Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

Το Ελληνικό Πνεύμα

Η Ακρόπολη είναι το πνευματικό Έβερεστ του πλανήτη μας

Εν ολίγοις ο Παρθενώνας είναι η ένυλη απεικόνιση ολόκληρου του Πολιτισμού των Ελλήνων [=Πολιτική, Τέχνες, Επιστήμες, Βίος, Φιλοσοφία].

Η Ακρόπολη είναι το πνευματικό Έβερεστ του πλανήτη μας. Τίποτα ωραιότερο δεν έγινε πάνω στον πλανήτη από την Ακρόπολη των Αθηνών, μέσα στον χώρο της επιστήμης, της πολιτικής τέχνης, της μουσικής.

Ο Παρθενώνας, είναι το έργο των έργων, το μνημείο των μνημείων, η απόλυτη και τέλεια έκφραση και των τεχνών και του πνεύματος μέσα στην ανθρώπινη ιστορία και στο ανθρώπινο γένος κατά την έννοια ότι οι νόμοι και οι δυνάμεις που συνέχουν τα έργα της Ακροπόλεως – κατά αντιστοιχία με τους νόμους και τις δυνάμεις που συνέχουν έναν ζώντα οργανισμό καμωμένο από την ίδια την Φύση – είναι μια συνισταμένη από ένα άπειρο πλήθος επιμέρους συνιστωσών που όλες κατατείνουν σε μία μορφή, σε μία κατάθεση, σε ένα κατόρθωμα, σε μία σάρκωση : στο κάλλος, στην ομορφιά ! Και όταν λέμε κάλλος εννοούμε «εσωτερικές» συμμετρίες, κανονικότητες, εσωτερική τάξη και αρμονία η οποία υπακούει περεταίρω σε πνευματικούς νόμους ! Κατά αυτή την έννοια λέμε ότι πίσω από αυτά τα υλικά κτίσματα υπάρχει όλη η Φιλοσοφία, η Κοσμοθεωρία, η Πολιτική επιστήμη των Ελλήνων.

Tο Ελληνικό πνεύμα είναι το αγλαό δημιούργημα της σύνθεσης του διονυσιακού και του απολλώνιου στοιχείου. Είναι ένας τρόπος ζωής του ανθρώπου επάνω στην γραμμή, που συναντιέται η ύλη και η μορφή (είδος) και γεννά τη Φύση, τη ζωή δηλαδή του Κόσμου. Το Ελληνικό πνεύμα ξεπηδά από την επίπονη σύμπλεξη, από την άφραστη συγκαταλλαγή του Ηρακλείτειου «Γίγνεσθαι» και του Παρμενίδειου «Είναι». Έτσι η φιλοσοφία της ζωής του Ηράκλειτου ανταποκρίνεται θεωρητικά στην ιδέα της διονυσιακής μεταμόρφωσης ενώ η φιλοσοφία της στάσης του Παρμενίδη ανταποκρίνεται θεωρητικά στην ιδέα της απολλώνιας αγλαΐας.

Το Ελληνικό πνεύμα προϋποθέτει την ενότητα του Κόσμου, αναγνωρίζοντας την ατομία της ύλης δεν προχωρεί στην διάσπαση της φυσικής συνοχής. Το προσωκρατικό άτομο της ύλης δια-τηρεί και δια-σώζει το δεσμό της δύναμης και της ενέργειας. Επάνω σε αυτόν τον δεσμό στηρίζεται ολόκληρο το νόημα του προσωκρατικού στοχασμού. Αποτέλεσμα αυτής της πρόνοιας είναι ότι η σχέση ανθρώπου και Φύσης είναι οργανική. Στον προσωκρατικό αιώνα η θεωρητική διατύπωση αυτής της οργανικότητας εκφράζεται με την λέξη Φιλοσοφία, παρότι οι προσωκρατικοί δεν χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη.

Το Ελληνικό πνεύμα αναγνωρίζοντας την ατομία της ύλης αφήνει ανοικτό το ερώτημα περί του Όντος. Δεν αναζητεί δηλαδή την αλήθεια ούτε μέσα στην νομοτέλεια της μορφής (είδος), στην σύγχρονη νευτώνεια σύλληψη, ούτε μέσα στην απροσδιοριστία της ύλης, στην σύγχρονη κβαντική σύλληψη της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, αλλά ανάμεσα στην αιτιότητα και στην απροσδιοριστία. Ανάμεσα δηλαδή στο γενεσιουργό και σωτήριο τρίτο, που αποτελεί το μεταξύ της ύλης και της μορφής (είδος), της δύναμης και της ενέργειας. Ο προσανατολισμός σε αυτή τη γραμμή της επίπονης μεσότητας εξηγεί, τι σημαίνει ότι το Ελληνικό πνεύμα δεν κλείνει το ερώτημα περί του Όντος : ότι ο άνθρωπος δηλαδή είναι σταθερά εκτεθειμένος ανάμεσα στη γνώση και την άγνοια, στην ελπίδα και στην απελπισιά, στην ασφάλεια και στον κίνδυνο, στην χαρά και στην λύπη, στην ύπαρξη (Είναι) και στην ανυπαρξία (Μηδέν).

Ο Φρειδερίκος Νίτσε στο πρώτο του βιβλίο, με τίτλο «Η Γέννηση της Τραγωδίας» (1872) και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 15, κάνει μία ιδιαίτερη μνεία στο ελληνικό έθνος.
 

«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει  τον εαυτό του από τους Έλληνες.
 
           Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν δημιουργούσαν,  φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο,  συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.
 
          Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και  αλαζονικού έθνους, που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του. Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ' αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους.
 
          Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους, οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα».