«Το να είσαι ερωτευμένος είναι μόνο το να είσαι σε μια συνεχή κατάσταση αναισθησίας – να παρεξηγείς έναν συνηθισμένο νεαρό για έναν Έλληνα θεό ή μια συνηθισμένη κοπέλα για μια θεά» -Henry Louis Mencken, “Prejudices, First Series”, 1919
Ο Αγάθων (ποιητής και μάλλον εραστής του Παυσανία) γυρίζει την κουβέντα στη θεολογία. «Οι προλαλήσαντες δεν έπλεξαν το εγκώμιο του θεού, αλλά καλοτύχισαν τους ανθρώπους για τα καλά που αυτός χαρίζει. Όμως κανείς δε μίλησε για το ποιόν του θεού που δίνει αυτά τα δώρα»σελ.153. Ο Αγάθων πλέκει το εγκώμιο της ίδιας της θεότητας του έρωτα, μιλάει για τα δικά του μυθολογικά χαρακτηριστικά και για τις αρετές του, και ύστερα για όσα χαρίζει στους ανθρώπους. Το σωστό εγκώμιο, λέει, πρώτα εξηγεί τη φύση και έπειτα τις δωρεές του αντικειμένου του, τεχνική που θα ακολουθήσει και ο Σωκράτης αργότερα.
«Ο Έρωτας είναι ο ευτυχέστερος όλων, γιατί είναι ο ομορφότερος και ο καλύτερος. Είναι δε ο ομορφότερος, Φαίδρε, γιατί είναι ο νεότερος ανάμεσα στους θεούς…Από τη φύση του μισεί τα γεράματα και παραμένει όσο πιο μακριά τους γίνεται. Πάντα νέοι τον συντροφεύουν και πάντα νέος παραμένει, καταπώς λέει κι η παροιμία, ο όμοιος τον όμοιό τους συντροφεύει»σελ.155.
Ο Αγάθωνας εδώ έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον Φαίδρο, αλλά και με τον εραστή του, τον Παυσανία, οι οποίοι είχαν πει ότι απόδειξη της ανωτερότητας του θεού Έρωτα είναι η αρχαιότητά του. Και λέει ότι η αφήγηση του Ησίοδου και του Παρμενίδη για τη δημιουργία του κόσμου και των θεών, αιτία είναι η Ανάγκη. «Ανάγκη» ήταν η προσωποποίηση του αδυσώπητου νόμου της φύσης, της μοίρας, του πεπρωμένου, της αναγκαιότητας. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι ακόμα και οι θεοί ήταν έρμαια της Ανάγκης, την οποία δεν μπορούσαν να ελέγξουν ή να επηρεάσουν. «Με την Ανάγκη ούτε οι θεοί τα βάζουν» είπε ο Σιμωνίδης (Πλάτων, «Πρωταγόρας» 345d). Πράττει πέρα από τη λογική και την ηθική, το θαύμα και την τύχη. Αν εμπλεκόταν ο Έρωτας σε αυτά (στην κοσμογονία και τη θεογονία), δεν θα υπήρχαν οι βαναυσότητες που συναντάμε στον μύθο, αλλά αγάπη και ειρήνη, όπως τώρα που ο Έρωτας βασιλεύει στους θεούς. «Και δεν είναι μόνο νέος, είναι και ανάλαφρος…Χτίζει τη φωλιά του στα συναισθήματα και στις ψυχές των ανθρώπων και των θεών, αλλά όχι σε όλες αδιακρίτως. Όταν συναντηθεί με ψυχή συναισθηματικά σκληρή, αποχωρεί, όμως στην τρυφερή εγκαθίσταται για τα καλά…Γιατί πώς θα μπορούσε να μπαινοβγαίνει αθόρυβα στις ψυχές, που από παντού τις περιβάλλει, αν δεν ήταν ευλύγιστος;…Γιατί ανάμεσα στην ασχήμια και στον Έρωτα μαίνεται ατελεύτητος πόλεμος»σελ.155-157. Για να περιγράψει την ελαφρότητα του Έρωτα, ο Αγάθων χρησιμοποιεί τα λόγια του Ομήρου όταν περιέγραφε στην Ιλιάδα την ελαφρότητα της Άτης*:
«Τα πόδια της ανάερα, στο χώμα δεν πατάνε
απάνω στα κεφάλια των θνητών ακροβατεί»
Κλείνει την περιγραφή του θεού λέγοντας ότι μόνο στην ομορφιά ζει, σε τόπους ολάνθιστους και ευωδιαστούς όπως τα λουλούδια ή οι καλές ψυχές, γιατί σε σώμα, ψυχή ή οτιδήποτε άλλο που δεν ανθοφορεί, ο Έρωτας δεν μπορεί να κατοικήσει.
Αφού περιέγραψε τα κάλλη του θεού, συνεχίζει με τις αρετές του. Ο Έρωτας ούτε αδικεί ούτε αδικείται από θεό ή άνθρωπο, και δεν υφίσταται βία ούτε την ασκεί, γιατί ο καθένας με τη θέλησή του προσέρχεται σε αυτόν. Όσα συνομολογούν αμοιβαία οι εραστές τα επικυρώνουν οι νόμοι, αλλά εκτός από δίκαιος είναι και σώφρον. Εφόσον σωφροσύνη είναι ο εξουσιασμός των ηδονών και των επιθυμιών, και εφόσον καμιά ηδονή δεν είναι ανώτερη του έρωτα, ο Έρωτας τις εξουσιάζει και τις ελέγχει όλες, για να αναδειχτεί σε απόλυτο κάτοχο της σωφροσύνης. Και γενναίος αναδεικνύεται, αφού εξουσιάζει τον πιο ανδρείο από όλους, τον θεό Άρη, που είναι αιχμάλωτος του έρωτα της Αφροδίτης. Εκτός όμως από τις αρετές της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης και της ανδρείας, ο Αγάθων εκθειάζει και τη σοφία του Έρωτα, διατεινόμενος ότι αυτός είναι ο εμπνευστής κάθε δημιουργικής έκφρασης που ανήκει στη σφαίρα των Μουσών και μπορεί οποιονδήποτε να τον κάνει ποιητή, αρκεί να τον αγγίξει. «Ποιος αμφιβάλλει ότι η δημιουργία των ζωντανών οργανισμών είναι αποτέλεσμα της σοφίας του Έρωτα, στην οποία χρωστάει τη γέννηση και την ύπαρξη κάθε μορφή ζωής;»σελ.159 Και οι τεχνίτες, ακόμα και οι θεοί οι ίδιοι, με οδηγό αυτόν επινόησαν την τέχνη τους, ο Απόλλων την τοξευτική, την ιατρική και τη μαντική, οι Μούσες την καλλιτεχνική δημιουργία και ο Δίας τη διακυβέρνηση. «Γι’ αυτό ηρέμησαν τα πράγματα στο βασίλειο των θεών από τη στιγμή που εμφανίστηκε ανάμεσά τους ο Έρωτας, προφανώς ο έρωτας του ωραίου – με την ασχήμια ο θεός δεν έχει καμία σχέση».
Ο Έρωτας ηρεμεί τη φύση (χαρίζει γαλήνη στα πελάγη και καταλαγιάζει τους ανέμους) αλλά και τους ανθρώπους, ξεριζώνοντας την έχθρα από την καρδιά και γεμίζοντάς τη με φιλία. Διώχνει την αγριάδα και χαρίζει πραότητα, δίνει κουράγιο στον μόχθο, στον πόνο, στον φόβο και στη μάχη, και πρωτοστατεί σε χορούς, γιορτές και θυσίες. Είναι βάλσαμο και χαρά της ζωής.
Για τον Αγάθωνα λοιπόν ο Έρωτας είναι ο πιο ευτυχισμένος, όμορφος, καλός, αγαπητός, φιλειρηνικός, ανάλαφρος, απαλός και ευλύγιστος. Οι αρετές του είναι η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η αντρειοσύνη και η σοφία, και είναι ο εμπνευστής όλων των υπόλοιπων αρετών των θεών και των ανθρώπων. Θυμίζει έτσι τον Ερυξίμαχο, προσπαθώντας να αποδώσουν και οι δύο στον έρωτα πλήθος χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων, για να τον χωρέσουν σε κάθε πιθαμή ανθρώπινης δραστηριότητας μέχρι και στην φύση την ίδια. Και εκεί που ο Ερυξίμαχος ήταν ψυχρός και ρηχός, με γλώσσα επιστημονική και λόγο άνευ ουσίας, ο Αγάθωνας αποδεικνύεται βέβαια καλύτερος χειριστής του λόγου, χρησιμοποιώντας όμορφες φράσεις και περιγραφές**, για να γίνει όμως υπερφίαλος, αφού συνεχίζει να μιλάει πέραν του σημείου που έχει γίνει κατανοητός ή ενδιαφέρων. Σε αντίθεση με τον Ερυξίμαχο, κάνει χρήση του μύθου, η οποία όμως δεν αρκεί για να σώσει την αποτίμηση του εγκωμίου του, αφού είναι γεμάτη ασυνέπειες (το να λέει ο Ησίοδος ότι ο Έρως προϋπήρχε των υπόλοιπων θεών δεν σημαίνει ότι κυριαρχούσε, οπότε δεν φαίνεται να υπάρχει η ασυνέπεια που καθιστά το ρόλο της Ανάγκης απαραίτητο) και δεν αντέχει στη διαλεκτική κριτική του Σωκράτη (που θα δούμε παρακάτω). Ταυτόχρονα, όσον αφορά την εκμετάλλευση της μυθικής αφήγησης, έρχεται σε σύγκρουση με προηγούμενους ομιλητές, όχι μόνο περιγραφικά, αλλά και ουσιαστικά, με αρχή τον Φαίδρο.
Η διαφορά μεταξύ του Αγάθωνα και του Φαίδρου δεν είναι μόνο επιφανειακή. Ο Φαίδρος παίρνει ένα στοιχείο από την Θεογονία του Ησίοδου και το χρησιμοποιεί σαν τρανταχτή απόδειξη για μια ιδιότητα του Έρωτα. Παίρνει δηλαδή το «γεγονός» ότι ο Έρωτας δημιουργήθηκε πριν από τους υπόλοιπους θεούς και θεωρεί ότι βάσει αυτού μπορεί να αποδώσει στον Έρωτα ένα χαρακτηριστικό (την ανωτερότητά του). Η αρχαιότητα του Έρωτα θεωρείται από τον Φαίδρο σαν μια γνώση ή ένα αξίωμα που, με τη λογική διαδικασία, συνεπάγεται την υπεροχή του. Κάτι αντίστοιχο έκανε και ο Αριστοφάνης που μίλησε πριν τον Αγάθωνα, και χρησιμοποίησε τον μύθο των δίφυλων πλασμάτων για να επαινέσει την ομοφυλοφιλία και την λειτουργία του ερωτικού αισθήματος στους ανθρώπους, σαν αναγκαίο συμπέρασμα της μυθικής του αφήγησης. Ο Αριστοφάνης όμως, έπλασε τον δικό του μύθο για χάρη του εγκωμίου. Δεν μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι χρησιμοποιεί έναν μύθο σαν «γνώση» ή «γεγονός» ή οποιαδήποτε άλλη μορφή αυθεντίας που θα τον οδηγήσει σε ένα δεσμευτικό συμπέρασμα. Ο Αριστοφάνης απλά έχει κάποιες σκέψεις να μοιραστεί, και για να τις κάνει κατανοητές, αν όχι για να μας κάνει να τις βιώσουμε, πλάθει μια ιστορία. Η δικιά του αφήγηση είναι ποιητική (εξάλλου ήταν κωμικός ποιητής), οπότε μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κάποιου είδους συμβολισμός ή υπερβατισμός στην εξιστόρησή του. Γιατί ο Αριστοφάνης ξεκινάει αντίστροφα, περιγράφοντας ένα μύθο που είναι έτσι φτιαγμένος ώστε να μας οδηγήσει σε αυτά που από πριν ήθελε να αξιώσει για τον έρωτα. Είναι ο μόνος επίσης που δεν αναφέρεται στη θεογονία, ο μύθος του αφορά τη δημιουργία των ανθρώπων από τους θεούς˙ θα μπορούσαμε να πούμε ότι εισάγει την ανθρωπογονία στο κείμενο, κάτι που αρμόζει στο περιεχόμενο του εγκωμίου του και τη δικιά του χρήση του μύθου, αφού ο Αριστοφάνης επικεντρώνεται στον άνθρωπο και τα αισθήματά του, στον αισθησιασμό του και στο παράλογο του έρωτα, σαν αναγκαίες συνέπειες του μύθου, εκεί που οι υπόλοιποι περιγράφουν οφέλη και χαρακτηριστικά που προκύπτουν αυθαίρετα μέσα από το έργο του Ησίοδου.
Ο Αγάθωνας έχει ακόμα μια ιδιαιτερότητα στην χρήση της μυθικής αφήγησης. Διορθώνει τον Ησίοδο, όχι μόνο αποδίδοντας νεότητα στον Έρωτα, άλλα και εισάγοντας την Ανάγκη (τους νόμους της φύσης, θα λέγαμε σήμερα) σαν υπαίτια της Θεογονίας αντί του Έρωτα, γιατί θεωρεί πως αν ο Έρωτας υπήρχε από εκείνη την αρχαία εποχή της δημιουργίας των θεών, και εφόσον είναι ο πιο δυνατός από αυτούς (κάτι που δεν προκύπτει τελεσίδικα από την Θεογονία του Ησίοδου), θα αποτρέπονταν οι πόλεμοι του Ουρανού που περιγράφει ο Ησίοδος, αφού η προσφορά του Έρωτα είναι η αρμονία και η αγάπη. Αποδίδει λοιπόν στον Έρωτα τα πιο πάνω χαρακτηριστικά (κάλλη και αρετές), από τη μία παρά την αυθεντία της μυθικής αφήγησης του Ησίοδου, και από την άλλη χρησιμοποιώντας την υπάρχουσα μυθολογία, όταν αναφέρει ότι ακόμα και ο Άρης (ο πιο γενναίος από τους θεούς και τους ανθρώπους) είναι αιχμάλωτος του έρωτα της Αφροδίτης (και άρα μειονεκτεί εν τέλει σε αντρειοσύνη από τον Έρωτα) για να δείξει ότι ο Έρωτας είναι ο πιο ανδρείος από όλους. Χρησιμοποιεί τον μύθο και τον αναιρεί ταυτόχρονα***.
Άρα λοιπόν αντικείμενο του λόγου του Αγάθωνα είναι τα χαρακτηριστικά του ερωτευμένου (είτε του εραστή είτε του ερωμένου), τις αρετές και τα κάλλη του οποίου μόνο να συμβολίσει θέλει στην οντότητα που αυτός βλέπει ως «θεό Έρωτα». Αυτός ο συμβολισμός όμως είναι στεγνός και ανώφελος. Δεν υπάρχει μυθική αφήγηση στον Αγάθωνα, μόνο περιγραφή της θεότητας (αυτός μάλιστα ήταν ο δηλωμένος από την αρχή σκοπός του). Έτσι όμως ο λόγος του δεν οδηγεί σε κανένα συμπέρασμα και στερείται νοήματος, και ο ίδιος δεν μπορεί να δει ότι δεν αντέχει στην κριτική, ούτε αφηγηματικά ούτε νοηματικά.
Αυτή η κριτική έρχεται από τον Πλάτωνα με τα λόγια του Σωκράτη, ο οποίος όταν παίρνει τον λόγο αλλά πριν ξεκινήσει τον εγκωμιασμό του Έρωτα, κάνει ένα σύντομο σχόλιο στα όσα είπε ο Αγάθωνας, με τη μορφή διαλόγου. Κάνει δηλαδή τον σχολιασμό του όχι με τη χρήση μύθου, ούτε μόνο με λογική ανάλυση, αλλά διαλεκτικά, όπως πάντα τον παρουσιάζει ο Πλάτωνας στα κείμενά του.
Σε μια ένδειξη της γνωστής σωκρατικής ειρωνείας, δηλώνει την άγνοιά του και την αδυναμία του να πλέξει ένα εγκώμιο ισάξιο των προλαλησάντων, με μια χαρακτηριστική στον Σωκράτη «παθητική επιθετικότητα» που χρησιμοποιείται για να διαψεύσει τους αντιπάλους του: «Συνειδητοποίησα πόσο γελοίος ήμουν, όταν συμφωνούσα μαζί σας να πλέξω κι εγώ το εγκώμιο του Έρωτα, προσποιούμενος μάλιστα πως είμαι αυθεντία στα ερωτικά θέματα, ενώ ήμουν εντελώς άσχετος και αγνοούσα τον τρόπο σύνθεσης του εγκωμίου γενικά. Γιατί εγώ, από αφέλεια προφανώς, φανταζόμουν ότι πρέπει κανείς να λέει την αλήθεια για ό,τι εγκωμιάζει και ότι αυτό αποτελεί τη βασική προϋπόθεση»σελ.165. Η σωστή μέθοδος σύμφωνα με αυτά που άκουσε από τους υπόλοιπους, υποστηρίζει ο Σωκράτης, είναι να φορτώνουν το αντικείμενο του επαίνου με τα καλύτερα χαρίσματα, υπαρκτά και ανύπαρκτα˙ «και ψέματα να είναι ουδείς ενοχλείται».
Προχωράει σε μια μικρή αλλά εξοντωτική «ανάκριση» του Αγάθωνα για να βγάλει κάποια συμπεράσματα που θα χρησιμοποιήσει στο δικό του εγκώμιο. Ξεκινάει λέγοντας ότι ο έρωτας μπορεί να νοηθεί μόνο ως κάτι που στρέφεται σε κάποιο αντικείμενο. Ο Έρωτας είναι έρωτας για κάποιο πράγμα. Αυτό το πράγμα, αυτό που ερωτεύεται ο Έρωτας, είναι κάτι που αυτός επιθυμεί. Αυτό που κάποιος επιθυμεί όμως, είναι κάτι που σίγουρα δεν έχει, είναι κάτι που του λείπει. Δεν θα αισθανόταν αυτήν την έλλειψη αν το κατείχε, και άρα δεν θα το επιθυμούσε. Και όταν κάποιος λέει ότι επιθυμεί να έχει υγεία και πλούτη ενώ ταυτόχρονα είναι πλούσιος και υγιής, αυτό που εννοεί και θα έπρεπε να πει είναι ότι θέλει και στο μέλλον να έχει αυτά τα αγαθά, που δεν είναι εξασφαλισμένα. Αυτός λοιπόν που λέει «θέλω κάτι» εννοεί ότι θέλει κάτι που δεν κατέχει στο παρόν, κάτι που δεν είναι εξασφαλισμένο ή σίγουρο, κάτι που δεν είναι ο ίδιος, και κάτι που του λείπει.
Έρωτας λοιπόν είναι πόθος για κάτι που είναι σε έλλειψη. Και όπως είπε ο Αγάθωνας προηγουμένως, ο Έρωτας δεν έχει καμία σχέση με τα άσχημα αλλά μόνο με τα ωραία και τα καλά. Άρα Έρωτας είναι ο πόθος για τα ωραία, που συνεπάγεται ότι ο Έρωτας ο ίδιος δεν είναι όμορφος ή ωραίος ή καλός. Πώς λοιπόν μπορεί ο Αγάθων να αποκαλεί τον Έρωτα ωραίο ενώ αυτός επιθυμεί την ομορφιά, που σημαίνει ότι την στερείται; Και αφού τα αγαθά είναι και ωραία, συνεπάγεται πως ο Έρως, με το να στερείται τα ωραία, στερείται και τα αγαθά (εννοώντας τις αρετές). Ήδη λοιπόν, από τον πρόλογο του εγκωμίου του, ο Σωκράτης έχει διαψεύσει όχι μόνο τον Αγάθωνα, αλλά και όλους τους προηγούμενους που είπαν για τον Έρωτα ότι είναι ωραίος, καλός, νέος, σοφός, δυνατός.
Ο Σωκράτης έτσι, παρότι ξεκίνησε το λόγο του διατεινόμενος την άγνοιά του και την αδυναμία του να μιλήσει όσο ωραία μίλησαν οι υπόλοιποι, λίγο πολύ αντέκρουσε τους πάντες. Ο Αγάθωνας παραδέχεται την ήττα του λέγοντας: «Εγώ Σωκράτη, αδυνατώ να αντιπαρατεθώ μαζί σου. Γι’ αυτό ας παραδεχτούμε ότι είναι έτσι, όπως τα λες». Ο φιλόσοφος συνεχίζει με την αξίωση ότι αυτός ο ίδιος δεν είναι σημαντικός (εξάλλου αυτός δεν γνωρίζει τίποτα), αλλά αυτό που τους οδήγησε στο συμπέρασμά τους είναι η λογική. «Με την αλήθεια δεν μπορείς να τα βάλεις˙ με τον Σωκράτη είναι σχεδόν παιχνιδάκι»σελ.173, του απαντάει, και αρχίζει αμέσως να περιγράφει τη συνάντησή του με την σοφή Διοτίμα, για να μεταφέρει στους υπόλοιπους όσα αυτή του είπε για τον έρωτα.
--------------------
* Άτη: Κόρη του Δία για τον Όμηρο, κόρη της Έριδος για τον Ησίοδο. Δευτερεύουσα δαιμονική θεότητα της βλάβης και της φθοράς, που προξενεί στους ανθρώπους τυφλό πάθος και σύγχυση φρενών χωρίς να το καταλάβουν, πατώντας απαλά πάνω στα κεφάλια τους.
** Ο Ιωάννης Συκουτρής χαρακτηρίζει το εγκώμιο του Αγάθωνα «μια ρητορική μονωδία, ένα ‘πεζοτράγουδο’ προς τον έρωτα», όπου «ο έρως εκτρέπεται εις αντικείμενον αφιλοσοφήτου και πομφολυγώδους λυρισμού»
*** Όπως θα δούμε αργότερα, στο τέλος του Συμποσίου ο Σωκράτης χρησιμοποιεί επίσης τον μύθο, που έρχεται να «δικαιολογήσει» τις θέσεις του που ήδη έχει εκθέσει: Ο Έρωτας δεν μπορεί να επιθυμεί την ομορφιά και ταυτόχρονα να είναι όμορφος αφού επιθυμούμε αυτό που δεν έχουμε. Ούτε άσχημος μπορεί να είναι όμως, είναι κάτι ενδιάμεσο. Αυτό εξηγείται μυθολογικά, από το ότι γεννήθηκε από την άσχημη Πενία με πατέρα τον όμορφο Πόρο. Μετά τη μυθολογική του αφήγηση, ο Σωκράτης συνεχίζει τη διαλεκτική του για να βγάλει και άλλα συμπεράσματα. Την χρησιμοποιεί δηλαδή και για να αποδείξει την ορθότητα αυτών που είπε, και για να οδηγηθεί στο γεγονός ότι ο Έρωτας είναι το υποκείμενο του έρωτα, όχι το αντικείμενο. Αφού είναι το υποκείμενο, έχει αντικείμενο, το οποίο εξηγεί πως είναι η αθανασία.
-----------------------
Πλάτωνος, Συμπόσιον
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου