Είμαστε ανόητοι οι άνθρωποι. Πραγματικά ανόητοι. Ζούμε για το χάος. Το χρειαζόμαστε, το κυνηγάμε, το βάζουμε σκοπό ζωής, αστέρι-οδηγό. Χρειαζόμαστε το δράμα για να είμαστε ευτυχισμένοι. Το αποζητάμε σαν τρελοί, λες και δεν ξέρουμε πως τρέχουμε ολοταχώς προς την καταστροφή. Μακάρι να μην ξέραμε, τότε θα ήμασταν απλώς αθώοι. Ένοχοι είμαστε κι εθελοτυφλούμε και κλείνουμε τα μάτια, λες και θα αλλάξει κάτι. Τίποτα δε θα αλλάξει. Ο γκρεμός ακόμη μπροστά μας κι εμείς με μια βουτιά να πέφτουμε χωρίς να παίρνουμε ούτε ανάσα.
Λένε πως η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Το θέμα είναι ποιον σκοτώνει για να επιβιώσει. Εμένα σκοτώνει, κι εσένα, και κάθε άλλο ανόητο σαν εμάς που κρατιέται πάνω της σαν σωσίβιο στον απέραντο ωκεανό. Ναι, ακόμη δε βουλιάξαμε. Άραγε για πόσο ακόμη;
Ξέρεις κάτι, όμως; Δεν τη γέννησα εγώ αυτή την ελπίδα. Δεν τη φύτεψα εγώ μέσα μου και δεν την πότιζα εγώ κάθε πρωί. Άλλος τη γέννησε, άλλος τη μεγάλωσε και την παράτησε μετά σε μένα να την προσέχω λες κι ήμουν μάνα της. Να την πάρεις πίσω την ελπίδα σου. Έτσι όπως μου την έδωσες, έτσι να την πάρεις πίσω. Να την κάνεις ό,τι θες, να τη σκοτώσεις, να τη ξεμαλλιάσεις, να την αφήσεις μόνη να μαραίνεται.
Άλλα φυσικά, δεν μπορείς εσύ να κάνεις κάτι τέτοιο. Στα μάτια σου είσαι καλός και το χειρότερο είναι πως στα δικά μου είσαι καλύτερος. Γι’ αυτό την έδωσες σε μένα, ήξερες πως εγώ θα τη φύλαγα μέσα μου σαν όνειρο, θα την κρατούσα και θα ζούσα μέσα από κείνη. Μέσα απ’ την ελπίδα τη δικιά σου. Το δικό σου δημιούργημα το λάτρεψα και το έκανα δικό μου. Να μη μου το ‘δινες ποτέ.
Πολλές φορές αναρωτιόμαστε τι συμβαίνει με εκείνους τους ανθρώπους που ξυπνούν έρωτες κι ύστερα χάνονται. Τόσο εγωιστές; Τόσο φαντασμένοι; Τόσο ανώριμοι, γελοίοι και φριχτοί; Παρακαλάς άδικα για ένα λεπτό στο αναθεματισμένο κεφάλι τους μπας και καταλάβεις. Ποτέ δε θα καταλάβεις, να το ξέρεις. Όσο πιο εύκολα τους ερωτεύεσαι τόσο πιο εύκολα θα σε πληγώσουν. Είναι σχεδόν προγραμματισμένο να συμβεί ένα γεγονός που θα τους τραβήξει μακριά σου. Και μετά, εσύ καημένε, προσπαθείς να βγάλεις άκρη. Άσ’ το, το παιχνίδι είναι χαμένο.
Η παράσταση τελείωσε κι ο καθένας έπαιξε τον ρόλο του. Τώρα εσύ που νόμισες πως δεν υπάρχει αυλαία, κακό του κεφαλιού σου. Δεν πρόσεξες τα ψεύτικα σκηνικά και τα έντονα φώτα; Ή μήπως τα πέρασες για αληθινά; Ψεύτικα ήταν, όμως, απ’ την αρχή· χαρτόνια και μπογιές και μουσαμάδες. Αυτός ήταν ο έρωτάς σου. Φτιαγμένος να κρατήσει δύο ώρες, να χαρεί το σόου και να διαλυθεί. Καλά, τις μάσκες δεν τις πρόσεξες;
Ανοίγουμε καρδιές και ξεχνάμε να κλειδώσουμε πίσω μας. Μπαίνει όποιος θέλει, λάμπει και χάνεται κι αφήνει εμάς να ψάχνουμε λίγο απ’ το φως του. Γιατί τι άλλο να θελήσουμε πέρα από ‘κείνο το φως, πιο σπουδαίο από κάθε λάμπα που είχε ανάψει μέχρι τώρα; Το περιμένουμε για μέρες, για μήνες, για χρόνια ατέλειωτα να επιστρέψει. Κι ας τολμήσει κάποιος να ζητήσει εξηγήσεις. Κανείς δε φταίει που αγάπησε το φως. Ούτε που το περίμενε. Και στο ξελόγιασμα ποιος φταίει; Αυτός που ξελογιάζει ή αυτός που ξελογιάζεται;
Ελπίδες, καταραμένες, αθάνατες, τυφλές ελπίδες. Αν γεννηθούν, μετά δεν πρόκειται να πεθάνουν πότε. Θα μείνουν εκεί, θα κατακλύσουν σώμα, μυαλό, καρδιά και θα αφήσουν τα σημάδια τους πάνω στις απονήρευτες ψυχές. Μα δεν τις θέλουμε τις ελπίδες, όχι πια, μας εξάντλησαν. Άραγε μπορούμε να τις σκοτώσουμε εμείς, μπορούμε να πνίξουμε τις πεταλούδες;
Για δες, σχεδόν γίναμε εμείς οι κακοί της ιστορίας. Φυσικά, λες ελπίδα και σκέφτεσαι λευκά περιστέρια κι ελευθερία. Ελευθερία; Πιο ισχυρά δεσμά από κείνα που φτιάχνουν οι ελπίδες δε θα βρεις. Ούτε να τα λύσεις, ούτε να τα κόψεις, ούτε να τα σπάσεις. Δεμένος μια ζωή.
Ξέχασες, όμως, τι σου είπα. Ο άνθρωπος είναι ανόητος. Τον έχεις εκεί δεμένο κι εκείνος χαίρεται. Περιμένει το θαύμα. Περιμένει πως εκείνος θα γυρίσει. Πως θα τολμήσει, πως θα ρισκάρει, πως θα πραγματοποιήσει όλα εκείνα τα αμέτρητα όνειρα. Αμ, δε. Τίποτα δε θα κάνει. Θα είχε γίνει ήδη αν ήταν το γραφτό του. Τίποτα δεν είναι κι εσύ ακόμη χαίρεσαι κι ελπίζεις. Τα δεμένα χέρια ούτε που σε νοιάζουν, σχεδόν τα επιδεικνύεις χαρούμενος στους άλλους. Κάποτε έβλεπες, μα τώρα έγινες τυφλός, σαν τις ελπίδες σου.
Κι αν μία φορά κατάφερες κι έλυσες τα ξόρκια, μη χαίρεσαι πολύ. Στον επόμενο έρωτα πάλι θα πέσεις στα ίδια μάγια, πάλι θα περιμένεις και θα στρώσεις κόκκινα χαλιά. Δε γίνεται αλλιώς, έχουμε γεννηθεί διψώντας για όλο αυτό το χάος, για την ταλαιπωρία και την ανάγκη να κυνηγάμε το άπιαστο, το φευγαλέο. Μια ζωή θα ελπίζουμε και μια ζωή θα τρώμε τα μούτρα μας. Ας είναι. Το χάος πάντα είναι όμορφο.
Λένε πως η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Το θέμα είναι ποιον σκοτώνει για να επιβιώσει. Εμένα σκοτώνει, κι εσένα, και κάθε άλλο ανόητο σαν εμάς που κρατιέται πάνω της σαν σωσίβιο στον απέραντο ωκεανό. Ναι, ακόμη δε βουλιάξαμε. Άραγε για πόσο ακόμη;
Ξέρεις κάτι, όμως; Δεν τη γέννησα εγώ αυτή την ελπίδα. Δεν τη φύτεψα εγώ μέσα μου και δεν την πότιζα εγώ κάθε πρωί. Άλλος τη γέννησε, άλλος τη μεγάλωσε και την παράτησε μετά σε μένα να την προσέχω λες κι ήμουν μάνα της. Να την πάρεις πίσω την ελπίδα σου. Έτσι όπως μου την έδωσες, έτσι να την πάρεις πίσω. Να την κάνεις ό,τι θες, να τη σκοτώσεις, να τη ξεμαλλιάσεις, να την αφήσεις μόνη να μαραίνεται.
Άλλα φυσικά, δεν μπορείς εσύ να κάνεις κάτι τέτοιο. Στα μάτια σου είσαι καλός και το χειρότερο είναι πως στα δικά μου είσαι καλύτερος. Γι’ αυτό την έδωσες σε μένα, ήξερες πως εγώ θα τη φύλαγα μέσα μου σαν όνειρο, θα την κρατούσα και θα ζούσα μέσα από κείνη. Μέσα απ’ την ελπίδα τη δικιά σου. Το δικό σου δημιούργημα το λάτρεψα και το έκανα δικό μου. Να μη μου το ‘δινες ποτέ.
Πολλές φορές αναρωτιόμαστε τι συμβαίνει με εκείνους τους ανθρώπους που ξυπνούν έρωτες κι ύστερα χάνονται. Τόσο εγωιστές; Τόσο φαντασμένοι; Τόσο ανώριμοι, γελοίοι και φριχτοί; Παρακαλάς άδικα για ένα λεπτό στο αναθεματισμένο κεφάλι τους μπας και καταλάβεις. Ποτέ δε θα καταλάβεις, να το ξέρεις. Όσο πιο εύκολα τους ερωτεύεσαι τόσο πιο εύκολα θα σε πληγώσουν. Είναι σχεδόν προγραμματισμένο να συμβεί ένα γεγονός που θα τους τραβήξει μακριά σου. Και μετά, εσύ καημένε, προσπαθείς να βγάλεις άκρη. Άσ’ το, το παιχνίδι είναι χαμένο.
Η παράσταση τελείωσε κι ο καθένας έπαιξε τον ρόλο του. Τώρα εσύ που νόμισες πως δεν υπάρχει αυλαία, κακό του κεφαλιού σου. Δεν πρόσεξες τα ψεύτικα σκηνικά και τα έντονα φώτα; Ή μήπως τα πέρασες για αληθινά; Ψεύτικα ήταν, όμως, απ’ την αρχή· χαρτόνια και μπογιές και μουσαμάδες. Αυτός ήταν ο έρωτάς σου. Φτιαγμένος να κρατήσει δύο ώρες, να χαρεί το σόου και να διαλυθεί. Καλά, τις μάσκες δεν τις πρόσεξες;
Ανοίγουμε καρδιές και ξεχνάμε να κλειδώσουμε πίσω μας. Μπαίνει όποιος θέλει, λάμπει και χάνεται κι αφήνει εμάς να ψάχνουμε λίγο απ’ το φως του. Γιατί τι άλλο να θελήσουμε πέρα από ‘κείνο το φως, πιο σπουδαίο από κάθε λάμπα που είχε ανάψει μέχρι τώρα; Το περιμένουμε για μέρες, για μήνες, για χρόνια ατέλειωτα να επιστρέψει. Κι ας τολμήσει κάποιος να ζητήσει εξηγήσεις. Κανείς δε φταίει που αγάπησε το φως. Ούτε που το περίμενε. Και στο ξελόγιασμα ποιος φταίει; Αυτός που ξελογιάζει ή αυτός που ξελογιάζεται;
Ελπίδες, καταραμένες, αθάνατες, τυφλές ελπίδες. Αν γεννηθούν, μετά δεν πρόκειται να πεθάνουν πότε. Θα μείνουν εκεί, θα κατακλύσουν σώμα, μυαλό, καρδιά και θα αφήσουν τα σημάδια τους πάνω στις απονήρευτες ψυχές. Μα δεν τις θέλουμε τις ελπίδες, όχι πια, μας εξάντλησαν. Άραγε μπορούμε να τις σκοτώσουμε εμείς, μπορούμε να πνίξουμε τις πεταλούδες;
Για δες, σχεδόν γίναμε εμείς οι κακοί της ιστορίας. Φυσικά, λες ελπίδα και σκέφτεσαι λευκά περιστέρια κι ελευθερία. Ελευθερία; Πιο ισχυρά δεσμά από κείνα που φτιάχνουν οι ελπίδες δε θα βρεις. Ούτε να τα λύσεις, ούτε να τα κόψεις, ούτε να τα σπάσεις. Δεμένος μια ζωή.
Ξέχασες, όμως, τι σου είπα. Ο άνθρωπος είναι ανόητος. Τον έχεις εκεί δεμένο κι εκείνος χαίρεται. Περιμένει το θαύμα. Περιμένει πως εκείνος θα γυρίσει. Πως θα τολμήσει, πως θα ρισκάρει, πως θα πραγματοποιήσει όλα εκείνα τα αμέτρητα όνειρα. Αμ, δε. Τίποτα δε θα κάνει. Θα είχε γίνει ήδη αν ήταν το γραφτό του. Τίποτα δεν είναι κι εσύ ακόμη χαίρεσαι κι ελπίζεις. Τα δεμένα χέρια ούτε που σε νοιάζουν, σχεδόν τα επιδεικνύεις χαρούμενος στους άλλους. Κάποτε έβλεπες, μα τώρα έγινες τυφλός, σαν τις ελπίδες σου.
Κι αν μία φορά κατάφερες κι έλυσες τα ξόρκια, μη χαίρεσαι πολύ. Στον επόμενο έρωτα πάλι θα πέσεις στα ίδια μάγια, πάλι θα περιμένεις και θα στρώσεις κόκκινα χαλιά. Δε γίνεται αλλιώς, έχουμε γεννηθεί διψώντας για όλο αυτό το χάος, για την ταλαιπωρία και την ανάγκη να κυνηγάμε το άπιαστο, το φευγαλέο. Μια ζωή θα ελπίζουμε και μια ζωή θα τρώμε τα μούτρα μας. Ας είναι. Το χάος πάντα είναι όμορφο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου