Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ (1965 - 1975) ΜΕΡΟΣ Β'
Αυτό το γεγονός φέρνει τους Βιετμίνχ σε πλεονεκτική θέση στις διαπραγματεύσεις που λαμβάνουν χώρα στη Γενεύη το Μάιο του 1954. Εκεί αποφασίζεται η διχοτόμηση του Βιετνάμ στον 17ο παράλληλο και η δημιουργία μιας αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης (DMZ). Θα ακολουθούσε ένα δημοψήφισμα σχετικά με το καθεστώς ενοποίησης του Βιετνάμ, το οποίο όμως ουδέποτε έγινε αφού την εξουσία ανέλαβε στο νότιο τμήμα ο Νγκο Ντιν Ντιέμ (NgoDinh Diem) ο οποίος επέβαλε ένα, κατά τους βορειοβιετναμέζους, «μεταμφιεσμένο αποικιακό καθεστώς» και αρνήθηκε να κάνει εκλογές στα 1956.
Τα επόμενα χρόνια μέχρι και το τέλος της κυριαρχίας του Ντιέμ το 1963 στη Δημοκρατία του Βιετνάμ επικρατεί απλώς…χάος! Ο Ντιέμ προσπαθώντας να γαντζωθεί στην εξουσία μετέρχεται κάθε πρόσφορο μέσο, βλέπε διώξεις, απαγωγές αντιφρονούντων, βασανιστήρια, εκτοπίσεις ολόκληρων χωριών, και έρχεται σε αντιπαράθεση ακόμη και με τους βουδιστές πολλοί από τους οποίους προβαίνουν σε αυτοπυρπολήσεις στο κέντρο της Σαϊγκόν. Το προσωποκεντρικό καθεστώς του είχε οδηγήσει σε τέτοια σημεία διαφθοράς που οι αμερικάνοι σύμβουλοι υποστηρίζουν πλέον ανοιχτά στα 1961 την αποστολή αμερικάνικών στρατευμάτων ώστε να αποφευχθεί εισβολή του Βορείου Βιετνάμ.
Το αποφασιστικό πλήγμα στο ηθικό των Αμερικάνων έρχεται με την επίθεση του «Τετ», της γιορτής για τον ερχομό της άνοιξης στο Βιετνάμ, στα τέλη του Ιανουαρίου του 1968. Σε μια αιφνιδιαστική επίθεση δεκάδες χιλιάδες μαχητές του NLF και μονάδες του στρατού του Βορείου Βιετνάμ εξαπολύουν κύματα επιθέσεων σε όλες τις μεγάλες πόλεις του Νοτίου Βιετνάμ. Οι ίδιοι οι Αμερικάνοι βρέθηκαν να προσπαθούν να ανακαταλάβουν την πρεσβεία τους στο κέντρο της Σαϊγκόν!
Μετά τον θάνατο του Χο Τσι Μινχ το Σεπτέμβριο του 1969 οι Η.Π.Α. υπό τον Χένρυ Κίζιντζερ ξεκινούν μυστικές συνομιλίες με το Βόρειο Βιετνάμ. Ενώ τα στρατεύματα των Η.Π.Α. βαίνουν μειούμενα η αεροπορία τους ξεκινάει με εντολή του Νίξον μαζικούς βομβαρδισμούς στην Καμπότζη και στο Λάος με σκοπό να ανακόψει τις διόδους μεταφοράς εφοδίων που περνούσαν μέσα από τα σύνορα των δυο κρατών.
Η Σφαγή του Μι Λάι (Mỹ Lai) ήταν η μαζική δολοφονία αμάχων πολιτών, ο αριθμός των οποίων κυμαίνεται από 347 έως 504, στο χωριό Μι Λάι του Νοτίου Βιετνάμ, κατά τη διάρκειατου πολέμου του Βιετνάμ, στις 16 Μαρτίου 1968. Τις δολοφονίες διέπραξαν Αμερικανοίστρατιώτες του 3ου λόχου του 1ου τάγματος, το οποίο ανήκε στο 20ό Σύνταγμα Πεζικού, της 11ης ταξιαρχίας της Μεραρχίας "Americal". Τα περισσότερα από τα θύματα ήταν γυναίκες,παιδιά, βρέφη και ηλικιωμένοι.
Η σφαγή έλαβε χώρα στους οικισμούς Μι Λάι (Mỹ Lai) και Μι Κε (My Khe) που ανήκαν στο χωριό Σον Μι (Sơn Mỹ). Στο σύγχρονο Βιετνάμ τα γεγονότα ονομάζονται Σφαγή του Σον Μι (thảm sát Sơn Mỹ). Η κωδική ονομασία των Αμερικανών για το "οχυρό των Βιετκόνγκ" (sic) ήταν "Πίνκβιλ" (Pinkville).
Το περιστατικό προκάλεσε παγκόσμια κατακραυγή όταν έγινε δημόσια γνωστό το 1969. Η σφαγή επίσης ενδυνάμωσε τις εγχώριες αντιδράσεις στις Η.Π.Α. για τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο του Βιετνάμ. Τρεις Αμερικανοί στρατιώτες οι οποίοι προσπάθησαν να σταματήσουν τη σφαγή και να προστατέψουν τους τραυματισμένους αρχικά καταγγέλθηκαν από αρκετούς Αμερικανούς Γερουσιαστές ως προδότες, σε μια προσπάθεια να συγκαλυφθεί η σφαγή. Έγιναν παραλήπτες επιστολών εμφορούμενων από μίσος και απειλών για τη ζωή τους, ενώ βρήκαν ακρωτηριασμένα ζώα στην αυλή τους. Αργότερα, οι τρεις επαινέθηκαν ευρύτατα και τιμήθηκαν από τον αμερικανικό στρατό για τις ηρωικές πράξεις τους.
Το συμβάν
Γεγονότα που προηγήθηκαν
Οι δυνάμεις των ΗΠΑ προγραμμάτιζαν μια μεγάλη επίθεση κατά των εν λόγω οικισμών, χρησιμοποιώντας την ομάδα κρούσης Μπάρκερ (Task Force Barker), μια μονάδα μεγέθους τάγματος, αποτελούμενη από τρεις λόχους τυφεκιοφόρων της Μεραρχίας "Americal" και υπό την ηγεσία του Αντισυνταγματάρχη Φρανκ Α. Μπάρκερ (Frank A. Barker). Ο συνταγματάρχης Οράν Κ. Χέντερσον (Oran K. Henderson) κάλεσε τους αξιωματικούς του να «μπούνε εκεί επιθετικά, εκ του σύνεγγυς με τον εχθρό και να τους σαρώσουν για τα καλά». Ο Μπάρκερ διέταξε τους επικεφαλής αξιωματικούς του 1ου Τάγματος να κάψουν τα σπίτια, να σκοτώσουν το ζωικό κεφάλαιο, να καταστρέψουν τα τρόφιμα, και, πιθανόν, να σφραγίσουν τα πηγάδια.
Το πρωί της 16ης Μαρτίου, ο 3ος λόχος έφτασε μετά από μια σύντομη προετοιμασία από το πυροβολικό και ελικόπτερο φέροντα πολυβόλο. Αν και οι Αμερικανοί δεν βρήκαν μαχητές του εχθρού στο χωριό, πολλοί στρατιώτες υποψιάζονταν ότι υπήρχαν στρατιώτες του NFL που κρύβονταν στα υπόγεια των σπιτιών των συζύγων τους ή των ηλικιωμένων γονιών τους. Οι στρατιώτες των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης μιας διμοιρίας με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό Γουίλιαμ Κάλεϋ (William Calley), ξεκίνησαν να πυροβολούν σε κάτι που που ισχυρίστηκαν ότι είχαν εκλάβει ως μια θέση του εχθρού.
Μόλις οι πρώτοι πολίτες τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν από αδιάκριτα πυρά, οι στρατιώτες άρχισαν να επιτίθενται εναντίον ανθρώπων και ζώων, με πυροβόλα όπλα, χειροβομβίδες και ξιφολόγχες. Το μέγεθος της σφαγής και η αγριότητα των επιτιθεμένων αυξάνονταν σε κάθε δολοφονία. Το BBC News περιέγραψε τη σκηνή: «Δεκάδες άνθρωποι που οδηγήθηκαν δια της βίας σε ένα αρδευτικό αυλάκι και σε άλλα σημεία έχασαν τη ζωή τους με [ριπές από] αυτόματα όπλα».
Μια μεγάλη ομάδα περίπου 70-80 χωρικών, που είχαν συγκεντρωθεί από την 1η Διμοιρία στο κέντρο του χωριού, σκοτώθηκαν με διαταγή του Κάλεϋ, ο οποίος επίσης συμμετείχε. Μέλη της 2ης διμοιρίας σκότωσαν τουλάχιστον 60-70 Βιετναμέζους, καθώς σάρωσαν το βόρειο μισό του Μι Λάι 4 και το Μπιν Τάι (Binh Tay), ένα μικρό οικισμό περίπου 400 μέτρα βόρεια του Μι Λάι 4. Οι απώλειες της διμοιρίας ήταν ένας νεκρός και επτά τραυματίες από νάρκες και στημένες παγίδες.
Δεδομένου ότι ο τρίτος λόχος δεν είχε συναντήσει καμία αντίσταση, το 4ο τάγμα, 3ο σύνταγμα πεζικού, μεταφέρθηκε αεροπορικώς στη ζώνη προσγείωσης μεταξύ 8:15 - 8:30 και επιτέθηκε στον μικρό οικισμό του Μι Κε 4, σκοτώνοντας 90 άτομα. Κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων ημερών, και τα δύο τάγματα συμμετείχαν και σε άλλους εμπρησμούς και καταστροφή κατοικιών, καθώς και κακομεταχείριση Βιετναμέζων κρατουμένων. Ενώ οι περισσότεροι από τους στρατιώτες δεν συμμετέχουν στα εγκλήματα, ούτε διαμαρτυρήθηκαν ούτε παραπονέθηκαν στους ανωτέρους τους.
Παρέμβαση Πληρώματος Ελικοπτέρου
Ο ανθυπασπιστής Χιου Τόμπσον Jr. (Hugh Thompson Jr.), πιλότος ελικοπτέρου από μια ομάδα αερο-ανιχνευτών, είδε ένα μεγάλο αριθμό αμάχων νεκρών ή ετοιμοθάνατων, πετώντας πάνω από το χωριό - επρόκειτο για βρέφη, παιδιά, γυναίκες και γέρους, χωρίς καμία ένδειξη ύπαρξης ανδρών στρατεύσιμης ηλικίας ή όπλων οπουδήποτε. Ο Τόμπσον και το πλήρωμά του έγιναν μάρτυρας της δολοφονίας από τον Λοχαγό Μεντίνα μιας άοπλης και ακινητοποιημένης γυναίκας την οποία αυτός κλώτσησε και πυροβόλησε εξ επαφής (ο Μεντίνα αργότερα ισχυρίστηκε ότι πίστεψε ότι η γυναίκα κρατούσε χειροβομβίδα).
Ο Τόμπσον τότε είδε μια ομάδα αμάχων (και πάλι αποτελούμενη από παιδιά, γυναίκες και γέρους) σε ένα καταφύγιο που το προσέγγιζαν οι στρατιώτες στο έδαφος. Ο Τόμπσον προσγείωσε το ελικόπτερο και είπε στο πλήρωμά του ότι εάν οι στρατιώτες πυροβολούσαν κατά των Βιετναμέζων, ενώ αυτός προσπαθούσε να τους βγάλει από το καταφύγιο, να ανοίξουν πυρ σε αυτούς τους στρατιώτες. Ο Τόμπσον κατέθεσε αργότερα ότι μίλησε με έναν υπολοχαγό (ταυτοποιούμενο με τον Στήβεν Μπρουκς [Stephen Brooks] της 2ης διμοιρίας), του είπε υπήρχαν γυναίκες και παιδιά στο καταφύγιο και ζήτησε από τον υπολοχαγό να τον βοηθήσει να τους βγάλει έξω.
Απολογισμός
Λόγω των χαοτικών συνθηκών και της απόφασης του στρατού να μην προβεί σε μια βεβαία καταμέτρηση των πτωμάτων, ο αριθμός των αμάχων που σκοτώθηκαν στο Μι Λάι, δεν μπορεί να είναι ασφαλής. Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν από πηγή σε πηγή, με 347 και 504 είναι οι συχνότερο αναφερόμενοι αριθμοί. Το μνημείο στον τόπο της σφαγής απαριθμεί 504 ονόματα, με ηλικίες που κυμαίνονται από 1 έως 82 ετών. Μια μεταγενέστερη έρευνα από τον αμερικανικό στρατό κατέληξε σε ύψος μικρότερο των 347 θανάτων, που αποτελεί και την επίσημη εκτίμηση για τις ΗΠΑ.
Ο Τόμπσον έκανε μια επίσημη αναφορά των δολοφονιών και εξετάστηκε από το συνταγματάρχη Οράν Χέντερσον, διοικητή της 11ης ταξιαρχίας πεζικού (ο ανώτερος σχηματισμός του 20ου Τάγματος Πεζικού). Ανησυχώντας για την τροπή των γεγονότων, ανώτεροι αξιωματικοί της Americal ακύρωσαν προγραμματισμένες επιχειρήσεις παρόμοιες από την Ομάδα Κρούσης του Μπάρκερ εναντίον άλλων χωριών (Μι Λάι 5, Μι Λάι 1 κλπ.) στην επαρχία Κουάνγ Νγκάι, προλαμβάνοντας ενδεχομένως περαιτέρω σφαγές εκατοντάδων, αν όχι χιλιάδων, Βιετναμέζων αμάχων.
Φωτογραφικό Υλικό
Πόλεμος Χωρίς Νίκη
Η Νγκουγιέν κάνει εξίσου διεισδυτικές παρατηρήσεις όσον αφορά τη χάραξη στρατηγικής από πλευράς του Βορείου Βιετνάμ το 1972, φωτίζοντας τη μέθοδο με την οποία ο Νίξον πραγματοποίησε άνοιγμα προς την Κίνα και επεδίωξε την εκτόνωση της έντασης στις σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση. Και οι δύο αυτές κινήσεις προκάλεσαν αμηχανία στην ηγεσία του Ανόι. Αυτές οι επιλογές των ΗΠΑ ώθησαν τους Βορειοβιετναμέζους να επιχειρήσουν τη φιλόδοξη, αλλά μόνο μερικώς επιτυχημένη «επίθεση του Πάσχα».
Το Ανόι κέρδισε μεν κάποια εδάφη, έστω και λίγα, αλλά δεν κατόρθωσε να ανατρέψει τον Θιέου ούτε μετέβαλε τη συνολική στρατιωτική ισορροπία δυνάμεων. Όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν το 1968 και εν τέλει κατέληξαν στις ειρηνευτικές συμφωνίες του Παρισιού τον Ιανουάριο του 1973, η Νγκουγιέν αποσαφηνίζει διεξοδικά τους διαπραγματευτικούς ελιγμούς των Βορείων...
Η συγγραφέας καταδεικνύει το πώς οι πικρές αναμνήσεις από τη Διάσκεψη της Γενεύης το 1954 που σφράγισαν τη λήξη του Α΄ Πολέμου της Ινδοκίνας και δίχασαν το Βιετνάμ, άσκησαν ισχυρή επίδραση στον Λε Ντουάν και τους συναδέλφους του. Το 1954, η κυβέρνηση του Χο ενέδωσε σε πιέσεις που της ασκήθηκαν από το Πεκίνο και τη Μόσχα, προκειμένου ν’ αποδεχθεί μια συμφωνία που καταστρατηγούσε την ενδεδειγμένη ισορροπία στρατιωτικών δυνάμεων.
Η Νγκουγιέν κάνει εξίσου διεισδυτικές παρατηρήσεις όσον αφορά τη χάραξη στρατηγικής από πλευράς του Βορείου Βιετνάμ το 1972, φωτίζοντας τη μέθοδο με την οποία ο Νίξον πραγματοποίησε άνοιγμα προς την Κίνα και επεδίωξε την εκτόνωση της έντασης στις σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση. Και οι δύο αυτές κινήσεις προκάλεσαν αμηχανία στην ηγεσία του Ανόι. Αυτές οι επιλογές των ΗΠΑ ώθησαν τους Βορειοβιετναμέζους να επιχειρήσουν τη φιλόδοξη, αλλά μόνο μερικώς επιτυχημένη «επίθεση του Πάσχα».
Το Ανόι κέρδισε μεν κάποια εδάφη, έστω και λίγα, αλλά δεν κατόρθωσε να ανατρέψει τον Θιέου ούτε μετέβαλε τη συνολική στρατιωτική ισορροπία δυνάμεων. Όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν το 1968 και εν τέλει κατέληξαν στις ειρηνευτικές συμφωνίες του Παρισιού τον Ιανουάριο του 1973, η Νγκουγιέν αποσαφηνίζει διεξοδικά τους διαπραγματευτικούς ελιγμούς των Βορείων...
Η συγγραφέας καταδεικνύει το πώς οι πικρές αναμνήσεις από τη Διάσκεψη της Γενεύης το 1954 που σφράγισαν τη λήξη του Α΄ Πολέμου της Ινδοκίνας και δίχασαν το Βιετνάμ, άσκησαν ισχυρή επίδραση στον Λε Ντουάν και τους συναδέλφους του. Το 1954, η κυβέρνηση του Χο ενέδωσε σε πιέσεις που της ασκήθηκαν από το Πεκίνο και τη Μόσχα, προκειμένου ν’ αποδεχθεί μια συμφωνία που καταστρατηγούσε την ενδεδειγμένη ισορροπία στρατιωτικών δυνάμεων.
Το 1972, οι διαπραγματευτές από το Ανόι ήταν αποφασισμένοι ν’ αποφύγουν μια τέτοια εξέλιξη και να καθορίσουν οι ίδιοι την ακολουθητέα πολιτική. (Η Νγκουγιέν θα έπρεπε να υπογραμμίσει ότι οι αναμνήσεις τους ήταν επιλεκτικές: στις αρχές του 1954, ο Χο και ο Γκιαπ είχαν τους λόγους τους να θέλουν τον συμβιβασμό. Ο στρατός τους ήταν ρημαγμένος και εξαντλημένος. Τους ανησυχούσε, επίσης, η πιθανότητα αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης, σε περίπτωση κατάρρευσης των συνομιλιών). Οι Βορειοβιετναμέζοι είχαν μόνο μερικώς επιτύχει να διατηρήσουν την αυτονομία τους, καθώς τόσο οι Κινέζοι όσο και οι Σοβιετικοί τούς πίεζαν και πάλι κατ’ ιδίαν να «τα βρουν» με την Ουάσιγκτον.
Η μελέτη της Νγκουγιέν εκθέτει λεπτομερώς τις συναρπαστικές διακυμάνσεις στις «δύσκολες» σινο-σοβιετικές σχέσεις, που λειτουργούσαν άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά για τους ηγέτες του Βορείου Βιετνάμ. Οι τελευταίοι ήταν ειδικοί στο να στρέφουν τον έναν προστάτη εναντίον του άλλου, αλλά κατά περιόδους περιθωριοποιούνταν, χάνοντας την προστασία και των δύο. Σκιαγραφώντας αυτές τις σχέσεις, η μελέτη της Νγκουγιέν ανταποκρίνεται στον αυτοπροσδιορισμό της ως «διεθνής ιστορία του πολέμου για την ειρήνευση του Βιετνάμ».
Η μελέτη της Νγκουγιέν εκθέτει λεπτομερώς τις συναρπαστικές διακυμάνσεις στις «δύσκολες» σινο-σοβιετικές σχέσεις, που λειτουργούσαν άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά για τους ηγέτες του Βορείου Βιετνάμ. Οι τελευταίοι ήταν ειδικοί στο να στρέφουν τον έναν προστάτη εναντίον του άλλου, αλλά κατά περιόδους περιθωριοποιούνταν, χάνοντας την προστασία και των δύο. Σκιαγραφώντας αυτές τις σχέσεις, η μελέτη της Νγκουγιέν ανταποκρίνεται στον αυτοπροσδιορισμό της ως «διεθνής ιστορία του πολέμου για την ειρήνευση του Βιετνάμ».
Εντούτοις, ο υπότιτλος αυτός προϋποθέτει ένα βιβλίο με ευρύτερο πεδίο από εκείνο που δίνει η Νγκουγιέν. Παρά το γεγονός ότι η εισαγωγή υπόσχεται προσεκτικό χειρισμό στο ζήτημα του Νοτίου Βιετνάμ και των ηγετών του, η κυβέρνηση της Σαϊγκόν αναδύεται ως βασικός παράγων μόνο προς το τέλος του δράματος. Ομοίως, η Νγκουγιέν θα έπρεπε ίσως να κάνει μια πληρέστερη αξιολόγηση της δημοτικότητας της κυβέρνησης ή της ευρύτερης δυναμικής κράτους-κοινωνίας στον Νότο.
Αφηγούμενη την αμερικανική οπτική γωνία της ιστορίας, η Νγκουγιέν βασίζεται κυρίως σε δημοσιευμένες πηγές, στις οποίες περιλαμβάνεται η εξαίρετη σειρά του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Foreign Relations of the United States και ένας επιλεγμένος αριθμός σημαντικών δευτερευουσών αφηγήσεων. Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι ερμηνείες της για τις πολιτικές του Νίξον και του Κίσινγκερ ακολουθούν τα χνάρια προηγούμενων ιστορικών καταγραφών.
Γι’ αυτόν τον λόγο, εν μέρει, είναι αμφίβολο αν αυτό το βιβλίο θα μεταβάλει ριζικά τον εξελισσόμενο στις ΗΠΑ δημόσιο διάλογο σχετικά με τον πόλεμο. Όπως και οι κομμουνιστικές πηγές στο ευρύτερο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, εργασίες σαν αυτή της Νγκουγιέν που επικεντρώνονται στους Βιετναμέζους επαναστάτες, ενισχύουν τους αναλυτές να συνεχίζουν με την ίδια επιχειρηματολογία (όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους αρχικά οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν στο Βιετνάμ, γιατί αποφάσισαν να διεξαγάγουν πόλεμο μεγάλης κλίμακας εκεί και τελικά γιατί απέτυχαν στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν ένα ανεξάρτητο μη κομμουνιστικό Νότιο Βιετνάμ), αν και σε ένα επίπεδο πιο εξεζητημένο.
Ως εκ τούτου, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι «Ο Πόλεμος του Ανόι» αφήνει στενά περιθώρια για ρεβιζιονιστικές αναλύσεις της σύγκρουσης, ενώ εξακολουθεί να διατηρεί τις βασικές ορθόδοξες θέσεις. Η Νγκουγιέν ξεκαθαρίζει ότι οι πολιτικοί του Ανόι έχουν ευθύνη για κακούς υπολογισμούς, εσωτερικές διχογνωμίες και, όπως συμβαίνει στις απανταχού πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες, για καριερισμό και -σε ένα βαθμό- για επιδίωξη προσωπικών συμφερόντων.
Η συγγραφέας δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η ηγεσία αντιμετώπισε περιόδους μεγάλης έντασης και αβεβαιότητας, κυρίως μετά την επίθεση στο Τετ, και σε διάφορες περιπτώσεις αντιμετώπισε σημαντικά ηθικά προβλήματα, τόσο με τις ένοπλες δυνάμεις όσο και με τις λαϊκές τάξεις του Βορρά, αλλά και με τη δυσαρέσκεια στους κόλπους της διανόησης. Ωστόσο, τίποτα εν τέλει σ’ αυτό το βιβλίο δεν απειλεί να κλονίσει την επικρατούσα άποψη ότι οι ΗΠΑ και οι Νοτιοβιετναμέζοι σύμμαχοί τους δεν είχαν μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας σ’ αυτόν τον πόλεμο.
Η σκληροτράχηλη φύση των αντιπάλων τους, η πεισματική επιμονή τους και η πολεμική τους ικανότητα, ήταν από τη αρχή ως το τέλος αξιοσημείωτες, εξίσου εντυπωσιακές με κάθε εμπλεκόμενο σε σύγχρονες πολεμικές αναμετρήσεις. Η κυβέρνηση της Σαϊγκόν, εξάλλου, εξαρχής καταδυναστευόταν από τρία βασικά μειονεκτήματα, που με καμιά αμερικανική βοήθεια δεν μπορούσαν να ξεπεραστούν: χαμηλό επίπεδο επαγγελματικού στρατού, ενδημική διαφθορά και ανεπαρκή λαϊκή υποστήριξη.
Πράγματι, η ανάμιξη της Ουάσιγκτον ήταν μέρος του προβλήματος, επειδή έθεσε στους μη κομμουνιστές εθνικιστές του Νότου ένα εξωφρενικό δίλημμα: δεν μπορούσαν να νικήσουν χωρίς τους Αμερικανούς αλλά ούτε και με αυτούς. Η μαζική αμερικανική βοήθεια ήταν ουσιώδης για την καταστολή της εξέγερσης αλλά ακύρωσε κάθε ελπίδα για εξασφάλιση ευρείας λαϊκής αποδοχής. Ο Μπούι Ντιέμ, πρώην πρεσβευτής του Νοτίου Βιετνάμ στις ΗΠΑ, θα έγραφε αργότερα σχετικά:
«Παγιδευμένοι ανάμεσα σ’ αυτές τις ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, οι εθνικιστές του Βιετνάμ αντιμετώπισαν σειρά επικίνδυνων καταστάσεων. Στις περισσότερες περιπτώσεις υποχρεώθηκαν να επιλέξουν μεταξύ δυσάρεστων λύσεων και είναι αλήθεια ότι πολύ συχνά δεν είχαν καν τη δυνατότητα επιλογής. Επειδή διακυβευόταν η επιβίωσή τους, αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε δυσάρεστους συμβιβασμούς, που λίγο-λίγο υπέσκαψαν τη νομιμότητά τους».
Ίσως αυτό εξηγεί το γιατί, όταν έφθασε η στιγμή της αλήθειας, η πλειοψηφία των αξιωματικών, των στρατιωτών και των απλών ανθρώπων δεν θέλησε να υπερασπιστεί το Νότιο Βιετνάμ μέχρι τέλους. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του στρατηγού Τσάο Βαν Βιέν, του τελευταίου αρχηγού του στρατού του Νοτίου Βιετνάμ, προς το τέλος «όλο το έθνος έδινε την εικόνα ενός σάπιου φρούτου, έτοιμου να πέσει στο πρώτο αεράκι».
Στρατηγική των ΗΠΑ
Από το 1950 η «ανάσχεση» δεν επικεντρώνονταν σε περιοχές υψηλής προτεραιότητας, αλλά εναντιώνονταν σε οποιαδήποτε κομουνιστική απειλή στην υφήλιο. Υπήρχε η αντίληψη, ότι οποιαδήποτε υποχώρηση των ΗΠΑ έναντι μιας τοπικής κομουνιστικής απειλής θα ενθάρρυνε τον «κομουνιστικό επεκτατισμό» ανά την υφήλιο. Αρχικά η «ανάσχεση» αφορούσε τον άμεσο επεκτατισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Στη συνέχεια αφορούσε τον έμμεσο σοβιετικό επεκτατισμό µέσω δορυφόρων, όπως η Κίνα του Μάο. Η ανάσχεση του κομμουνισμού στο Ν. Βιετνάμ, τελικά δεν αφορούσε ούτε στο σοβιετικό ούτε στον κινεζικό επεκτατισμό αλλά στην αξιοπιστία των αμερικανικών δεσμεύσεων έναντι οποιασδήποτε κομμουνιστικής απειλής, ακόμα και της πλέον τοπικής.
Η κυβέρνηση Τζόνσον ήθελε να αποφύγει στρατιωτική επέμβαση της Κίνας, καθώς δεν ήθελε να εμπλακεί σε ευρύτερο πόλεμο στην Ασία και για αυτό απέκλεισε εξαρχής την οποιαδήποτε χερσαία εισβολή στο Β. Βιετνάμ και στο Λάος, που συνόρευαν µε την Κίνα, και απέφευγε γενικότερα στρατιωτικές ενέργειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την κινεζική ή και τη σοβιετική επέμβαση. Ο στρατηγός Ουέστµορλαντ είχε υιοθετήσει τη στρατηγική της φθοράς του αντιπάλου. Η στρατηγική αυτή είχε δύο αδύναμα σημεία.
• Το πρώτο ήταν η αύξηση του αντιαµερικανισµού στο Ν. Βιετνάμ προς όφελος των Βιετκόγκ. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου ομάδες των Βιετκόγκ κρύβονταν σε ένα χωριό, ενδεχομένως εκβιάζοντας τους κατοίκους του, και οι αμερικανικές δυνάμεις κατέστρεφαν όλο το χωριό, χωρίς να διακρίνουν τους Βιετκόνγκ από τους άμαχους χωρικούς. Το αποτέλεσμα της πλήρους καταστροφής ενός χωριού άλλωστε ήταν περισσότερες απώλειες, που βελτίωναν τις στατιστικές της φθοράς του αντιπάλου. Ο μέσος Αμερικανός οπλίτης δυσκολευόταν να διακρίνει ένα Βιετκόνγκ από ένα άμαχο χωρικό καθώς οι Βιετκόνγκ δεν φορούσαν στρατιωτικές στολές. Το 1968 ένας αμερικάνος ταγματάρχης ειπε: «Έπρεπε να καταστρέψουμε το χωριό, για να το σώσουμε».
• Το δεύτερο ήταν ότι οι απώλειες της κομουνιστικής πλευράς αναπληρώνονταν µε ενισχύσεις από το Β. Βιετνάμ. Επομένως, για να επιφέρει τη νίκη η στρατηγική της φθοράς, έπρεπε να εξαντλήσει ποσοτικά όχι µόνο τους Βιετκόνγκ αλλά και το Β. Βιετνάμ και επειδή κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο ο ανταρτοπόλεμος μπορούσε να συντηρηθεί για πολλά χρόνια.
Η στρατηγική της φθοράς αδυνατούσε να επιφέρει τη νίκη σε σύντομο χρονικό διάστηκα. Ο χρόνος όμως ήταν υπέρ της κομουνιστικής πλευράς, καθώς η αμερικανική κοινωνία δεν ήταν διατεθειμένη να υφίσταται το κόστος του πολέμου επ' αόριστο. Οι Βιετκόγκ και το Β. Βιετνάμ πολεμούσαν για την απελευθέρωση και ένωση της πατρίδας τους, σκοποί που για κάθε έθνος χαίρουν εξαιρετικά υψηλής εσωτερικής νοµιµοποίησης. Οι ΗΠΑ από την άλλη, πολεμούσαν για να πετύχουν την ανάσχεση του κομουνισμού σε µία ασήμαντη περιοχή του πλανήτη, ενάντια σε έναν αντίπαλο που αδυνατούσε να απειλήσει τα εθνικά τους συμφέροντα. Η ασυμμετρία στην εσωτερική νοµιµοποίηση, σήμαινε ότι οι ΗΠΑ βρέθηκαν στη μειονεκτική θέση από τη στιγμή που η σύρραξη πήρε τη μορφή ενός μακροχρόνιου αγώνα.
Όσον αφορά τις χερσαίες επιχειρήσεις στο Ν. Βιετνάμ, ο σημαντικότερος πολιτικός περιορισμός ήταν ότι οι αμερικανικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να εισέλθουν στο Λάος και στην Καμπότζη. Ο πολιτικός αυτός περιορισμός είχε δύο αρνητικές συνέπειες για τη στρατηγική των ΗΠΑ.
• Οι δυνάμεις του Β. Βιετνάμ και των Βιετκόνγκ μπορούσαν να υποχωρούν στις ανατολικές επαρχίες του Λάος και της Καμπότζης.
• Η αμερικανική στρατιωτική διοίκηση στο Ν. Βιετνάμ δεν είχε τη δυνατότητα να πλήξει τη στρατηγική του αντιπάλου στο κέντρο βάρους της, που ήταν η ικανότητα του Βόρειου Βιετνάμ να διοχετεύει πολεμοφόδια και μονάδες στον Νότο µέσω του «μονοπατιού Χο Τσι Μινχ». Η ανακοπή της ροής πολεμοφοδίων και μονάδων ήταν πρακτικά αδύνατη κατά μήκος των 1.600 χιλιομέτρων των συνόρων του Ν. Βιετνάμ, καθώς διέσχιζαν περιοχές μέσα σε ζούγκλα.
Με δεδομένο ότι οι χερσαίες αμερικανικές επιχειρήσεις ήταν περιορισμένες στο έδαφος του Νότιου Βιετνάμ, ο διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων, στρατηγός Ουέστµορλαντ, είχε δύο βασικές στρατηγικές επιλογές.
• Η πρώτη ήταν να επικεντρωθεί στην προστασία του πληθυσμού του Ν.Βιετνάμ από τις επιθέσεις των κομουνιστικών δυνάμεων. Αυτό όμως θα σήμαινε διασπορά των αμερικανικών δυνάμεων σε πόλεις και χωριά σαν ένα είδος πολιτοφυλακής κάτι που ήταν αδιανόητο για τον Ουέστµορλαντ, αφού θα άφηνε την πρωτοβουλία διεξαγωγής επιχειρήσεων στους Βιετκόγκ.
• Η δεύτερη στρατηγική επιλογή, στην οποία κατέληξε ο Ουέστµορλαντ, ήταν η διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων καταδίωξης και καταστροφής των δυνάμεων του αντιπάλου. Σε έναν πόλεμο όμως χωρίς μέτωπα, ήταν δύσκολο να βρεθούν οι δυνάμεις του αντιπάλου, ο οποίος λειτουργούσε µε βάση τις αρχές του ανταρτοπόλεμου.
Σχετικά με τις αεροπορικές επιχειρήσεις, οι ΗΠΑ απέφυγαν τους αναποτελεσματικούς γενικούς και αδιάκριτους βοµβαρδισµούς των πόλεων, που είχαν εξαπολύσει κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον πόλεμο της Κορέας. Η εμπειρία των δύο αυτών πολέμων έδειξε ότι η αδιάκριτη ισοπέδωση των πόλεων δεν επέφερε την επιδιωκόμενη κάμψη της πολιτικής θέλησης του αντιπάλου και η αποφυγή τους από την άλλη, συνέβαλε στον περιορισμό του ποσοστού των αμάχων μεταξύ των νεκρών του πολέμου του Βιετνάμ, που ανήλθαν στο 28% σε σύγκριση µε 40% στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και 70% στον πόλεμο της Κορέας. Δεδομένης της υπανάπτυξης του Β. Βιετνάμ, οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί των ΗΠΑ δεν μπορούσαν να προκαλέσουν σπουδαίο οικονομικό κόστος, ικανό να πείσει την κυβέρνησή του να δεχθεί τους αμερικανικούς όρους.
Επιχειρησιακά, ο ευκολότερος τρόπος ήταν να βομβαρδισθούν και να ναρκοθετηθούν τα λιμάνια του Β. Βιετνάμ, καθώς και οι σιδηροδρομικές γραμμές που το συνέδεαν µε την Κίνα, για να διακοπεί η εισροή πετρελαίου και πολεμοφοδίων από τη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα, χωρίς την οποία ο Χο Τσι Μινχ δεν θα ήταν σε θέση να συνεχίσει τον αγώνα του. Ο Τζόνσον ωστόσο θεώρησε ότι µία τέτοια στρατηγική μπορούσε να προκαλέσει ευρύτερο πόλεμο µε την Κίνα ακόμα και µε τη Σοβιετική Ένωση και γι’ αυτό απέκρουσε τις προτάσεις της στρατιωτικής ηγεσίας των ΗΠΑ ώστε να επικεντρωθούν οι βομβαρδισμοί στους διαύλους τροφοδότησης του αγώνα από την Κίνα.
Αφηγούμενη την αμερικανική οπτική γωνία της ιστορίας, η Νγκουγιέν βασίζεται κυρίως σε δημοσιευμένες πηγές, στις οποίες περιλαμβάνεται η εξαίρετη σειρά του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Foreign Relations of the United States και ένας επιλεγμένος αριθμός σημαντικών δευτερευουσών αφηγήσεων. Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι ερμηνείες της για τις πολιτικές του Νίξον και του Κίσινγκερ ακολουθούν τα χνάρια προηγούμενων ιστορικών καταγραφών.
Γι’ αυτόν τον λόγο, εν μέρει, είναι αμφίβολο αν αυτό το βιβλίο θα μεταβάλει ριζικά τον εξελισσόμενο στις ΗΠΑ δημόσιο διάλογο σχετικά με τον πόλεμο. Όπως και οι κομμουνιστικές πηγές στο ευρύτερο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, εργασίες σαν αυτή της Νγκουγιέν που επικεντρώνονται στους Βιετναμέζους επαναστάτες, ενισχύουν τους αναλυτές να συνεχίζουν με την ίδια επιχειρηματολογία (όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους αρχικά οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν στο Βιετνάμ, γιατί αποφάσισαν να διεξαγάγουν πόλεμο μεγάλης κλίμακας εκεί και τελικά γιατί απέτυχαν στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν ένα ανεξάρτητο μη κομμουνιστικό Νότιο Βιετνάμ), αν και σε ένα επίπεδο πιο εξεζητημένο.
Ως εκ τούτου, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι «Ο Πόλεμος του Ανόι» αφήνει στενά περιθώρια για ρεβιζιονιστικές αναλύσεις της σύγκρουσης, ενώ εξακολουθεί να διατηρεί τις βασικές ορθόδοξες θέσεις. Η Νγκουγιέν ξεκαθαρίζει ότι οι πολιτικοί του Ανόι έχουν ευθύνη για κακούς υπολογισμούς, εσωτερικές διχογνωμίες και, όπως συμβαίνει στις απανταχού πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες, για καριερισμό και -σε ένα βαθμό- για επιδίωξη προσωπικών συμφερόντων.
Η συγγραφέας δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η ηγεσία αντιμετώπισε περιόδους μεγάλης έντασης και αβεβαιότητας, κυρίως μετά την επίθεση στο Τετ, και σε διάφορες περιπτώσεις αντιμετώπισε σημαντικά ηθικά προβλήματα, τόσο με τις ένοπλες δυνάμεις όσο και με τις λαϊκές τάξεις του Βορρά, αλλά και με τη δυσαρέσκεια στους κόλπους της διανόησης. Ωστόσο, τίποτα εν τέλει σ’ αυτό το βιβλίο δεν απειλεί να κλονίσει την επικρατούσα άποψη ότι οι ΗΠΑ και οι Νοτιοβιετναμέζοι σύμμαχοί τους δεν είχαν μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας σ’ αυτόν τον πόλεμο.
Η σκληροτράχηλη φύση των αντιπάλων τους, η πεισματική επιμονή τους και η πολεμική τους ικανότητα, ήταν από τη αρχή ως το τέλος αξιοσημείωτες, εξίσου εντυπωσιακές με κάθε εμπλεκόμενο σε σύγχρονες πολεμικές αναμετρήσεις. Η κυβέρνηση της Σαϊγκόν, εξάλλου, εξαρχής καταδυναστευόταν από τρία βασικά μειονεκτήματα, που με καμιά αμερικανική βοήθεια δεν μπορούσαν να ξεπεραστούν: χαμηλό επίπεδο επαγγελματικού στρατού, ενδημική διαφθορά και ανεπαρκή λαϊκή υποστήριξη.
Πράγματι, η ανάμιξη της Ουάσιγκτον ήταν μέρος του προβλήματος, επειδή έθεσε στους μη κομμουνιστές εθνικιστές του Νότου ένα εξωφρενικό δίλημμα: δεν μπορούσαν να νικήσουν χωρίς τους Αμερικανούς αλλά ούτε και με αυτούς. Η μαζική αμερικανική βοήθεια ήταν ουσιώδης για την καταστολή της εξέγερσης αλλά ακύρωσε κάθε ελπίδα για εξασφάλιση ευρείας λαϊκής αποδοχής. Ο Μπούι Ντιέμ, πρώην πρεσβευτής του Νοτίου Βιετνάμ στις ΗΠΑ, θα έγραφε αργότερα σχετικά:
«Παγιδευμένοι ανάμεσα σ’ αυτές τις ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, οι εθνικιστές του Βιετνάμ αντιμετώπισαν σειρά επικίνδυνων καταστάσεων. Στις περισσότερες περιπτώσεις υποχρεώθηκαν να επιλέξουν μεταξύ δυσάρεστων λύσεων και είναι αλήθεια ότι πολύ συχνά δεν είχαν καν τη δυνατότητα επιλογής. Επειδή διακυβευόταν η επιβίωσή τους, αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε δυσάρεστους συμβιβασμούς, που λίγο-λίγο υπέσκαψαν τη νομιμότητά τους».
Ίσως αυτό εξηγεί το γιατί, όταν έφθασε η στιγμή της αλήθειας, η πλειοψηφία των αξιωματικών, των στρατιωτών και των απλών ανθρώπων δεν θέλησε να υπερασπιστεί το Νότιο Βιετνάμ μέχρι τέλους. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του στρατηγού Τσάο Βαν Βιέν, του τελευταίου αρχηγού του στρατού του Νοτίου Βιετνάμ, προς το τέλος «όλο το έθνος έδινε την εικόνα ενός σάπιου φρούτου, έτοιμου να πέσει στο πρώτο αεράκι».
Στρατηγική των ΗΠΑ
Από το 1950 η «ανάσχεση» δεν επικεντρώνονταν σε περιοχές υψηλής προτεραιότητας, αλλά εναντιώνονταν σε οποιαδήποτε κομουνιστική απειλή στην υφήλιο. Υπήρχε η αντίληψη, ότι οποιαδήποτε υποχώρηση των ΗΠΑ έναντι μιας τοπικής κομουνιστικής απειλής θα ενθάρρυνε τον «κομουνιστικό επεκτατισμό» ανά την υφήλιο. Αρχικά η «ανάσχεση» αφορούσε τον άμεσο επεκτατισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Στη συνέχεια αφορούσε τον έμμεσο σοβιετικό επεκτατισμό µέσω δορυφόρων, όπως η Κίνα του Μάο. Η ανάσχεση του κομμουνισμού στο Ν. Βιετνάμ, τελικά δεν αφορούσε ούτε στο σοβιετικό ούτε στον κινεζικό επεκτατισμό αλλά στην αξιοπιστία των αμερικανικών δεσμεύσεων έναντι οποιασδήποτε κομμουνιστικής απειλής, ακόμα και της πλέον τοπικής.
Η κυβέρνηση Τζόνσον ήθελε να αποφύγει στρατιωτική επέμβαση της Κίνας, καθώς δεν ήθελε να εμπλακεί σε ευρύτερο πόλεμο στην Ασία και για αυτό απέκλεισε εξαρχής την οποιαδήποτε χερσαία εισβολή στο Β. Βιετνάμ και στο Λάος, που συνόρευαν µε την Κίνα, και απέφευγε γενικότερα στρατιωτικές ενέργειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την κινεζική ή και τη σοβιετική επέμβαση. Ο στρατηγός Ουέστµορλαντ είχε υιοθετήσει τη στρατηγική της φθοράς του αντιπάλου. Η στρατηγική αυτή είχε δύο αδύναμα σημεία.
• Το πρώτο ήταν η αύξηση του αντιαµερικανισµού στο Ν. Βιετνάμ προς όφελος των Βιετκόγκ. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου ομάδες των Βιετκόγκ κρύβονταν σε ένα χωριό, ενδεχομένως εκβιάζοντας τους κατοίκους του, και οι αμερικανικές δυνάμεις κατέστρεφαν όλο το χωριό, χωρίς να διακρίνουν τους Βιετκόνγκ από τους άμαχους χωρικούς. Το αποτέλεσμα της πλήρους καταστροφής ενός χωριού άλλωστε ήταν περισσότερες απώλειες, που βελτίωναν τις στατιστικές της φθοράς του αντιπάλου. Ο μέσος Αμερικανός οπλίτης δυσκολευόταν να διακρίνει ένα Βιετκόνγκ από ένα άμαχο χωρικό καθώς οι Βιετκόνγκ δεν φορούσαν στρατιωτικές στολές. Το 1968 ένας αμερικάνος ταγματάρχης ειπε: «Έπρεπε να καταστρέψουμε το χωριό, για να το σώσουμε».
• Το δεύτερο ήταν ότι οι απώλειες της κομουνιστικής πλευράς αναπληρώνονταν µε ενισχύσεις από το Β. Βιετνάμ. Επομένως, για να επιφέρει τη νίκη η στρατηγική της φθοράς, έπρεπε να εξαντλήσει ποσοτικά όχι µόνο τους Βιετκόνγκ αλλά και το Β. Βιετνάμ και επειδή κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο ο ανταρτοπόλεμος μπορούσε να συντηρηθεί για πολλά χρόνια.
Η στρατηγική της φθοράς αδυνατούσε να επιφέρει τη νίκη σε σύντομο χρονικό διάστηκα. Ο χρόνος όμως ήταν υπέρ της κομουνιστικής πλευράς, καθώς η αμερικανική κοινωνία δεν ήταν διατεθειμένη να υφίσταται το κόστος του πολέμου επ' αόριστο. Οι Βιετκόγκ και το Β. Βιετνάμ πολεμούσαν για την απελευθέρωση και ένωση της πατρίδας τους, σκοποί που για κάθε έθνος χαίρουν εξαιρετικά υψηλής εσωτερικής νοµιµοποίησης. Οι ΗΠΑ από την άλλη, πολεμούσαν για να πετύχουν την ανάσχεση του κομουνισμού σε µία ασήμαντη περιοχή του πλανήτη, ενάντια σε έναν αντίπαλο που αδυνατούσε να απειλήσει τα εθνικά τους συμφέροντα. Η ασυμμετρία στην εσωτερική νοµιµοποίηση, σήμαινε ότι οι ΗΠΑ βρέθηκαν στη μειονεκτική θέση από τη στιγμή που η σύρραξη πήρε τη μορφή ενός μακροχρόνιου αγώνα.
Όσον αφορά τις χερσαίες επιχειρήσεις στο Ν. Βιετνάμ, ο σημαντικότερος πολιτικός περιορισμός ήταν ότι οι αμερικανικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να εισέλθουν στο Λάος και στην Καμπότζη. Ο πολιτικός αυτός περιορισμός είχε δύο αρνητικές συνέπειες για τη στρατηγική των ΗΠΑ.
• Οι δυνάμεις του Β. Βιετνάμ και των Βιετκόνγκ μπορούσαν να υποχωρούν στις ανατολικές επαρχίες του Λάος και της Καμπότζης.
• Η αμερικανική στρατιωτική διοίκηση στο Ν. Βιετνάμ δεν είχε τη δυνατότητα να πλήξει τη στρατηγική του αντιπάλου στο κέντρο βάρους της, που ήταν η ικανότητα του Βόρειου Βιετνάμ να διοχετεύει πολεμοφόδια και μονάδες στον Νότο µέσω του «μονοπατιού Χο Τσι Μινχ». Η ανακοπή της ροής πολεμοφοδίων και μονάδων ήταν πρακτικά αδύνατη κατά μήκος των 1.600 χιλιομέτρων των συνόρων του Ν. Βιετνάμ, καθώς διέσχιζαν περιοχές μέσα σε ζούγκλα.
Με δεδομένο ότι οι χερσαίες αμερικανικές επιχειρήσεις ήταν περιορισμένες στο έδαφος του Νότιου Βιετνάμ, ο διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων, στρατηγός Ουέστµορλαντ, είχε δύο βασικές στρατηγικές επιλογές.
• Η πρώτη ήταν να επικεντρωθεί στην προστασία του πληθυσμού του Ν.Βιετνάμ από τις επιθέσεις των κομουνιστικών δυνάμεων. Αυτό όμως θα σήμαινε διασπορά των αμερικανικών δυνάμεων σε πόλεις και χωριά σαν ένα είδος πολιτοφυλακής κάτι που ήταν αδιανόητο για τον Ουέστµορλαντ, αφού θα άφηνε την πρωτοβουλία διεξαγωγής επιχειρήσεων στους Βιετκόγκ.
• Η δεύτερη στρατηγική επιλογή, στην οποία κατέληξε ο Ουέστµορλαντ, ήταν η διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων καταδίωξης και καταστροφής των δυνάμεων του αντιπάλου. Σε έναν πόλεμο όμως χωρίς μέτωπα, ήταν δύσκολο να βρεθούν οι δυνάμεις του αντιπάλου, ο οποίος λειτουργούσε µε βάση τις αρχές του ανταρτοπόλεμου.
Σχετικά με τις αεροπορικές επιχειρήσεις, οι ΗΠΑ απέφυγαν τους αναποτελεσματικούς γενικούς και αδιάκριτους βοµβαρδισµούς των πόλεων, που είχαν εξαπολύσει κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον πόλεμο της Κορέας. Η εμπειρία των δύο αυτών πολέμων έδειξε ότι η αδιάκριτη ισοπέδωση των πόλεων δεν επέφερε την επιδιωκόμενη κάμψη της πολιτικής θέλησης του αντιπάλου και η αποφυγή τους από την άλλη, συνέβαλε στον περιορισμό του ποσοστού των αμάχων μεταξύ των νεκρών του πολέμου του Βιετνάμ, που ανήλθαν στο 28% σε σύγκριση µε 40% στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και 70% στον πόλεμο της Κορέας. Δεδομένης της υπανάπτυξης του Β. Βιετνάμ, οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί των ΗΠΑ δεν μπορούσαν να προκαλέσουν σπουδαίο οικονομικό κόστος, ικανό να πείσει την κυβέρνησή του να δεχθεί τους αμερικανικούς όρους.
Επιχειρησιακά, ο ευκολότερος τρόπος ήταν να βομβαρδισθούν και να ναρκοθετηθούν τα λιμάνια του Β. Βιετνάμ, καθώς και οι σιδηροδρομικές γραμμές που το συνέδεαν µε την Κίνα, για να διακοπεί η εισροή πετρελαίου και πολεμοφοδίων από τη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα, χωρίς την οποία ο Χο Τσι Μινχ δεν θα ήταν σε θέση να συνεχίσει τον αγώνα του. Ο Τζόνσον ωστόσο θεώρησε ότι µία τέτοια στρατηγική μπορούσε να προκαλέσει ευρύτερο πόλεμο µε την Κίνα ακόμα και µε τη Σοβιετική Ένωση και γι’ αυτό απέκρουσε τις προτάσεις της στρατιωτικής ηγεσίας των ΗΠΑ ώστε να επικεντρωθούν οι βομβαρδισμοί στους διαύλους τροφοδότησης του αγώνα από την Κίνα.
Το αποτέλεσμα ήταν η αεροπορική εκστρατεία των ΗΠΑ κατά του Β. Βιετνάμ να είναι µάλλον αντιπαραγωγική, αφού κατέληξε να πλήττει διάφορους στόχους στρατιωτικών και άλλων υποδομών, που δυσχέραναν µεν τη λειτουργία της οικονομίας και της στρατιωτικής μηχανής του Β. Βιετνάμ, χωρίς ωστόσο να προκαλέσουν απαγορευτικό κόστος. Από την άλλη, συσπείρωσε την κοινωνία του Β. Βιετνάμ υπέρ του νέου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, όπως τον παρουσίαζε ο Χο Τσι Μινχ, ενάντια στον καθημερινά ορατό αμερικανικό εχθρό. Επιπλέον έπληξε τη διεθνή νομιμοποίηση των ΗΠΑ προκαλώντας διεθνή έξαρση του αντιαµερικανισµού και διευκολύνοντας την κινητοποίηση των κομουνιστικών κρατών για την υλική υποστήριξη του Β. Βιετνάμ.
Στρατηγική των Βιετκόνγκ
Ο αγώνας των Βιετκόνγκ και του Β. Βιετνάμ ακολουθούσε τα τρία βήματα του επαναστατικού πολέμου σύμφωνα με τον Μάο Τσετούνγκ.
• Το πρώτο βήμα ήταν η σύσταση των πυρήνων του υπόγειου πολιτικοστρατιωτικού δικτύου και η επέκτασή του.
• Το δεύτερο βήμα, που ξεκίνησε το 1961, ήταν η εξαπόλυση ανταρτοπόλεμου σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη της επαρχίας.
• Το τρίτο βήμα προέβλεπε τη μετεξέλιξη του ανταρτοπόλεμου σε τακτικό πόλεμο για την κατάκτηση και υπεράσπιση περιοχών και πόλεων.
Οι Βιετκόνγκ χρησιμοποιούσαν στο έπακρο την τακτική και τις αρχές του ανταρτοπόλεμου. Συνήθως, οι βάσεις εξορμήσεώς τους ήταν σε απομακρυσμένες και ασφαλείς περιοχές, αλλά είχαν δημιουργήσει και ενδιάμεσες βάσεις. Ο κάθε Βιετκόνγκ ήταν ένας άριστα ειδικευμένος αντάρτης και δολιοφθορέας, ο οποίος μαχόταν μέσα στη δική του χώρα και επομένως, ήταν γνώστης της περιοχής. Επιπλέον είχε την ευχέρεια μέσα σε ελάχιστο χρόνο να κρύβει τον οπλισμό του, να αλλάζει ρούχα και να παρουσιάζεται σαν φιλειρηνικός πολίτης, χωρίς να γίνεται αντιληπτός.
Οι δολιοφθορείς των Βιετκόνγκ περνούσαν πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων στα μετόπισθεν των Κυβερνητικών δυνάμεων και ενεργούσαν κάθε είδους εκτεταμένες δολιοφθορές. Μια σοβαρή, επίσης, προσπάθεια, την οποία ανέλαβαν οι Βιετκόνγκ, ήταν η εκκαθάριση και εξουδετέρωση της αστυνομίας του Ν. Βιετνάμ, µε τρόπο ώστε αυτή να χάσει τον έλεγχο σε μεγάλες περιοχές της χώρας. Επίσης, οι Βιετκόνγκ, κατά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων, χρησιμοποίησαν σε μεγάλη έκταση και µε μεγάλη επιδεξιότητα νάρκες και παγίδες και είχαν σημαντικά αποτελέσματα.
Σε µία Αμερικανική Μεραρχία για παράδειγμα οι απώλειες από τις νάρκες ήταν 22,4% και από τις παγίδες 10%, δηλαδή συνολικά για τις δύο περιπτώσεις 32,4% έναντι 22,4% για τις απώλειες από τα πυρά ελαφρών όπλων και 22,9% για τις απώλειες από όλμους. Η τρομοκρατία, η βία, οι νυχτερινές δολοφονίες, οι ενέδρες, οι αιφνιδιαστικές επιθέσεις κτλ. αποτελούσαν το κύριο γνώρισμα της τακτικής των Βιετκόνγκ. Μια συνηθισμένη ενέργεια των Βιετκόνγκ ήταν η δημοσίευση πίνακα υποψηφίων ατόμων για δολοφονία, σε ένα συγκεκριμένο χωριό ή συνοικισμό.
Ο κατάλογος περιλάμβανε, συνήθως, τα ονόματα του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας, του αντιπροέδρου, του αστυνόμου και των ανδρών της αστυνομικής δυνάμεως, της εθνοφυλακής του χωριού και ειδικά των αξιωματικών ή των υπαξιωματικών, όπως επίσης και οποιωνδήποτε άλλων αντιπροσώπων της επαρχίας του νομού ή της εθνικής κυβερνήσεως. Στην περίπτωση που τα πρόσωπα του καταλόγου ήταν απροσπέλαστα, τότε οι Βιετκόνγκ δολοφονούσαν τις συζύγους, τα παιδιά ή τους γονείς τους.
Το 1965, για παράδειγμα, δολοφονήθηκαν µε αυτόν τον τρόπο 436 τοπικοί άρχοντες και 1.359 άλλοι πολίτες. Επίσης, απήχθησαν πάνω από 11.000 δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και 8.400 πολίτες.
Ένας ακήρυχτος πόλεμος (1945-1975)
Στη διάρκεια του 20ου αιώνα λαοί που ζούσαν υπό την αποικιακή «μπότα» των «πολιτισμένων» κρατών της Δύσης άρχισαν σταδιακά να αυτοπροσδιορίζονται εθνικά και να αποζητούν το κυριότερο αγαθό των εθνών: την ανεξαρτησία. Οι αποικιοκράτες «εκπολιτίζοντας» τους γηγενείς πληθυσμούς είχαν τοποθετήσει με τα ίδια τους τα χέρια μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του αποικιακού τους οικοδομήματος. Σε όλες τις ευρωπαϊκές αποικίες σταδιακά δημιουργήθηκε μια εγγράμματη ελίτ ντόπιων οι οποίοι αρχικά ήταν καλοδεχούμενοι από τους αποικιοκράτες ως συνεργάτες τους.
Στρατηγική των Βιετκόνγκ
Ο αγώνας των Βιετκόνγκ και του Β. Βιετνάμ ακολουθούσε τα τρία βήματα του επαναστατικού πολέμου σύμφωνα με τον Μάο Τσετούνγκ.
• Το πρώτο βήμα ήταν η σύσταση των πυρήνων του υπόγειου πολιτικοστρατιωτικού δικτύου και η επέκτασή του.
• Το δεύτερο βήμα, που ξεκίνησε το 1961, ήταν η εξαπόλυση ανταρτοπόλεμου σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη της επαρχίας.
• Το τρίτο βήμα προέβλεπε τη μετεξέλιξη του ανταρτοπόλεμου σε τακτικό πόλεμο για την κατάκτηση και υπεράσπιση περιοχών και πόλεων.
Οι Βιετκόνγκ χρησιμοποιούσαν στο έπακρο την τακτική και τις αρχές του ανταρτοπόλεμου. Συνήθως, οι βάσεις εξορμήσεώς τους ήταν σε απομακρυσμένες και ασφαλείς περιοχές, αλλά είχαν δημιουργήσει και ενδιάμεσες βάσεις. Ο κάθε Βιετκόνγκ ήταν ένας άριστα ειδικευμένος αντάρτης και δολιοφθορέας, ο οποίος μαχόταν μέσα στη δική του χώρα και επομένως, ήταν γνώστης της περιοχής. Επιπλέον είχε την ευχέρεια μέσα σε ελάχιστο χρόνο να κρύβει τον οπλισμό του, να αλλάζει ρούχα και να παρουσιάζεται σαν φιλειρηνικός πολίτης, χωρίς να γίνεται αντιληπτός.
Οι δολιοφθορείς των Βιετκόνγκ περνούσαν πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων στα μετόπισθεν των Κυβερνητικών δυνάμεων και ενεργούσαν κάθε είδους εκτεταμένες δολιοφθορές. Μια σοβαρή, επίσης, προσπάθεια, την οποία ανέλαβαν οι Βιετκόνγκ, ήταν η εκκαθάριση και εξουδετέρωση της αστυνομίας του Ν. Βιετνάμ, µε τρόπο ώστε αυτή να χάσει τον έλεγχο σε μεγάλες περιοχές της χώρας. Επίσης, οι Βιετκόνγκ, κατά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων, χρησιμοποίησαν σε μεγάλη έκταση και µε μεγάλη επιδεξιότητα νάρκες και παγίδες και είχαν σημαντικά αποτελέσματα.
Σε µία Αμερικανική Μεραρχία για παράδειγμα οι απώλειες από τις νάρκες ήταν 22,4% και από τις παγίδες 10%, δηλαδή συνολικά για τις δύο περιπτώσεις 32,4% έναντι 22,4% για τις απώλειες από τα πυρά ελαφρών όπλων και 22,9% για τις απώλειες από όλμους. Η τρομοκρατία, η βία, οι νυχτερινές δολοφονίες, οι ενέδρες, οι αιφνιδιαστικές επιθέσεις κτλ. αποτελούσαν το κύριο γνώρισμα της τακτικής των Βιετκόνγκ. Μια συνηθισμένη ενέργεια των Βιετκόνγκ ήταν η δημοσίευση πίνακα υποψηφίων ατόμων για δολοφονία, σε ένα συγκεκριμένο χωριό ή συνοικισμό.
Ο κατάλογος περιλάμβανε, συνήθως, τα ονόματα του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας, του αντιπροέδρου, του αστυνόμου και των ανδρών της αστυνομικής δυνάμεως, της εθνοφυλακής του χωριού και ειδικά των αξιωματικών ή των υπαξιωματικών, όπως επίσης και οποιωνδήποτε άλλων αντιπροσώπων της επαρχίας του νομού ή της εθνικής κυβερνήσεως. Στην περίπτωση που τα πρόσωπα του καταλόγου ήταν απροσπέλαστα, τότε οι Βιετκόνγκ δολοφονούσαν τις συζύγους, τα παιδιά ή τους γονείς τους.
Το 1965, για παράδειγμα, δολοφονήθηκαν µε αυτόν τον τρόπο 436 τοπικοί άρχοντες και 1.359 άλλοι πολίτες. Επίσης, απήχθησαν πάνω από 11.000 δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και 8.400 πολίτες.
Ένας ακήρυχτος πόλεμος (1945-1975)
Στη διάρκεια του 20ου αιώνα λαοί που ζούσαν υπό την αποικιακή «μπότα» των «πολιτισμένων» κρατών της Δύσης άρχισαν σταδιακά να αυτοπροσδιορίζονται εθνικά και να αποζητούν το κυριότερο αγαθό των εθνών: την ανεξαρτησία. Οι αποικιοκράτες «εκπολιτίζοντας» τους γηγενείς πληθυσμούς είχαν τοποθετήσει με τα ίδια τους τα χέρια μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του αποικιακού τους οικοδομήματος. Σε όλες τις ευρωπαϊκές αποικίες σταδιακά δημιουργήθηκε μια εγγράμματη ελίτ ντόπιων οι οποίοι αρχικά ήταν καλοδεχούμενοι από τους αποικιοκράτες ως συνεργάτες τους.
Μέσα όμως από την παιδεία που προσφέρθηκε, όσο και αν ήταν άμεσα ελεγχόμενη από τους αποικιοκράτες, σταδιακά άρχισε ένας «διαφωτισμός» των αποικιών. Οι γηγενείς άρχισαν να έρχονται σε επαφή με τις αξίες της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας που εκφράζονταν στις δυο κυρίαρχες ιδεολογίες του 20ου αιώνα τον εθνικισμό και τον κομμουνισμό. Ειδικά στον αντιαποικιοκρατικό αγώνα διεθνώς οι δυο αυτές ιδεολογίες εμφανίζονται πολλές φορές να συνυπάρχουν σε ένα μέτωπο. Το Βιετνάμ είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις όπου ο σταδιακός εξευρωπαϊσμός οδήγησε τον λαό στην εθνική αυτοσυνειδητοποίηση και στον αγώνα για ανεξαρτησία.
Ο 20ος αιώνας βρίσκει την χώρα υπό Γαλλική αποικιακή διοίκηση με το όνομα «Κοχινκίνα» (Cochin china). Ήδη από το 1885 οι Γάλλοι είχαν στεριώσει την εξουσία τους, κυρίως στο Νότο γύρω από την πόλη της Σαϊγκόν (Saigon), με τη συνεργασία Καθολικών παραστρατιωτικών ομάδων επιβάλλοντας τον εξευρωπαϊσμό των κοινωνικών δομών και προπαγανδίζοντας τον Καθολικισμό. Η κατάσταση αλλάζει πρόσκαιρα με τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο όταν τη χώρα καταλαμβάνουν οι Ιάπωνες διατηρώντας όμως τη διακυβέρνηση των Γάλλων του Βισί (Vichy).
Είναι αυτή η περίοδος που μια ιστορική προσωπικότητα αναδεικνύεται στον αδιαφιλονίκητο ηγέτη του αντιαποικιοκρατικού αγώνα ενάντια στους Γάλλους. Πρόκειται για έναν μορφωμένο και ταξιδεμένο χωρικό με το όνομα Χο Τσι Μινχ (Ho Chi Minh). Πρωτοστατεί στην ίδρυση της Βιετμίνχ (Viet Minh) της Ένωσης για την Ανεξαρτησία του Βιετνάμ καθώς και του Στρατού Εθνικής Σωτηρίας στα 1941. Ως αντίβαρο οι Ιάπωνες διακόπτουν τη γαλλική διακυβέρνηση το Μάρτιο του 1945 και ιδρύουν ένα «ανεξάρτητο» Βιετνάμ υπό τον αυτοκράτορα Μπάο Ντάι (Bao Dai).
Η συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας μετά τα δυο πυρηνικά πλήγματα που δέχεται είναι το έναυσμα για την «Αυγουστιάτικη Επανάσταση» των Βιετμίνχ που καταλήγει στην κατάληψη του Ανόι (Hanoi) και στην ανακήρυξη στις 2 Σεπτεμβρίου 1945 του ανεξάρτητου Βιετνάμ από τον Χο Τσι Μινχ. Μάλιστα είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι ο Χο Τσι Μινχ μιλώντας μπροστά σε μισό εκατομμύριο ανθρώπους ανακοίνωσε την ανεξαρτησία χρησιμοποιώντας αυτούσια κομμάτια από την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών του 1776! Τον επόμενο μήνα μάλιστα ζήτησε από τον ίδιο τον Χάρυ Τρούμαν (Harry S. Truman) να υποστηρίξει την ανεξαρτησία του Βιετνάμ…
Τελικά το Μάρτιο του 1946 οι Γάλλοι συναινούν σε ένα δημοψήφισμα για την ενοποίηση της χώρας η οποία όμως θα παρέμενε «ελεύθερη» μέσα στη Γαλλική Ένωση. Το ψήφισμα όμως ακυρώνεται μονομερώς από τους Γάλλους δίνοντας αφορμή για αντιαποικιακές διαδηλώσεις που παίρνουν μορφή ανοιχτής ένοπλης αντίστασης όταν οι Γάλλοι βομβαρδίζουν την πόληΧάιφονγκ (Hai Phong) σκοτώνοντας 6.000 πολίτες. Έτσι το Δεκέμβριο του 1946 ξεκινάει ο πρώτος πόλεμος της Ινδοκίνας που θα διαρκέσει μέχρι τον Ιούλιο του 1954.
Οι Γάλλοι κατηγορούνταν από τον Χο Τσι Μινχ ότι «έχουν στερήσει από τον λαό μας κάθε δημοκρατική ελευθερία, έχουν επιβάλει απάνθρωπους νόμους…και έχουν σκοπό να καταστρέψουν την εθνική μας ενότητα…έχουν χτίσει πιο πολλές φυλακές από σχολεία…έχουν αρπάξει τους ορυζώνες μας, τα ορυχεία μας, τα δάση μας και τις πρώτες ύλες μας…». Στην αντιπαράθεση του Χο Τσι Μινχ με τους Γάλλους οι Η.Π.Α. αμφιταλαντεύονται αρχικά, αλλά το κλίμα του «ψυχρού πολέμου» γρήγορα παγιώνει έναν έντονο αντικομουνισμό με αποτέλεσμα να υπάρξει επανεξέταση των προτεραιοτήτων για την αμερικανική διπλωματία. Το ξέσπασμα δε του πολέμου της Κορέας τον Ιούνιο του 1950 δεν άφηνε περιθώρια δεύτερης σκέψης στους επιτελείς του State Department.
Είχε προηγηθεί και ο υπουργός εξωτερικών Ντην Άτσεσον (Dean Acheson) τον Μάιο του 1949 που φωτογράφιζε τον Χο Τσι Μινχ ως «απροκάλυπτο κομμουνιστή» εφόσον «δεν αποκηρύσσει κατηγορηματικά τις διασυνδέσεις με τη Μόσχα και το κομμουνιστικό δόγμα και ξεχωρίζει ο ίδιος για τους επαίνους που δέχεται από τον διεθνή κομμουνιστικό Τύπο». Από τον Απρίλιο του 1950 άλλωστε η έκθεση των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας με το κωδικό όνομα NSC-68 έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με την εξάπλωση του κομμουνιστικού κινδύνου και την αντιμετώπιση του σοβιετικού επεκτατισμού.
Έτσι όταν η κυβέρνηση του Χο Τσι Μινχ αναγνωρίζεται από το σοβιετικό μπλοκ στα 1950 οι Η.Π.Α. και η Μεγάλη Βρετανία αναγνωρίζουν την κυβέρνηση του Μπάο Ντάι (Bao Dai) παρέχοντας μάλιστα ως οικονομική βοήθεια στους Γάλλους 15 εκ. δολάρια. Το ποσό αποδεικνύεται μικρό μπροστά στην αποφασιστικότητα των Βιετμίνχ οι οποίοι στην μάχη του Ντιενμπιενφού (Dien Bien Phu) που διήρκησε από τον Μάρτιο ως τον Μάιο του 1954 αποδεκάτισαν τους Γάλλους. Σε αυτή τη μάχη αναδείχτηκε η στρατηγική ικανότητα του έτερου δυναμικού άνδρα του Βορείου Βιετνάμ του στρατηγού Βο Νγκουγιέν Γκιάπ (Vo Nguyen Giap).
Αυτό το γεγονός φέρνει τους Βιετμίνχ σε πλεονεκτική θέση στις διαπραγματεύσεις που λαμβάνουν χώρα στη Γενεύη το Μάιο του 1954. Εκεί αποφασίζεται η διχοτόμηση του Βιετνάμ στον 17ο παράλληλο και η δημιουργία μιας αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης (DMZ). Θα ακολουθούσε ένα δημοψήφισμα σχετικά με το καθεστώς ενοποίησης του Βιετνάμ, το οποίο όμως ουδέποτε έγινε αφού την εξουσία ανέλαβε στο νότιο τμήμα ο Νγκο Ντιν Ντιέμ (NgoDinh Diem) ο οποίος επέβαλε ένα, κατά τους βορειοβιετναμέζους, «μεταμφιεσμένο αποικιακό καθεστώς» και αρνήθηκε να κάνει εκλογές στα 1956.
Παράλληλα το καθεστώς τύγχανε της αμέριστης συμπαράστασης των Η.Π.Α. καθόσον είχε προσλάβει ανοιχτά αντικομουνιστικό χαρακτήρα με συνεχείς διώξεις ήδη από το 1957 ενάντια σε όσους πολέμησαν με τους Βιετμίνχ ή θεωρούνταν κομουνιστές. Την ίδια χρονιά ο πρόεδρος Ντιέμ επισκέφτηκε και τις Η.Π.Α. οι οποίες στέλνουν συμβούλους για την εκπαίδευση του στρατού της Δημοκρατίας του Βιετνάμ (ΣΔΒ). Οι διώξεις φτάνουν στο αποκορύφωμα τους στα 1959 με αποτέλεσμα ο Χο Τσι Μινχ να επιτρέψει και να στηρίξει με αξιωματικούς του στρατού του Βορείου Βιετνάμ περιορισμένη ένοπλη πάλη στο Νότο. Είναι η απαρχή του δεύτερου πολέμου της Ινδοκίνας.
Έτσι με βορειοβιετναμέζικη αρωγή ιδρύεται το Δεκέμβριο του 1960 το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (National Liberation Front) τους περιβόητους οπαδούς του οποίου οι νοτιοβιετναμέζοι αποκαλούσαν Βιετκόνγκ (Vietcong), δηλαδή βιετναμέζους κομουνιστές. Απέναντι στην υποστήριξη των Η.Π.Α. προς το καθεστώς του νοτίου Βιετνάμ, το Ανόι δέχεται ευχάριστα την χείρα βοηθείας της Κίνας η οποία επιθυμούσε να αναβαθμίσει την αντιιμπεριαλιστική εικόνα της σε βάρος της Ε.Σ.Σ.Δ. έπειτα και από το Σινοσοβιετικό σχίσμα.
Τα επόμενα χρόνια μέχρι και το τέλος της κυριαρχίας του Ντιέμ το 1963 στη Δημοκρατία του Βιετνάμ επικρατεί απλώς…χάος! Ο Ντιέμ προσπαθώντας να γαντζωθεί στην εξουσία μετέρχεται κάθε πρόσφορο μέσο, βλέπε διώξεις, απαγωγές αντιφρονούντων, βασανιστήρια, εκτοπίσεις ολόκληρων χωριών, και έρχεται σε αντιπαράθεση ακόμη και με τους βουδιστές πολλοί από τους οποίους προβαίνουν σε αυτοπυρπολήσεις στο κέντρο της Σαϊγκόν. Το προσωποκεντρικό καθεστώς του είχε οδηγήσει σε τέτοια σημεία διαφθοράς που οι αμερικάνοι σύμβουλοι υποστηρίζουν πλέον ανοιχτά στα 1961 την αποστολή αμερικάνικών στρατευμάτων ώστε να αποφευχθεί εισβολή του Βορείου Βιετνάμ.
Ο Τζον Κένεντυ (John F. Kennedy) εγκρίνει περαιτέρω στρατιωτική βοήθεια ενώ παράλληλα μπαίνει σε εφαρμογή και το σχέδιο «Ανατολή» στα 1962 που σκοπό έχει τη δημιουργία στρατηγικών οικισμών ώστε να ελέγχεται καλύτερα ο γηγενής πληθυσμός και να αποφεύγονται επαφές του με τους μαχητές του NLF. Το πρόγραμμα σημείωσε σημαντική…αποτυχία αφού οι χωρικοί δύσκολα άφηναν τα πατρογονικά εδάφη τους ένω όσοι εγκαταστάθηκαν γρήγορα έφυγαν αφού αντιλήφθηκαν ότι ουσιαστικά επρόκειτο για στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πάντως στο τέλος του 1962 οι αμερικανοί σύμβουλοι ανέρχονται στις 11.000.
Το 1963 ξεκινάει με μια σημαντική για το ηθικό του NLF νίκη στη μάχη του Απ Μπακ (Ap Bac) ενώ νέες διαδηλώσεις των βουδιστών καταστέλλονται βίαια από το καθεστώς Ντιέμ. Πλέον οι Η.Π.Α. εξετάζουν ανοιχτά ένα πραξικόπημα για την ανατροπή του «παλιόφιλου» Ντιέμ. Έτσι την 1ηΝοεμβρίου 1963 ο Ντιέμ και ο αδελφός του Νου δολοφονούνται…Ακολούθησε στις 22 Νοεμβρίου 1963 μια ακόμη δολοφονία που μόνο απαρατήρητη, σαν του Ντιέμ, δεν πέρασε. Αυτή του προέδρου των Η.Π.Α. Τζον Κένεντυ. Η εξουσία πλέον περιήλθε στα χέρια του αντιπροέδρου του Λίντον Τζόνσον (Lyndon B. Johnson) ο οποίος δεν ήταν και από τους θερμότερους υποστηρικτές της στρατιωτικής επέμβασης αφού κατά νου είχε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις.
Το 1964 αποδεικνύεται το έτος κλειδί για την περαιτέρω ανάμειξη των Η.Π.Α. στο Βιετνάμ. Τη χρονιά αυτή λαμβάνει χώρα το περιβόητο πλέον περιστατικό στον κόλπο του Τονκίνου, όπου το αντιτορπιλικό των Η.Π.Α. USS Maddox δέχτηκε υποτιθέμενη επίθεση από βορειοβιετναμέζικα ελαφρά ταχύπλοα. Στον απόηχο του «περιστατικού» του Τονκίνου, με ψήφους 416-0 η Βουλή των Η.Π.Α. εξουσιοδότησε τον πρόεδρο «να πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα για να απωθήσει οποιαδήποτε ένοπλη επίθεση κατά των δυνάμεων των Η.Π.Α.». Άσχετα αν ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας του Τζόνσον, Νίκολας Κάτσενμπαχ έλεγε για το περιστατικό ότι «ήταν ένα απόλυτο τίποτα»… Ο δε αντιπρόσωπος της Φλόριντα Μ. Φάσελ ανέφερε πως «ο πρόεδρος χρειαζόταν την εξουσιοδότηση. Ποιος νοιαζόταν για τα γεγονότα του λεγόμενου επεισοδίου που θα ήταν η αιτία αυτής της εξουσιοδότησης;
Έτσι το ψήφισμα απλώς πέρασε στα γρήγορα από όλους»… Ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι καμία αμερικανική εφημερίδα δεν αμφισβήτησε την επίσημη θέση για το γεγονός, ούτε όμως κριτίκαρε την καταλληλότητα της αμερικανικής ανταπόδοσης….Ο Τζόνσον λοιπόν είναι ο πρόεδρος που εγκαινιάζει τις αεροπορικές επιδρομές αντιποίνων ενάντια στη Λαοκρατική Δημοκρατία του Βιετνάμ (Λ.Δ.Β.). Παράλληλα αρχίζει η σταδιακή εμπλοκή όλο και περισσότερων χερσαίων δυνάμεων των Η.Π.Α. που στηρίζουν τα στρατεύματα της Δημοκρατίας του Βιετνάμ που πλέον είναι υπό την εξουσία του ηγέτη της στρατιωτικής χούντας Ντουόνγκ Βαν Μινχ (Duong Van Minh).
Έτσι το Μάρτιο του 1965 αποβιβάζονται οι πρώτοι Αμερικανοί πεζοναύτες στηΝτανάνγκ (Da Nang) ενώ παράλληλα ξεκινάει η επιχείρηση «Βροντερός Κεραυνός» (Rolling Thunder) που αποτελεί ένα κρεσέντο εναέριων βομβαρδισμών έναντι των στρατιωτικών εγκαταστάσεων και των υποδομών του Βορείου Βιετνάμ. Από το ξεκίνημα της έως τον Νοέμβριο του 1968 η επιχείρηση πλήττει τους στόχους με περισσότερα από 1εκ. τόνους εκρηκτικά! Στο τέλος του 1965 η συνολική στρατιωτική δύναμη των Η.Π.Α. στο Νότιο Βιετνάμ φτάνει τους 184.300 άνδρες.
Το 1965 είναι και η χρονιά που σταδιακά αρχίζουν να ακούγονται και οι πρώτες αντιπολεμικές φωνές στην Αμερική. Το Μάρτιο λαμβάνει χώρα στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν η πρώτη «δημόσια συζήτηση» κατά του πολέμου, ενώ τον Νοέμβριο του ίδιου έτους αντιπολεμικές διαδηλώσεις οργανώνονται στην Ουάσινγκτον και σε άλλες πόλεις. Στη Δημοκρατία του Βιετνάμ το καθεστώς αδυνατεί να ελέγξει ολόκληρες περιοχές και περιορίζεται στον έλεγχο των αστικών κέντρων. Παράλληλα ακόμη μια κυβέρνηση διορίζεται από τους Αμερικάνους, η ένατη από την ανατροπή Ντιέμ, υπό τον υποπτέραρχο Νγκουγιέν Κάο Κι.
Και αυτός όμως αποδεικνύεται ανίκανος να αντιστρέψει την κατάσταση που επιδεινώνεται έντονα από τον Μάρτιο έως τον Μάιο του 1966, με βουδιστικές διαδηλώσεις στις πόλεις Χουέ (Hue) και Ντανάνγκ (DaNang). Η απλή αλλά ιδιοφυής τακτική των ανταρτών του NLF και του βορειοβιετναμέζικου στρατού (NVA) έγκειται ουσιαστικά στην αποκρυστάλλωση, από τη μεριά της στρατιωτικής ηγεσίας του, των διδαγμάτων του μεγάλου Κινέζου στρατηγού Σουν Τσου (Sun Tzu).
Στο έργο του «η Τέχνη του πολέμου» αναφέρει τις πέντε βασικές απόψεις του για τη νίκη:
Και αυτός όμως αποδεικνύεται ανίκανος να αντιστρέψει την κατάσταση που επιδεινώνεται έντονα από τον Μάρτιο έως τον Μάιο του 1966, με βουδιστικές διαδηλώσεις στις πόλεις Χουέ (Hue) και Ντανάνγκ (DaNang). Η απλή αλλά ιδιοφυής τακτική των ανταρτών του NLF και του βορειοβιετναμέζικου στρατού (NVA) έγκειται ουσιαστικά στην αποκρυστάλλωση, από τη μεριά της στρατιωτικής ηγεσίας του, των διδαγμάτων του μεγάλου Κινέζου στρατηγού Σουν Τσου (Sun Tzu).
Στο έργο του «η Τέχνη του πολέμου» αναφέρει τις πέντε βασικές απόψεις του για τη νίκη:
«Θα νικήσει εκείνος που ξέρει πότε να πολεμήσει και πότε να αποφεύγει τον πόλεμο. Θα νικήσει εκείνος που ξέρει να χειρίζεται τόσο τις περισσότερες όσο και τις λιγότερες δυνάμεις. Θα νικήσει εκείνος του οποίου το στράτευμα διακατέχεται από το ίδιο πνεύμα σε όλα τα επίπεδα. Θα νικήσει εκείνος που, ενώ είναι προετοιμασμένος, περιμένει για να πιάσει τον εχθρό απροετοίμαστο. Θα νικήσει εκείνος που έχει εξουσία στο στράτευμα και δεν δέχεται παρεμβάσεις από τον ηγεμόνα».
Στη γνώση αυτών των απλών αλλά θαυματουργών στρατηγικά σημείων στηρίζεται όλη η φιλοσοφία της μάχης των Βιετκόνγκ. Ποτέ μέχρι τον Ιανουάριο του 1968 δεν θα δώσουν ολομέτωπη μάχη με τον εχθρό σε μεγάλους σχηματισμούς. Αποφεύγουν με πονηριά κάθε προσπάθεια των Αμερικάνων να τους αντιμετωπίσουν σε μάχη. Επιδίδονται σε ένα, εκνευριστικό για τον αντίπαλο, κλεφτοπόλεμο φθοράς που τους δίνει το τακτικό πλεονέκτημα να επιλέγουν αυτοί, οι Βιετκόνγκ, πότε θα επιτεθούν και πότε θα απεμπλακούν. Η γνώση του εδάφους τους δίνει ένα ακόμη πλεονέκτημα που υλοποιεί τη συμβουλή του Σουν Τσου ότι πρέπει «ο πόλεμος να στηρίζεται στην εξαπάτηση».
Τεράστια οδικά δίκτυα ξεκινούσαν από τα σύνορα του Βορείου Βιετνάμ και καλύπτονταν από τις ζούγκλες, διέσχιζαν το Λάος και την Καμπότζη και κατέληγαν στο Νότιο Βιετνάμ λίγα μόλις χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Σαϊγκόν. Δια αυτών των δρόμων το NLF προμηθευόταν οπλισμό και εφόδια. Ο γνωστότερος και πλέον βομβαρδισμένος δρόμος ήταν το «μονοπάτι του Χο Τσι Μινχ» ο οποίος ουδέποτε επλήγη πραγματικά…Παράλληλα οργανώνουν με αξιοθαύμαστη μαεστρία ολόκληρα υπόγεια καταφύγια που συνδέονταν με πολλά χιλιόμετρα στοών ώστε να αποφεύγουν τους βομβαρδισμούς.
Τα έτη 1967 και 1968 η κατάσταση δεν αλλάζει δραματικά. Ουσιαστικά επί τρία έτη ο στρατός των Η.Π.Α. ψάχνει… τον«Charlie», όνομα που έδιναν οι αμερικανοί πεζοναύτες στον εχθρό. Ακολουθούν μια κοπιαστική όσο και μάταιη τακτική την οποία ονομάζουν πομπωδώς «Search andDestroy», δηλαδή έρευνα και καταστροφή του στόχου. Άλλωστε είχαν και το κατάλληλο, σύμφωνα με τους στρατηγούς, όπλο, το ελικόπτερο. Γρήγορο, αξιόπιστο και με μεταφορική ικανότητα στρατευμάτων επέτρεπε στις δυνάμεις να μετακινούνται και να εμπλέκονται ταχύτατα.
Παράλληλα με γιγαντιαία βομβαρδιστικά όπως τα περιβόητα Β-52 είχαν πρωτόγνωρη δύναμη πυρός! Όμως ουσιαστικά κυνηγούσαν «κουνούπια με κανόνια»…! Στους εναέριους βομβαρδισμούς που πραγματοποιούσαν σε πυκνές ζούγκλες ήταν αδύνατο να δουν τι πραγματικά χτυπούσαν…! Επιπρόσθετα η τακτική των αμερικανικών δυνάμεων διέφερε ριζικά σε σχέση με προγενέστερους πολέμους αφού στόχος δεν ήταν η κατάληψη εδαφών, αλλά η συντριβή του εχθρού και μόνο. Η νίκη μετριόταν με τον αριθμό των νεκρών, αυτό που οι πεζοναύτες ονόμαζαν «BodyCount».
Μετά την κατάληψη θέσεων των Βιετκόνγκ οι αμερικανικές δυνάμεις αποσύρονταν στις βάσεις τους και οι Βιετκόνγκ απλώς επανεγκαθίσταντο στις προηγούμενες θέσεις τους, οπότε ξεκινούσε από την αρχή το μαρτύριο των Αμερικανών να επανακαταλάβουν τις ίδιες θέσεις…!
Μετά την κατάληψη θέσεων των Βιετκόνγκ οι αμερικανικές δυνάμεις αποσύρονταν στις βάσεις τους και οι Βιετκόνγκ απλώς επανεγκαθίσταντο στις προηγούμενες θέσεις τους, οπότε ξεκινούσε από την αρχή το μαρτύριο των Αμερικανών να επανακαταλάβουν τις ίδιες θέσεις…!
Το στρατηγικό δόγμα έγκειτο στην πρόκληση τόσο μεγάλων απωλειών στους Βιετκόνγκ που να μην μπορούν να τις αναπληρώνουν γρήγορα. Το ηθικό των στρατευμάτων, όσο καλά εκπαιδευμένα και αν ήταν, δεχόταν έντονη πίεση από έναν κατ ουσίαν «αόρατο» εχθρό που δρούσε κυρίως τη νύχτα και έστηνε ενέδρες. Παιδιά γύρω στα είκοσι τους που γεννήθηκαν και ζούσαν σε πόλεις και μητροπόλεις των Η.Π.Α. κλήθηκαν αίφνης να αντιμετωπίσουν έναν εχθρό καταμεσής της ζούγκλας. Μάλιστα σύμφωνα με στατιστικές του Πενταγώνου χρειάζονταν μια αναλογία ανδρών 12 προς 1 για να αντιμετωπιστούν οι αντάρτες στις αφιλόξενες ζούγκλες.
Το αποφασιστικό πλήγμα στο ηθικό των Αμερικάνων έρχεται με την επίθεση του «Τετ», της γιορτής για τον ερχομό της άνοιξης στο Βιετνάμ, στα τέλη του Ιανουαρίου του 1968. Σε μια αιφνιδιαστική επίθεση δεκάδες χιλιάδες μαχητές του NLF και μονάδες του στρατού του Βορείου Βιετνάμ εξαπολύουν κύματα επιθέσεων σε όλες τις μεγάλες πόλεις του Νοτίου Βιετνάμ. Οι ίδιοι οι Αμερικάνοι βρέθηκαν να προσπαθούν να ανακαταλάβουν την πρεσβεία τους στο κέντρο της Σαϊγκόν!
Αυτή ήταν και η αφορμή για να ζητήσει οστρατηγός Γ. Ουέστμορλαντ (WilliamWestmoreland) επιπλέον 200.000 στρατεύματα στα ήδη υπάρχοντα 485.000! Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου τα στρατεύματα των Αμερικάνων ανέρχονται στις 535.000 άνδρες με άλλες 427.000 άνδρες του τακτικού στρατού του Νοτίου Βιετνάμ. Οι αντίπαλες δυνάμεις των Βιετκόνγκ και του στρατού του Βορείου Βιετνάμ ανέρχονται στις 600.000. Την ίδια περίοδο αλλάζει και ένοικο ο Λευκός Οίκος αφού τις εκλογές κερδίζει Ρίτσαρντ Νίξον (Richard Nixon), ενώ σταδιακά μπαίνει σε εφαρμογή και το σχέδιο του νέου προέδρου για σταδιακή απεμπλοκή των Αμερικάνων από τον στατικό αυτό πόλεμο φθοράς.
Το «Δόγμα Νίξον» ή αλλιώς «Βιετναμοποίηση» σχετιζόταν με την σταδιακή απαγκίστρωση των χερσαίων δυνάμεων από τον πόλεμο και την ανάληψη της άμυνας εξ ολοκλήρου από τους Νοτιοβιετναμέζους. Οι Αμερικάνοι θα περιορίζονταν σε μαζικούς βομβαρδισμούς υποστήριξης και θα προμήθευαν το στρατό των Νοτίων με οπλισμό. Ο Νίξον από την περίοδο που είχε διατελέσει αντιπρόεδρος του Αϊζενχάουερ είχε αναπτυγμένο έναν έντονο αντικομουνισμό, αλλά οι μαζικές αντιπολεμικές διαδηλώσεις που συγκλόνισαν την Αμερική και ο ευρωπαϊκός Μάης δεν του άφηναν περιθώρια για περαιτέρω κλιμάκωση του πολέμου. Το κερασάκι στην τούρτα του προέδρου ήρθε με την αποκάλυψη της σφαγής στο χωριό Μι Λάι (My Lai) από Αμερικάνους πεζοναύτες, η υπόθεση των «πράσινων Μπερέ».
Μετά τον θάνατο του Χο Τσι Μινχ το Σεπτέμβριο του 1969 οι Η.Π.Α. υπό τον Χένρυ Κίζιντζερ ξεκινούν μυστικές συνομιλίες με το Βόρειο Βιετνάμ. Ενώ τα στρατεύματα των Η.Π.Α. βαίνουν μειούμενα η αεροπορία τους ξεκινάει με εντολή του Νίξον μαζικούς βομβαρδισμούς στην Καμπότζη και στο Λάος με σκοπό να ανακόψει τις διόδους μεταφοράς εφοδίων που περνούσαν μέσα από τα σύνορα των δυο κρατών.
Με τις επιχειρήσεις «Φαράγγι Ντιούι Ι, ΙΙ και ΙΙΙ» εγκαινιάζονται οι βομβαρδισμοί, το Κογκρέσο όμως το Δεκέμβρη του 1970 απαγορεύει την ανάπτυξη χερσαίων δυνάμεων στις δύο όμορες χώρες έχοντας προφανώς καταλάβει το μάθημα του Βιετνάμ…Παράλληλα το αντιπολεμικό κίνημα εντός της Αμερικής δυναμώνει και τον Απρίλιο του 1971 γίνεται μεγάλο αντιπολεμικό συλλαλητήριο στην Ουάσινγκτον με τη μαζική συμμετοχή βετεράνων του πολέμου οι οποίοι πετάνε τα μετάλλια τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Στο τέλος του 1971 οι δυνάμεις των Η.Π.Α. ανέρχονται μόλις στις 156.800.
Το 1972 ο Νίξον επανεκλέγεται στην προεδρεία πανηγυρικά ενώ οι συνομιλίες στο Παρίσι με τους Βιετκόνγκ δείχνουν να οδηγούν σε κάποιο αποτέλεσμα. Τελικά στις 27 Ιανουαρίου του 1972 αντιπρόσωποι των Η.Π.Α., του Νοτίου Βιετνάμ, του Βορείου Βιετνάμ και του NLF φτάνουν σε συμφωνία. Τους επόμενους μήνες απελευθερώνονται Αμερικάνοι αιχμάλωτοι πολέμου ενώ τον Μάρτιο αποχωρούν και οι τελευταίοι Αμερικάνοι στρατιώτες. Τη χαρά του Νίξον για το τέλος του πολέμου θα καλύψει η οργή του για την αποκάλυψη του σκανδάλου «Watergate», όπου μυστικά παρακολουθούνταν οι κινήσεις των Δημοκρατικών.
Αυτό θα τον οδηγήσει σε παραίτηση τον Αύγουστο του 1974. Τέλος τον επόμενο χρόνο το Νότιο Βιετνάμ αδυνατώντας να εμποδίσει την προέλαση των δυνάμεων των Βορειοβιετναμέζων καταλύεται και τον Απρίλιο του 1975 πέφτει και η Σαϊγκόν. Ο πόλεμος του βιετναμέζικου λαού αποτελεί ορόσημο για πλήθος αντιαποικιοκρατικά κινήματα ανά τον κόσμο. Έδειξε πως μια μικρή αλλά καλά εκπαιδευμένη δύναμη ανταρτών μπορεί να γονατίσει μια στρατιωτική αυτοκρατορία. Με πίστη και πάθος για το δίκαιο του αγώνα τους οι Βιετναμέζοι αγωνιζόμενοι υπέρ βωμών και εστιών αποδείχτηκαν ανώτεροι των επαγγελματιών του πολέμου.
Έχοντας μια ηγεσία σοβαρή και ψύχραιμη αντιμετώπισαν στωικά επί 30 περίπου χρόνια τις σφαίρες και τις βόμβες των «πολιτισμένων» δυτικών. Μπορεί να κέρδισαν σε ελάχιστες μάχες τον εχθρό, αλλά στο τέλος κέρδισαν τον πόλεμο! Πάνω σε αυτόν τον ηρωικό λαό δοκιμάστηκαν όλα τα «έξυπνα» όπλα των δυτικών από τις γνωστές σε εμάς τους Έλληνες βόμβες Ναπάλμ, είχαν χρησιμοποιηθεί και στον Ελληνικό εμφύλιο, και τις βόμβες φωσφόρου και διασποράς μέχρι και χημικά. Εταιρίες όπως η γνωστή DOW Chemicalsπρομήθευαν τον αμερικάνικο στρατό με τόνους χημικά για αποψίλωση των δασών ώστε να βλέπουν τον «Charlie»…!
Το γνωστό χημικό με το κωδικό όνομα «agent orange» ψεκάστηκε σε απίστευτα μεγάλες ποσότητες και ακόμη και σήμερα στις περιοχές που επλήγησαν οι τερατογενέσεις είναι αυξημένες. Από τη μεριά τους οι Αμερικάνοι στιγματίστηκαν από έναν ακόμη πόλεμο χωρίς ουσιαστικό σκοπό, πέρα από τις αντικομουνιστικές κορώνες και την παράνοια που είχε καλλιεργηθεί στην αμερικανική κοινή γνώμη για τον κόκκινο κίνδυνο…
Δημιουργήθηκε μια γενιά βετεράνων που δεν επέστρεφαν τιμημένοι στην πατρίδα τους για την προσφορά τους σε κάποιον ευγενή σκοπό, όπως οι βετεράνοι του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου που πολέμησαν στον αντιφασιστικό αγώνα, αλλά επέστρεφαν ντροπιασμένοι για αυτά που άλλοι τους ανάγκαζαν να διαπράξουν στο όνομα του περιορισμού του κομουνιστικού κινδύνου που χτυπούσε την πόρτα της πατρίδας τους κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα στην…άλλη άκρη του πλανήτη!
Αυτό θα τον οδηγήσει σε παραίτηση τον Αύγουστο του 1974. Τέλος τον επόμενο χρόνο το Νότιο Βιετνάμ αδυνατώντας να εμποδίσει την προέλαση των δυνάμεων των Βορειοβιετναμέζων καταλύεται και τον Απρίλιο του 1975 πέφτει και η Σαϊγκόν. Ο πόλεμος του βιετναμέζικου λαού αποτελεί ορόσημο για πλήθος αντιαποικιοκρατικά κινήματα ανά τον κόσμο. Έδειξε πως μια μικρή αλλά καλά εκπαιδευμένη δύναμη ανταρτών μπορεί να γονατίσει μια στρατιωτική αυτοκρατορία. Με πίστη και πάθος για το δίκαιο του αγώνα τους οι Βιετναμέζοι αγωνιζόμενοι υπέρ βωμών και εστιών αποδείχτηκαν ανώτεροι των επαγγελματιών του πολέμου.
Έχοντας μια ηγεσία σοβαρή και ψύχραιμη αντιμετώπισαν στωικά επί 30 περίπου χρόνια τις σφαίρες και τις βόμβες των «πολιτισμένων» δυτικών. Μπορεί να κέρδισαν σε ελάχιστες μάχες τον εχθρό, αλλά στο τέλος κέρδισαν τον πόλεμο! Πάνω σε αυτόν τον ηρωικό λαό δοκιμάστηκαν όλα τα «έξυπνα» όπλα των δυτικών από τις γνωστές σε εμάς τους Έλληνες βόμβες Ναπάλμ, είχαν χρησιμοποιηθεί και στον Ελληνικό εμφύλιο, και τις βόμβες φωσφόρου και διασποράς μέχρι και χημικά. Εταιρίες όπως η γνωστή DOW Chemicalsπρομήθευαν τον αμερικάνικο στρατό με τόνους χημικά για αποψίλωση των δασών ώστε να βλέπουν τον «Charlie»…!
Το γνωστό χημικό με το κωδικό όνομα «agent orange» ψεκάστηκε σε απίστευτα μεγάλες ποσότητες και ακόμη και σήμερα στις περιοχές που επλήγησαν οι τερατογενέσεις είναι αυξημένες. Από τη μεριά τους οι Αμερικάνοι στιγματίστηκαν από έναν ακόμη πόλεμο χωρίς ουσιαστικό σκοπό, πέρα από τις αντικομουνιστικές κορώνες και την παράνοια που είχε καλλιεργηθεί στην αμερικανική κοινή γνώμη για τον κόκκινο κίνδυνο…
Δημιουργήθηκε μια γενιά βετεράνων που δεν επέστρεφαν τιμημένοι στην πατρίδα τους για την προσφορά τους σε κάποιον ευγενή σκοπό, όπως οι βετεράνοι του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου που πολέμησαν στον αντιφασιστικό αγώνα, αλλά επέστρεφαν ντροπιασμένοι για αυτά που άλλοι τους ανάγκαζαν να διαπράξουν στο όνομα του περιορισμού του κομουνιστικού κινδύνου που χτυπούσε την πόρτα της πατρίδας τους κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα στην…άλλη άκρη του πλανήτη!
Επιπρόσθετα οι αποκαλύψεις για εγκλήματα πολέμου μείωναν ακόμη περισσότερο το κύρος αυτών των πολεμιστών. Πολλοί δε από τους βετεράνους επέστρεφαν για να βιώσουν την περιφρόνηση και εγκατάλειψη από το ίδιο το κράτος το οποίο υπηρέτησαν. Το μεγαλύτερο όμως κόστος για αυτούς ήταν το ψυχολογικό. Όπως παρατήρησε η γυναίκα ενός βετεράνου «γίνονται σιωπηλοί. Είναι σαν να μην έχουν πολλά να πουν για το πως ήταν εκεί. Συμβαίνει ίσως επειδή έχουν σκοτώσει ανθρώπους και δεν ξέρουν στ΄ αλήθεια γιατί τους σκότωσαν». Το κόστος σε ζωές τέλος ήταν ανυπολόγιστο.
Για τους Βορειοβιετναμέζους οι εκτιμήσεις τους κάνουν λόγο για 3.500.000 νεκρούς και τραυματίες.
Για τους δε Αμερικάνους οι απώλειες ανέρχονταν σε 58.220 νεκρούς και 303.644 τραυματίες.
Βεβαίως τα νούμερα είναι τόσο διαφορετικά διότι ένα μεγάλο ποσοστό των θυμάτων των Βορειοβιετναμέζων ήταν άμαχοι πολίτες… Ο παλαίμαχος Βιετναμέζος και μυθιστοριογράφος Λε Λου δηλώνει «πολλοί από εμάς έχουμε ακόμη λίγο από τον πόλεμο μέσα μας. Αυτό δημιουργεί δυσκολίες στη ζωή».
Για τους δε Αμερικάνους οι απώλειες ανέρχονταν σε 58.220 νεκρούς και 303.644 τραυματίες.
Βεβαίως τα νούμερα είναι τόσο διαφορετικά διότι ένα μεγάλο ποσοστό των θυμάτων των Βορειοβιετναμέζων ήταν άμαχοι πολίτες… Ο παλαίμαχος Βιετναμέζος και μυθιστοριογράφος Λε Λου δηλώνει «πολλοί από εμάς έχουμε ακόμη λίγο από τον πόλεμο μέσα μας. Αυτό δημιουργεί δυσκολίες στη ζωή».
Σφαγή του Μι Λάι (Ένα Σοβαρό Γεγονός)
Η Σφαγή του Μι Λάι (Mỹ Lai) ήταν η μαζική δολοφονία αμάχων πολιτών, ο αριθμός των οποίων κυμαίνεται από 347 έως 504, στο χωριό Μι Λάι του Νοτίου Βιετνάμ, κατά τη διάρκειατου πολέμου του Βιετνάμ, στις 16 Μαρτίου 1968. Τις δολοφονίες διέπραξαν Αμερικανοίστρατιώτες του 3ου λόχου του 1ου τάγματος, το οποίο ανήκε στο 20ό Σύνταγμα Πεζικού, της 11ης ταξιαρχίας της Μεραρχίας "Americal". Τα περισσότερα από τα θύματα ήταν γυναίκες,παιδιά, βρέφη και ηλικιωμένοι.
Μερικά από τα πτώματα, όπως φάνηκε αργότερα είχαν ακρωτηριαστεί και, σύμφωνα με ισχυρισμούς, πολλές γυναίκες βιάστηκαν πριν τις δολοφονίες. Ενώ αρχικά απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε 26 Αμερικανούς στρατιώτες για τις πράξεις τους στο Μι Λάι, μόνο ο ανθυπολοχαγός Γουίλιαμ Κάλεϋ (William Calley), έναςδιμοιρίτης του τρίτου λόχου, καταδικάστηκε. Ενώ κρίθηκε ένοχος για τη δολοφονία 22 χωρικών και του απαγγέλθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, στη συνέχεια εξέτισε μόνο τρεισήμισι χρόνια κατ' οίκον περιορισμό.
Η σφαγή έλαβε χώρα στους οικισμούς Μι Λάι (Mỹ Lai) και Μι Κε (My Khe) που ανήκαν στο χωριό Σον Μι (Sơn Mỹ). Στο σύγχρονο Βιετνάμ τα γεγονότα ονομάζονται Σφαγή του Σον Μι (thảm sát Sơn Mỹ). Η κωδική ονομασία των Αμερικανών για το "οχυρό των Βιετκόνγκ" (sic) ήταν "Πίνκβιλ" (Pinkville).
Το περιστατικό προκάλεσε παγκόσμια κατακραυγή όταν έγινε δημόσια γνωστό το 1969. Η σφαγή επίσης ενδυνάμωσε τις εγχώριες αντιδράσεις στις Η.Π.Α. για τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο του Βιετνάμ. Τρεις Αμερικανοί στρατιώτες οι οποίοι προσπάθησαν να σταματήσουν τη σφαγή και να προστατέψουν τους τραυματισμένους αρχικά καταγγέλθηκαν από αρκετούς Αμερικανούς Γερουσιαστές ως προδότες, σε μια προσπάθεια να συγκαλυφθεί η σφαγή. Έγιναν παραλήπτες επιστολών εμφορούμενων από μίσος και απειλών για τη ζωή τους, ενώ βρήκαν ακρωτηριασμένα ζώα στην αυλή τους. Αργότερα, οι τρεις επαινέθηκαν ευρύτατα και τιμήθηκαν από τον αμερικανικό στρατό για τις ηρωικές πράξεις τους.
Το συμβάν
Γεγονότα που προηγήθηκαν
Ο 3ος λόχος έφτασε στο Νότιο Βιετνάμ, τον Δεκέμβριο του 1967. Αν και τον πρώτο μήνα τους στο Βιετνάμ δεν είχαν οποιαδήποτε άμεση επαφή με τον εχθρό, μέχρι τα μέσα Μαρτίου ο λόχος είχε εμπλακεί σε 28 περιστατικά που αφορούσαν νάρκες ή παγίδες που προκάλεσαν πολλούς τραυματισμούς και πέντε θανάτους.
Κατά τη διάρκεια της επιθετικής επιχείρησης Τετ (Tet Offensive) τον Ιανουάριο του 1968, διεξήχθησαν επιθέσεις στο Quang Ngai από το 48ο Τάγμα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (NLF), που συνήθως αποκαλούνταν από τους Αμερικανούς ως Vietcong ή Victor Charlie (από τα αρχικά που αντιστοιχεί με το φωνητικό αλφάβητο του ΝΑΤΟ). Οι στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ είχαν φτάσει στο συμπέρασμα ότι το 48ο τάγμα του NLF, αφού υποχώρησε και διασκορπίστηκε, είχε καταφύγει στο χωριό Σον Μι, στην επαρχία Κουάνγκ Νγκάι (Quang Ngai).
Ο αριθμός των συγκεκριμένων οικισμών στο χωριό - ονομασθέντα Μι Λάι 1, 2, 3, και 4 -θεωρήθηκαν ύποπτοι για υπόθαλψη της 48ης. (Τον Φεβρουάριο, η σφαγή στο Φονγκ Νι (Phong Nhi) και στο Φονγκ Νατ (Phong Nhat) και η σφαγή στο Χα Μι είχαν διαπραχθεί από πεζοναύτες της Νότιας Κορέας στο Κουάνγκ Ναμ (Quang Nam), μια γειτονική επαρχία του Κουάνγκ Γκάι.)
Οι δυνάμεις των ΗΠΑ προγραμμάτιζαν μια μεγάλη επίθεση κατά των εν λόγω οικισμών, χρησιμοποιώντας την ομάδα κρούσης Μπάρκερ (Task Force Barker), μια μονάδα μεγέθους τάγματος, αποτελούμενη από τρεις λόχους τυφεκιοφόρων της Μεραρχίας "Americal" και υπό την ηγεσία του Αντισυνταγματάρχη Φρανκ Α. Μπάρκερ (Frank A. Barker). Ο συνταγματάρχης Οράν Κ. Χέντερσον (Oran K. Henderson) κάλεσε τους αξιωματικούς του να «μπούνε εκεί επιθετικά, εκ του σύνεγγυς με τον εχθρό και να τους σαρώσουν για τα καλά». Ο Μπάρκερ διέταξε τους επικεφαλής αξιωματικούς του 1ου Τάγματος να κάψουν τα σπίτια, να σκοτώσουν το ζωικό κεφάλαιο, να καταστρέψουν τα τρόφιμα, και, πιθανόν, να σφραγίσουν τα πηγάδια.
Την παραμονή της επίθεσης, κατά την ενημέρωση του 3ου λόχου, ο λοχαγός Έρνεστ Μεντίνα (Ernest Medina) είπε στους άνδρες του ότι σχεδόν όλοι οι άμαχοι κάτοικοι των οικισμών στο χωριό Σον Μι θα είχαν φύγει για την αγορά από τις 7 π.μ. και οποιοσδήποτε παραμείνει θα είναι μέλος ή συμπαθών του NLF. Ρωτήθηκε αν η διαταγή συμπεριελάμβανε τη θανάτωση γυναικών και παιδιών.
Οι παρόντες έδωσαν αργότερα διαφορετικές μαρτυρίες της απάντησης του Μεντίνα. Κάποιοι, συμπεριλαμβανομένων διμοιριτών, κατέθεσαν ότι οι διαταγές, όπως τις κατανόησαν, ήταν να σκοτώσουν όλους τους αντάρτες και τους μαχητές του Βόρειου Βιετνάμ και τους «υπόπτους» (μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά, καθώς και όλα τα ζώα), να κάψουν το χωριό, και να μολύνουν τα πηγάδια.
Ακόμα, σύμφωνα με μία ή περισσότερες μαρτυρίες, φέρεται να είπε «Είναι όλοι V.C., τώρα πηγαίντε απάνω τους» και ακούστηκε να λέει «Ποιος είναι ο εχθρός μου;» ο Μεντίνα πρόσθεσε: «Κάθε ένας που τρέχει μακριά από εμάς, κρύβεται από εμάς, ή φαίνεται να είναι ο εχθρός. Αν ένας άντρας τρέχει, ρίξτε του, μερικές φορές ακόμη και αν μια γυναίκα με τυφέκιο τρέχει, ρίξτε της.»
Ο 3ος λόχος θα εισερχόταν στην κωμόπολη με αιχμή του δόρατος την 1η διμοιρία του. Οι άλλοι δύο λόχοι της ομάδας κρούσης επρόκειτο να περιζώσουν το χωριό.
Ο 3ος λόχος θα εισερχόταν στην κωμόπολη με αιχμή του δόρατος την 1η διμοιρία του. Οι άλλοι δύο λόχοι της ομάδας κρούσης επρόκειτο να περιζώσουν το χωριό.
Οι Δολοφονίες
Το πρωί της 16ης Μαρτίου, ο 3ος λόχος έφτασε μετά από μια σύντομη προετοιμασία από το πυροβολικό και ελικόπτερο φέροντα πολυβόλο. Αν και οι Αμερικανοί δεν βρήκαν μαχητές του εχθρού στο χωριό, πολλοί στρατιώτες υποψιάζονταν ότι υπήρχαν στρατιώτες του NFL που κρύβονταν στα υπόγεια των σπιτιών των συζύγων τους ή των ηλικιωμένων γονιών τους. Οι στρατιώτες των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης μιας διμοιρίας με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό Γουίλιαμ Κάλεϋ (William Calley), ξεκίνησαν να πυροβολούν σε κάτι που που ισχυρίστηκαν ότι είχαν εκλάβει ως μια θέση του εχθρού.
Μόλις οι πρώτοι πολίτες τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν από αδιάκριτα πυρά, οι στρατιώτες άρχισαν να επιτίθενται εναντίον ανθρώπων και ζώων, με πυροβόλα όπλα, χειροβομβίδες και ξιφολόγχες. Το μέγεθος της σφαγής και η αγριότητα των επιτιθεμένων αυξάνονταν σε κάθε δολοφονία. Το BBC News περιέγραψε τη σκηνή: «Δεκάδες άνθρωποι που οδηγήθηκαν δια της βίας σε ένα αρδευτικό αυλάκι και σε άλλα σημεία έχασαν τη ζωή τους με [ριπές από] αυτόματα όπλα».
Μια μεγάλη ομάδα περίπου 70-80 χωρικών, που είχαν συγκεντρωθεί από την 1η Διμοιρία στο κέντρο του χωριού, σκοτώθηκαν με διαταγή του Κάλεϋ, ο οποίος επίσης συμμετείχε. Μέλη της 2ης διμοιρίας σκότωσαν τουλάχιστον 60-70 Βιετναμέζους, καθώς σάρωσαν το βόρειο μισό του Μι Λάι 4 και το Μπιν Τάι (Binh Tay), ένα μικρό οικισμό περίπου 400 μέτρα βόρεια του Μι Λάι 4. Οι απώλειες της διμοιρίας ήταν ένας νεκρός και επτά τραυματίες από νάρκες και στημένες παγίδες.
Μετά τις αρχικές "σαρώσεις" από την 1η και τη 2η διμοιρία, η 3η διμοιρία εστάλη για την αντιμετώπιση τυχόν «υπολειπόμενης αντίστασης". Αυτοί άρχισαν αμέσως να σκοτώνουν κάθε ζωντανό άνθρωπο ή ζώο που έβρισκαν, συμπεριλαμβανομένων Βιετναμέζων που είχαν βγει από τις κρυψώνες τους, καθώς και τραυματιών, που εντοπίστηκαν μέσα στους σωρούς των σωμάτων από τα βογκητά τους. Η 3η διμοιρία, επίσης, συγκέντρωσε και εκτέλεσε μια ομάδα από επτά έως δώδεκα γυναικών και παιδιών.
Δεδομένου ότι ο τρίτος λόχος δεν είχε συναντήσει καμία αντίσταση, το 4ο τάγμα, 3ο σύνταγμα πεζικού, μεταφέρθηκε αεροπορικώς στη ζώνη προσγείωσης μεταξύ 8:15 - 8:30 και επιτέθηκε στον μικρό οικισμό του Μι Κε 4, σκοτώνοντας 90 άτομα. Κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων ημερών, και τα δύο τάγματα συμμετείχαν και σε άλλους εμπρησμούς και καταστροφή κατοικιών, καθώς και κακομεταχείριση Βιετναμέζων κρατουμένων. Ενώ οι περισσότεροι από τους στρατιώτες δεν συμμετέχουν στα εγκλήματα, ούτε διαμαρτυρήθηκαν ούτε παραπονέθηκαν στους ανωτέρους τους.
Παρέμβαση Πληρώματος Ελικοπτέρου
Ο ανθυπασπιστής Χιου Τόμπσον Jr. (Hugh Thompson Jr.), πιλότος ελικοπτέρου από μια ομάδα αερο-ανιχνευτών, είδε ένα μεγάλο αριθμό αμάχων νεκρών ή ετοιμοθάνατων, πετώντας πάνω από το χωριό - επρόκειτο για βρέφη, παιδιά, γυναίκες και γέρους, χωρίς καμία ένδειξη ύπαρξης ανδρών στρατεύσιμης ηλικίας ή όπλων οπουδήποτε. Ο Τόμπσον και το πλήρωμά του έγιναν μάρτυρας της δολοφονίας από τον Λοχαγό Μεντίνα μιας άοπλης και ακινητοποιημένης γυναίκας την οποία αυτός κλώτσησε και πυροβόλησε εξ επαφής (ο Μεντίνα αργότερα ισχυρίστηκε ότι πίστεψε ότι η γυναίκα κρατούσε χειροβομβίδα).
Το πλήρωμα έκανε πολλές προσπάθειες να καλέσει βοήθεια για τους τραυματίες μέσω ασυρμάτου. Προσγείωσαν το ελικόπτερό τους κοντά σε μια τάφρο γεμάτη με σώματα ανάμεσα στα οποία εντόπισαν κίνηση. Ο Τόμσον ζήτησε από έναν λοχία που συνάντησε εκεί (τον Ντέιβιντ Μίτσελ [David Mitchell] της 1ης Διμοιρίας) να βοηθήσει να βγάλουν τους ανθρώπους από την τάφρο και ο λοχίας απάντησε θα βοηθούσε «να τους βγάλουν από τη μιζέρια τους». Ο Τόμπσον, σοκαρισμένος και μπερδεμένος, μίλησε στη συνέχεια με τον ανθυπολοχαγό Κάλεϋ, ο οποίος υποστήριξε ότι "απλά εκτελούσε διαταγές». Ενώ απογειωνόταν το ελικόπτερο, είδαν τον Μίτσελ να πυροβολεί στην τάφρο.
Ο Τόμπσον τότε είδε μια ομάδα αμάχων (και πάλι αποτελούμενη από παιδιά, γυναίκες και γέρους) σε ένα καταφύγιο που το προσέγγιζαν οι στρατιώτες στο έδαφος. Ο Τόμπσον προσγείωσε το ελικόπτερο και είπε στο πλήρωμά του ότι εάν οι στρατιώτες πυροβολούσαν κατά των Βιετναμέζων, ενώ αυτός προσπαθούσε να τους βγάλει από το καταφύγιο, να ανοίξουν πυρ σε αυτούς τους στρατιώτες. Ο Τόμπσον κατέθεσε αργότερα ότι μίλησε με έναν υπολοχαγό (ταυτοποιούμενο με τον Στήβεν Μπρουκς [Stephen Brooks] της 2ης διμοιρίας), του είπε υπήρχαν γυναίκες και παιδιά στο καταφύγιο και ζήτησε από τον υπολοχαγό να τον βοηθήσει να τους βγάλει έξω.
Σύμφωνα με τον Τόμπσον, «[ο υπολοχαγός] είπε ότι ο μόνος τρόπος για να τους βγάλεις έξω ήταν με μια χειροβομβίδα». Ο Τόμπσον κατέθεσε ότι ο ίδιος είπε στη συνέχεια στον Μπρουκς "να κρατήσεις μόνο τους άνδρες σου εκεί που είναι, και εγώ θα βγάλω τα παιδιά». Βρήκε 12-16 άτομα στην αποθήκη, τους έπεισε να βγουν και τους οδήγησε στο ελικόπτερο, μένοντας μαζί τους, ενώ φυγαδεύονταν μέσω αέρος σε δύο ομάδες.
Επιστρέφοντας στο Μι Λάι, ο Τόμπσον και τα άλλα μέλη του πληρώματος του ελικοπτέρου παρατήρησαν αρκετές μεγάλες ομάδες πτωμάτων. Εντοπίζοντας κάποιους επιζώντες στο χαντάκι, ο Τόμπσον προσγειώθηκε πάλι. Ένα μέλος του πληρώματος μπήκε στο αυλάκι και επέστρεψε με ένα καταματωμένο, αλλά προφανώς σώο παιδί που μετά μεταφέρθηκε δι' αέρος σε ασφαλές μέρος. Το παιδί θεωρήθηκε τότε ότι ήταν κορίτσι αλλά αργότερα αποδείχθηκε ότι ήταν ένα τετράχρονο αγόρι. Ο Τόμπσον στη συνέχεια ανέφερε ό,τι είχε δει στον επικεφαλής του λόχου του, Ταγματάρχη Φρέντερικ Γ. Γουάτκη (Frederic W. Watke), χρησιμοποιώντας όρους όπως «φόνος» και «περιττές και άσκοπες δολοφονίες».
Οι αναφορές του Τόμπσον επιβεβαιώθηκαν από άλλους πιλότους και ιπτάμενα πληρώματα. Για τις δράσεις τους, στον Τόμπσον απονεμήθηκε ο Διακεκριμένος Ιπτάμενος Σταυρός (Distinguished Flying Cross - DFC) και στο πλήρωμά του απονεμήθηκε ο Χάλκινος Αστέρας (Bronze Star). Στον Αντρεότα (Andreotta) το μετάλλιο τού απονεμήθηκε μετά το θάνατό του, καθώς αυτός σκοτώθηκε εν δράσει στις 8 Απριλίου 1968.
Επειδή η αιτιολόγηση της τιμητικής διάκρισης για τον DFC συμπεριελάμβανε μια κατασκευασμένη περιγραφή για τη διάσωση μιας νεαρής κοπέλας από το Μι Λάι από «πυκνά διασταυρούμενα πυρά» ο Τόμπσον πέταξε το μετάλλιο του. Του απονεμήθηκε αργότερα μια Πορφυρή Καρδιά (Purple Heart) για άλλες υπηρεσίες του στο Βιετνάμ. Το 1998, τα μετάλλια του πληρώματος του ελικοπτέρου αντικαταστάθηκαν από το Μετάλλιο του Στρατιώτη, «την υψηλότερη διάκριση που μπορεί να απονείμει ο στρατός των ΗΠΑ για την ανδρεία που δεν σχετίζεται με άμεση σύγκρουση με τον εχθρό».
Η αιτιολόγηση της απονομής της διάκρισης ήταν «για τον ηρωισμό πάνω και πέρα από το κάλεσμα του καθήκοντος, κατά τη σωτηρία της ζωής τουλάχιστον 10 Βιετναμέζων αμάχων κατά τη διάρκεια της παράνομης σφαγής μη-μαχητών από τις αμερικανικές δυνάμεις στο Μι Λάι». Ο Τόμπσον αρχικά αρνήθηκε το μετάλλιο όταν ο στρατός των ΗΠΑ θέλησε να του το απονείμει με χαμηλό προφίλ. Ζήτησε να γίνει δημοσίως και να τιμηθεί το πλήρωμά του με τον ίδιο τρόπο. Οι στρατιωτικοί, βετεράνοι πια, ήρθαν επίσης σε επαφή με τους επιζώντες του Μι Λάι.
Οι αναφορές του Τόμπσον επιβεβαιώθηκαν από άλλους πιλότους και ιπτάμενα πληρώματα. Για τις δράσεις τους, στον Τόμπσον απονεμήθηκε ο Διακεκριμένος Ιπτάμενος Σταυρός (Distinguished Flying Cross - DFC) και στο πλήρωμά του απονεμήθηκε ο Χάλκινος Αστέρας (Bronze Star). Στον Αντρεότα (Andreotta) το μετάλλιο τού απονεμήθηκε μετά το θάνατό του, καθώς αυτός σκοτώθηκε εν δράσει στις 8 Απριλίου 1968.
Επειδή η αιτιολόγηση της τιμητικής διάκρισης για τον DFC συμπεριελάμβανε μια κατασκευασμένη περιγραφή για τη διάσωση μιας νεαρής κοπέλας από το Μι Λάι από «πυκνά διασταυρούμενα πυρά» ο Τόμπσον πέταξε το μετάλλιο του. Του απονεμήθηκε αργότερα μια Πορφυρή Καρδιά (Purple Heart) για άλλες υπηρεσίες του στο Βιετνάμ. Το 1998, τα μετάλλια του πληρώματος του ελικοπτέρου αντικαταστάθηκαν από το Μετάλλιο του Στρατιώτη, «την υψηλότερη διάκριση που μπορεί να απονείμει ο στρατός των ΗΠΑ για την ανδρεία που δεν σχετίζεται με άμεση σύγκρουση με τον εχθρό».
Η αιτιολόγηση της απονομής της διάκρισης ήταν «για τον ηρωισμό πάνω και πέρα από το κάλεσμα του καθήκοντος, κατά τη σωτηρία της ζωής τουλάχιστον 10 Βιετναμέζων αμάχων κατά τη διάρκεια της παράνομης σφαγής μη-μαχητών από τις αμερικανικές δυνάμεις στο Μι Λάι». Ο Τόμπσον αρχικά αρνήθηκε το μετάλλιο όταν ο στρατός των ΗΠΑ θέλησε να του το απονείμει με χαμηλό προφίλ. Ζήτησε να γίνει δημοσίως και να τιμηθεί το πλήρωμά του με τον ίδιο τρόπο. Οι στρατιωτικοί, βετεράνοι πια, ήρθαν επίσης σε επαφή με τους επιζώντες του Μι Λάι.
Απολογισμός
Λόγω των χαοτικών συνθηκών και της απόφασης του στρατού να μην προβεί σε μια βεβαία καταμέτρηση των πτωμάτων, ο αριθμός των αμάχων που σκοτώθηκαν στο Μι Λάι, δεν μπορεί να είναι ασφαλής. Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν από πηγή σε πηγή, με 347 και 504 είναι οι συχνότερο αναφερόμενοι αριθμοί. Το μνημείο στον τόπο της σφαγής απαριθμεί 504 ονόματα, με ηλικίες που κυμαίνονται από 1 έως 82 ετών. Μια μεταγενέστερη έρευνα από τον αμερικανικό στρατό κατέληξε σε ύψος μικρότερο των 347 θανάτων, που αποτελεί και την επίσημη εκτίμηση για τις ΗΠΑ.
Μετά την επιστροφή στη βάση τους περίπου στις 11:00, ο Τόμπσον ανέφερε αναστατωμένος τη σφαγή στους ανωτέρους του. Οι ισχυρισμοί του περί δολοφονιών αμάχων έφτασαν γρήγορα στον Αντισυνταγματάρχη Φρανκ Μπάρκερ, γενικό επικεφαλής της επιχείρησης. Ο Μπάρκερ έδωσε μέσω ασυρμάτου διαταγή στον αξιωματικό επιχειρήσεών του για να μάθει από τον Λοχαγό Μεντίνα τι συνέβαινε στο έδαφος. Ο Μεντίνα διέταξε στη συνέχεια κατάπαυση του πυρός προκειμένου να "παύσει τις δολοφονίες" ο 3ος λόχος.
Ο Τόμπσον έκανε μια επίσημη αναφορά των δολοφονιών και εξετάστηκε από το συνταγματάρχη Οράν Χέντερσον, διοικητή της 11ης ταξιαρχίας πεζικού (ο ανώτερος σχηματισμός του 20ου Τάγματος Πεζικού). Ανησυχώντας για την τροπή των γεγονότων, ανώτεροι αξιωματικοί της Americal ακύρωσαν προγραμματισμένες επιχειρήσεις παρόμοιες από την Ομάδα Κρούσης του Μπάρκερ εναντίον άλλων χωριών (Μι Λάι 5, Μι Λάι 1 κλπ.) στην επαρχία Κουάνγ Νγκάι, προλαμβάνοντας ενδεχομένως περαιτέρω σφαγές εκατοντάδων, αν όχι χιλιάδων, Βιετναμέζων αμάχων.
Φωτογραφικό Υλικό
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου