Με ρώτησες τις προάλλες αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω τι θα άλλαζα στη ζωή μου. Δεν σου απάντησα, δεν ήξερα τι να σου απαντήσω, ούτε και τώρα ξέρω τι να σου απαντήσω για να είμαι απόλυτα ειλικρινής.
Σίγουρα η ζωή μου δεν ήταν και ούτε είναι από αυτές που βλέπεις στα illustration περιοδικά και ζηλεύεις – ακόμα και αν έδειχνε ή δείχνει έτσι, τα φαινόμενα απατούν το έχεις ακούσει αυτό, έτσι δεν είναι;
Ποτέ δεν ήταν ο δρόμος μου στρωμένος με ροδοπέταλα. Έχω παλέψει πολύ και σε προσωπικό και σε επαγγελματικό επίπεδο. Όσοι με ξέρουν, ξέρουν.
Πάντα έβρισκα παγίδες με αγκάθια μπροστά μου, κατάφερνα βέβαια να περπατάω πάνω τους παρόλο που πονούσαν αφάνταστα τα πέλματα μου από τις πληγές.
Θυμάμαι ανθρώπους να με ποδοπατούν και εγώ σιωπηλή να υπομένω τους πόνους που προκαλούσαν στο σώμα μου, τα σπασίματα που έκαναν στα κόκαλα μου.
Υπήρχαν και άλλοι που βίαζαν κατ’ επανάληψη και κατ’ εξακολούθηση την ψυχή μου χωρίς να τους καίγεται καρφί για το κακό που της κάνουν.
Κι άλλοι πάλι που τρέλαιναν το μυαλό μου και το έκαναν να βουίζει και να χάνεται σε μαύρες σκέψεις και σε λευκές νύχτες, άγρυπνο κώμα, βουή και πόνος.
Κανένας τους δε νοιάστηκε.
Αντιμετώπισα και καταστάσεις άσχημες, πρόσωπα αγαπημένα να ουρλιάζουν από πόνους και να λιώνουν, άνθρωποι δικοί μου, φίλοι αγαπημένοι να χάνονται σε μια στιγμή.
Και στη δουλειά, συνάδελφοι που ήθελαν στο πτώμα μου να πατάνε, αφεντικά που θέλανε ανάμεσα στα πόδια μου να μπούνε, βρώμα, διαφθορά, ανεργία, κοροϊδία, εκμετάλλευση οικονομικά προβλήματα, δανεικά, όλα.
Ψυχή ματωμένη και αλυσοδεμένη στον πόνο σου λέω κι ας μην της φαίνεται, και ας μη το δείχνει.
Αλήθεια όμως δεν ήξερα τις προάλλες τι να σου απαντήσω, ακόμα δεν ξέρω αν θα άλλαζα κάτι. Δεν ξέρω γιατί υπήρχαν και εκείνοι οι άλλοι άνθρωποι, εκείνοι οι λίγοι, οι ελάχιστοι, οι μετρημένοι στα δάχτυλα τους ενός χεριού μου που στα δύσκολα με έναν τρόπο μαγικό εμφανίζονταν μπροστά μου και με βοηθούσαν να μη καταρρεύσω, να μη χαθώ, να σταθώ ξανά στα πόδια μου.
Δεν έμεναν πολύ μαζί μου, μόνο τόσο όσο χρειαζόταν. Εκείνοι καθόριζαν ξέρεις το πόσο χρειαζόταν και μετά εξαφανίζονταν, τους έχανα και όταν πάλι ήμουν στα δύσκολα αυτοί εκεί, σιωπηλοί, ακοίμητοι φρουροί δίπλα μου, μαζί μου, μ΄ εμένα.
Άλλοι έμεναν πολύ, άλλοι για λίγο.
Άλλοι χάθηκαν, άλλοι ξαναγύρισαν για μια στιγμή και μόνο και ύστερα έφυγαν πάλι.
Και κάποιοι άλλοι παρότι δεν είμαστε κάθε μέρα μαζί, δεν τους βλέπω καν, δεν ξέρω που βρίσκονται, συνεχίζουν να είναι δίπλα μου, αθόρυβα και σιωπηλά. Το ξέρω ότι είναι εκεί και όταν τους χρειαστώ ενστικτωδώς θα έρθουν για να μου δώσουν πάλι το χέρι τους να σηκωθώ, να φροντίσουν τις πληγές μου, να με πάρουν αγκαλιά, να μου φιλήσουν τα μαλλιά.
Δεν ξέρω πως θες εσύ να τους ονομάσεις αυτούς τους “παρόντες απόντες” ανθρώπους της ζωής μου, αερικά ίσως, φύλακες αγγέλους μήπως, ή φίλους, αγάπες και εραστές;
Δεν ξέρω, εσύ πες τους όπως θέλεις, εγώ τους λέω μόνο με το όνομα τους γιατί ο καθένας έχει το δικό του μοναδικό όνομα, έχει σάρκα, αίμα, οστά και όνομα.
Αλήθεια σου λέω, δεν ξέρω αν μπορούσα να γυρίσω πίσω στο χρόνο αν θα άλλαζα κάτι στη ζωή μου, γιατί αν άλλαζα, αν πείραζα και το παραμικρό ίσως να μην είχα γνωρίσει πότε αυτούς τους ανθρώπους και αυτό ίσως να είχε άθελά του σημαδέψει περισσότερο τη ζωή μου απ’ όλα τ΄ άλλα που έζησα και βίωσα, απ’ όλα εκείνα που θα ζήσω και θα βιώσω.
Σίγουρα η ζωή μου δεν ήταν και ούτε είναι από αυτές που βλέπεις στα illustration περιοδικά και ζηλεύεις – ακόμα και αν έδειχνε ή δείχνει έτσι, τα φαινόμενα απατούν το έχεις ακούσει αυτό, έτσι δεν είναι;
Ποτέ δεν ήταν ο δρόμος μου στρωμένος με ροδοπέταλα. Έχω παλέψει πολύ και σε προσωπικό και σε επαγγελματικό επίπεδο. Όσοι με ξέρουν, ξέρουν.
Πάντα έβρισκα παγίδες με αγκάθια μπροστά μου, κατάφερνα βέβαια να περπατάω πάνω τους παρόλο που πονούσαν αφάνταστα τα πέλματα μου από τις πληγές.
Θυμάμαι ανθρώπους να με ποδοπατούν και εγώ σιωπηλή να υπομένω τους πόνους που προκαλούσαν στο σώμα μου, τα σπασίματα που έκαναν στα κόκαλα μου.
Υπήρχαν και άλλοι που βίαζαν κατ’ επανάληψη και κατ’ εξακολούθηση την ψυχή μου χωρίς να τους καίγεται καρφί για το κακό που της κάνουν.
Κι άλλοι πάλι που τρέλαιναν το μυαλό μου και το έκαναν να βουίζει και να χάνεται σε μαύρες σκέψεις και σε λευκές νύχτες, άγρυπνο κώμα, βουή και πόνος.
Κανένας τους δε νοιάστηκε.
Αντιμετώπισα και καταστάσεις άσχημες, πρόσωπα αγαπημένα να ουρλιάζουν από πόνους και να λιώνουν, άνθρωποι δικοί μου, φίλοι αγαπημένοι να χάνονται σε μια στιγμή.
Και στη δουλειά, συνάδελφοι που ήθελαν στο πτώμα μου να πατάνε, αφεντικά που θέλανε ανάμεσα στα πόδια μου να μπούνε, βρώμα, διαφθορά, ανεργία, κοροϊδία, εκμετάλλευση οικονομικά προβλήματα, δανεικά, όλα.
Ψυχή ματωμένη και αλυσοδεμένη στον πόνο σου λέω κι ας μην της φαίνεται, και ας μη το δείχνει.
Αλήθεια όμως δεν ήξερα τις προάλλες τι να σου απαντήσω, ακόμα δεν ξέρω αν θα άλλαζα κάτι. Δεν ξέρω γιατί υπήρχαν και εκείνοι οι άλλοι άνθρωποι, εκείνοι οι λίγοι, οι ελάχιστοι, οι μετρημένοι στα δάχτυλα τους ενός χεριού μου που στα δύσκολα με έναν τρόπο μαγικό εμφανίζονταν μπροστά μου και με βοηθούσαν να μη καταρρεύσω, να μη χαθώ, να σταθώ ξανά στα πόδια μου.
Δεν έμεναν πολύ μαζί μου, μόνο τόσο όσο χρειαζόταν. Εκείνοι καθόριζαν ξέρεις το πόσο χρειαζόταν και μετά εξαφανίζονταν, τους έχανα και όταν πάλι ήμουν στα δύσκολα αυτοί εκεί, σιωπηλοί, ακοίμητοι φρουροί δίπλα μου, μαζί μου, μ΄ εμένα.
Άλλοι έμεναν πολύ, άλλοι για λίγο.
Άλλοι χάθηκαν, άλλοι ξαναγύρισαν για μια στιγμή και μόνο και ύστερα έφυγαν πάλι.
Και κάποιοι άλλοι παρότι δεν είμαστε κάθε μέρα μαζί, δεν τους βλέπω καν, δεν ξέρω που βρίσκονται, συνεχίζουν να είναι δίπλα μου, αθόρυβα και σιωπηλά. Το ξέρω ότι είναι εκεί και όταν τους χρειαστώ ενστικτωδώς θα έρθουν για να μου δώσουν πάλι το χέρι τους να σηκωθώ, να φροντίσουν τις πληγές μου, να με πάρουν αγκαλιά, να μου φιλήσουν τα μαλλιά.
Δεν ξέρω πως θες εσύ να τους ονομάσεις αυτούς τους “παρόντες απόντες” ανθρώπους της ζωής μου, αερικά ίσως, φύλακες αγγέλους μήπως, ή φίλους, αγάπες και εραστές;
Δεν ξέρω, εσύ πες τους όπως θέλεις, εγώ τους λέω μόνο με το όνομα τους γιατί ο καθένας έχει το δικό του μοναδικό όνομα, έχει σάρκα, αίμα, οστά και όνομα.
Αλήθεια σου λέω, δεν ξέρω αν μπορούσα να γυρίσω πίσω στο χρόνο αν θα άλλαζα κάτι στη ζωή μου, γιατί αν άλλαζα, αν πείραζα και το παραμικρό ίσως να μην είχα γνωρίσει πότε αυτούς τους ανθρώπους και αυτό ίσως να είχε άθελά του σημαδέψει περισσότερο τη ζωή μου απ’ όλα τ΄ άλλα που έζησα και βίωσα, απ’ όλα εκείνα που θα ζήσω και θα βιώσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου