Ο Αριστοτέλης στο βιβλίο του ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ μας αποκαλύπτει ότι η γνώση του τρόπου λειτουργίας της ψυχής μας, αποτελεί χωρίς αμφιβολία μία γνώση ΙΕΡΗ.
Ας παρακολουθήσουμε την αρχή του αρχαίου κειμένου:
[402a] Τῶν καλῶν καὶ τιμίων τὴν εἴδησιν ὑπολαμβάνοντες,
Το γνωστικό αντικείμενο με το οποίο πρόκειται να ασχοληθούμε, θα μας επιτρέψει να εισέλθουμε σε σημαντικότατες επιστημονικές αποκαλύψεις, οι οποίες θα πρέπει να προσθέσουμε μάλιστα ότι θεωρούνται ιερές!
Είναι πολύ σημαντικό ότι στην εισαγωγή του Περί Ψυχής, στις πρώτες λέξεις με τις οποίες επιλέγει ο Αριστοτέλης να ξεκινήσει την διδασκαλία του, θέλει να μας προϊδεάσει ότι η αποκάλυψη της λειτουργίας της Ψυχής είναι μία εξαιρετικά πολύτιμη γνώση η οποία συνδέεται κατά ανάγκη με το θέμα της ιερότητας.
Αυτό που μας δηλώνει, εμμέσως πλην σαφώς, είναι πως τα όσα πρόκειται να μας αποκαλύψει, είναι μυστηριακές ή μυητικές γνώσεις που αφορούν το πρώτο ίσως σε ιεραρχία θέμα που αφορά την εξελικτική μας πορεία.
μᾶλλον δ’ ἑτέραν ἑτέρας
Θα αποδείξουμε ότι η ανώτερη γνώση, που μπορεί να επιταχύνει την εξέλιξη ενός ανθρώπου, είναι να συνειδητοποιήσει ότι η ζωή του ορίζεται από τον νόμο του διπολισμού.
Παρατηρούμε ότι ο Αριστοτέλης ανάγει από την πρώτη στιγμή το θέμα της έρευνας της ψυχής μας σε καθαρά επιστημονικό επίπεδο, επιδιώκοντας να το συνδέσει με τους νόμους της επιστήμης της φυσικής και αρχικά με τον νόμο του διπολισμού.
Ο νόμος του διπολισμού (ἑτέραν ἑτέρας) ή νόμος των αντιθέτων ή αρχή της αντιφάσεως, είναι γνωστός στον Αριστοτέλη και αναλύεται διεξοδικά στο τρίτο βιβλίο του «Μετά τα φυσικά» Γ’ 3, 1005, β, 11.
Η ακριβής διατύπωση, την οποία οφείλουμε απαραιτήτως να γνωρίζουμε αν θέλουμε να εισέλθουμε στο πνεύμα του Αριστοτέλη είναι η εξής:
«τὸ γὰρ αὐτὸ ἅμα ὑπάρχειν τε καὶ μὴ ὑπάρχειν ἀδύνατον τῷ αὐτῷ καὶ κατὰ τὸ αὐτό καὶ ὅσα ἄλλα προσδιορισαίμεθ’ ἄν, ἔστω προσδιωρισμένα πρὸς τὰς λογικὰς δυσχερείας: αὕτη δὴ πασῶν ἐστὶ βεβαιοτάτη τῶν ἀρχῶν: ἔχει γὰρ τὸν εἰρημένον διορισμόν. ἀδύνατον γὰρ ὁντινοῦν ταὐτὸν ὑπολαμβάνειν εἶναι καὶ μὴ εἶναι, καθάπερ τινὲς οἴονται λέγειν Ἡράκλειτον.»
(Δεν είναι δυνατό, ένα υλικό σώμα να βρίσκεται ταυτόχρονα σε μια συγκεκριμένη στιγμή, σε έναν συγκεκριμένο τόπο, και να μπορεί την ίδια στιγμή να βρίσκεται και κάπου αλλού. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αυτός είναι ο πιο ισχυρός νόμος της φυσικής που υπάρχει, ο οποίος είναι αδύνατον να καταρριφθεί διότι κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο προς την λογική μας, όπως υποστηρίζει άλλωστε και ο Ηράκλειτος.)
Διαπιστώνουμε επομένως ότι ο νόμος του διπολισμού με τον οποίο επιλέγει να ξεκινάει την έρευνά του, δεν είναι απλώς ένας νόμος της φυσικής, αλλά θεωρείται ο πιο ισχυρός νόμος του υπάρχει.
ἢ κατ’ ἀκρίβειαν
Διότι αν κατανοήσουμε τον τρόπο λειτουργίας του νόμου του διπολισμού, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε όχι μόνο με απόλυτη ακρίβεια,
ἢ τῷ βελτιόνων τε καὶ θαυμασιωτέρων εἶναι,
αλλά και με τον πιο εύληπτο και ειλικρινή τρόπο που θα ήταν δυνατό να υπάρξει, το αξιοθαύμαστο γεγονός της ύπαρξης του είναι μας.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η μυστηριακή ιερή γνώση συνδέεται υποχρεωτικά με την ανώτερη επιστημονική γνώση και αυτός ήταν ίσως ο λόγος που διατηρήθηκε με θρησκευτική ευλάβεια κρυμμένη, μακριά από τα βλέμματα των αδαών.
δι’ ἀμφότερα ταῦτα τὴν περὶ τῆς ψυχῆς ἱστορίαν εὐλόγως ἂν ἐν πρώτοις τιθείημεν.
Για να θέσουμε λοιπόν τις βάσεις της έρευνάς μας και να επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε τον τρόπο που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά οι δύο αντίθετες όψεις του διπολισμού, θα πρέπει να εξετάσουμε την εξελικτική διαδρομή της ψυχής μας.
Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η πρώτη ολοκληρωμένη πρόταση του αρχαίου κειμένου του ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ με οποία ήρθαμε σε επαφή, είναι γεμάτη από απροσδόκητες εκπλήξεις.
Βλέπουμε τον Αριστοτέλη να εμφανίζεται μπροστά μας, μεγαλοπρεπής και επιβλητικός, με μία απολύτως φιλική και αποκαλυπτική διάθεση προς τον αναγνώστη που αισθάνεται την ανάγκη να ασχοληθεί με την ανακάλυψη του εαυτού του, επομένως και της ψυχής του.
Η τιμή που μας γίνεται είναι μεγάλη, διότι είναι σαν να βλέπουμε τον μεγάλο δάσκαλο να περίμενε από καιρό να προετοιμαστούμε για αυτήν την συνάντηση μαζί του.
Από την στιγμή που εμείς θεωρούμε ότι είμαστε έτοιμοι, είναι και αυτός διατεθειμένος να συμπορευθεί μαζί μας και να μας οδηγήσει σε έναν ακόμα «περίπατο», όπου κατά την διάρκεια της διαδρομής του θα μας προσφέρει την βοήθειά του, προκειμένου να έρθουμε σε επαφή με την ανώτερη ίσως γνώση που έχει σκοπό να μας μεταφέρει η Φιλοσοφία:
Τον άγνωστο και μυστικό τρόπο λειτουργίας της ψυχής μας!
Ο ίδιος ο Αριστοτέλης μας ανακοινώνει, από την πρώτη μάλιστα σειρά του αρχαίου κειμένου, ότι η γνώση αυτή την οποία σκοπεύει να μας βοηθήσει να αποκαλύψουμε, δεν είναι απλώς η σημαντικότερη που θα μπορούσε να υπάρξει, αλλά επιπλέον είναι μία γνώση σωτήρια, μία γνώση ιερή, επομένως και μυστηριακή!
Είναι όμως δυνατόν να θεωρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης, γνωστός σαν ο Πατέρας της λογικής αποδείξεως και της καθαρής επιστημονικής σκέψης να συσχετίζει την επιστημονική γνώση με απόκρυφες γνώσεις;
Όσο παράδοξο και αν φαίνεται, θα πρέπει να δεχτούμε ότι επιχειρείται εξαρχής μία συνειδητή σύνδεση μεταξύ επιστήμης και εσωτερισμού, η οποία γίνεται όλο και περισσότερο έντονη όσο προχωράμε στο αρχαίο κείμενο.
Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι ο Αριστοτέλης προκειμένου να διαπραγματευτεί αυτό το τόσο δύσκολο θέμα, δεν εμφανίζεται μόνο σαν Φιλόσοφος, αλλά και σαν ένας Αρχιερέας, που θα επιχειρήσει να μας αποκαλύψει την απόκρυφη γνώση που σχετίζεται με τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου, καθώς η επιστήμη και ο εσωτερισμός μπορούν εύκολα να συνυπάρξουν, ειδικά όταν πρόκειται για θέματα που σε μεγάλο βαθμό, παρόλη την πρόοδο των επιστημών παραμένουν ανεξήγητα.
Ωστόσο, αυτή η ιερατική εμφάνιση του Αριστοτέλη και η πρόθεσή του να αναφερθεί σε ιερά θέματα δεν θα πρέπει να μας προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, καθώς ο Διογένης Λαέρτιος στο βιβλίο του «Βίοι Φιλοσόφων» στο ιδιαίτερο κεφάλαιο που αφιερώνει στον Αριστοτέλη, ξεκινάει την αφήγησή του δηλώνοντας ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι σύμφωνα με τις πηγές του, ο Αριστοτέλης θα πρέπει να θεωρείται απόγονος του θεού του κάλλους, της αρμονίας, της μαντικής και της ιατρικής, δηλαδή του ίδιου του… Απόλλωνα!
Σύμφωνα με τον αρχαίο κείμενο η καταγωγή του Αριστοτέλη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού: «Ο Αριστοτέλης ήταν γιος του Νικόμαχου, ο οποίος καταγόταν από το γένος του γιου του Μαχάονα, ο οποίος ήταν γιος του Ασκληπιού που με την σειρά του ήταν γιος του Απόλλωνα».
Διαπιστώνουμε επομένως μία άμεση και συγγενική σχέση του Αριστοτέλη με τον Απόλλωνα, επομένως και με ιερατικά καθήκοντα, η οποία αν και σπανίως αναφέρεται, θα μπορούσε να δικαιολογήσει και να εξηγήσει απολύτως το πρόσωπο με το οποίο εμφανίζεται στο Περί Ψυχής
Ας παρακολουθήσουμε την αρχή του αρχαίου κειμένου:
[402a] Τῶν καλῶν καὶ τιμίων τὴν εἴδησιν ὑπολαμβάνοντες,
Το γνωστικό αντικείμενο με το οποίο πρόκειται να ασχοληθούμε, θα μας επιτρέψει να εισέλθουμε σε σημαντικότατες επιστημονικές αποκαλύψεις, οι οποίες θα πρέπει να προσθέσουμε μάλιστα ότι θεωρούνται ιερές!
Είναι πολύ σημαντικό ότι στην εισαγωγή του Περί Ψυχής, στις πρώτες λέξεις με τις οποίες επιλέγει ο Αριστοτέλης να ξεκινήσει την διδασκαλία του, θέλει να μας προϊδεάσει ότι η αποκάλυψη της λειτουργίας της Ψυχής είναι μία εξαιρετικά πολύτιμη γνώση η οποία συνδέεται κατά ανάγκη με το θέμα της ιερότητας.
Αυτό που μας δηλώνει, εμμέσως πλην σαφώς, είναι πως τα όσα πρόκειται να μας αποκαλύψει, είναι μυστηριακές ή μυητικές γνώσεις που αφορούν το πρώτο ίσως σε ιεραρχία θέμα που αφορά την εξελικτική μας πορεία.
μᾶλλον δ’ ἑτέραν ἑτέρας
Θα αποδείξουμε ότι η ανώτερη γνώση, που μπορεί να επιταχύνει την εξέλιξη ενός ανθρώπου, είναι να συνειδητοποιήσει ότι η ζωή του ορίζεται από τον νόμο του διπολισμού.
Παρατηρούμε ότι ο Αριστοτέλης ανάγει από την πρώτη στιγμή το θέμα της έρευνας της ψυχής μας σε καθαρά επιστημονικό επίπεδο, επιδιώκοντας να το συνδέσει με τους νόμους της επιστήμης της φυσικής και αρχικά με τον νόμο του διπολισμού.
Ο νόμος του διπολισμού (ἑτέραν ἑτέρας) ή νόμος των αντιθέτων ή αρχή της αντιφάσεως, είναι γνωστός στον Αριστοτέλη και αναλύεται διεξοδικά στο τρίτο βιβλίο του «Μετά τα φυσικά» Γ’ 3, 1005, β, 11.
Η ακριβής διατύπωση, την οποία οφείλουμε απαραιτήτως να γνωρίζουμε αν θέλουμε να εισέλθουμε στο πνεύμα του Αριστοτέλη είναι η εξής:
«τὸ γὰρ αὐτὸ ἅμα ὑπάρχειν τε καὶ μὴ ὑπάρχειν ἀδύνατον τῷ αὐτῷ καὶ κατὰ τὸ αὐτό καὶ ὅσα ἄλλα προσδιορισαίμεθ’ ἄν, ἔστω προσδιωρισμένα πρὸς τὰς λογικὰς δυσχερείας: αὕτη δὴ πασῶν ἐστὶ βεβαιοτάτη τῶν ἀρχῶν: ἔχει γὰρ τὸν εἰρημένον διορισμόν. ἀδύνατον γὰρ ὁντινοῦν ταὐτὸν ὑπολαμβάνειν εἶναι καὶ μὴ εἶναι, καθάπερ τινὲς οἴονται λέγειν Ἡράκλειτον.»
(Δεν είναι δυνατό, ένα υλικό σώμα να βρίσκεται ταυτόχρονα σε μια συγκεκριμένη στιγμή, σε έναν συγκεκριμένο τόπο, και να μπορεί την ίδια στιγμή να βρίσκεται και κάπου αλλού. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αυτός είναι ο πιο ισχυρός νόμος της φυσικής που υπάρχει, ο οποίος είναι αδύνατον να καταρριφθεί διότι κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο προς την λογική μας, όπως υποστηρίζει άλλωστε και ο Ηράκλειτος.)
Διαπιστώνουμε επομένως ότι ο νόμος του διπολισμού με τον οποίο επιλέγει να ξεκινάει την έρευνά του, δεν είναι απλώς ένας νόμος της φυσικής, αλλά θεωρείται ο πιο ισχυρός νόμος του υπάρχει.
ἢ κατ’ ἀκρίβειαν
Διότι αν κατανοήσουμε τον τρόπο λειτουργίας του νόμου του διπολισμού, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε όχι μόνο με απόλυτη ακρίβεια,
ἢ τῷ βελτιόνων τε καὶ θαυμασιωτέρων εἶναι,
αλλά και με τον πιο εύληπτο και ειλικρινή τρόπο που θα ήταν δυνατό να υπάρξει, το αξιοθαύμαστο γεγονός της ύπαρξης του είναι μας.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η μυστηριακή ιερή γνώση συνδέεται υποχρεωτικά με την ανώτερη επιστημονική γνώση και αυτός ήταν ίσως ο λόγος που διατηρήθηκε με θρησκευτική ευλάβεια κρυμμένη, μακριά από τα βλέμματα των αδαών.
δι’ ἀμφότερα ταῦτα τὴν περὶ τῆς ψυχῆς ἱστορίαν εὐλόγως ἂν ἐν πρώτοις τιθείημεν.
Για να θέσουμε λοιπόν τις βάσεις της έρευνάς μας και να επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε τον τρόπο που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά οι δύο αντίθετες όψεις του διπολισμού, θα πρέπει να εξετάσουμε την εξελικτική διαδρομή της ψυχής μας.
Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η πρώτη ολοκληρωμένη πρόταση του αρχαίου κειμένου του ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ με οποία ήρθαμε σε επαφή, είναι γεμάτη από απροσδόκητες εκπλήξεις.
Βλέπουμε τον Αριστοτέλη να εμφανίζεται μπροστά μας, μεγαλοπρεπής και επιβλητικός, με μία απολύτως φιλική και αποκαλυπτική διάθεση προς τον αναγνώστη που αισθάνεται την ανάγκη να ασχοληθεί με την ανακάλυψη του εαυτού του, επομένως και της ψυχής του.
Η τιμή που μας γίνεται είναι μεγάλη, διότι είναι σαν να βλέπουμε τον μεγάλο δάσκαλο να περίμενε από καιρό να προετοιμαστούμε για αυτήν την συνάντηση μαζί του.
Από την στιγμή που εμείς θεωρούμε ότι είμαστε έτοιμοι, είναι και αυτός διατεθειμένος να συμπορευθεί μαζί μας και να μας οδηγήσει σε έναν ακόμα «περίπατο», όπου κατά την διάρκεια της διαδρομής του θα μας προσφέρει την βοήθειά του, προκειμένου να έρθουμε σε επαφή με την ανώτερη ίσως γνώση που έχει σκοπό να μας μεταφέρει η Φιλοσοφία:
Τον άγνωστο και μυστικό τρόπο λειτουργίας της ψυχής μας!
Ο ίδιος ο Αριστοτέλης μας ανακοινώνει, από την πρώτη μάλιστα σειρά του αρχαίου κειμένου, ότι η γνώση αυτή την οποία σκοπεύει να μας βοηθήσει να αποκαλύψουμε, δεν είναι απλώς η σημαντικότερη που θα μπορούσε να υπάρξει, αλλά επιπλέον είναι μία γνώση σωτήρια, μία γνώση ιερή, επομένως και μυστηριακή!
Είναι όμως δυνατόν να θεωρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης, γνωστός σαν ο Πατέρας της λογικής αποδείξεως και της καθαρής επιστημονικής σκέψης να συσχετίζει την επιστημονική γνώση με απόκρυφες γνώσεις;
Όσο παράδοξο και αν φαίνεται, θα πρέπει να δεχτούμε ότι επιχειρείται εξαρχής μία συνειδητή σύνδεση μεταξύ επιστήμης και εσωτερισμού, η οποία γίνεται όλο και περισσότερο έντονη όσο προχωράμε στο αρχαίο κείμενο.
Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι ο Αριστοτέλης προκειμένου να διαπραγματευτεί αυτό το τόσο δύσκολο θέμα, δεν εμφανίζεται μόνο σαν Φιλόσοφος, αλλά και σαν ένας Αρχιερέας, που θα επιχειρήσει να μας αποκαλύψει την απόκρυφη γνώση που σχετίζεται με τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου, καθώς η επιστήμη και ο εσωτερισμός μπορούν εύκολα να συνυπάρξουν, ειδικά όταν πρόκειται για θέματα που σε μεγάλο βαθμό, παρόλη την πρόοδο των επιστημών παραμένουν ανεξήγητα.
Ωστόσο, αυτή η ιερατική εμφάνιση του Αριστοτέλη και η πρόθεσή του να αναφερθεί σε ιερά θέματα δεν θα πρέπει να μας προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, καθώς ο Διογένης Λαέρτιος στο βιβλίο του «Βίοι Φιλοσόφων» στο ιδιαίτερο κεφάλαιο που αφιερώνει στον Αριστοτέλη, ξεκινάει την αφήγησή του δηλώνοντας ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι σύμφωνα με τις πηγές του, ο Αριστοτέλης θα πρέπει να θεωρείται απόγονος του θεού του κάλλους, της αρμονίας, της μαντικής και της ιατρικής, δηλαδή του ίδιου του… Απόλλωνα!
Σύμφωνα με τον αρχαίο κείμενο η καταγωγή του Αριστοτέλη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού: «Ο Αριστοτέλης ήταν γιος του Νικόμαχου, ο οποίος καταγόταν από το γένος του γιου του Μαχάονα, ο οποίος ήταν γιος του Ασκληπιού που με την σειρά του ήταν γιος του Απόλλωνα».
Διαπιστώνουμε επομένως μία άμεση και συγγενική σχέση του Αριστοτέλη με τον Απόλλωνα, επομένως και με ιερατικά καθήκοντα, η οποία αν και σπανίως αναφέρεται, θα μπορούσε να δικαιολογήσει και να εξηγήσει απολύτως το πρόσωπο με το οποίο εμφανίζεται στο Περί Ψυχής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου