Η αδελφική αγάπη είναι αγάπη μεταξύ ίσων· η μητρική αγάπη είναι αγάπη για τον ανίσχυρο. Όσο όμως και να διαφέρουν μεταξύ τους, τα δύο αυτά είδη αγάπης έχουν το κοινό στοιχείο πως από την ίδια τους τη φύση δεν περιορίζονται σε ένα πρόσωπο. Αν αγαπώ τον αδελφό μου, τότε αγαπώ και όλα μου τα αδέλφια. Αν αγαπώ το παιδί μου, τότε αγαπώ και όλα μου τα παιδιά- όμως αυτό δεν είναι αρκετό, αγαπώ και όλα τα παιδιά του κόσμου, όλα τα παιδιά που χρειάζονται τη βοήθειά μου. Σε αντίθεση και με τα δύο αυτά είδη αγάπης, έρχεται η ερωτική αγάπη· αυτή είναι η λαχτάρα για πλήρη μείξη και ένωση με τον άλλο άνθρωπο, αλλά με έναν μόνο άλλο άνθρωπο. Από τη φύση της είναι αποκλειστική και όχι γενικευμένη· κι ίσως μάλιστα να είναι και η πιο απατηλή μορφή αγάπης που μπορεί να υπάρξει.
Πρώτα απ’ όλα, η ερωτική αγάπη συγχέει συχνά την εκρηκτική εμπειρία του «ερωτεύομαι» με εκείνη την αιφνίδια κατάρρευση των ορίων που υπήρχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή ανάμεσα σε δύο ξένους. Όμως, όπως επισήμανα και παραπάνω, αυτή η εμπειρία της ξαφνικής εγγύτητας είναι από την ίδια της τη φύση βραχύβια. Όταν πια ο αλλοτινά ξένος έχει γίνει ένα πρόσωπο οικείο, δεν υπάρχουν άλλα όρια για να ξεπεραστούν ούτε απομένει να κατακτηθεί η ξαφνική οικειότητα. Τότε το «αγαπημένο» πρόσωπό μας έχει πια γίνει τόσο γνωστό όσο και ο εαυτός μας. Ή, Θα έπρεπε μάλλον να πω, τόσο άγνωστο όσο και ο εαυτός μας. Αν υπήρχε περισσότερο βάθος στη γνώση μας για τον άλλο άνθρωπο, αν μπορούσαμε να υποψιαστούμε τον απέραντο χαρακτήρα της προσωπικότητάς του, τότε ίσως να μην τον νιώθαμε ποτέ τόσο οικείο μας – και το Θαύμα της υπέρβασης των συνόρων που μας χωρίζουν από αυτόν να μπορούσε να επαναλαμβάνεται κάθε μέρα. Αλλά για τους περισσότερους ανθρώπους, ακόμη και ο ίδιος τους ο εαυτός, όπως βέβαια και όλοι οι άλλοι, ελάχιστα εξερευνάται και πολύ σύντομα εξαντλείται.Γι’αυτούς η εγγύτητα εγκαθιδρύεται κατά κύριο λόγο μέσω της σεξουαλικής επαφής. Από τη στιγμή που βιώνουν το διαχωρισμό από το άλλο άτομο κυρίως ως σωματικό διαχωρισμό, η σωματική ένωση θεωρείται και ο μόνος τρόπος για την υπέρβασή του.
Πέρα από αυτό, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που για πολλούς ανθρώπους δηλώνουν την υπέρβαση του διαχωρισμού. Το να μιλήσει κάποιος για την προσωπική του ζωή, να εμπιστευτεί τις ελπίδες του και τις αγωνίες του, να δείξει τις πιο ευαίσθητες ή τις πιο παιδιάστικες πλευρές του, να δημιουργήσει μια κοινή στάση απέναντι στον κόσμο με κάποιον άλλο – όλα αυτά εκλαμβάνονται ως υπέρβαση της απομόνωσης. Ακόμη και εάν δείξει κάποιος το θυμό του, το μίσος του, μία ολοκληρωτική έλλειψη αναστολών, και αυτά επίσης εκλαμβάνονται ως οικειότητα, πράγμα που μπορεί να εξηγήσει τη μη φυσιολογική έλξη που νιώθουν κάποτε μεταξύ τους μερικά παντρεμένα ζευγάρια, εκείνα δηλαδή που αισθάνονται εγγύτητα μόνο όταν είναι στο κρεβάτι ή όταν δίνουν από κοινού διέξοδο στο αμοιβαίο τους μίσος ή στην οργή.
Όμως όλες αυτές οι μορφές οικειότητας τείνουν να εξασθενήσουν και περισσότερο με την πάροδο του χρόνου. Η συνέπεια είναι να αρχίσει κανείς να αναζητά και πάλι την αγάπη με ένα καινούριο πρόσωπο, με έναν καινούριο ξένο. Και πάλι όμως ο ξένος θα μεταμορφωθεί σε ένα “οικείο” πρόσωπο, και πάλι η εμπειρία τού «ερωτεύομαι» είναι εξωτική και έντονη, για να αρχίσει ξανά σιγά σιγά να χάνει την ένταση της μέχρι να σβήσει οριστικά μέσα στην επιθυμία για μία καινούρια κατάκτηση, για έναν καινούριο έρωτα πάντοτε με την αυταπάτη ότι ο καινούριος έρωτας θα είναι διαφορετικός από όλους τους προηγούμενους. Αυτές οι αυταπάτες ενισχύονται σε μεγάλο βαθμό από τον απατηλό χαρακτήρα της σεξουαλικής επιθυμίας.
Στην ερωτική αγάπη υπάρχει ένα στοιχείο αποκλειστικότητας που απουσιάζει από την αδελφική και από τη μητρική αγάπη. Ο αποκλειστικός χαρακτήρας της ερωτικής αγάπης απαιτεί όμως περαιτέρω διερεύνηση. Συχνά η αποκλειστικότητα της ερωτικής αγάπης παρερμηνεύεται ως κτητική προσκόλληση. Συναντάμε συχνά ζευγάρια ερωτευμένων που δεν νιώθουν αγάπη για κανέναν άλλο. Στην πραγματικότητα, η αγάπη τους είναι ένας «εγωισμός για δύο»· πρόκειται σε αυτές τις περιπτώσεις για δύο ανθρώπους οι οποίοι ταυτίζονται μεταξύ τους και λύνουν το πρόβλημα της πρότερης απομόνωσής τους αναδιπλασιάζοντας και διογκώνοντας την ατομικότητά τους. Βιώνουν έτσι την υπέρβαση της μοναξιάς τους, κι όμως, από τη στιγμή που είναι αποκομμένοι από όλη την υπόλοιπη ανθρωπότητα, παραμένουν και αποκομμένοι ο ένας από τον άλλο και αποξενωμένοι ο καθένας τους από τον ίδιο του τον εαυτό. Επομένως, η εμπειρία υπέρβασης της μοναξιάς δεν είναι για αυτούς τίποτε περισσότερο από μία αυταπάτη. Η ερωτική αγάπη είναι αποκλειστική, όμως στο πρόσωπο του άλλου ανθρώπου αγαπά ολόκληρη την ανθρωπότητα και όλα όσα είναι ζωντανά. Είναι αποκλειστική μόνο από την άποψη της σωματικής ένωσης και της πλήρους δέσμευσης για συντροφικότητα σε όλους τους τομείς της ζωής – αλλά όχι και από την άποψη της βαθιάς αδελφικής αγάπης.
Η ερωτική αγάπη, αν είναι πράγματι αγάπη, έχει μία προϋπόθεση: ότι αγαπώ από την ουσία της ύπαρξής μου – και γνωρίζω το άλλο άτομο στην ουσία της δικής του ύπαρξης. Στη βαθύτερη ουσία τους, όλες οι ανθρώπινες υπάρξεις είναι ίδιες. Είμαστε όλοι μέρος του Ενός· είμαστε όλοι Ένα. Και από τη στιγμή που ισχύει αυτό, δεν θα έπρεπε να έχει σημασία ποιον αγαπάμε. Η αγάπη θα έπρεπε να είναι ουσιαστικά μία πράξη βούλησης, μία ενεργητική απόφαση να δεσμεύσω απόλυτα τη ζωή μου με τη ζωή ενός άλλου προσώπου. Αυτή είναι στην πραγματικότητα η αιτιολόγηση της ιδέας σχετικά με το αδιάλυτο του γάμου, όπως τη συναντάμε σε πολλές μορφές παραδοσιακών γάμων όπου οι σύζυγοι δεν επιλέγουν ο ένας τον άλλο, αλλά επιλέγονται ο ένας για τον άλλο — και παρ όλα αυτά, υπάρχει η προσδοκία ότι θα αγαπιούνται μεταξύ τους. Στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, αυτή η ιδέα ακούγεται ολότελα λανθασμένη. Η αγάπη υποτίθεται πως πρέπει να προέρχεται από μία αυθόρμητη, συναισθηματική αντίδραση από την αιφνίδια επέλαση ενός ακαταμάχητου συναισθήματος. Από αυτή τη σκοπιά, δεν βλέπει κανείς παρά μόνο τις ατομικές ιδιαιτερότητες των δύο εμπλεκόμενων ανθρώπων -και όχι το γεγονός πως όλοι οι άντρες είναι μέρος του Αδάμ και όλες οι γυναίκες μέρος της Εύας. Παραβλέπει έτσι έναν σημαντικό παράγοντα για την ερωτική αγάπη, τον παράγοντα της θέλησης. Το να αγαπάς κάποιον δεν είναι απλώς και μόνο ένα δυνατό αίσθημα, είναι μία απόφαση, μία κρίση και μία υπόσχεση. Αν η αγάπη ήταν απλώς ένα συναίσθημα, δεν θα υπήρχε καμία βάση για να στηριχτεί η υπόσχεση πως δύο άνθρωποι θα αγαπιούνται για πάντα. Ένα συναίσθημα είναι κάτι που όπως έρχεται μπορεί και να παρέλθει. Πώς μπορώ να προδικάσω ότι θα διατηρηθεί για πάντα, αν η ενέργειά μου δεν περιλαμβάνει κρίση και απόφαση;
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις θέσεις, μπορεί κανείς να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αγάπη είναι αποκλειστικά μία πράξη θέλησης και δέσμευσης, και πως για αυτόν ακριβώς το λόγο δεν έχει στην ουσία καμία σημασία ποια είναι τα δύο άτομα που αγαπιούνται. Ανεξάρτητα από το αν ο γάμος κανονίστηκε από άλλους ή ήταν επιλογή των ίδιων των ατόμων που παντρεύτηκαν, από τη στιγμή που είναι πια γεγονός, η ίδια η ανθρώπινη θέληση ως δράση θα πρέπει να εγγυηθεί τη μονιμότητα της αγάπης. Αυτή η άποψη μοιάζει όμως να αγνοεί τον παράδοξο χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης και της ερωτικής αγάπης. Όλοι είμαστε Ένα – αλλά παρ’ όλα αυτά ο καθένας από μας είναι μία μοναδική, ανεπανάληπτη οντότητα. Το ίδιο αυτό παράδοξο επαναλαμβάνεται και στις σχέσεις μας με τους άλλους. Στο βαθμό που όλοι είμαστε ένα, μπορούμε να αγαπάμε τους πάντες με τον ίδιο τρόπο, με την έννοια της αδελφικής αγάπης. Αλλά στο βαθμό που είμαστε όλοι μας διαφορετικοί μεταξύ μας, η ερωτική αγάπη απαιτεί κάποια ιδιαίτερα, αυστηρά ατομικά στοιχεία τα οποία υπάρχουν ανάμεσα σε μερικούς ανθρώπους, αλλά όχι ανάμεσα σε όλους.
Τότε και οι δύο αυτές οπτικές γωνίες, δηλαδή από τη μία πως η ερωτική αγάπη είναι μία εντελώς ατομική έλξη, η οποία μπορεί να υπάρξει μόνο ανάμεσα σε δύο συγκεκριμένα κάθε φορά πρόσωπα, και από την άλλη πως η ερωτική αγάπη δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία πράξη θέλησης, είναι σωστές- ή, για να το θέσω ίσως πιο ορθά, η αλήθεια δεν βρίσκεται ούτε αποκλειστικά στη μία ούτε αποκλειστικά στην άλλη. Για αυτόν το λόγο, η ιδέα ότι μία σχέση μπορεί να διαλυθεί με ευκολία, επειδή κάποιος από τους εμπλεκόμενους τη θεωρεί αποτυχημένη είναι εξίσου λανθασμένη με την ιδέα ότι μία σχέση δεν πρέπει να διαλύεται ποτέ, όποιες και αν είναι οι συνθήκες.
Η σεξουαλική επιθυμία στοχεύει στην ένωση – και σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται μόνο για σωματική επιθυμία, για ανακούφιση από μία οδυνηρή ένταση. ‘Όμως η σεξουαλική επιθυμία μπορεί να προκληθεί από την αγωνία της μοναξιάς, από τον πόθο να αλώσεις ή vα αλωθείς ο ίδιος, από ματαιοδοξία από την επιθυμία να πληγώσεις, ακόμη και να καταστρέφεις όπως μπορεί επίσης να προβληθεί από την αγάπη. Φαίνεται πως η σεξουαλική επιθυμία εύκολα μπορεί να προκληθεί ή να αναμειχθεί με οποιαδήποτε έντονη συναισθηματική φόρτιση και μία τέτοια είναι και η αγάπη. Επειδή στη σκέψη των περισσότερων ανθρώπων η σεξουαλική επιθυμία είναι συνδεδεμένη με την ιδέα της αγάπης, εύκολα παρασύρονται στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι αγαπιούνται κάθε φορά που επιθυμούν σεξουαλικά ο ένας τον άλλο. Η αγάπη μπορεί να εμπνεύσει τη σεξουαλική επιθυμία για ένωση σε αυτή την περίπτωση λείπει εντελώς από τη σωματική επαφή η απληστία, ο πόθος να κατακτήσεις ή να κατακτηθείς, και υπάρχει μόνο τρυφερότητα Αν η επιθυμία για σεξουαλική ένωση δεν παρακινείται από την αγάπη, αν η ερωτική αγάπη δεν είναι και αδελφική αγάπη επίσης, τότε δεν μπορεί ποτέ vα οδηγήσει σε αληθινή ένωση, σε κάτι περισσότερο από μία οργιαστική, παροδική απόλαυση. Η σεξουαλική έλξη δημιουργεί για μία στιγμή την αυταπάτη της ένωσης, αν όμως απουσιάζει η αγάπη, αυτό που τελικά απομένει δεν είναι παρά δύο ξένοι, τόσο ξένοι μεταξύ τους όσο ήταν και πριν. Μερικές φορές μάλιστα ντρέπονται ο ένας τον άλλο μετά, ή ακόμη και μισιούνται, επειδή, όταν πλέον η αυταπάτη έχει εξανεμιστεί, βιώνουν ακόμη πιο έντονη απ’ ό,τι πριν την αποξένωσή τους. Η τρυφερότητα δεν είναι σε καμία περίπτωση, όπως πίστευε ο Φρόιντ, μία εξιδανίκευση του σεξουαλικού ενστίκτου· είναι η άμεση κατάληξη της αδελφικής αγάπης και υπάρχει εξίσου στις σωματικές όσο και στις μη σωματικές μορφές αγάπης.
Erich Fromm, Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Πρώτα απ’ όλα, η ερωτική αγάπη συγχέει συχνά την εκρηκτική εμπειρία του «ερωτεύομαι» με εκείνη την αιφνίδια κατάρρευση των ορίων που υπήρχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή ανάμεσα σε δύο ξένους. Όμως, όπως επισήμανα και παραπάνω, αυτή η εμπειρία της ξαφνικής εγγύτητας είναι από την ίδια της τη φύση βραχύβια. Όταν πια ο αλλοτινά ξένος έχει γίνει ένα πρόσωπο οικείο, δεν υπάρχουν άλλα όρια για να ξεπεραστούν ούτε απομένει να κατακτηθεί η ξαφνική οικειότητα. Τότε το «αγαπημένο» πρόσωπό μας έχει πια γίνει τόσο γνωστό όσο και ο εαυτός μας. Ή, Θα έπρεπε μάλλον να πω, τόσο άγνωστο όσο και ο εαυτός μας. Αν υπήρχε περισσότερο βάθος στη γνώση μας για τον άλλο άνθρωπο, αν μπορούσαμε να υποψιαστούμε τον απέραντο χαρακτήρα της προσωπικότητάς του, τότε ίσως να μην τον νιώθαμε ποτέ τόσο οικείο μας – και το Θαύμα της υπέρβασης των συνόρων που μας χωρίζουν από αυτόν να μπορούσε να επαναλαμβάνεται κάθε μέρα. Αλλά για τους περισσότερους ανθρώπους, ακόμη και ο ίδιος τους ο εαυτός, όπως βέβαια και όλοι οι άλλοι, ελάχιστα εξερευνάται και πολύ σύντομα εξαντλείται.Γι’αυτούς η εγγύτητα εγκαθιδρύεται κατά κύριο λόγο μέσω της σεξουαλικής επαφής. Από τη στιγμή που βιώνουν το διαχωρισμό από το άλλο άτομο κυρίως ως σωματικό διαχωρισμό, η σωματική ένωση θεωρείται και ο μόνος τρόπος για την υπέρβασή του.
Πέρα από αυτό, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που για πολλούς ανθρώπους δηλώνουν την υπέρβαση του διαχωρισμού. Το να μιλήσει κάποιος για την προσωπική του ζωή, να εμπιστευτεί τις ελπίδες του και τις αγωνίες του, να δείξει τις πιο ευαίσθητες ή τις πιο παιδιάστικες πλευρές του, να δημιουργήσει μια κοινή στάση απέναντι στον κόσμο με κάποιον άλλο – όλα αυτά εκλαμβάνονται ως υπέρβαση της απομόνωσης. Ακόμη και εάν δείξει κάποιος το θυμό του, το μίσος του, μία ολοκληρωτική έλλειψη αναστολών, και αυτά επίσης εκλαμβάνονται ως οικειότητα, πράγμα που μπορεί να εξηγήσει τη μη φυσιολογική έλξη που νιώθουν κάποτε μεταξύ τους μερικά παντρεμένα ζευγάρια, εκείνα δηλαδή που αισθάνονται εγγύτητα μόνο όταν είναι στο κρεβάτι ή όταν δίνουν από κοινού διέξοδο στο αμοιβαίο τους μίσος ή στην οργή.
Όμως όλες αυτές οι μορφές οικειότητας τείνουν να εξασθενήσουν και περισσότερο με την πάροδο του χρόνου. Η συνέπεια είναι να αρχίσει κανείς να αναζητά και πάλι την αγάπη με ένα καινούριο πρόσωπο, με έναν καινούριο ξένο. Και πάλι όμως ο ξένος θα μεταμορφωθεί σε ένα “οικείο” πρόσωπο, και πάλι η εμπειρία τού «ερωτεύομαι» είναι εξωτική και έντονη, για να αρχίσει ξανά σιγά σιγά να χάνει την ένταση της μέχρι να σβήσει οριστικά μέσα στην επιθυμία για μία καινούρια κατάκτηση, για έναν καινούριο έρωτα πάντοτε με την αυταπάτη ότι ο καινούριος έρωτας θα είναι διαφορετικός από όλους τους προηγούμενους. Αυτές οι αυταπάτες ενισχύονται σε μεγάλο βαθμό από τον απατηλό χαρακτήρα της σεξουαλικής επιθυμίας.
Στην ερωτική αγάπη υπάρχει ένα στοιχείο αποκλειστικότητας που απουσιάζει από την αδελφική και από τη μητρική αγάπη. Ο αποκλειστικός χαρακτήρας της ερωτικής αγάπης απαιτεί όμως περαιτέρω διερεύνηση. Συχνά η αποκλειστικότητα της ερωτικής αγάπης παρερμηνεύεται ως κτητική προσκόλληση. Συναντάμε συχνά ζευγάρια ερωτευμένων που δεν νιώθουν αγάπη για κανέναν άλλο. Στην πραγματικότητα, η αγάπη τους είναι ένας «εγωισμός για δύο»· πρόκειται σε αυτές τις περιπτώσεις για δύο ανθρώπους οι οποίοι ταυτίζονται μεταξύ τους και λύνουν το πρόβλημα της πρότερης απομόνωσής τους αναδιπλασιάζοντας και διογκώνοντας την ατομικότητά τους. Βιώνουν έτσι την υπέρβαση της μοναξιάς τους, κι όμως, από τη στιγμή που είναι αποκομμένοι από όλη την υπόλοιπη ανθρωπότητα, παραμένουν και αποκομμένοι ο ένας από τον άλλο και αποξενωμένοι ο καθένας τους από τον ίδιο του τον εαυτό. Επομένως, η εμπειρία υπέρβασης της μοναξιάς δεν είναι για αυτούς τίποτε περισσότερο από μία αυταπάτη. Η ερωτική αγάπη είναι αποκλειστική, όμως στο πρόσωπο του άλλου ανθρώπου αγαπά ολόκληρη την ανθρωπότητα και όλα όσα είναι ζωντανά. Είναι αποκλειστική μόνο από την άποψη της σωματικής ένωσης και της πλήρους δέσμευσης για συντροφικότητα σε όλους τους τομείς της ζωής – αλλά όχι και από την άποψη της βαθιάς αδελφικής αγάπης.
Η ερωτική αγάπη, αν είναι πράγματι αγάπη, έχει μία προϋπόθεση: ότι αγαπώ από την ουσία της ύπαρξής μου – και γνωρίζω το άλλο άτομο στην ουσία της δικής του ύπαρξης. Στη βαθύτερη ουσία τους, όλες οι ανθρώπινες υπάρξεις είναι ίδιες. Είμαστε όλοι μέρος του Ενός· είμαστε όλοι Ένα. Και από τη στιγμή που ισχύει αυτό, δεν θα έπρεπε να έχει σημασία ποιον αγαπάμε. Η αγάπη θα έπρεπε να είναι ουσιαστικά μία πράξη βούλησης, μία ενεργητική απόφαση να δεσμεύσω απόλυτα τη ζωή μου με τη ζωή ενός άλλου προσώπου. Αυτή είναι στην πραγματικότητα η αιτιολόγηση της ιδέας σχετικά με το αδιάλυτο του γάμου, όπως τη συναντάμε σε πολλές μορφές παραδοσιακών γάμων όπου οι σύζυγοι δεν επιλέγουν ο ένας τον άλλο, αλλά επιλέγονται ο ένας για τον άλλο — και παρ όλα αυτά, υπάρχει η προσδοκία ότι θα αγαπιούνται μεταξύ τους. Στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, αυτή η ιδέα ακούγεται ολότελα λανθασμένη. Η αγάπη υποτίθεται πως πρέπει να προέρχεται από μία αυθόρμητη, συναισθηματική αντίδραση από την αιφνίδια επέλαση ενός ακαταμάχητου συναισθήματος. Από αυτή τη σκοπιά, δεν βλέπει κανείς παρά μόνο τις ατομικές ιδιαιτερότητες των δύο εμπλεκόμενων ανθρώπων -και όχι το γεγονός πως όλοι οι άντρες είναι μέρος του Αδάμ και όλες οι γυναίκες μέρος της Εύας. Παραβλέπει έτσι έναν σημαντικό παράγοντα για την ερωτική αγάπη, τον παράγοντα της θέλησης. Το να αγαπάς κάποιον δεν είναι απλώς και μόνο ένα δυνατό αίσθημα, είναι μία απόφαση, μία κρίση και μία υπόσχεση. Αν η αγάπη ήταν απλώς ένα συναίσθημα, δεν θα υπήρχε καμία βάση για να στηριχτεί η υπόσχεση πως δύο άνθρωποι θα αγαπιούνται για πάντα. Ένα συναίσθημα είναι κάτι που όπως έρχεται μπορεί και να παρέλθει. Πώς μπορώ να προδικάσω ότι θα διατηρηθεί για πάντα, αν η ενέργειά μου δεν περιλαμβάνει κρίση και απόφαση;
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις θέσεις, μπορεί κανείς να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αγάπη είναι αποκλειστικά μία πράξη θέλησης και δέσμευσης, και πως για αυτόν ακριβώς το λόγο δεν έχει στην ουσία καμία σημασία ποια είναι τα δύο άτομα που αγαπιούνται. Ανεξάρτητα από το αν ο γάμος κανονίστηκε από άλλους ή ήταν επιλογή των ίδιων των ατόμων που παντρεύτηκαν, από τη στιγμή που είναι πια γεγονός, η ίδια η ανθρώπινη θέληση ως δράση θα πρέπει να εγγυηθεί τη μονιμότητα της αγάπης. Αυτή η άποψη μοιάζει όμως να αγνοεί τον παράδοξο χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης και της ερωτικής αγάπης. Όλοι είμαστε Ένα – αλλά παρ’ όλα αυτά ο καθένας από μας είναι μία μοναδική, ανεπανάληπτη οντότητα. Το ίδιο αυτό παράδοξο επαναλαμβάνεται και στις σχέσεις μας με τους άλλους. Στο βαθμό που όλοι είμαστε ένα, μπορούμε να αγαπάμε τους πάντες με τον ίδιο τρόπο, με την έννοια της αδελφικής αγάπης. Αλλά στο βαθμό που είμαστε όλοι μας διαφορετικοί μεταξύ μας, η ερωτική αγάπη απαιτεί κάποια ιδιαίτερα, αυστηρά ατομικά στοιχεία τα οποία υπάρχουν ανάμεσα σε μερικούς ανθρώπους, αλλά όχι ανάμεσα σε όλους.
Τότε και οι δύο αυτές οπτικές γωνίες, δηλαδή από τη μία πως η ερωτική αγάπη είναι μία εντελώς ατομική έλξη, η οποία μπορεί να υπάρξει μόνο ανάμεσα σε δύο συγκεκριμένα κάθε φορά πρόσωπα, και από την άλλη πως η ερωτική αγάπη δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία πράξη θέλησης, είναι σωστές- ή, για να το θέσω ίσως πιο ορθά, η αλήθεια δεν βρίσκεται ούτε αποκλειστικά στη μία ούτε αποκλειστικά στην άλλη. Για αυτόν το λόγο, η ιδέα ότι μία σχέση μπορεί να διαλυθεί με ευκολία, επειδή κάποιος από τους εμπλεκόμενους τη θεωρεί αποτυχημένη είναι εξίσου λανθασμένη με την ιδέα ότι μία σχέση δεν πρέπει να διαλύεται ποτέ, όποιες και αν είναι οι συνθήκες.
Η σεξουαλική επιθυμία στοχεύει στην ένωση – και σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται μόνο για σωματική επιθυμία, για ανακούφιση από μία οδυνηρή ένταση. ‘Όμως η σεξουαλική επιθυμία μπορεί να προκληθεί από την αγωνία της μοναξιάς, από τον πόθο να αλώσεις ή vα αλωθείς ο ίδιος, από ματαιοδοξία από την επιθυμία να πληγώσεις, ακόμη και να καταστρέφεις όπως μπορεί επίσης να προβληθεί από την αγάπη. Φαίνεται πως η σεξουαλική επιθυμία εύκολα μπορεί να προκληθεί ή να αναμειχθεί με οποιαδήποτε έντονη συναισθηματική φόρτιση και μία τέτοια είναι και η αγάπη. Επειδή στη σκέψη των περισσότερων ανθρώπων η σεξουαλική επιθυμία είναι συνδεδεμένη με την ιδέα της αγάπης, εύκολα παρασύρονται στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι αγαπιούνται κάθε φορά που επιθυμούν σεξουαλικά ο ένας τον άλλο. Η αγάπη μπορεί να εμπνεύσει τη σεξουαλική επιθυμία για ένωση σε αυτή την περίπτωση λείπει εντελώς από τη σωματική επαφή η απληστία, ο πόθος να κατακτήσεις ή να κατακτηθείς, και υπάρχει μόνο τρυφερότητα Αν η επιθυμία για σεξουαλική ένωση δεν παρακινείται από την αγάπη, αν η ερωτική αγάπη δεν είναι και αδελφική αγάπη επίσης, τότε δεν μπορεί ποτέ vα οδηγήσει σε αληθινή ένωση, σε κάτι περισσότερο από μία οργιαστική, παροδική απόλαυση. Η σεξουαλική έλξη δημιουργεί για μία στιγμή την αυταπάτη της ένωσης, αν όμως απουσιάζει η αγάπη, αυτό που τελικά απομένει δεν είναι παρά δύο ξένοι, τόσο ξένοι μεταξύ τους όσο ήταν και πριν. Μερικές φορές μάλιστα ντρέπονται ο ένας τον άλλο μετά, ή ακόμη και μισιούνται, επειδή, όταν πλέον η αυταπάτη έχει εξανεμιστεί, βιώνουν ακόμη πιο έντονη απ’ ό,τι πριν την αποξένωσή τους. Η τρυφερότητα δεν είναι σε καμία περίπτωση, όπως πίστευε ο Φρόιντ, μία εξιδανίκευση του σεξουαλικού ενστίκτου· είναι η άμεση κατάληξη της αδελφικής αγάπης και υπάρχει εξίσου στις σωματικές όσο και στις μη σωματικές μορφές αγάπης.
Erich Fromm, Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου