Η Γλώσσα ως πηγή της σκέψης
Ποια σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στη σκέψη και τη γλώσσα; Το ερώτημα δεν επιδέχεται μονοσήμαντες απαντήσεις. Μια κοινή εκτίμηση είναι ότι η γλώσσα αποτελεί μέσο, όργανο εξωτερίκευσης της σκέψης. Γενικώς, η γλώσσα συνιστά μια (υλική) πραγματικότητα, ας πούμε οι ήχοι, και γίνεται αποδεκτή ως τέτοια. Η σκέψη είναι μια ιδιαίτερη δραστηριότητα του ανθρώπινου υποκείμενου ως νοήμονος όντος. Τα ζώα δεν έχουν σκέψη. Η εν λόγω σκεπτική δραστηριότητα γίνεται κάθε φορά αισθητή από τα συγκεκριμένα περιεχόμενα της σκέψης που υλοποιεί το ανθρώπινο άτομο στην επαφή του με τα άλλα άτομα. Αυτά τα περιεχόμενα και αυτή η δραστηριότητα τι κοινό έχουν με τη γλώσσα; Κατά κύριο λόγο έχουν ως κοινό στοιχείο τον λόγο ως λέγειν και ως λογική, δηλαδή σκέψη. Ο λόγος, με τις προηγούμενες κατανοήσεις που του αποδίδουμε, βεβαιώνει ότι δεν μπορεί να υπάρχει το λέγειν χωρίς να υπάρχει λογική, σκέψη, ως συγκροτημένο νόημα. Αυτό υποδηλώνει ότι δεν μπορεί να φανταστεί κανείς την ύπαρξη ή την παραγωγή σκέψης χωρίς τη γλώσσα και τη γλώσσα χωρίς τη σκέψη.
Σύμφωνα με τον Χέγκελ, τα περιεχόμενα της γλώσσας απηχούν τη νοηματική ανάπτυξη του λόγου ως πραγμάτωση του Λογικού–Είναι μας. Ανάμεσα στο συγκεκριμένο τούτο Είναι και στη γλώσσα υπάρχει ενδοσυνάφεια, αλληλοτροφοδότηση και διαλεκτική ενότητα: η γλώσσα είναι η ιδιαίτερη περιοχή του ανθρώπου, όπου κατατίθενται και εγκαθίστανται οι νοητικές μορφές, δηλαδή η σκέψη ως αδιάπτωτος αναπροσδιορισμός του ανθρώπινου όντος ως πνευματικού όντος. Το πεδίο της γλώσσας, κατά τον Χάιντεγκερ, δεν συνυφαίνεται απλώς με την έκφραση ή το ομιλείν του ανθρώπου, αλλά αποτελεί την κατ’ εξοχήν οντολογική του συνθήκη. Γράφει σχετικά ο φιλόσοφος: «Ο άνθρωπος μιλάει. Μιλάμε, όταν είμαστε άγρυπνοι και όταν ονειρευόμαστε. Πάντοτε μιλάμε· ακόμη κι όταν δεν προφέρουμε καμιά λέξη δυνατά, αλλά απλώς ακούμε ή διαβάζουμε, ακόμη κι όταν δεν ακούμε μόνο ή διαβάζουμε, αλλά επιδιδόμαστε σε μια εργασία ή αναπαυόμαστε. Μιλάμε συνεχώς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μιλάμε, επειδή η ομιλία είναι κάτι φυσικό σε μας. Αυτό δεν προκύπτει αρχικά από μια ιδιαίτερη βούληση. Λένε ότι ο άνθρωπος έχει τη γλώσσα εκ φύσεως. Ισχύει η θεωρία ότι ο άνθρωπος, σε διάκριση από τα φυτά και τα ζώα, είναι το έμβιο ον που κατέχει την ικανότητα της ομιλίας. Ετούτη η πρόταση δεν σημαίνει απλώς ότι ο άνθρωπος, μαζί με άλλες ικανότητες, έχει και την ικανότητα της ομιλίας. Αυτή θέλει να πει πως η γλώσσα μόνο καθιστά τον άνθρωπο ικανό, να είναι εκείνο το έμβιο ον που υπάρχει ως άνθρωπος» ( Unterwegs zur Sprache, 11). Γενικώς ειπείν, η ενιαιότητα σκέψης και γλώσσας αποτελεί τη βάση, το θεμέλιο, πάνω στο οποίο ο άνθρωπος ομιλεί και συν-ομιλεί για το νόημα και την αλήθεια του πεπρωμένου του ως ανθρώπινης υποκειμενικότητας ή, κατά Χάιντεγκερ, ως της υποκειμενότητας.
Ποια σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στη σκέψη και τη γλώσσα; Το ερώτημα δεν επιδέχεται μονοσήμαντες απαντήσεις. Μια κοινή εκτίμηση είναι ότι η γλώσσα αποτελεί μέσο, όργανο εξωτερίκευσης της σκέψης. Γενικώς, η γλώσσα συνιστά μια (υλική) πραγματικότητα, ας πούμε οι ήχοι, και γίνεται αποδεκτή ως τέτοια. Η σκέψη είναι μια ιδιαίτερη δραστηριότητα του ανθρώπινου υποκείμενου ως νοήμονος όντος. Τα ζώα δεν έχουν σκέψη. Η εν λόγω σκεπτική δραστηριότητα γίνεται κάθε φορά αισθητή από τα συγκεκριμένα περιεχόμενα της σκέψης που υλοποιεί το ανθρώπινο άτομο στην επαφή του με τα άλλα άτομα. Αυτά τα περιεχόμενα και αυτή η δραστηριότητα τι κοινό έχουν με τη γλώσσα; Κατά κύριο λόγο έχουν ως κοινό στοιχείο τον λόγο ως λέγειν και ως λογική, δηλαδή σκέψη. Ο λόγος, με τις προηγούμενες κατανοήσεις που του αποδίδουμε, βεβαιώνει ότι δεν μπορεί να υπάρχει το λέγειν χωρίς να υπάρχει λογική, σκέψη, ως συγκροτημένο νόημα. Αυτό υποδηλώνει ότι δεν μπορεί να φανταστεί κανείς την ύπαρξη ή την παραγωγή σκέψης χωρίς τη γλώσσα και τη γλώσσα χωρίς τη σκέψη.
Σύμφωνα με τον Χέγκελ, τα περιεχόμενα της γλώσσας απηχούν τη νοηματική ανάπτυξη του λόγου ως πραγμάτωση του Λογικού–Είναι μας. Ανάμεσα στο συγκεκριμένο τούτο Είναι και στη γλώσσα υπάρχει ενδοσυνάφεια, αλληλοτροφοδότηση και διαλεκτική ενότητα: η γλώσσα είναι η ιδιαίτερη περιοχή του ανθρώπου, όπου κατατίθενται και εγκαθίστανται οι νοητικές μορφές, δηλαδή η σκέψη ως αδιάπτωτος αναπροσδιορισμός του ανθρώπινου όντος ως πνευματικού όντος. Το πεδίο της γλώσσας, κατά τον Χάιντεγκερ, δεν συνυφαίνεται απλώς με την έκφραση ή το ομιλείν του ανθρώπου, αλλά αποτελεί την κατ’ εξοχήν οντολογική του συνθήκη. Γράφει σχετικά ο φιλόσοφος: «Ο άνθρωπος μιλάει. Μιλάμε, όταν είμαστε άγρυπνοι και όταν ονειρευόμαστε. Πάντοτε μιλάμε· ακόμη κι όταν δεν προφέρουμε καμιά λέξη δυνατά, αλλά απλώς ακούμε ή διαβάζουμε, ακόμη κι όταν δεν ακούμε μόνο ή διαβάζουμε, αλλά επιδιδόμαστε σε μια εργασία ή αναπαυόμαστε. Μιλάμε συνεχώς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μιλάμε, επειδή η ομιλία είναι κάτι φυσικό σε μας. Αυτό δεν προκύπτει αρχικά από μια ιδιαίτερη βούληση. Λένε ότι ο άνθρωπος έχει τη γλώσσα εκ φύσεως. Ισχύει η θεωρία ότι ο άνθρωπος, σε διάκριση από τα φυτά και τα ζώα, είναι το έμβιο ον που κατέχει την ικανότητα της ομιλίας. Ετούτη η πρόταση δεν σημαίνει απλώς ότι ο άνθρωπος, μαζί με άλλες ικανότητες, έχει και την ικανότητα της ομιλίας. Αυτή θέλει να πει πως η γλώσσα μόνο καθιστά τον άνθρωπο ικανό, να είναι εκείνο το έμβιο ον που υπάρχει ως άνθρωπος» ( Unterwegs zur Sprache, 11). Γενικώς ειπείν, η ενιαιότητα σκέψης και γλώσσας αποτελεί τη βάση, το θεμέλιο, πάνω στο οποίο ο άνθρωπος ομιλεί και συν-ομιλεί για το νόημα και την αλήθεια του πεπρωμένου του ως ανθρώπινης υποκειμενικότητας ή, κατά Χάιντεγκερ, ως της υποκειμενότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου