Ο Διόνυσος Ζαγρέας, γιος, κατά τον «ιερό λόγο» των ορφικών, του Δία μεταμορφωμένου σε όφη και της θεάς του Κάτω Κόσμου Περσεφόνης. Οι Τιτάνες, που είχαν νικηθεί από το Δία κατά την Τιτανομαχία, βρήκαν ευκαιρία να εκδικηθούν το Δία, σκοτώνοντας το γιο του που ήταν ακόμη νήπιο, ενώ έπαιζε με τα παιγνίδια του και τους πεσσούς και κοιτούσε τον εαυτό του στον καθρέπτη. Τον διαμέλισαν και τον κατασπάραξαν. Το μόνο που παραμένει άθικτο είναι η καρδιά του, την οποία την παίρνει η θεά Αθηνά και, με τη βοήθεια του θεού Διός, ο θεός Διόνυσος ξαναγεννιέται. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, τα μέλη του παιδιού τα μάζεψε ο Απόλλωνας και τα έθαψε στο ναό των Δελφών, κοντά στον τρίποδα της Πυθίας. Οι Τιτάνες κατακεραυνώθηκαν από το Δία, και από τη στάχτη τους δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι, γι΄αυτό έχουν μέσα τους τη θηριώδη «τιτανική φύση» , αλλά έχουν και το θεϊκό στοιχείο, αφού οι Τιτάνες είχαν φάει το Διόνυσο Ζαγρέα. Ο άνθρωπος, γεννημένος από την τέφρα των Τιτάνων, είναι ένα κράμα καλού και κακού. Οφείλει να πληρώσει για τα εγκλήματα των θεοκτόνων προγόνων του, να εξαγνιστεί από τούτο το αμάρτημα και να ελευθερώσει τα καλά στοιχεία που έχει μέσα του αφιερώνοντας τον εαυτό του στον Διόνυσο.
Ο Διόνυσος ο Ζαγρέας είναι η ανώτατη παντός πράγματος αρχή, επειδή «συνδύαζε μέσα του την αιθέρια πηγή ζωής, που του είχε μεταδώσει ο πατέρας του ο Δίας και την υποχθόνια που του είχε χορηγήσει η μητέρα του Περσεφόνη». Είναι ο πρωτότοκος θεός και πριν από το θάνατό του, όπως και μετά την ανάστασή του συμμετέχει στην απόλυτη εξουσία του πατέρα του. Είναι η ψυχή του κόσμου και διασφαλίζει την διαιώνισή του, επειδή του καλού είναι η αρχή. Οι Τιτάνες που συμβολίζουν τα ανθρώπινα ορμέμφυτα και πάθη και δεν αφήνουν την ψυχή να τελειωθεί δεν μπορούν όμως να τον καταστρέψουν και να νικήσουν το Νου, το Λόγο ούτε τον Διόνυσο-ψυχή.
Ο άνθρωπος πρέπει να απαλλαγεί από τα πάθη του, και την πλάνη του νου του που τον οδηγούν σε εσφαλμένες πράξεις και αδιέξοδα. Οι ψευδείς δοξασίες με τις οποίες έχει γαλουχηθεί μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον που ζει και γεννιέται προέρχονται κυρίως από θρησκευτικές και πολιτικές σκοπιμότητες. Ζει καθηλωμένος, μη έχοντας δυνατότητα να απαλλαγεί εύκολα από όλα αυτά, γι' αυτό και η αποβολή όλων αυτών είναι μία οδυνηρή εμπειρία γι΄αυτόν, για να μπορέσει να οδεύσει προς την κατάκτηση της σοφίας, που είναι ο δρόμος της εξελεκτικής του πορείας προς το ΕΡΕΒΟΚΤΟΝΟ ΦΩΣ. Έτσι ο Διόνυσος, είναι κάτοχος και φύλακας των μυστηρίων της ζωής και του θανάτου, το θείο πνεύμα σ’ εξέλιξη μέσα στο σύμπαν. Η καρδιά του πρέπει να αναζητηθεί με σκοπό την αναγέννηση του ανθρώπινου πνεύματος και την εξάγνιση της ψυχής. Γι’ αυτό και επονομάζεται και Ζαγρεύς, δηλαδή κυνηγός που «κυνηγάει» τις ψυχές και τις οδηγεί προς την έξοδο από το σώμα ώστε να φτάσουνε στη θέωση, καθιστάμενος Λυτήριος ή Λυσεύς (αλλά και Ελευθερεύς).
Ο Ηράκλειτος μας αποκαλύπτει για το ΠΑΙΔΙ-ΔΙΟΝΥΣΟ « Αιών παίς εστι παίζων πεσσεύων παιδός η βασιλείη» «Ο αιών είναι παιδί που παίζει τοποθετώντας εδώ και εκεί τους πεσσούς. Η βασιλεία είναι του παιδιού.»
Στον Αγρόν του Διόνυσου Ζαγρέος έρχονται και επανέρχονται οι ψυχές των θνητών, άλλοτε πάσχουσες και άλλοτε ποιούσες, μέχρι να αποκτήσουν ταυτότητα και αυτοσυνειδησία, πάντα όμως εν κινήσει, γι΄αυτό και το παιχνίδι των πεσσών. Παίζοντας ο Διόνυσος μέσα στον ΧΡΟΝΟ και τον ΧΩΡΟ, ορίζει την νομοθετική εξουσία του ΟΛΟΥ, γιατί υπάρχει μία αφανής ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑ που επαναφέρει την ΤΑΞΗ και την οποία ο Διόνυσος καλείται να εφαρμόσει. Ο κόσμος θα είναι αιώνια νέος, όπως είναι και ο γυιός του Διός και της Σεμέλης, ο μεταξύ της Αθανασίας και της θνητότητας, ο οποίος έχει αναλάβει την φροντίδα των ψυχών των ελλόγων και νοήμονων όντων. Στη λατρεία του Διόνυσου Ζαγρέα θυσίαζαν ταύρους, επειδή άρεσε στο θεό να μεταμορφώνεται σε ταύρο. Οι μύστες τρώγοντας τις ωμές σάρκες του ταύρου πίστευαν πως αφομοίωναν τη σάρκα του ίδιου του θεού κι ότι έτσι έρχονταν σε απόλυτη επικοινωνία μαζί του. Κι ότι μετά το θάνατό τους θα τους αναγνώριζε ο Διόνυσος Ζαγρέας και χάρη σ’ αυτόν θα περνούσαν μέσα σ’ άλλα σώματα, επειδή οι ορφικοί πίστευαν στη μετενσάρκωση».
Σύμφωνα με ένα κείμενο του Ευριπίδη βλέπουμε πως επικαλούνταν τον Διόνυσο Ζαγρέα, «υπέρτατε της τάξης ρυθμιστή, σ’ εσένα προσφέρω αυτή τη θυσία κι αυτή τη σπονδή, σ’ εσένα, Δία ή Άδη, όπως προτιμάς. Δέξου την αναίμακτη τούτη θυσία, καρπούς κάθε λογής από τα ολόγιομά μας καλάθια. Συ, ανάμεσα στους θεούς τ’ ουρανού, στο χέρι σου κρατάς του Διός το σκήπτρο και συ στον υποχθόνιο κόσμο μοιράζεσαι το θρόνο με τον Άδη. Την ψυχή των ανθρώπων, που να μάθουν θέλουν τις δοκιμασίες της πρόσκαιρης ζωής τους, φώτισε, φανέρωσέ τους που θα έρχονται, ποια είναι η ρίζα του κακού, ποιον από τους μακάριους θεούς με θυσίες πρέπει να εξευμενίσουν, τα βάσανά τους για να σταματήσουν». Ο Ηράκλειτος θεωρούσε πως ο Διόνυσος και ο ΄Αδης είναι ένας και ο αυτός θεός, ενώ το συμπόσιο των νεκρών διατηρούσε για το ανθρώπινο γένος την ελπίδα της άλλης ζωής, εκεί όπου οι εκλεκτοί επαναλαμβάνουν την ιεροτελεστία της συνεύρεσης με τον Διόνυσο του Κάτω Κόσμου στον αέναο κύκλο της.
«ΤΑ ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΑ» και σύμφωνα με τον Θουκυδιδη, τα αρχαιότερα Διονύσια, γιορτάζονταν τον μήνα Ανθεστηριώνα. Η πομπή ξεκινούσε από το Φάληρο και κατευθυνόταν στο μεγάλο ιερό του θεού «εν Λίμναις», στη Γαργαρέττα (Κουκάκι) πίσω από του Λόφο του Φιλοπάππου. Κατά τη γιορτή των Ανθεστηρίων τελούνταν μυστήρια (άρρητα-ιερά) -που τα επέβλεπε ο άρχοντας- βασιλιάς- κατά τη διάρκεια της νύκτας, στον αρχαίο ναό του Λιμναίου Διονύσου στις Λίμνες (Ν.Δ. της Ακρόπολης), ο οποίος άνοιγε μόνο μια φορά τον χρόνο.
Στα Μεγάλα Διονύσια κατά την Εαρινή Ισημερία, έχουμε τον συμβολισμό του θανάτου του Διονύσου του Ζαγρέως και την εκ νέου γέννησή του, με την παρέμβαση της Θεάς Αθηνάς της Σοφίας, από την φύση του Ολυμπίου Διός ως Διονύσου του Άνθιου, ο οποίος κατόπιν ανασταίνεται και μεταμορφώνεται στον Διόνυσο τον Ελευθερέα, δηλαδή τον ελευθερωτή των ανθρωπίνων ψυχών εκ των δεσμών της ύλης και τον κύκλο των ενσαρκώσεων. Η εαρινή ισημερία αντιπροσωπεύει τον θάνατο της τιτανικής φύσεως των ανθρωπίνων ψυχών και την μεταμόρφωση και την αναγέννησή της στις αληθινές αξίες του πνευματικού κόσμου.
Η μυσταγωγική έννοια της ζωής, στην Ελληνική πραγματεία, νοείται ως παν το υπάρχον και όχι μόνο. Η ζωή των όντων και ο θάνατος στα Ελληνικά Μυστήρια είναι αλληγορία και εικονίζει την μεταμόρφωση, γιατί θάνατος στην Φύση, με την έννοια της εξαφάνισης, δεν υπάρχει. Στα Ελευσίνια μυστήρια η εαρινή ισημερία συμβολιζόταν με την απελευθέρωση της Περσεφόνης από το βασίλειο του Πλούτωνα. Την απελευθέρωσή της την πραγματοποιεί ο Διόνυσος ο Ελευθερέας, ο οποίος την μεταφέρει στον Όλυμπο, όπου η Περσεφόνη μεταμορφώνεται και αυτή σε ουράνια θεότητα .
Η περίοδος από την ΕΑΡΙΝΗ ΙΣΗΜΕΡΙΑ μέχρι το ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ ήταν ο χρόνος κατά τον οποίο ο μυημένος έπρεπε να προσαρμοστεί με την αναγεννώμενη φύση και τα υπέροχα «χρώματα» των ανθών της και να εναρμονίσει την συμπεριφορά του με τα «αρώματά» της, αφού τα αρώματα και τα χρώματα αυτής της εποχής αναπαριστούν την ανθρώπινη ψυχή στην ηρωική πορεία της προς την ανάτασή της και το Ιερό Πνεύμα, μακριά από το έρεβος που την έχει καθηλώσει.
Κατά το θερινό Ηλιοστάσιο δε τελούσαν γιορτές, εξέφραζαν την λατρεία τους προς την θεία δημιουργία που εκδηλώνεται δια των Νόμων της και την ευγνωμοσύνη τους προς τον Θεό Απόλλωνα, τον Θεό της αιωνίας νεότητας. Ο Απόλλων κατ’ αυτήν την ώρα του έτους παρέδιδε την λύρα του στον Θείο Ορφέα, για να κρούει τις χορδές της και να μεταδίδει στις ψυχές των μυστών τους ήχους της, ώστε να εναρμονίζουν τις πνευματικές τους δυνάμεις προς την πνευματική φύση του Θεού της αιωνίας νεότητας, τρώγοντας την τροφή που την αποκαλούσαν αμβροσιακή και πίνοντας τον Διονυσιακό οίνο.
Ο Πλωτίνος στις Εννεάδες εξηγεί και το συμβολισμό του καθρέπτη στον οποίο κοιτούσε ο Διόνυσος πρωτού διαμελιστεί. Λέει ότι οι ψυχές των ανθρώπων, βλέποντας τα είδωλά τους στον καθρέπτη του Διονύσου, κατέβηκαν κάτω στη γη χωρίς όμως να αποκοπούνε από το Όντως Ον. Ο καθρέπτης εδώ συμβολίζει δύο πράγματα:
α) Τη σύνδεση της ψυχής με τους θεούς. ΄Ετσι όπως το είδωλο φαίνεται στον καθρέπτη χωρίς όμως να είναι αποκομένο, έτσι και η ψυχή υπάρχει στον άνθρωπο χωρίς να έχει αποσυνδεθεί από την πρωταρχική πηγή και όχι μόνο αυτό, αλλά η ψυχή έχει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά και ουσία με το θεούς, παρ’ όλο που έχει ενσαρκωθεί σε ανθρώπινο σώμα. Η μόνη διαφορά της είναι ότι βρίσκεται σε χαμηλότερο συνειδησιακό επίπεδο από αυτό των θεών.
β) Τη στιγμή που η ψυχή εμφανίζεται στον άνθρωπο, όπως το είδωλο ενός ανθρώπου εμφανίζεται στον καθρέπτη όταν αυτός κοιτάζει μέσα του, έτσι και η ψυχή ενσαρκώνεται στο έμβρυο όταν αρχίζει να χτυπάει η καρδιά του.
Μία άλλη ενδιαφέρουσα ερμηνεία μας δίνει ο Δαμάσκιος λέγοντας, «όταν ο θεός Διόνυσος προέβαλε την αντανάκλαση του εαυτού του στον καθρέπτη, την ακολούθησε κι έτσι διεσκορπίσθη παντού στο Σύμπαν. Ο θεός Απόλλων τον περιεμάζεψε και τον επανέφερε πίσω στον ουρανό, διότι αυτός είναι ο εξαγνιστής θεός και σωτήρας του Διονύσου και γι’ αυτόν τον λόγο εορτάζεται ως ο «Διόνυσος Χορηγός» (Διονυσοδότης). Κι όπως η Κόρη, έτσι και η Ψυχή κατεβαίνει για να ενσαρκωθεί και, όπως ακριβώς ο Προμηθεύς και οι Τιτάνες, προσδένεται κι αυτή στο ανθρώπινο σώμα, απελευθερώνεται δε μόνο αφού αποκτήσει τη δύναμη του Ηρακλέους και περιμαζεύσει τον εαυτό της με τη βοήθεια του θεού Απόλλωνος και της θεάς Αθηνάς…», δηλαδή μέσω των πραγματικώς εξαγνιστικών φιλοσοφιών.
Μετρώντας και συνειδητοποιώντας τον Χρόνο, τις ΄Ωρες, τους Κοσμικούς ρυθμούς που συνεχώς επαναλαμβάνονται, ο άνθρωπος ο ίδιος μέσα σε μία αέναη κίνηση αντιλαμβάνεται τον Κόσμο απ' τον οποίο περιβάλλεται, τον συναρμολογεί, τον αξιολογεί και ενώνεται μαζί του, Ζώντας τον σαν μία Εμπειρία Μοναδική σε μία Πορεία Ανελικτική.
Πως αναταράσσονται μέσα στο απέραντο σύμπαν, πώς στριφογυρίζουν και αλληλοζητούνται αυτές οι αμέτρητες ψυχές που αναβρύζουν απ’ τη μεγάλη ψυχή του κόσμου! Πέφτουν από πλανήτη σε πλανήτη και κλαίνε μέσα στην άβυσσο την ξεχασμένη πατρίδα. Είναι τα δάκρυά σου Διόνυσε….
Ω μεγάλο Πνεύμα, ώ Θείε Λυτρωτή, ξαναπάρε τις κόρες σου στον φωτεινό σου κόλπο!
Ο Διόνυσος ο Ζαγρέας είναι η ανώτατη παντός πράγματος αρχή, επειδή «συνδύαζε μέσα του την αιθέρια πηγή ζωής, που του είχε μεταδώσει ο πατέρας του ο Δίας και την υποχθόνια που του είχε χορηγήσει η μητέρα του Περσεφόνη». Είναι ο πρωτότοκος θεός και πριν από το θάνατό του, όπως και μετά την ανάστασή του συμμετέχει στην απόλυτη εξουσία του πατέρα του. Είναι η ψυχή του κόσμου και διασφαλίζει την διαιώνισή του, επειδή του καλού είναι η αρχή. Οι Τιτάνες που συμβολίζουν τα ανθρώπινα ορμέμφυτα και πάθη και δεν αφήνουν την ψυχή να τελειωθεί δεν μπορούν όμως να τον καταστρέψουν και να νικήσουν το Νου, το Λόγο ούτε τον Διόνυσο-ψυχή.
Ο άνθρωπος πρέπει να απαλλαγεί από τα πάθη του, και την πλάνη του νου του που τον οδηγούν σε εσφαλμένες πράξεις και αδιέξοδα. Οι ψευδείς δοξασίες με τις οποίες έχει γαλουχηθεί μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον που ζει και γεννιέται προέρχονται κυρίως από θρησκευτικές και πολιτικές σκοπιμότητες. Ζει καθηλωμένος, μη έχοντας δυνατότητα να απαλλαγεί εύκολα από όλα αυτά, γι' αυτό και η αποβολή όλων αυτών είναι μία οδυνηρή εμπειρία γι΄αυτόν, για να μπορέσει να οδεύσει προς την κατάκτηση της σοφίας, που είναι ο δρόμος της εξελεκτικής του πορείας προς το ΕΡΕΒΟΚΤΟΝΟ ΦΩΣ. Έτσι ο Διόνυσος, είναι κάτοχος και φύλακας των μυστηρίων της ζωής και του θανάτου, το θείο πνεύμα σ’ εξέλιξη μέσα στο σύμπαν. Η καρδιά του πρέπει να αναζητηθεί με σκοπό την αναγέννηση του ανθρώπινου πνεύματος και την εξάγνιση της ψυχής. Γι’ αυτό και επονομάζεται και Ζαγρεύς, δηλαδή κυνηγός που «κυνηγάει» τις ψυχές και τις οδηγεί προς την έξοδο από το σώμα ώστε να φτάσουνε στη θέωση, καθιστάμενος Λυτήριος ή Λυσεύς (αλλά και Ελευθερεύς).
Ο Ηράκλειτος μας αποκαλύπτει για το ΠΑΙΔΙ-ΔΙΟΝΥΣΟ « Αιών παίς εστι παίζων πεσσεύων παιδός η βασιλείη» «Ο αιών είναι παιδί που παίζει τοποθετώντας εδώ και εκεί τους πεσσούς. Η βασιλεία είναι του παιδιού.»
Στον Αγρόν του Διόνυσου Ζαγρέος έρχονται και επανέρχονται οι ψυχές των θνητών, άλλοτε πάσχουσες και άλλοτε ποιούσες, μέχρι να αποκτήσουν ταυτότητα και αυτοσυνειδησία, πάντα όμως εν κινήσει, γι΄αυτό και το παιχνίδι των πεσσών. Παίζοντας ο Διόνυσος μέσα στον ΧΡΟΝΟ και τον ΧΩΡΟ, ορίζει την νομοθετική εξουσία του ΟΛΟΥ, γιατί υπάρχει μία αφανής ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑ που επαναφέρει την ΤΑΞΗ και την οποία ο Διόνυσος καλείται να εφαρμόσει. Ο κόσμος θα είναι αιώνια νέος, όπως είναι και ο γυιός του Διός και της Σεμέλης, ο μεταξύ της Αθανασίας και της θνητότητας, ο οποίος έχει αναλάβει την φροντίδα των ψυχών των ελλόγων και νοήμονων όντων. Στη λατρεία του Διόνυσου Ζαγρέα θυσίαζαν ταύρους, επειδή άρεσε στο θεό να μεταμορφώνεται σε ταύρο. Οι μύστες τρώγοντας τις ωμές σάρκες του ταύρου πίστευαν πως αφομοίωναν τη σάρκα του ίδιου του θεού κι ότι έτσι έρχονταν σε απόλυτη επικοινωνία μαζί του. Κι ότι μετά το θάνατό τους θα τους αναγνώριζε ο Διόνυσος Ζαγρέας και χάρη σ’ αυτόν θα περνούσαν μέσα σ’ άλλα σώματα, επειδή οι ορφικοί πίστευαν στη μετενσάρκωση».
Σύμφωνα με ένα κείμενο του Ευριπίδη βλέπουμε πως επικαλούνταν τον Διόνυσο Ζαγρέα, «υπέρτατε της τάξης ρυθμιστή, σ’ εσένα προσφέρω αυτή τη θυσία κι αυτή τη σπονδή, σ’ εσένα, Δία ή Άδη, όπως προτιμάς. Δέξου την αναίμακτη τούτη θυσία, καρπούς κάθε λογής από τα ολόγιομά μας καλάθια. Συ, ανάμεσα στους θεούς τ’ ουρανού, στο χέρι σου κρατάς του Διός το σκήπτρο και συ στον υποχθόνιο κόσμο μοιράζεσαι το θρόνο με τον Άδη. Την ψυχή των ανθρώπων, που να μάθουν θέλουν τις δοκιμασίες της πρόσκαιρης ζωής τους, φώτισε, φανέρωσέ τους που θα έρχονται, ποια είναι η ρίζα του κακού, ποιον από τους μακάριους θεούς με θυσίες πρέπει να εξευμενίσουν, τα βάσανά τους για να σταματήσουν». Ο Ηράκλειτος θεωρούσε πως ο Διόνυσος και ο ΄Αδης είναι ένας και ο αυτός θεός, ενώ το συμπόσιο των νεκρών διατηρούσε για το ανθρώπινο γένος την ελπίδα της άλλης ζωής, εκεί όπου οι εκλεκτοί επαναλαμβάνουν την ιεροτελεστία της συνεύρεσης με τον Διόνυσο του Κάτω Κόσμου στον αέναο κύκλο της.
«ΤΑ ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΑ» και σύμφωνα με τον Θουκυδιδη, τα αρχαιότερα Διονύσια, γιορτάζονταν τον μήνα Ανθεστηριώνα. Η πομπή ξεκινούσε από το Φάληρο και κατευθυνόταν στο μεγάλο ιερό του θεού «εν Λίμναις», στη Γαργαρέττα (Κουκάκι) πίσω από του Λόφο του Φιλοπάππου. Κατά τη γιορτή των Ανθεστηρίων τελούνταν μυστήρια (άρρητα-ιερά) -που τα επέβλεπε ο άρχοντας- βασιλιάς- κατά τη διάρκεια της νύκτας, στον αρχαίο ναό του Λιμναίου Διονύσου στις Λίμνες (Ν.Δ. της Ακρόπολης), ο οποίος άνοιγε μόνο μια φορά τον χρόνο.
Στα Μεγάλα Διονύσια κατά την Εαρινή Ισημερία, έχουμε τον συμβολισμό του θανάτου του Διονύσου του Ζαγρέως και την εκ νέου γέννησή του, με την παρέμβαση της Θεάς Αθηνάς της Σοφίας, από την φύση του Ολυμπίου Διός ως Διονύσου του Άνθιου, ο οποίος κατόπιν ανασταίνεται και μεταμορφώνεται στον Διόνυσο τον Ελευθερέα, δηλαδή τον ελευθερωτή των ανθρωπίνων ψυχών εκ των δεσμών της ύλης και τον κύκλο των ενσαρκώσεων. Η εαρινή ισημερία αντιπροσωπεύει τον θάνατο της τιτανικής φύσεως των ανθρωπίνων ψυχών και την μεταμόρφωση και την αναγέννησή της στις αληθινές αξίες του πνευματικού κόσμου.
Η μυσταγωγική έννοια της ζωής, στην Ελληνική πραγματεία, νοείται ως παν το υπάρχον και όχι μόνο. Η ζωή των όντων και ο θάνατος στα Ελληνικά Μυστήρια είναι αλληγορία και εικονίζει την μεταμόρφωση, γιατί θάνατος στην Φύση, με την έννοια της εξαφάνισης, δεν υπάρχει. Στα Ελευσίνια μυστήρια η εαρινή ισημερία συμβολιζόταν με την απελευθέρωση της Περσεφόνης από το βασίλειο του Πλούτωνα. Την απελευθέρωσή της την πραγματοποιεί ο Διόνυσος ο Ελευθερέας, ο οποίος την μεταφέρει στον Όλυμπο, όπου η Περσεφόνη μεταμορφώνεται και αυτή σε ουράνια θεότητα .
Η περίοδος από την ΕΑΡΙΝΗ ΙΣΗΜΕΡΙΑ μέχρι το ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ ήταν ο χρόνος κατά τον οποίο ο μυημένος έπρεπε να προσαρμοστεί με την αναγεννώμενη φύση και τα υπέροχα «χρώματα» των ανθών της και να εναρμονίσει την συμπεριφορά του με τα «αρώματά» της, αφού τα αρώματα και τα χρώματα αυτής της εποχής αναπαριστούν την ανθρώπινη ψυχή στην ηρωική πορεία της προς την ανάτασή της και το Ιερό Πνεύμα, μακριά από το έρεβος που την έχει καθηλώσει.
Κατά το θερινό Ηλιοστάσιο δε τελούσαν γιορτές, εξέφραζαν την λατρεία τους προς την θεία δημιουργία που εκδηλώνεται δια των Νόμων της και την ευγνωμοσύνη τους προς τον Θεό Απόλλωνα, τον Θεό της αιωνίας νεότητας. Ο Απόλλων κατ’ αυτήν την ώρα του έτους παρέδιδε την λύρα του στον Θείο Ορφέα, για να κρούει τις χορδές της και να μεταδίδει στις ψυχές των μυστών τους ήχους της, ώστε να εναρμονίζουν τις πνευματικές τους δυνάμεις προς την πνευματική φύση του Θεού της αιωνίας νεότητας, τρώγοντας την τροφή που την αποκαλούσαν αμβροσιακή και πίνοντας τον Διονυσιακό οίνο.
Ο Πλωτίνος στις Εννεάδες εξηγεί και το συμβολισμό του καθρέπτη στον οποίο κοιτούσε ο Διόνυσος πρωτού διαμελιστεί. Λέει ότι οι ψυχές των ανθρώπων, βλέποντας τα είδωλά τους στον καθρέπτη του Διονύσου, κατέβηκαν κάτω στη γη χωρίς όμως να αποκοπούνε από το Όντως Ον. Ο καθρέπτης εδώ συμβολίζει δύο πράγματα:
α) Τη σύνδεση της ψυχής με τους θεούς. ΄Ετσι όπως το είδωλο φαίνεται στον καθρέπτη χωρίς όμως να είναι αποκομένο, έτσι και η ψυχή υπάρχει στον άνθρωπο χωρίς να έχει αποσυνδεθεί από την πρωταρχική πηγή και όχι μόνο αυτό, αλλά η ψυχή έχει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά και ουσία με το θεούς, παρ’ όλο που έχει ενσαρκωθεί σε ανθρώπινο σώμα. Η μόνη διαφορά της είναι ότι βρίσκεται σε χαμηλότερο συνειδησιακό επίπεδο από αυτό των θεών.
β) Τη στιγμή που η ψυχή εμφανίζεται στον άνθρωπο, όπως το είδωλο ενός ανθρώπου εμφανίζεται στον καθρέπτη όταν αυτός κοιτάζει μέσα του, έτσι και η ψυχή ενσαρκώνεται στο έμβρυο όταν αρχίζει να χτυπάει η καρδιά του.
Μία άλλη ενδιαφέρουσα ερμηνεία μας δίνει ο Δαμάσκιος λέγοντας, «όταν ο θεός Διόνυσος προέβαλε την αντανάκλαση του εαυτού του στον καθρέπτη, την ακολούθησε κι έτσι διεσκορπίσθη παντού στο Σύμπαν. Ο θεός Απόλλων τον περιεμάζεψε και τον επανέφερε πίσω στον ουρανό, διότι αυτός είναι ο εξαγνιστής θεός και σωτήρας του Διονύσου και γι’ αυτόν τον λόγο εορτάζεται ως ο «Διόνυσος Χορηγός» (Διονυσοδότης). Κι όπως η Κόρη, έτσι και η Ψυχή κατεβαίνει για να ενσαρκωθεί και, όπως ακριβώς ο Προμηθεύς και οι Τιτάνες, προσδένεται κι αυτή στο ανθρώπινο σώμα, απελευθερώνεται δε μόνο αφού αποκτήσει τη δύναμη του Ηρακλέους και περιμαζεύσει τον εαυτό της με τη βοήθεια του θεού Απόλλωνος και της θεάς Αθηνάς…», δηλαδή μέσω των πραγματικώς εξαγνιστικών φιλοσοφιών.
Μετρώντας και συνειδητοποιώντας τον Χρόνο, τις ΄Ωρες, τους Κοσμικούς ρυθμούς που συνεχώς επαναλαμβάνονται, ο άνθρωπος ο ίδιος μέσα σε μία αέναη κίνηση αντιλαμβάνεται τον Κόσμο απ' τον οποίο περιβάλλεται, τον συναρμολογεί, τον αξιολογεί και ενώνεται μαζί του, Ζώντας τον σαν μία Εμπειρία Μοναδική σε μία Πορεία Ανελικτική.
Πως αναταράσσονται μέσα στο απέραντο σύμπαν, πώς στριφογυρίζουν και αλληλοζητούνται αυτές οι αμέτρητες ψυχές που αναβρύζουν απ’ τη μεγάλη ψυχή του κόσμου! Πέφτουν από πλανήτη σε πλανήτη και κλαίνε μέσα στην άβυσσο την ξεχασμένη πατρίδα. Είναι τα δάκρυά σου Διόνυσε….
Ω μεγάλο Πνεύμα, ώ Θείε Λυτρωτή, ξαναπάρε τις κόρες σου στον φωτεινό σου κόλπο!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου