Ένα θέμα για το οποίο λέγονται και γράφονται πολλά και τώρα και στο παρελθόν και που έχει μελετηθεί και ερευνηθεί σε μεγάλο βάθος είναι το θέμα της επαφής και της κοντινότητας μεταξύ γονιών και παιδιών, συζύγων, των μελών μιας οικογένειας. Ξέρουμε πια καλά ότι οι περισσότεροι άνθρωποι και όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά, ειδικά κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, έχουν ανάγκη από στενή σωματική επαφή, τρυφερότητα, κοντινές σχέσεις. Μέσα στην οικογένεια μαθαίνουμε να δημιουργούμε σχέσεις, να έχουμε συναισθηματική επαφή με τους άλλους ανθρώπους, να αγαπάμε, να νοιαζόμαστε αλλά μαθαίνουμε επίσης να αγαπάμε τον εαυτό μας, όταν μας αγαπούν οι δικοί μας.
Η κοντινότητα αυτή μέσα στην οικογένεια δεν είναι ταυτόσημη με την οικειότητα αλλά την δημιουργεί. Μας επιτρέπει κοντά σ’ αυτούς τους πολύ δικούς μας ανθρώπους να αισθανόμαστε πολύ οικεία, άνετα, να μπορούμε να κινηθούμε ελεύθερα. Η οικογένεια μοιράζεται έναν ιδιωτικό χώρο, το σπίτι, μέσα στον οποίο τα μέλη της νιώθουν ασφαλείς, προστατευμένοι, χαλαροί. Το πόση χαλαρότητα επιτρέπεται είναι βέβαια εντελώς διαφορετικό από οικογένεια σε οικογένεια αλλά σίγουρα πουθενά αλλού δεν κυκλοφορούμε το ίδιο άνετα με την πυτζάμα και τις παντόφλες, αχτένιστοι και αγουροξυπνημένοι, με πετσέτα στα μαλλιά ή «μ’ ένα βρακί» όταν κάνει ζέστη.
Σε κανένα άλλο καναπέ δεν βουτάμε με την ίδια απόλαυση όπως στου σπιτιού μας, δύσκολα στριμωχνόμαστε με άλλους τρεις πάνω στον ίδιο καναπέ και δύσκολα αποκοιμιόμαστε με την ίδια ευκολία μπροστά σε άλλους ανθρώπους όπως μπροστά στα μέλη της οικογένειας μας. Και ίσως δεν τσακωνόμαστε τόσο έντονα και δεν δείχνουμε σε άλλους την «κακή» μας πλευρά όπως το κάνουμε με τους δικούς μας. Και φυσικά όλη αυτή η οικειότητα δεν είναι ζήτημα μόνο συμπεριφοράς αλλά κυρίως αυτού του δυνατού και στενού συναισθηματικού δεσμού που μας ενώνει με καθένα από τα πρόσωπα που αποτελούν την οικογένεια μας.
Ταυτόχρονα όμως με αυτή την λιγότερο ή περισσότερο ευχάριστη, ζεστή, αρμονική πλευρά της οικογενειακής συμβίωσης, του «μαζί» υπάρχει και η άλλη, αυτή που αφορά ένα-ένα τα πρόσωπα που απαρτίζουν την κάθε οικογένεια, την εντελώς προσωπική τους ζωή, τις στιγμές δηλαδή που περνούν ή θέλουν να περνούν μόνοι με τον εαυτό τους ή με ανθρώπους που δεν ανήκουν στην οικογένεια, με τρόπο πάντως που επιθυμούν να ορίζουν αυτοί χωρίς να περιλαμβάνονται σ’ αυτόν και όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.
Ας μην ξεχνάμε ότι η οικογένεια δεν είναι απλά ένα σύνολο αλλά αποτελείται από μικρότερα σύνολα και από μεμονωμένα άτομα. Υπάρχουν οι γονείς που αποτελούν οι δυο τους ένα μικρότερο σύνολο, τα παιδιά επίσης αλλά και όλοι οι συνδυασμοί σχέσεων που μπορούν να σχηματιστούν, π. χ. ο πατέρας με τον γιο ή η μητέρα με τα παιδιά ή τα δυο μεγαλύτερα παιδιά μεταξύ τους κλπ. Αυτή η πληθώρα μεμονωμένων ατόμων αλλά καισχέσεων είναι πουκάνει την κάθε οικογένεια τόσο πλούσια.
Όλοι αυτοί όμως χρειάζονται τον προσωπικό τους ζωτικό χώρο που δεν μετριέται απαραίτητα σε τετραγωνικά αλλά στην δυνατότητα να έχουν τις δικές τους ιδιωτικές στιγμές. Πόσο εφικτό είναι αυτό όταν όλοι συμβιώνουν κάτω από μία στέγη και αναγκαστικά μοιράζονται συνέχεια τον ίδιο χώρο; Και, ακόμα περισσότερο, πόσο εφικτό είναι όταν όλοι θέλουν να είναι κοντά και να μην αποκλείονται από τη ζωή των αγαπημένων τους;
Ο πιο απτός τρόπος έκφρασης της ιδιωτικότητας είναι με την απόσταση στο χώρο. Ακόμη και στην πιο αγαπημένη οικογένεια χρειάζεται ο καθένας ένα δικό του ιδιωτικό χώρο. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά ένα δωμάτιο, γιατί οι γονείς ούτως ή άλλως μοιράζονται ένα δωμάτιο και σε πολλές οικογένειες τα παιδιά δεν έχουν το καθένα το δωμάτιο του.
Παρ’ όλα αυτά όλοι χρειάζονται -και βρίσκουν ένα χώρο που αν δεν είναι ολόκληρο δωμάτιο, μπορεί να είναι ένα έπιπλο που μπορεί να κλείνει ή μια πολυθρόνα που επιτρέπει να απομονωθεί κανείς έστω γυρνώντας την πλάτη του για λίγο ή ακόμα και ένα συρτάρι ή ένα κουτί που βάζει μέσα τα πιο δικά του πράγματα.
Βέβαια η ανάγκη για ιδιωτικότητα μέσα στην οικογένεια δεν είναι σε όλους ίδια και ούτε παραμένει σταθερή για τον καθένα.
Ένα μωρό ή ένα μικρό παιδί στην προσχολική ηλικία δεν έχει τόση ανάγκη από χωρική απομόνωση ακριβώς γιατί μπορεί να απομονωθεί πολύ καλά (όσο πιο μικρό είναι όσο καλύτερα) με τη βοήθεια του παιχνιδιού και να μεταφερθεί με την φαντασία του σ’ έναν δικό του χώρο. Τον χώρο αυτό, ο παιδοψυχίατρος D.Winnicott, τον ονομάζει «μεταβατικό»,επειδή βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο του παιδιού. Τα παιδιά έχουν ιδιαίτερη ευκολία να μπαινοβγαίνουν στον χώρο αυτό χωρίς να ενοχλούνται από τους γύρω. Παρόλα αυτά όμως οι υπόλοιποι οφείλουν να σέβονται την ιδιωτικότητα του παιδιού αφήνοντας του αυτό το χώρο που μπορεί να οριοθετείται π. χ. από τα σημεία στα οποία έχει στήσει το παιχνίδι του.
Για τα μεγαλύτερα παιδιά, στην εφηβεία ή την προεφηβεία τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν. Αυτή η προσωπικότητα που αναπτύσσεται και αναζητά ταυτότητα έχει μεγάλη ανάγκη από επαφή και από ιδιωτικότητα εξίσου. Τα παιδιά αρχίζουν να κλείνουν ή και να κλειδώνουν τις πόρτες τους, να θέλουν να πλένονται μόνα τους, να έχουν μυστικά, να κρατούν ημερολόγια, να ψιθυρίζουν στο τηλέφωνο, να μην μιλάνε πολύ για το τι έγινε στο σχολείο. Συνήθως η περίοδος αυτή είναι δύσκολη για τους γονείς γιατί αισθάνονται ότι χάνουν κάτι απ’ τα παιδιά τους. Και πράγματι χάνουν, την αποκλειστικότητα στην αγάπη και την εμπιστοσύνη των παιδιών τους που αρχίζουν να στρέφονται περισσότερο προς έναν κόσμο δικό τους εντός ή εκτός οικογένειας.
Χωρίς αυτό το βήμα της αυξημένης ιδιωτικότητας όμως είναι δύσκολο να αυτονομηθούν και να βρουν την δική τους ταυτότητα γι’ αυτό οι γονείς, που βέβαια δεν μπορούν να σταματήσουν να νοιάζονται για το τι κάνουν τα παιδιά τους πρέπει να «μεγαλώσουν» μαζί με αυτά και να βάζουν όρια σεβόμενοι όμως και τα καινούργια όρια των παιδιών.
Η ιδιωτικότητα είναι τόσο σημαντική μέσα στην οικογένεια όχι μόνο γιατί όλοι έχουν ανάγκη από στιγμές ηρεμίας, περισυλλογής, εσωστρέφειας αλλά και γιατί συμβολίζει το ότι ο καθένας είναι ένα ξεχωριστό και αυτόνομο άτομο που δεν υπάρχει μόνο μέσα από τους άλλους.
Αυτό ισχύει βέβαια εξίσου για τους γονείς.
Οι γονείς έχουν τις δικές τους ανάγκες για ζωτικό χώρο που κι αυτές ποικίλλουν ανάλογα με την συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται, τις περιόδους που διανύει η σχέση τους, τις έννοιες που έχουν. Οι γονείς χρειάζονται ιδιωτικότητα σαν ζευγάρι αλλά και ο καθένας για τον εαυτό του.
Σαν ζευγάρι για να μπορέσουν να διατηρήσουν, αν το θέλουν φυσικά, και μία ερωτική εκτός από την συντροφική και γονεική σχέση, έχουν ανάγκη από στιγμές χωρίς τρίτους. Πολλά βιβλία παιδαγωγικής λένε ότι η πόρτα της κρεβατοκάμαρας των γονιών –και του μπάνιου- πρέπει να κλείνει (να κλειδώνει!), όπως και ότιδεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν γυμνοί μπροστά στα παιδιά τους. Τέτοιοι κανόνες είναι το λιγότερο αστείοι γιατί η κάθε οικογένεια έχει τις δικές της συνήθειες και την δική της ηθική και δύσκολα ορίζεται σ’ αυτά τι είναι σωστό ή λάθος.
Όποιο τρόπο κι αν επιλέξουν όμως, το μήνυμα που πρέπει να πάρουν τα παιδιά είναι ότι οι γονείς έχουν το δικαίωμα να έχουν δικές τους προσωπικές στιγμές στις οποίες αυτά δεν συμμετέχουν. Οι στιγμές αυτές μπορεί να είναι συνήθως ερωτικές αλλά όχι μόνο. Μπορεί να είναι μια συζήτηση που θέλουν να κάνουν με ησυχία χωρίς να τους διακόψουν, μια ταινία που θέλουν να δουν μόνοι τους, να τεμπελιάσουν διαβάζοντας στο κρεβάτι, να βγουν έξω. Φυσικά όσο πιο μικρά είναι τα παιδιά, τόσο πιο σπάνιες οι ιδιωτικές στιγμές από την άλλη όμως και τα μικρά παιδιά μπορούν να μάθουν να σέβονται την ιδιωτικότητα των γονιών και να συνυπάρχουν μέσα στο σπίτι χωρίς να πρέπει να είναι συνέχεια στο επίκεντρο της προσοχής.
Οι γονείς βέβαια εκτός από ζευγάρι είναι και μεμονωμένα άτομα και σαν τέτοια έχουν ανάγκη από προσωπικό ζωτικό χώρο. Αυτόν χρειάζεται να τον διεκδικήσουν όχι μόνο απ’ τα παιδιά τους που έχουν την τάση να εξαπλώνονται και να διεισδύουν παντού αλλά και από τον ίδιο τους το σύντροφο.
Αυτό είναι ίσως το πιο δύσκολο γιατί απαιτεί έναν καλό συντονισμό όσον αφορά την εγγύτητα και την απόσταση. Οι ανάγκες του καθένα όσον αφορά αυτά τα δύο είναι διαφορετικές και μπορεί αυτό που για τον ένα είναι μια μικρή ευχάριστη ανάπαυλα στις «παρυφές» της οικογενειακής συνύπαρξης για τον άλλο να σημαίνει αδιαφορία ή εγκατάλειψη. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και πολλή κατανόηση εκατέρωθεν για να μπορέσει να έχει ο καθένας κάποιες στιγμές δικές του χωρίς να νιώθει ο άλλος ότι τον «κλείνει απ’ έξω».
Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά ζευγάρια που οι σχέσεις τους δεν είναι καθόλου καλές και που δεν αισθάνονται κοντά ο ένας με τον άλλο, περνούν ατελείωτες ώρες δίπλα-δίπλα σ’ έναν καναπέ χωρίς ν’ ανταλλάσσουν κουβέντα αλλά και χωρίς να μπορούν να έχουν τον προσωπικό τους ζωτικό χώρο κάτω απ’ την ίδια στέγη. Φαίνεται πως όσο μεγαλύτερη είναι η οικειότητα στις σχέσεις μιας οικογένειας τόσο πιο εύκολα μπορούν τα μέλη της να φτιάξουν τον ιδιωτικό τους «χώρο» και να απολαύσουν τις προσωπικές τους στιγμές.
Ο ιδιωτικός χώρος που χρειαζόμαστε δεν είναι ένα δημιούργημα ψυχολογικής φαντασίας. Ακόμη και στα ζώα μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι κρατούν πάντα ορισμένες αποστάσεις και μάλιστα μπορεί να αντιδράσουν ιδιαίτερα επιθετικά όταν κάποιος, άνθρωπος ή άλλο ζώο παραβιάσει τον ιδιωτικό τους χώρο και έρθει πιο κοντά χωρίς να είναι επιθυμητός. Για τους ανθρώπους αυτές οι «κρυφές αποστάσεις» του προσωπικού χώρου που μας είναι δυσάρεστο όταν παραβιάζονται, έχουν μετρηθεί και είναι:
- Η ιδιωτική απόσταση (40 εκ.): μόνο για τον ερωτικό σύντροφο ή τα παιδιά (για άλλους περισσότερο στιγμιαία)
- Η προσωπική απόσταση (75 εκ.): για σχέσεις καθημερινές, γνωστούς, είναι η απόσταση της χειραψίας
- Η κοινωνική απόσταση (120-210 κ.): για «απρόσωπες» σχέσεις (τράπεζα, προιστάμενος)
- Η δημόσια απόσταση (360- 750 εκ.): ένας χώρος που δεν αισθανόμαστε πια ότι μας αφορά άμεσα
Η κοντινότητα αυτή μέσα στην οικογένεια δεν είναι ταυτόσημη με την οικειότητα αλλά την δημιουργεί. Μας επιτρέπει κοντά σ’ αυτούς τους πολύ δικούς μας ανθρώπους να αισθανόμαστε πολύ οικεία, άνετα, να μπορούμε να κινηθούμε ελεύθερα. Η οικογένεια μοιράζεται έναν ιδιωτικό χώρο, το σπίτι, μέσα στον οποίο τα μέλη της νιώθουν ασφαλείς, προστατευμένοι, χαλαροί. Το πόση χαλαρότητα επιτρέπεται είναι βέβαια εντελώς διαφορετικό από οικογένεια σε οικογένεια αλλά σίγουρα πουθενά αλλού δεν κυκλοφορούμε το ίδιο άνετα με την πυτζάμα και τις παντόφλες, αχτένιστοι και αγουροξυπνημένοι, με πετσέτα στα μαλλιά ή «μ’ ένα βρακί» όταν κάνει ζέστη.
Σε κανένα άλλο καναπέ δεν βουτάμε με την ίδια απόλαυση όπως στου σπιτιού μας, δύσκολα στριμωχνόμαστε με άλλους τρεις πάνω στον ίδιο καναπέ και δύσκολα αποκοιμιόμαστε με την ίδια ευκολία μπροστά σε άλλους ανθρώπους όπως μπροστά στα μέλη της οικογένειας μας. Και ίσως δεν τσακωνόμαστε τόσο έντονα και δεν δείχνουμε σε άλλους την «κακή» μας πλευρά όπως το κάνουμε με τους δικούς μας. Και φυσικά όλη αυτή η οικειότητα δεν είναι ζήτημα μόνο συμπεριφοράς αλλά κυρίως αυτού του δυνατού και στενού συναισθηματικού δεσμού που μας ενώνει με καθένα από τα πρόσωπα που αποτελούν την οικογένεια μας.
Ταυτόχρονα όμως με αυτή την λιγότερο ή περισσότερο ευχάριστη, ζεστή, αρμονική πλευρά της οικογενειακής συμβίωσης, του «μαζί» υπάρχει και η άλλη, αυτή που αφορά ένα-ένα τα πρόσωπα που απαρτίζουν την κάθε οικογένεια, την εντελώς προσωπική τους ζωή, τις στιγμές δηλαδή που περνούν ή θέλουν να περνούν μόνοι με τον εαυτό τους ή με ανθρώπους που δεν ανήκουν στην οικογένεια, με τρόπο πάντως που επιθυμούν να ορίζουν αυτοί χωρίς να περιλαμβάνονται σ’ αυτόν και όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.
Ας μην ξεχνάμε ότι η οικογένεια δεν είναι απλά ένα σύνολο αλλά αποτελείται από μικρότερα σύνολα και από μεμονωμένα άτομα. Υπάρχουν οι γονείς που αποτελούν οι δυο τους ένα μικρότερο σύνολο, τα παιδιά επίσης αλλά και όλοι οι συνδυασμοί σχέσεων που μπορούν να σχηματιστούν, π. χ. ο πατέρας με τον γιο ή η μητέρα με τα παιδιά ή τα δυο μεγαλύτερα παιδιά μεταξύ τους κλπ. Αυτή η πληθώρα μεμονωμένων ατόμων αλλά καισχέσεων είναι πουκάνει την κάθε οικογένεια τόσο πλούσια.
Όλοι αυτοί όμως χρειάζονται τον προσωπικό τους ζωτικό χώρο που δεν μετριέται απαραίτητα σε τετραγωνικά αλλά στην δυνατότητα να έχουν τις δικές τους ιδιωτικές στιγμές. Πόσο εφικτό είναι αυτό όταν όλοι συμβιώνουν κάτω από μία στέγη και αναγκαστικά μοιράζονται συνέχεια τον ίδιο χώρο; Και, ακόμα περισσότερο, πόσο εφικτό είναι όταν όλοι θέλουν να είναι κοντά και να μην αποκλείονται από τη ζωή των αγαπημένων τους;
Ο πιο απτός τρόπος έκφρασης της ιδιωτικότητας είναι με την απόσταση στο χώρο. Ακόμη και στην πιο αγαπημένη οικογένεια χρειάζεται ο καθένας ένα δικό του ιδιωτικό χώρο. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά ένα δωμάτιο, γιατί οι γονείς ούτως ή άλλως μοιράζονται ένα δωμάτιο και σε πολλές οικογένειες τα παιδιά δεν έχουν το καθένα το δωμάτιο του.
Παρ’ όλα αυτά όλοι χρειάζονται -και βρίσκουν ένα χώρο που αν δεν είναι ολόκληρο δωμάτιο, μπορεί να είναι ένα έπιπλο που μπορεί να κλείνει ή μια πολυθρόνα που επιτρέπει να απομονωθεί κανείς έστω γυρνώντας την πλάτη του για λίγο ή ακόμα και ένα συρτάρι ή ένα κουτί που βάζει μέσα τα πιο δικά του πράγματα.
Βέβαια η ανάγκη για ιδιωτικότητα μέσα στην οικογένεια δεν είναι σε όλους ίδια και ούτε παραμένει σταθερή για τον καθένα.
Ένα μωρό ή ένα μικρό παιδί στην προσχολική ηλικία δεν έχει τόση ανάγκη από χωρική απομόνωση ακριβώς γιατί μπορεί να απομονωθεί πολύ καλά (όσο πιο μικρό είναι όσο καλύτερα) με τη βοήθεια του παιχνιδιού και να μεταφερθεί με την φαντασία του σ’ έναν δικό του χώρο. Τον χώρο αυτό, ο παιδοψυχίατρος D.Winnicott, τον ονομάζει «μεταβατικό»,επειδή βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο του παιδιού. Τα παιδιά έχουν ιδιαίτερη ευκολία να μπαινοβγαίνουν στον χώρο αυτό χωρίς να ενοχλούνται από τους γύρω. Παρόλα αυτά όμως οι υπόλοιποι οφείλουν να σέβονται την ιδιωτικότητα του παιδιού αφήνοντας του αυτό το χώρο που μπορεί να οριοθετείται π. χ. από τα σημεία στα οποία έχει στήσει το παιχνίδι του.
Για τα μεγαλύτερα παιδιά, στην εφηβεία ή την προεφηβεία τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν. Αυτή η προσωπικότητα που αναπτύσσεται και αναζητά ταυτότητα έχει μεγάλη ανάγκη από επαφή και από ιδιωτικότητα εξίσου. Τα παιδιά αρχίζουν να κλείνουν ή και να κλειδώνουν τις πόρτες τους, να θέλουν να πλένονται μόνα τους, να έχουν μυστικά, να κρατούν ημερολόγια, να ψιθυρίζουν στο τηλέφωνο, να μην μιλάνε πολύ για το τι έγινε στο σχολείο. Συνήθως η περίοδος αυτή είναι δύσκολη για τους γονείς γιατί αισθάνονται ότι χάνουν κάτι απ’ τα παιδιά τους. Και πράγματι χάνουν, την αποκλειστικότητα στην αγάπη και την εμπιστοσύνη των παιδιών τους που αρχίζουν να στρέφονται περισσότερο προς έναν κόσμο δικό τους εντός ή εκτός οικογένειας.
Χωρίς αυτό το βήμα της αυξημένης ιδιωτικότητας όμως είναι δύσκολο να αυτονομηθούν και να βρουν την δική τους ταυτότητα γι’ αυτό οι γονείς, που βέβαια δεν μπορούν να σταματήσουν να νοιάζονται για το τι κάνουν τα παιδιά τους πρέπει να «μεγαλώσουν» μαζί με αυτά και να βάζουν όρια σεβόμενοι όμως και τα καινούργια όρια των παιδιών.
Η ιδιωτικότητα είναι τόσο σημαντική μέσα στην οικογένεια όχι μόνο γιατί όλοι έχουν ανάγκη από στιγμές ηρεμίας, περισυλλογής, εσωστρέφειας αλλά και γιατί συμβολίζει το ότι ο καθένας είναι ένα ξεχωριστό και αυτόνομο άτομο που δεν υπάρχει μόνο μέσα από τους άλλους.
Αυτό ισχύει βέβαια εξίσου για τους γονείς.
Οι γονείς έχουν τις δικές τους ανάγκες για ζωτικό χώρο που κι αυτές ποικίλλουν ανάλογα με την συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται, τις περιόδους που διανύει η σχέση τους, τις έννοιες που έχουν. Οι γονείς χρειάζονται ιδιωτικότητα σαν ζευγάρι αλλά και ο καθένας για τον εαυτό του.
Σαν ζευγάρι για να μπορέσουν να διατηρήσουν, αν το θέλουν φυσικά, και μία ερωτική εκτός από την συντροφική και γονεική σχέση, έχουν ανάγκη από στιγμές χωρίς τρίτους. Πολλά βιβλία παιδαγωγικής λένε ότι η πόρτα της κρεβατοκάμαρας των γονιών –και του μπάνιου- πρέπει να κλείνει (να κλειδώνει!), όπως και ότιδεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν γυμνοί μπροστά στα παιδιά τους. Τέτοιοι κανόνες είναι το λιγότερο αστείοι γιατί η κάθε οικογένεια έχει τις δικές της συνήθειες και την δική της ηθική και δύσκολα ορίζεται σ’ αυτά τι είναι σωστό ή λάθος.
Όποιο τρόπο κι αν επιλέξουν όμως, το μήνυμα που πρέπει να πάρουν τα παιδιά είναι ότι οι γονείς έχουν το δικαίωμα να έχουν δικές τους προσωπικές στιγμές στις οποίες αυτά δεν συμμετέχουν. Οι στιγμές αυτές μπορεί να είναι συνήθως ερωτικές αλλά όχι μόνο. Μπορεί να είναι μια συζήτηση που θέλουν να κάνουν με ησυχία χωρίς να τους διακόψουν, μια ταινία που θέλουν να δουν μόνοι τους, να τεμπελιάσουν διαβάζοντας στο κρεβάτι, να βγουν έξω. Φυσικά όσο πιο μικρά είναι τα παιδιά, τόσο πιο σπάνιες οι ιδιωτικές στιγμές από την άλλη όμως και τα μικρά παιδιά μπορούν να μάθουν να σέβονται την ιδιωτικότητα των γονιών και να συνυπάρχουν μέσα στο σπίτι χωρίς να πρέπει να είναι συνέχεια στο επίκεντρο της προσοχής.
Οι γονείς βέβαια εκτός από ζευγάρι είναι και μεμονωμένα άτομα και σαν τέτοια έχουν ανάγκη από προσωπικό ζωτικό χώρο. Αυτόν χρειάζεται να τον διεκδικήσουν όχι μόνο απ’ τα παιδιά τους που έχουν την τάση να εξαπλώνονται και να διεισδύουν παντού αλλά και από τον ίδιο τους το σύντροφο.
Αυτό είναι ίσως το πιο δύσκολο γιατί απαιτεί έναν καλό συντονισμό όσον αφορά την εγγύτητα και την απόσταση. Οι ανάγκες του καθένα όσον αφορά αυτά τα δύο είναι διαφορετικές και μπορεί αυτό που για τον ένα είναι μια μικρή ευχάριστη ανάπαυλα στις «παρυφές» της οικογενειακής συνύπαρξης για τον άλλο να σημαίνει αδιαφορία ή εγκατάλειψη. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και πολλή κατανόηση εκατέρωθεν για να μπορέσει να έχει ο καθένας κάποιες στιγμές δικές του χωρίς να νιώθει ο άλλος ότι τον «κλείνει απ’ έξω».
Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά ζευγάρια που οι σχέσεις τους δεν είναι καθόλου καλές και που δεν αισθάνονται κοντά ο ένας με τον άλλο, περνούν ατελείωτες ώρες δίπλα-δίπλα σ’ έναν καναπέ χωρίς ν’ ανταλλάσσουν κουβέντα αλλά και χωρίς να μπορούν να έχουν τον προσωπικό τους ζωτικό χώρο κάτω απ’ την ίδια στέγη. Φαίνεται πως όσο μεγαλύτερη είναι η οικειότητα στις σχέσεις μιας οικογένειας τόσο πιο εύκολα μπορούν τα μέλη της να φτιάξουν τον ιδιωτικό τους «χώρο» και να απολαύσουν τις προσωπικές τους στιγμές.
Ο ιδιωτικός χώρος που χρειαζόμαστε δεν είναι ένα δημιούργημα ψυχολογικής φαντασίας. Ακόμη και στα ζώα μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι κρατούν πάντα ορισμένες αποστάσεις και μάλιστα μπορεί να αντιδράσουν ιδιαίτερα επιθετικά όταν κάποιος, άνθρωπος ή άλλο ζώο παραβιάσει τον ιδιωτικό τους χώρο και έρθει πιο κοντά χωρίς να είναι επιθυμητός. Για τους ανθρώπους αυτές οι «κρυφές αποστάσεις» του προσωπικού χώρου που μας είναι δυσάρεστο όταν παραβιάζονται, έχουν μετρηθεί και είναι:
- Η ιδιωτική απόσταση (40 εκ.): μόνο για τον ερωτικό σύντροφο ή τα παιδιά (για άλλους περισσότερο στιγμιαία)
- Η προσωπική απόσταση (75 εκ.): για σχέσεις καθημερινές, γνωστούς, είναι η απόσταση της χειραψίας
- Η κοινωνική απόσταση (120-210 κ.): για «απρόσωπες» σχέσεις (τράπεζα, προιστάμενος)
- Η δημόσια απόσταση (360- 750 εκ.): ένας χώρος που δεν αισθανόμαστε πια ότι μας αφορά άμεσα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου