Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν τέλεια συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ ἐγκαθίδρυση τῆς δημοκρατίας σὲ μία πόλη τόσο πολυάνθρωπη ὄσο ἡ δική τοὺς ἦταν μεγάλος νεωτερισμός. Ἦταν ὑπερήφανοι για τὸ σύνταγμά τούς. Ἀπὸ τὰ τρία καθεστῶτα πού χαρακτήριζαν τοὺς Ἕλληνες ἕνα μόνο φαινόταν νὰ ἁρμόζει στήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια: αὐτό πού ἀντέτασσε τὴν ἀρχὴ τῆς ἰσότητας στήν ἀρχή τῆς ὀλιγαρχίας καὶ ὑπεράσπιζε τὸ δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν τυραννία. Ἐλευθερία, Ἰσότητα, ἦταν κυριολεκτικὰ τὸ ἔμβλημα τῶν Ἀθηναίων· πρόσθεσαν τὴν ἀδερφοσύνη, κάτω ἀπὸ τή λέξη φιλανθρωπία. Mέ αἴσθημα ὑπερηφάνειας σύγκριναν τὴν πόλη τούς μὲ ὅλες τὶς ἄλλες, καὶ εἰδικὰ μὲ τή Σπάρτη, πρὸς τὴν ὁποία στρέφονταν μὲ νοσταλγία ὅλοι οἱ ἀντίπαλοι τῶν ἰδεῶν πού ἦταν ἀγαπητὲς σ’ αὐτούς. Πιθανότατα οἱ δημόσιοι ἄνδρες καί οἱ Ἀθηναῖοι ποιητὲς ὑπερέβαλλαν σὲ ἐπαίνους, ὅταν μιλοῦσαν για τὸ πολίτευμά τούς· ἀλλὰ κι αὐτὸς ὁ λυρισμὸς ἔχει ἱστόρικὴ ἀξία: τέτοιες διαχύσεις αἲσθἡμάτων μᾶς ἀποκαλύπτουν τὴν ψυχή ἑνὸς λαοῦ· ὑπάρχουν ἐνθουσιασμοὶ πού μαρτυροῦν ἕνα ἰδεῶδες.

Τὸ ἀθηναϊκο ἰδεῶδες κανένας ἄλλος δὲν τὸ παρουσίασε μὲ εὐγλωττία πιὸ μεγαλειώδη καί πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸν Θουκυδίδη. Ὁ ἱστόρικὸς προσέχει καλὰ νὰ μὴ μιλήσει γιά λογαριασμὸ του· δὲν θὰ ἦταν εἰλικρινής, ἀφοῦ δὲν αἰσθανόταν καμιὰ τρυφερότητα γιὰ τὴν πολιτικὴ τῆς χώρας του. Ἔτσι, αὐτό τὸ θαυμάσιο σχόλιο, τοῦ ὁποίου ἡ κάθε λέξη εἶναι σὰν ἕνα χρυσὸ μεταλλιο μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀθηνᾶς Πολιάδας, τὸ ἀποδίδει στόν φίλο τοῦ Ἀναξαγόρα, τὸν ἐμψυχωτή τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας, τὸν «Ὀλύμπιο» πού ὑπέταξε, ἐπὶ τριάντα χρόνια, τὶς καθημερινὲς μικρότητες τῆς ἀγορᾶς: στόν Περικλη.

Ἐπιφορτισμένος νὰ ἐκφωνήσει τὸν ἐπιτάφιο τῶν πολεμιστῶν πού πέθαναν γιὰ τὴν πατρίδα, ὁ ρήτορας δηλώνει ὅτι, χωρὶς να χρονοτριβήσει στὸν ἔπαινο ὅλων ἐκείνων πού, στό παρελθὸν ἤ στὸ παρόν, συνέβαλαν στὸ μεγαλεῖο τῆς Ἀθηνᾶς, θὰ ἐξετάσει τούς θεσμοὺς καὶ τὰ ἤθη πού συνιστοῦν τή βασική αἰτία τῆς δὺναμης καὶ τῆς εὐημερίας της.

«Τὸ πολίτευμά μας, βεβαιώνει ἀρχίζοντας, δὲν ἔχει τίποτε νὰ ζηλέψει ἀπὸ τοὺς νόμους τῶν γειτόνων· γεγονὸς εἶναι ὅτι ἀποτελοῦμε παράδειγμα γιὰ μερικούς, παρὰ ὅτι ἔχουμε μιμηθεῖ ἄλλους. Τὸ ὄνομὰ του εἶναι δημοκρατία, γιατὶ σκοπεύει στὸ συμφέρον ὄχι μιᾶς μειοψηφίας, ἀλλὰ τοῦ πιὸ μεγάλου ἀριθμοῦ.» Πρώτη του ἀρχὴ ἔχει τὴν ἰσότητα. Στήν ἰδιωτικὴ ζωὴ ὁ νόμος δὲν κάνει καμία διάκριση ἀνάμεσα στοὺς πολίτες. Στή δημόσια ζωὴ ἡ ὑπόληψη δὲν συνδέεται οὔτε μὲ τὴν καταγωγὴ οὔτε μὲ τὴν περιουσία, ἀλλά μόνο μὲ τὴν ἀξία, καί δὲν εἶναι οἱ κοινωνικὲς διακρίσεις, ἀλλὰ ἡ ἀρμοδιότητα καὶ ἡ ἰδιοφυία πού ἀνοίγουν τὸ δρόμο στίς τιμές. Μία τέτοια ἀντίληψη γιὰ τὴν ἰσότητα, πού ἀφήνει τὸ πεδίο ἀνοιχτὸ στήν προσωπικὴ ἀξία, δὲν βλάπτει καθόλου τὴν ἐλευθερία. Καθένας εἶναι ἐλεύθερος στίς πράξεις του, χωρὶς νὰ φοβάται οὔτε φιλύποπτη περιέργεια οὔτε ἀποδοκιμαστικὰ βλέμματα. Ἀλλὰ ἡ ἐλευθερία τῶν ἀτόμων ἔχει ὡς ὅρια τὰ δικαιώματα τοῦ κράτους, τὴν ὑποχρέωση τῶν πολιτῶν νὰ πειθαρχοῦν. Ἡ δημόσια τάξη ἐπιβάλλει τὴν ὑποταγὴ στίς καθιερωμένες ἐξουσίες, τὴν ὑπακοὴ στοὺς νόμους, κυρίως στούς νόμους τῆς ἀδερφοσύνης, πού ἑξασφαλίζουν τὴν προστασία τῶν ἀδυνάτων, καί στούς ἄγραφους νόμους πού πηγάζουν ἀπὸ τὴν καθολικὴ συνείδηση.

Ἕνα τέτοιο πολίτευμα δαψιλεύει σὲ ὅλους ἀναρίθμητες εὐεργεσίες. Ἡ ζωὴ ἔχει περισσοτέρη γοητεία στήν Ἀθήνα παρὰ ὁπούδήποτε ἀλλοῦ: οἱ περιοδικὲς ἐορτὲς ξεκουράζουν τὸ μυαλό, καὶ τὸ θαλάσσιο ἐμπόριο κάνει νὰ συρρέουν προϊόντα ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο. Αὐτό δὲν ἐμποδίζει τή μαθητεία στα πολεμικά. Ἀλλὰ ὅλα γίνονται σὲ ἄπλετο φῶς, χωρὶς μυστήριο καὶ χωρὶς καταναγκασμό. Δὲν ὑπάρχουν νόμοι πού νὰ ἀποκλείουν τοὺς ξένους ἀπὸ τὴν πόλη· δὲν ὑπάρχουν ἐπίπονες ἀσκήσεις πού νὰ καθιστοῦν τὴν ἀνδρεία ἀρετὴ πού διδάσκεται· τὸ φυσικὸ θάρρος εἶναι ἀρκετό στούς Ἀθηναίους γιὰ νὰ φανοῦν, σὲ ὦρες δοκιμασίας, ἐφάμιλλοι τῶν ἐχθρῶν, τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ εἶναι μιὰ ἀτέρμονη καταπόνηση.

Καί νὰ ἄλλοι τίτλοι δόξας: Φιλοκαλλοῦν χωρίς ὑπερβολικὲς δαπάνες· καλλιεργοῦν τὴν ἐπιστήμη χωρὶς νὰ χάνουν τίποτε ἀπό τή δραστηριότητά τους. Γι’ αὐτοὺς ὁ πλοῦτος δὲν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο μεγαλαυχίας, ἀλλὰ ὄργανο ἐργασίας, καὶ ἡ φτώχεια δὲν εἶναι ντροπὴ παρὰ ὅταν δὲν κάνουν τίποτε γιὰ νὰ ἁπαλλαγοῦν ἀπὸ αὐτήν. Πῶς τέτοιοι ἄνθρωποι δὲν θὰ ἦταν ἄξιοι να φροντίζουν συγχρόνως τὰ συμφέροντά τους καί τὰ συμφέροντα τῆς πόλης τους; Στήν Ἀθήνα οἱ ἄνθρωποί πού ἐργάζονται καταλαβαίνουν ἀπὸ πολιτική, καὶ ὅποιος μένει ἔξω ἀπὸ τὰ δημόσια πράγματα θεωρεῖται ἄχρηστος. Ἑνωμένοι σὲ ἕνα σῶμα, οἱ πολίτες ξέρουν νὰ κρίνουν σωστὰ καί νὰ παίρνουν τίς ἀποφάσεις πού πρέπει, γιατὶ δὲν νομίζουν ὅτι ὁ λόγος εἶναι βλαβερὸς στήν πράξη, καὶ θέλουν, ἀντίθετα, νὰ χυθεῖ φῶς μὲ τή συζητηση. Ἐνῶ ἀλλοῦ ἡ τόλμη εἶναι ἀποτέλεσμα ἀγνοίας καί ἡ σκέψη αἰτία ἀναποφασιστικότητας, ἡ Ἀθήνα ἑξασκεῖται στήν τόλμη μὲ τή σκέψη.

Ἕνα τελευταῖο χαρακτηριστικὸ πού τὴν ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔθνη εἶναι ἡ γενναιοδωρία της. Προσφέρει τίς ὑπηρεσίες της χωρὶς ὑπολογισμό, χωρὶς ὑστεροβουλία, καὶ μὲ τὴν ἐμμονὴ της στὸ νὰ ἐξυπηρετεῖ προλαμβάνει τή χαλάρωση τῆς εὐγνωμοσύνης. «Μὲ λίγα λόγια, συμπεραίνει ὁ Περικλῆς, ἡ Ἀθήνα ἀποτελεῖ τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν» (τὸ σχολεῖο τῆς Ἑλλάδας).

Μόλο πού αὐτές οἱ ἀντιλήψεις εἶναι πολὺ ὡραῖες καὶ πολὺ συστηματοποιημένες, γιὰ νὰ δώσουν μιά πιστὴ καί πλήρη εἰκόνα τῆς πραγματικότητας, ὅμως ρίχνουν ἕνα κολακευτικὸ φῶς πάνω της, χωρὶς νὰ τὴν παραμορφώνουν. Αὐτό πού ἐντυπωσιάζει περισσότερο σ’ αὐτὰ τὰ κεφάλαια τοῦ Θουκυδίδη δὲν εἶναι οἱ σκὲψεις πάνω στή δημοκρατικὴ ἰσότητα, γιατὶ εἶναι συνηθισμένες καὶ θυμίζουν τοὺς κοινοὺς τόπούς πάνω στήν ἰσονομία, γιὰ τοὺς ὁποίους καμαρώνουν ὁ Ἡρόδοτος καί ὁ Εὐριπίδης. Αὐτὸ πού ἀξίζει νὰ ἐπισύρει τὴν προσοχὴ εἶναι οἱ ἰδέες γιά τίς σχέσεις κράτούς καί ἀτόμου. Σ’ αὐτές βρίσκει κανεὶς ἀξιώματα πού θὰ ἔλεγε ὅτι ἐνέπνευσαν τή Διακηρύξη τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου. Ἡ πολιτικὴ ἐλευθερία δὲν εἶναι παρὰ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας πού ἀπολαμβάνουν ὅλοι οἱ πολίτες στήν ἰδιωτικὴ τους ζωή. Ποῦ εἶναι λοιπὸν αὐτή ἡ καταπίεση πού τοὺς ἔκανε νὰ νιώθουν, σύμφωνα μὲ μιὰ διαδομένη προκατάληψη, ἡ παντοδυναμία τῆς πόλης; Συνηθισμένοι νὰ ζοῦν ὅπως τοὺς ἀρέσει, ἐπεμβαίνουν χωρὶς δυσκολία, ἐὰν θέλουν, στίς συζητήσεις πού διαφωτίζουν τίς κοινὲς ἀποφάσεις. Αὐτό ἐννοοῦσε καὶ ὁ Εὐριπίδης, ὅταν ἔβαζε τὸν Θησέα, τὸν ἥρωα τῆς δημοκρατίας, να λέει: «ἡ ἐλευθερία εἶναι τοῦτο: Ὅποιος θέλει νὰ δώσει μία καλή γνώμη στήν πόλη, ἂς βγει μπροστὰ καὶ ἂς μιλησει. Καθένας μπορεῖ, κατὰ τή διαθεσή του, νὰ προβληθεῖ ἐκφράζοντας μία γνώμη ἤ νὰ σιωπήσει. Ὑπάρχει ὡραιότερη ἰσότητα γιὰ τοὺς πολίτες;»· Τέλος, μὲ ὄλες αὐτές τίς ἀρχές, ἡ ἀθηναϊκή δημοκρατία τοῦ 5ου αἰώνα τείνει νὰ κρατήσει μία σωστὴ ἰσορροπία ἀνάμεσα στή νόμιμη ἐξουσία τοῦ κράτους καί στὰ φυσικὰ δικαιώματα τοῦ ἀτόμου.

Ἀλλὰ σ’ αὐτὸν τὸ λαμπρὸ πίνακα ἀντιπαρατίθεται ἕνας ἄλλος μὲ ζοφερὰ χρώματα. Οἱ ἴδιοι οἱ συγγραφεῖς πού πλέκουν ἐγκώμια, παρουσιάζουν καί αὐστηρές κριτικές. Στόν Ἡρόδοτο, ἀφοῦ ὁ Ὀτάνης μίλησε ὑπὲρ τῆς δημοκρατίας, ὁ Μεγάβυζος τοῦ ἀπαντᾶ μὲ σφοδρότητα; «Ὁ λαὸς δέν ἔχει καθόλου πρακτικὸ αἴσθημα· εἶναι πιὸ κουτὸς καί ὑπερβολικὸς ἀπ’ ὁτιδήποτε ἄλλο στόν κόσμο… Ὁ τύραννος, τουλάχιστον, ξέρει τι κάνει· ὁ λαὸς δεν ξέρει. Καί πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ξέρει, ἀφοῦ δὲν ἔχει οὔτε μόρφωση οὔτε φυσικὴ κρίση γιὰ τὸ ὡραῖο καί τὸ καλό; Ὁρμᾶ σὲ ἐγχειρήματα καὶ τὰ προωθεῖ χωρὶς σκέψη, ὅπως ἕνας χείμαρρος τὸ χειμώνα». Στήν τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη, ὁ ξένος, στὸν ὀποῖο ἀπαντᾶ ὁ Θησέας, κατηγορεῖ «τοὺς ρήτορες πού ἐξάπτουν τὰ πλήθη καὶ τὰ παρασύρουν πρὸς ὄλες τίς κατευθύνσεις γιὰ τὸ προσωπικὸ τους συμφέρον, σήμερα γεμάτοι γοητεία καί τέρποντάς τους, αὔριο βλαβεροί, ἀργότερα συγκαλύπτοντας τὰ λάθη τους μέ τίς συκοφαντίες γιὰ να ἀποφύγουν τὴν τιμωρία». Ἀκόμη καὶ χωρίς τή δημαγωγία, ἡ δημοκρατία τοῦ φαίνεται ἀδικαιολόγητη· γιατὶ «πῶς ὁ λαός, ἀνίκανος γιὰ ἕνα σωστὸ συλλογισμό, θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει τὴν πόλη στὸ σωστὸ δρόμο;» Ὅσο γιὰ τὸν Θουκυδίδη, δίνει ἀντίστοιχα στὸ πορτρέτο τοῦ Περικλῆ τὸ πορτρέτο τοῦ Κλέωνα, καὶ κάνει τὸν Ἀλκιβιάδη να λέει: «Οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι ξέρουν τί ἀξίζει ἡ δημοκρατία(…): δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ καινούριο νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ μιὰ ἀναγνωρισμένη ἀνοησία».· Οἱ ἀποφασισμένοι ὅμως νὰ δοῦν τὰ ὑπὲρ καὶ τὰ κατὰ πού ἔδωσαν στήν ἀθηναϊκή δημοκρατία τὰ πιὸ σκληρὰ χτυπήματα δὲν εἶναι οἱ ἱστόρικοὶ καί οἱ ποιητές, ἀλλὰ ἕνας πολιτικός, ἕνας δηλωμένος ἀντίπαλος, ὁ ἀνώνυμος συγγραφέας μιᾶς Ἀθηναϊκής πολιτείας πού γιὰ καιρὸ θεωρήθηκε ἔργο τοῦ Ξενοφώντα. Ὁ λίβελος αὐτός, γραμμένος πιθανότατα τὸ 424, εἶναι ἔργο ἑνὸς ἀγέρωχου ἀριστοκράτη, ἑνὸς ψυχροῦ θεωρητικοῦ πού μιλάει σὲ μιὰ ἀριστοκρατικὴ ἑταιρεία. Ἀναπτύσσει τὶς σκέψεις του μὲ μία λογικὴ ἀτάραχη, ἀρκετὰ ἥρεμος ὥστε νὰ κάνει μιὰ διεισδυτική ἀνάλυση τοῦ πολιτεύματος πού ἀπεχθάνεται χωρὶς νὰ ἀφήνει τὸ μίσος νὰ θολώνει τὴν κρίση του, τόσο ὅμως μνησίκακος καὶ τόσο φανατικός, πού δὲν τὰ βάζει μὲ τοὺς δημοκρατικούς, ἐχθροὺς μὲ τοὺς ὁποίους δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ συνεννοηθεῖ λογικά, ἀλλὰ περιορίζεται ἁπλῶς στὸ νὰ διαλύσει τίς αὐταπάτες τῶν μετριοπαθῶν ὀλιγαρχικῶν. Τὶ τρέλα νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι ἡ δημοκρατία μπορεῖ νὰ βελτιωθεῖ! Εἶναι ἀπαίσια γιατὶ ἀκολουθεῖ τή φύση της, καὶ μένει πιστὴ στίς ἀρχὲς της γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάμει διαφορετικά. Ἡ δημοκρατικὴ ἰσότητα, ἡ ὑπεροχὴ τοῦ ἀριθμοῦ ἔχει ἀναπόφευκτη συνέπεια τὴν ἀδυναμία τῶν καλῶν καὶ τὴν κυριαρχία τῶν κακῶν. Δὲν ὑπάρχει μεταρρύθμιση πού μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὸ πλῆθος νὰ ζεῖ στήν ἀμάθεια, στήν ἀπειθαρχία, στήν ἀτιμία, «γιατὶ ἡ φτώχεια ὠθεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ ταπεινὲς πράξεις, ἀπὸ ἔλλειψη ἀγωγῆς καί μόρφωσης, ὀφειλόμενη στήν ἀχρηματία». Ἡ δημοκρατικὴ κυβέρνηση ἀναδείχνει τὰ χειρότερα στοιχεῖα τῆς πολιτείας: νὰ τὸ πρωταρχικὸ καὶ ἀναγκαῖο γεγονός.

«Δὲν θὰ ἔπρεπε, θὰ πεῖ κανείς, νὰ ἐπιτρέπεται σὲ ὅλους ἀδιακρίτως νὰ παίρνουν τὰ λόγο στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου καὶ να ἐκλέγονται βουλευτές, ἀλλὰ μόνο σὲ ἐκείνους πού ἔχουν τή μεγαλύτερη εὐθυκρισία καὶ τὸ μεγαλύτερο τάλαντο. Ὡστόσο εἶναι μιὰ ἀξιοθαύμαστα σωστὴ ἰδέα τὸ νὰ ἀφήνει κανεὶς νὰ μιλᾶ ὁ ὄχλος. Ἂν μόνο οἱ εὐυπόληπτοι εἶχαν δικαίωμα νὰ μιλοῦν καὶ νὰ γίνονται βουλευτές, αὐτό θὰ ἦταν καλὸ γιὰ τούς ὁμοίους τους καὶ ὄχι γιὰ τὸ λαό. Ἀντίθετα, ὅταν ὁ πρῶτος τυχών μπορεῖ να σηκωθεῖ καὶ νὰ πάρει τὸ λόγο, βρίσκεται πάντοτε ἕνας κακομοίρης πού θὰ ἀνακαλύψει τι εἶναι καλὸ γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὁμοίους του. Ἀλλά, θὰ ἀντιτάξει κανείς, πῶς ἕνα τέτοιο ἄτομο μπορεῖ νὰ εἶναι κριτὴς τοῦ συμφέροντός του καὶ τοῦ συμφέροντος τοῦ λαοῦ; Πάντως, οἱ ἄνθρωποι αὐτοῦ τοῦ εἴδους καταλαβαίνουν καλὰ ὅτι ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀτιμία ἑνὸς ἀνθρώπου πού ἀνήκει στήν ἴδια παράταξη μὲ αὐτοὺς εἶναι πιὸ ὠφέλιμη γι’ αὐτοὺς ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τή φρόνηση τοῦ τιμίου ἀνθρώπου, πού ὅμως δὲν αἰσθάνεται γι’ αὐτοὺς παρὰ μόνο ἀντιπάθεια. Ἄ! τὰ ἰδεώδη τῆς πόλης δὲν πραγματοποιοῦνται μὲ τέτοια ἤθη· ὡστόσο δεν ὑπάρχει καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ διατηρηθεῖ ἡ δημοκρατία. Τὸ λαὸ δὲν τὸν ἐνδιαφέρει νά ἔχει ἡ πόλη καλοὺς νόμους, ἐὰν πρέπει νὰ ὑποταχτεῖ σ’ αὐτούς: θέλει νὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ νὰ κυβερνᾶ· μετὰ ἀπ’ αὐτό, τὸ νὰ εἶναι κακοὶ οἱ νόμοι εἶναι τὸ τελευταῖο πού τὸν νοιάζει.» Αὐτὸς ὁ μονόλογος εἶναι κυνικός. Ὅταν ὁ λιβελογράφος ὑποστηρίζει ὅτι τὸ πλῆθος προκαλεῖ τὸ κακό, ὄχι ἀπὸ παραφορά ἤ ἀπὸ λάθος, ἀλλὰ ἀπὸ μοιραία ὑπακοὴ στὸ νόμο τοῦ πολιτεύματος, καὶ ἁπλούστατα γιατὶ τὸ κακὸ εἶναι αὐτό πού τὸ ὠφελεῖ, δὲν ἔχει πρόθεση νὰ προκαλέσει τὸ γέλιο μὲ μιὰ δηκτικὴ εἰρωνεία, ἀλλὰ νὰ πείσει μὲ μιὰ ὀξεία παρατήρηση. Θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του ἀμερόληπτο. Καὶ πράγματι εἶναι ἀμερόληπτος κάθε φορὰ πού δὲν φοβάται ὅτι ἡ ἀλήθεια θὰ βλάψει τὴν ἐπιχειρηματολογία του. Ἂν καὶ χλευάζει τίς ὑπερβάσεις τῆς ἀθηναϊκης δικαιοσύνης, ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ μεγάλος ἀριθμὸς τῶν δικαστῶν πού ἀποτελοῦν κάθε δικαστήριο ἐμποδίζει τὶς ραδιουργίες καὶ τή δωροδοκία, καὶ παραδέχεται ὅτι μὲ ἕνα ἄλλο σύστημα θὰ εἶχαν λιγότερο δίκαιες ἀποφάσεις. Λυπάται ἄλλωστε – ὑπάρχει μεγαλύτερος ἔπαινος ἀπὸ μιὰ τέτοια λύπη; – πού ἡ ἀθηναϊκή δημοκρατία διαπράττει τόσο λίγες ἀδικίες, ὥστε δὲν αὐξάνει τή στρατιά τῶν δυσαρεστημένων.

Αὐτή ἡ θεωρία ταίριαζε ὡς πρὸς τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ της σὲ φιλοσόφους πού δὲν ἀναγνώριζαν νόμιμα πρωτεῖα παρὰ μόνο στήν εὐφυία.

Ὁ ὀρθολογισμὸς τοῦ Σωκράτη ἔβρισκε πολλοὺς στόχους για τὴν κριτικὴ του στή δημοκρατία τῆς ἐποχῆς του. Δὲν αἰσθανόταν ἴχνος σεβασμοῦ γιὰ μιὰ συνέλευση τὴν ὁποία «ἀποτελοῦσαν γναφεῖς, ὑποδηματοποιοί, χτίστες, τεχνίτες τοῦ μετάλλου, γεωργοί, μεταπράτες, πλανόδιοι ἔμποροι, παλαιοπῶλες». Ὄχι γιατὶ περιφρονοῦσε τίς χειρωνακτικὲς ἐργασίες, αὐτός, γιὸς βιοτέχνη, πού δὲν ἀγαποῦσε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ ξυπνάει τὰ μυαλὰ μέσα στὰ μαγαζιὰ καὶ στήν ἀγορὰ· ἀλλὰ ἦταν πεπεισμένος πώς δὲν ὑπάρχει ἀξία καὶ ἀρετή· παρὰ μόνο στή γνώση, καὶ τρόμαζε νὰ βλέπει τὴν πόλη νὰ κυβερνᾶται ἀπὸ τὴν ἄγνοια. Ἡ κλήρωση τῶν ἀρχόντων τοῦ φαινόταν καθαρὸς παραλογισμός. Καταλαβαίνει λοιπὸν κανεὶς ἀρκετὰ καλὰ πώς ὁ Σωκράτης κατηγορηθηκε ἀπὸ κάποιον Ἄνυτο ὅτι περιφρονεῖ τοὺς νόμους. Ὡστόσο διαμαρτυρόταν ὅτι δὲν εἶχε ποτε σκεφτεῖ νὰ ἀνατρέψει τοὺς θεσμοὺς τῆς πόλης μὲ τή βία. Καὶ πραγματικά, ἔτρεφε κάποια ἀδυναμία πρὸς τὴν ἀθηναϊκη δημοκρατία· ὁμολογοῦσε μὲ χαριτωμένη ἀθωότητα ὅτι δὲν εἶχε καμιὰ διάθεση νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πατρίδα του, γιὰ νὰ προσαρμόσει τή συμπεριφορά του στή θεωρία του. Μάταια ἐπαινοῦσε διαρκῶς τὰ πολιτεύματα τῆς Λακεδαίμονας καὶ τῆς Κρήτης· δὲν ἐνιωσε τὴν παραμικρὴ ἐπιθυμία νὰ πάει νὰ τὰ δεῖ ἀπὸ κοντά. Συνεπής μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀναγνώριζε ὅτι μὲ τὸ νὰ ἐπιμένει κανεὶς νὰ ἀνήκει σὲ μιὰ κοινότητα, ὅταν εἶναι ἐλεύθερος νὰ φύγει, εἶναι σὰν σιωπηρὴ δέσμευση νὰ σέβεται τοὺς νόμους αὐτῆς τῆς κοινότητας καί, ἄλλωστε, «πῶς θὰ ἄρεσε μιὰ πόλη σὲ κάποιον πού δεν ἀγαποῦσε τοὺς νόμους της;» Δὲν ἐννοοῦσε ἐξάλλου νὰ συμπεριφέρεται σὰν ἀπόδημος τοῦ ἐσωτερικοῦ. Στὸ πρόσωπο τοῦ Περικλη θαύμάζε τὸν ἰδεώδη ρήτορα· ἀλλὰ καὶ ἐπιθυμοϋσε ὁ κάθε πολίτης νὰ συμβάλει ὥστε νὰ διατηρηθεῖ ὑψηλὰ τὸ ὄνομα τῆς Ἀθήνας στὸ ἐξωτερικό. Θεωροῦσε καθῆκον του νὰ μετέχει στήν πολιτικὴ ζωή: ἔγινε βουλευτὴς καὶ ἔδωσε, ὡς πρύτανης, ἕνα λαμπρὸ παράδειγμα πολιτικοῦ θάρρους, ἀντιτάσσοντας τὸ μεγαλεῖο τῶν νόμων σὲ μιὰ συνέλευση πού παραληροῦσε.

Ὁ ἀληθινὸς Σωκράτης φαίνεται νὰ ἦταν αὐτὸς τὸν ὁποῖο παρουσιάζει ὁ Ξενοφῶν στὰ Ἀπομνημονεύματα: δὲν παραδέχεται ὅτι ὁ ἔμπειρος Χαρμίδης μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τίς ὑπηρεσίες του στήν πατρίδα· κατηγορεῖ τή δειλία τοῦ πολίτη πού θέλει νὰ συμβουλεύει περιστασιακὰ τοὺς ἄρχοντες καὶ νὰ παρουσιάζεται ὡς ὁ καλὸς ὁμιλητὴς στίς ἀριστοκρατικές λέσχες ἀλλὰ νιώθει τρομαγμένος μπροστὰ στίς λαϊκὲς μάζες. Ὄχι αὐτός, ἀλλὰ ἕνας μαθητὴς πού πρόδωσε τή σκέψη του δήλωσε ὅτι ἡ περίπτωση τῆς Ἀθήνας εἶναι ἀπελπιστική, καὶ κάθε ἐπέμβαση θὰ εἶχε μοναδικὸ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγήσει στὸ θάνατο ὅποιον τὴν ἐπιχειροῦσε, καὶ ὅτι ἡ θέση ἑνὸς ἀνθρώπού ἀποφασισμένου νὰ πολεμήσει τὴν ἀδικία χωρὶς νὰ θυσιαστεῖ ἄδικα εἶναι στήν ἰδιωτικὴ καὶ ὄχι στη δημόσια ζωή. Ό Πλάτωνας, πραγματικά, ἀπαγγέλλει κατὰ τῆς δημοκρατίας γενικὰ μιὰ καταδίκη χωρὶς ἐπιφυλάξεις. Παίρνει τὸν ἀντίποδα στή θεωρία πού διατύπωσε ὁ Περικλῆς τοῦ Θουκυδίδη. Ἡ ἐλευθερία ἕνα καλό; ἀκριβῶς αὐτή εἶναι ἡ αἰτία κάθε κακοῦ. Ἡ ἀθηναϊκή πολιτεία ἕνα πρότυπο; ὄχι· οἱ νομοθεσίες τῆς Σπάρτης καὶ τῆς Κρήτης εἶναι αὐτές πού πλησιάζουν περισσότερο τὸ στόχο ὅπου πρέπει νὰ ἀποβλέπει κανείς. Πρέπει νὰ βασιλεύει ἡ τάξη στίς πόλεις, ὅπως καὶ στίς ψυχὲς· πρέπει νὰ ἑξαφανιστοῦν οἱ ἀτομικές διαφοροποιήσεις, νὰ προγραφοῦν οἱ ἰδιοτυπίες, να γίνει δυνατὸ νὰ σκέφτονται ὅλοι κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο γιὰ ὅλα τὰ πράγματα. Καὶ αὐτό θὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο ὅταν ἡ κάστα τῶν φιλοσόφων – μὲ τή βοήθεια τῶν πολεμιστῶν καὶ ἐλευθερωμένη ἀπὸ κάθε ἐγωισμό, μέσο τῆς κοινοκτημοσύνης τῶν ἀγαθῶν, τῶν γυναικὼν καὶ τῶν παιδιών – κυριαρχήσει στήν ἀπαίδευτη μάζα τῶν ἐργατῶν. Ἡ δημοκρατία εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντιθετο ἀπ’ αὐτό τὸ ἰδεῶδες. Εἶναι τὸ καθεστὼς τοῦ ἀτομικισμοῦ, ὅπου καθένας κάνει ὅ,τι θέλει. Ὑπόκειται σὲ μιὰ ποικιλία πού σὲ κάνει νὰ τὰ χάνεις, σὲ μιὰ διαρκή ἀστάθεια. ἡ ἐλευθερία τὴν ὁποία ἐγκαθιδρύει καὶ ἡ ὁποία κάνει τή ζωὴ νὰ φαίνεται τόσο γλυκιά καὶ τόσο ἀκτινοβόλα εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀπούσία κάθε κανόνα, ἕνα χάος, ὅπου ἀκόμη καὶ οἱ ἀναλαμπὲς τοῦ ταλάντου καὶ τῆς ἰδιοφυίας δὲν εἶναι παρὰ φαντασμαγορία καὶ ἀδυναμία. Ἡ ἰσοτητα γιὰ τὴν ὁποία ὑπερηφανεύεται, βάζοντας στήν ἴδια σειρὰ ἄνισους ἀνθρώπούς, εἶναι μιὰ κραυγαλέα ἀνισότητα. Ἀναγνωρίζοντας σὲ ὄλες τίς ἐπιθυμίες τὴν ἴδια νομιμότητα, σὲ ὄλες τίς ἐπιδιώξεις τὰ ἴδια δικαιώματα, δημιουργεῖ τὴν ἀταξία καὶ τὴν ἀνηθικότητα, κάνει νὰ φαίνεται ἡ μετριοπάθεια ἀδυναμία καὶ οἱ δισταγμοὶ ἀφέλεια. Καὶ ὅταν μιὰ πόλη φτάσει σὲ ἕνα τετοιο σημεῖο, τὸ σύνταγμά της δὲν εἶναι παρὰ ἕνα πανωφόρι μὲ παράταιρα χρώματα. Εἶναι μάλιστα λάθος νὰ μιλᾶ κανεὶς για ἕνα σύνταγμα, γιατὶ αὐτό ἀλλάζει διαρκῶς ἀνάλογα μὲ τὰ πάθη, καὶ ὑπάρχουν τόσα συντάγματα ὅσα ζητοῦνται στήν ἀγορά. Κοντολογὶς ἡ δημοκρατία καταλήγει μοιραῖα στήν ὀχλοχρατία, καὶ ἡ κυριαρχία αὐτοῦ τοῦ τερατώδους ζώου, τοῦ πλήθους (θρέμμα μέγα καὶ ἰσχυρόν), δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ξύπνημα τῶν πανάρχαιων γιγάντων (παλαιὰ γιγαντικη φύσις). Ὁ Ἀριστοτέλης φτάνει μὲ μιὰ διεισδυτική ἀνάλυση σὲ μία κρίση σχεδὸν τὸ ἴδιο αὐστηρὴ. Ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ οἱ τρεῖς καθαρὲς μορφὲς διακυβέρνησης: ἡ βασιλεία, ἡ ἀριστοκρατία καὶ τὸ δημοκρατικὸ πολίτευμα ἡ πολιτεία, εἶναι τὸ ἴδιο ἐπιδεκτικὲς διαφθορᾶς. Ἐνῶ ἡ βασιλεία ἐκφυλίζεται σὲ τυραννία, ἡ ἀριστόκρατία σὲ ὀλιγαρχία, τὸ δημοκρατικὸ πολίτευμα καταλήγει σὲ δημαγωγία. Ἂς παρακολουθησουμε αὐτή τὴν ἐξέλιξη.

Καὶ πρῶτα, πῶς νὰ ἀναγνωρίσουμε τή δημοκρατία; Εἶναι κοινὸ λάθος τὸ νὰ τή βασίζουμε ἀποκλειστικὰ στὸ δικαίωμα τῆς πλειοψηφίας νὰ κυριαρχεῖ. Καὶ στήν ὀλιγαρχία ἡ πλειοψηφία εἶναι κυρίαρχη. Δημοκρατία ὑπάρχει ὅπου ἡ κυριαρχία ἀνήκει σὲ ὅλους τοὺς ἐλευθέρους ἀνθρώπούς, χωρὶς περιουσιακή διάκριση. Ἑπομένως δὲν ὑπάρχει δημοκρατία ἐκεῖ ὅπου μιὰ μειοψηφία ἐλευθέρων ἀνθρώπων κυβερνᾶ μιὰ πλειοψηφία ἀνθρώπων πού δὲν εἶναι ἐλεύθεροι· δὲν ὑπάρχει, περισσότερο, ἔκεῖ ὅπου ἡ ἐξουσία ἀνήκει στούς πλουσίους, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτοὶ πλειοψηφοῦν. Μὲ δυὸ λόγια, «δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ δημοκρατία παρὰ ἐκεῖ ὅπου ἐλεύθεροι ἄνθρωποι, ἀλλὰ φτωχοί, σχηματίζουν τὴν πλειοψηφία καὶ εἶναι κυρίαρχοι».

Μὲ τὸν ὁρισμὸ αὐτό, ἡ δημοκρατία παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία μορφῶν. Καὶ τοῦτο ὀφείλεται σὲ πολλοὺς λόγους. Αὐτό πού κάνει ἀμέσως ἐντύπωση εἶναι τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρωπίνων στοιχείων πού ἀποτελοῦν τὴν πόλη. Ὅλοι οἱ συνδυασμοὶ τῶν τάξεων συναντῶνται στίς δημοκρατίες, μὲ τοὺς γεωργούς, τοὺς τεχνίτες, τοὺς ἐμπόρους, τοὺς ναυτικοὺς καὶ τοὺς χειρώνακτες, πού εἶναι ὅλοι πολίτες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ δημοκρατική ἀρχὴ δίνει βέβαια τὴν κυριαρχία γενικὰ στὸ λαό, ἀλλὰ ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι γιὰ νὰ γίνεται περισσότερο ἤ λιγότερο ἐφικτὴ ἡ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου πού ἀσκεῖ αὐτή τὴν κυριαρχία. Ἐπίσης, ἐπειδὴ ἡ κυριαρχία ἐξυπακούει τὸ δικαίωμα ἀπόφασης γιὰ εἰρήνη καὶ πόλεμο, γιὰ σύναψη καὶ διάλυση συμμαχιῶν, γιὰ νομοθεσία, γιὰ ἐκδίκαση ὑποθέσεων πού ἀφοροῦν τὸ κράτος καὶ τὸ πολίτευμα, γιὰ ἔλεγχο τῶν πεπραγμένων καὶ τῶν λογαριασμὼν τῶν διαφόρων ἀρχόντων, ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι κατανομῆς τῶν ἀρμοδιοτήτων στὸ λαό, στούς βουλευτὲς του καὶ στούς ἄρχοντες. Πρέπει λοιπὸν νὰ καθοριστοῦν καὶ ἐδῶ, ὅπως καὶ στή φυσικὴ ἱστορία, τὰ τυπικὰ ὄργανα κάθε εἴδους, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ διακριθοῦν οἱ πολίτες.

Τὸ πρῶτο εἶδος δημοκρατίας – τὸ παλαιότερο καί τὸ καλύτερο – χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἰσότητα πού βασίζεται στὸ νόμο: οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ πλούσιοι ἔχουν κυριαρχικὰ δικαιώματα στὸν ἴδιο βαθμό. Εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν δημοκρατία, γιατὶ δίνει σὲ ὅλους τὸ ἰδιο μερίδιο πολιτικῶν δικαιωμάτων. Συναντᾶται στις γεωργικὲς καὶ κτηνοτροφικὲς χῶρες, ὅπου οἱ περιουσίες εἶναι μέτριες καί ὅλος ὁ κόσμος δουλεύει γιὰ νὰ κερδίσει τὸ ψωμὶ του. Ἐκεῖ, ἀπὸ ἔλλειψη ἐλευθέρου χρόνου, δὲν συνέρχονται σὲ ἐκκλησία τοῦ δήμου παρὰ μόνο στίς πιὸ ἀπαραίτητες περιπτώσεις, γιὰ νὰ ἐκλέξουν τοὺς ἄρχοντες ἤ ἕναν ἀριθμὸ ἐκλεκτόρων, καὶ νὰ ἀκούσουν τίς λογοδοσίες· γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ἀφήνουν τή φροντίδα τῆς διακυβέρνησης στούς λίγους πολίτες πού ἔχουν τὰ μέσα νὰ ζήσουν, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν πολιτική. Ὁ Ἀριστοτέλης βρίσκει σ’ αὐτό τὸ πολίτευμα ἔναν καλὸ τύπο τοῦ συντάγματος πού τοῦ εἶναι ἀγαπητό, αὐτό πού εὐνοεῖ τή μεσαία τάξη.

Δύο ἄλλα εἴδη δημοκρατίας παραδέχονται καὶ αὐτὰ τὴν ὑπεροχὴ τοῦ νόμου, ἀλλὰ διαφέρουν κατὰ τὴν ἐκλογιμοτητα στίς ἐξουσίες καὶ τὴν ἀποστολὴ πού διεκδικεῖ ἡ ἐκκλησία τοῦ δήμου. Τὸ δεύτερο εἶδος, ἀρκετὰ διαδομένο, ἐξαρτᾶ τὴν ἐκλογιμότητα στὰ διάφορα ἀξιώματα ἀπὸ ἕνα μέτριο τίμημα ἤ θέτει περιορισμοὺς γιὰ τή συμμετοχὴ στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου. Καθὼς αὐτό τὸ σύστημα ἐπιτρέπει νὰ γίνονται καλὲς ἐκλογές χωρὶς να προκαλοῦν καὶ ζηλοτυπίες, ἀφήνει γενικὰ μεγάλη ἐλευθερία δράσης στούς ἄρχοντες, ἔτσι ὥστε ὁ λαὸς ἀρκεῖται στὸ νὰ τοὺς ἐκλέγει καὶ νὰ τοὺς ζητᾶ ἀπολογισμὸ τῆς δράσης τους. Ὁ Ἀριστοτέλης ἐπιδοκιμάζει καὶ αὐτὸν τὸ συνδυασμό, γιατὶ δίνει τὴν ἐξουσία στούς ἐκλεκτούς, καὶ τοὺς ὑποχρεώνει νὰ κυβερνοῦν μὲ δικαιοσύνη, καθιστώντας τους ὑπεύθυνους ἀπέναντι σὲ μιὰ ἄλλη τάξη.

Στὸ τρίτο εἶδος ὅλοι οἱ πολίτες παίρνουν ἐξουσίες χωρὶς καμία διάκριση· ἀλλὰ ἡ σύνθεση καί τὰ δικαιώματα τῆς ἐκκλησίας ποικίλλουν. Ἀλλοῦ οἱ πολίτες καλοῦνται στήν ἐκκλησία κατὰ τμήματα, σύμφωνα μὲ ὁρισμένη σειρά. Ἀλλοῦ εἰσέρχονται ἐπίσης κατὰ τμήματα καὶ μὲ ὁρισμενη σειρὰ στὰ ὁμαδικὰ ὄργανα, τὰ ὁποῖα συνέρχονται σὲ περιορισμένη συνέλευση γιὰ να συζητήσουν τὶς τρέχουσες ὑποθέσεις, καὶ σὲ πλήρη συνέλευση μόνο γιὰ νὰ ἐπικυρώσουν τοὺς νόμους, νὰ ρυθμίσουν τὰ συνταγματικὰ προβλήματα, καί νὰ ἀκούσουν τίς ἀναφορὲς τῶν ἀρχόντων. Ἀλλοῦ συγκεντρώνονται γιὰ τίς ἐκλογές, γιὰ νὰ ψηφίσουν νόμους, γιὰ νὰ ἐγκρίνουν ἀπολογισμοὺς γιὰ θέματα εἰρήνης καὶ πολέμου, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα ζητήματα ἀνήκουν στήν ἀρμοδιότητα τῶν ἀρχόντων.

Στὸ τέλος ἔρχεται – τελευταία κατὰ σειρὰ ἀξίας, ὅπως καὶ κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ – ἡ ἀπολύτη δημοκρατία, ὅπου τὸ πλῆθος δὲν ἀναγνωρίζει τὴν κυριαρχία τοῦ νόμου, ἀλλὰ γίνεται τὸ ἴδιο κυρίαρχο καὶ κυβερνᾶ μὲ ψηφίσματα. Ἕνα τέτοιο καθεστὼς μόνο στίς μεγάλες πόλεις μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, γιατὶ ἐκεῖ ἐπικρατεῖ μιά τάξη πού δὲν ὑπολογίζεται στὰ ἀγροτικὰ καὶ κτηνοτροφικὰ κράτη: ἡ τάξη τῶν τεχνιτῶν καί τῶν ἐμπόρων. Αὐτή ἡ μάζα, τῆς ὁποίας ὁ τρόπος διαβίωσης ἔχει ὑποβιβαστεῖ καὶ τὰ ἔργα της δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὴν ἀρετή, περιδινεῖται ἀδιάκοπα στήν ἀγορὰ καὶ στούς δρόμους· εἶναι ἕτοιμη νὰ τρέξει στή συνέλευση, ἐνῶ οἱ χωρικοί, σκορπισμένοι καθὼς εἴναι, δεν νιώθουν τὴν ἀνάγκη νὰ συγκεντρωθούν. Ἡ ἀπόλυτη δημοκρατία εἶναι ἕνας μονάρχης μὲ χίλια κεφάλια, πού ἀρνεῖται νὰ ὑποταγεῖ στὸ νόμο καὶ ὑψώνεται ὡς δεσπότης. Αὐτή ἡ δημοκρατία εἶναι στὸ εἶδος της ὅ,τι ἡ τυραννία σὲ σχέση μὲ τή βασιλεία. Ἀντὶ νὰ δώσει τὴν πρωτοκαθεδρία στούς καλύτερους πολίτες, τοὺς καταπιέζει καὶ τιμᾶ τοὺς κόλακες. Μιὰ σπορά, πού δὲν ἐμφανίζεται ὄσο ὁ νόμος εἶναι κυρίαρχος, ἀναδύεται ἀναπόφευκτα ἐκεῖ ὅπου ἀπουσιάζει ὁ νόμος· πρόκειται γιὰ τοὺς δημαγωγούς. Αὐτοὶ ἔχουν δύο τρόπους δράσης. Ἀφενός κατασκευάζουν ψηφίσματα καταχρηστικὰ πού δίνουν τὰ πάντα στὸ λαό: ἡ δύναμή τους δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ βγεῖ κερδισμένη ὅταν μεγαλώνει ἡ κυριαρχία τοῦ λαοῦ, τοῦ ὁποίου εἶναι οἱ κύριοι. Ἀφετέρου ἐκμηδενίζουν τοὺς ἄρχοντες μὲ συνεχεῖς κατηγορίες πού τοὺς ὁδηγοῦν στὰ λαϊκὰ δικαστήρια. Καί ὁ τελευταῖος βαθμὸς δημοκρατίας εἶναι αὐτὸς ὅπου ὁ λαὸς ἐρωτᾶται ἄμεσα γιὰ ὄλες τίς ὑποθέσεις, καὶ ὅπου κανένας ἄρχων δέν μπορεῖ νὰ πάρει ἀπόφαση χωρὶς νὰ τή φέρει στή συνέλευση. Ὅταν μιὰ δημοκρατία φτάνει σ’ αὐτό τὸ σημεῖο, νὰ κυβερνᾶ τὰ πάντα μὲ ψηφίσματα, τότε δὲν ὑπάρχει πολιτεία, καθεστὼς ἀληθινὰ συνταγματικό. Πραγματικά, γιὰ νὰ ὑπάρξει ἕνα τέτοιο καθεστώς, πρέπει ὁ νόμος νὰ ἔχει τὴν ἀνώτατη ἐξουσία, νὰ καθορίζει τίς ἀποφάσεις γενικοῦ περιεχομένου, καὶ οἱ ἄρχοντες νὰ κανονίζουν τίς εἰδικὲς ὑποθέσεις σύμφωνα μέ τίς ἀρχές πού ἔχει θέσει ὁ νόμος. Κατὰ βάθος, τὸ κράτος ὅπου ὅλα γίνονται μὲ ψηφίσματα δὲν εἶναι ἀληθινὴ δημοκρατία.

Στὶς πόλεις τίς ὁποίες ὁ Ἀριστοτέλης ἀντιμετωπίζει μὲ τόση αὐστηρότητα προσφέρει τουλάχιστόν μιὰ παρηγοριά. Καθὼς τὸ χειρότερο καθεστὼς εἶναι ἡ διαφθορὰ τοῦ καλύτερου, ἡ δημοκρατία, τῆς ὁποίας τὸ ἰδεῶδες δὲν ἀξίζει ὅσο τὸ ἰδεῶδες τῆς ἀριστοκρατίας, καὶ ἀκόμη λιγότερο ὄσο τὸ ἰδεῶδες τῆς βασιλείας, ἔχει καλὴ θέση στή σειρὰ τῆς διαβάθμισης: εἶναι τὸ πλέον ὑποφερτὸ ἀπὸ τὰ διεφθαρμένα καθεστῶτα. Θά μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ἔτσι ὅτι εἶναι τὸ χειρότερο ἀπὸ τὰ καλὰ καθεστῶτα, καὶ τὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ κακά.

Θὰ ἦταν μεγάλη ἀφέλεια νὰ ἐκπλαγοῦμε πού βρίσκουμε τόσο διαφορετικὲς κρίσεις γιὰ τὴν ἀθηναϊκή δημοκρατία. Σὲ ἐποχὴ ὅπου ζοῦσαν δίπλα δίπλα δημοκρατικὲς καὶ ὀλιγαρχικὲς πόλεις, τὸ κόμμα πού βρισκόταν στήν ἀρχή σὲ καθεμιὰ ἀπὸ αὐτές εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει μιὰ ἀντιπολίτευση βίαιη, πού ἐμπνεόταν ἀπὸ διαφορετικὲς ἀρχές γιὰ καθετί. Ὁ Θουκυδίδης μας γνωρίζει τὸ ἰδεῶδες γιὰ τὸ ὁποῖο οἱ Ἀθηναῖοι μπλέχτηκαν στὸν πελοποννησιακὸ πόλεμο· ὁ Ψευδο-Ξενοφῶν μας ἐκθέτει τίς ἰδέες πού ἀπασχολοῦσαν τίς «ἐταιρεῖες» πρὶν νὰ ἀποφασίσουν τὴν ἐπαναστάση τῶν Τετρακοσίων. Καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος ἀνήκουν ἀκόμη σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου ὁ ἀπελευθερωνόμενος ἀτομικισμος δὲν τολμᾶ νὰ κάμει τίποτε ἐναντίον τῆς δημόσιας δύναμης, καί ὅπου οἱ ἀγῶνες μέσα στίς πόλεις ἔχουν περισσότερο πολιτικὸ παρὰ οἰκονομικὸ καὶ κοινωνικὸ χαρακτήρα. Ἀλλὰ θὰ ἔρθουν γενεὲς Ἀθηναίων πού δὲν θὰ ἀκούσουν πιὰ νὰ γίνεται λόγος γιὰ ὀλιγαρχία, καὶ πού θὰ μπορέσουν νὰ σπρώξουν τή δημοκρατικὴ ἀρχή ὥς τίς ἀκρότατες συνέπειές της, πού θὰ κυριαρχοῦνται ἀπὸ ἐγωιστικά καὶ καθαρὰ ὑλιστικὰ συμφέροντα· καταλαβαίνει κανεὶς αὐτό πού σκέφτηκαν τότε γιὰ τή δημοκρατία οἱ φιλόσοφοι. Ἀποτραβηγμένοι ἀπὸ τή δημόσια ζωή, δὲν ἔβλεπαν παρὰ μόνο τίς ἄσχημες πλευρὲς της, καὶ ἦταν τόσο περισσότερο ἕτοιμοι νὰ διογκώσουν τὸ κακό, ὄσο ἡ πολιτικὴ φιλοσοφία συνδεόταν μέσο ὅλων τῶν παραδόσεών της μὲ τὰ συμπόσια τῶν ἀριστόκρατικῶν «ἑταιρειῶν».

Τὴν πόλη, ὅπως τὴν ἔβλεπαν ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, θὰ τὴν ξαναβροῦμε σε επόμενο άρθρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου