Σαν πήγα στο σπίτι, ύστερα από απουσία πολλών ημερών, με πήρε παράμερα και μου είπε: “Δεν πρέπει να παραδίδεσθε, σε επιθυμίες στις οποίες δεν πιστεύετε. Ξέρω τι επιθυμείτε. Πρέπει να παραιτηθείτε από τις επιθυμίες αυτές ή να επιθυμήσετε σωστά. Αν μπορείτε να παρακαλέσετε για κάτι που είναι σίγουρη η εκπλήρωση του, τότε θα γίνει. Επιθυμείτε όμως κι έπειτα μετανιώνετε- γι’ αυτό ακριβώς έχετε αγωνία. Θα σας διηγηθώ ένα παραμύθι”.
Και μου διηγήθηκε για έναν νέο, που αγάπησε ένα αστέρι. Στεκόταν στη θάλασσα, άπλωνε το χέρι και λάτρευε το αστέρι, το ονειρευόταν κι έστελνε τη σκέψη του πάντοτε εκεί πάνω. Αλλά ήξερε ή έπρεπε να ξέρει πως ένας άνθρωπος δεν μπορεί ν’ αγκαλιάσει ένα αστέρι. Το πήρε για μοίρα του, χωρίς ελπίδα για μια εκπλήρωση ν’ αγαπά ένα αστέρι και παραδόθηκε σε μια ποίηση που εξέφραζε την παραίτηση και τον σιωπηλό και αφοσιωμένο του πόνο, που όφειλαν να τον γαληνέψουν. Όλα τα όνειρά του πήγαιναν προς το αστέρι. Έτσι, μια νύχτα, πήγε πάλι στη θάλασσα και από ένα σκόπελο παρατηρούσε το αστέρι, φλογισμένος από αγάπη. Και σε μια στιγμή ακράτητης λαχτάρας, έδωσε ένα πήδημα προς τα πάνω και γκρεμίστηκε στο κενό, μακριά από το αστέρι. Αλλά και τη στιγμή που πηδούσε, πρόλαβε να σκεφτεί: Και όμως είναι αδύνατο! Έτσι τσακίστηκε στην ακρογιαλιά. Δεν ήξερε ν’ αγαπά. Τη στιγμή που πήδησε, αν είχε την ψυχική δύναμη να πιστέψει στην εκπλήρωση της επιθυμίας του, θα πετούσε και θα έσμιγε με το αστέρι.
“Η αγάπη δεν πρέπει να παρακαλεί” είπε, “ούτε να απαιτεί. Η αγάπη πρέπει να έχει την δύναμη να φτάσει στη βεβαιότητα. Τότε ελκύει και δεν ελκύεται. Σίνκλερ, η αγάπη σας ελκύεται από μένα. Αν καμιά φορά με ελκύσει, τότε θα έρθω. Δε θέλω να δώσω δώρα, θέλω να με κερδίσουν”.
Μια άλλη φορά μου διηγήθηκε ένα άλλο παραμύθι. Ήταν ένας ερωτευμένος που αγαπούσε χωρίς ελπίδα. Κλείστηκε στον εαυτό του κι ήταν έτοιμος να καεί από την αγάπη. Ο κόσμος χανόταν, δεν έβλεπε πια τον γαλάζιο ουρανό και το πράσινο δάσος, το ρυάκι δε μουρμούριζε, η άρπα δεν έπαιζε, όλα είχαν βουλιάξει κι είχαν γίνει φτωχά και ελεεινά. Η αγάπη του όμως φούντωνε, αλλά προτιμούσε να πεθάνει και να χαθεί, παρά να παραιτηθεί από την κατάκτηση της ωραίας γυναίκας που επιθυμούσε. Τότε ένιωσε πως η αγάπη του είχε κάψει καθετί άλλο μέσα του, κι έγινε δυνατός και τραβούσε, τραβούσε κοντά του, και η ωραία γυναίκα έπρεπε να τον ακολουθήσει κι ήρθε μπροστά του με ανοιχτά χέρια να τον τραβήξει κι αυτή. Αλλά η γυναίκα που στάθηκε μπροστά του ήταν μεταμορφωμένη, και τότε ο ερωτευμένος με μια φρικίαση αισθάνθηκε πως όλος ο χαμένος κόσμος ξαναγύριζε κοντά του. Στεκόταν μπροστά του και παραδινόταν σ’ αυτόν – ο ουρανός και το δάσος και το ρυάκι, όλα έρχονταν με νέα δροσερά χρώματα, ανήκαν σ’ αυτόν, μιλούσαν τη δική του γλώσσα. Κι αντί να κερδίσει μια γυναίκα, κέρδισε ολόκληρο τον κόσμο, και κάθε αστέρι του ουρανού άστραφτε μέσα του και άναβε στην ψυχή του επιθυμίες. Οι περισσότεροι όμως αγαπούν για να χαθούν μαζί με την αγάπη τους.
Η αγάπη μου για την Εύα ήταν το μοναδικό περιεχόμενο της ζωής μου. Αλλά κάθε μέρα την έβλεπα διαφορετική. Μερικές φορές πίστευα πως δεν ήταν το πρόσωπό της που καθόριζε το σκοπό μου, αλλά η ίδια σα σύμβολο του εσωτερικού μου κόσμου που με οδηγούσε βαθιά στη μοίρα μου. Πολλές φορές άκουγα λόγια της που φαίνονταν σαν απαντήσεις του υποσυνείδητου μου σε σπουδαία ζητήματα που με απασχολούσαν . Έπειτα υπήρχαν πάλι στιγμές που άναβα κοντά της από σαρκική και πνευματική αγάπη, πραγματικότητα και σύμβολο. Έτσι συνέβαινε να βρίσκομαι στο δωμάτιό μου και να τη σκέφτομαι, με μια ήρεμη διάθεση, και τότε τα χέρια της έσμιγαν με τα χέρια μου και τα χείλια της με τα χείλια μου. Ή βρισκόμουν κοντά της, την έβλεπα καταπρόσωπο, μιλούσα μαζί της, άκουγα τη φωνή της και δεν ήξερα αν ήταν πραγματικότητα ή όνειρο.
Άρχισα να καταλαβαίνω πώς μπορεί μια αγάπη να διαρκέσει και να γίνει αθάνατη. Διάβασα ένα βιβλίο κι είχα μια νέα γνώση, κι ήταν σαν το φιλί της Εύας. Μου χάιδευε τα μαλλιά και με γέμιζε με το ώριμο και ζεστό της άρωμα κι είχα την εντύπωση πως είχα κάνει μέσα μου μεγάλη πρόοδο. Ό,τι ήταν σπουδαίο και μοίρα για μένα, μπορούσα να το βρω στη μορφή της. Μπορούσε σε κάθε μου σκέψη να μεταμορφωθεί και κάθε σκέψη μου να παίρνει τη δική της φυσιογνωμία.
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ, ΝΤΕΜΙΑΝ
Και μου διηγήθηκε για έναν νέο, που αγάπησε ένα αστέρι. Στεκόταν στη θάλασσα, άπλωνε το χέρι και λάτρευε το αστέρι, το ονειρευόταν κι έστελνε τη σκέψη του πάντοτε εκεί πάνω. Αλλά ήξερε ή έπρεπε να ξέρει πως ένας άνθρωπος δεν μπορεί ν’ αγκαλιάσει ένα αστέρι. Το πήρε για μοίρα του, χωρίς ελπίδα για μια εκπλήρωση ν’ αγαπά ένα αστέρι και παραδόθηκε σε μια ποίηση που εξέφραζε την παραίτηση και τον σιωπηλό και αφοσιωμένο του πόνο, που όφειλαν να τον γαληνέψουν. Όλα τα όνειρά του πήγαιναν προς το αστέρι. Έτσι, μια νύχτα, πήγε πάλι στη θάλασσα και από ένα σκόπελο παρατηρούσε το αστέρι, φλογισμένος από αγάπη. Και σε μια στιγμή ακράτητης λαχτάρας, έδωσε ένα πήδημα προς τα πάνω και γκρεμίστηκε στο κενό, μακριά από το αστέρι. Αλλά και τη στιγμή που πηδούσε, πρόλαβε να σκεφτεί: Και όμως είναι αδύνατο! Έτσι τσακίστηκε στην ακρογιαλιά. Δεν ήξερε ν’ αγαπά. Τη στιγμή που πήδησε, αν είχε την ψυχική δύναμη να πιστέψει στην εκπλήρωση της επιθυμίας του, θα πετούσε και θα έσμιγε με το αστέρι.
“Η αγάπη δεν πρέπει να παρακαλεί” είπε, “ούτε να απαιτεί. Η αγάπη πρέπει να έχει την δύναμη να φτάσει στη βεβαιότητα. Τότε ελκύει και δεν ελκύεται. Σίνκλερ, η αγάπη σας ελκύεται από μένα. Αν καμιά φορά με ελκύσει, τότε θα έρθω. Δε θέλω να δώσω δώρα, θέλω να με κερδίσουν”.
Μια άλλη φορά μου διηγήθηκε ένα άλλο παραμύθι. Ήταν ένας ερωτευμένος που αγαπούσε χωρίς ελπίδα. Κλείστηκε στον εαυτό του κι ήταν έτοιμος να καεί από την αγάπη. Ο κόσμος χανόταν, δεν έβλεπε πια τον γαλάζιο ουρανό και το πράσινο δάσος, το ρυάκι δε μουρμούριζε, η άρπα δεν έπαιζε, όλα είχαν βουλιάξει κι είχαν γίνει φτωχά και ελεεινά. Η αγάπη του όμως φούντωνε, αλλά προτιμούσε να πεθάνει και να χαθεί, παρά να παραιτηθεί από την κατάκτηση της ωραίας γυναίκας που επιθυμούσε. Τότε ένιωσε πως η αγάπη του είχε κάψει καθετί άλλο μέσα του, κι έγινε δυνατός και τραβούσε, τραβούσε κοντά του, και η ωραία γυναίκα έπρεπε να τον ακολουθήσει κι ήρθε μπροστά του με ανοιχτά χέρια να τον τραβήξει κι αυτή. Αλλά η γυναίκα που στάθηκε μπροστά του ήταν μεταμορφωμένη, και τότε ο ερωτευμένος με μια φρικίαση αισθάνθηκε πως όλος ο χαμένος κόσμος ξαναγύριζε κοντά του. Στεκόταν μπροστά του και παραδινόταν σ’ αυτόν – ο ουρανός και το δάσος και το ρυάκι, όλα έρχονταν με νέα δροσερά χρώματα, ανήκαν σ’ αυτόν, μιλούσαν τη δική του γλώσσα. Κι αντί να κερδίσει μια γυναίκα, κέρδισε ολόκληρο τον κόσμο, και κάθε αστέρι του ουρανού άστραφτε μέσα του και άναβε στην ψυχή του επιθυμίες. Οι περισσότεροι όμως αγαπούν για να χαθούν μαζί με την αγάπη τους.
Η αγάπη μου για την Εύα ήταν το μοναδικό περιεχόμενο της ζωής μου. Αλλά κάθε μέρα την έβλεπα διαφορετική. Μερικές φορές πίστευα πως δεν ήταν το πρόσωπό της που καθόριζε το σκοπό μου, αλλά η ίδια σα σύμβολο του εσωτερικού μου κόσμου που με οδηγούσε βαθιά στη μοίρα μου. Πολλές φορές άκουγα λόγια της που φαίνονταν σαν απαντήσεις του υποσυνείδητου μου σε σπουδαία ζητήματα που με απασχολούσαν . Έπειτα υπήρχαν πάλι στιγμές που άναβα κοντά της από σαρκική και πνευματική αγάπη, πραγματικότητα και σύμβολο. Έτσι συνέβαινε να βρίσκομαι στο δωμάτιό μου και να τη σκέφτομαι, με μια ήρεμη διάθεση, και τότε τα χέρια της έσμιγαν με τα χέρια μου και τα χείλια της με τα χείλια μου. Ή βρισκόμουν κοντά της, την έβλεπα καταπρόσωπο, μιλούσα μαζί της, άκουγα τη φωνή της και δεν ήξερα αν ήταν πραγματικότητα ή όνειρο.
Άρχισα να καταλαβαίνω πώς μπορεί μια αγάπη να διαρκέσει και να γίνει αθάνατη. Διάβασα ένα βιβλίο κι είχα μια νέα γνώση, κι ήταν σαν το φιλί της Εύας. Μου χάιδευε τα μαλλιά και με γέμιζε με το ώριμο και ζεστό της άρωμα κι είχα την εντύπωση πως είχα κάνει μέσα μου μεγάλη πρόοδο. Ό,τι ήταν σπουδαίο και μοίρα για μένα, μπορούσα να το βρω στη μορφή της. Μπορούσε σε κάθε μου σκέψη να μεταμορφωθεί και κάθε σκέψη μου να παίρνει τη δική της φυσιογνωμία.
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ, ΝΤΕΜΙΑΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου