιαθέσεις των ανθρώπων, η σεξουαλική επιθυμία υπήρξε και παραμένει η πιο πρόδηλα, μονοσήμαντα και αναντίρρητα κοινωνική. Τείνει προς ένα άλλο ανθρώπινο όν, προσκαλεί την παρουσία του και καταγίνεται να μεταπλάσει την παρουσία σε ένωση" (Bauman, Z. 2006, σ. 79, "Ρευστή Αγάπη").
Ο άνθρωπος, λοιπόν, δεν μπορεί να ζήσει μόνος, παρά είτε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού (ως ασκητής) ή κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του θηρίου. Ο έρωτας δεν μπορεί να εν-σαρκωθεί και να εν-πνευστεί (εμπνευστεί) μόνος. Συνεπώς, ο έρωτας μας στρέφει προς τον Άλλο, προς την κοινωνία. Η άρνησή του, αντίθετα, μας απομονώνει, μας "ιδιωτικοποιεί" ως ανθρώπινες υπάρξεις, μας αποκτηνώνει, μας εξαχρειώνει. Η αποφυγή του υποδεικνύει φόβο, οδηγεί στη μοναξιά, καταδικάζει στη φυλακή της δειλίας. Ο έρωτας είναι από μόνος του μια υπερβατική πράξη που τραντάζει συθέμελα το οικοδόμημα της ζωής και του εαυτού μας.
Η "ανθρώπινη μονάδα" που επιλέγει ή καταδικάζεται σε μια ζωή χωρίς έρωτα κυκλοφορεί σε ένα κόσμο γεμάτο θορύβους, μα χωρίς μουσική, με άπειρες αποχρώσεις μα χωρίς χρώματα. Μαζί με τα πάθη και τους πόνους του έρωτα, το δήθεν χειραφετημένο άτομο απαλλάχτηκε από τις απαγορεύσεις με τις οποίες ήταν ενδεδυμένη η ερωτική συμπεριφορά. Κάποτε, απαλλαγμένος από ταμπού και προκαταλήψεις, ο άνθρωπος αυτός είναι "έτοιμος να τα ζήσει όλα", "να τα δει όλα", "να τα κάνει όλα": έχει χωρίς κόπο την απόλυτη δυνατότητα να διευρύνει το φάσμα των εμπειριών του. Αναλώνεται λοιπόν σε αυτήν και στερείται τη βιωμένη πραγματικότητα.
Διότι ο έρωτας, εκείνος που ωθούσε τους "αγγέλους να ασπάζονται τα άστρα" ήταν ζωντανός και γι’ αυτό εξοικειωμένος με την ρομαντική έννοια της τρωτότητας, εξιδανικευμένος και ταυτόχρονα ρεαλιστικός, δημιουργικός και ταυτόχρονα καταστροφικός, συνθέτης φαινομενικά αντιθέτων. Δεν κουραζόταν να πασχίζει για την επίτευξη του ακατόρθωτου. Μα όπως λέει και το τραγούδι, "δεν υπάρχουν άγγελοι". Και αν ακόμα υπάρχουν, δεν γνωρίζουν πια πώς να ασπαστούν τα άστρα, όταν δεν περιφρονούν την ίδια την ιδέα του ασπασμού προς αυτά.
Όμως, σε πείσμα των καιρών, υπάρχουν ευτυχώς ορισμένοι γύρω μας που τολμούν να ερωτευτούν, να ζήσουν, να γιορτάσουν…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου