[15] Ἐγὼ τοίνυν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὑμᾶς μὲν πάντας εἰδέναι ἡγοῦμαι ὅτι ἐγὼ μὲν ὀρθῶς λέγω, τοῦτον δὲ οὕτω σκαιὸν εἶναι ὥστε οὐ δύνασθαι μαθεῖν τὰ λεγόμενα. βούλομαι οὖν αὐτὸν καὶ ἐξ ἑτέρων νόμων περὶ τούτων διδάξαι, ἄν πως ἀλλὰ νῦν ‹γ᾽› ἐπὶ τοῦ βήματος παιδευθῇ καὶ τὸ λοιπὸν ἡμῖν ‹μὴ› παρέχῃ πράγματα. Καί μοι ἀνάγνωθι τούτους τοὺς νόμους τοὺς Σόλωνος τοὺς παλαιούς.
[16] Δεδέσθαι δ᾽ ἐν τῇ ποδοκάκκῃ ἡμέρας δέκα τὸν πόδα, ἐὰν [μὴ] προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία.
Ἡ ποδοκάκκη αὕτη ἐστίν, ὦ Θεόμνηστε, ὃ νῦν καλεῖται ἐν τῷ ξύλῳ δεδέσθαι. εἰ οὖν ὁ δεθεὶς ἐξελθὼν ἐν ταῖς εὐθύναις τῶν ἕνδεκα κατηγοροίη ὅτι οὐκ ἐν τῇ ποδοκάκκῃ ἐδέδετο, ἀλλ᾽ ἐν τῷ ξύλῳ, οὐκ ἂν ἠλίθιον αὐτὸν νομίζοιεν; Λέγε ἕτερον νόμον.
[17] Ἐπεγγυᾶν δ᾽ ἐπιορκήσαντα τὸν Ἀπόλλω. δεδιότα δὲ δίκης ἕνεκα ‹μὴ› δρασκάζειν.
Τοῦτο τὸ ἐπιορκήσαντα ὀμόσαντά ἐστι, τό τε δρασκάζειν, ὃ νῦν ἀποδιδράσκειν ὀνομάζομεν.
Ὅστις δὲ ἀπείλλει τῇ θύρᾳ, ἔνδον τοῦ κλέπτου ὄντος.
Τὸ ἀπείλλειν τοῦτο ἀποκλῄειν νομίζεται, καὶ μηδὲν διὰ τοῦτο διαφέρου.
[18] Τὸ ἀργύριον στάσιμον εἶναι ἐφ᾽ ὁπόσῳ ἂν βούληται ὁ δανείζων.
Τὸ στάσιμον τοῦτό ἐστιν, ὦ βέλτιστε, οὐ ζυγῷ ἱστάναι ἀλλὰ τόκον πράττεσθαι ὁπόσον ἂν βούληται. Ἔτι ἀνάγνωθι τουτουὶ τοῦ νόμου τὸ τελευταῖον.
[19] Ὅσαι δὲ πεφασμένως πωλοῦνται,
καὶ
οἰκῆος †καὶ βλάβης τὴν δούλην εἶναι† ὀφείλειν.
Πρόσεχε τὸν νοῦν. τὸ μὲν πεφασμένως ἐστὶ φανερῶς, πωλεῖσθαι δὲ βαδίζειν, τὸ δὲ οἰκῆος θεράποντος.
[20] πολλὰ δὲ τοιαῦτα καὶ ἄλλα ἐστίν, ὦ ἄνδρες δικασταί. ἀλλ᾽ εἰ μὴ σιδηροῦς ἐστιν, οἴομαι αὐτὸν εὖ νῦν ἐγνωκέναι, ὅτι τὰ μὲν πράγματα ταὐτά ἐστι νῦν τε καὶ πάλαι, τῶν δὲ ὀνομάτων ἐνίοις οὐ τοῖς αὐτοῖς χρώμεθα νῦν καὶ πρότερον. δηλώσει δέ· οἰχήσεται γὰρ ἀπιὼν ἀπὸ τοῦ βήματος σιωπῇ.
[21] εἰ δὲ μή, δέομαι ὑμῶν, ὦ ἄνδρες δικασταί, τὰ δίκαια ψηφίζεσθαι, ἐνθυμουμένους ὅτι πολὺ μεῖζον κακόν ἐστιν ἀκοῦσαι τὸν πατέρα ‹ἀπεκτονέναι ἢ τὴν ἀσπίδα› ἀποβεβληκέναι. ἐγὼ γοῦν δεξαίμην ἂν πάσας τὰς ἀσπίδας ἐρριφέναι ἢ τοιαύτην γνώμην ἔχειν περὶ τὸν πατέρα.
***
[15] Εγώ, άνδρες δικαστές, θεωρώ πως όλοι εσείς γνωρίζετε ότι εγώ λέω την αλήθεια, ενώ αυτός είναι τόσο βλάκας, ώστε δεν είναι σε θέση να καταλάβει αυτά που λέω. Θέλω λοιπόν με βάση και άλλους νόμους να του παραδώσω ένα μάθημα γύρω από αυτά, μήπως έστω και τώρα επί του βήματος λάβει την εκπαίδευσή του και στο εξής πάψει να μας δημιουργεί προβλήματα. Διάβασέ μου, παρακαλώ, τους παλαιούς αυτούς νόμους του Σόλωνος.
[16] Να μείνει δεμένος από το πόδι στην ποδοκάκκη δέκα ημέρες, εάν η ηλιαία επιβάλει αυτή την επιπρόσθετη ποινή.
Εδώ η ποδοκάκκη, Θεόμνηστε, είναι αυτό που σήμερα λέμε «να μείνει δεμένος στο ξύλο». Εάν λοιπόν ένας που έμεινε δεμένος, μετά την απελευθέρωσή του, κατηγορεί κατά τη λογοδοσία τους τους Ένδεκα διότι δεν έμεινε δεμένος στην ποδοκάκκη αλλά στο ξύλο, δεν θα τον θεωρούσαμε ηλίθιο; Διάβασε άλλο νόμο.
[17] Να δίνει εγγύηση, αφού ορκιστεί (επιορκήσαντα) στον Απόλλωνα. Και εάν φοβάται για τη δίκη , να μην δραπετεύει (δρασκάζειν).
Εδώ το επιορκήσαντα σημαίνει «αφού ορκιστεί», ενώ το δρασκάζω είναι αυτό που σήμερα λέμε «αποδιδράσκω».
Όποιος εγκλωβίζει (απείλλει) με την πόρτα, ενώ είναι μέσα ο κλέφτης.
Εδώ το απείλλω εκλαμβάνεται με τη σημασία του «εγκλωβίζω», και πάψε να διαφωνείς ως προς αυτό.
[18] Το χρήμα να τοκίζεται (στάσιμον) με το επιτόκιο που επιθυμεί ο δανειστής.
Εδώ η λέξη στάσιμον, αγαπητέ μου, δεν σημαίνει «να ζυγίζει», αλλά «να εισπράττει τόκο» οσοδήποτε θέλει. Διάβασέ μου ακόμη το τελευταίο εδάφιο αυτού του νόμου.
[19] Όσες περιφέρονται (πωλούνται) φανερά (πεφασμένως),
και
για υπηρέτη (οικήος) … να οφείλει.
Πρόσεξε. Το πεφασμένως σημαίνει «φανερά», το πωλούνται «βαδίζουν», το οικήος «θεράποντος».
[20] Υπάρχουν και άλλα πολλά παρόμοια, άνδρες δικαστές. Εάν πάντως ο άνθρωπος δεν είναι ξύλο απελέκητο, έχει, φαντάζομαι, τώρα σαφώς αντιληφθεί ότι τα πράγματα είναι τα ίδια και τώρα και παλαιότερα, απλώς σε κάποιες περιπτώσεις δεν χρησιμοποιούμε τις ίδιες λέξεις τώρα και στο παρελθόν. Και θα αποκαλυφθεί. Θα αφήσει το βήμα και θα φύγει χωρίς να πει λέξη.
[21] Αν όχι, σας παρακαλώ, άνδρες δικαστές, να ψηφίσετε σύμφωνα με το δίκαιο, έχοντας κατά νουν ότι είναι πολύ μεγαλύτερο κακό να κατηγορηθεί κάποιος ότι σκότωσε τον πατέρα του παρά ότι εγκατέλειψε την ασπίδα. Εγώ πάντως θα δεχόμουν να έχω εγκαταλείψει όλες τις ασπίδες παρά να έχω τέτοια στάση απέναντι στον πατέρα μου.
[16] Δεδέσθαι δ᾽ ἐν τῇ ποδοκάκκῃ ἡμέρας δέκα τὸν πόδα, ἐὰν [μὴ] προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία.
Ἡ ποδοκάκκη αὕτη ἐστίν, ὦ Θεόμνηστε, ὃ νῦν καλεῖται ἐν τῷ ξύλῳ δεδέσθαι. εἰ οὖν ὁ δεθεὶς ἐξελθὼν ἐν ταῖς εὐθύναις τῶν ἕνδεκα κατηγοροίη ὅτι οὐκ ἐν τῇ ποδοκάκκῃ ἐδέδετο, ἀλλ᾽ ἐν τῷ ξύλῳ, οὐκ ἂν ἠλίθιον αὐτὸν νομίζοιεν; Λέγε ἕτερον νόμον.
[17] Ἐπεγγυᾶν δ᾽ ἐπιορκήσαντα τὸν Ἀπόλλω. δεδιότα δὲ δίκης ἕνεκα ‹μὴ› δρασκάζειν.
Τοῦτο τὸ ἐπιορκήσαντα ὀμόσαντά ἐστι, τό τε δρασκάζειν, ὃ νῦν ἀποδιδράσκειν ὀνομάζομεν.
Ὅστις δὲ ἀπείλλει τῇ θύρᾳ, ἔνδον τοῦ κλέπτου ὄντος.
Τὸ ἀπείλλειν τοῦτο ἀποκλῄειν νομίζεται, καὶ μηδὲν διὰ τοῦτο διαφέρου.
[18] Τὸ ἀργύριον στάσιμον εἶναι ἐφ᾽ ὁπόσῳ ἂν βούληται ὁ δανείζων.
Τὸ στάσιμον τοῦτό ἐστιν, ὦ βέλτιστε, οὐ ζυγῷ ἱστάναι ἀλλὰ τόκον πράττεσθαι ὁπόσον ἂν βούληται. Ἔτι ἀνάγνωθι τουτουὶ τοῦ νόμου τὸ τελευταῖον.
[19] Ὅσαι δὲ πεφασμένως πωλοῦνται,
καὶ
οἰκῆος †καὶ βλάβης τὴν δούλην εἶναι† ὀφείλειν.
Πρόσεχε τὸν νοῦν. τὸ μὲν πεφασμένως ἐστὶ φανερῶς, πωλεῖσθαι δὲ βαδίζειν, τὸ δὲ οἰκῆος θεράποντος.
[20] πολλὰ δὲ τοιαῦτα καὶ ἄλλα ἐστίν, ὦ ἄνδρες δικασταί. ἀλλ᾽ εἰ μὴ σιδηροῦς ἐστιν, οἴομαι αὐτὸν εὖ νῦν ἐγνωκέναι, ὅτι τὰ μὲν πράγματα ταὐτά ἐστι νῦν τε καὶ πάλαι, τῶν δὲ ὀνομάτων ἐνίοις οὐ τοῖς αὐτοῖς χρώμεθα νῦν καὶ πρότερον. δηλώσει δέ· οἰχήσεται γὰρ ἀπιὼν ἀπὸ τοῦ βήματος σιωπῇ.
[21] εἰ δὲ μή, δέομαι ὑμῶν, ὦ ἄνδρες δικασταί, τὰ δίκαια ψηφίζεσθαι, ἐνθυμουμένους ὅτι πολὺ μεῖζον κακόν ἐστιν ἀκοῦσαι τὸν πατέρα ‹ἀπεκτονέναι ἢ τὴν ἀσπίδα› ἀποβεβληκέναι. ἐγὼ γοῦν δεξαίμην ἂν πάσας τὰς ἀσπίδας ἐρριφέναι ἢ τοιαύτην γνώμην ἔχειν περὶ τὸν πατέρα.
***
[15] Εγώ, άνδρες δικαστές, θεωρώ πως όλοι εσείς γνωρίζετε ότι εγώ λέω την αλήθεια, ενώ αυτός είναι τόσο βλάκας, ώστε δεν είναι σε θέση να καταλάβει αυτά που λέω. Θέλω λοιπόν με βάση και άλλους νόμους να του παραδώσω ένα μάθημα γύρω από αυτά, μήπως έστω και τώρα επί του βήματος λάβει την εκπαίδευσή του και στο εξής πάψει να μας δημιουργεί προβλήματα. Διάβασέ μου, παρακαλώ, τους παλαιούς αυτούς νόμους του Σόλωνος.
[16] Να μείνει δεμένος από το πόδι στην ποδοκάκκη δέκα ημέρες, εάν η ηλιαία επιβάλει αυτή την επιπρόσθετη ποινή.
Εδώ η ποδοκάκκη, Θεόμνηστε, είναι αυτό που σήμερα λέμε «να μείνει δεμένος στο ξύλο». Εάν λοιπόν ένας που έμεινε δεμένος, μετά την απελευθέρωσή του, κατηγορεί κατά τη λογοδοσία τους τους Ένδεκα διότι δεν έμεινε δεμένος στην ποδοκάκκη αλλά στο ξύλο, δεν θα τον θεωρούσαμε ηλίθιο; Διάβασε άλλο νόμο.
[17] Να δίνει εγγύηση, αφού ορκιστεί (επιορκήσαντα) στον Απόλλωνα. Και εάν φοβάται για τη δίκη , να μην δραπετεύει (δρασκάζειν).
Εδώ το επιορκήσαντα σημαίνει «αφού ορκιστεί», ενώ το δρασκάζω είναι αυτό που σήμερα λέμε «αποδιδράσκω».
Όποιος εγκλωβίζει (απείλλει) με την πόρτα, ενώ είναι μέσα ο κλέφτης.
Εδώ το απείλλω εκλαμβάνεται με τη σημασία του «εγκλωβίζω», και πάψε να διαφωνείς ως προς αυτό.
[18] Το χρήμα να τοκίζεται (στάσιμον) με το επιτόκιο που επιθυμεί ο δανειστής.
Εδώ η λέξη στάσιμον, αγαπητέ μου, δεν σημαίνει «να ζυγίζει», αλλά «να εισπράττει τόκο» οσοδήποτε θέλει. Διάβασέ μου ακόμη το τελευταίο εδάφιο αυτού του νόμου.
[19] Όσες περιφέρονται (πωλούνται) φανερά (πεφασμένως),
και
για υπηρέτη (οικήος) … να οφείλει.
Πρόσεξε. Το πεφασμένως σημαίνει «φανερά», το πωλούνται «βαδίζουν», το οικήος «θεράποντος».
[20] Υπάρχουν και άλλα πολλά παρόμοια, άνδρες δικαστές. Εάν πάντως ο άνθρωπος δεν είναι ξύλο απελέκητο, έχει, φαντάζομαι, τώρα σαφώς αντιληφθεί ότι τα πράγματα είναι τα ίδια και τώρα και παλαιότερα, απλώς σε κάποιες περιπτώσεις δεν χρησιμοποιούμε τις ίδιες λέξεις τώρα και στο παρελθόν. Και θα αποκαλυφθεί. Θα αφήσει το βήμα και θα φύγει χωρίς να πει λέξη.
[21] Αν όχι, σας παρακαλώ, άνδρες δικαστές, να ψηφίσετε σύμφωνα με το δίκαιο, έχοντας κατά νουν ότι είναι πολύ μεγαλύτερο κακό να κατηγορηθεί κάποιος ότι σκότωσε τον πατέρα του παρά ότι εγκατέλειψε την ασπίδα. Εγώ πάντως θα δεχόμουν να έχω εγκαταλείψει όλες τις ασπίδες παρά να έχω τέτοια στάση απέναντι στον πατέρα μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου