Το «εγώ» και το «εμείς»: ένα μάθημα «πολιτικής γραμματικής» από τον Μακρυγιάννη
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης υπήρξε ο γενναίος του ξίφους και της πέννας.
Έγραψε και με τα δύο ιστορία.
Με το ξίφος αγωνίστηκε για την απόκτηση μιας ελεύθερης πατρίδας· με την “απελέκητη γραφή” του, όπως τη λέει ο ίδιος, μόχθησε για την εδραίωση της ελεύθερης πατρίδας πάνω σε κάποιες υγιείς κοινωνικές και πολιτικές αρχές. Οι αρχές αυτές κρυσταλλώνονται στον Επίλογο των Απομνημονευμάτων του, που θα έπρεπε, ίσως να έχει θέση προλόγου.
Γράφει ο λαϊκός αγωνιστής: «Τούτη την πατρίδα την έχουν όλοι μαζί και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι». Θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει τη φράση αυτή απλή κοινολεξία. Πως ο Μακρυγιάννης διαπιστώνει κάτι αυτονόητο. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η τραγικότητα της Ελλάδας έγκειται στο ότι “ανήκει στους Έλληνες” πράγμα που έγινε και πολιτικό σύνθημα. Αλλά το δύσκολο είναι να προσδιορίσει κανείς σε ποιους Έλληνες ανήκει, μια και όλοι σχεδόν λογαριάζουμε τον εαυτό μας σαν περισσότερο Έλληνα από τους άλλους.
Δικαιολογημένα λίγα χρόνια μετά τον Μακρυγιάννη ο Εμμανουήλ Ροΐδης σαρκάζοντας γράφει πως η μεγαλύτερη πληγή του τόπου μας είναι … ο πατριωτισμός. Όλοι θέλουμε η πατρίδα ν’ ανήκει σ’ εμάς· όχι εμείς σ’ αυτή. Και λογικό είναι ν’ ανήκει σ’ εμάς. Αλλά το πρόβλημα αρχίζει από τη στιγμή που θ’ ανακύψει το ερώτημα: ποιος είναι ο τιμητής της “πολιτικής” μας ιθαγένειας; Κι αυτό είναι το δυστύχημα. Από την απελευθέρωση κι εδώθε η Ελλάδα ανήκει στα κόμματα. Ξέφυγε από τον Τούρκο τοπάρχη κι έγινε φέουδο του κομματάρχη. Ο Μακρυγιάννης απαντά νηφάλια: η Ελλάδα ανήκει στο λαό της. Πέρα από κάθε κοινωνικό, πνευματικό, οικονομικό διαχωρισμό, πέρα από την ισχύ και τη δύναμή τους όλοι είναι μέτοχοι στην Ιδέα της Πατρίδας.
Η Ελλάδα, αλλά και κάθε τόπος, είναι για τους πολίτες της σημείο αναφοράς, συνδετικός κρίκος. Όταν ενεργούν γι’ αυτήν είναι όλοι ίσοι, έστω κι αν η προσφορά δεν είναι ίση· η γνώμη τους έχει το ίδιο βάρος, έστω αν δεν έχει την ίδια βαρύτητα. Κι ο καθένας είναι υπεύθυνος απέναντι στον άλλο κι όλοι μαζί απέναντι στην πατρίδα. Η σύγκλιση των επιμέρους επιδιώξεων σ’ έναν κοινό στόχο, την πρόοδο της πατρίδας, ανεβάζει όλους σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο. Η ενασχόληση με τα θέματα που αφορούν στο γενικότερο συμφέρον της πατρίδας προϋποθέτει τον παραμερισμό του προσωπικού συμφέροντος.
Πατρίδα, όμως, σημαίνει ολότητα και μέσα στην ολότητα ανήκουμε όλοι μας.
Δυστυχώς οι Έλληνες έχουν ένα χαρακτηριστικό που συχνά αποβαίνει ολέθριο: εναγκαλίζονται σφικτά και ασφυκτικά την πατρίδα τους. Αυτό βέβαια μπορεί να διοχετεύει σ’ αυτή τη δύναμη και την ορμή που διαθέτει ο καθένας, από την άλλη όμως της στερεί τη δυνατότητα μιας αυτοδύναμης, ομόρροπης και ισόρροπης ανάπτυξης. Γιατί σ’ αυτή την περίπτωση, αντί οι στόχοι μας να προσαρμόζονται στους δικούς της, αντίθετα θέλουμε οι εθνικοί στόχοι να προσαρμόζονται στους δικούς μας, είτε αυτοί είναι ατομικές είτε ταξικές είτε κομματικές επιδιώξεις.
Από το σημείο αυτό περνάμε σ’ ένα δεύτερο σημείο, τον υπερτονισμό του “εγώ”. Γράφει σχετικά ο Μακρυγιάννης: «Ξέρετε πότε να λέγει καθείς “εγώ”; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει να λέγει “εγώ”. Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε “εμείς”. Είμαστε στο “εμείς” κι όχι στο “εγώ”» Όμως, όπως απέδειξε η μικρή πολιτική ιστορία της νεότερης Ελλάδας, το ατομικό “εγώ” πάντα έχει μια προτεραιότητα έναντι του συλλογικού “εμείς”.
Το άτομο απαιτεί την προβολή του μέσα από τις κοινωνικές διαδικασίες, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Και με υπερηφάνεια υπερτονίζει το “εγώ”, πιστεύοντας αφελώς ότι έτσι επιτυγχάνει την ανάδειξη του. Έμμεσα ο Μακρυγιάννης θεωρεί ότι η προσωπικότητα του ανθρώπου είναι ο αγώνας του. Άρα, το “εγώ” μπορεί να το χρησιμοποιήσει όταν εκτελέσει κάτι μόνος· καλό ή κακό. Η προϋπόθεση αυτή, που είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, αναιρεί σχεδόν τη δυνατότητα του ατόμου να μιλά χρησιμοποιώντας το πρώτο ενικό πρόσωπο.
Παρ’ όλα αυτά από τα πρώτα μετεπεναστατικά χρόνια όλοι επιθυμούν να εκφραστούν εντελώς προσωπικά, ξέχωρα από τους άλλους. Αυτό, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, δεν είναι δικαίωμα αλλ’ αυθαιρεσία. Το προνόμιο να λέει κανείς “εγώ” το έχει όποιος αγωνιστεί μόνος του. Ένας “αχρείος” ή “άτιμος” (με τη σημασία που έδιναν στις λέξεις οι Αρχαίοι), δεν έχει δικαίωμα να εκφραστεί έτσι. Κι όμως είναι διαπιστωμένο ότι όσο πιο ασήμαντος είναι ή νιώθει πως είναι κάποιος, τόσο συχνότερα επικαλείται το “εγώ”, για να ισχυροποιήσει τη θέση του. Το πρώτο ενικό πρόσωπο προσδίδει με την επιτακτικότητά του ένα ηγεμονικό κύρος στο άτομο.
Παράλληλα όμως γελοιοποιείται, καθώς σπάνια η αξία συνοδεύει την προβολή τού “εγώ”. Η συνετή συμμετοχή στους κοινούς αγώνες επιτρέπει μια συνετή και περιορισμένη προβολή του εαυτού μας. Ειδάλλως, είναι καλύτερα το άτομο να παραμένει αθέατο στα πλαίσια της απροσωπίας, που του επιβάλλει η ασήμαντη ή μηδαμινή προσφορά του στο σύνολο.
Δυστυχώς, η έλλειψη κοινωνικής αγωγής δε μας επιτρέπει να “δούμε πόσο επικίνδυνη είναι η διόγκωση του “εγώ” και για το “εγώ” και για το “εμείς”. Οι Έλληνες διογκώνοντας το “εγώ” τους λειτουργούν σαν τον καρκίνο. Προκαλούν το θάνατο. Όμως αυτό που δεν έχει γίνει συνείδηση είναι ότι μαζί με τον άνθρωπο πεθαίνει κι ο καρκίνος. Είναι φρεναπάτη, λοιπόν, να υποστηρίζεται το “εγώ να ‘μαι καλά”. Εφόσον η τακτική αυτή θα εφαρμόζεται απ’ όλους, δεν μπορεί κανένας να είναι καλά. Γιατί η εγωλατρία γεννά την αδιαφορία κι όποιος αδιαφορεί για τους άλλους είναι αφελής αν περιμένει οι άλλοι να ενδιαφερθούν γι’ αυτόν.
Το πόσο ακριβά πληρώνουμε αυτό τον ατομισμό φαίνεται από το γεγονός ότι η πολιτική μας εξέλιξη έχει υποβαθμιστεί στο επίπεδο της διαφημιστικής κουλτούρας, ενώ οι καθημερινές θλιβερές καταστάσεις (σκάνδαλα, συναλλαγές, εγκλήματα κ.λπ.) αντιμετωπίζονται σαν κάποιο είδος soft κι όχι σαν εξευτελισμός της εθνικής μας ύπαρξης. Η βουλή των Ελλήνων έχει καταντήσει απλή ονομασία κτηρίου κι όχι συλλογική έκφραση της πολιτικής βούλησης των Νεοελλήνων. Οι Έλληνες ξέρουν να χρησιμοποιούν τα δάκτυλα για να μουτζώνουν· όχι να τα ενώνουν. Όμως, ένα δάκτυλο μόνο του δεν είναι τίποτε· πέντε δάκτυλα ενωμένα σχηματίζουν μια γροθιά.
Τα παραπάνω δεν έχουν τη σημασία πως η χρησιμοποίηση του “εγώ” είναι κατακριτέα. Η έννοια, όμως, του “εγώ” ολοκληρώνεται με τη σύζευξη του “εσύ”. Μέσα από αυτή την “κοινωνία” προσώπων αναδεικνύεται το “εμείς”, η έκφραση της συνολικής τελείωσης. Με το να περάσουμε από το “εγώ” στο”εμείς” αποκλείεται πρώτα-πρώτα η μονοπώληση του πατριωτισμού από μια κατηγορία πολιτών, που θεωρούν λάφυρο προσωπικό τους αγώνες του συνόλου. Από την άλλη με τη συνένωση δυνάμεων επιτυγχάνεται ευκολότερα η κοινωνική πρόοδος. Το άτομο μπορεί να “φκιάσει” ή να “χαλάσει”. Αυτοί όμως που ξέρουν να λειτουργούν στο επίπεδο του “εμείς” ξέρουν να “φκιάνουν”· ασφαλώς και να “χαλούν”· δε ζητούν όμως εξιλαστήρια θύματα ή αποδιοπομπαίους τράγους.
Αναλαμβάνουν οι ίδιοι συνολικά την ευθύνη.
Σήμερα, δυστυχώς, είναι δύσκολο να πεισθεί ο λαός να ξεπεράσει το “εγώ” και να σταθεί στο “εμείς”. Δεν έχει πρότυπα. Του προσφέρεται μια ανάπηρη πολιτική παιδεία και αποκτά μια τραυματική εμπειρία από την επαφή που έχει με την πολιτεία. Ο απλός πολίτης καθημερινά πείθεται ότι ο πλούτος δεν αποκτιέται με μόχθο και τιμιότητα αλλά με την ποταπότητα. Όταν στελέχη κρατικών οργανισμών ή άνθρωποι της εξουσίας, πολύ ψηλά ιστάμενοι -όχι όμως απαραιτήτως ηθικά ιστάμενοι υψηλά- είναι ένοχοι στη συνείδηση του λαού για απάτες, γιατί, άραγε, αυτή η συνείδηση δε θα μολυνθεί και δε θ’ αναισθητοποιηθεί; Εφόσον άνθρωποι, που λόγω αξιωμάτων θα’ πρεπε να “πονοκεφαλιάζουν” για το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου, “πονοκεφαλιάζουν” για να βρουν φόρμουλες να κατακλέψουν το δημόσιο ή για να βρουν τρόπους για να ξεφύγουν από την αρπάγη του νόμου, δε θα ‘πρεπε να υπάρχει —αν όχι απαίτηση— τουλάχιστον η αυταπάτη πως ο λαός δε θα διαβρωθεί.
Κι ακόμη όταν διαπιστώνεται πως οι ανώτεροι υπόσχονται στους κατώτερους το “εμείς” και πράττουν το “εγώ”, τότε δύο τινά συμβαίνουν: ή εξεγείρονται οι εξαπατημένοι, αναζητώντας το δίκιο τους ή συνηθίζουν στην ιδέα της διαφθοράς και η συνείδηση τους μαλθακοποιείται. Το τελευταίο είναι μια γνωστή τακτική των διεφθαρμένων συστημάτων εξουσίας. Βέβαια κρατούνται κάποια προσχήματα: πρώτα αποκαλύπτονται ή ανακαλύπτονται κάποιες ατασθαλίες κι αν υπάρξει αντίδραση “ξεσκεπάζεται” έως ένα σημείο ασφαλείας “όλη” η διαφθορά. Έτσι το αίσθημα δικαιοσύνης “ικανοποιείται”, αλλ’ ο λαός αηδιασμένος διαφοροποιείται και ένα τμήμα του αδιαφορεί για τα κοινά κι ένα άλλο -ευτυχώς όχι πάντοτε μεγάλο— σπεύδει να συμμετάσχει στη διαφθορά για να “μη μείνει πίσω”.
Λείπει, σίγουρα, από τον λαό μας το αίσθημα της κοινωνικής ευθύνης. Γιατί ακούει κηρύγματα περί αλληλεγγύης και κοινωνικής προσφοράς αλλά δε βλέπει όλα αυτά να τα μετουσιώνουν σε πράξεις οι κήρυκες τους. Δεν εμπνέεται από πουθενά να περιορίσει τις εγωιστικές ορμές του, να συνδεθεί με τους άλλους. Έχει -δικαιολογημένα- καταληφθεί από την έμμονη ιδέα πως σε βάρος του παίζεται ένα βρώμικο παιχνίδι και ότι αυτός τελικά θα πληρώσει τα “σπασμένα”. Έτσι προσπαθεί κι αυτός να ξεγελάσει, για να μην τον ξεγελάσουν. Δεν ικανοποιείται με την ιδέα ότι “όλα εδώ πληρώνονται”. Ξέρει πως πολλοί πληρώνουν και λίγοι καρπώνονται. Έχει χάσει την εμπιστοσύνη του ακόμη και στην Δικαιοσύνη.
Να υποθέσουμε, λοιπόν, ότι το κύμα του ατομικιστικού ωφελισμού θα σαρώσει αξίες, πρότυπα, ιδανικά; Θα ήταν βέβαια εφιαλτικό. Όμως το να κοιτάμε κατάματα την αλήθεια κάπου ωφελεί. Ίσως η πιο ευγενική και ενδιαφέρουσα επιδίωξη θα ήταν να μην παλέψει κανείς μόνος αλλά στην πάλη του να ζητήσει συμπαραστάτες. Ένα “εγώ” δεν αρκεί για να φέρει μια πνοή ηθικής· χρειάζεται το “εμείς” που εκφράζει ένα ευρύτερο όλο. Και σε κάθε περίπτωση το όλο αποτελεί κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών του.
Η χρησιμοποίηση του α’ πληθυντικού της προσωπικής αντωνυμίας είναι φόρος τιμής στην κοινωνική συμβίωση. Παράλληλα, είναι και δυναμική απάντηση στο αίτημα της εποχής μας για συσπείρωση μπροστά στις δυνάμεις που αλλοιώνουν, λιώνουν και αλλοτριώνουν τις ψυχές μας. Η αποβολή του στενού εγωιστικού πνεύματος θα συντελέσει στη δημιουργία πυρήνων αντίστασης, στην ανάσχεση του καλλιεργούμενου μίσους ανάμεσα στους πολίτες, στη συνεχώς εξαπλούμενη απάθεια για τα κοινά. Η φυγή από τη μοναξιά του “εγώ” προς την κατεύθυνση του “εμείς” είναι επιτακτική ειδικά για το λαό μας, που η οξειδωμένη ιστορική του μνήμη δεν τον βοηθάει να θυμηθεί ότι μπορεί το έργο της συνένωσης να είναι δύσκολο, τα αποτελέσματά της όμως είναι διαρκέστερα και θαυμαστότερα.
Ο Μακρυγιάννης συνεχίζοντας την “πολιτική γραμματική” του λέει παρακάτω: «Και εις το εξής να μάθωμεν γνώσιν, αν θέλωμεν να φκιάσωμεν χωρίον, να ζήσωμεν όλοι μαζί». Κάπως διαφορετικά ο Τσώρτσιλ είχε πει: ή θα σωθούμε όλοι μαζί ή θα χαθούμε όλοι μαζί. Για τους Έλληνες περιθώρια άλλων επιλογών δεν υπάρχουν: για να επιβιώσουν πρέπει να συμβιώσουν. Να κάνουν “χωριό” που θα τους ενώνει κι όχι να τους χωρίζει.
Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να “μάθωμεν γνώσιν”. Η λέξη “γνώση” εδώ λειτουργεί συντακτικά σαν εσωτερικό αντικείμενο. Κι εμείς σαν “εξωτερικό” υποκείμενο, μέσω αυτής της γνώσης, να ενεργούμε προς την κατεύθυνση μιας ομαλής κοινωνικής συμβίωσης. Ο Έλληνας μπορεί να μαθαίνει αλλ’ αυτό δε σημαίνει πως αποκτά γνώση· μπορεί να κατέχει γνώσεις αλλ’ όχι και γνώση. Ίσως σε κάποια τάξη να έμαθε την απειροστική λογική μα του λείπει η απλή λογική. Η σύγχρονη παιδεία δεν τον βοηθά να σχηματίσει προσωπικότητα.
Στην αγγλική γλώσσα υπάρχει το “impersonalyou” (=το απρόσωπο εσύ). Ίσως -όχι βέβαια στην ελληνική γραμματική- όμως στην κοινωνιολογική γλώσσα πρέπει, ειδικά για τον Νεοέλληνα, να χρησιμοποιηθεί ένα “απρόσωπο εγώ”. Μπορεί η προκατασκευασμένη γνώση να προσφέρεται σε τεράστιες ποσότητες αλλά αυτή συμβάλλει στη δημιουργία προκατασκευασμένων προσωπικοτήτων. Δεν είναι προσωπικότητες που προκύπτουν από το “γνώθι σαυτόν”. Όταν δεν γνωρίζει ο άνθρωπος τον εαυτό του δημιουργεί ένα ανάπηρο “εγώ”. Και λόγω αναπηρίας τα “εγώ” δεν μπορούν ν’ απαρτίσουν ένα εύρωστο “εμείς”. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, το “ένδον σκάπτε”, για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε σε κάτι καλύτερο μέσα από μια κοινωνία προσώπων κι όχι “προσωπικοτήτων”.
Eίχε αρχίσει η προεκλογική περίοδος, όταν άρχισε η εκτύπωση των δοκιμίων αυτών. Ένα κόμμα πρόβαλε έξυπνα ένα ωραίο σύνθημα: «Αξίζουμε μια καλύτερη Ελλάδα». Ευφυέστατα η κ. Βλάχου το αντέστρεψε «Η Ελλάδα αξίζει καλύτερους Έλληνες»!
Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
1829 Φλεβαρίου 26, Ἄργος.
»Μπαίνοντας εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ ἀκολουθώντας νὰ γράφω δυστυχήματα ἀναντίον τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας, ὁποῦ τῆς προξενήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν μας καὶ ῾διοτέλειά μας καὶ ἀπὸ θρησκευτικοὺς καὶ ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ ἀπὸ ῾μᾶς τοὺς στρατιωτικούς, ἀγαναχτώντας καὶ ἐγὼ ἀπ᾿ οὗλα αὐτά, ὅτι ζημιώσαμε τὴν πατρίδα μας πολὺ καὶ χάθηκαν καὶ χάνονται τόσοι ἀθῶοι ἄνθρωποι, σημειώνω τὰ λάθη ὁλωνῶν καὶ φτάνω ὡς σήμερον, ὁποῦ δὲν θυσιάζομε ποτὲς ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸν καὶ εἴμαστε σὲ τούτην τὴν ἄθλια κατάστασιν καὶ κιντυνεύομεν νὰ χαθοῦμεν.
Τὸ Ἔθνος ἀφανίστη ὅλως διόλου καὶ ἡ θρησκεία ἐκκλησία εἰς τὴν πρωτεύουσα δὲν εἶναι καὶ μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος. Ὅ,τι τοῦ λὲς ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας! Ἀλλοίμονο ῾σ ἐκείνους ὁποῦ χύσανε τὸ αἷμα τους καὶ θυσιάσανε τὸ δικόν τους νὰ ἰδοῦνε τὴν πατρίδα τους νὰ εἶναι τὸ γέλασμα ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νὰ καταφρονιῶνται τ᾿ ἀθῷα αἵματα ὁποῦ χύθηκαν!
Ὅταν μοῦ πειράζουν τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θὰ ῾νεργήσω κι᾿ ὅ,τι θέλουν ἂς μοῦ κάμουν.
Μοῦ λέγει (ὁ Ὄθων): «Τί θέλεις νὰ μοῦ εἰπῆς τώρα;» «Ψέματα θέλεις νὰ σοῦ εἰπῶ ἢ ἀλήθεια;» «Ἐγώ», μοῦ λέγει, «ποτὲς δὲν ἀκῶ ψεύματα· ὅλο ἀλήθειες». Τοῦ λέγω, «ἐγὼ ἔχω γιομάτες δυὸ τζέπες μίαν μὲ ψέματα, τὴν ἄλλη μ᾿ ἀλήθειες. Τώρα τί ἀγαπᾶς;» «Ἀλήθεια» μοῦ λέγει. Γυρίζω τὰ μάτια μου εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὁρκίζομαι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια γυμνὴ ἐμπροστά του. Τοῦ λέγω «Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρὴ καὶ θὰ μὲ πάρης πίσου εἰς τὴν ὀργή σου. Ὅμως διὰ πάντα νὰ εἶμαι εἰς τὴν ὀργή σου, τὴν ἀλήθεια θὰ σοῦ λέγω, ὅτ᾿ εἶναι τοῦ Θεοῦ· τὸ ψέμα τοῦ διαβόλου. Καὶ δὲν εἶναι καιρὸς νὰ κρύβεται ἡ ἀλήθεια.
»Εἶμαι διορισμένος ἀπὸ τὴν κυβέρνηση τοῦ Κυβερνήτη Καποδίστρια Γενικὸς Ἀρχηγὸς τῆς Ἐκτελεστικῆς δύναμης τῆς Πελοπόννησος καὶ Σπάρτης. Ὁ σταθμός μου εἶναι ἐδῶ εἰς Ἄργος. Κάθομαι καὶ ἀγροικιῶμαι μὲ τὴν Κυβέρνηση καὶ παντοῦ εἰς τὶς ἐπαρχίες μ᾿ ἀρχὲς κι᾿ ἀξιωματικοὺς καὶ ὅποτε κάνει χρεία, φέρνω καὶ γύρα σὲ ὅλα τὰ μέρη αὐτὰ διὰ τὴν γενικὴ ἡσυχία καὶ ξακολουθῶ τὰ χρέη μου καθήμενος τὸν περισσότερον καιρὸν ἐδῶ.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν τρέχω εἰς τοὺς καφφενέδες καὶ σὲ ἄλλα τοιούτα καὶ δὲν τὰ συνηθῶ – (ἤξερα ὀλίγον γράψιμον, ὅτι δὲν εἶχα πάγη εἰς δάσκαλο ἀπὸ τὰ αἴτια ὁποῦ θὰ ξηγηθῶ, μὴν ἔχοντας τοὺς τρόπους) περικαλοῦσα τὸν ἕναν φίλον καὶ τὸν ἄλλον καὶ μ᾿ ἔμαθαν κάτι περισσότερον ἐδῶ εἰς Ἄργος, ὁποῦ κάθομαι ἄνεργος. Ἀφοῦ λοιπὸν καταγίνηκα ἕνα δυὸ μῆνες νὰ μάθω ἐτοῦτα τὰ γράμματα ὁποῦ βλέπετε, ἐφαντάστηκα νὰ γράψω τὸν βίον μου, ὅσα ἔπραξα εἰς τὴν μικρή μου ἡλικία καὶ ὅσα εἰς τὴν κοινωνία, ὅταν ἦρθα σὲ ἡλικία, καὶ ὅσα διὰ τὴν πατρίδα μου, ὁποῦ μπῆκα εἰς τῆς Ἐταιρίας τὸ μυστήριον διὰ τὸν ἀγώνα τῆς λευτεριᾶς μας καὶ ὅσα εἶδα καὶ ξέρω ὁποῦ ῾γιναν εἰς τὸν Ἀγώνα, καὶ σὲ ὅσα κατὰ δύναμη συμμέθεξα κ᾿ ἐγὼ κ᾿ ἔκαμα τὸ χρέος μου, ἐκεῖνο ὁποῦ μποροῦσα.
Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος, νὰ βαρύνω τοὺς τίμιους ἀναγνῶστες καὶ μεγάλους ἄντρες καὶ σοφοὺς κοινωνίας καὶ νὰ τοὺς βάλω σὲ βάρος, νὰ τοὺς κινῶ τὴν περιέργειά τους καὶ νὰ χάνουν τὶς πολυτίμητες στιμὲς εἰς αὐτά. Ἀφοῦ ὅμως ἔλαβα καὶ ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος αὐτείνη τὴν ἀδυναμίαν, σᾶς ζητῶ συγνώμη εἰς τὸ βάρος ὁποῦ θὰ σᾶς δώσω.
Ἂν εἶμαι τίμιος ἄνθρωπος, θέλω γράψη τὴν ἀλήθεια, καθὼς ἔγιναν τὰ γραφόμενα, ὁποῦ θὰ σημειώσω. Ὅλοι οἱ ἀναγνῶστες ἔχετε χρέος πρῶτα νὰ ῾ρευνήσετε διὰ τὴν διαγωγή μου, πῶς φέρθηκα εἰς τὴν κοινωνία καὶ Ἀγώνα, καὶ ἂν τιμίως φέρθηκα, βάλετε βάση καὶ εἰς τὰ γραφόμενά μου, ἂν ἀτίμως φέρθηκα, μὴν πιστεύετε τίποτας. Καὶ ἀφοῦ μάθετε ὅτι φέρθηκα τιμίως καὶ ἰδῆτε σημειωμένα ἔγγραφα καὶ ἀπόδειξες, ἀρχὴ καὶ τέλος, ἀπὸ διαφόρους, ἀπὸ κυβέρνησες καὶ ἀπὸ ἀρχὲς καὶ ἀπὸ ἄλλους πολλούς, ὅθεν χρημάτισα ἐγὼ μὲ τοὺς ἀδελφούς μου συναγωνιστάς, ὁποῦ μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ἔχω εἰς τὴν ὁδηγίαν μου, ὅλο καλύτερούς μου εἰς τὸν ἀγώνα καὶ εἰς ὑπηρεσίες, ὅθεν διατάχτηκα.
Μὲ δεκοχτῶ ἀνθρώπους πρωτοκινήθηκα εἰς τὸν ἀγώνα, ὡς τοὺς χίλιους τετρακόσιους μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νά ῾χω εἰς τὴν ὁδηγίαν μου. Ποτὲ δὲν μολύθηκαν τ᾿ ἀρχεῖα τῆς πατρίδος μου, οὔτε εἰς τὴν κυβέρνησιν, οὔτε εἰς ἐπαρχίες, οὔτε εἰς ἄτομα, ὁποῦ ἀγωνιστήκαμεν εἰς τὴν Ρούμελη, Πελοπόννησον καὶ νησιὰ καὶ Σπάρτη, δὲν εἶναι πουθενὰ κατηγορία παραμικρὴ διὰ ἐμᾶς. Εὐκαριστήρια θὰ ἰδῆτε ἀπ᾿ οὖλα τὰ μέρη πλῆθος ἐδῶ μέσα σημειωμένα, καὶ παντοῦ εἰς τὸ κράτος καὶ εἰς τ᾿ ἀρχεῖα τῆς κυβέρνησης φαίνονται αὐτά. Καὶ μ᾿ ὅσους ἀνθρώπους μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεὸς καὶ διοίκησα, διάφορες ἀκαταστασίες καὶ ἁρπαγὲς ηὗραν τὴν πατρίδα, ἀρχὴ καὶ τέλος, δοξασμένο νὰ εἶναι τὸ πανάγαθον ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἐμᾶς δὲν μᾶς ἄφησε νὰ μολυθοῦμεν.
Καὶ αὐτὲς τὶς χάριτες πρέπει νὰ τὶς χρωστάγη ἡ πατρὶς εἰς τοὺς ἀξιότιμους καὶ ἀγαθοὺς καὶ γενναίους πατριῶτες τοὺς συναγωνιστᾶς μου, ὁποῦ ῾χα εἰς τὴν ὁδηγίαν μου εἰς τὸν ἀγώνα, ὁποῦ συνεισφέραμεν καὶ ἐμεῖς κατὰ δύναμιν εἰς τὶς ἀνάγκες πατρίδος. Εἶναι ἡ ἀρετὴ καὶ ὁ πατριωτισμός, ὁποῦ ἔδειξαν, αὐτείνων τῶν καλῶν πατριώτων, ὄχι ἐμένα. Ὅτι ἐγὼ δὲν εἶχα αὐτείνη τὴν ἀρετή, οὔτε τὴν ἔχω ἀκόμα, καθὼς εἰς τοὺς πολέμους, καὶ τώρα εἰς τὴν ῾πηρεσίαν εἶναι αὐτεῖνοι οἱ καλύτεροί μου.
Εἶναι καὶ τώρα εἰς τὴν ῾πηρεσία, εἰς τὴν ὁδηγία μου, οἱ γενναῖγοι καὶ ἀγαθοὶ ἀξιωματικοὶ Μισολογγιοὺ μὲ τὸν ἀγαθὸν καὶ γενναῖον ἀρχηγὸν τοὺς Μῆτρο Ντεληγιώργη, φρούραρχο εἰς τὸν ἀγώνα τοῦ Μισολογγιοῦ. Εἶναι πολλοὶ γενναῖγοι καὶ ἀξιότιμοι νησιῶτες καὶ Πελοποννήσιοι, ἀγαθοὶ ἀγωνισταί, εἶναι Ρουμελιῶτες. Εἶναι οἱ ἀγαθοὶ καὶ φιλόπατροι νοικοκυραῖοι καὶ ἀξιωματικοὶ Ἀθηνῶν, ὁποῦ ἀγωνιζόμαστε εἰς τὸ κάστρο τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἀλλοῦ εἰς τοὺς ἀγῶνες πατρίδος. Καὶ ἡ ἀρετὴ αὐτείνων ὅλων τῶν καλῶν πατριώτων – ἡ ἀγαθότη πρῶτα του Θεοῦ – μας γλύτωσε ἀπ᾿ ὅσα βλάβουν τὴν πατρίδα.
Ἡ ἀφεντειά σας, ἀγαθοὶ ἀναγνῶστες, σᾶς περικαλῶ, ἂν καὶ θέλετε νὰ μάθετε τὴν ἀλήθεια, ῾ρευνήσετε ὅλα αὐτὰ ὁποῦ θὰ ἰδῆτε, ἂν εἶναι ἀλήθεια ἢ ψέματα. Ἕνα σᾶς περικαλῶ, ὅλους τοὺς ἀξιότιμους ἀναγνῶστες, δὲν ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ φέρετε καμμίαν κρίση οὔτε ὑπέρ, οὔτε κατά, ἂν δὲν τὸ διαβάσετε ὅλο – καὶ τότε εἶστε νοικοκυραῖοι νὰ κάμετε ὅ,τι κρίση θέλετε ἢ ὑπέρ, εἴτε κατά.
Ὅταν τὸ διαβάσετε ὅλο, ἀρχὴ καὶ τέλος, τότε νὰ κάμετε τὴν κρίση γιὰ ὅσους φέραν δυστυχήματα εἰς τὴν πατρίδα καὶ ἐμφύλιους πολέμους διὰ τὰ ἀτομικὰ τοὺς νιτερέσια καὶ τὴν ῾διοτέλειά τους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔπαθε καὶ παθαίνει ὡς σήμερον ἡ δυστυχισμένη πατρίδα καὶ οἱ τίμιοι ἀγωνισταί. Θὰ σημειώσω γυμνὴ τὴν ἀλήθεια καὶ χωρὶς πάθος.
Ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρὴ καὶ ὅσοι κάμαμεν τὸ κακό μας κακοφαίνεται, ὅτι καὶ τὸ κακὸ τὸ θέλομε καὶ τὸ νιτερέσιον νὰ τὸ κάνωμε καὶ καλοὺς πατριῶτες θέλομε νὰ μᾶς λένε. Καὶ αὐτὸ δὲν γίνεται, οὔτε θὰ τὸ κρύψω ἐγὼ καὶ νὰ μείνη κρυμμένο, ὅτι ἡ πατρὶς ζημιώθη, διατιμήθη καὶ ὅλο ῾σ αὐτὸ κατανταίνει, ὅτι μας ηὖρε ὅλους θερία. Καὶ τὰ αἴτια τοῦ κακοῦ θὰ τὰ εἰποῦνε κ᾿ ἱστορίες καὶ ῾φημερίδες καθημερινῶς τὰ λένε. Καὶ δὲν σημαίνουν τὰ δικά μου, καὶ πρέπει νὰ τὰ γράφουνε προκομμένοι κι᾿ ὄχι ἁπλοὶ ἀγράμματοι, καὶ νὰ τὰ γλέπουν οἱ νεώτεροι, καὶ οἱ μεταγενέστεροι νά ῾χουν περισσότερη ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν.
Ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ πᾶν καὶ πρέπει νὰ θυσιάζη καὶ πατριωτισμὸν καὶ νὰ ζῆ αὐτὸς καὶ οἱ συγγενεῖς του ὡς τίμιοι ἄνθρωποι εἰς τὴν κοινωνία. Καὶ τότε λέγονται ἔθνη, ὅταν εἶναι στολισμένα μὲ πατριωτικὰ αἰστήματα, τὸ ἀναντίον λέγονται παλιόψαθες τῶν ἐθνῶν καὶ βάρος γῆς. Καὶ διὰ τοῦτο ὡς πατρίδα γενικὴ τοῦ κάθε ἑνοῦ καὶ ἔργο τῶν ἀγώνων τοῦ μικρότερου καὶ ἀδύνατου πολίτη, ἔχει κι᾿ αὐτὸς τὰ συμφέροντά του εἰς αὐτείνη τὴν πατρίδα, εἰς αὐτείνη τὴν θρησκεία. Δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ βαρύνεται καὶ νὰ ἀμελῆ αὐτά, καὶ ὁ προκομμένος πρέπει νὰ φωνάζη ὡς προκομμένον ἀλήθεια, τὸ ἴδιον καὶ ὁ ἁπλός. Ὅτι κρικέλλα δὲν ἔχει ἡ γῆς νὰ τὴν πάρη κανεὶς εἰς τὴν πλάτη του, οὔτε ὁ δυνατός, οὔτε ὁ ἀδύνατος, καὶ ὅταν εἶναι ὁ καθεὶς ἀδύνατος εἰς ἕνα πράμα καὶ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ πάρη τὸ βάρος καὶ παίρνει καὶ τοὺς ἄλλους καὶ βοηθοῦν, τότε νὰ μὴν φαντάζεται νὰ λέγη ὁ αἴτιος ἐγώ, νὰ λέγη ἐμεῖς.
Ὅτι βάναμε ὅλοι τὶς πλάτες, ὄχι ἕνας. Οἱ ἄρχοντές μας, οἱ ἀρχηγοί μας ἔγιναν καὶ οἱ ντόπιοι καὶ οἱ φερτικοί, ὅμως τίποτας δὲν τοὺς ἀναπεύει. Ἤμασταν φτωχοί, ἐγίναμεν πλούσιοι. Ἦταν ὁ Κιαμίλμπεγης ἐδῶ εἰς τὴν Πελοπόννησο καὶ οἱ ἄλλοι οἱ Τοῦρκοι πλουσιώτατοι, ἔγινε ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ ἄλλοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι πλούσιοι ἀπὸ γές, ἀργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες καὶ ἄλλα πλούτη τῶν Τούρκων. Ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ συντρόφοι τοῦ ἦρθαν ἀπὸ τὴν Ζάκυθο, δὲν εἶχαν οὔτε πιθαμὴ γῆς, τώρα φαίνεται τί ἔχουν. Τὸ ἴδιον καὶ εἰς τὴν Ρούμελη, Γκούρας καὶ Μαμούρης, Κριτζώτης, Γριβαῖγοι, Στάικος καὶ οἱ ἄλλοι, Τζαβελαῖγοι καὶ ἄλλοι πολλοί.
Καὶ τί ζητοῦνε ἀπὸ τὸ ἔθνος; Μιλλιούνια ἀκόμα διὰ τὶς μεγάλες δούλεψες. Καὶ σὲ αὐτὰ ποτὲς δὲν ἀναπεύονται, ὅλο νόμους καὶ φατρίες διὰ τὸ καλὸ τῆς πατρίδος, ὅλο αὐτὸ πασκίζουν. Ὅσα ἔπαθε ἡ πατρὶς διὰ τοὺς «νόμους» καὶ τὸ καλὸ αὐτεινῶν καὶ ὅσα παληκάρια σκοτώθηκαν, δὲν τἄπαθε ἡ πατρὶς εἰς τὸν ἀγώνα τῶν Τούρκων.
Κατοικίσαμεν τοὺς κατοίκους μέσα τὰ σπήλαια καὶ ζοῦνε μὲ τὰ θερία καὶ ρημώσαμε τοὺς τόπους καὶ ἐγίναμε ἡ παραλυσία τοῦ κόσμου. Ὅλα αὐτά μου δώσαν ἀφορμὴ νὰ μάθω γράμματα εἰς τὰ γεράματα, νὰ τὰ σημειώσω ὅλα. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἤμουν καὶ ἐγώ. Ἂς γράψῃ ἄλλος διὰ ῾μένα ὅ,τι γνωρίζη. Ἐγὼ τὴν ἀλήθεια θὰ τὴν εἰπῶ γυμνή. Ὅτι ἔχω τὸ μερίδιό μου, ῾σ αὐτείνη τὴν πατρίδα θὰ ζήσω ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου. Ὅτ᾿ ἤμουν νέος καὶ στραβογέρασα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δεινά της πατρίδας, πέντε πληγὲς πῆρα εἰς τὸ σῶμα μου εἰς διάφορους ἀγῶνες πατρίδος καὶ ἀποκαταστάθηκα μισὸς ἄνθρωπος καὶ τὸν περισσότερον καιρὸ εἶμαι εἰς τὰ ροῦχα ἀστενὴς ἀπὸ αὐτά.
Δοξάζω τὸν Θεὸν ὁποῦ δὲν μοῦ σήκωσε τὴν ζωή μου καὶ εὐκαριστῶ καὶ τὴν πατρίδα μου ὁποῦ μὲ τίμησε βαθμολογώντας κατὰ τὴν τάξη, κατὰ τὶς περίστασες, ὡς τὸν βαθμὸν τοῦ στρατηγοῦ καὶ ζῶ ὡς ἄνθρωπος μ᾿ ἐκεῖνο ὁποῦ εὐλόγησε ὁ Θεὸς χωρὶς νὰ μὲ τύπτῃ ἡ συνείδησή μου, χωρὶς νὰ γυμνώσω κανέναν οὔτε μίαν πιθαμὴ γῆς.
Όλες οι τεχνικές του πολέμου, παραπλάνηση, έλεγχος, επιμονή, πειθαρχία, χρονισμός και ΘΕΛΗΣΗ, βρίσκονται μέσα στο βιβλίο αυτού του Αληθινού Ανθρώπου, κατεβάστε το και μελετήστε την Δύναμη Ψυχής ενός Πολεμιστή.
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης υπήρξε ο γενναίος του ξίφους και της πέννας.
Έγραψε και με τα δύο ιστορία.
Με το ξίφος αγωνίστηκε για την απόκτηση μιας ελεύθερης πατρίδας· με την “απελέκητη γραφή” του, όπως τη λέει ο ίδιος, μόχθησε για την εδραίωση της ελεύθερης πατρίδας πάνω σε κάποιες υγιείς κοινωνικές και πολιτικές αρχές. Οι αρχές αυτές κρυσταλλώνονται στον Επίλογο των Απομνημονευμάτων του, που θα έπρεπε, ίσως να έχει θέση προλόγου.
Γράφει ο λαϊκός αγωνιστής: «Τούτη την πατρίδα την έχουν όλοι μαζί και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι». Θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει τη φράση αυτή απλή κοινολεξία. Πως ο Μακρυγιάννης διαπιστώνει κάτι αυτονόητο. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η τραγικότητα της Ελλάδας έγκειται στο ότι “ανήκει στους Έλληνες” πράγμα που έγινε και πολιτικό σύνθημα. Αλλά το δύσκολο είναι να προσδιορίσει κανείς σε ποιους Έλληνες ανήκει, μια και όλοι σχεδόν λογαριάζουμε τον εαυτό μας σαν περισσότερο Έλληνα από τους άλλους.
Δικαιολογημένα λίγα χρόνια μετά τον Μακρυγιάννη ο Εμμανουήλ Ροΐδης σαρκάζοντας γράφει πως η μεγαλύτερη πληγή του τόπου μας είναι … ο πατριωτισμός. Όλοι θέλουμε η πατρίδα ν’ ανήκει σ’ εμάς· όχι εμείς σ’ αυτή. Και λογικό είναι ν’ ανήκει σ’ εμάς. Αλλά το πρόβλημα αρχίζει από τη στιγμή που θ’ ανακύψει το ερώτημα: ποιος είναι ο τιμητής της “πολιτικής” μας ιθαγένειας; Κι αυτό είναι το δυστύχημα. Από την απελευθέρωση κι εδώθε η Ελλάδα ανήκει στα κόμματα. Ξέφυγε από τον Τούρκο τοπάρχη κι έγινε φέουδο του κομματάρχη. Ο Μακρυγιάννης απαντά νηφάλια: η Ελλάδα ανήκει στο λαό της. Πέρα από κάθε κοινωνικό, πνευματικό, οικονομικό διαχωρισμό, πέρα από την ισχύ και τη δύναμή τους όλοι είναι μέτοχοι στην Ιδέα της Πατρίδας.
Η Ελλάδα, αλλά και κάθε τόπος, είναι για τους πολίτες της σημείο αναφοράς, συνδετικός κρίκος. Όταν ενεργούν γι’ αυτήν είναι όλοι ίσοι, έστω κι αν η προσφορά δεν είναι ίση· η γνώμη τους έχει το ίδιο βάρος, έστω αν δεν έχει την ίδια βαρύτητα. Κι ο καθένας είναι υπεύθυνος απέναντι στον άλλο κι όλοι μαζί απέναντι στην πατρίδα. Η σύγκλιση των επιμέρους επιδιώξεων σ’ έναν κοινό στόχο, την πρόοδο της πατρίδας, ανεβάζει όλους σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο. Η ενασχόληση με τα θέματα που αφορούν στο γενικότερο συμφέρον της πατρίδας προϋποθέτει τον παραμερισμό του προσωπικού συμφέροντος.
Πατρίδα, όμως, σημαίνει ολότητα και μέσα στην ολότητα ανήκουμε όλοι μας.
Δυστυχώς οι Έλληνες έχουν ένα χαρακτηριστικό που συχνά αποβαίνει ολέθριο: εναγκαλίζονται σφικτά και ασφυκτικά την πατρίδα τους. Αυτό βέβαια μπορεί να διοχετεύει σ’ αυτή τη δύναμη και την ορμή που διαθέτει ο καθένας, από την άλλη όμως της στερεί τη δυνατότητα μιας αυτοδύναμης, ομόρροπης και ισόρροπης ανάπτυξης. Γιατί σ’ αυτή την περίπτωση, αντί οι στόχοι μας να προσαρμόζονται στους δικούς της, αντίθετα θέλουμε οι εθνικοί στόχοι να προσαρμόζονται στους δικούς μας, είτε αυτοί είναι ατομικές είτε ταξικές είτε κομματικές επιδιώξεις.
Από το σημείο αυτό περνάμε σ’ ένα δεύτερο σημείο, τον υπερτονισμό του “εγώ”. Γράφει σχετικά ο Μακρυγιάννης: «Ξέρετε πότε να λέγει καθείς “εγώ”; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει να λέγει “εγώ”. Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε “εμείς”. Είμαστε στο “εμείς” κι όχι στο “εγώ”» Όμως, όπως απέδειξε η μικρή πολιτική ιστορία της νεότερης Ελλάδας, το ατομικό “εγώ” πάντα έχει μια προτεραιότητα έναντι του συλλογικού “εμείς”.
Το άτομο απαιτεί την προβολή του μέσα από τις κοινωνικές διαδικασίες, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Και με υπερηφάνεια υπερτονίζει το “εγώ”, πιστεύοντας αφελώς ότι έτσι επιτυγχάνει την ανάδειξη του. Έμμεσα ο Μακρυγιάννης θεωρεί ότι η προσωπικότητα του ανθρώπου είναι ο αγώνας του. Άρα, το “εγώ” μπορεί να το χρησιμοποιήσει όταν εκτελέσει κάτι μόνος· καλό ή κακό. Η προϋπόθεση αυτή, που είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, αναιρεί σχεδόν τη δυνατότητα του ατόμου να μιλά χρησιμοποιώντας το πρώτο ενικό πρόσωπο.
Παρ’ όλα αυτά από τα πρώτα μετεπεναστατικά χρόνια όλοι επιθυμούν να εκφραστούν εντελώς προσωπικά, ξέχωρα από τους άλλους. Αυτό, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, δεν είναι δικαίωμα αλλ’ αυθαιρεσία. Το προνόμιο να λέει κανείς “εγώ” το έχει όποιος αγωνιστεί μόνος του. Ένας “αχρείος” ή “άτιμος” (με τη σημασία που έδιναν στις λέξεις οι Αρχαίοι), δεν έχει δικαίωμα να εκφραστεί έτσι. Κι όμως είναι διαπιστωμένο ότι όσο πιο ασήμαντος είναι ή νιώθει πως είναι κάποιος, τόσο συχνότερα επικαλείται το “εγώ”, για να ισχυροποιήσει τη θέση του. Το πρώτο ενικό πρόσωπο προσδίδει με την επιτακτικότητά του ένα ηγεμονικό κύρος στο άτομο.
Παράλληλα όμως γελοιοποιείται, καθώς σπάνια η αξία συνοδεύει την προβολή τού “εγώ”. Η συνετή συμμετοχή στους κοινούς αγώνες επιτρέπει μια συνετή και περιορισμένη προβολή του εαυτού μας. Ειδάλλως, είναι καλύτερα το άτομο να παραμένει αθέατο στα πλαίσια της απροσωπίας, που του επιβάλλει η ασήμαντη ή μηδαμινή προσφορά του στο σύνολο.
Δυστυχώς, η έλλειψη κοινωνικής αγωγής δε μας επιτρέπει να “δούμε πόσο επικίνδυνη είναι η διόγκωση του “εγώ” και για το “εγώ” και για το “εμείς”. Οι Έλληνες διογκώνοντας το “εγώ” τους λειτουργούν σαν τον καρκίνο. Προκαλούν το θάνατο. Όμως αυτό που δεν έχει γίνει συνείδηση είναι ότι μαζί με τον άνθρωπο πεθαίνει κι ο καρκίνος. Είναι φρεναπάτη, λοιπόν, να υποστηρίζεται το “εγώ να ‘μαι καλά”. Εφόσον η τακτική αυτή θα εφαρμόζεται απ’ όλους, δεν μπορεί κανένας να είναι καλά. Γιατί η εγωλατρία γεννά την αδιαφορία κι όποιος αδιαφορεί για τους άλλους είναι αφελής αν περιμένει οι άλλοι να ενδιαφερθούν γι’ αυτόν.
Το πόσο ακριβά πληρώνουμε αυτό τον ατομισμό φαίνεται από το γεγονός ότι η πολιτική μας εξέλιξη έχει υποβαθμιστεί στο επίπεδο της διαφημιστικής κουλτούρας, ενώ οι καθημερινές θλιβερές καταστάσεις (σκάνδαλα, συναλλαγές, εγκλήματα κ.λπ.) αντιμετωπίζονται σαν κάποιο είδος soft κι όχι σαν εξευτελισμός της εθνικής μας ύπαρξης. Η βουλή των Ελλήνων έχει καταντήσει απλή ονομασία κτηρίου κι όχι συλλογική έκφραση της πολιτικής βούλησης των Νεοελλήνων. Οι Έλληνες ξέρουν να χρησιμοποιούν τα δάκτυλα για να μουτζώνουν· όχι να τα ενώνουν. Όμως, ένα δάκτυλο μόνο του δεν είναι τίποτε· πέντε δάκτυλα ενωμένα σχηματίζουν μια γροθιά.
Τα παραπάνω δεν έχουν τη σημασία πως η χρησιμοποίηση του “εγώ” είναι κατακριτέα. Η έννοια, όμως, του “εγώ” ολοκληρώνεται με τη σύζευξη του “εσύ”. Μέσα από αυτή την “κοινωνία” προσώπων αναδεικνύεται το “εμείς”, η έκφραση της συνολικής τελείωσης. Με το να περάσουμε από το “εγώ” στο”εμείς” αποκλείεται πρώτα-πρώτα η μονοπώληση του πατριωτισμού από μια κατηγορία πολιτών, που θεωρούν λάφυρο προσωπικό τους αγώνες του συνόλου. Από την άλλη με τη συνένωση δυνάμεων επιτυγχάνεται ευκολότερα η κοινωνική πρόοδος. Το άτομο μπορεί να “φκιάσει” ή να “χαλάσει”. Αυτοί όμως που ξέρουν να λειτουργούν στο επίπεδο του “εμείς” ξέρουν να “φκιάνουν”· ασφαλώς και να “χαλούν”· δε ζητούν όμως εξιλαστήρια θύματα ή αποδιοπομπαίους τράγους.
Αναλαμβάνουν οι ίδιοι συνολικά την ευθύνη.
Σήμερα, δυστυχώς, είναι δύσκολο να πεισθεί ο λαός να ξεπεράσει το “εγώ” και να σταθεί στο “εμείς”. Δεν έχει πρότυπα. Του προσφέρεται μια ανάπηρη πολιτική παιδεία και αποκτά μια τραυματική εμπειρία από την επαφή που έχει με την πολιτεία. Ο απλός πολίτης καθημερινά πείθεται ότι ο πλούτος δεν αποκτιέται με μόχθο και τιμιότητα αλλά με την ποταπότητα. Όταν στελέχη κρατικών οργανισμών ή άνθρωποι της εξουσίας, πολύ ψηλά ιστάμενοι -όχι όμως απαραιτήτως ηθικά ιστάμενοι υψηλά- είναι ένοχοι στη συνείδηση του λαού για απάτες, γιατί, άραγε, αυτή η συνείδηση δε θα μολυνθεί και δε θ’ αναισθητοποιηθεί; Εφόσον άνθρωποι, που λόγω αξιωμάτων θα’ πρεπε να “πονοκεφαλιάζουν” για το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου, “πονοκεφαλιάζουν” για να βρουν φόρμουλες να κατακλέψουν το δημόσιο ή για να βρουν τρόπους για να ξεφύγουν από την αρπάγη του νόμου, δε θα ‘πρεπε να υπάρχει —αν όχι απαίτηση— τουλάχιστον η αυταπάτη πως ο λαός δε θα διαβρωθεί.
Κι ακόμη όταν διαπιστώνεται πως οι ανώτεροι υπόσχονται στους κατώτερους το “εμείς” και πράττουν το “εγώ”, τότε δύο τινά συμβαίνουν: ή εξεγείρονται οι εξαπατημένοι, αναζητώντας το δίκιο τους ή συνηθίζουν στην ιδέα της διαφθοράς και η συνείδηση τους μαλθακοποιείται. Το τελευταίο είναι μια γνωστή τακτική των διεφθαρμένων συστημάτων εξουσίας. Βέβαια κρατούνται κάποια προσχήματα: πρώτα αποκαλύπτονται ή ανακαλύπτονται κάποιες ατασθαλίες κι αν υπάρξει αντίδραση “ξεσκεπάζεται” έως ένα σημείο ασφαλείας “όλη” η διαφθορά. Έτσι το αίσθημα δικαιοσύνης “ικανοποιείται”, αλλ’ ο λαός αηδιασμένος διαφοροποιείται και ένα τμήμα του αδιαφορεί για τα κοινά κι ένα άλλο -ευτυχώς όχι πάντοτε μεγάλο— σπεύδει να συμμετάσχει στη διαφθορά για να “μη μείνει πίσω”.
Λείπει, σίγουρα, από τον λαό μας το αίσθημα της κοινωνικής ευθύνης. Γιατί ακούει κηρύγματα περί αλληλεγγύης και κοινωνικής προσφοράς αλλά δε βλέπει όλα αυτά να τα μετουσιώνουν σε πράξεις οι κήρυκες τους. Δεν εμπνέεται από πουθενά να περιορίσει τις εγωιστικές ορμές του, να συνδεθεί με τους άλλους. Έχει -δικαιολογημένα- καταληφθεί από την έμμονη ιδέα πως σε βάρος του παίζεται ένα βρώμικο παιχνίδι και ότι αυτός τελικά θα πληρώσει τα “σπασμένα”. Έτσι προσπαθεί κι αυτός να ξεγελάσει, για να μην τον ξεγελάσουν. Δεν ικανοποιείται με την ιδέα ότι “όλα εδώ πληρώνονται”. Ξέρει πως πολλοί πληρώνουν και λίγοι καρπώνονται. Έχει χάσει την εμπιστοσύνη του ακόμη και στην Δικαιοσύνη.
Να υποθέσουμε, λοιπόν, ότι το κύμα του ατομικιστικού ωφελισμού θα σαρώσει αξίες, πρότυπα, ιδανικά; Θα ήταν βέβαια εφιαλτικό. Όμως το να κοιτάμε κατάματα την αλήθεια κάπου ωφελεί. Ίσως η πιο ευγενική και ενδιαφέρουσα επιδίωξη θα ήταν να μην παλέψει κανείς μόνος αλλά στην πάλη του να ζητήσει συμπαραστάτες. Ένα “εγώ” δεν αρκεί για να φέρει μια πνοή ηθικής· χρειάζεται το “εμείς” που εκφράζει ένα ευρύτερο όλο. Και σε κάθε περίπτωση το όλο αποτελεί κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών του.
Η χρησιμοποίηση του α’ πληθυντικού της προσωπικής αντωνυμίας είναι φόρος τιμής στην κοινωνική συμβίωση. Παράλληλα, είναι και δυναμική απάντηση στο αίτημα της εποχής μας για συσπείρωση μπροστά στις δυνάμεις που αλλοιώνουν, λιώνουν και αλλοτριώνουν τις ψυχές μας. Η αποβολή του στενού εγωιστικού πνεύματος θα συντελέσει στη δημιουργία πυρήνων αντίστασης, στην ανάσχεση του καλλιεργούμενου μίσους ανάμεσα στους πολίτες, στη συνεχώς εξαπλούμενη απάθεια για τα κοινά. Η φυγή από τη μοναξιά του “εγώ” προς την κατεύθυνση του “εμείς” είναι επιτακτική ειδικά για το λαό μας, που η οξειδωμένη ιστορική του μνήμη δεν τον βοηθάει να θυμηθεί ότι μπορεί το έργο της συνένωσης να είναι δύσκολο, τα αποτελέσματά της όμως είναι διαρκέστερα και θαυμαστότερα.
Ο Μακρυγιάννης συνεχίζοντας την “πολιτική γραμματική” του λέει παρακάτω: «Και εις το εξής να μάθωμεν γνώσιν, αν θέλωμεν να φκιάσωμεν χωρίον, να ζήσωμεν όλοι μαζί». Κάπως διαφορετικά ο Τσώρτσιλ είχε πει: ή θα σωθούμε όλοι μαζί ή θα χαθούμε όλοι μαζί. Για τους Έλληνες περιθώρια άλλων επιλογών δεν υπάρχουν: για να επιβιώσουν πρέπει να συμβιώσουν. Να κάνουν “χωριό” που θα τους ενώνει κι όχι να τους χωρίζει.
Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να “μάθωμεν γνώσιν”. Η λέξη “γνώση” εδώ λειτουργεί συντακτικά σαν εσωτερικό αντικείμενο. Κι εμείς σαν “εξωτερικό” υποκείμενο, μέσω αυτής της γνώσης, να ενεργούμε προς την κατεύθυνση μιας ομαλής κοινωνικής συμβίωσης. Ο Έλληνας μπορεί να μαθαίνει αλλ’ αυτό δε σημαίνει πως αποκτά γνώση· μπορεί να κατέχει γνώσεις αλλ’ όχι και γνώση. Ίσως σε κάποια τάξη να έμαθε την απειροστική λογική μα του λείπει η απλή λογική. Η σύγχρονη παιδεία δεν τον βοηθά να σχηματίσει προσωπικότητα.
Στην αγγλική γλώσσα υπάρχει το “impersonalyou” (=το απρόσωπο εσύ). Ίσως -όχι βέβαια στην ελληνική γραμματική- όμως στην κοινωνιολογική γλώσσα πρέπει, ειδικά για τον Νεοέλληνα, να χρησιμοποιηθεί ένα “απρόσωπο εγώ”. Μπορεί η προκατασκευασμένη γνώση να προσφέρεται σε τεράστιες ποσότητες αλλά αυτή συμβάλλει στη δημιουργία προκατασκευασμένων προσωπικοτήτων. Δεν είναι προσωπικότητες που προκύπτουν από το “γνώθι σαυτόν”. Όταν δεν γνωρίζει ο άνθρωπος τον εαυτό του δημιουργεί ένα ανάπηρο “εγώ”. Και λόγω αναπηρίας τα “εγώ” δεν μπορούν ν’ απαρτίσουν ένα εύρωστο “εμείς”. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, το “ένδον σκάπτε”, για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε σε κάτι καλύτερο μέσα από μια κοινωνία προσώπων κι όχι “προσωπικοτήτων”.
Eίχε αρχίσει η προεκλογική περίοδος, όταν άρχισε η εκτύπωση των δοκιμίων αυτών. Ένα κόμμα πρόβαλε έξυπνα ένα ωραίο σύνθημα: «Αξίζουμε μια καλύτερη Ελλάδα». Ευφυέστατα η κ. Βλάχου το αντέστρεψε «Η Ελλάδα αξίζει καλύτερους Έλληνες»!
Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
1829 Φλεβαρίου 26, Ἄργος.
»Μπαίνοντας εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ ἀκολουθώντας νὰ γράφω δυστυχήματα ἀναντίον τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας, ὁποῦ τῆς προξενήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν μας καὶ ῾διοτέλειά μας καὶ ἀπὸ θρησκευτικοὺς καὶ ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ ἀπὸ ῾μᾶς τοὺς στρατιωτικούς, ἀγαναχτώντας καὶ ἐγὼ ἀπ᾿ οὗλα αὐτά, ὅτι ζημιώσαμε τὴν πατρίδα μας πολὺ καὶ χάθηκαν καὶ χάνονται τόσοι ἀθῶοι ἄνθρωποι, σημειώνω τὰ λάθη ὁλωνῶν καὶ φτάνω ὡς σήμερον, ὁποῦ δὲν θυσιάζομε ποτὲς ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸν καὶ εἴμαστε σὲ τούτην τὴν ἄθλια κατάστασιν καὶ κιντυνεύομεν νὰ χαθοῦμεν.
Τὸ Ἔθνος ἀφανίστη ὅλως διόλου καὶ ἡ θρησκεία ἐκκλησία εἰς τὴν πρωτεύουσα δὲν εἶναι καὶ μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος. Ὅ,τι τοῦ λὲς ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας! Ἀλλοίμονο ῾σ ἐκείνους ὁποῦ χύσανε τὸ αἷμα τους καὶ θυσιάσανε τὸ δικόν τους νὰ ἰδοῦνε τὴν πατρίδα τους νὰ εἶναι τὸ γέλασμα ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νὰ καταφρονιῶνται τ᾿ ἀθῷα αἵματα ὁποῦ χύθηκαν!
Ὅταν μοῦ πειράζουν τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θὰ ῾νεργήσω κι᾿ ὅ,τι θέλουν ἂς μοῦ κάμουν.
Μοῦ λέγει (ὁ Ὄθων): «Τί θέλεις νὰ μοῦ εἰπῆς τώρα;» «Ψέματα θέλεις νὰ σοῦ εἰπῶ ἢ ἀλήθεια;» «Ἐγώ», μοῦ λέγει, «ποτὲς δὲν ἀκῶ ψεύματα· ὅλο ἀλήθειες». Τοῦ λέγω, «ἐγὼ ἔχω γιομάτες δυὸ τζέπες μίαν μὲ ψέματα, τὴν ἄλλη μ᾿ ἀλήθειες. Τώρα τί ἀγαπᾶς;» «Ἀλήθεια» μοῦ λέγει. Γυρίζω τὰ μάτια μου εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὁρκίζομαι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια γυμνὴ ἐμπροστά του. Τοῦ λέγω «Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρὴ καὶ θὰ μὲ πάρης πίσου εἰς τὴν ὀργή σου. Ὅμως διὰ πάντα νὰ εἶμαι εἰς τὴν ὀργή σου, τὴν ἀλήθεια θὰ σοῦ λέγω, ὅτ᾿ εἶναι τοῦ Θεοῦ· τὸ ψέμα τοῦ διαβόλου. Καὶ δὲν εἶναι καιρὸς νὰ κρύβεται ἡ ἀλήθεια.
»Εἶμαι διορισμένος ἀπὸ τὴν κυβέρνηση τοῦ Κυβερνήτη Καποδίστρια Γενικὸς Ἀρχηγὸς τῆς Ἐκτελεστικῆς δύναμης τῆς Πελοπόννησος καὶ Σπάρτης. Ὁ σταθμός μου εἶναι ἐδῶ εἰς Ἄργος. Κάθομαι καὶ ἀγροικιῶμαι μὲ τὴν Κυβέρνηση καὶ παντοῦ εἰς τὶς ἐπαρχίες μ᾿ ἀρχὲς κι᾿ ἀξιωματικοὺς καὶ ὅποτε κάνει χρεία, φέρνω καὶ γύρα σὲ ὅλα τὰ μέρη αὐτὰ διὰ τὴν γενικὴ ἡσυχία καὶ ξακολουθῶ τὰ χρέη μου καθήμενος τὸν περισσότερον καιρὸν ἐδῶ.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν τρέχω εἰς τοὺς καφφενέδες καὶ σὲ ἄλλα τοιούτα καὶ δὲν τὰ συνηθῶ – (ἤξερα ὀλίγον γράψιμον, ὅτι δὲν εἶχα πάγη εἰς δάσκαλο ἀπὸ τὰ αἴτια ὁποῦ θὰ ξηγηθῶ, μὴν ἔχοντας τοὺς τρόπους) περικαλοῦσα τὸν ἕναν φίλον καὶ τὸν ἄλλον καὶ μ᾿ ἔμαθαν κάτι περισσότερον ἐδῶ εἰς Ἄργος, ὁποῦ κάθομαι ἄνεργος. Ἀφοῦ λοιπὸν καταγίνηκα ἕνα δυὸ μῆνες νὰ μάθω ἐτοῦτα τὰ γράμματα ὁποῦ βλέπετε, ἐφαντάστηκα νὰ γράψω τὸν βίον μου, ὅσα ἔπραξα εἰς τὴν μικρή μου ἡλικία καὶ ὅσα εἰς τὴν κοινωνία, ὅταν ἦρθα σὲ ἡλικία, καὶ ὅσα διὰ τὴν πατρίδα μου, ὁποῦ μπῆκα εἰς τῆς Ἐταιρίας τὸ μυστήριον διὰ τὸν ἀγώνα τῆς λευτεριᾶς μας καὶ ὅσα εἶδα καὶ ξέρω ὁποῦ ῾γιναν εἰς τὸν Ἀγώνα, καὶ σὲ ὅσα κατὰ δύναμη συμμέθεξα κ᾿ ἐγὼ κ᾿ ἔκαμα τὸ χρέος μου, ἐκεῖνο ὁποῦ μποροῦσα.
Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος, νὰ βαρύνω τοὺς τίμιους ἀναγνῶστες καὶ μεγάλους ἄντρες καὶ σοφοὺς κοινωνίας καὶ νὰ τοὺς βάλω σὲ βάρος, νὰ τοὺς κινῶ τὴν περιέργειά τους καὶ νὰ χάνουν τὶς πολυτίμητες στιμὲς εἰς αὐτά. Ἀφοῦ ὅμως ἔλαβα καὶ ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος αὐτείνη τὴν ἀδυναμίαν, σᾶς ζητῶ συγνώμη εἰς τὸ βάρος ὁποῦ θὰ σᾶς δώσω.
Ἂν εἶμαι τίμιος ἄνθρωπος, θέλω γράψη τὴν ἀλήθεια, καθὼς ἔγιναν τὰ γραφόμενα, ὁποῦ θὰ σημειώσω. Ὅλοι οἱ ἀναγνῶστες ἔχετε χρέος πρῶτα νὰ ῾ρευνήσετε διὰ τὴν διαγωγή μου, πῶς φέρθηκα εἰς τὴν κοινωνία καὶ Ἀγώνα, καὶ ἂν τιμίως φέρθηκα, βάλετε βάση καὶ εἰς τὰ γραφόμενά μου, ἂν ἀτίμως φέρθηκα, μὴν πιστεύετε τίποτας. Καὶ ἀφοῦ μάθετε ὅτι φέρθηκα τιμίως καὶ ἰδῆτε σημειωμένα ἔγγραφα καὶ ἀπόδειξες, ἀρχὴ καὶ τέλος, ἀπὸ διαφόρους, ἀπὸ κυβέρνησες καὶ ἀπὸ ἀρχὲς καὶ ἀπὸ ἄλλους πολλούς, ὅθεν χρημάτισα ἐγὼ μὲ τοὺς ἀδελφούς μου συναγωνιστάς, ὁποῦ μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ἔχω εἰς τὴν ὁδηγίαν μου, ὅλο καλύτερούς μου εἰς τὸν ἀγώνα καὶ εἰς ὑπηρεσίες, ὅθεν διατάχτηκα.
Μὲ δεκοχτῶ ἀνθρώπους πρωτοκινήθηκα εἰς τὸν ἀγώνα, ὡς τοὺς χίλιους τετρακόσιους μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νά ῾χω εἰς τὴν ὁδηγίαν μου. Ποτὲ δὲν μολύθηκαν τ᾿ ἀρχεῖα τῆς πατρίδος μου, οὔτε εἰς τὴν κυβέρνησιν, οὔτε εἰς ἐπαρχίες, οὔτε εἰς ἄτομα, ὁποῦ ἀγωνιστήκαμεν εἰς τὴν Ρούμελη, Πελοπόννησον καὶ νησιὰ καὶ Σπάρτη, δὲν εἶναι πουθενὰ κατηγορία παραμικρὴ διὰ ἐμᾶς. Εὐκαριστήρια θὰ ἰδῆτε ἀπ᾿ οὖλα τὰ μέρη πλῆθος ἐδῶ μέσα σημειωμένα, καὶ παντοῦ εἰς τὸ κράτος καὶ εἰς τ᾿ ἀρχεῖα τῆς κυβέρνησης φαίνονται αὐτά. Καὶ μ᾿ ὅσους ἀνθρώπους μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεὸς καὶ διοίκησα, διάφορες ἀκαταστασίες καὶ ἁρπαγὲς ηὗραν τὴν πατρίδα, ἀρχὴ καὶ τέλος, δοξασμένο νὰ εἶναι τὸ πανάγαθον ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἐμᾶς δὲν μᾶς ἄφησε νὰ μολυθοῦμεν.
Καὶ αὐτὲς τὶς χάριτες πρέπει νὰ τὶς χρωστάγη ἡ πατρὶς εἰς τοὺς ἀξιότιμους καὶ ἀγαθοὺς καὶ γενναίους πατριῶτες τοὺς συναγωνιστᾶς μου, ὁποῦ ῾χα εἰς τὴν ὁδηγίαν μου εἰς τὸν ἀγώνα, ὁποῦ συνεισφέραμεν καὶ ἐμεῖς κατὰ δύναμιν εἰς τὶς ἀνάγκες πατρίδος. Εἶναι ἡ ἀρετὴ καὶ ὁ πατριωτισμός, ὁποῦ ἔδειξαν, αὐτείνων τῶν καλῶν πατριώτων, ὄχι ἐμένα. Ὅτι ἐγὼ δὲν εἶχα αὐτείνη τὴν ἀρετή, οὔτε τὴν ἔχω ἀκόμα, καθὼς εἰς τοὺς πολέμους, καὶ τώρα εἰς τὴν ῾πηρεσίαν εἶναι αὐτεῖνοι οἱ καλύτεροί μου.
Εἶναι καὶ τώρα εἰς τὴν ῾πηρεσία, εἰς τὴν ὁδηγία μου, οἱ γενναῖγοι καὶ ἀγαθοὶ ἀξιωματικοὶ Μισολογγιοὺ μὲ τὸν ἀγαθὸν καὶ γενναῖον ἀρχηγὸν τοὺς Μῆτρο Ντεληγιώργη, φρούραρχο εἰς τὸν ἀγώνα τοῦ Μισολογγιοῦ. Εἶναι πολλοὶ γενναῖγοι καὶ ἀξιότιμοι νησιῶτες καὶ Πελοποννήσιοι, ἀγαθοὶ ἀγωνισταί, εἶναι Ρουμελιῶτες. Εἶναι οἱ ἀγαθοὶ καὶ φιλόπατροι νοικοκυραῖοι καὶ ἀξιωματικοὶ Ἀθηνῶν, ὁποῦ ἀγωνιζόμαστε εἰς τὸ κάστρο τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἀλλοῦ εἰς τοὺς ἀγῶνες πατρίδος. Καὶ ἡ ἀρετὴ αὐτείνων ὅλων τῶν καλῶν πατριώτων – ἡ ἀγαθότη πρῶτα του Θεοῦ – μας γλύτωσε ἀπ᾿ ὅσα βλάβουν τὴν πατρίδα.
Ἡ ἀφεντειά σας, ἀγαθοὶ ἀναγνῶστες, σᾶς περικαλῶ, ἂν καὶ θέλετε νὰ μάθετε τὴν ἀλήθεια, ῾ρευνήσετε ὅλα αὐτὰ ὁποῦ θὰ ἰδῆτε, ἂν εἶναι ἀλήθεια ἢ ψέματα. Ἕνα σᾶς περικαλῶ, ὅλους τοὺς ἀξιότιμους ἀναγνῶστες, δὲν ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ φέρετε καμμίαν κρίση οὔτε ὑπέρ, οὔτε κατά, ἂν δὲν τὸ διαβάσετε ὅλο – καὶ τότε εἶστε νοικοκυραῖοι νὰ κάμετε ὅ,τι κρίση θέλετε ἢ ὑπέρ, εἴτε κατά.
Ὅταν τὸ διαβάσετε ὅλο, ἀρχὴ καὶ τέλος, τότε νὰ κάμετε τὴν κρίση γιὰ ὅσους φέραν δυστυχήματα εἰς τὴν πατρίδα καὶ ἐμφύλιους πολέμους διὰ τὰ ἀτομικὰ τοὺς νιτερέσια καὶ τὴν ῾διοτέλειά τους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔπαθε καὶ παθαίνει ὡς σήμερον ἡ δυστυχισμένη πατρίδα καὶ οἱ τίμιοι ἀγωνισταί. Θὰ σημειώσω γυμνὴ τὴν ἀλήθεια καὶ χωρὶς πάθος.
Ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρὴ καὶ ὅσοι κάμαμεν τὸ κακό μας κακοφαίνεται, ὅτι καὶ τὸ κακὸ τὸ θέλομε καὶ τὸ νιτερέσιον νὰ τὸ κάνωμε καὶ καλοὺς πατριῶτες θέλομε νὰ μᾶς λένε. Καὶ αὐτὸ δὲν γίνεται, οὔτε θὰ τὸ κρύψω ἐγὼ καὶ νὰ μείνη κρυμμένο, ὅτι ἡ πατρὶς ζημιώθη, διατιμήθη καὶ ὅλο ῾σ αὐτὸ κατανταίνει, ὅτι μας ηὖρε ὅλους θερία. Καὶ τὰ αἴτια τοῦ κακοῦ θὰ τὰ εἰποῦνε κ᾿ ἱστορίες καὶ ῾φημερίδες καθημερινῶς τὰ λένε. Καὶ δὲν σημαίνουν τὰ δικά μου, καὶ πρέπει νὰ τὰ γράφουνε προκομμένοι κι᾿ ὄχι ἁπλοὶ ἀγράμματοι, καὶ νὰ τὰ γλέπουν οἱ νεώτεροι, καὶ οἱ μεταγενέστεροι νά ῾χουν περισσότερη ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν.
Ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ πᾶν καὶ πρέπει νὰ θυσιάζη καὶ πατριωτισμὸν καὶ νὰ ζῆ αὐτὸς καὶ οἱ συγγενεῖς του ὡς τίμιοι ἄνθρωποι εἰς τὴν κοινωνία. Καὶ τότε λέγονται ἔθνη, ὅταν εἶναι στολισμένα μὲ πατριωτικὰ αἰστήματα, τὸ ἀναντίον λέγονται παλιόψαθες τῶν ἐθνῶν καὶ βάρος γῆς. Καὶ διὰ τοῦτο ὡς πατρίδα γενικὴ τοῦ κάθε ἑνοῦ καὶ ἔργο τῶν ἀγώνων τοῦ μικρότερου καὶ ἀδύνατου πολίτη, ἔχει κι᾿ αὐτὸς τὰ συμφέροντά του εἰς αὐτείνη τὴν πατρίδα, εἰς αὐτείνη τὴν θρησκεία. Δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ βαρύνεται καὶ νὰ ἀμελῆ αὐτά, καὶ ὁ προκομμένος πρέπει νὰ φωνάζη ὡς προκομμένον ἀλήθεια, τὸ ἴδιον καὶ ὁ ἁπλός. Ὅτι κρικέλλα δὲν ἔχει ἡ γῆς νὰ τὴν πάρη κανεὶς εἰς τὴν πλάτη του, οὔτε ὁ δυνατός, οὔτε ὁ ἀδύνατος, καὶ ὅταν εἶναι ὁ καθεὶς ἀδύνατος εἰς ἕνα πράμα καὶ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ πάρη τὸ βάρος καὶ παίρνει καὶ τοὺς ἄλλους καὶ βοηθοῦν, τότε νὰ μὴν φαντάζεται νὰ λέγη ὁ αἴτιος ἐγώ, νὰ λέγη ἐμεῖς.
Ὅτι βάναμε ὅλοι τὶς πλάτες, ὄχι ἕνας. Οἱ ἄρχοντές μας, οἱ ἀρχηγοί μας ἔγιναν καὶ οἱ ντόπιοι καὶ οἱ φερτικοί, ὅμως τίποτας δὲν τοὺς ἀναπεύει. Ἤμασταν φτωχοί, ἐγίναμεν πλούσιοι. Ἦταν ὁ Κιαμίλμπεγης ἐδῶ εἰς τὴν Πελοπόννησο καὶ οἱ ἄλλοι οἱ Τοῦρκοι πλουσιώτατοι, ἔγινε ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ ἄλλοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι πλούσιοι ἀπὸ γές, ἀργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες καὶ ἄλλα πλούτη τῶν Τούρκων. Ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ συντρόφοι τοῦ ἦρθαν ἀπὸ τὴν Ζάκυθο, δὲν εἶχαν οὔτε πιθαμὴ γῆς, τώρα φαίνεται τί ἔχουν. Τὸ ἴδιον καὶ εἰς τὴν Ρούμελη, Γκούρας καὶ Μαμούρης, Κριτζώτης, Γριβαῖγοι, Στάικος καὶ οἱ ἄλλοι, Τζαβελαῖγοι καὶ ἄλλοι πολλοί.
Καὶ τί ζητοῦνε ἀπὸ τὸ ἔθνος; Μιλλιούνια ἀκόμα διὰ τὶς μεγάλες δούλεψες. Καὶ σὲ αὐτὰ ποτὲς δὲν ἀναπεύονται, ὅλο νόμους καὶ φατρίες διὰ τὸ καλὸ τῆς πατρίδος, ὅλο αὐτὸ πασκίζουν. Ὅσα ἔπαθε ἡ πατρὶς διὰ τοὺς «νόμους» καὶ τὸ καλὸ αὐτεινῶν καὶ ὅσα παληκάρια σκοτώθηκαν, δὲν τἄπαθε ἡ πατρὶς εἰς τὸν ἀγώνα τῶν Τούρκων.
Κατοικίσαμεν τοὺς κατοίκους μέσα τὰ σπήλαια καὶ ζοῦνε μὲ τὰ θερία καὶ ρημώσαμε τοὺς τόπους καὶ ἐγίναμε ἡ παραλυσία τοῦ κόσμου. Ὅλα αὐτά μου δώσαν ἀφορμὴ νὰ μάθω γράμματα εἰς τὰ γεράματα, νὰ τὰ σημειώσω ὅλα. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἤμουν καὶ ἐγώ. Ἂς γράψῃ ἄλλος διὰ ῾μένα ὅ,τι γνωρίζη. Ἐγὼ τὴν ἀλήθεια θὰ τὴν εἰπῶ γυμνή. Ὅτι ἔχω τὸ μερίδιό μου, ῾σ αὐτείνη τὴν πατρίδα θὰ ζήσω ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου. Ὅτ᾿ ἤμουν νέος καὶ στραβογέρασα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δεινά της πατρίδας, πέντε πληγὲς πῆρα εἰς τὸ σῶμα μου εἰς διάφορους ἀγῶνες πατρίδος καὶ ἀποκαταστάθηκα μισὸς ἄνθρωπος καὶ τὸν περισσότερον καιρὸ εἶμαι εἰς τὰ ροῦχα ἀστενὴς ἀπὸ αὐτά.
Δοξάζω τὸν Θεὸν ὁποῦ δὲν μοῦ σήκωσε τὴν ζωή μου καὶ εὐκαριστῶ καὶ τὴν πατρίδα μου ὁποῦ μὲ τίμησε βαθμολογώντας κατὰ τὴν τάξη, κατὰ τὶς περίστασες, ὡς τὸν βαθμὸν τοῦ στρατηγοῦ καὶ ζῶ ὡς ἄνθρωπος μ᾿ ἐκεῖνο ὁποῦ εὐλόγησε ὁ Θεὸς χωρὶς νὰ μὲ τύπτῃ ἡ συνείδησή μου, χωρὶς νὰ γυμνώσω κανέναν οὔτε μίαν πιθαμὴ γῆς.
Όλες οι τεχνικές του πολέμου, παραπλάνηση, έλεγχος, επιμονή, πειθαρχία, χρονισμός και ΘΕΛΗΣΗ, βρίσκονται μέσα στο βιβλίο αυτού του Αληθινού Ανθρώπου, κατεβάστε το και μελετήστε την Δύναμη Ψυχής ενός Πολεμιστή.
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ