Για τους περισσότερους ανθρώπους, ο γάμος πρόκειται για μια ευχάριστη και δοτική εμπειρία. Ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε ζευγάρια που είναι βαθύτατα δυσαρεστημένα με τον γάμο τους, αλλά παρόλα αυτά μένουν μαζί. Οπωσδήποτε θα υπάρχουν κάποιοι λόγοι που αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι δεν απελευθερώνονται, δε λήγουν τη σχέση τους και δεν προχωρούν με τις ζωές τους. Αλλά οι ψυχολόγοι ακόμα προσπαθούν να κατανοήσουν το γιατί κάποια δυστυχισμένα ζευγάρια χωρίζουν, ενώ άλλα συνεχίζουν να μένουν μαζί.
Η επιστήμη των σχέσεων χαρακτηρίζεται κυρίως από τη θεωρία της αλληλεξάρτησης, που αναπτύχθηκε από τους κοινωνικούς ψυχολόγους Harold Kelley και John Thibaut πριν από μισό περίπου αιώνα. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, ο κάθε σύντροφος αξιολογεί την ικανοποίηση από τη σχέση του, υπολογίζοντας τόσο το κόστος, όσο και το όφελος. Όσο τα αντιλαμβανόμενα οφέλη υπερβαίνουν το κόστος, είμαστε ευτυχισμένοι μέσα στη σχέση μας.
Επιπροσθέτως, χρειάζεται να έχουμε υπόψη μας ότι οι σχέσεις δεν αποτελούν παιχνίδια μηδενικού αθροίσματος. Αν εγώ έχω μόνο μήλα και εσείς μόνο πορτοκάλια, το ένα από τα μήλα μου αξίζει πολύ περισσότερο για εσάς απ’ ότι σε εμένα και το αντίθετο συμβαίνει για μένα με τα πορτοκάλια σας. Με τον ίδιο τρόπο, δίνουμε στο σύντροφό μας αυτό που θέλει και ως αντάλλαγμα εκείνος ικανοποιεί τις ανάγκες μας. Αν διαπραγματευτούμε σοφά αυτές τις ανταλλαγές, και οι δύο θα νιώσουμε ότι έχουμε αποκτήσει περισσότερα απ’ όσα έχουμε δώσει.
Η ικανοποίηση από μια σχέση συχνά οδηγεί στην αφοσίωση, σύμφωνα με την θεωρία της αλληλεξάρτησης. Πιο συγκεκριμένα, οι σύντροφοι νιώθουν δεσμευμένοι και αφοσιωμένοι στη σχέση τους υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
• Έχουν ήδη επενδύσει πολλά στη σχέση και αυτό τους δίνει την αίσθηση ότι ο γάμος τους έχει κάποια αξία.
• Δεν βλέπουν καμία άλλη βιώσιμη εναλλακτική, που να είναι καλύτερη από την τρέχουσα σχέση τους.
• Προς το παρόν νιώθουν ικανοποιημένοι με τη σχέση τους.
Η ικανοποίηση από μια σχέση εξαρτάται από την αντίληψη ενός πλέγματος οφελών, αλλά πιο πρόσφατα οι ερευνητές έχουν επίσης αρχίσει να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο των προσωπικών κριτηρίων (standards). Στον σύγχρονο Δυτικό πολιτισμό, οι άνθρωποι επιθυμούμε οι σύντροφοί μας να εκπληρώνουν το ιδανικό της αδελφής μας ψυχής, του άλλου μας μισού, πλήρως εναρμονισμένου με τις ανάγκες μας. Θέλουμε να είναι και εραστές αλλά και φίλοι μας.
Δε βλέπουν όλες οι κοινωνίες τις ερωτικές σχέσεις με τον ίδιο τρόπο. Για παράδειγμα, οι Γιαπωνέζες συχνά λένε ότι θέλουν ο σύζυγός τους να είναι «υγιής και εκτός σπιτιού». Όσο εκείνος φέρνει τα χρήματα κάθε μέρα στο σπίτι, δεν νοιάζονται και τόσο για το τι κάνουν εκτός αυτού. Και εκείνες θέλουν την ελευθερία τους χωρίς την ανάμιξη του συζύγου. Και όταν ο γάμος κανονίζεται από τους γονείς, θεωρείται περισσότερο ως μια αυστηρά οικονομική σχέση, παρά ένα ζήτημα καρδιάς.
Στο ίδιο πνεύμα, τα ζευγάρια των δυσλειτουργικών σχέσεων μπορεί να μένουν μαζί απλά επειδή τα στάνταρ τους είναι χαμηλά. Για παράδειγμα, αν είχατε μεγαλώσει σε μια οικογένεια, όπου η κακοποίηση και η παραμέληση αποτελούσαν τη νόρμα, ίσως να υποθέτατε ότι όλες οι σχέσεις λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Κι αν είχατε χαμηλή αυτοεκτίμηση, ίσως να θεωρούσατε ότι αξίζετε αυτό το είδος κακομεταχείρισης από το/τη σύντροφό σας.
Υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ζευγάρια είναι πραγματικά δυσαρεστημένα με τις σχέσεις τους και όμως παραμένουν σε αυτές. Η εξήγηση αυτής της κατάστασης είναι ένα πρόβλημα όμως για την θεωρία της αλληλεξάρτησης με την τρέχουσα μορφή της. Σε ένα πρόσφατο άρθρο, ο ψυχολόγος Levi Baker και οι συνεργάτες του μας άνοιξαν ένα νέο δρόμο προς την κατανόηση του κινήτρου που κρύβεται πίσω από τη διατήρηση μιας δυστυχισμένης σχέσης.
Συγκεκριμένα, οι ψυχολόγοι εδώ τονίζουν ότι ακόμα και οι καλύτερες σχέσεις έχουν κάποιες δυσκολίες. Η αλλαγή καριέρας, μια αρρώστια, ακόμα και η γέννηση ενός μωρού μπορεί να αποτελέσουν στρεσογόνους παράγοντες σε μια σχέση, οι οποίοι θα μειώσουν το επίπεδο ικανοποίησης και για τα δύο μέρη. Κι όμως, το ζευγάρι θα παραμείνει αφοσιωμένο στη σχέση, αποφασισμένο να ξεπεράσει την κάθε δυσκολία.
Σύμφωνα με αυτούς τους ερευνητές, η αφοσίωση δε βασίζεται στο τρέχον επίπεδο ικανοποίησης από τη σχέση, όπως προβλέπει η θεωρία αλληλεξάρτησης. Εξαρτάται από την προσδοκώμενη ικανοποίηση που ο/η σύντροφος θα λάβει στο μέλλον. Με άλλα λόγια, τα άτομα που παραμένουν δεσμευμένα, το κάνουν επειδή πιστεύουν ότι η ποιότητα της σχέσης τους θα βελτιωθεί με τον καιρό. Επομένως, μένουμε σε μια σχέση επειδή ελπίζουμε σε μια καλύτερη μελλοντική σχέση, αφού οι δυσκολίες περάσουν.
Απ’ αυτή την άποψη, το τρέχον επίπεδο ικανοποίησης δεν μπορεί να αντιπροσωπεύσει τον λόγο της δέσμευσης και της αφοσίωσης στη σχέση. Αλλά μάλλον υποδεικνύει το αν υπάρχουν προβλήματα που πρέπει να αναγνωριστούν. Εκείνο το δυσάρεστο συναίσθημα μας λέει ότι πρέπει να δουλέψουμε περισσότερο για τη σχέση μας και όχι απλά να βρούμε τρόπο να φύγουμε από αυτή. Και αυτή η ενασχόληση με τη βελτίωσή της είναι που θα ενισχύσει και τις θετικές προσδοκίες για μελλοντική ευτυχία, που με τη σειρά της θα αυξήσει το βαθμό αφοσίωσης.
Από την άλλη πλευρά, πρέπει να εξετάσουμε το θέμα και πέρα από το δυτικό αυτό πρότυπο της ιδανικής ένωσης με το άλλο μας μισό, πάνω στην οποία δουλεύουμε. Ο γάμος και η συμβίωση παραμένουν ακόμα βασικές οικονομικές συμφωνίες για την ανατροφή μιας οικογένειας. Τέτοια ζευγάρια βρίσκουν λύσεις όπως ξεχωριστά υπνοδωμάτια και τραπεζικούς λογαριασμούς, επειδή θεωρούν οτι η επιλογή του διαζυγίου και ο διαχωρισμός των παιδιών ανάμεσα σε δύο σπίτια είναι το χειρότερο σενάριο.
Οι θρησκευτικές στάσεις σχετικά με το διαζύγιο παίζουν επίσης έναν σημαντικό ρόλο. Αν χωρίσω, η θρησκευτική μου κοινότητα μπορεί να με αποκλείσει, ίσως χάσω την κοινωνική στήριξη από τους συνανθρώπους μου. Ή θα νιώθω τόσες τύψεις και ενοχές με την πράξη μου, που δεν θα μπορώ να ζω έτσι. Και πάλι εδώ, η απόφαση δε βασίζεται στις παρούσες συνθήκες, αλλά περισσότερο στο τι αναμένεται να συμβεί στο μέλλον.
Μόλις γίνει ξεκάθαρο ότι δεν θα είναι ευτυχισμένοι για πάντα μέσα σε μια σχέση, οι άνθρωποι αξιολογούν τις προοπτικές τους για το μέλλον. Αν πιστέψουν ότι θα βρουν κάτι καλύτερο, μάλλον θα φύγουν από μια δυστυχισμένη σχέση. Ίσως αυτός να είναι κι ο λόγος που τα νεαρά ζευγάρια χωρίζουν πιο εύκολα· νιώθουν ότι εκεί έξω υπάρχουν ακόμα πολλές ευκαιρίες.
Όμως όταν οι άνθρωποι δεν οραματίζονται κάποιο εναλλακτικό ιδανικότερο σενάριο, παραμένουν σε μια δυστυχισμένη κατάσταση και προσπαθούν να βρουν τα καλά μέσα από αυτή ή δουλεύοντας πάνω σε αυτή. Αυτά τα ζευγάρια βρίσκουν τρόπους να αμβλύνουν τις διαμάχες και τις συγκρούσεις μεταξύ τους. Μπορεί να λαμβάνουν λίγη ικανοποίηση και χαρά από τη σχέση τους, αλλά δεν περιμένουν και κάτι άλλο. Και αρκετοί, ίσως οι περισσότεροι, λαμβάνουν αρκετή χαρά και ικανοποίηση από τις φιλίες τους ή από άλλες δραστηριότητες στη ζωή.
Η επιστήμη των σχέσεων χαρακτηρίζεται κυρίως από τη θεωρία της αλληλεξάρτησης, που αναπτύχθηκε από τους κοινωνικούς ψυχολόγους Harold Kelley και John Thibaut πριν από μισό περίπου αιώνα. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, ο κάθε σύντροφος αξιολογεί την ικανοποίηση από τη σχέση του, υπολογίζοντας τόσο το κόστος, όσο και το όφελος. Όσο τα αντιλαμβανόμενα οφέλη υπερβαίνουν το κόστος, είμαστε ευτυχισμένοι μέσα στη σχέση μας.
Επιπροσθέτως, χρειάζεται να έχουμε υπόψη μας ότι οι σχέσεις δεν αποτελούν παιχνίδια μηδενικού αθροίσματος. Αν εγώ έχω μόνο μήλα και εσείς μόνο πορτοκάλια, το ένα από τα μήλα μου αξίζει πολύ περισσότερο για εσάς απ’ ότι σε εμένα και το αντίθετο συμβαίνει για μένα με τα πορτοκάλια σας. Με τον ίδιο τρόπο, δίνουμε στο σύντροφό μας αυτό που θέλει και ως αντάλλαγμα εκείνος ικανοποιεί τις ανάγκες μας. Αν διαπραγματευτούμε σοφά αυτές τις ανταλλαγές, και οι δύο θα νιώσουμε ότι έχουμε αποκτήσει περισσότερα απ’ όσα έχουμε δώσει.
Η ικανοποίηση από μια σχέση συχνά οδηγεί στην αφοσίωση, σύμφωνα με την θεωρία της αλληλεξάρτησης. Πιο συγκεκριμένα, οι σύντροφοι νιώθουν δεσμευμένοι και αφοσιωμένοι στη σχέση τους υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
• Έχουν ήδη επενδύσει πολλά στη σχέση και αυτό τους δίνει την αίσθηση ότι ο γάμος τους έχει κάποια αξία.
• Δεν βλέπουν καμία άλλη βιώσιμη εναλλακτική, που να είναι καλύτερη από την τρέχουσα σχέση τους.
• Προς το παρόν νιώθουν ικανοποιημένοι με τη σχέση τους.
Η ικανοποίηση από μια σχέση εξαρτάται από την αντίληψη ενός πλέγματος οφελών, αλλά πιο πρόσφατα οι ερευνητές έχουν επίσης αρχίσει να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο των προσωπικών κριτηρίων (standards). Στον σύγχρονο Δυτικό πολιτισμό, οι άνθρωποι επιθυμούμε οι σύντροφοί μας να εκπληρώνουν το ιδανικό της αδελφής μας ψυχής, του άλλου μας μισού, πλήρως εναρμονισμένου με τις ανάγκες μας. Θέλουμε να είναι και εραστές αλλά και φίλοι μας.
Δε βλέπουν όλες οι κοινωνίες τις ερωτικές σχέσεις με τον ίδιο τρόπο. Για παράδειγμα, οι Γιαπωνέζες συχνά λένε ότι θέλουν ο σύζυγός τους να είναι «υγιής και εκτός σπιτιού». Όσο εκείνος φέρνει τα χρήματα κάθε μέρα στο σπίτι, δεν νοιάζονται και τόσο για το τι κάνουν εκτός αυτού. Και εκείνες θέλουν την ελευθερία τους χωρίς την ανάμιξη του συζύγου. Και όταν ο γάμος κανονίζεται από τους γονείς, θεωρείται περισσότερο ως μια αυστηρά οικονομική σχέση, παρά ένα ζήτημα καρδιάς.
Στο ίδιο πνεύμα, τα ζευγάρια των δυσλειτουργικών σχέσεων μπορεί να μένουν μαζί απλά επειδή τα στάνταρ τους είναι χαμηλά. Για παράδειγμα, αν είχατε μεγαλώσει σε μια οικογένεια, όπου η κακοποίηση και η παραμέληση αποτελούσαν τη νόρμα, ίσως να υποθέτατε ότι όλες οι σχέσεις λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Κι αν είχατε χαμηλή αυτοεκτίμηση, ίσως να θεωρούσατε ότι αξίζετε αυτό το είδος κακομεταχείρισης από το/τη σύντροφό σας.
Υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ζευγάρια είναι πραγματικά δυσαρεστημένα με τις σχέσεις τους και όμως παραμένουν σε αυτές. Η εξήγηση αυτής της κατάστασης είναι ένα πρόβλημα όμως για την θεωρία της αλληλεξάρτησης με την τρέχουσα μορφή της. Σε ένα πρόσφατο άρθρο, ο ψυχολόγος Levi Baker και οι συνεργάτες του μας άνοιξαν ένα νέο δρόμο προς την κατανόηση του κινήτρου που κρύβεται πίσω από τη διατήρηση μιας δυστυχισμένης σχέσης.
Συγκεκριμένα, οι ψυχολόγοι εδώ τονίζουν ότι ακόμα και οι καλύτερες σχέσεις έχουν κάποιες δυσκολίες. Η αλλαγή καριέρας, μια αρρώστια, ακόμα και η γέννηση ενός μωρού μπορεί να αποτελέσουν στρεσογόνους παράγοντες σε μια σχέση, οι οποίοι θα μειώσουν το επίπεδο ικανοποίησης και για τα δύο μέρη. Κι όμως, το ζευγάρι θα παραμείνει αφοσιωμένο στη σχέση, αποφασισμένο να ξεπεράσει την κάθε δυσκολία.
Σύμφωνα με αυτούς τους ερευνητές, η αφοσίωση δε βασίζεται στο τρέχον επίπεδο ικανοποίησης από τη σχέση, όπως προβλέπει η θεωρία αλληλεξάρτησης. Εξαρτάται από την προσδοκώμενη ικανοποίηση που ο/η σύντροφος θα λάβει στο μέλλον. Με άλλα λόγια, τα άτομα που παραμένουν δεσμευμένα, το κάνουν επειδή πιστεύουν ότι η ποιότητα της σχέσης τους θα βελτιωθεί με τον καιρό. Επομένως, μένουμε σε μια σχέση επειδή ελπίζουμε σε μια καλύτερη μελλοντική σχέση, αφού οι δυσκολίες περάσουν.
Απ’ αυτή την άποψη, το τρέχον επίπεδο ικανοποίησης δεν μπορεί να αντιπροσωπεύσει τον λόγο της δέσμευσης και της αφοσίωσης στη σχέση. Αλλά μάλλον υποδεικνύει το αν υπάρχουν προβλήματα που πρέπει να αναγνωριστούν. Εκείνο το δυσάρεστο συναίσθημα μας λέει ότι πρέπει να δουλέψουμε περισσότερο για τη σχέση μας και όχι απλά να βρούμε τρόπο να φύγουμε από αυτή. Και αυτή η ενασχόληση με τη βελτίωσή της είναι που θα ενισχύσει και τις θετικές προσδοκίες για μελλοντική ευτυχία, που με τη σειρά της θα αυξήσει το βαθμό αφοσίωσης.
Από την άλλη πλευρά, πρέπει να εξετάσουμε το θέμα και πέρα από το δυτικό αυτό πρότυπο της ιδανικής ένωσης με το άλλο μας μισό, πάνω στην οποία δουλεύουμε. Ο γάμος και η συμβίωση παραμένουν ακόμα βασικές οικονομικές συμφωνίες για την ανατροφή μιας οικογένειας. Τέτοια ζευγάρια βρίσκουν λύσεις όπως ξεχωριστά υπνοδωμάτια και τραπεζικούς λογαριασμούς, επειδή θεωρούν οτι η επιλογή του διαζυγίου και ο διαχωρισμός των παιδιών ανάμεσα σε δύο σπίτια είναι το χειρότερο σενάριο.
Οι θρησκευτικές στάσεις σχετικά με το διαζύγιο παίζουν επίσης έναν σημαντικό ρόλο. Αν χωρίσω, η θρησκευτική μου κοινότητα μπορεί να με αποκλείσει, ίσως χάσω την κοινωνική στήριξη από τους συνανθρώπους μου. Ή θα νιώθω τόσες τύψεις και ενοχές με την πράξη μου, που δεν θα μπορώ να ζω έτσι. Και πάλι εδώ, η απόφαση δε βασίζεται στις παρούσες συνθήκες, αλλά περισσότερο στο τι αναμένεται να συμβεί στο μέλλον.
Μόλις γίνει ξεκάθαρο ότι δεν θα είναι ευτυχισμένοι για πάντα μέσα σε μια σχέση, οι άνθρωποι αξιολογούν τις προοπτικές τους για το μέλλον. Αν πιστέψουν ότι θα βρουν κάτι καλύτερο, μάλλον θα φύγουν από μια δυστυχισμένη σχέση. Ίσως αυτός να είναι κι ο λόγος που τα νεαρά ζευγάρια χωρίζουν πιο εύκολα· νιώθουν ότι εκεί έξω υπάρχουν ακόμα πολλές ευκαιρίες.
Όμως όταν οι άνθρωποι δεν οραματίζονται κάποιο εναλλακτικό ιδανικότερο σενάριο, παραμένουν σε μια δυστυχισμένη κατάσταση και προσπαθούν να βρουν τα καλά μέσα από αυτή ή δουλεύοντας πάνω σε αυτή. Αυτά τα ζευγάρια βρίσκουν τρόπους να αμβλύνουν τις διαμάχες και τις συγκρούσεις μεταξύ τους. Μπορεί να λαμβάνουν λίγη ικανοποίηση και χαρά από τη σχέση τους, αλλά δεν περιμένουν και κάτι άλλο. Και αρκετοί, ίσως οι περισσότεροι, λαμβάνουν αρκετή χαρά και ικανοποίηση από τις φιλίες τους ή από άλλες δραστηριότητες στη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου