Όλοι μπορούμε να ανακαλέσουμε στιγμές που ευχηθήκαμε να μπορούσαμε με ένα μαγικό τρόπο να διαβάσουμε τα μυαλά των ανθρώπων. Στην πραγματικότητα είμαστε όλοι σε θέση να το κάνουμε, και μάλιστα χωρίς να το συνειδητοποιούμε τελείως. Το «διάβασμα της σκέψης» είναι μια ικανότητα με την οποία, ως κοινωνικά όντα, είμαστε εξοπλισμένοι από τη φύση μας, και το καλλιεργούμε ανάλογα με τις περιβαλλοντικές και πολιτισμικές μας επιρροές. Το πώς αναπτυχθούν οι διαπροσωπικές και οι κοινωνικές μας σχέσεις εξαρτάται σημαντικά από το πόσο καλά μπορούμε να επεξεργαστούμε τις πληροφορίες από το περιβάλλον μας. Μέσα από τη σωστή αντίληψη των διαθέσεων και των προθέσεων που πιθανόν έχουν οι άλλοι μπορούμε να αντιληφθούμε εις βάθος τους γύρω μας. Αποκτούμε δηλαδή «κοινωνική μας νόηση», σύμφωνα με τον Brothers (1990). Η ποιότητα και η επιτυχία των κοινωνικών μας σχέσεων αποτελεί συνάρτηση της κοινωνικής νόησης, η οποία είναι ένας όρος-ομπρέλα που περιλαμβάνει τρία επιμέρους συστατικά, που λειτουργούν.
Από τι αποτελείται η κοινωνική μας νόηση;
Τα τρία επιμέρους συστατικά της κοινωνικής νοημοσύνης τα οποία είναι αλληλένδετα και συμπληρώνουν το ένα το άλλο αναφέρονται ακολούθως:
1. Η θεωρία που αναπτύσσουμε για τους άλλους
Η πιο αντιπροσωπευτική πλευρά της κοινωνικής νόησης είναι η ικανότητά μας να αξιολογούμε, να συμπεραίνουμε, αλλά και να προβλέπουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα των άλλων, να συγκροτούμε, δηλαδή, μια δική μας θεωρία για το νου των άλλων ανθρώπων. Η Θεωρία του Νου (Τheory of Mind, Premack και Woodruff (1978), όπως ονομάζεται, μας επιτρέπει να αποδίδουμε τα πράγματα όπως τα βλέπουμε εμείς. Όλα τα ρεύματα της Ψυχολογικής σκέψης υπογραμμίζουν ότι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας επηρεάζει σημαντικά το πώς αλληλεπιδρούμε.
Σύμφωνα με τους ερευνητές η Θεωρία του επεξεργάζεται από εγκεφαλικά σημεία που αφορούν τη λογική και το συναίσθημα μας. Το λογικό μας κομμάτι (ή αλλιώς γνωστικό) μας βοηθά να εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά με νοητικές καταστάσεις, όπως οι αντιλήψεις, οι πεποιθήσεις, οι σκέψεις, οι προθέσεις, και τα κίνητρα των άλλων. Είναι το μέρος που επιστρατεύουμε κατά τη διάρκεια μιας διαπραγμάτευσης, λόγου χάρη. Το συναισθηματικό μας κομμάτι, από την άλλη, αναφέρεται στην ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε τα συναισθήματα και τις διαθέσεις των άλλων. Είναι το μέρος που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε για παράδειγμα ότι ένα παιδί μπορεί να φοβάται το σκοτάδι, ή ότι έχουν περάσει ώρες από το τελευταίο του γεύμα και μάλλον θα πεινά.
2. Η ικανότητα να μπορούμε να μπούμε στη θέση του άλλου – Ενσυναίσθηση
Έννοια πολύτιμη, της οποίας την αξία έχουν αναδείξει όλες οι ψυχοθεραπευτικές σχολές. Μέσα από την ενσυναίσθηση μπορούμε να μπούμε στη θέση του άλλου, να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια, και να χρησιμοποιούμε τη δική του προοπτική. Λόγω της ενσυναίσθησης συγκινούμαστε όταν βλέπουμε δραματικές σκηνές σε ταινίες, ή όταν κάποιος μας διηγείται ένα θλιβερό περιστατικό από τη ζωή του. Η ενσυναίσθηση εμπλέκεται με κάθε τρόπο στις κοινωνικές σχέσεις, στην ανάπτυξη του προσωπικού μας κώδικα ηθικής και κοινωνικά αποδεκτής συμπεριφοράς, στον αλτρουισμό και την αλληλεγγύη, καθώς και στη διαχείριση των συναισθημάτων θυμού προκειμένου να μη βλάψουμε κάποιον άλλο την ώρα που βρισκόμαστε σε ένταση.
3. Αναγνώριση συγκινησιακών εκφράσεων προσώπου
Η ικανότητα να βγάζουμε συμπεράσματα για τις διαθέσεις των άλλων σε κλάσματα δευτερολέπτου, βασισμένοι στις εκφράσεις του προσώπου τους εξελίσσεται ανά τους αιώνες. Οι μικροσυσπάσεις των μυών του προσώπου, μεταδίδουν πληροφορίες συγκινησιακού περιεχομένου, κι αξιοποιούνται από τους παρατηρητές για συμπεράσματα που αφορούν τρέχουσες συγκινησιακές καταστάσεις (συναισθήματα όπως φόβος, λύπη, χαρά) αλλά και μόνιμα χαρακτηριστικά προσωπικότητας (ο καθένας μας έχει το δικό του «στυλ» εκφράσεων προσώπου. Για παράδειγμα, ταυτοποιούμε ένα άτομο ως χαρούμενο όταν έχει διάπλατα ανοιχτά τα μάτια και το στόμα του, ή θα κατηγοριοποιήσουμε ως κακό ένα άτομο με λεπτά και κυρτά χείλη. Η επικοινωνία αυτού του είδους ήταν ζήτημα επιβίωσης στα πρώτα εξελικτικά στάδια του ανθρώπου, όταν επρόκειτο για την διάδοση της ύπαρξης κάποιας απειλής, όπως ανέδειξε στο μνημειώδες έργο του ο Δαρβίνος.
Σήμερα, θεωρούμε αυτή την ικανότητα ως «διαίσθηση», που μας καθοδηγεί να αναγνωρίζουμε συναισθήματα και στοιχεία προσωπικότητας στα πρόσωπα των άλλων, οικείων και μη. Φυσικά, οι πληροφορίες από το πρόσωπο λειτουργούν συνδυαστικά με στοιχεία προερχόμενα από τη στάση του σώματος, και τη χροιά κι ένταση της φωνής. Έτσι, λοιπόν, είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε το ψεύδος, την ειρωνεία, την εγκαρδιότητα, τον ενθουσιασμό, κ.ο.κ.
Πώς όμως εξάγονται οι κρίσεις μας για άλλους ανθρώπους;
Κατά τα πρώτα δευτερόλεπτα της επαφής αποφασίζουμε αν ο άνθρωπος που έχουμε απέναντί μας είναι μια φιλική ή εχθρική φιγούρα. Στα επόμενα δευτερόλεπτα ή λεπτά, τον κατηγοριοποιούμε σε μια-δυο γενικές κατηγορίες χρησιμοποιώντας τις άρρητες θεωρίες προσωπικότητας που έχουμε δομήσει με τα χρόνια. Αυτό γίνεται διότι ως άνθρωποι, μας αρέσει να ενώνουμε κουκκίδες και να κατηγοριοπούμε, ώστε να βγάζουμε νόημα από την καθημερινή μας εμπειρία. Αυτός ο κανόνας εφαρμόζεται τόσο σε επίπεδο αντίληψης, όσο και γνωστικής λειτουργίας ανωτέρου επιπέδου. Προβαίνουμε σε συμπερασμούς και κατηγοριοποιήσεις, πολύ συχνά αυθαίρετα, επιστρατεύοντας παρελθόντα βιώματα και προκαταλήψεις, και στη συνέχεια επιβεβαιώνουμε τις πεποιθήσεις μας δίνοντας επιλεκτικά προσοχή μόνο στα στοιχεία που ταιριάζουν με αυτές.
Από τι αποτελείται η κοινωνική μας νόηση;
Τα τρία επιμέρους συστατικά της κοινωνικής νοημοσύνης τα οποία είναι αλληλένδετα και συμπληρώνουν το ένα το άλλο αναφέρονται ακολούθως:
1. Η θεωρία που αναπτύσσουμε για τους άλλους
Η πιο αντιπροσωπευτική πλευρά της κοινωνικής νόησης είναι η ικανότητά μας να αξιολογούμε, να συμπεραίνουμε, αλλά και να προβλέπουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα των άλλων, να συγκροτούμε, δηλαδή, μια δική μας θεωρία για το νου των άλλων ανθρώπων. Η Θεωρία του Νου (Τheory of Mind, Premack και Woodruff (1978), όπως ονομάζεται, μας επιτρέπει να αποδίδουμε τα πράγματα όπως τα βλέπουμε εμείς. Όλα τα ρεύματα της Ψυχολογικής σκέψης υπογραμμίζουν ότι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας επηρεάζει σημαντικά το πώς αλληλεπιδρούμε.
Σύμφωνα με τους ερευνητές η Θεωρία του επεξεργάζεται από εγκεφαλικά σημεία που αφορούν τη λογική και το συναίσθημα μας. Το λογικό μας κομμάτι (ή αλλιώς γνωστικό) μας βοηθά να εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά με νοητικές καταστάσεις, όπως οι αντιλήψεις, οι πεποιθήσεις, οι σκέψεις, οι προθέσεις, και τα κίνητρα των άλλων. Είναι το μέρος που επιστρατεύουμε κατά τη διάρκεια μιας διαπραγμάτευσης, λόγου χάρη. Το συναισθηματικό μας κομμάτι, από την άλλη, αναφέρεται στην ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε τα συναισθήματα και τις διαθέσεις των άλλων. Είναι το μέρος που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε για παράδειγμα ότι ένα παιδί μπορεί να φοβάται το σκοτάδι, ή ότι έχουν περάσει ώρες από το τελευταίο του γεύμα και μάλλον θα πεινά.
2. Η ικανότητα να μπορούμε να μπούμε στη θέση του άλλου – Ενσυναίσθηση
Έννοια πολύτιμη, της οποίας την αξία έχουν αναδείξει όλες οι ψυχοθεραπευτικές σχολές. Μέσα από την ενσυναίσθηση μπορούμε να μπούμε στη θέση του άλλου, να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια, και να χρησιμοποιούμε τη δική του προοπτική. Λόγω της ενσυναίσθησης συγκινούμαστε όταν βλέπουμε δραματικές σκηνές σε ταινίες, ή όταν κάποιος μας διηγείται ένα θλιβερό περιστατικό από τη ζωή του. Η ενσυναίσθηση εμπλέκεται με κάθε τρόπο στις κοινωνικές σχέσεις, στην ανάπτυξη του προσωπικού μας κώδικα ηθικής και κοινωνικά αποδεκτής συμπεριφοράς, στον αλτρουισμό και την αλληλεγγύη, καθώς και στη διαχείριση των συναισθημάτων θυμού προκειμένου να μη βλάψουμε κάποιον άλλο την ώρα που βρισκόμαστε σε ένταση.
3. Αναγνώριση συγκινησιακών εκφράσεων προσώπου
Η ικανότητα να βγάζουμε συμπεράσματα για τις διαθέσεις των άλλων σε κλάσματα δευτερολέπτου, βασισμένοι στις εκφράσεις του προσώπου τους εξελίσσεται ανά τους αιώνες. Οι μικροσυσπάσεις των μυών του προσώπου, μεταδίδουν πληροφορίες συγκινησιακού περιεχομένου, κι αξιοποιούνται από τους παρατηρητές για συμπεράσματα που αφορούν τρέχουσες συγκινησιακές καταστάσεις (συναισθήματα όπως φόβος, λύπη, χαρά) αλλά και μόνιμα χαρακτηριστικά προσωπικότητας (ο καθένας μας έχει το δικό του «στυλ» εκφράσεων προσώπου. Για παράδειγμα, ταυτοποιούμε ένα άτομο ως χαρούμενο όταν έχει διάπλατα ανοιχτά τα μάτια και το στόμα του, ή θα κατηγοριοποιήσουμε ως κακό ένα άτομο με λεπτά και κυρτά χείλη. Η επικοινωνία αυτού του είδους ήταν ζήτημα επιβίωσης στα πρώτα εξελικτικά στάδια του ανθρώπου, όταν επρόκειτο για την διάδοση της ύπαρξης κάποιας απειλής, όπως ανέδειξε στο μνημειώδες έργο του ο Δαρβίνος.
Σήμερα, θεωρούμε αυτή την ικανότητα ως «διαίσθηση», που μας καθοδηγεί να αναγνωρίζουμε συναισθήματα και στοιχεία προσωπικότητας στα πρόσωπα των άλλων, οικείων και μη. Φυσικά, οι πληροφορίες από το πρόσωπο λειτουργούν συνδυαστικά με στοιχεία προερχόμενα από τη στάση του σώματος, και τη χροιά κι ένταση της φωνής. Έτσι, λοιπόν, είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε το ψεύδος, την ειρωνεία, την εγκαρδιότητα, τον ενθουσιασμό, κ.ο.κ.
Πώς όμως εξάγονται οι κρίσεις μας για άλλους ανθρώπους;
Κατά τα πρώτα δευτερόλεπτα της επαφής αποφασίζουμε αν ο άνθρωπος που έχουμε απέναντί μας είναι μια φιλική ή εχθρική φιγούρα. Στα επόμενα δευτερόλεπτα ή λεπτά, τον κατηγοριοποιούμε σε μια-δυο γενικές κατηγορίες χρησιμοποιώντας τις άρρητες θεωρίες προσωπικότητας που έχουμε δομήσει με τα χρόνια. Αυτό γίνεται διότι ως άνθρωποι, μας αρέσει να ενώνουμε κουκκίδες και να κατηγοριοπούμε, ώστε να βγάζουμε νόημα από την καθημερινή μας εμπειρία. Αυτός ο κανόνας εφαρμόζεται τόσο σε επίπεδο αντίληψης, όσο και γνωστικής λειτουργίας ανωτέρου επιπέδου. Προβαίνουμε σε συμπερασμούς και κατηγοριοποιήσεις, πολύ συχνά αυθαίρετα, επιστρατεύοντας παρελθόντα βιώματα και προκαταλήψεις, και στη συνέχεια επιβεβαιώνουμε τις πεποιθήσεις μας δίνοντας επιλεκτικά προσοχή μόνο στα στοιχεία που ταιριάζουν με αυτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου