Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Alice Miller: Η Μαύρη Παιδαγωγική

«Όποιος λέει ότι αγαπάει πολύ τους άλλους και λίγο τον εαυτό του, λέει ψέματα σ’ ένα απ’ τα δύο»

«Καμουφλαρισμένος ως ιδεολογία, ο θυμός που έχει μετεξελιχθεί σε μίσος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, γιατί είναι ανίκητος και υπερβαίνει κάθε ηθική επιταγή. Όποιος παρατηρήσει με ενσυναίσθηση το κλάμα ενός απελπισμένου βρέφους θα εκπλαγεί από την ένταση αυτών των συναισθημάτων.»

«Όταν κάποτε η άγνοια που προέκυψε από την απώθηση της παιδικής ηλικίας εξαλειφθεί και η ανθρωπότητα ξυπνήσει από το λήθαργό της, θα μπορέσει να αναστείλει αυτή την παραγωγή του κακού» Alice Miller

Το ξύπνημα της Εύας
Από την παιδική μου ηλικία, η ιστορια της Δημιουργίας ήταν για μένα επικεντρωμένη στον απαγορευμένο καρπό. Δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιο λόγο απαγορεύτηκε στον Αδάμ και στην Ευα να αδράξουν τη γνώση. Για μένα γνώση και συνειδητοποίηση υπήρξαν πάντα κάτι θετικό. Συνεπώς δεν μου φαινόταν λογικό ότι ο Θεός εμπόδιζε τον Αδάμ και την Εύα να διακρίνουν την ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο καλό και στο κακό / μέχρι και σήμερα αδυνατώ να καταλάβω γιατί ο Θεός ήθελε να κρατήσει τον Αδάμ και την Εύα σε κατάσταση άγνοιας και τιμωρώντας τους σκληρά για την ανυπακοή τους.

Ποτέ δεν πόθησα έναν παράδεισο για τον οποίο προυπόθεση της ευτυχίας θα ήταν η υπακοή και η άγνοια. Πιστεύω στη δύναμη της αγάπης, κάτι που δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι κανείς καλός και υπάκουος. Για μένα η αγάπη έχει να κάνει με το να είμαστε πιστοί στον εαυτό μας, την ιστορία μας, τα συναισθήματα και τις ανάγκες μας. Ως παιδί έφερνα το δάσκαλο μου σε μεγάλη αμηχανία, γιατί δεν σταματούσα να του θέτω ερωτήσεις που προφανώς δυσκολευόταν να απαντήσει. Ετσι αποφάσισα, τελικά, επειδή τον λυπήθηκα, να καταπιέσω τις απορίες μου.

Το παιδί εκείνο λοιπόν ήθελε να ρωτήσει: Γιατί ο Θεός φύτεψε το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού στη μεση του κήπου της Εδέμ, αν δεν ήθελε να φάνε τους καρπούς του οι πρωτόπλαστοι; Γιατί έβαλε τους ανθρώπους που ο ίδιος έπλασε σε πειρασμό; Γιατί το χρειαζόταν εφόσον ήταν παντοδύναμος; Δεν γνώριζε ότι δίνοντας ζωή στον άνθρωπο έφτιαξε ένα πλάσμα περίεργο, το οποίο ανάγκασε να πράξει αντίθετα στη φύση του;

‘Ετσι έμενα μονάχη με τις σκέψεις μου και μάταια έψαχνα να βρω μια απάντηση στα βιβλία. Μέχρις ότου κατάλαβα πως η εικόνα του Θεού που μας δόθηκε φτιάχτηκε από ανθρώπους που ανατράφηκαν με τις αρχές της “μαύρης παιδαγωγικής” για τους οποίους η τιμωρία, η κατάχρηση της εξουσίας ανήκαν στην καθημερινότητα της παιδικής τους ηλικίας.

Σήμερα, κάνω την υπόθεση πως οι άνθρωποι που πέρασαν την παιδική τους ηλικία σε ένα περιβάλλον σεβασμού, χωρίς ξύλο και ταπεινώσεις, θα πιστεύουν, όταν πλέον είναι ενήλικες, σε έναν αλλιώτικο Θεό, έναν Θεό γεμάτο αγάπη, που κατευθύνει, εξηγεί, προσανατολίζει. Ίσως, πάλι να μην πιστεύουν σε κάποιο Θεό, αλλά να καθοδηγούνται από πρότυπα που ενσαρκώνουν για αυτούς την πραγματική αγάπη. Πιστεύω ότι όχι μόνο επιτρέπεται να γνωρίζουμε αλλά οφείλουμε πάση θυσία να γνωρίζουμε, ώστε να μπορούμε να αναλάβουμε τοσο την αυθύνη της ζωής μας όσο και αυτήν των παιδιών μας […]

Η ζωή του καθενός είναι γεμάτη από ψευδαισθήσεις, ίσως επειδή η αλήθεια συχνά μας φαίνεται αβάσταχτη. Κι όμως, η αλήθεια είναι τόσο αναγκαία, που η άγνοιά της έχει υψηλό κόστος, το οποίο μπορεί να εμφανιστεί με την μορφή σοβαρών ασθενειών. Χρειάζεται λοιπόν να προσπαθήσουμε, ακολουθώντας μια μακροχρόνια διαδικασία, να ανακαλύψουμε τη δική μας προσωπική αλήθεια, μια αλήθεια που μπορεί να μας προκαλέσει πόνο πριν μας προσφέρει μια νέα αίσθηση ελευθερίας. Αν, αντίθετα, επιλέξουμε να αρκεστούμε σε μια διανοητική γνώση, θα παραμείνουμε στη σφαίρα των ψευδαισθήσεων και της εξαπάτησης του εαυτού μας.

Δεν μπορούμε να σβήσουμε τις ζημιές που έγιναν μέσα μας κατά την παιδική μας ηλικία, αφού δεν μπορούμε να αλλάξουμε ούτε στο παραμικρό το παρελθόν μας. (Ω!! ΝΑΙ· ΜΠΟΡΟΥΜΕ) Μπορούμε όμως να αλλάξουμε και να αναδιοργανώσουμε τον εαυτό μας και έτσι να ξανακερδίσουμε τη χαμένη μας ενότητα, αν αποφασίσουμε να κοιτάξουμε από πολύ κοντά και να συνειδητοποιήσουμε τη γνώση που έχουμε αποθηκεύσει στο σώμα μας για αυτά που έγιναν στο παρελθόν.

Αυτός ο δρόμος δεν είναι εύκολος, σε πολλές περιπτώσεις όμως είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε επιτέλους να αφήσουμε πίσω μας την αόρατη και απάνθρωπη φυλακή της παιδικής μας ηλικίας. Μόνο έτσι μπορούμε να μετατρέψουμε τον εαυτό μας από το ανίδεο θύμα που ήταν στο παρελθόν σε υπεύθυνο άτομο, που γνωρίζει τη δική του ιστορία και μπορεί να ζήσει μαζί της.

Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Δεν θέλουν να γνωρίζουν τίποτα από την προσωπική τους ιστορία και έτσι δεν συνειδητοποιούν ότι, στην ουσία, η ιστορία τους τους καθορίζει συνεχώς στο παρόν. Συνεχίζουν να ζουν μέσα στην απωθημένη και ανεπίλυτη κατάσταση που παγιώθηκε στην παιδική τους ηλικία. Δεν συνειδητοποιούν ότι φοβούνται και αποφεύγουν κινδύνους οι οποίοι, παρ’ όλο που κάποτε ήταν πραγματικοί, εδώ και πολύ καιρό έχουν πάψει να είναι. Καθοδηγούνται από ασυνείδητες αναμνήσεις και απωθημένα συναισθήματα και ανάγκες, τα οποία, όσο παραμένουν ασυνείδητα και αξεδιάλυτα, συχνά καθορίζουν, με σχεδόν διαστροφικό τρόπο, καθετί που κάνουν ή δεν κάνουν

Η απώθηση μιας βίαιης κακοποίησης που συνέβη στην παιδική ηλικία οδηγεί πολλούς ανθρώπους στο να καταστρέφουν τη ζωή τους και τις ζωές άλλων. Γίνονται εκδικητικοί, τότε, τα καταπιεσμένα συναισθήματα ξεσπούν με τρόπο αδίστακτο κατά των μειονοτήτων. Αυτό το ονομάζουμε ξενοφοβία, και τα θύματα ποικίλλουν από τόπο σε τόπο: μπορεί να είναι Τούρκοι, Ρομά, καταγόμενοι από την Μπιάφρα, Χούτου ή Τούτου, μπορεί να είναι, όπως στην Κίνα του Μάο και στην Καμπότζη, διανοούμενοι και, επιπλέον, όλα αυτά τα ονομάζουν «πατριωτισμό». Έτσι κρύβουν την αλήθεια από τον εαυτό τους για να μη νιώσουν την απελπισία που ένιωθε κάποτε το βασανισμένο παιδί που υπήρξαν.

Κάποιοι άλλοι συνεχίζουν τα μαρτύρια που κάποτε τους επέβαλαν συμμετέχοντας ενεργά σε ομάδες που τα μέλη τους βασανίζουν άλλους ή τον εαυτό τους, σε ομάδες δηλαδή που επιδίδονται σε σαδομαζοχιστικές πρακτικές. Αυτές τις δραστηριότητες τις θεωρούν «απελευθέρωση». Γυναίκες που τρυπούν τις θηλές τους για να κρεμάσουν κρίκους ποζάρουν μετά σε φωτογραφίες εφημερίδων και δηλώνουν με υπερηφάνεια ότι όχι μόνο δεν ένιωσαν πόνο όταν το έκαναν, αλλά το ευχαριστήθηκαν κιόλας. Δεν χρειάζεται ν’ αμφιβάλλουμε για την αλήθεια των δηλώσεών τους. Χρειάστηκε να μάθουν πολύ νωρίς στη ζωή τους να μη νιώθουν πόνο. Και τι δεν θα έκαναν σήμερα μόνο και μόνο για να μη νιώσουν τον πόνο του μικρού κοριτσιού που, αν και κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον πατέρα του, έπρεπε να φαντάζεται ότι αυτό ήταν διασκεδαστικό.

Μια γυναίκα που κακοποιήθηκε σεξουαλικά όταν ήταν παιδί, αλλά αρνείται αυτή την πραγματικότητα της παιδικής της ηλικίας και έχει μάθει να μη νιώθει πόνο, δραπετεύει διαρκώς από το παρελθόν της χρησιμοποιώντας τις σχέσεις της με τους άντρες, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά ή τα επαγγελματικά επιτεύγματα. Χρειάζεται συνεχώς έντονες συγκινήσεις για να μη νιώθει πλήξη. Δεν επιτρέπει στον εαυτό της ούτε μια στιγμή ηρεμίας, κατά την οποία μπορεί να νιώσει την πυρακτωμένη μοναξιά της εμπειρίας που έζησε ως παιδί, επειδή φοβάται αυτό το συναίσθημα περισσότερο και από τον ίδιο το θάνατο.

Θα συνεχίσει τη φυγή της, εκτός κι αν έχει την τύχη να καταλάβει ότι η αναβίωση και η συνειδητοποίηση των παιδικών συναισθημάτων δεν σκοτώνουν, αλλά απελευθερώνουν. Άλλωστε, αυτό που πολύ συχνά σκοτώνει είναι η άμυνα ενάντια στα συναισθήματα, αντίθετα, η συνειδητή αναβίωσή τους μπορεί να μας αποκαλύψει την αλήθεια.

Η απώθηση του πόνου της παιδικής ηλικίας δεν καθορίζει μόνο τη ζωή του κάθε ατόμου αλλά και τις προκαταλήψεις της κοινωνίας. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στις βιογραφίες των διασημοτήτων. Για παράδειγμα, όταν διαβάζουμε τις βιογραφίες διάσημων καλλιτεχνών, έχουμε την εντύπωση ότι η ζωή τους άρχισε περίπου στην εφηβεία. Πριν από εκείνη την περίοδο λένε συνήθως ότι είχαν μια «ευτυχισμένη», «χαρούμενη » ή «χωρίς προβλήματα» παιδική ηλικία ή ότι η παιδική τους ηλικία ήταν «γεμάτη στερήσεις» ή «γεμάτη ενδιαφέροντα».

Όμως, πώς ακριβώς ήταν η παιδική ηλικία ενός συγκεκριμένου ατόμου δεν φαίνεται να ενδιαφέρει κανέναν – λες και δεν είναι κρυμμένες στην παιδική του ηλικία οι ρίζες ολόκληρης της ζωής του. Θα ήθελα αυτό να το δείξω πιο καθαρά με ένα απλό παράδειγμα: Ο Χένρυ Μουρ περιγράφει στα απομνημονεύματά του ότι, όταν ήταν μικρό παιδί, είχε το προνόμιο να κάνει μασάζ στην πλάτη της μητέρας του με κάποιο λάδι για ρευματισμούς για να την ανακουφίζει από τους πόνους. Διαβάζοντάς τα βρήκα ξαφνικά ένα δικό μου τρόπο πρόσβασης στα γλυπτά του Μουρ.

Στις τεράστιες, μισοξαπλωμένες γυναίκες με τα μικρά κεφάλια έβλεπα τη μητέρα μέσα από τα μάτια του μικρού αγοριού, το οποίο, λόγω της προοπτικής, βίωνε το κεφάλι της ως μικρότερο και την πλάτη της ως απίστευτα μεγεθυμένη. Αυτή η ερμηνεία μπορεί να μην έχει καμιά σημασία για πολλούς κριτικούς τέχνης, αλλά σ’ εμένα δείχνει αφενός για πόσο μεγάλο χρονικό διάστημα οι εμπειρίες ενός παιδιού μπορούν να παραμείνουν κρυμμένες στο ασυνείδητό του και αφετέρου με πόσους διαφορετικούς τρόπους μπορούν να εκφραστούν όταν ο ενήλικας νιώσει ότι είναι σε θέση να τις αφήσει να βγουν στην επιφάνεια. Βεβαίως, αυτή η ανάμνηση του Μουρ δεν αφορά ένα τραυματικό γεγονός και έτσι αναδύεται άθικτη. Αντίθετα, οι τραυματικές εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας παραμένουν στο σκοτάδι.

Στο παρελθόν διερωτόμουν αν θα μπορούσαμε ποτέ να συλλάβουμε το μέγεθος της μοναξιάς και της απομόνωσης που ζήσαμε όλοι μας ως παιδιά. Τώρα πια ξέρω ότι αυτό είναι εφικτό. Εδώ, κατά κύριο λόγο, δεν αναφέρομαι στα παιδιά που εμφανώς δεν τα φρόντιζαν ή τα είχαν πλήρως εγκαταλείψει και τα οποία πάντα το συνειδητοποιούσαν ή τουλάχιστον ενηλικιώθηκαν γνωρίζοντας πως κάπως έτσι ήταν τα πράγματα.

Πέρα από αυτές τις ακραίες περιπτώσεις, υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που ξεκινούν θεραπεία με την πεποίθηση (με την οποία άλλωστε μεγάλωσαν) ότι στην παιδική τους ηλικία ήταν ευτυχισμένοι και προστατευμένοι. Αυτοί οι ασθενείς είχαν πολλές δυνατότητες και ταλέντα για τα οποία τους επαινούσαν και τους θαύμαζαν, είχαν μάθει να χρησιμοποιούν την τουαλέτα από το πρώτο έτος της ζωής τους και μπορεί ακόμα, όταν ήταν μεταξύ ενάμισι και πέντε ετών, να φρόντιζαν τα μικρότερα αδέλφια τους.

Οι περισσότεροι γύρω μας πιστεύουν ότι αυτοί οι άνθρωποι -τα παιδιά δηλαδή που έκαναν περήφανους τους γονείς τους- θα πρέπει να έχουν μια ισχυρή και σταθερή αυτοπεποίθηση. Συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο. Τα πάνε καλά, συχνά πολύ καλά, σε οτιδήποτε κάνουν, οι άλλοι τους θαυμάζουν και τους ζηλεύουν και είναι επιτυχημένοι όποτε θέλουν να είναι – αλλά πίσω απ’ όλα αυτά παραμονεύει η κατάθλιψη, ένα αίσθημα κενού και αποξένωσης από τον ίδιο τους τον εαυτό και μια αίσθηση ότι η ζωή τους δεν έχει κανένα νόημα.

Αυτά τα σκοτεινά συναισθήματα έρχονται στο προσκήνιο κάθε φορά που το ναρκωτικό των ιδεών μεγαλείου τους προδίδει, κάθε φορά που δεν βρίσκονται «στην κορυφή », που δεν είναι οι αναμφισβήτητοι «πρωταγωνιστές» ή που νιώθουν ξαφνικά ότι δεν κατόρθωσαν ν’ ανταποκριθούν ικανοποιητικά σε κάποια ιδεατή εικόνα ή σε κάποια πρότυπα. Τότε βασανίζονται από άγχος ή από βαθιά αισθήματα ενοχής και ντροπής. Γιατί αναστατώνονται όμως τόσο πολύ αυτοί οι ικανοί και προικισμένοι άνθρωποι;

Στην πρώτη συνέντευξη θα πουν στο θεραπευτή τους ότι είχαν γονείς γεμάτους κατανόηση ή ότι έτσι τουλάχιστον ήταν ο ένας από τους δύο. Αν έχουν επίγνωση του ότι οι άλλοι δεν τους καταλάβαιναν όταν ήταν παιδιά, νιώθουν πως το σφάλμα ήταν δικό τους και πως οφειλόταν στη δική τους ανικανότητα να εκφράζουν με τον κατάλληλο τρόπο τις επιθυμίες και τα συναισθήματά τους. Οι άνθρωποι αυτοί αφηγούνται τις πρώτες τους αναμνήσεις χωρίς να εκδηλώνουν την παραμικρή συμπάθεια για το παιδί που υπήρξαν κάποτε.

Αυτό δε που είναι αληθινά εκπληκτικό είναι το ότι αυτοί οι ασθενείς όχι μόνο έχουν μια πολύ μεγάλη ικανότητα ενδοσκόπησης, αλλά φαίνεται, ως ένα βαθμό, ότι μπορούν να κατανοούν συναισθηματικά αυτά που συμβαίνουν στους γύρω τους. Η πρόσβασή τους όμως στο συναισθηματικό κόσμο της δικής τους παιδικής ηλικίας έχει μπλοκαριστεί, και αυτά που τη χαρακτηρίζουν είναι η έλλειψη σεβασμού, ο καταναγκασμός τους να έχουν τον έλεγχο και να επηρεάζουν τις καταστάσεις, καθώς και η απαίτησή τους να έχουν πάντα επιτυχίες.

Πολύ συχνά φαίνεται να περιφρονούν, να ειρωνεύονται, ακόμα και να περιγελούν και ν’ αντιμετωπίζουν με κυνισμό το παιδί που υπήρξαν κάποτε. Σε γενικές γραμμές δηλαδή τους λείπει εντελώς η πραγματική συναισθηματική κατανόηση ή η σοβαρή εκτίμηση των μεταστροφών της παιδικής τους ηλικίας και, τελικά, δεν αντιλαμβάνονται ούτε στο ελάχιστο τις πραγματικές τους ανάγκες – πέρα από την επιθυμία τους για επιτεύγματα. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν αρνηθεί την πραγματική τους ιστορία σε τέτοιο βαθμό που μπορούν εύκολα να διατηρούν την ψευδαίσθηση ότι η παιδική τους ηλικία ήταν καλή.

Ως βάση για την περιγραφή του ψυχικού κλίματος αυτών των ατόμων θα πρέπει να διατυπώσουμε κάποιες γενικές προϋποθέσεις: Από τις πρώτες μέρες της ζωής του το παιδί έχει μια πρωταρχική ανάγκη να το αναγνωρίζουν και να το σέβονται γι’ αυτό που είναι πραγματικά κάθε συγκεκριμένη στιγμή. Όταν λέμε «γι’ αυτό που είναι πραγματικά κάθε συγκεκριμένη στιγμή», αναφερόμαστε στα συναισθήματα και στις αισθητηριακές αντιλήψεις του παιδιού, καθώς και στον τρόπο που εκφράζονται από την πρώτη κιόλας μέρα της ζωής του.

Μέσα σε μια ατμόσφαιρα σεβασμού καί ανεκτικότητας για τα συναισθήματά του το παιδί, στη φάση του αποχωρισμού, θα μπορέσει προοδευτικά ν’ αποστασιοποιηθεί από τη συμβιωτική σχέση με τη μητέρα του και να κάνει τα απαραίτητα βήματα προς την κατεύθυνση της εξατομίκευσης και της αυτονομίας. Αν και οι γονείς έχουν μεγαλώσει μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, τότε μπορούν να παρέχουν πιο εύκολα στο παιδί τους τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υγιή ανάπτυξή του.

Στην περίπτωση αυτή μπορούν να εξασφαλίσουν στο παιδί την προστασία αλλά και τη συναισθηματική σιγουριά που του είναι απαραίτητες προκειμένου να νιώσει εμπιστοσύνη. Οι γονείς που ως παιδιά δεν έζησαν σε ένα τέτοιο κλίμα είναι και οι ίδιοι στερημένοι και σε όλη τους τη ζωή θα συνεχίζουν ν’ αναζητούν εκείνο που δεν μπόρεσαν να τους δώσουν οι δικοί τους γονείς τότε που έπρεπε – την παρουσία ενός ατόμου που θα τους καταλάβαινε, θα τους κατανοούσε και θα τους έπαιρνε στα σοβαρά.

Βεβαίως, η αναζήτηση αυτή δεν μπορεί ποτέ να στεφθεί με απόλυτη επιτυχία γιατί συνδέεται με μια κατάσταση που ανήκει αμετάκλητα στο παρελθόν και, πιο συγκεκριμένα, με την εποχή αμέσως μετά τη γέννηση και με τα πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας. Αυτή η ανικανοποίητη και ασυνείδητη (επειδή είναι απωθημένη) ανάγκη μπορεί να εξαναγκάσει ένα άτομο να επιδιώξει την ικανοποίησή της με υποκατάστατους τρόπους εφόσον αγνοεί την απωθημένη ιστορία της ζωής του.

Για κάθε γονέα, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ικανοποίησης μέσω της υποκατάστασης είναι τα ίδια του τα παιδιά. Το νεογέννητο ή το μικρό παιδί εξαρτάται απόλυτα από τους γονείς του και, εφόσον η φροντίδα τους είναι ουσιαστική για την επιβίωσή του, θα κάνει ό,τι μπορεί για να μην τους χάσει. Από την πρώτη κιόλας μέρα θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που διαθέτει για να το καταφέρει, όπως κάνει ένα μικρό φυτό που στρέφεται προς τον ήλιο για να επιβιώσει.

Στην εικοσαετή ενασχόλησή μου με ανθρώπους που ασχολούνταν επαγγελματικά με την παροχή βοήθειας σε άλλους ανθρώπους έχω συναντήσει συχνά μια συγκεκριμένη ιστορία παιδικής ηλικίας, που προσωπικά θεωρώ πως έχει ιδιαίτερη σημασία: Υπήρχε μια μητέρα που ήταν κατά βάθος συναισθηματικά ανασφαλής και για την ισορροπία της στηριζόταν σε ένα συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς του παιδιού της.

Αυτή η μητέρα μπορούσε να κρύβει την ανασφάλειά της από το παιδί της, αλλά και από οποιονδήποτε άλλο, πίσω από ένα σκληρό, αυταρχικό, ακόμα και δεσποτικό προσωπείο. Το παιδί είχε μια εκπληκτική ικανότητα ν’ αντιλαμβάνεται και ν’ ανταποκρίνεται διαισθητικά, δηλαδή ασυνείδητα, σε αυτή την ανάγκη της μητέρας του, ή και των δύο γονέων του, και να υποδύεται το ρόλο που ασυνείδητα του είχαν αναθέσει. Αυτός ο ρόλος εξασφάλιζε στο παιδί την «αγάπη» των γονέων – αλλά και την εκμετάλλευσή του από τους γονείς του. Το παιδί ένιωθε ότι το είχαν ανάγκη, και η ανάγκη αυτή διασφάλιζε την ύπαρξή του.

Αυτή η ικανότητα προσαρμογής κάποιων παιδιών αναπτύσσεται και τελειοποιείται σταδιακά. Τα παιδιά αυτά αργότερα όχι μόνο συμπεριφέρονται σαν μητέρες στις μητέρες τους (γίνονται δηλαδή έμπιστοι φίλοι, παρηγορητές, σύμβουλοι, υποστηρικτές), αλλά αναλαμβάνουν επίσης, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, την ευθύνη των άλλων αδελφών τους. Έτσι αναπτύσσουν τελικά μια ειδικού τύπον ευαισθησία στα ασυνείδητα σήματα με τα οποία εκδηλώνονται οι ανάγκες των ανθρώπων γύρω τους. Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν το ότι συχνά επιλέγουν να γίνουν αργότερα ψυχοθεραπευτές.

Ποιος άλλος, άλλωστε, που δεν θα είχε τέτοιο ιστορικό θα μπορούσε να δείξει τόσο ενδιαφέρον, ώστε να περνά ολόκληρη τη μέρα του προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει τι συμβαίνει στο ασυνείδητο των άλλων ανθρώπων; Όμως, η ανάπτυξη και η τελειοποίηση αυτής της ειδικού τύπου ευαισθησίας -που κάποτε βοήθησε το παιδί να επιβιώσει και τώρα επιτρέπει στον ενήλικα ν’ ακολουθήσει κάποιο από τα επαγγέλματα που σχετίζονται με την παροχή βοήθειας- εμπεριέχουν επίσης τις ρίζες της συναισθηματικής διαταραχής του. Αν δηλαδή ένας θεραπευτής δεν έχει συνειδητοποιήσει τη δική του απώθηση, μπορεί να αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει τους ασθενείς του, οι οποίοι εξαρτώνται από αυτόν, ως υποκατάστατα για τις ακάλυπτες ανάγκες του.

ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΜΑΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
Ή ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΙΚΙΣΜΕΝΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Πολλοί άνθρωποι αναγκάστηκαν, όταν ήταν παιδιά, να μάθουν να κρύβουν πολύ επιδέξια τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους προκειμένου να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες των γονέων τους και να κερδίσουν της «αγάπη» τους. Ως ενήλικες μπορεί να κυνηγούν την επιτυχία, έχουν όμως ταυτόχρονα μια υποβόσκουσα αίσθηση ότι δεν αξίζουν τίποτα. Χωρίς ποτέ να τους έχει επιτραπεί να εκφράσουν τα πραγματικά τους συναισθήματα, και έχοντας χάσει την επαφή με τον αληθινό τους εαυτό, εκδραματίζουν τα καταπιεσμένα συναισθήματά τους με επεισόδια κατάθλιψης ή καταναγκαστικής συμπεριφοράς, ή ακόμα και με ιδέες μεγαλείου. Στη συνέχεια, με τη σειρά τους, μεταφέρουν αυτή τη κληρονομιά της καταπίεσης στα δικά τους παιδιά. Αυτό το σπαρακτικό και οξυδερκές βιβλίο είναι ένα βήμα για την ανακάλυψη των αναγκών και της δικής μας αλήθειας στην προσπάθειά μας να ξεφύγουμε από αυτό το φαύλο κύκλο. Alice Miller

Η Μίλερ ξεκινά από το ασυνείδητο, για να καταλήξει σε μια θεωρία, που αποκαλεί “φαύλο κύκλο της περιφρόνησης” όταν τα παιδιά, που τους αρνούνται τις επιθυμίες τους, με τη σειρά τους, μεγαλώνουν και κάνουν δικά τους παιδιά, οπότε και απαλλάσσονται από τον καταχωνιασμένο πόνο προκαλώντας αντίστοιχες καταστάσεις χειραγώγησης στα παιδιά τους. Προφανώς, όλο αυτό το παιχνίδι ρόλων και αποκρύψεων ξετυλίγεται ασύνειδα, στα εσώτερα της ψυχής. Όπως κι αν έχει, ακόμη κι αν ανήκετε στους λίγους ευτυχείς, που έζησαν ελεύθεροι την παιδική τους ηλικία, ένα βλέμμα στις φυλακές των άλλων, μάλλον εποικοδομητικό θα αποβεί, ώστε στο μέλλον να δείχνετε μεγαλύτερη κατανόηση στους τυχόν φίλους σας, που ζουν το δράμα του προικισμένου παιδιού.

Σπάνιο κι ακαταμάχητο με το γεμάτο συμπάθεια, ανεπιτήδευτο λόγο του. Τα παραδείγματα της Alice Miller είναι τόσο ζωντανά και συνηθισμένα που αγγίζουν το πληγωμένο παιδί που υπάρχει μέσα σε όλους μας. (New York Magazine)

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΤΗΣ
Oι δικτάτορες είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία και σε ψυχαναγκαστική επανάληψη. Και πάντα νέα θύματα θα πληρώνουν το τίμημα. Και ο Χίτλερ με τη συμπεριφορά του αποκάλυψε σε όλον τον κόσμο πώς ήταν ο πατέρας του: καταστροφικός, ανελέητος, επιδειξιμανής, αδιάκριτος, αλαζονικός, διεστραμμένος, εγωκεντρικός, κοντόφθαλμος και ανόητος. Με την ασυνείδητη μίμησή του του έμεινε πιστός. Για τον ίδιο λόγο παρόμοια συμπεριφορά επέδειξαν επίσης δικτάτορες όπως ο Στάλιν, ο Μουσολίνι, ο Τσαουσέσκου, ο Ιντί Αμίν, ο Σαντάμ Χουσείν και τόσοι άλλοι. Η βιογραφία του Χουσείν αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ακραίας ταπείνωσης παιδιού, την οποία αργότερα πλήρωσαν με τη ζωή τους χιλιάδες θύματα της εκδικητικότητάς του.

Η άρνηση να μάθουμε από αυτά τα γεγονότα φαντάζει παράδοξη, ωστόσο δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Ο αδίστακτος τύραννος κινητοποιεί τους συγκαλυμμένους φόβους των ανθρώπων που κακοποιούνται όταν ήταν παιδιά, ανθρώπων που δεν μπόρεσαν -και εξακολουθούν να μην μπορούν- να κατηγορήσουν τον πατέρα τους και οι οποίοι παραμένουν πιστοί σε αυτόν, παρά τα βασανιστήρια που έχουν υποστεί. Ο τύραννος συμβολίζει αυτόν τον πατέρα από τον οποίο τα άτομα κρέμονται με κάθε τους κλωστή, με την ελπίδα ότι κάποτε, επιστρατεύοντας την τυφλότητά τους, θα τον μετατρέψουν σε στοργικό άνθρωπο.

Αν δεν έχουμε συνείδηση τι μας συνέβη κατά τα πρώτα στάδια της ζωής μας, όλη η υπόθεση του πολιτισμού δεν ειναι παρά μια φάρσα. Οι συγγραφείς θέλουν να γράφουν καλή λογοτεχνία, αλλά ΔΕΝ αναζητούν την ασυνείδητη πηγή της δημιουργικότητάς τους, την έντονη επιθυμία τους για έκφραση και επικοινωνία. Οι περισσότεροι φοβούνται μήπως χάσουν την ικανότητά τους. Παρόμοιο φόβο διακρίνω και σε πολλούς ζωγράφους, ακόμα και σε αυτούς που (κατά τη γνώμη μου) στους πίνακές τους εκφράζουν σαφώς τους ασυνείδητους φόβους τους, όπως παραδείγματος χάρη στον Φράνσις Μπέικον, στον Ιερώνυμο Μπος, στον Σαλβαδόρ Νταλί και σε πολλούς ακόμα σουρεαλιστές. Με το έργο τους επιζητούν βέβαια την επικοινωνία, αλλά σε ένα επίπεδο που να υπηρετεί ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ – και αυτήν την κατάσταση την ονομαζουν τέχνη.

Εάν ερχόταν κάποιος και μου διηγιόταν την ιστορία των παιδικών μου χρόνων, με κάθε λεπτομέρεια, μiα ιστορία που πρόσφατα ανακάλυψα, δεν θα είχε καμιά επίδραση πάνω μου. Θα πίστευα ή δεν θα πίστευα τη διήγησή του, αλλά ακόμη και στην πρώτη περίπτωση δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά η ιστορία ενός ξένου ανθρώπου – επειδή ακριβώς δεν την είχα βιώσει (την είχα απωθήσει άρα ήταν σαν να μη με αφορά, σαν να μην την είχα ζήσει).

Η μοναδική πρόσβαση, αυτή που πραγματικά μπορούσε να με βοηθήσει να εγκαταλείψω τις διανοητικές αντιστάσεις μου, ανοίχτηκε μπροστά μου χάρη στα συναισθήματα του πολύ μικρού παιδιού μέσα μου, αυτού που ήταν ο μοναδικός μάρτυρας των κακοποιήσεων της μητέρας μου. Πώς κατάφερα, παρ’ όλα αυτά, να απαλλαγώ από την απώθηση; Τα κατάφερα, επειδή ήθελα με κάθε τίμημα να μάθω την αλήθεια και, τελικά βρήκα ένα πρόσωπο-αρωγό που με βοήθησε να την αναζητήσω.

Ερχόμενη αντιμέτωπη με την παιδική μου ηλικία, ξέρω ότι οι καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές τάσεις δεν μπορούν να εξαλειφθούν ούτε με την βοήθεια της ανατροφής ούτε με τη βοήθεια της παραδοσιακής ψυχοθεραπείας. Για κάποιο διάστημα ίσως φαίνεται ότι επιτυγχάνεται, ειδικά εάν τα θύματα του εμπλεκόμενου σιωπούν. Εάν είναι ο ίδιος θύμα, τότε η ψυχιατρική, συχνά μέσω περιττών επεμβάσεων (φάρμακα κλπ), θα τον εμποδίσει να συνειδητοποιήσει το κακό που κάνει στον εαυτό του. Αργά ή γρήγορα όμως θα αποδειχθεί ότι η καταστροφή της ζωής, εφόσον δεν συνειδητοποιείται, μπορεί να οδηγήσει μόνο σε νέες καταστροφές.

Η ανελέητη σκληρότητα των γονέων μεταφέρεται στα παιδιά τους και τα εξωθεί να φερθούν το ίδιο ανελέητα στον εαυτό τους και σε άλλους, όσο αποφεύγουν την αλήθεια.

Το δόγμα της «σκιάς» του Γιουνγκ, και η αντίληψη ότι το κακό είναι η άλλη όψη του νομίσματος του καλού εξυπηρετούν την άρνηση της πραγματικότητας του κακού. Όμως το κακό είναι μια πραγματικότητα. Δεν είνα έμφυτο, είναι επίκτητο, και ποτέ δεν είναι η άλλη όψη του νομίσματος του καλού, αλλά ο καταστροφέας του. Ο Σαίξπηρ το είχε αντιληφθεί. Έβλεπε και κατέδειξε τις ρίζες του κακού, αλλά δεν προσπάθησε ποτέ να μετριάσει το κακό μέσω ψυχολογικών αιτιολογήσεων, όπως για παράδειγμα κάνει η ψυχανάλυση.

Ο Ριχάρδος Γ’, ο Μάκβερθ και άλλοι είναι κακοί επειδή καταστρέφουν, ακόμη κι αν γνωρίζουμε για ποιο λόγο έγιναν τέτοιοι. Η γνώση μας δεν μπορεί να τους αλλάξει. Εάν οι ίδιοι δεν αντιλαμβάνονταν μόνο διανοητικά, αλλά μπορούσαν να νιώσουν με το συναίσθημά τους πώς εξελίχθηκαν σε κακούς ανθρώπους, τότε θα μπορούσαν να αλλάξουν. Τότε μόνο θα μπορούσαν να άρουν τους φραγμούς τους και βιώνοντας τους απωθημένους πόνους τους να απελευθερώσουν το κακοποιημένο παιδί που είχαν υπάρξει, που δεν ήθελε να βλάψει κανέναν, όταν ήρθε στον κόσμο, το παιδί που ήθελε να αγαπήσει, αλλά δεν έβρισκε κανέναν που να του το επιτρέπει. Το μόνο που έβρισκε ήταν συρματοπλέγματα και τείχη και πίστεψε ότι αυτός είναι ο κόσμος.

Όταν μεγάλωσε, έχτισε γιγαντιαίους κόσμους γεμάτους τείχη και συρματοπλέγματα, ή περίπλοκα φιλοσοφικά και ψυχολογικά συστήματα, ελπίζοντας και προσμένοντας ακόμη ότι θα ανταμειφθεί για αυτά με αγάπη. Την αγάπη που ποτέ δεν έλαβε από τους γονείς όταν ακόμα η ζωή του ήταν «ανάξια». Το κακοποιημένο, υποτιθέμενα «κακό» παιδί θα γίνει ένας κακός ενήλικος και θα δημιουργήσει αργότερα έναν κακό κόσμο, εάν δεν τον βοηθήσει ένα πρόσωπο-αρωγός. Το παιδί που έχει λάβει φροντίδα και προσοχή θα φτιάξει έναν κόσμο διαφορετικό γιατί η βιολογική μας αποστολή είναι να προστατεύουμε την ανθρώπινη ζωή και όχι να την καταστρέφουμε.

Δεν είναι αλήθεια ότι το κακό, το καταστροφικό και το διεστραμμένο στοιχείο ανήκουν απαραίτητα στην ανθρώπινη φύση, παρ’ όλο που το ακούμε συνέχεια. Εκείνο που αληθεύει, αντίθετα, είναι ότι το κακό αναπαράγεται διαρκώς φέρνοντας αμέτρητο πόνο και δυστυχία σε εκατομμύρια ανθρώπους, κάτι που επίσης μπορεί να αποφευχθεί. Όταν κάποτε η άγνοια που προέκυψε από την απώθηση της παιδικής ηλικίας εξαλειφθεί και η ανθρωπότητα ξυπνήσει από το λήθαργό της, θα μπορέσει να αναστείλει αυτή την παραγωγή του κακού.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου