Ο/Η ερωτευμένος/η με την κλασική έννοια είναι ένας άνθρωπος εγωιστής και ηθικιστής. Βλέπει τα πράγματα αποκλειστικά μέσα από το δικό του πρίσμα και πιστεύει ακράδαντα ότι είναι ηθικά ανώτερος αφού μόνο αυτός νιώθει, μόνο αυτός νοιάζεται, μόνο αυτός πονάει. Ο Άλλος, αυτός ή αυτή που δεν ανταποκρίνεται στο τεχνούργημα του έρωτα που ο ερωτευμένος έχει με μόχθο κατασκευάσει, εγκαλείται πάντοτε -και συνήθως με μια αβρή, αγαπητική επιθετικότητα που εξελίσσεται κάποτε σε σφοδρότητα-, ως ελαφρύς, σαρκικός, επιφανειακός, ότι θέλει απλώς να διασκεδάσει και να περάσει ευχάριστα την ώρα του.
Για τον κλασικά ερωτευμένο δεν υπάρχει χαρά· όλα είναι πόνος, ενίοτε απελπισία, και παρεμβάλλονται κάποιες, λίγες, στιγμές απόλυτης γαλήνης και ευτυχίας, δηλαδή αφασίας και ακηδίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα ερωτικά τραγούδια είναι τραγούδια πονεμένα, όχι τραγούδια χαρούμενα - χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν καλλιτεχνικό, ή, πολιτισμικό, ή και ανθρωπολογικό, ή ενδιαφέρον – αξία. Ο κλασικά ερωτευμένος είναι φορέας της κατά Νίτσε ηθικής του δούλου, είναι φιλοσοφικά Χριστιανός. Λατρεύει να βρίσκεται στη θέση του αδικημένου, του αθώου, του κολασμένου, του ζητιάνου, του μάρτυρα που ανεβαίνει το Γολγοθά του. Λατρεύει να διεκδικεί διαρκώς τον όρκο στην ιερότητα του έρωτα, να εγείρει διαρκώς αξιώσεις για βάθεμα του έρωτα όπως αυτός τον αντιλαμβάνεται και τον αισθάνεται. Ο κλασικά ερωτευμένος είναι πολιτικά Αριστερός: αγωνίζεται, παλεύει, διαμαρτύρεται, διεκδικεί, αξιώνει, απαιτεί, εγκαλεί. Και βέβαια ζηλεύει, φθονεί, ανταγωνίζεται, εκδικείται, και είναι παντελώς ανίκανος να μετουσιώσει τα αρνητικά του πάθη σε κάτι άλλο, σε κάτι γόνιμο. Αργά αλλά σταθερά βυθίζεται στη μιζέρια και τον αρνητισμό.
Ο κλασικά ερωτευμένος άνθρωπος είναι ένας άνθρωπος ανώριμος, ανερμάτιστος, αδύναμος, κομπλεξικός, ματαιωμένος· και ταυτόχρονα φιλόδοξος, ισχυρογνώμων, αλαζόνας, αδηφάγος. Είναι ένας Υποτελής Κύριος.
Η απενεργοποίηση και ο απεμπλουτισμός της διττότητας και της πολλαπλότητας, η διάφανη ένωση στο πανίσχυρο διχαλωτό Ένα, εν τέλει η οριστική κατάργηση του Δύο: ιδού οι περισσότερο ή λιγότερο μύχιες επιθυμίες των κλασικά ερωτευμένων. Ό,τι είναι το Κράτος-Λεβιάθαν για την πολιτική είναι για τον έρωτα το δικέφαλο τέρας που λέγεται κλασικά ερωτευμένο ζευγάρι.
Όλοι μας έχουμε υπάρξει ερωτευμένοι έτσι, όχι μια και δυο φορές. Ίσως όμως είναι καιρός να παραδεχθούμε ότι ο έρωτας αυτός μας κούρασε και μας εγκλώβισε. Μας αποστέρησε τη ζωτικότητα, τη δυναμική, τη χαρά, τη μοναδικότητα, το μοίρασμα και την ενσυναίσθηση.
Ας τον εγκαταλείψουμε λοιπόν! Ας απουσιάσουμε από το στημένο ραντεβού!
Αρκεί να είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε το όποιο τίμημα σε μοναξιά -όχι αυτοκρατορική απομόνωση. Και τον υπαρξιακό πόνο της μοναξιάς ποτέ δεν τον βίωσαν οι κλασικά ερωτευμένοι, γιατί ποτέ δεν επέστρεψαν στα πράγματα, ποτέ δεν αναγνώρισαν αυθύπαρκτο νόημα στον κόσμο. Πάντοτε ήθελαν τα πράγματα να έρχονται σε αυτούς. Πάντοτε εκβίαζαν τα πράγματα. Πάντοτε ήθελαν να επινοούν, να κατασκευάζουν τα νοήματα -τα οποία βέβαια στη συνέχεια θα τους διέψευδαν και θα τους απογοήτευαν, θα τους άδειαζαν, παρέχοντάς τους έτσι το τόσο απαραίτητο άλλοθι για την πολυπόθητη αλλά ανομολόγητη, εθελούσια Προσαρμογή στην Πραγματικότητα.
Για τον κλασικά ερωτευμένο δεν υπάρχει χαρά· όλα είναι πόνος, ενίοτε απελπισία, και παρεμβάλλονται κάποιες, λίγες, στιγμές απόλυτης γαλήνης και ευτυχίας, δηλαδή αφασίας και ακηδίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα ερωτικά τραγούδια είναι τραγούδια πονεμένα, όχι τραγούδια χαρούμενα - χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν καλλιτεχνικό, ή, πολιτισμικό, ή και ανθρωπολογικό, ή ενδιαφέρον – αξία. Ο κλασικά ερωτευμένος είναι φορέας της κατά Νίτσε ηθικής του δούλου, είναι φιλοσοφικά Χριστιανός. Λατρεύει να βρίσκεται στη θέση του αδικημένου, του αθώου, του κολασμένου, του ζητιάνου, του μάρτυρα που ανεβαίνει το Γολγοθά του. Λατρεύει να διεκδικεί διαρκώς τον όρκο στην ιερότητα του έρωτα, να εγείρει διαρκώς αξιώσεις για βάθεμα του έρωτα όπως αυτός τον αντιλαμβάνεται και τον αισθάνεται. Ο κλασικά ερωτευμένος είναι πολιτικά Αριστερός: αγωνίζεται, παλεύει, διαμαρτύρεται, διεκδικεί, αξιώνει, απαιτεί, εγκαλεί. Και βέβαια ζηλεύει, φθονεί, ανταγωνίζεται, εκδικείται, και είναι παντελώς ανίκανος να μετουσιώσει τα αρνητικά του πάθη σε κάτι άλλο, σε κάτι γόνιμο. Αργά αλλά σταθερά βυθίζεται στη μιζέρια και τον αρνητισμό.
Ο κλασικά ερωτευμένος άνθρωπος είναι ένας άνθρωπος ανώριμος, ανερμάτιστος, αδύναμος, κομπλεξικός, ματαιωμένος· και ταυτόχρονα φιλόδοξος, ισχυρογνώμων, αλαζόνας, αδηφάγος. Είναι ένας Υποτελής Κύριος.
Η απενεργοποίηση και ο απεμπλουτισμός της διττότητας και της πολλαπλότητας, η διάφανη ένωση στο πανίσχυρο διχαλωτό Ένα, εν τέλει η οριστική κατάργηση του Δύο: ιδού οι περισσότερο ή λιγότερο μύχιες επιθυμίες των κλασικά ερωτευμένων. Ό,τι είναι το Κράτος-Λεβιάθαν για την πολιτική είναι για τον έρωτα το δικέφαλο τέρας που λέγεται κλασικά ερωτευμένο ζευγάρι.
Όλοι μας έχουμε υπάρξει ερωτευμένοι έτσι, όχι μια και δυο φορές. Ίσως όμως είναι καιρός να παραδεχθούμε ότι ο έρωτας αυτός μας κούρασε και μας εγκλώβισε. Μας αποστέρησε τη ζωτικότητα, τη δυναμική, τη χαρά, τη μοναδικότητα, το μοίρασμα και την ενσυναίσθηση.
Ας τον εγκαταλείψουμε λοιπόν! Ας απουσιάσουμε από το στημένο ραντεβού!
Αρκεί να είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε το όποιο τίμημα σε μοναξιά -όχι αυτοκρατορική απομόνωση. Και τον υπαρξιακό πόνο της μοναξιάς ποτέ δεν τον βίωσαν οι κλασικά ερωτευμένοι, γιατί ποτέ δεν επέστρεψαν στα πράγματα, ποτέ δεν αναγνώρισαν αυθύπαρκτο νόημα στον κόσμο. Πάντοτε ήθελαν τα πράγματα να έρχονται σε αυτούς. Πάντοτε εκβίαζαν τα πράγματα. Πάντοτε ήθελαν να επινοούν, να κατασκευάζουν τα νοήματα -τα οποία βέβαια στη συνέχεια θα τους διέψευδαν και θα τους απογοήτευαν, θα τους άδειαζαν, παρέχοντάς τους έτσι το τόσο απαραίτητο άλλοθι για την πολυπόθητη αλλά ανομολόγητη, εθελούσια Προσαρμογή στην Πραγματικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου