«Αγαπητέ μου φίλε, αυτοί που αγάπησαν πολύ, αν καταλάβουν το ανώφελο του έρωτά τους, τον αποδιώχνουν έστω κι αν ζοριστούν, έτσι κι εμείς, που μας ανέθρεψε μια πόλη ευγενής και αγαπήσαμε πολύ την ποίηση την τερπνή, για το χατίρι της παλιάς μας αγάπης θα ευχόμαστε να φανεί άριστη και αληθινή. Οσο όμως δεν τα καταφέρνει να απολογηθεί, θα την ακούμε μονολογώντας και λέγοντας τα δικά μας λόγια, από φόβο μήπως πέσουμε πάλι στον έρωτα που ταιριάζει στα παιδιά και στους πολλούς».
Ο Πλάτων γράφει το παραπάνω κείμενο στο τέλος της συζήτησής του για την τέχνη (στην Πολιτεία), προσπαθώντας να ξορκίσει το γοητευτικό φάντασμα της «ηδυσμένης» ποίησης από την ευνομούμενη πολιτεία του αλλά κυρίως (ή ίσως να είναι το ίδιο) από το «μέσα πολίτευμα» της ψυχής του. Έδιωξε την ποίηση, και υπό μιαν έννοια την τέχνη εν γένει, με το λογικό μέρος της ψυχής και με βάση τα επιχειρήματά του, προκειμένου να προστατεύσει το άστατο θυμοειδές μέρος της ψυχής και ιδίως τους διαπαιδαγωγούμενους νέους. Οι ποιητές έχουν αποπεμφθεί, με όλες τις τιμές είναι αλήθεια («μυρωμένοι και στεφανωμένοι»), όταν επιχείρησαν να εγκατασταθούν στην ιδεατή πόλη.
Και ενώ φαίνεται ότι έχει κλείσει το θέμα, ο Πλάτων κοντοστέκεται μεγαλόθυμος και προσφέρει μια τελευταία ευκαιρία στην τέχνη να επιστρέψει: ας αναλάβουν οι ποιητές ή οι συνήγοροι «φιλοποιηταί» να αποδείξουν ότι η ποίηση είναι «όχι μόνον ευχάριστη αλλά και ωφέλιμη στις πολιτείες και στην ανθρώπινη ζωή», στη διαμόρφωση χρηστών πολιτών και στην πορεία της ανθρώπινης ψυχής προς το Αγαθό. Γι' αυτό και η παραπάνω χειρονομία του Πλάτωνα αφήνει τη συζήτηση ανοιχτή, τόσο στο ίδιο το έργο του (και στις εντυπωσιακά αποκλίνουσες ερμηνείες του) όσο και στην ιστορία της φιλοσοφίας και των ιδεών. Οι όροι όμως τώρα είναι δεδομένοι και τίθενται από τον φιλόσοφο και νομοθέτη: η τέχνη οφείλει να απολογείται για την ύπαρξή της μέσα στην κοινωνία, χρησιμοποιώντας όχι τα δικά της μέσα αλλά τον λόγο, δηλαδή τα όπλα αυτού που θεσπίζει τις κοινωνικές σημασίες και επιδιώκει να ελέγχει το φαντασιακό.
Ο Πλάτων, όπως πριν απ' αυτόν ο Ξενοφάνης και ο Ηράκλειτος και μετά απ' αυτόν πολλοί φιλόσοφοι και ποιητές, ρωτά: προς τι οι ποιητές; Θέλει βεβαίως να μας πείσει ότι η κριτική του ακολουθεί την παράδοση: «Υπάρχει μια παλιά διαφορά ανάμεσα στη φιλοσοφία και την ποίηση». Πόσο παλιά; Στην πραγματικότητα την ξεκινά ο ίδιος με την επίθεσή του κατά της παράδοσης. Ο νεωτερισμός του μόλις αποκρύπτεται. Ο πλατωνικός Σωκράτης στην Πολιτεία παρουσιάζεται συγκρατημένος και γεμάτος σεβασμό προς τον Ομηρο. Μιλάει για τις παλιές αγάπες, τώρα που γνωρίζει ότι η αλήθεια είναι πάνω από πρόσωπα. Και προτού απαγγείλει την κατηγορία εναντίον της τέχνης, προειδοποιεί: «Τώρα μιλάμε μεταξύ μας δεν πιστεύω να με προδώσετε στους δραματικούς ποιητές και τους άλλους μιμητικούς».
Το εγχείρημα μοιάζει παράτολμο. Ο Πλάτων αντιδικεί με μια ολόκληρη παράδοση, πολεμά κορυφαία επιτεύγματα του πολιτισμού του και υπονομεύει πολλές από τις παραδοχές της σύγχρονής του αλλά και της σημερινής κουλτούρας. Είναι ξεκάθαρος, απελπιστικά ξεκάθαρος και έντιμος για όσους προστρέχουν να τον υπερασπισθούν ότι δεν μπορεί αυτός, ένας αθηναίος πολίτης, να καταδικάζει μία κορυφαία δημιουργία του δυτικού κόσμου, όπως το δράμα, αλλά και για όσους σπεύδουν να τον καταδικάσουν υπερασπίζοντας την αυτοτέλεια της τέχνης.
Αυτό που σήμερα αποκαλούμε έργο τέχνης, το προϊόν μιας ορισμένης δεξιότητας και μαστοριάς (της «τέχνης»), είναι ενταγμένο στην ιεραρχικά δομημένη πραγματικότητα. Για τον Πλάτωνα αποτελεί μίμηση των αισθητών πραγμάτων, που κι αυτά με τη σειρά τους είναι αντίγραφα των Ιδεών, των αιώνιων αρχέτυπων. Επομένως απέχει διπλά από την αλήθεια.
Η κατώτερη οντολογικά υπόσταση του τεχνουργήματος τού στερεί κάθε δυνατότητα να χρησιμεύει ως γνωστικό σημείο. Εξάλλου και ο ίδιος ο δημιουργός του, ο καλλιτέχνης, δεν έχει πραγματική γνώση του αντικειμένου του, παρά μόνο της τέχνης του.
Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά το έργο τέχνης θα μπορούσε να ήταν απλώς αδιάφορο ή ένα αβλαβές παιχνίδι. Η μίμηση όμως μας εξαπατά (βλ. τις ιλουζιονιστικές τεχνικές της τότε ζωγραφικής). Οταν η τέχνη μιμείται την ανθρώπινη συμπεριφορά, συγκροτεί έναν ολόκληρο κόσμο και μας κάνει να ενδίδουμε με ευχαρίστηση στις αξίες του, ακόμη κι όταν δεν τις ακολουθούμε στη δική μας ζωή. Δημιουργεί αισθήματα κοινωνικά ανεπιθύμητα και έντονες και ανεξέλεγκτες συγκινησιακές αντιδράσεις. Παρακολουθώντας την αναπαράσταση, λ.χ., της ανθρώπινης δυστυχίας αμβλύνεται η κρίση μας για το τι είναι καλό και απλώς απολαμβάνουμε το θέαμα. Στάση διόλου αθώα, εφόσον επιδρά στην πραγματική μας ζωή. Με δυο λόγια, κυβερνιόμαστε από τις ηδονές και υποχωρεί το λογικό μέρος της ψυχής.
Δεν αμφιβάλλει ο Πλάτων για την αισθητική απόλαυση που προσφέρει η τέχνη, φοβάται όμως ότι, περιορίζοντας τόσο τη στόχευσή της, η τέχνη σπρώχνει την ψυχή να προσκολληθεί στα φαινόμενα και κρύβει την αλήθεια. Και είναι τόσο μεγάλη η επίδραση της τέχνης στον πολίτη (επειδή, επιπλέον, αποτελεί μέρος της εκπαίδευσης), που ο νομοθέτης πρέπει να λάβει μέτρα. Η τέχνη είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευθούμε στους καλλιτέχνες, ανθρώπους με μειωμένο αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και χωρίς επίγνωση της άγνοιάς τους.
Δεν εξορίζονται συλλήβδην οι ποιητές από την πλατωνική πολιτεία. Οτιδήποτε όμως υπάρχει στην πολιτεία οφείλει να αποδείξει ότι έχει θετική αξία. Η τέχνη είναι απαραίτητη για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, ώστε να προτρέπει στη μίμηση εικόνων αρετής και να διαπαιδαγωγεί ορθά τους μελλοντικούς πολίτες. Ο καλλιτέχνης δεν χρειάζεται να προσφεύγει στην εξωτερική πραγματικότητα για πρότυπα προς μίμηση αρκεί να στραφεί στην ψυχή του, όπου υπάρχει ήδη το αληθινό πρότυπο.
Μπορεί κανείς να απορρίψει την κριτική του Πλάτωνα για την κοινωνική αξία της τέχνης, επικαλούμενος τη σχετικότητα των αξιών μέσα στην ίδια κοινωνία ή μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών, προβάλλοντας την ποικιλία των συναισθηματικών αντιδράσεων σε ένα έργο τέχνης και τις μεταβλητές των συνθηκών αλληλόδρασης, της φύσης του υποκειμένου της αισθητικής εμπειρίας αλλά και την πολλαπλότητα των μορφών της τέχνης. Παρόμοιες ενστάσεις, ωστόσο, δεν φαίνεται να αφορούν τον Πλάτωνα.
Ο Πλάτων καταδικάζει τον Ομηρο, το «σχολείο της Ελλάδος», προβάλλοντας λόγους ηθικούς και πολιτικούς. Η ετυμηγορία του, τηρουμένων των αναλογιών και των μεγεθών, γίνεται κατανοητή σήμερα αν αναλογιστούμε την πολιτική και ηθική ορθότητα που όχι πάντα ανοιχτά υπαγορεύει τους φιλιππικούς εναντίον των σύγχρονων «σχολείων» όχι μόνο της Ελλάδας αλλά όλου του κόσμου, εναντίον των μέσων μαζικής επικοινωνίας, ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Είμαστε όλοι ή μάλλον αρκετοί πρόθυμοι να δεχθούμε ότι ένα έργο τέχνης πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνο ως τέτοιο, δηλαδή με αισθητικά κριτήρια, και να μην του επιβάλλονται (ας πούμε από την πολιτεία) μέτρα ξένα προς τη φύση του, κυρίως ηθικά. Ας αφήσουμε το ζήτημα των αισθητικών κριτηρίων, που δεν είναι τόσο απλό. Ας εκσυγχρονίσουμε την πλατωνική κριτική. Ποιο ήθος κομίζουν τα παιδιά αν η καλλιτεχνική τους παιδεία εξαντλείται στις τηλεοπτικές σειρές ή γενικότερα στη μαζική κουλτούρα; Ισως η αναγωγή μάς φαίνεται απλουστευτική και ισοπεδωτική, γιατί ο Πλάτων έχει μπροστά του τον Ομηρο και τους μεγάλους τραγικούς. Η προοπτική του όμως, δεν πρέπει να το ξεχνάμε, είναι παιδαγωγική. Δεν φοβάται τόσο για τον ίδιο και τους ομοίους του όσο για τους νέους. Κλασικό ασφαλώς και συντηρητικό το επιχείρημα. Αλλά ας μην υπερβάλλουμε για τις δικές μας πρακτικές: Θα πηγαίνατε, πατέρας και μητέρα, τον δωδεκάχρονο γιο σας στον Οιδίποδα τύραννο; Θα διδάσκατε στο Γυμνάσιο χωρίς περικοπές την Οδύσσεια; Και, εν πάση περιπτώσει, τι νόημα θα είχε αυτό; Η πρόταση του Πλάτωνα για κατάρτιση ανθολογίας με ποιήματα και πεζά κατάλληλα για τη διαπαιδαγώγηση των νέων πόσο απέχει από την εκπαιδευτική μας πράξη; Ίσως πιστεύουμε ότι το Πρόγευμα στη χλόη και τα ready-made τα προσλαμβάνουμε «καθαρά» αισθητικά, και ίσως έχουμε πλέον δίκιο. Κρατάμε όμως εμείς οι ίδιοι «καθαρά» αισθητική στάση απέναντι σε μια ναζιστική αντισημιτική ταινία; Ή, αντίστροφα, γιατί, όταν διαφωνούμε με τη συμπεριφορά κάποιου (δηλαδή με το ήθος του), χαρακτηρίζουμε τη διαφωνία μας «ζήτημα αισθητικής»;
Τι δείχνουν όλα αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα και οι αμφιταλαντεύσεις; Οτι η στενή σύνδεση αισθητικής και ηθικής, η σύμπτωσή τους στον Πλάτωνα, δεν είναι μια παλιά, δηλαδή τελειωμένη, ιστορία. Είναι αλήθεια ότι από τον 18ο αιώνα η αισθητική αυτονομήθηκε και συγκροτήθηκε ως χωριστό πεδίο γνώσης, διακρίνοντας σαφώς το ηθικά καλό από το ωραίο. Και λίγο αργότερα, μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα, σε μια αντιστροφή του πλατωνικού προγράμματος ο κόσμος γέμισε από αισθητικούς όπως παρατηρούσε ο ρομαντικός Ζαν Πωλ που επιχειρούσαν τη μεταφυσική θεμελίωση του κόσμου με βάση αισθητικές αρχές.
Μπορούν όμως να δικαιολογηθούν οι αισθητικές μας κρίσεις με αναφορά μόνο στον χώρο της αισθητικής; Ο Πλάτων δέχεται την ιδεολογική και ηθική τους θεμελίωση, κάτι που δύσκολα μπορούμε να το αρνηθούμε. Αρκεί να σκεφτούμε ότι η ικανότητα για αισθητική στάση και κρίση προϋποθέτει μόρφωση, άρα σπουδές και έναν τρόπο ζωής που τις στηρίζει, και ότι τα συναισθήματα κατά την πρόσληψη του έργου τέχνης δεν συντείνουν προς μια ηθική συμπεριφορά, αλλά αποτελούν εκδηλώσεις της. Εφόσον λοιπόν οι τρεις ύψιστες αξίες, το Αγαθό, το Ωραίο και το Αληθινό, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, ο Πλάτων αυτοπαρουσιάζεται με ειρωνικό τρόπο ως ο κύριος αντίπαλος της τέχνης: «Ποιητές εσείς, ποιητές κι εμείς, αντίτεχνοι και ανταγωνιστές σας». Στα δημιουργήματά τους έχει να αντιτάξει την «ωραιότερη και καλύτερη τραγωδία», τους Νόμους του.
Αξίζει να σημειωθεί η εικονομαχική διάθεση του Πλάτωνα. Η ένταση στις σχέσεις της φιλοσοφίας με την τέχνη θεωρητικοποιείται στο δικό του έργο και, στη συνέχεια, κορυφώνεται κάθε φορά που ο φιλόσοφος (και ο πολιτικός) αδυνατεί να ελέγξει την τέχνη και να την εντάξει στην επίγεια πολιτεία του ή ο θεολόγος (και ο εκκλησιαστικός αναμορφωτής) στην πολιτεία του Θεού. Ο Πλάτων, μαζί με άλλους εικονομάχους, πολέμιους της κοινωνίας του θεάματος (τουλάχιστον όταν δεν το ελέγχουν), πιστεύει σε μια πραγματικότητα πίσω ή πάνω από την αισθητή, αναγνωρίζει τη δύναμη της εικόνας της τέχνης και ανησυχεί για την απροσδιοριστία της και τις ψυχολογικές της επιπτώσεις. Αυτό που ο Πλάτων φοβάται ως τυραννία των εικόνων, σήμερα που έχει αλλάξει ριζικά και ίσως οριστικά η ανθρώπινη εμπειρία της τέχνης εκλαμβάνεται ως μια δημοκρατία των εικόνων. Ο Πλάτων απαιτεί μια «καθαρή» ιδέα της υπερβατικής πραγματικότητας, των νοητών, και γι' αυτό προκρίνει τον λόγο σε σχέση με την εικόνα. Δεν απορρίπτει τη μίμηση ή το ψέμα της τέχνης αυτά μπορεί να τα δεχθεί. Τον ενδιαφέρει η τελολογία της τέχνης. Γοητευμένος από την ποίηση, θέλει να κλείσει τους λογαριασμούς μαζί της, να διώξει αυτό που τόσο ευχάριστα υπονομεύει τη δική του αλήθεια. Η τέχνη κατασκευάζει είδωλα, ο φιλόσοφος έννοιες. Το εικονίζειν και η αισθητική βάση του καλού όμως είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την κατανόησή του. Ετσι ο Πλάτων αποδέχεται την εικόνα εκεί που μπορεί να τη χρησιμοποιήσει, στη φιλοσοφία. Στη θέση του εικονοποιού καλλιτέχνη/σοφιστή αυτοπροτείνεται ως ο μυθοποιός φιλόσοφος. Εργο της φιλοσοφίας είναι η ορθή ζωή: ο καλλιτέχνης απλώς την απεικονίζει, ενώ ο φιλόσοφος τη ζει. Γι' αυτό αληθινός καλλιτέχνης είναι ο φιλόσοφος και κατ' εξοχήν έργο τέχνης είναι η ζωή του. Μιλώντας για τον Πλάτωνα στο πλαίσιο μιας αισθητικής θεωρίας πρέπει να έχουμε πάντα στον νου μας ότι ο Πλάτων δεν είχε ένα αισθητικό σύστημα, ούτε καν μια θεωρία, λ.χ., για την ποίηση. Αυτό που βρίσκουμε στα πλατωνικά κείμενα είναι αναλύσεις, θέσεις, εικόνες και μύθοι για την ποίηση και τη ζωγραφική, οι οποίες στην εποχή του δεν ανήκαν σ' αυτό που πολύ αργότερα ονομάστηκε «καλές τέχνες». Στο έργο του έθεσε πολλά ερωτήματα που ρωτάμε και σήμερα στην αισθητική ανεξάρτητα από τις απαντήσεις που έδωσε εκείνος και μέσα από την ερμηνεία του έργου του προέκυψαν πολύ περισσότερα ζητήματα.
Αν καθ' υπερβολή θεωρήθηκε και κατά κόρον λέχθηκε ότι η φιλοσοφία είναι μια σειρά υποσημειώσεων στο πλατωνικό έργο, δεν είναι υπερβολική η διαπίστωση πως οι συζητήσεις για την τέχνη ασφαλώς στην αρχαία Ελλάδα, με έμμεσο αλλά προφανή για μας τρόπο στον ανατολικό και δυτικό Μεσαίωνα και προγραμματικά στην Αναγέννηση, σχολιάζουν τις ποικίλες πτυχές της πλατωνικής παράδοσης. Οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας που την ακολουθούν μετριάζουν την αυστηρότητα του δασκάλου τους, δίνουν μεγαλύτερη ελευθερία στην τέχνη και την αναβιβάζουν σε ισόκυρο συνομιλητή της φιλοσοφίας.
Στον Πλάτωνα όλες οι συζητήσεις για την τέχνη εντάσσονται σε κάποιο ευρύτερο πλαίσιο, ηθικό, πολιτικό, γνωσιολογικό και οντολογικό. Οι διαδοχικοί ορισμοί του ωραίου στον Ιππία μείζονα, ο συσχετισμός της ιδέας του «καλού» με τον ενθουσιασμό (Ιων), τη μανία (Φαίδρος) και τον έρωτα (Συμπόσιο), η ηθικοκοινωνική λειτουργία της τέχνης (Πολιτεία, Νόμοι), η προβληματική για τη σχέση πρωτοτύπου και εικόνας, όλα μας δείχνουν ότι η φιλοσοφία της τέχνης δεν είναι η σταχτοπούτα της φιλοσοφίας, όπως συχνά υπονοείται στις μέρες μας. Και όσο πιο έντονη είναι η κριτική στην τέχνη, όπως στον Πλάτωνα, τόσο αναδεικνύεται η σημασία της, αφού ο φιλοσοφικός στοχασμός με αφορμή αυτήν κατασκευάζει έννοιες και ερευνά θεμελιώδη ερωτήματα για το ον, τη γνώση, την ανθρώπινη ζωή και την κοινωνία. Εστω και γι' αυτούς τους λόγους ο Πλάτων θα έπρεπε να παραδεχθεί ότι η ποίηση, η παλιά του αγάπη, είναι σε κάτι ωφέλιμη ακόμη κι όταν, όπως μας λέει για να το πιστέψουμε, την έχει βγάλει από την καρδιά του.
Ο Πλάτων γράφει το παραπάνω κείμενο στο τέλος της συζήτησής του για την τέχνη (στην Πολιτεία), προσπαθώντας να ξορκίσει το γοητευτικό φάντασμα της «ηδυσμένης» ποίησης από την ευνομούμενη πολιτεία του αλλά κυρίως (ή ίσως να είναι το ίδιο) από το «μέσα πολίτευμα» της ψυχής του. Έδιωξε την ποίηση, και υπό μιαν έννοια την τέχνη εν γένει, με το λογικό μέρος της ψυχής και με βάση τα επιχειρήματά του, προκειμένου να προστατεύσει το άστατο θυμοειδές μέρος της ψυχής και ιδίως τους διαπαιδαγωγούμενους νέους. Οι ποιητές έχουν αποπεμφθεί, με όλες τις τιμές είναι αλήθεια («μυρωμένοι και στεφανωμένοι»), όταν επιχείρησαν να εγκατασταθούν στην ιδεατή πόλη.
Και ενώ φαίνεται ότι έχει κλείσει το θέμα, ο Πλάτων κοντοστέκεται μεγαλόθυμος και προσφέρει μια τελευταία ευκαιρία στην τέχνη να επιστρέψει: ας αναλάβουν οι ποιητές ή οι συνήγοροι «φιλοποιηταί» να αποδείξουν ότι η ποίηση είναι «όχι μόνον ευχάριστη αλλά και ωφέλιμη στις πολιτείες και στην ανθρώπινη ζωή», στη διαμόρφωση χρηστών πολιτών και στην πορεία της ανθρώπινης ψυχής προς το Αγαθό. Γι' αυτό και η παραπάνω χειρονομία του Πλάτωνα αφήνει τη συζήτηση ανοιχτή, τόσο στο ίδιο το έργο του (και στις εντυπωσιακά αποκλίνουσες ερμηνείες του) όσο και στην ιστορία της φιλοσοφίας και των ιδεών. Οι όροι όμως τώρα είναι δεδομένοι και τίθενται από τον φιλόσοφο και νομοθέτη: η τέχνη οφείλει να απολογείται για την ύπαρξή της μέσα στην κοινωνία, χρησιμοποιώντας όχι τα δικά της μέσα αλλά τον λόγο, δηλαδή τα όπλα αυτού που θεσπίζει τις κοινωνικές σημασίες και επιδιώκει να ελέγχει το φαντασιακό.
Ο Πλάτων, όπως πριν απ' αυτόν ο Ξενοφάνης και ο Ηράκλειτος και μετά απ' αυτόν πολλοί φιλόσοφοι και ποιητές, ρωτά: προς τι οι ποιητές; Θέλει βεβαίως να μας πείσει ότι η κριτική του ακολουθεί την παράδοση: «Υπάρχει μια παλιά διαφορά ανάμεσα στη φιλοσοφία και την ποίηση». Πόσο παλιά; Στην πραγματικότητα την ξεκινά ο ίδιος με την επίθεσή του κατά της παράδοσης. Ο νεωτερισμός του μόλις αποκρύπτεται. Ο πλατωνικός Σωκράτης στην Πολιτεία παρουσιάζεται συγκρατημένος και γεμάτος σεβασμό προς τον Ομηρο. Μιλάει για τις παλιές αγάπες, τώρα που γνωρίζει ότι η αλήθεια είναι πάνω από πρόσωπα. Και προτού απαγγείλει την κατηγορία εναντίον της τέχνης, προειδοποιεί: «Τώρα μιλάμε μεταξύ μας δεν πιστεύω να με προδώσετε στους δραματικούς ποιητές και τους άλλους μιμητικούς».
Το εγχείρημα μοιάζει παράτολμο. Ο Πλάτων αντιδικεί με μια ολόκληρη παράδοση, πολεμά κορυφαία επιτεύγματα του πολιτισμού του και υπονομεύει πολλές από τις παραδοχές της σύγχρονής του αλλά και της σημερινής κουλτούρας. Είναι ξεκάθαρος, απελπιστικά ξεκάθαρος και έντιμος για όσους προστρέχουν να τον υπερασπισθούν ότι δεν μπορεί αυτός, ένας αθηναίος πολίτης, να καταδικάζει μία κορυφαία δημιουργία του δυτικού κόσμου, όπως το δράμα, αλλά και για όσους σπεύδουν να τον καταδικάσουν υπερασπίζοντας την αυτοτέλεια της τέχνης.
Αυτό που σήμερα αποκαλούμε έργο τέχνης, το προϊόν μιας ορισμένης δεξιότητας και μαστοριάς (της «τέχνης»), είναι ενταγμένο στην ιεραρχικά δομημένη πραγματικότητα. Για τον Πλάτωνα αποτελεί μίμηση των αισθητών πραγμάτων, που κι αυτά με τη σειρά τους είναι αντίγραφα των Ιδεών, των αιώνιων αρχέτυπων. Επομένως απέχει διπλά από την αλήθεια.
Η κατώτερη οντολογικά υπόσταση του τεχνουργήματος τού στερεί κάθε δυνατότητα να χρησιμεύει ως γνωστικό σημείο. Εξάλλου και ο ίδιος ο δημιουργός του, ο καλλιτέχνης, δεν έχει πραγματική γνώση του αντικειμένου του, παρά μόνο της τέχνης του.
Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά το έργο τέχνης θα μπορούσε να ήταν απλώς αδιάφορο ή ένα αβλαβές παιχνίδι. Η μίμηση όμως μας εξαπατά (βλ. τις ιλουζιονιστικές τεχνικές της τότε ζωγραφικής). Οταν η τέχνη μιμείται την ανθρώπινη συμπεριφορά, συγκροτεί έναν ολόκληρο κόσμο και μας κάνει να ενδίδουμε με ευχαρίστηση στις αξίες του, ακόμη κι όταν δεν τις ακολουθούμε στη δική μας ζωή. Δημιουργεί αισθήματα κοινωνικά ανεπιθύμητα και έντονες και ανεξέλεγκτες συγκινησιακές αντιδράσεις. Παρακολουθώντας την αναπαράσταση, λ.χ., της ανθρώπινης δυστυχίας αμβλύνεται η κρίση μας για το τι είναι καλό και απλώς απολαμβάνουμε το θέαμα. Στάση διόλου αθώα, εφόσον επιδρά στην πραγματική μας ζωή. Με δυο λόγια, κυβερνιόμαστε από τις ηδονές και υποχωρεί το λογικό μέρος της ψυχής.
Δεν αμφιβάλλει ο Πλάτων για την αισθητική απόλαυση που προσφέρει η τέχνη, φοβάται όμως ότι, περιορίζοντας τόσο τη στόχευσή της, η τέχνη σπρώχνει την ψυχή να προσκολληθεί στα φαινόμενα και κρύβει την αλήθεια. Και είναι τόσο μεγάλη η επίδραση της τέχνης στον πολίτη (επειδή, επιπλέον, αποτελεί μέρος της εκπαίδευσης), που ο νομοθέτης πρέπει να λάβει μέτρα. Η τέχνη είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευθούμε στους καλλιτέχνες, ανθρώπους με μειωμένο αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και χωρίς επίγνωση της άγνοιάς τους.
Δεν εξορίζονται συλλήβδην οι ποιητές από την πλατωνική πολιτεία. Οτιδήποτε όμως υπάρχει στην πολιτεία οφείλει να αποδείξει ότι έχει θετική αξία. Η τέχνη είναι απαραίτητη για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, ώστε να προτρέπει στη μίμηση εικόνων αρετής και να διαπαιδαγωγεί ορθά τους μελλοντικούς πολίτες. Ο καλλιτέχνης δεν χρειάζεται να προσφεύγει στην εξωτερική πραγματικότητα για πρότυπα προς μίμηση αρκεί να στραφεί στην ψυχή του, όπου υπάρχει ήδη το αληθινό πρότυπο.
Μπορεί κανείς να απορρίψει την κριτική του Πλάτωνα για την κοινωνική αξία της τέχνης, επικαλούμενος τη σχετικότητα των αξιών μέσα στην ίδια κοινωνία ή μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών, προβάλλοντας την ποικιλία των συναισθηματικών αντιδράσεων σε ένα έργο τέχνης και τις μεταβλητές των συνθηκών αλληλόδρασης, της φύσης του υποκειμένου της αισθητικής εμπειρίας αλλά και την πολλαπλότητα των μορφών της τέχνης. Παρόμοιες ενστάσεις, ωστόσο, δεν φαίνεται να αφορούν τον Πλάτωνα.
Ο Πλάτων καταδικάζει τον Ομηρο, το «σχολείο της Ελλάδος», προβάλλοντας λόγους ηθικούς και πολιτικούς. Η ετυμηγορία του, τηρουμένων των αναλογιών και των μεγεθών, γίνεται κατανοητή σήμερα αν αναλογιστούμε την πολιτική και ηθική ορθότητα που όχι πάντα ανοιχτά υπαγορεύει τους φιλιππικούς εναντίον των σύγχρονων «σχολείων» όχι μόνο της Ελλάδας αλλά όλου του κόσμου, εναντίον των μέσων μαζικής επικοινωνίας, ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Είμαστε όλοι ή μάλλον αρκετοί πρόθυμοι να δεχθούμε ότι ένα έργο τέχνης πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνο ως τέτοιο, δηλαδή με αισθητικά κριτήρια, και να μην του επιβάλλονται (ας πούμε από την πολιτεία) μέτρα ξένα προς τη φύση του, κυρίως ηθικά. Ας αφήσουμε το ζήτημα των αισθητικών κριτηρίων, που δεν είναι τόσο απλό. Ας εκσυγχρονίσουμε την πλατωνική κριτική. Ποιο ήθος κομίζουν τα παιδιά αν η καλλιτεχνική τους παιδεία εξαντλείται στις τηλεοπτικές σειρές ή γενικότερα στη μαζική κουλτούρα; Ισως η αναγωγή μάς φαίνεται απλουστευτική και ισοπεδωτική, γιατί ο Πλάτων έχει μπροστά του τον Ομηρο και τους μεγάλους τραγικούς. Η προοπτική του όμως, δεν πρέπει να το ξεχνάμε, είναι παιδαγωγική. Δεν φοβάται τόσο για τον ίδιο και τους ομοίους του όσο για τους νέους. Κλασικό ασφαλώς και συντηρητικό το επιχείρημα. Αλλά ας μην υπερβάλλουμε για τις δικές μας πρακτικές: Θα πηγαίνατε, πατέρας και μητέρα, τον δωδεκάχρονο γιο σας στον Οιδίποδα τύραννο; Θα διδάσκατε στο Γυμνάσιο χωρίς περικοπές την Οδύσσεια; Και, εν πάση περιπτώσει, τι νόημα θα είχε αυτό; Η πρόταση του Πλάτωνα για κατάρτιση ανθολογίας με ποιήματα και πεζά κατάλληλα για τη διαπαιδαγώγηση των νέων πόσο απέχει από την εκπαιδευτική μας πράξη; Ίσως πιστεύουμε ότι το Πρόγευμα στη χλόη και τα ready-made τα προσλαμβάνουμε «καθαρά» αισθητικά, και ίσως έχουμε πλέον δίκιο. Κρατάμε όμως εμείς οι ίδιοι «καθαρά» αισθητική στάση απέναντι σε μια ναζιστική αντισημιτική ταινία; Ή, αντίστροφα, γιατί, όταν διαφωνούμε με τη συμπεριφορά κάποιου (δηλαδή με το ήθος του), χαρακτηρίζουμε τη διαφωνία μας «ζήτημα αισθητικής»;
Τι δείχνουν όλα αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα και οι αμφιταλαντεύσεις; Οτι η στενή σύνδεση αισθητικής και ηθικής, η σύμπτωσή τους στον Πλάτωνα, δεν είναι μια παλιά, δηλαδή τελειωμένη, ιστορία. Είναι αλήθεια ότι από τον 18ο αιώνα η αισθητική αυτονομήθηκε και συγκροτήθηκε ως χωριστό πεδίο γνώσης, διακρίνοντας σαφώς το ηθικά καλό από το ωραίο. Και λίγο αργότερα, μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα, σε μια αντιστροφή του πλατωνικού προγράμματος ο κόσμος γέμισε από αισθητικούς όπως παρατηρούσε ο ρομαντικός Ζαν Πωλ που επιχειρούσαν τη μεταφυσική θεμελίωση του κόσμου με βάση αισθητικές αρχές.
Μπορούν όμως να δικαιολογηθούν οι αισθητικές μας κρίσεις με αναφορά μόνο στον χώρο της αισθητικής; Ο Πλάτων δέχεται την ιδεολογική και ηθική τους θεμελίωση, κάτι που δύσκολα μπορούμε να το αρνηθούμε. Αρκεί να σκεφτούμε ότι η ικανότητα για αισθητική στάση και κρίση προϋποθέτει μόρφωση, άρα σπουδές και έναν τρόπο ζωής που τις στηρίζει, και ότι τα συναισθήματα κατά την πρόσληψη του έργου τέχνης δεν συντείνουν προς μια ηθική συμπεριφορά, αλλά αποτελούν εκδηλώσεις της. Εφόσον λοιπόν οι τρεις ύψιστες αξίες, το Αγαθό, το Ωραίο και το Αληθινό, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, ο Πλάτων αυτοπαρουσιάζεται με ειρωνικό τρόπο ως ο κύριος αντίπαλος της τέχνης: «Ποιητές εσείς, ποιητές κι εμείς, αντίτεχνοι και ανταγωνιστές σας». Στα δημιουργήματά τους έχει να αντιτάξει την «ωραιότερη και καλύτερη τραγωδία», τους Νόμους του.
Αξίζει να σημειωθεί η εικονομαχική διάθεση του Πλάτωνα. Η ένταση στις σχέσεις της φιλοσοφίας με την τέχνη θεωρητικοποιείται στο δικό του έργο και, στη συνέχεια, κορυφώνεται κάθε φορά που ο φιλόσοφος (και ο πολιτικός) αδυνατεί να ελέγξει την τέχνη και να την εντάξει στην επίγεια πολιτεία του ή ο θεολόγος (και ο εκκλησιαστικός αναμορφωτής) στην πολιτεία του Θεού. Ο Πλάτων, μαζί με άλλους εικονομάχους, πολέμιους της κοινωνίας του θεάματος (τουλάχιστον όταν δεν το ελέγχουν), πιστεύει σε μια πραγματικότητα πίσω ή πάνω από την αισθητή, αναγνωρίζει τη δύναμη της εικόνας της τέχνης και ανησυχεί για την απροσδιοριστία της και τις ψυχολογικές της επιπτώσεις. Αυτό που ο Πλάτων φοβάται ως τυραννία των εικόνων, σήμερα που έχει αλλάξει ριζικά και ίσως οριστικά η ανθρώπινη εμπειρία της τέχνης εκλαμβάνεται ως μια δημοκρατία των εικόνων. Ο Πλάτων απαιτεί μια «καθαρή» ιδέα της υπερβατικής πραγματικότητας, των νοητών, και γι' αυτό προκρίνει τον λόγο σε σχέση με την εικόνα. Δεν απορρίπτει τη μίμηση ή το ψέμα της τέχνης αυτά μπορεί να τα δεχθεί. Τον ενδιαφέρει η τελολογία της τέχνης. Γοητευμένος από την ποίηση, θέλει να κλείσει τους λογαριασμούς μαζί της, να διώξει αυτό που τόσο ευχάριστα υπονομεύει τη δική του αλήθεια. Η τέχνη κατασκευάζει είδωλα, ο φιλόσοφος έννοιες. Το εικονίζειν και η αισθητική βάση του καλού όμως είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την κατανόησή του. Ετσι ο Πλάτων αποδέχεται την εικόνα εκεί που μπορεί να τη χρησιμοποιήσει, στη φιλοσοφία. Στη θέση του εικονοποιού καλλιτέχνη/σοφιστή αυτοπροτείνεται ως ο μυθοποιός φιλόσοφος. Εργο της φιλοσοφίας είναι η ορθή ζωή: ο καλλιτέχνης απλώς την απεικονίζει, ενώ ο φιλόσοφος τη ζει. Γι' αυτό αληθινός καλλιτέχνης είναι ο φιλόσοφος και κατ' εξοχήν έργο τέχνης είναι η ζωή του. Μιλώντας για τον Πλάτωνα στο πλαίσιο μιας αισθητικής θεωρίας πρέπει να έχουμε πάντα στον νου μας ότι ο Πλάτων δεν είχε ένα αισθητικό σύστημα, ούτε καν μια θεωρία, λ.χ., για την ποίηση. Αυτό που βρίσκουμε στα πλατωνικά κείμενα είναι αναλύσεις, θέσεις, εικόνες και μύθοι για την ποίηση και τη ζωγραφική, οι οποίες στην εποχή του δεν ανήκαν σ' αυτό που πολύ αργότερα ονομάστηκε «καλές τέχνες». Στο έργο του έθεσε πολλά ερωτήματα που ρωτάμε και σήμερα στην αισθητική ανεξάρτητα από τις απαντήσεις που έδωσε εκείνος και μέσα από την ερμηνεία του έργου του προέκυψαν πολύ περισσότερα ζητήματα.
Αν καθ' υπερβολή θεωρήθηκε και κατά κόρον λέχθηκε ότι η φιλοσοφία είναι μια σειρά υποσημειώσεων στο πλατωνικό έργο, δεν είναι υπερβολική η διαπίστωση πως οι συζητήσεις για την τέχνη ασφαλώς στην αρχαία Ελλάδα, με έμμεσο αλλά προφανή για μας τρόπο στον ανατολικό και δυτικό Μεσαίωνα και προγραμματικά στην Αναγέννηση, σχολιάζουν τις ποικίλες πτυχές της πλατωνικής παράδοσης. Οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας που την ακολουθούν μετριάζουν την αυστηρότητα του δασκάλου τους, δίνουν μεγαλύτερη ελευθερία στην τέχνη και την αναβιβάζουν σε ισόκυρο συνομιλητή της φιλοσοφίας.
Στον Πλάτωνα όλες οι συζητήσεις για την τέχνη εντάσσονται σε κάποιο ευρύτερο πλαίσιο, ηθικό, πολιτικό, γνωσιολογικό και οντολογικό. Οι διαδοχικοί ορισμοί του ωραίου στον Ιππία μείζονα, ο συσχετισμός της ιδέας του «καλού» με τον ενθουσιασμό (Ιων), τη μανία (Φαίδρος) και τον έρωτα (Συμπόσιο), η ηθικοκοινωνική λειτουργία της τέχνης (Πολιτεία, Νόμοι), η προβληματική για τη σχέση πρωτοτύπου και εικόνας, όλα μας δείχνουν ότι η φιλοσοφία της τέχνης δεν είναι η σταχτοπούτα της φιλοσοφίας, όπως συχνά υπονοείται στις μέρες μας. Και όσο πιο έντονη είναι η κριτική στην τέχνη, όπως στον Πλάτωνα, τόσο αναδεικνύεται η σημασία της, αφού ο φιλοσοφικός στοχασμός με αφορμή αυτήν κατασκευάζει έννοιες και ερευνά θεμελιώδη ερωτήματα για το ον, τη γνώση, την ανθρώπινη ζωή και την κοινωνία. Εστω και γι' αυτούς τους λόγους ο Πλάτων θα έπρεπε να παραδεχθεί ότι η ποίηση, η παλιά του αγάπη, είναι σε κάτι ωφέλιμη ακόμη κι όταν, όπως μας λέει για να το πιστέψουμε, την έχει βγάλει από την καρδιά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου