Για ποιο λόγο κάποιοι άνθρωποι δείχνουν να αδιαφορούν για τις σχέσεις και αντιστέκονται σθεναρά στις προσπάθειές μας να τους προσεγγίσουμε; Γιατί αντιλαμβάνονται το πλησίασμά μας ως απειλή στην ελευθερία τους;
Η Θεωρία του Δεσμού λέει ότι έχουν αυτό το απορριπτικό στυλ στον τρόπο που σχετίζονται, επειδή αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο σχετίστηκαν ως παιδιά με εκείνους που τους φρόντιζαν. Φυσικά, δεν είναι ο μόνος τρόπος να σχετίζεται κανείς. Εκτός από το απορριπτικό, που αφορά την αποφυγή των άλλων, υπάρχουν ακόμα τρία στυλ δεσμού:
Το ασφαλές (άνεση με τις σχέσεις), το υπερεμπλεκόμενο (γαντζώνομαι από τον άλλο) και το φοβικό (τρέμω στην ιδέα να έρθω κοντά). Για την ώρα, θα εστιάσουμε στο πώς σκέφτεται, αισθάνεται και φέρεται στις σχέσεις του ένας άνθρωπος με απορριπτικό στυλ δεσμού, έχοντας υπόψη ότι μιλάμε για ένα ύφος ή μία τάση και όχι για κάποιο σταθερό και αναλλοίωτο χαρακτηριστικό που καθορίζει τον άνθρωπο. Κι αν από κάποιου είδους κοινωνική προκατάληψη φαντάζεστε ότι οι συνήθεις ύποπτοι απορριπτικού στυλ είναι οι άντρες, σας ενημερώνω ότι οι γυναίκες είναι, πάνω κάτω, το ίδιο «ένοχες».
Όταν λέμε άνθρωπος με απορριπτικό στυλ δεσμού, εννοούμε έναν άνθρωπο, από τον οποίο η συναισθηματική έκφραση απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά. Φαίνεται να ζει σε ένα δικό του κόσμο, απορροφημένος στον εαυτό του και αποκομμένος από ό,τι συμβαίνει γύρω του. Νομίζεις ότι αποκρύπτει όσα αισθάνεται, ότι δεν έχει επαφή με όσα αισθάνεται ή ότι δεν αισθάνεται τίποτα. Μπορεί να γενικολογεί, αναλύει και επιχειρηματολογεί με δεινότητα, αλλά όταν η συζήτηση αγγίξει κάποιο συναίσθημα, θα σου πει «δεν ξέρω», «δεν καταλαβαίνω» ή δεν θα μιλήσει καθόλου. Η αντίληψη της συναισθηματικής έκφρασης των άλλων, επίσης απουσιάζει. Σε έντονες συναισθηματικά στιγμές είναι πιθανό να κατεβάσει ρολά και να μην αντιδράσει καθόλου. Μπορεί να σε δει να κλαις, να γελάς ή να οργίζεσαι και να στέκεται απαθής και ανέκφραστος. Σαν να μπερδεύεται, να νιώθει άβολα ή να μην καταλαβαίνει τι αναμένεται από εκείνον. Δύο είναι οι επικρατέστερες υποθέσεις γι’ αυτή τη γενικευμένη συναισθηματική ένδεια: είτε είναι φτιαγμένος από πέτρα, είτε βίωσε απόρριψη, κριτική και αδιαφορία ως παιδί και αποφάσισε να πετρώσει.
Η αίσθηση της ελευθερίας είναι το βασικότερο ζητούμενό του, ενώ η αίσθηση της εξάρτησης από τους άλλους, ο χειρότερος εχθρός του. Περιφρουρεί με τέτοια ένταση κι εμμονή την ανεξαρτησία του, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν κάτι πήγε στραβά την εποχή που ήταν απόλυτα εξαρτημένος. Αναρωτιέσαι μήπως κάποιοι χλεύασαν ή παραμέλησαν τις φυσιολογικές τάσεις εξάρτησης της ηλικίας του ή μήπως του πέρασαν το μήνυμα ότι αν δεν είναι αυτόνομος και αυτάρκης δεν αξίζει την αγάπη τους. Ό,τι και να συνέβη, εκείνος φαίνεται να πήρε όρκο ότι ποτέ ξανά δεν θα πέσει στην ανάγκη κανενός.
Συλλέγω ενάρξεις
Παρόλο που θεωρεί ότι είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρει κανείς κάποιον να ερωτευτεί, πολύ συχνά σου δίνει την εντύπωση ότι είναι ερωτευμένος. Ενθουσιάζεται με κάθε νέα σχέση και πέφτει με τα μούτρα, κάνοντας δηλώσεις και δίνοντας υποσχέσεις χωρίς να το πολυσκεφτεί, ενώ, μετά από λίγο, κάτι συμβαίνει και όλος αυτός ο ενθουσιασμός εξαφανίζεται και τα παίρνει όλα πίσω. Αποδεικνύεται ότι, παρά τα φαινόμενα, δεν παύει στιγμή να βρίσκεται σε επιφυλακή. Έχει το βλέμμα συνεχώς στραμμένο προς την έξοδο κινδύνου, ώστε να διαφύγει εγκαίρως σε περίπτωση που η οικειότητα υπερβεί τα ανεκτά επίπεδα.
Όταν εμφανίζονται συναισθηματικές «απαιτήσεις», όταν γίνονται εξομολογήσεις, όταν η σχέση γίνεται σεξουαλική ή όταν κάποιος πλησιάσει τόσο ώστε να διαπεράσει τοίχους και άμυνες, το ένστικτό του τού λέει να το βάλει στα πόδια. Τότε ψάχνει και βρίσκει χίλια δυο ελαττώματα στον άλλο και πλείστες άλλες δικαιολογίες, προκειμένου να βρει τρόπους να απεμπλακεί, να φρενάρει τη σχέση ή να την κινήσει με την όπισθεν. Η κλασική κι αγαπημένη στρατηγική εξόδου, που βγαίνει πρώτη από το μανίκι είναι, φυσικά, η λάθος στιγμή, το κακό timing. Σε αυτό το σημείο, αν για κάποιο λόγο συνεχιστεί η σχέση, θα είναι μόνο με τους δικούς του όρους.
Ο άλλος θα κληθεί να συμμαζευτεί και να συμβιβαστεί με μία χαμηλής εμπλοκής σχέση, δηλαδή μια σχέση αρκετά επιφανειακή και απρόσωπη ώστε να μην τον πιέζει και να μην απειλεί την ελευθερία του. Αν τελικά τερματιστεί η σχέση, δεν θα του πάρει καιρό να την «ξεπεράσει». Αποσυνδέεται εύκολα γιατί σπανίως συνδέεται, κανείς δεν γίνεται τόσο σημαντικός ώστε να τον αγγίξει η έλλειψή του. Θα αποσυρθεί στη μοναξιά του ή θα βρει κάποιον άλλο, ανεξοικείωτο με τους τρόπους του, με τον οποίο θα μπορέσει να ξεκινήσει από μηδενικό επίπεδο οικειότητας. Αν όμως τύχει και ο άλλος προλάβει να τον εγκαταλείψει πρώτος, θα πέσει από τα σύννεφα και θα το πάρει πολύ βαριά. Στο μυαλό του, η αδιάφορη και ψυχρή στάση που επιδεικνύει στις σχέσεις του, είναι ένας «κανονικός» και συνηθισμένος τρόπος να σχετίζεται κανείς, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει αιτία εγκατάλειψης. Η ειρωνεία είναι ότι, συχνά, αφού πλέον έχει αποσοβηθεί ο κίνδυνος της οικειότητας, εξιδανικεύει εκείνον που φεύγει, καθώς «θυμάται» κατόπιν εορτής πόσο σημαντικός του ήταν.
ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΑΠΟΔΕΧΤΕΙΣ ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΣΑΙ ΝΑ ΜΕ ΑΓΑΠΑΣ
Κανείς δεν ξέρει με ποιο τρόπο αλλάζει το στυλ δεσμού ενός ανθρώπου, αλλά ακόμα και να ξέραμε, πόσο μας επιτρέπεται και τι νόημα έχει να προσπαθούμε να αλλάξουμε έναν άνθρωπο αν ο ίδιος δεν αισθάνεται ότι χρειάζεται αλλαγή;
Αν σχετιζόμαστε με κάποιον «απορριπτικό» τύπο και τον κατηγορούμε για εγωκεντρισμό ή αλαζονεία, καλό είναι να αναρωτηθούμε μήπως είναι επίσης εγωκεντρικό και αλαζονικό εκ μέρους μας, να πιστεύουμε ότι μπορούμε να τον κάνουμε να σταματήσει να σχετίζεται με τον τρόπο που σχετίζεται τα τελευταία 30, 40 ή 50 χρόνια. Δεν είναι αλαζονικό να πιστεύουμε ότι η αγάπη μας θα τον «θεραπεύσει», ενώ δεν έχουμε μπει καν στον κόπο να τον ρωτήσουμε, αφενός αν θέλει να «θεραπευτεί» και, αφετέρου, αν η αγάπη μας είναι αυτό που χρειάζεται;
Η αδυναμία ή έλλειψη επιθυμίας του να αλλάξει τρόπους, δεν μπορεί να είναι απόρριψη του ποιοι είμαστε εμείς ως άνθρωποι. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν μπορούμε να τον σεβαστούμε, να τον αποδεχτούμε και, γιατί όχι, να τον αγαπήσουμε έτσι όπως ακριβώς είναι. Γιατί αν δεν μπορούμε είναι καλύτερα να τον αφήσουμε στην ησυχία του.
Να θυμάστε πάντως: Οι μετρήσεις με παλμογράφο σε μωρά με απορριπτικό στυλ δεσμού έχουν δείξει ότι, κάτω από το παγερό κι απόμακρο παρουσιαστικό τους, η καρδούλα τους χτυπάει με μεγάλη ένταση και αγωνία μπροστά στην απομάκρυνση ή αδιαφορία των άλλων.
Η Θεωρία του Δεσμού λέει ότι έχουν αυτό το απορριπτικό στυλ στον τρόπο που σχετίζονται, επειδή αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο σχετίστηκαν ως παιδιά με εκείνους που τους φρόντιζαν. Φυσικά, δεν είναι ο μόνος τρόπος να σχετίζεται κανείς. Εκτός από το απορριπτικό, που αφορά την αποφυγή των άλλων, υπάρχουν ακόμα τρία στυλ δεσμού:
Το ασφαλές (άνεση με τις σχέσεις), το υπερεμπλεκόμενο (γαντζώνομαι από τον άλλο) και το φοβικό (τρέμω στην ιδέα να έρθω κοντά). Για την ώρα, θα εστιάσουμε στο πώς σκέφτεται, αισθάνεται και φέρεται στις σχέσεις του ένας άνθρωπος με απορριπτικό στυλ δεσμού, έχοντας υπόψη ότι μιλάμε για ένα ύφος ή μία τάση και όχι για κάποιο σταθερό και αναλλοίωτο χαρακτηριστικό που καθορίζει τον άνθρωπο. Κι αν από κάποιου είδους κοινωνική προκατάληψη φαντάζεστε ότι οι συνήθεις ύποπτοι απορριπτικού στυλ είναι οι άντρες, σας ενημερώνω ότι οι γυναίκες είναι, πάνω κάτω, το ίδιο «ένοχες».
Όταν λέμε άνθρωπος με απορριπτικό στυλ δεσμού, εννοούμε έναν άνθρωπο, από τον οποίο η συναισθηματική έκφραση απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά. Φαίνεται να ζει σε ένα δικό του κόσμο, απορροφημένος στον εαυτό του και αποκομμένος από ό,τι συμβαίνει γύρω του. Νομίζεις ότι αποκρύπτει όσα αισθάνεται, ότι δεν έχει επαφή με όσα αισθάνεται ή ότι δεν αισθάνεται τίποτα. Μπορεί να γενικολογεί, αναλύει και επιχειρηματολογεί με δεινότητα, αλλά όταν η συζήτηση αγγίξει κάποιο συναίσθημα, θα σου πει «δεν ξέρω», «δεν καταλαβαίνω» ή δεν θα μιλήσει καθόλου. Η αντίληψη της συναισθηματικής έκφρασης των άλλων, επίσης απουσιάζει. Σε έντονες συναισθηματικά στιγμές είναι πιθανό να κατεβάσει ρολά και να μην αντιδράσει καθόλου. Μπορεί να σε δει να κλαις, να γελάς ή να οργίζεσαι και να στέκεται απαθής και ανέκφραστος. Σαν να μπερδεύεται, να νιώθει άβολα ή να μην καταλαβαίνει τι αναμένεται από εκείνον. Δύο είναι οι επικρατέστερες υποθέσεις γι’ αυτή τη γενικευμένη συναισθηματική ένδεια: είτε είναι φτιαγμένος από πέτρα, είτε βίωσε απόρριψη, κριτική και αδιαφορία ως παιδί και αποφάσισε να πετρώσει.
Η αίσθηση της ελευθερίας είναι το βασικότερο ζητούμενό του, ενώ η αίσθηση της εξάρτησης από τους άλλους, ο χειρότερος εχθρός του. Περιφρουρεί με τέτοια ένταση κι εμμονή την ανεξαρτησία του, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν κάτι πήγε στραβά την εποχή που ήταν απόλυτα εξαρτημένος. Αναρωτιέσαι μήπως κάποιοι χλεύασαν ή παραμέλησαν τις φυσιολογικές τάσεις εξάρτησης της ηλικίας του ή μήπως του πέρασαν το μήνυμα ότι αν δεν είναι αυτόνομος και αυτάρκης δεν αξίζει την αγάπη τους. Ό,τι και να συνέβη, εκείνος φαίνεται να πήρε όρκο ότι ποτέ ξανά δεν θα πέσει στην ανάγκη κανενός.
Συλλέγω ενάρξεις
Παρόλο που θεωρεί ότι είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρει κανείς κάποιον να ερωτευτεί, πολύ συχνά σου δίνει την εντύπωση ότι είναι ερωτευμένος. Ενθουσιάζεται με κάθε νέα σχέση και πέφτει με τα μούτρα, κάνοντας δηλώσεις και δίνοντας υποσχέσεις χωρίς να το πολυσκεφτεί, ενώ, μετά από λίγο, κάτι συμβαίνει και όλος αυτός ο ενθουσιασμός εξαφανίζεται και τα παίρνει όλα πίσω. Αποδεικνύεται ότι, παρά τα φαινόμενα, δεν παύει στιγμή να βρίσκεται σε επιφυλακή. Έχει το βλέμμα συνεχώς στραμμένο προς την έξοδο κινδύνου, ώστε να διαφύγει εγκαίρως σε περίπτωση που η οικειότητα υπερβεί τα ανεκτά επίπεδα.
Όταν εμφανίζονται συναισθηματικές «απαιτήσεις», όταν γίνονται εξομολογήσεις, όταν η σχέση γίνεται σεξουαλική ή όταν κάποιος πλησιάσει τόσο ώστε να διαπεράσει τοίχους και άμυνες, το ένστικτό του τού λέει να το βάλει στα πόδια. Τότε ψάχνει και βρίσκει χίλια δυο ελαττώματα στον άλλο και πλείστες άλλες δικαιολογίες, προκειμένου να βρει τρόπους να απεμπλακεί, να φρενάρει τη σχέση ή να την κινήσει με την όπισθεν. Η κλασική κι αγαπημένη στρατηγική εξόδου, που βγαίνει πρώτη από το μανίκι είναι, φυσικά, η λάθος στιγμή, το κακό timing. Σε αυτό το σημείο, αν για κάποιο λόγο συνεχιστεί η σχέση, θα είναι μόνο με τους δικούς του όρους.
Ο άλλος θα κληθεί να συμμαζευτεί και να συμβιβαστεί με μία χαμηλής εμπλοκής σχέση, δηλαδή μια σχέση αρκετά επιφανειακή και απρόσωπη ώστε να μην τον πιέζει και να μην απειλεί την ελευθερία του. Αν τελικά τερματιστεί η σχέση, δεν θα του πάρει καιρό να την «ξεπεράσει». Αποσυνδέεται εύκολα γιατί σπανίως συνδέεται, κανείς δεν γίνεται τόσο σημαντικός ώστε να τον αγγίξει η έλλειψή του. Θα αποσυρθεί στη μοναξιά του ή θα βρει κάποιον άλλο, ανεξοικείωτο με τους τρόπους του, με τον οποίο θα μπορέσει να ξεκινήσει από μηδενικό επίπεδο οικειότητας. Αν όμως τύχει και ο άλλος προλάβει να τον εγκαταλείψει πρώτος, θα πέσει από τα σύννεφα και θα το πάρει πολύ βαριά. Στο μυαλό του, η αδιάφορη και ψυχρή στάση που επιδεικνύει στις σχέσεις του, είναι ένας «κανονικός» και συνηθισμένος τρόπος να σχετίζεται κανείς, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει αιτία εγκατάλειψης. Η ειρωνεία είναι ότι, συχνά, αφού πλέον έχει αποσοβηθεί ο κίνδυνος της οικειότητας, εξιδανικεύει εκείνον που φεύγει, καθώς «θυμάται» κατόπιν εορτής πόσο σημαντικός του ήταν.
ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΑΠΟΔΕΧΤΕΙΣ ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΣΑΙ ΝΑ ΜΕ ΑΓΑΠΑΣ
Κανείς δεν ξέρει με ποιο τρόπο αλλάζει το στυλ δεσμού ενός ανθρώπου, αλλά ακόμα και να ξέραμε, πόσο μας επιτρέπεται και τι νόημα έχει να προσπαθούμε να αλλάξουμε έναν άνθρωπο αν ο ίδιος δεν αισθάνεται ότι χρειάζεται αλλαγή;
Αν σχετιζόμαστε με κάποιον «απορριπτικό» τύπο και τον κατηγορούμε για εγωκεντρισμό ή αλαζονεία, καλό είναι να αναρωτηθούμε μήπως είναι επίσης εγωκεντρικό και αλαζονικό εκ μέρους μας, να πιστεύουμε ότι μπορούμε να τον κάνουμε να σταματήσει να σχετίζεται με τον τρόπο που σχετίζεται τα τελευταία 30, 40 ή 50 χρόνια. Δεν είναι αλαζονικό να πιστεύουμε ότι η αγάπη μας θα τον «θεραπεύσει», ενώ δεν έχουμε μπει καν στον κόπο να τον ρωτήσουμε, αφενός αν θέλει να «θεραπευτεί» και, αφετέρου, αν η αγάπη μας είναι αυτό που χρειάζεται;
Η αδυναμία ή έλλειψη επιθυμίας του να αλλάξει τρόπους, δεν μπορεί να είναι απόρριψη του ποιοι είμαστε εμείς ως άνθρωποι. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν μπορούμε να τον σεβαστούμε, να τον αποδεχτούμε και, γιατί όχι, να τον αγαπήσουμε έτσι όπως ακριβώς είναι. Γιατί αν δεν μπορούμε είναι καλύτερα να τον αφήσουμε στην ησυχία του.
Να θυμάστε πάντως: Οι μετρήσεις με παλμογράφο σε μωρά με απορριπτικό στυλ δεσμού έχουν δείξει ότι, κάτω από το παγερό κι απόμακρο παρουσιαστικό τους, η καρδούλα τους χτυπάει με μεγάλη ένταση και αγωνία μπροστά στην απομάκρυνση ή αδιαφορία των άλλων.