Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

ΟΙ ΑΤΟΜΙΚΟΙ

Λίγα είναι αυτά που γνωρίζουμε για τον Λεύκιππο, που γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα στη Μίλητο, το 500 π.Χ. περίπου. Είχε δασκάλους τον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα ενώ λέγεται ότι συνέγραψε ένα έργο με τίτλο Μέγας Διάκοσμος. Ο Δημόκριτος, ο σημαντικότερος μαθητής του, γεν­νήθηκε στα Άβδηρα γύρω στα 460 π.Χ. και πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία. Ήλθε σε επαφή τόσο με τη φιλοσοφία των Ελεατών όσο και μ’ αυτές του Πυθαγόρα και του Πρωταγόρα. Φέρεται να ταξίδεψε πολύ στην Ανα­τολή, το βέβαιο, πάντως, είναι ότι πήγε τελικά στην Αθήνα. Διέθετε εξαι­ρετικές μαθηματικές γνώσεις, σε σημείο που να λέγεται ότι ξεπερνούσε κι αυτούς ακόμα τους Αιγυπτίους γεωμέτρες. Κατά τον Διογένη Λαέρτιο, ο Δημόκριτος είχε επονομασθεί Σοφία και είχε συγγράψει πλήθος έργων περί ηθικής, μαθηματικών, μουσικής και τεχνών, καθώς κι έναν Μικρό Διάκοσμο. Μας είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνουμε τι ανήκει στον Λεύκιππο και τι στον Δημόκριτο, μέσα σε ό,τι έχει διασωθεί από την αρ­χαία ατομική θεωρία.

         Ι. Η κοσμοθεωρία των Ατομικών

         Αποτελεί σαφώς χονδροειδή αναχρονισμό, τον οποίο ορισμένοι, ωστό­σο, ιστορικοί δεν διστάζουν να διαπράξουν, το να αντιμετωπίζει κανείς την ατομική κοσμοθεωρία του Λεύκιππου και του Δημόκριτου σαν σύγ­χρονου τύπου επιστημονική αντίληψη, εδραζόμενη, μάλιστα, σε θεωρη­τικές αφετηρίες που προέκυψαν από την εμπειρική-πειραματική παρατή­ρηση. Οι αρχές τους είναι απόλυτα θεωρησιακές καθώς, όπως λέει κι ο Τσέλλερ, «μεταφέρουν στα άτομα όλα τα χαρακτηριστικά που οι Ελεάτες θα απέδιδαν στο Είναι» (II, σ. 289). Κατά βάθος, ο Λεύκιππος δεν έκανε άλλο από το να απαντήσει στην πρόκληση του Ελεάτη Μέλισσου του Σάμιου, που έλεγε πως αν υποθέσουμε, παρ' ότι είναι αδύνατο, ότι υπάρχουν πολλά πράγματα κι όχι ένα μόνο, τότε το καθένα τους θα πρέπει να διέθε­τε καθεαυτό τις ιδιότητες του ελεατικού Είναι. Είναι αλήθεια, βέβαια, πως σε αντίθεση με το παρμενίδειο Εν, που παραμένει σταθερά ακίνητο και εν ηρεμία, τα άτομα κινούνταν αυτό, όμως, δεν ελαττώνει τη σημασία του γεγονότος πως οι ιδιότητες που ο Παρμενίδης απέδιδε στο Είναι χρησιμο­ποιούνται, στο μεγαλύτερο μέρος τους, από τους Ατομικούς για τον χα­ρακτηρισμό των ατόμων.

Ο Αριστοτέλης είναι αυτός που μας παρείχε την, πλέον σαφή ίσως, έκ­θεση των σχέσεων ελεατισμού και Ατομικών:

Ο Λεύκιππος πίστευε πως διέθετε μια θεωρία σύμφωνα με τις απαι­τήσεις της αντίληψης, δίχως να καταργεί ούτε τη γένεση ούτε τη φθο­ρά ούτε την κίνηση ούτε την πολλαπλότητα των όντων. Αυτή είναι η παραχώρηση που κάνει στη ν εμπειρία' ως προς τους φιλοσόφους, πάλι, που οικοδόμησαν τη θεωρία του Ενός, κάνει παραχωρήσεις, αποδεχόμενος πως είναι αδύνατη η κίνηση δίχως το κενό, και συμ­φωνεί πως το κενό είναι μη ον, καθώς και πως τίποτα το πραγματι­κό δεν είναι μη ον, διότι το Είναι καθ' εαυτό αποτελεί ένα Είναι από­λυτα πλήρες. Ένα τέτοιο Είναι, όμως, προσθέτει, δεν είναι ένα: αν­τίθετα, μάλιστα, υπάρχει μια απειράριθμη πολλαπλότητα τέτοιων είναι, αόρατων, λόγω του ελάχιστου της μάζας τους. Κινούνται μέ­σα στο κενό (γιατί κενό υπάρχει) και παράγουν με τη συγκέντρωση τους τη γένεση και, με τη διασπορά τους, τη φθορά. Ακόμα, κάθε φορά που έρχονται σε επαφή ενεργούν και πάσχουν, γιατί τότε ακρι­βώς δεν είναι μοναδικά, και προκαλούν, δια μέσου της σύνθεσης ή της περιέλιξης τους, την γέννηση διαφόρων πραγμάτων. Από μια άλλη άποψη όμως, σύμφωνα με τον Λεύκιππο, δεν θα μπορούσε ποτέ μια πολλαπλότητα να προέρχεται από κάτι το οποίο είναι πραγμα­τικά ένα και μόνο: κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο. Όμως (όπως ακρι­βώς ο Εμπεδοκλής κι ορισμένοι άλλοι φιλόσοφοι λένε πως τα πράγ­ματα πάσχουν δια μέσου των πόρων τους, έτσι και) κάθε αλλοίωση ή άλλο πάθος επέρχεται με τον τρόπο που σημειώσαμε· γιατί πράγ­ματι, δια μέσου του κενού είναι που παράγεται η διάλυση και η φθο­ρά, όπως ακριβώς, άλλωστε, κατ’ αντίστοιχο τρόπο παράγεται η διόγκωση από τη διείσδυση των στερεών στο κενό (Περί γενέσεως και φθοράς, Ι, 8, 325α23).

Θα μπορούσαμε, ίσως, να πούμε πως, κατά μια έννοια, η θεωρία των Ατομικών συνιστά, με τον τρόπο της βέβαια, μια σύνθεση ηρακλειτισμού και ελεατισμού. Από τον ελεατισμό συγκρατούν την ιδέα του διαρκούς και αμετακίνητου Είναι, ιδιότητες που αποδίδουν στα άτομα, ενώ από τον ηρακλειτισμό την αξίωση για αισθητή ποικιλία και πολλαπλότητα, ώστε να είναι δυνατή αλλά και αντιληπτή η μετα­βολή.

Έτσι λοιπόν, στο κλασικό πρόβλημα «μπορούμε να ωθήσουμε τη διαίρεση των ουσιών ως το άπειρο;» οι Ατομικοί απαντούν «όχι»· κατ’ αυτούς, υπάρχουν κάποια σώματα συμπαγή (ναστά) που αποτελούν τα ελάχιστα δυνατά στοιχεία, στοιχεία που επειδή δεν τέμνονται πε­ραιτέρω αποκαλούνται άτομα (ατομοι). Όσον αφορά πάλι το κενό, αυτό είναι το μη Είναι που χωρίζει τα άτομα μεταξύ τους, χωρίς να περιέχεται σ’ αυτά. Ο Λεύκιππος το αποκαλούσε τομή ον, ενώ ο Δη­μόκριτος προσπαθεί να συγκεκριμενοποιήσει το γεγονός ότι το κενό υπάρχει και είναι, κατά συνέπεια, «μη πραγματικό» (ουκ ον ή ουδέν). Ο Λεύκιππος είχε επινοήσει, για τον χαρακτηρισμό του ατόμου, τη λέξη δεν.

Το σύμπαν είναι άπειρον, γιατί δεν δημιουργήθηκε από κανέναν και από τίποτα· άρα δεν έχει αρχή. Μόνη η ανάγκη επιβάλλει ό,τι ήταν, είναι ή θα είναι. Για να εξηγήσουμε τον κόσμο, δεν θα πρέπει να καταφεύγουμε, όπως ο Εμπεδοκλής, στη Φιλότητα ή στο Νείκος, είτε πάλι στο Νου, όπως ο Αναξαγόρας, αλλ' ούτε και σε τελικά αίτια, γιατί η λειτουργία του είναι καθαρά μηχανική και διέπεται από νόμους που αυτοί μόνοι συγκροτούν τη φύση.

        II. Τα άτομα

        Τα άτομα, που αποτελούν το ελάχιστο δυνατό συστατικό του υπάρχον­τος, δεν υπόκεινται, λόγω της σκληρότητας τους, σε οιαδήποτε μεταβο­λή και, καθώς είναι απλά (το αμερές), παραμένουν απαθή. Ο Δημόκρι­τος προσθέτει πως δεν μπορούν ούτε να ενεργούν ούτε να πάσχουν η δρά­ση ή το πάθος δεν αφορούν παρά μόνον σύνθετα πράγματα, που υπάρχουν τα ίδια χάρη στο κενό, το οποίο επιτρέπει στα άτομα να μετατοπίζονται.

Τα άτομα, λοιπόν, είναι αδιαίρετα, στέρεα, πλήρη, πυκνά.

Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, χάρη σ' ένα κείμενο του Αριστοτέλη, πως, σύμφωνα με τους Ατομικούς, οι διαφορές του Είναι δεν προέρχον­ται παρά από αυτό που ο Δημόκριτος ονομάζει ρυσμόν, διατιγήν, τροπήν οι τεχνικοί αυτοί όροι δημιουργούν ορισμένο μεταφραστικό πρόβλημα, ακόμα και για τον ίδιο τον Αριστοτέλη, καθώς φαίνεται να προέρχονται από την αβδηριτική διάλεκτο. Έτσι λοιπόν, ο Αριστοτέλης μας τους με­ταφράζει ως σχήμα, τάξιν και θέσιν αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, μας δίνει κι ένα ιδιαίτερα διαφωτιστικό παράδειγμα: «Έτσι διαφέρει το Α του Ν κατά το σχήμα, το ΑΝ του ΝΑ κατά την τάξη και το Ζ του Η κατά τη θέ­ση» (Μετά τα Φυσικά, 1,4,985β). Όσον αφορά πάλι τον αριθμό των σχη­μάτων που ενδέχεται να σχηματίζουν τα άτομα, αυτός είναι απεριόριστος.

Όλα τα άτομα είναι ομοιογενή και ανέκαθεν μετακινούνταν εν κενώ. Ποια είναι όμως η κατεύθυνση αυτής της κίνησης; Κατά τον Λεύκιππο, τα άτομα μπορεί να κινούνται προς κάθε κατεύθυνση. Αίτιο αυτής της κί­νησης είναι, όπως είδαμε, η αναγκαιότητα· κατά τον Αριστοτέλη μάλι­στα, ο Λεύκιππος αρκούνταν να χαρακτηρίζει την κίνηση αυτή αιώνια, δίχως άλλες εξηγήσεις. Οι κινήσεις αυτές των ατόμων δημιουργούν, πάν­τως, συγκρούσεις μεταξύ τους. Όποτε τυχαίνει κάποια τέτοια σύγκρου­ση, τα άτομα είτε αναπηδούν το ένα πάνω στο άλλο είτε συγκολλούνται, δίχως ωστόσο να χάνουν ποτέ την ατομικότητα τους· πρόκειται για απλή παράθεση τους και όχι για ανάμειξη, όπου μεταβάλλεται η φύση του κα­θενός. Αυτή, κατά τον Αριστοτέλη, θα πρέπει να ήταν η θέση του Λεύ­κιππου.

Αυτή πρέπει να ήταν και η άποψη του Δημόκριτου, μόνο που στη δική του περίπτωση το ζήτημα που δημιουργείται είναι αν, τελικά, εισηγείται ή όχι το βάρος ως αίτιο της κίνησης. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα πολυσυ­ζητημένο πρόβλημα· παρ’ ότι όμως ο Δημόκριτος κάνει λόγο για βαρύτε­ρα ή ελαφρότερα άτομα, δεν φαίνεται να αντιμετώπισε ποτέ σοβαρά την ιδέα το βάρος να αποτελεί αίτιο της κίνησης. Η ιδέα αυτή θα πρέπει κατά πάσα πιθανότητα να εμφανίστηκε αργότερα, μέσα στο έργο του Ναυσιφάνους και του Επίκουρου. Ο Δημόκριτος ακολουθεί την ιδέα, σύμφωνα με την οποία τα άτομα κινούνται προς κάθε κατεύθυνση, σε ένα είδος δό­νησης (παλμός), και προσφεύγει στην εικόνα της σκόνης μεσ’ στο φως του ήλιου:

Παρατήρησε... κάθε φορά που μια αχτίδα ήλιου γλιστρά κι απλώ­νει τη φωτεινή της δέσμη μέσα στα σκοτάδια των σπιτιών μας· θα δεις αμέτρητα μικροσκοπικά σώματα να μπλέκονται με χίλιους δυο τρόπους στο κενό, μεσ' στην ίδια τη δέσμη των φωτεινών αχτίδων, και, σαν να ρίχτηκαν σε μια αιώνια πάλη, να πολεμούν, να μάχον­ται σε τάγματα, δίχως ανακωχές, ταραγμένα απ’ τους αναρίθμη­τους χωρισμούς και συναντήσεις· ίσως έτσι να μπορέσεις τελικά να φανταστείς τι είναι αυτή η αέναη αναταραχή των πρωταρχικών σω­μάτων μεσ’ στο πελώριο κενό (Λουκρήτιος, II, στ. 114).

Αυτή η αιώνια κίνηση των ατόμων υφίσταται πέραν κάθε αιτίου κι είναι η ίδια αίτιο παντός. Ένα άτομο ενδέχεται να συμπαρασύρεται από τα γει­τονικά του, οπότε πρόκειται για κίνηση βία, είτε πάλι να αναπηδά, οπότε γίνεται λόγος για κίνηση πληγή. Τα άτομα, λοιπόν, συμπεριφέρονται σαν να αντιπαλεύουν το ένα το άλλο (στασιάζειν). Σ’ αυτό ακριβώς αναφέρε­ται το παρακάτω κείμενο του Αριστοτέλη, απόσπασμα ενός έργου του αφιερωμένου στον Δημόκριτο, που έχει πια σήμερα χαθεί:

Ο Δημόκριτος υποστήριζε πως η φύση των αιώνιων πραγμάτων συ­νίσταται σε μικρές ουσίες, άπειρες στον αριθμό∙ παράλληλα μ’ αυ­τές υποθέτει, ακόμα, την ύπαρξη ενός απεριόριστα μεγάλου χώρου για τον οποίο χρησιμοποιεί τους εξής όρους: κενό, μηδέν, άπειρο· αντίθετα, καθεμιά από αυτές τις ουσίες αποκαλείται: κάτι, στερεό, όν. Θεωρεί πως οι ουσίες αυτές είναι τόσο μικρές που διαφεύγουν των αισθήσεων μας. Διαθέτουν τα πιο ποικίλα σχήματα, μορφές ή μεγέθη. Με αφετηρία αυτές ως συστατικά στοιχεία συγκροτούνται και σχηματίζονται κατόπιν τα ορατά πράγματα και οι απτές μάζες. Δονούνται και μεταφέρονται μέσα στο κενό εξαιτίας της ανομοιό­τητας τους και των άλλων ειδικότερων διαφορών τους. Μετατοπιζόμενες, προσκρούουν η μια στην άλλη, ανακατώνονται και σχη­ματίζουν μια σύνθεση, έτσι που να προσεγγίζουν και να εφάπτονται στενά, χωρίς όμως και να προκύπτει αληθινά μία μοναδική φύση· είναι πράγματι τελείως παράλογο δύο ή περισσότερα να γίνουν ποτέ ένα. Το ότι οι ουσίες μπορούν να παραμένουν ως ένα σημείο ενω­μένες το αποδίδει στη διαπλοκή και στην αντίσταση των ατόμων. Ανάμεσα τους άλλα είναι σκαληνά, άλλα κοίλα, άλλα κυρτά κι άλ­λα παριστάνουν άπειρες ποικιλίες. Είναι της γνώμης πως δύο σω­ματίδια παραμένουν σε κατάσταση ένωσης όσο δεν παρεμβαίνει κά­ποια ισχυρότερη ανάγκη, προερχόμενη από το περιφερειακό περί­βλημα του κόσμου, να τα ταράξει και να τα διασπείρει (68 Α 37).

        III. Η κοσμική δίνη και η γέννηση των κόσμων

        Ένας μεγάλος αριθμός ατόμων, προερχόμενων από το άπειρον, βρέθη­καν μέσα στο μεγάλο κενό· συγκεντρωμένα εκεί, σχημάτισαν μια δίνη, μέσα στην οποία αλληλοσυγκρούονταν και συστρέφονταν με κάθε δυνα­τό τρόπο. Όταν πια η συγκέντρωση τους έφθασε σε σημείο που να τα εμ­ποδίζει να περιδινούνται, τα μικρά σώματα διέφυγαν στο εξωτερικό κε­νό, σαν μέσα από κόσκινο, ενώ τα υπόλοιπα σχημάτισαν μια μάζα (67 Α1). Ο Λεύκιππος παραμένει εξαιρετικά ασαφής όσον αφορά την προέλευ­ση αυτής της δίνης· ο Δημόκριτος μας λέει πως οφείλεται στους αδήρι­τους φυσικούς νόμους και προκύπτει από την κίνηση των πραγμάτων και των ατόμων. Έτσι λοιπόν, ο κόσμος δεν γεννήθηκε από μια εξωτερική βούληση αλλά είναι το αποτέλεσμα ενός concursus fortuitus (Κικέρων, De natura deorum, I, 24, 66)· καθώς θα πει κι ο Λουκρητίας:

Δεν είναι χάριν ενός συγκεκριμένου σχεδίου ή ενός διαυγούς πνεύ­ματος που τα άτομα παρετάχθησαν το καθένα στη θέση του· και βέ­βαια, ούτε διακανόνισαν μεταξύ τους τις αντίστοιχες τους μετακι­νήσεις· αντίθετα, αφού υπέστησαν χιλιάδες μεταβολές κάθε είδους, διατρέχοντας το πελώριο όλον, συγκρούστηκαν, αποχωρίστηκαν την αιωνιότητα μέσω συνεχών πληγμάτων, κατέληξαν τελικά, μέ­σα από τις αδιάκοπες δοκιμαστικές κινήσεις και συνδυασμούς κά­θε είδους, να σχηματίζουν τις διατάξεις που δημιούργησαν και απαρ­τίζουν το σύμπαν μας (Ι, στ. 1021).

Μόνο σε αναφορά με το πρόβλημα της δίνης είναι δυνατόν, κατά τον Bailey, να επιλυθεί το προαναφερθέν πρόβλημα του βάρους των ατόμων. Ο Bailey θεωρεί πως τα βαρύτερα άτομα είναι και τα μεγαλύτερα σε όγκο, αυτά που δυσκολεύονται, κατά συνέπεια, να κινηθούν κι έτσι κατευθύ­νονται προς το κέντρο της δίνης· κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να αντι­ληφθούμε γιατί ο Δημόκριτος κάνει λόγο για λιγότερο ή περισσότερο βα­ριά άτομα, χωρίς ωστόσο να χρειάζεται να δεχτεί το βάρος ως επιπρόσθε­το, μαζί με το μέγεθος και το σχήμα, κατηγόρημα των ατόμων. Τα βαριά, μάλιστα, σώματα είναι αυτά ακριβώς που, ως σύνολα ατόμων, συντίθεν­ται από περισσότερα άτομα και από πολύ κενό.

Τα άτομα αυτά, μετατοπιζόμενα μέσα στο σύμπαν χάρη σ’ αυτήν την περιδίνηση, δημιουργούν απειράριθμους κόσμους, που γεννώνται και φθεί­ρονται αδιάκοπα: «Τίποτα δεν έρχεται απ' το μηδέν, και τίποτα, φθειρόμενο, δεν επιστρέφει σε αυτό» (68 Α 1). Ο δικός μας κόσμος απαρτίζεται από τη Γη, που 'ναι ένας κύλινδρος αιωρούμενος στους αιθέρες, τους αστέ­ρες, που 'ναι γήινα σώματα φλεγόμενα από την ταχεία κίνηση του ουρα­νού, τον Ήλιο, τέλος, και τη Σελήνη, που ήταν κάποτε πυρήνες κάποιων ανεξάρτητων κόσμων. Ο Δημόκριτος αντίκριζε στον Γαλαξία «ελάχιστα και συνωστιζόμενα αστέρια, που λόγω της απόστασης του ουρανού από τη Γη μας φαίνονται να αποτελούν μια ενιαία μάζα, όπως ακριβώς μας φαίνεται και μια επιφάνεια που έχουμε καλύψει με αμέτρητους κόκκους λεπτό αλάτι» (68 Α 91).

Όσο απαρχαιωμένες κι αν είναι οι εξηγήσεις του Δημόκριτου για τα φυσικά φαινόμενα, παραμένουν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, επειδή ακρι­βώς ποτέ δεν επικαλούνται κάποια τελικότητα, μυθολογία ή θεολογία, πράγμα για το οποίο θα του είναι υπόχρεος αργότερα ο Επίκουρος. Ο Δη­μόκριτος αναζητεί την εξήγηση των επί της Γης συμβάντων με αφετηρία άλλα γήινα φαινόμενα, επιχείρησε, με άλλα λόγια, να κατεβάσει τις αρ­χές εξήγησης από τον ουρανό των υπερβατικών ιδεών στον κόσμο των ανθρώπων. Με αυτό το πνεύμα προσπαθεί ν' αντιληφθεί τι είναι ο κεραυ­νός, η βροντή, το αστροπελέκι, ο σίφουνας κι ο άνεμος, ο σεισμός, το ξε­χείλισμα του Νείλου κ.λπ. (βλ. σχετικά 68 Α 93, 68 Α 98, 68 Α 99). Δεν αρκέστηκε να ανατρέξει, όπως οι παλαιότεροι του στοχαστές, στην εξηγητική δύναμη των φυσικών στοιχείων, του νερού, του αέρα, της φωτιάς ή της γης. Κατ’ αυτόν τα στοιχεία αυτά δεν είναι καν πρωταρχικά, εφό­σον όλα τους συντίθενται από άτομα διαφόρων τύπων και μεγεθών, όπως για παράδειγμα η φωτιά που, δεδομένης της κινητικότητας της, αποτε­λείται από άτομα μικρά και στρογγυλά.

Έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα γιατί ο Αριστοτέλης λέει: Ο Λεύκιππος κι ο Δημόκριτος είναι αυτοί που επιχείρησαν τον πιο μεθοδικό ορισμό και προσέφεραν τη συνολικότερη εξήγηση, γιατί, ακριβώς, εξέλαβαν ως αρχή αυτό που έρχεται κατά φύση πρώτο. (Περί γενέσεως και φθοράς, Ι, 8,325α).

        IV. Ο άνθρωπος

        Ο άνθρωπος και τα ζώα γεννήθηκαν από τη γη. Ο άνθρωπος άλλωστε εί­ναι ένας μικρόκοσμος (68 Β 34). Η ψυχή είναι ενσώματη και έχει πύρινη φύση, της αυτής ποιότητας με τα φλεγόμενα ουράνια σώματα (68 Α 102). Μετακινεί τα σώματα, εντός των οποίων κατοικεί, όπως ακριβώς και τον εαυτό της (68 Α 104). Είναι μια ψυχή θνητή, που πεθαίνει μαζί με το σώμα καθώς αποδιαρθρώνονται, τη στιγμή εκείνη, τα άτομα που την συγκρο­τούν. Η επαφή με σώματα του έξω κόσμου μετακινεί την ψυχή μέσα στο σώμα, με αποτέλεσμα τη πρόκληση αισθητηριακών εντυπώσεων.

Οι εμπειρίες των αισθήσεων και οι ιδέες τοποθετούνται στην αφετηρία της γνωσιολογίας. Επιβάλλεται, ωστόσο, να υπογραμμίσουμε, πριν απ' όλα, πως η ατομική θεωρία έβαλε σαφώς κατά της έννοιας της αισθητής ποιότητας: «Σύμβαση το χρώμα, σύμβαση το γλυκύ, σύμβαση και το πι­κρό· στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν παρά άτομα και κενό», λέει ο Δημόκριτος, που πιστεύει πως όλες οι αισθητές ποιότητες που αντιλαμ­βανόμαστε προκύπτουν από τη συγκέντρωση ατόμων. «Γιατί μέσα στη φύση δεν υπάρχει ούτε άσπρο ούτε μαύρο ούτε κίτρινο ούτε κόκκινο ούτε γλυκό ούτε πικρό» (68 Α 49). Πολλά αποσπάσματα επιμένουν στην ιδέα πως «τα στοιχεία στερούνται ποιοτήτων, δεν υπάρχουν παρά συμπαγή σω­ματίδια και κενό· τα σύνθετα σώματα, που προέκυψαν από αυτά, απέ­κτησαν χρώμα χάρη στην τάξη, στο σχήμα και στη θέση των στοιχείων. Πέραν αυτών δεν υπάρχουν παρά απατηλές όψεις» (68 Α 125).

Έτσι λοιπόν οι ποιότητες προκύπτουν έμμεσα από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα μείγματα ατόμων. Σε αυτή την ατομική θεω­ρία, όπου τα πάντα είναι ή συναποτελούν σώμα, οι αισθήσεις περιορίζον­ται, τελικά, σε μια επαφή εξ αποστάσεως: «Ο Δημόκριτος κι οι περισσό­τεροι φυσιολόγοι, που πραγματεύονται τα περί αισθήσεως, κάνουν κάτι εξαιρετικά άτοπο γιατί θεωρούν όλα τα αισθητά απτά. Ωστόσο όμως, αν είχε έτσι το πράγμα», λέει ο Αριστοτέλης, αρνούμενος να υιοθετήσει αυτή τη θεωρία, «είναι φανερό πως και κάθε άλλο είδος αίσθησης είναι ένα εί­δος αφής» (Περί αισθήσεως και αισθητών, IV, 442α29).

Η αναγωγή αυτή των αισθήσεων στην αφή στηριζόταν στη θεωρία των ειδώλων (ως είδωλα θα πρέπει να νοήσουμε εδώ ρευστές εικόνες που πη­γάζουν από τα αντικείμενα, των οποίων διατηρούν το σχήμα και, μόνες αυτές, έρχονται σε επαφή με τα αισθητήρια όργανα μας).

Έτσι λοιπόν «ο Δημόκριτος λέει πως η όραση συνίσταται στην πρόσ­ληψη της εικόνας των ορατών αντικειμένων. Η εικόνα είναι το ανα­κλώμενο μέσα στην κόρη σχήμα (...). Έτσι λοιπόν πιστεύει, όπως ο Λεύκιππος πριν κι ο Επίκουρος μετά απ’ αυτόν, ότι ορισμένα εί­δωλα, που αποσπώνται διαρκώς από τα ορατά αντικείμενα, διατη­ρώντας, ωστόσο, το σχήμα τους, διεισδύουν μέσα στους οφθαλμούς παράγοντας έτσι την όραση» (67 Α 29)... Τα σώματα άρα εκπέμπουν αναθυμιάσεις (απόρροια) και το αποτέλεσμα που προκαλούν στις αισθήσεις μας παρομοιάζεται με αποτύπωμα πάνω σε κερί (εντύπωσις).

Όσον αφορά πάλι τη σκέψη (φρόνησις), αυτή είναι ομοειδής με την αί­σθηση:

Ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος κι ο Επίκουρος υποστηρίζουν πως η αίσθηση και η νόηση γεννιούνται όταν προσπέσουν από έξω, πάνω μας, είδωλα· γιατί καμιά απ' τις δυο τους δεν μπορούμε να δοκιμά­σουμε χωρίς την εικόνα που προσπίπτει πάνω μας (67 α 30).

Ανακαλύπτουμε, με άλλα λόγια, στον Δημόκριτο έναν γνωσιολογικό εμπειρισμό: η θεωρία αυτή, όμως, απολήγει πάντα, αν όχι σ’ έναν σχετι­κιστικό υποκειμενισμό ή στον σκεπτικισμό, πάντως, σε ορισμένο πεσιμισμό δίχως αυταπάτες. Πράγματι, και σ’ αυτή την περίπτωση:

Ο Δημόκριτος λέει ρητά πως αλήθεια και ψεύδος ταυτίζονται, πως η αλήθεια σε τίποτα δεν διαφέρει απ' τη ψευδαίσθηση, αλλ' ό,τι φαί­νεται στον καθένα του φαίνεται κι αληθινό (68 Α 113).

Να, λοιπόν, που ο Δημόκριτος αρχίζει πλέον να προμηνύει τον Πρωτα­γόρα· η κινητικότητα των ατόμων ανακλάται, θα μπορούσαμε να πούμε, σε μια κινητικότητα της αλήθειας, που απολήγει, με τη σειρά της, σ' ένα είδος αγνωστικισμού. Όντως, μας λέει ο Δημόκριτος:

Εμείς, όμως, στην πραγματικότητα, δεν αντιλαμβανόμαστε τίπο­τα το αλάθητο, παρά μόνο ό,τι μεταπίπτει, σύμφωνα με τη σύνθεση του σώματος μας και τα άτομα, που εισρέουν μέσα σ’ αυτό ή το αντιπιέζουν... Έχει συχνά αποδειχτεί πως, στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζουμε τι είναι και τι δεν είναι το καθετί (68 Β 9, 10).

Ο άνθρωπος, με άλλα λόγια, παραμένει αναγκαστικά μακριά από την αλήθεια, καθώς η αντίληψη του επαναπαύεται στη ροή των ειδώλων τε­λικά δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα (68 Β 6,7,8) κι η αλήθεια βρίσκεται εν βυθω (68 Β 117). Ο ίδιος, ωστόσο, ο Δημόκριτος δεν καταλήγει στον σκεπτικισμό, εφόσον αποδέχεται τουλάχιστον ως αληθή τη γνωστική προ­σέγγιση των ατόμων και του κενού. Ωστόσο όμως ο ίδιος ο Δημόκριτος θα βάλει τις αισθήσεις να μιλήσουν μ' έναν βαθύτατο σαρκασμό:

Ταλαίπωρε νου, πρώτα παίρνεις από μας τις αποδείξεις σου, και μετά θες να μας καταβάλεις! Η νίκη σου είναι η πτώση σου (68 Β 125).

        V. Ηθική

         Υπάρχει μια παραδοσιακή στερεότυπη εικόνα, που θέλει τον Ηράκλειτο να κλαίει και τον Δημόκριτο να γελά (Λουκιανού, Vitarum auctio, Σενέκα, De ιra, II, 10, 5, και De tranquillitate animi, 15,2)· οι κρίσεις του Δημό­κριτου, που παρετέθησαν στο τέλος της προηγούμενης παραγράφου, δεν φαίνεται, βέβαια, να δικαιολογούν την άποψη πως όλες οι όψεις του έρ­γου του διακατέχονται από αισιοδοξία· δεν μπορούμε, ωστόσο, με κανέ­ναν τρόπο να πούμε πως οι ηθικές του απόψεις οδηγούν σε κάποιο τραγι­κό όραμα του κόσμου που να καλεί τον άνθρωπο να καταθλίβεται, και μόνον, για τη μοίρα του.

Αυτό που μας ζητά πριν απ’ όλα ο Δημόκριτος είναι να ξεφύγουμε από το φόβο· αυτή η απουσία του φόβου (αθαμβία) επανέρχεται με την, αγα­πητή στον Επίκουρο, αταραξία. Η δημοκρίτεια αρετή συνίσταται κατ’ εξοχήν στη γαλήνη, το μέτρο και τη λιτότητα των απολαύσεων, εξού και το ακόλουθο απόσπασμα που φέρνει, ήδη, έντονα στο νου το suave mari magno του Λουκρήτιου:

Στους ανθρώπους η ευδιαθεσία της ψυχής γεννιέται με τη μετρη­μένη χαρά και τη συμμετρία της ζωής. Η έλλειψη και η υπερβολή συνήθως φέρνουν μεταπτώσεις και προκαλούν στην ψυχή μεγάλες μετακινήσεις. Κι όσες κινούνται μέσα σε μεγάλα διαστήματα, δεν είναι ούτε σταθερές ούτε καλοδιάθετες. Την αντίληψη μας πρέπει να τη στρέψουμε προς τα δυνατά και να αρκούμαστε σ' εκείνα που μας είναι πρόχειρα τώρα, έχοντας πολύ λίγο στο νου μας εκείνα που φθονούμε και θαυμάζουμε και μη μένοντας προσκολλημένοι σε αυ­τά με τη σκέψη, να προσβλέπουμε δε στις ζωές εκείνων που δυστυ­χούν, έχοντας στο νου μας τα κακά που παθαίνουν, για να μας φαί­νονται όσα μας συμβαίνουν τώρα κι όσα έχουμε μεγάλα κι αξιοζή­λευτα, και να μη μας τύχει, πεθυμώντας περισσότερα, να υποφέρει η ψυχή μας. Γιατί εκείνος που θαυμάζει όσους από τους άλλους αν­θρώπους έχουν και καλοτυχίζονται, και με το νου του στριφογυρνά γύρω απ’ αυτούς την πάσαν ώρα, αναγκάζεται πάντα να επιχειρεί κάτι καινούργιο και να ρίχνεται από επιθυμία πάνω σ' αυτό, για να κάνει κάτι ολέθριο, απ' όσα οι νόμοι απαγορεύουν. Γι' αυτό πρέπει κανείς εκείνα να μην τα αναζητά και με τούτα να χαίρεται συγκρί­νοντας τη ζωή του με τη ζωή όσων κακοπερνούν και να καλοτυχίζει τον εαυτό του, έχοντας στο νου του αυτά που παθαίνουν εκείνοι και πόσο καλύτερα περνά κι ευδοκιμεί. Γιατί, αν κρατιέσαι πάνω σε αυτή τη γνώμη, θα περάσεις τη ζωή σου πιο ευδιάθετα και θ’ αποδιώξεις όχι λίγες κακοτυχίες στη ζωή σου, το φθόνο και τη δοξομανία και την αντιπάθεια (68 Β 191).

Ο Δημόκριτος διέκρινε τρεις ουσιώδεις αρετές: το εν λογίζεσθαι, το ευ λέγειν και το πράττειν α δει (68 Β 2).

Όσον αφορά πάλι τους θεούς, ο Δημόκριτος τους θεωρούσε το προϊόν της φαντασίας και της λαϊκής ευπιστίας έναντι εξαιρετικών φυσικών φαι­νομένων. Δεχόταν, ωστόσο, πως υπάρχουν μέσα στους αιθέρες όντα συγ­γενή μεν του ανθρώπου, προικισμένα όμως με δυνάμεις, διαστάσεις και διάρκεια πολύ πιο σημαντικές: οι εκπομπές τους μάλιστα απλώνονται, κατά τον Δημόκριτο, σε εξαιρετικά μεγάλες εκτάσεις, και συχνά εμπί­πτουν στις αισθήσεις μας. Τα όντα αυτά δεν είναι αθάνατα, άλλα όμως από αυτά είναι ευεργετικά κι άλλα κακοποιό.

Στους Λεύκιππο και Δημόκριτο θα πρέπει, τέλος, να προσθέσουμε κι ορισμένους άλλους αρχαίους Ατομικούς: τον σύγχρονο του Πλάτωνα Με τρόδωρο τον Χίο, τον Ανάξαρχο τον Αβδηρίτη, φίλο του Μεγάλου Αλε­ξάνδρου, και τον Ναυσιφάνη, που ήταν και δάσκαλος του Επίκουρου.

        VI. Το πεπρωμένο της ατομικής θεωρίας

        Οι διάφορες ερμηνείες των ατομικών θεωριών έμελλαν να γνωρίσουν με­γάλες αποκλίσεις μεταξύ τους. Έτσι, ο Πωλ Νιζάν και ο Σολόβιν τις αντιμετωπίζουν ως τους αληθινούς προδρόμους μιας πραγ­ματικά επιστημονικής θεώρησης του κόσμου και ιδιαίτερα του υλισμού. Ο Μαρσελέν Μπερτελό τις θεωρεί κληρονόμους απόκρυφων και μαγικών παραδόσεων. Και σε αυτή, όμως, την περίπτωση θα πρέπει να αντιμετω­πίζουμε με επιφυλακτικότητα παρόμοιες υπερχρονικές συσχετίσεις. Εί­ναι αναμφισβήτητο, βέβαια, πως τις περισσότερες φορές ο Δημόκριτος επιχειρεί στο έργο του να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα ξεκινώντας από άλλα φυσικά φαινόμενα και αποφεύγοντας να καταφύγει σε παραδοσια­κές θεολογικές ή τελολογικές κατασκευές. Από την άλλη, όμως, πλευρά, είχαμε ήδη την ευκαιρία να τονίσουμε πως ο Δημόκριτος δεν θα μπορού­σε να θεωρηθεί πατέρας ενός μαχητικού ρασιοναλισμού ή μιας επιστημο­νικής αντίληψης του κόσμου, όπου θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε εν­δεχομένως τις απαρχές του δικού μας επιστημονικοτεχνικού πολιτισμού. Η ιδέα της δυνατότητας του ανθρώπου να μεταπλάθει τη φύση μέσω της τεχνικής του επενέργειας δεν ανευρίσκεται στον Δημόκριτο κι είναι άλ­λωστε βαθύτατα ξένη προς τους Έλληνες. Μπορούμε στο κάτω κάτω να χαρακτηρίζουμε ρασιοναλιστή έναν φιλόσοφο που μας λέει ότι η αλήθεια βρίσκεται μέσα στο βυθό, πως δεν κατέχουμε τίποτα το βέβαιο, πως δεν ξέρουμε καν τι είναι και τι δεν είναι κάθε πράγμα;

Γεννημένη μέσα από θεωρησιακούς στοχασμούς περί του προβλήμα­τος της διαίρεσης των όντων, η ατομική θεωρία καταλήγει σε ηθικές πα­ραινέσεις στον άνθρωπο να επιβάλει στη ζωή του το μέτρο και την ευδια­θεσία (ενθυμίη). Θέλησε να μετατρέψει τον άνθρωπο σ’ ένα ον, που, παρ’ ότι δεμένο με τον κόσμο με όλα τα όργανα των αισθήσεων και το νου ακό­μα, θα αντιμετώπιζε τα φαινόμενα της φύσης σαν κάτι που δεν θα έπρεπε να το απομακρύνει από το ορθό μονοπάτι της ζωής, αρνούμενη το άλλοθι του τραγικού πεπρωμένου, το λυτρωτικό αίσθημα του φόβου και την εγω­ιστική προσδοκία ανταμοιβής.