Σαν παιδιά φαντασιωνόμασταν την τέλεια σχέση.
Το βασιλόπουλο με το άσπρο άλογο ήταν η φαντασίωση κάθε κοπέλας, όπως την παρουσιάζουν τα παραμύθια του προηγούμενου αιώνα. Μετά αυτή η φαντασίωση ξεθώριασε και το βασιλόπουλο μετατράπηκε σε επιτυχημένο άντρα με κύρος, θέση και φυσικά με ένα παχυλό μισθό. Ένας καθηγητής πανεπιστημίου, ένας γιατρός ή δικηγόρος ήταν μια κοινωνικά καταξιωμένη επιλογή.
Και τώρα τι; Το βασιλόπουλο δεν έχει πια άλογο και ο καταξιωμένος άντρας δεν έχει πια το παχυλό μισθό που είχε κάποτε και επιπλέον έχει χάσει την αναγνώριση του.
Και τώρα τι; Ποιος είναι ο ιδανικός άντρας για ένα κορίτσι αυτής της εποχής; Τι συμβουλές δίνουν άραγε οι μαμάδες στις κόρες τους και πως φαντασιώνονται τα σημερινά κορίτσια τον ιδανικό σύντροφο;
Η φαντασίωση του ιδανικού συντρόφου έχει καταρρεύσει από καιρό. Οι περισσότεροι γάμοι αργά ή γρήγορα φαίνεται να διαλύονται και ακόμα και αν δεν συμβαίνει αυτό, τα προβλήματα στις σχέσεις φαντάζουν ανυπέρβλητα.
Ο ένας κατηγορεί τον άλλον γιατί μια ωραία μέρα δεν ανταποκρίνεται πια στις προσδοκίες του. Και κάπως έτσι λήγει ο μήνας του μέλιτος.
Γιατί έχουμε προσδοκίες από το σύντροφο μας; Γιατί πιστεύουμε ότι χρειάζεται να κάνει το ένα ή το άλλο ή ακόμα χειρότερα, οφείλει να το κάνει; Και αν δεν το κάνει έχουμε κάθε δικαιολογία για να τον χωρίσουμε; Που είναι η αγάπη τελικά; Που είναι η δική μας ευθύνη;
Διαμαρτυρόμαστε για τα στραβά του συντρόφου μας, μας έκανε αυτό, μας έκανε εκείνο ή δεν έκανε αυτό, δεν έκανε εκείνο. Εμείς που είμαστε την ώρα που κρίνουμε τις συμπεριφορές του;
Μήπως είμαστε έξω από τον εαυτό μας; Μήπως έχουμε πάρει το ρόλο του κριτή, προβάλλοντας του την δική μας ανικανότητα να καλύψουμε τις δικές μας ανάγκες, τις δικές μας ελλείψεις και να σταθούμε στη σχέση με την υπευθυνότητα του ενήλικα;
Γινόμαστε κριτές του άλλου γιατί έχουμε αποτύχει να νιώθουμε πλήρεις και ολόκληροι με τον εαυτό μας και προσδοκούμε από τον σύντροφο να μας σώσει, να μας λυτρώσει από την εσωτερική αποξένωση και να μας δώσει λόγο ύπαρξης.
Οι όμορφες στιγμές που έχουμε περάσει μαζί του, μας έχουν δώσει την ψευδαίσθηση ότι κοντά του επιτέλους βρήκαμε το νόημα της ζωής, η ζωή μας απόκτησε ουσία και πάλι. Και νομίζοντας ότι βρήκαμε το μαγικό βοτάνι της χαράς και της ζωής κρεμόμαστε από το σύντροφο για να μας οδηγήσει στο κήπο της Εδέμ, στο παράδεισο της ένωσης και της πληρότητας. Μάταια όμως κάποια στιγμή αυτή η ψευδαίσθηση καταρρέει και καταρρέει όχι γιατί ο άλλος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο ρόλο του, αλλά γιατί εμείς δεν μπορούμε να γεμίσουμε με τίποτα το αχόρταγο κενό της ύπαρξης μας. Προκειμένου να το καταφέρουμε προσδοκούμε όλο και περισσότερα, απαιτούμε περισσότερα, γκρινιάζουμε, φωνάζουμε και προσπαθούμε με κάθε τρόπο να υποδείξουμε στον άλλον ότι ο ρόλος του είναι να μας κάνει ευτυχισμένες. Μάταια όμως. Εκείνος απομακρύνεται και αδιαφορεί και καταλήγουμε να αισθανόμαστε ακόμα πιο μόνοι να αναρωτιόμαστε που πήγε ο έρωτας, η χαρά και η αγάπη; Κάπως έτσι επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά ο ίδιος κύκλος.
Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι χωρισμός. Ένας χωρισμός που προσωρινά θα μας δώσει την ευχαρίστηση της εκδίκησης και την απόδειξη της δύναμης μας -την ψεύτικη δύναμη του πληγωμένου εγώ-. Τη δύναμη που παγιδεύει, που ναρκώνει τους φόβους -αφού καταφέραμε να χωρίσουμε άρα δεν φοβόμαστε το χωρισμό, την μοναξιά, την εγκατάλειψη- για να φτάσουμε κάποια στιγμή να καταλάβουμε ότι είναι το ίδιο νόμισμα του φόβου, της μοναξιάς και της εγκατάλειψης, από την άλλη όψη.
Χωρίζω τον άλλον και χωρίζω από τα κομμάτια του εαυτού μου που δεν μπορώ να αντέξω.
Ναι γιατί δεν μπορώ να με αντέξω. Δεν μπορώ να αντέξω το φόβο μου, την μοναξιά μου, την ερημία της ύπαρξης μου.
Γιατί με τον άλλον έχω την ψευδαίσθηση ότι δεν είμαι μόνος, αλλά φτάνει κάποια στιγμή που με τον άλλον είμαι πιο μόνος από ποτέ. Έρχεται κάποια στιγμή που ενώ ο άλλος μου δίνει αυτό που νομίζω ότι μου λείπει, η μοναξιά που βιώνω γίνεται όλο και πιο πυκνή.
Ο φόβος να μην μείνω μόνος, να μην εγκαταλειφθώ είναι τόσο μεγάλος που έχω κάνει τα πάντα για να έχω τον άλλον και καταλήγω να είμαι πιο μόνος από ποτέ, γιατί έχω χάσει κάθε σημείο αυτοαναφοράς.
Και αναρωτιέμαι ποια μοναξιά είναι χειρότερη; Αυτή που δημιουργείται από την έλλειψη του άλλου ή αυτή που βιώνω όταν είμαι με το σύντροφο, αλλά δεν έχω αίσθηση της ταυτότητας μου;
Η πρώτη μοναξιά έχει μέσα της κίνηση. Με ωθεί να μπω στη δράση, να κάνω πράγματα για να μην αισθάνομαι έτσι και αυτό αναπόφευκτα θα με φέρει σε επαφή με δραστηριότητες που μου αρέσουν, άρα και πιο κοντά στον εαυτό μου.
Η δεύτερη μοναξιά είναι παγίδα. Ένα χρυσό κλουβί που με κάνει να πιστεύω φαινομενικά ότι είμαι καλά. Αλλά δεν είμαι, γιατί δεν έχω κέντρο και δεν μπορώ να είμαι δίχως κέντρο.
Αυτό συμβαίνει στις σχέσεις! Οι σύντροφοι δεν είναι αυτοπροσδιοριζόμενοι, δεν έχουν ένα κέντρο, ένα σημείο αναφοράς. Ένα κέντρο δύναμης που να αποτελεί την πηγή της ανατροφοδότησης τους. Και όσο δεν υπάρχει κέντρο, δεν υπάρχει και σχετίζεσθαι. Δεν μπορούμε να σχετισθούμε με τον άλλον, δεν μπορούμε να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Δεν μπορούμε να συμπορευτούμε, απλά βαδίζουμε στο μονοπάτι του βίου μας εντελώς μηχανικά και με δανεικούς χάρτες προορισμού.
Μέχρι να καταφέρουμε να γίνουμε ολόκληροι, μέχρι να καταφέρουμε να αποκτήσουμε ένα κέντρο αναφοράς, ας είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, με τα συναισθήματα μας, με τα ελλείμματα μας και ας αναγνωρίσουμε και τον άλλον σαν άνθρωπο με τα δικά του ελλείμματα που δεν είναι υπεύθυνος να φροντίσει εμάς, αλλά το μόνο τίμιο και υγιές που μπορεί να κάνει είναι να φροντίσει τον εαυτό του.
Ας επιδεικνύουμε λοιπόν αγάπη, αποδοχή και κατανόηση σε κάθε περίπτωση και με κάθε ευκαιρία, σε εμάς και στον σύντροφο μας, μήπως και έτσι μπορέσουμε να αντιληφθούμε λίγο περισσότερο κάτι από την τέχνη του σχετίζεσθαι.
Το βασιλόπουλο με το άσπρο άλογο ήταν η φαντασίωση κάθε κοπέλας, όπως την παρουσιάζουν τα παραμύθια του προηγούμενου αιώνα. Μετά αυτή η φαντασίωση ξεθώριασε και το βασιλόπουλο μετατράπηκε σε επιτυχημένο άντρα με κύρος, θέση και φυσικά με ένα παχυλό μισθό. Ένας καθηγητής πανεπιστημίου, ένας γιατρός ή δικηγόρος ήταν μια κοινωνικά καταξιωμένη επιλογή.
Και τώρα τι; Το βασιλόπουλο δεν έχει πια άλογο και ο καταξιωμένος άντρας δεν έχει πια το παχυλό μισθό που είχε κάποτε και επιπλέον έχει χάσει την αναγνώριση του.
Και τώρα τι; Ποιος είναι ο ιδανικός άντρας για ένα κορίτσι αυτής της εποχής; Τι συμβουλές δίνουν άραγε οι μαμάδες στις κόρες τους και πως φαντασιώνονται τα σημερινά κορίτσια τον ιδανικό σύντροφο;
Η φαντασίωση του ιδανικού συντρόφου έχει καταρρεύσει από καιρό. Οι περισσότεροι γάμοι αργά ή γρήγορα φαίνεται να διαλύονται και ακόμα και αν δεν συμβαίνει αυτό, τα προβλήματα στις σχέσεις φαντάζουν ανυπέρβλητα.
Ο ένας κατηγορεί τον άλλον γιατί μια ωραία μέρα δεν ανταποκρίνεται πια στις προσδοκίες του. Και κάπως έτσι λήγει ο μήνας του μέλιτος.
Γιατί έχουμε προσδοκίες από το σύντροφο μας; Γιατί πιστεύουμε ότι χρειάζεται να κάνει το ένα ή το άλλο ή ακόμα χειρότερα, οφείλει να το κάνει; Και αν δεν το κάνει έχουμε κάθε δικαιολογία για να τον χωρίσουμε; Που είναι η αγάπη τελικά; Που είναι η δική μας ευθύνη;
Διαμαρτυρόμαστε για τα στραβά του συντρόφου μας, μας έκανε αυτό, μας έκανε εκείνο ή δεν έκανε αυτό, δεν έκανε εκείνο. Εμείς που είμαστε την ώρα που κρίνουμε τις συμπεριφορές του;
Μήπως είμαστε έξω από τον εαυτό μας; Μήπως έχουμε πάρει το ρόλο του κριτή, προβάλλοντας του την δική μας ανικανότητα να καλύψουμε τις δικές μας ανάγκες, τις δικές μας ελλείψεις και να σταθούμε στη σχέση με την υπευθυνότητα του ενήλικα;
Γινόμαστε κριτές του άλλου γιατί έχουμε αποτύχει να νιώθουμε πλήρεις και ολόκληροι με τον εαυτό μας και προσδοκούμε από τον σύντροφο να μας σώσει, να μας λυτρώσει από την εσωτερική αποξένωση και να μας δώσει λόγο ύπαρξης.
Οι όμορφες στιγμές που έχουμε περάσει μαζί του, μας έχουν δώσει την ψευδαίσθηση ότι κοντά του επιτέλους βρήκαμε το νόημα της ζωής, η ζωή μας απόκτησε ουσία και πάλι. Και νομίζοντας ότι βρήκαμε το μαγικό βοτάνι της χαράς και της ζωής κρεμόμαστε από το σύντροφο για να μας οδηγήσει στο κήπο της Εδέμ, στο παράδεισο της ένωσης και της πληρότητας. Μάταια όμως κάποια στιγμή αυτή η ψευδαίσθηση καταρρέει και καταρρέει όχι γιατί ο άλλος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο ρόλο του, αλλά γιατί εμείς δεν μπορούμε να γεμίσουμε με τίποτα το αχόρταγο κενό της ύπαρξης μας. Προκειμένου να το καταφέρουμε προσδοκούμε όλο και περισσότερα, απαιτούμε περισσότερα, γκρινιάζουμε, φωνάζουμε και προσπαθούμε με κάθε τρόπο να υποδείξουμε στον άλλον ότι ο ρόλος του είναι να μας κάνει ευτυχισμένες. Μάταια όμως. Εκείνος απομακρύνεται και αδιαφορεί και καταλήγουμε να αισθανόμαστε ακόμα πιο μόνοι να αναρωτιόμαστε που πήγε ο έρωτας, η χαρά και η αγάπη; Κάπως έτσι επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά ο ίδιος κύκλος.
Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι χωρισμός. Ένας χωρισμός που προσωρινά θα μας δώσει την ευχαρίστηση της εκδίκησης και την απόδειξη της δύναμης μας -την ψεύτικη δύναμη του πληγωμένου εγώ-. Τη δύναμη που παγιδεύει, που ναρκώνει τους φόβους -αφού καταφέραμε να χωρίσουμε άρα δεν φοβόμαστε το χωρισμό, την μοναξιά, την εγκατάλειψη- για να φτάσουμε κάποια στιγμή να καταλάβουμε ότι είναι το ίδιο νόμισμα του φόβου, της μοναξιάς και της εγκατάλειψης, από την άλλη όψη.
Χωρίζω τον άλλον και χωρίζω από τα κομμάτια του εαυτού μου που δεν μπορώ να αντέξω.
Ναι γιατί δεν μπορώ να με αντέξω. Δεν μπορώ να αντέξω το φόβο μου, την μοναξιά μου, την ερημία της ύπαρξης μου.
Γιατί με τον άλλον έχω την ψευδαίσθηση ότι δεν είμαι μόνος, αλλά φτάνει κάποια στιγμή που με τον άλλον είμαι πιο μόνος από ποτέ. Έρχεται κάποια στιγμή που ενώ ο άλλος μου δίνει αυτό που νομίζω ότι μου λείπει, η μοναξιά που βιώνω γίνεται όλο και πιο πυκνή.
Ο φόβος να μην μείνω μόνος, να μην εγκαταλειφθώ είναι τόσο μεγάλος που έχω κάνει τα πάντα για να έχω τον άλλον και καταλήγω να είμαι πιο μόνος από ποτέ, γιατί έχω χάσει κάθε σημείο αυτοαναφοράς.
Και αναρωτιέμαι ποια μοναξιά είναι χειρότερη; Αυτή που δημιουργείται από την έλλειψη του άλλου ή αυτή που βιώνω όταν είμαι με το σύντροφο, αλλά δεν έχω αίσθηση της ταυτότητας μου;
Η πρώτη μοναξιά έχει μέσα της κίνηση. Με ωθεί να μπω στη δράση, να κάνω πράγματα για να μην αισθάνομαι έτσι και αυτό αναπόφευκτα θα με φέρει σε επαφή με δραστηριότητες που μου αρέσουν, άρα και πιο κοντά στον εαυτό μου.
Η δεύτερη μοναξιά είναι παγίδα. Ένα χρυσό κλουβί που με κάνει να πιστεύω φαινομενικά ότι είμαι καλά. Αλλά δεν είμαι, γιατί δεν έχω κέντρο και δεν μπορώ να είμαι δίχως κέντρο.
Αυτό συμβαίνει στις σχέσεις! Οι σύντροφοι δεν είναι αυτοπροσδιοριζόμενοι, δεν έχουν ένα κέντρο, ένα σημείο αναφοράς. Ένα κέντρο δύναμης που να αποτελεί την πηγή της ανατροφοδότησης τους. Και όσο δεν υπάρχει κέντρο, δεν υπάρχει και σχετίζεσθαι. Δεν μπορούμε να σχετισθούμε με τον άλλον, δεν μπορούμε να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Δεν μπορούμε να συμπορευτούμε, απλά βαδίζουμε στο μονοπάτι του βίου μας εντελώς μηχανικά και με δανεικούς χάρτες προορισμού.
Μέχρι να καταφέρουμε να γίνουμε ολόκληροι, μέχρι να καταφέρουμε να αποκτήσουμε ένα κέντρο αναφοράς, ας είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, με τα συναισθήματα μας, με τα ελλείμματα μας και ας αναγνωρίσουμε και τον άλλον σαν άνθρωπο με τα δικά του ελλείμματα που δεν είναι υπεύθυνος να φροντίσει εμάς, αλλά το μόνο τίμιο και υγιές που μπορεί να κάνει είναι να φροντίσει τον εαυτό του.
Ας επιδεικνύουμε λοιπόν αγάπη, αποδοχή και κατανόηση σε κάθε περίπτωση και με κάθε ευκαιρία, σε εμάς και στον σύντροφο μας, μήπως και έτσι μπορέσουμε να αντιληφθούμε λίγο περισσότερο κάτι από την τέχνη του σχετίζεσθαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου