Ο Πελοπίδας
Ο Πελοπίδας (410 π.Χ. - 364 π.Χ) μεγάλωσε μέσα στα πλούτη. Ήταν Θηβαίος στρατηγός, πολιτικός και διοικητής του Ιερού Λόχου. Μαζί με το συμπολίτη και φίλο του Επαμεινώνδα έκαναν τη Θήβα ισχυρή δύναμη, συμβάλλοντας στην επιβολή της Θηβαϊκής ηγεμονίας στον ελλαδικό χώρο.
Πατέρα του είχε τον Ιπποκλή, Θηβαίο ευγενή.
Αν και μεγάλωσε μέσα σε πλούτη, ο Πελοπίδας ανέπτυξε ακέραιο χαρακτήρα, διάγοντας λιτό και απλό βίο. Γυμναζόταν συχνά και από τις αγαπημένες του ασχολίες, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ήταν η πάλη και το κυνήγι.
Διέθετε όλο του το χρόνο για τις ανάγκες της πόλης του, γεγονός που ουσιαστικά δεν του άφηνε περιθώρια να διαχειριστεί την περιουσία του επιτυχώς και κατά το συμφέρον του.
Νέος ακόμη κληρονόμησε μεγάλη περιουσία και μ’ αυτή βοηθούσε όσους είχαν ανάγκη και άξιζαν βοήθεια.
Εξουσίαζε θα λέγαμε τα χρήματά του και δεν ήταν υποταγμένος στη δυναμή τους.
Όλοι οι γνωστοί του επιδίωκαν ωφέλειες από την απλότητα και την καλοσύνη του, με εξαίρεση τον Επαμεινώνδα.
Ο Πελοπίδας συμμεριζόμενος τη φτώχεια του Επαμεινώνδα, ντυνόταν απλά, ζούσε λιτά και δεν υποχωρούσε στους κόπους. Ακόμα και όταν συνήψε πλούσιο γάμο και απόκτησε παιδιά, συνέχισε και πάλι να μην νοιάζεται για την αύξηση της περιουσίας του, παρά μόνο για το καλό της πόλης του, της Θήβας.
Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι υπάρχουνε δυο κατηγορίες πλούσιοι: εκείνοι που η τσιγκουνιά δεν τους αφήνει να μεταχειριστούνε τον πλούτο τους κι εκείνοι που είναι δούλοι στις απολαύσεις και σπαταλούν άσκοπα τα χρήματά τους.
Ο Πελοπίδας ούτε από το ένα είδος ήτανε ούτε από το άλλο, γιατί, με τη φρόνιμη χρήση που έκανε στον πλούτο του, αναδείχτηκε, κατά τον Πλούταρχο, «κύριος και όχι δούλος των χρημάτων του».
O Πελοπίδας δεν μοιράστηκε μόνο τη φτώχεια του Επαμεινώνδα, αλλά και την αθάνατη δόξα του.
Παίρνοντας κι αυτός μέρος σ’ όλους τους αγώνες, δοξάστηκε μαζί του ως συνδημιουργός του μεγαλείου των Θηβών.
Αυτούς τους δυο εξαιρετικούς άνδρες τους χώριζε οικονομική απόσταση.
Αν όμως είχαν αυτή τη διαφορά μεταξύ τους, κάτι κοινό τους ανέδειξε μεγάλους, κι αυτό ήταν η αρετή.
Ο Επαμεινώνδας και ο Πελοπίδας ήταν πολύ καλοί φίλοι, «μία ψυχή σε δύο σώματα», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Λέων Μελάς στον περίφημο “Γεροστάθη” του .
Ο Επαμεινώνδας (418 π.Χ. – 4 Ιουλίου 362 π.Χ.)
Ο Επαμεινώνδας ήταν μέλος της αριστοκρατίας της Θήβας.
Ο Κορνήλιος Νέπος θεωρεί πως ο πατέρας του, Πολύμνις, αποκληρώθηκε από τους προγόνους του.
Δάσκαλος του Επαμεινώνδα ήταν ο τελευταίος γνωστός Πυθαγόρειος φιλόσοφος, Λύσις από τον Τάραντα. Υπήρξε άριστος μαθητής.
Νεαρός ο Επαμεινώνδας, όπως καταγράφει ο Νέπος, δούλευε σκληρά, για ν' αυξήσει τη σωματική του δύναμη, καθώς θεωρούσε την ευκινησία κύριο όπλο για την επικράτηση σ’ ένα πόλεμο.
Παιδί μιας φτωχικής οικογένειας των Θηβών, κατόρθωσε ν’ αναδειχτεί ο μεγαλύτερος στρατηγός της εποχής του. Και δεν λευτέρωσε μόνο την πατρίδα του από την τυραννία των Σπαρτιατών, αλλά και σε δυο μάχες, των Λεύκτρων και της Μαντινείας, τους ταπείνωσε οριστικά και οδήγησε τη Θήβα σε ακμή και σε δύναμη, που δεν γνώρισε ποτέ.
Για να το πετύχει αυτό, άσκησε τον εαυτό του στις αρετές εκείνες που δίδασκε η φιλοσοφία του Πυθαγόρα. Μ’ αυτόν τον ηθικό πλούτο στο στέρνο του, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για τον υλικό.
Το σπίτι του ήταν υπόδειγμα φτωχού σπιτιού, όπου βασίλευε ο πλούτος της αρετής.
Οι πλούσιοι Θηβαίοι συχνά ήθελαν να τον βοηθήσουν, άλλοι από εκτίμηση κι άλλοι για ν’ ακουστούν. Εκείνος απλά τους συμβούλευε να βοηθούν τους φτωχούς συμπολίτες τους.
Κάποτε ένας ηγεμόνας της Θεσσαλίας του πρόσφερε για δώρο, χωρίς ν’ αξιώσει αντάλλαγμα, πενήντα χρυσά νομίσματα.
Ο Επαμεινώνδας, μολονότι είχε ανάγκη από χρήματα για πολεμικά εφόδια, αρνήθηκε να δεχτεί το δώρο του ξένου, προτιμώντας να δανειστεί το ποσό που είχεν ανάγκη, από έναν συμπολίτη του.
Σε άλλη περίσταση, ο βασιλιάς της Περσίας Αρταξέρξης του έκανε ορισμένες προτάσεις, συνοδεύντας αυτές με μεγάλο χρηματικό ποσό.
Ο Επαμεινώνδας απάντησε: «αν οι προτάσεις του Αρταξέρξη συμφέρουν στην πατρίδα μου, δεν μου χρειάζονται χρήματα για να τις δεχτώ· αν όμως δεν συμφέρουν, ούτε όλο το χρυσάφι του βασιλείου δεν φτάνει για να με πείσει να προδώσω το καθήκον μου προς την πατρίδα».
Άλλοι στρατηγοί έβρισκαν ευκαιρία στις εκστρατείες τους να γδύνουν εχθρούς και συμμάχους.
Ο Επαμεινώνδας, όχι μόνο ο ίδιος δεν έκανε ποτέ τέτοιο πράμα, μα και στους στρατιώτες του απαγόρευσε τη λεηλασία. Γιατί είχε την πεποίθηση πως ο στρατιώτης που κυνηγάει τα λεφτά δεν μπορεί ν’ αγαπάει την πατρίδα. Κάποτε μάλιστα, που ο υπασπιστής του πούλησε έναν αιχμάλωτο για να πάρει λεφτά, ο Επαμεινώνδας τον έδιωξε μ’ αυτά τα λόγια: «Δώσ’ μου πίσω την ασπίδα και φύγε μακριά μου· τα χέρια σου τα βρώμισε το χρυσάφι και δεν είναι άξια πια ούτε την ασπίδα να κρατούν, ούτε την πατρίδα να υπερασπίσουν».
Ισχυροποίηση της φιλίας Πελποπίδα- Επαμεινώνδα
Η φιλία των δυο ανδρών έγινε πιο δυνατή κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας των Σπαρτιατών στην Αρκαδία, το 385 π.Χ.
Η Θήβα, σύμμαχος της Σπάρτης τότε, είχε συνδράμει τους Λακεδαιμόνιους με ένα στρατιωτικό σώμα, στο οποίο εντάσσονταν ο Πελοπίδας και ο Επαμεινώνδας.
Στη Μαντίνεια έγινε μάχη, στην οποία ο Πελοπίδας δεχόμενος επτά τραύματα έπεσε στο έδαφος, κοντά σε ένα πλήθος από δικούς του και εχθρούς.
Ο Επαμεινώνδας, παρόλο που τον θεώρησε νεκρό, στάθηκε μπροστά για να υπερασπιστεί το σώμα και τα όπλα του, μόνος εναντίον πολλών, προτιμώντας να πεθάνει παρά να εγκαταλείψει τον Πελοπίδα .
Και ο ίδιος βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, καθώς είχε δεχθεί χτύπημα από δόρυ στο στήθος. Προς καλή του τύχη, ο Αγησίπολις, βασιλιάς των Σπαρτιατών, έσπευσε σε βοήθεια, και έσωσε και τον Πελοπίδα και τον Επαμεινώνδα.
Ο Πλούταρχος θεωρεί πως αυτό το περιστατικό έκανε τη φιλία τους πιο δυνατή, καθώς ο Πελοπίδας ήταν ο βοηθός του Επαμεινώνδα για τα επόμενα 20 χρόνια.
Οι δύο αυτοί Θηβαίοι στρατηγοί με την αρμονική συνεργασία τους κατόρθωσαν να φέρουν την πατρίδα τους σε μεγάλη ακμή.
Θάνατος Πελοπίδα
Το 364 π.Χ. ο Πελοπίδας εκστρατεύει εναντίον του τυρράνου των Φερρών Αλέξανδρο.
Οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας.
Παρότι ο θηβαϊκός στρατός επικράτησε, ο ίδιος πέθανε.
Ο θάνατός του λύπησε βαθιά τους Θηβαίους αλλά και τους Θεσσαλούς, οι οποίοι ζήτησαν εκείνοι να τον θαψουν, αίτημα που έγινε δεκτό.
Του απεδόθηκαν μεγάλες νεκρικές τιμές και μεγάλος αδριάντας στήθηκε προς τιμή του στους Δελφούς. Μάλιστα, όπως συνέβαινε τότε με τους ήρωες, οι στρατιώτες του Πελοπίδα έβγαλαν μια τούφα από τα μαλλιά τους, τιμώντας το νεκρό.
Οι Θηβαίοι, παρά τη νίκη τους, έχασαν έναν μεγάλο στρατηγό...
Θάνατος Επαμεινώνδα
Ο Επαμεινώνδας χτυπήθηκε θανάσιμα από ένα σπαρτιατικό δόρυ, στην περιοχή που κάποτε, πριν 13 χρόνια, έσωσε τη ζωή του Πελοπίδα, με τη βοήθεια του τότε σύμμαχου Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίπολη.
Ο Κορνήλιος Νέπως θεωρεί πως οι Σπαρτιάτες προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν, με σκοπό να κάμψουν το ηθικό των Θηβαίων. Το δόρυ έσπασε, αλλά το σίδηρο έμεινε στο σώμα του Επαμεινώνδα, ο οποίος έπεσε.
Ακολούθησε σκληρή μάχη γύρω από το σώμα του, καθώς οι Θηβαίοι προσπαθούσαν να εμποδίσουν τους Σπαρτιάτες να το σκυλεύσουν.
Όταν τον έφεραν στο στρατόπεδο -ζούσε ακόμη- ρώτησε ποιος ήταν ο νικητής.
«Οι Βοιωτοί» του απάντησαν και τότε είπε «καιρός να πεθάνω».
Ο Διόδωρος αναφέρει πως ένας φίλος του Επαμεινώνδα αναφώνησε «πεθαίνεις άκληρος Επαμεινώνδα», αλλά εκείνος απάντησε «όχι, αφήνω δυο θυγατέρες, τα Λεύκτρα και τη Μαντίνεια, τις νίκες μου».
Ο ίδιος ζήτησε να του βγάλουν το σίδηρο από το σώμα του και, μόλις το έβγαλαν, πέθανε αμέσως. Σύμφωνα με τα ελληνικά έθιμα, το σώμα του τάφηκε στο πεδίο της μάχης...
Μετά τη μάχη της Μαντινείας, όπου σκοτώθηκε ο Επαμεινώνδας, το 362 π.Χ., δυο χρόνια μετά το θάνατο του Πελοπίδα, η Θηβαϊκή Ηγεμονία θα καταρρεύσει.
Στην ιστορία όμως παραμένει ασάλευτη και νικήτρια αυτή η ανυστερόβουλη η φιλία του εμπνευστή της Λοξής φάλαγγας, του Επαμεινώνδα, με τον αναδιοργανωτή του Ιερού λόχου, Πελοπίδα...
Οι πραγματικές φιλίες, της κατηγορίας δια το αγαθό, όπως τις ονομάζει ο Αριστοτέλης, έχουν τιμητική θέση στη μνήμη της Ιστορίας και όσων ανοίγουν τα κιτάπια της και διδάσκονται από το διάβασμά τους.
Ο Πελοπίδας (410 π.Χ. - 364 π.Χ) μεγάλωσε μέσα στα πλούτη. Ήταν Θηβαίος στρατηγός, πολιτικός και διοικητής του Ιερού Λόχου. Μαζί με το συμπολίτη και φίλο του Επαμεινώνδα έκαναν τη Θήβα ισχυρή δύναμη, συμβάλλοντας στην επιβολή της Θηβαϊκής ηγεμονίας στον ελλαδικό χώρο.
Πατέρα του είχε τον Ιπποκλή, Θηβαίο ευγενή.
Αν και μεγάλωσε μέσα σε πλούτη, ο Πελοπίδας ανέπτυξε ακέραιο χαρακτήρα, διάγοντας λιτό και απλό βίο. Γυμναζόταν συχνά και από τις αγαπημένες του ασχολίες, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ήταν η πάλη και το κυνήγι.
Διέθετε όλο του το χρόνο για τις ανάγκες της πόλης του, γεγονός που ουσιαστικά δεν του άφηνε περιθώρια να διαχειριστεί την περιουσία του επιτυχώς και κατά το συμφέρον του.
Νέος ακόμη κληρονόμησε μεγάλη περιουσία και μ’ αυτή βοηθούσε όσους είχαν ανάγκη και άξιζαν βοήθεια.
Εξουσίαζε θα λέγαμε τα χρήματά του και δεν ήταν υποταγμένος στη δυναμή τους.
Όλοι οι γνωστοί του επιδίωκαν ωφέλειες από την απλότητα και την καλοσύνη του, με εξαίρεση τον Επαμεινώνδα.
Ο Πελοπίδας συμμεριζόμενος τη φτώχεια του Επαμεινώνδα, ντυνόταν απλά, ζούσε λιτά και δεν υποχωρούσε στους κόπους. Ακόμα και όταν συνήψε πλούσιο γάμο και απόκτησε παιδιά, συνέχισε και πάλι να μην νοιάζεται για την αύξηση της περιουσίας του, παρά μόνο για το καλό της πόλης του, της Θήβας.
Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι υπάρχουνε δυο κατηγορίες πλούσιοι: εκείνοι που η τσιγκουνιά δεν τους αφήνει να μεταχειριστούνε τον πλούτο τους κι εκείνοι που είναι δούλοι στις απολαύσεις και σπαταλούν άσκοπα τα χρήματά τους.
Ο Πελοπίδας ούτε από το ένα είδος ήτανε ούτε από το άλλο, γιατί, με τη φρόνιμη χρήση που έκανε στον πλούτο του, αναδείχτηκε, κατά τον Πλούταρχο, «κύριος και όχι δούλος των χρημάτων του».
O Πελοπίδας δεν μοιράστηκε μόνο τη φτώχεια του Επαμεινώνδα, αλλά και την αθάνατη δόξα του.
Παίρνοντας κι αυτός μέρος σ’ όλους τους αγώνες, δοξάστηκε μαζί του ως συνδημιουργός του μεγαλείου των Θηβών.
Αυτούς τους δυο εξαιρετικούς άνδρες τους χώριζε οικονομική απόσταση.
Αν όμως είχαν αυτή τη διαφορά μεταξύ τους, κάτι κοινό τους ανέδειξε μεγάλους, κι αυτό ήταν η αρετή.
Ο Επαμεινώνδας και ο Πελοπίδας ήταν πολύ καλοί φίλοι, «μία ψυχή σε δύο σώματα», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Λέων Μελάς στον περίφημο “Γεροστάθη” του .
Ο Επαμεινώνδας (418 π.Χ. – 4 Ιουλίου 362 π.Χ.)
Ο Επαμεινώνδας ήταν μέλος της αριστοκρατίας της Θήβας.
Ο Κορνήλιος Νέπος θεωρεί πως ο πατέρας του, Πολύμνις, αποκληρώθηκε από τους προγόνους του.
Δάσκαλος του Επαμεινώνδα ήταν ο τελευταίος γνωστός Πυθαγόρειος φιλόσοφος, Λύσις από τον Τάραντα. Υπήρξε άριστος μαθητής.
Νεαρός ο Επαμεινώνδας, όπως καταγράφει ο Νέπος, δούλευε σκληρά, για ν' αυξήσει τη σωματική του δύναμη, καθώς θεωρούσε την ευκινησία κύριο όπλο για την επικράτηση σ’ ένα πόλεμο.
Παιδί μιας φτωχικής οικογένειας των Θηβών, κατόρθωσε ν’ αναδειχτεί ο μεγαλύτερος στρατηγός της εποχής του. Και δεν λευτέρωσε μόνο την πατρίδα του από την τυραννία των Σπαρτιατών, αλλά και σε δυο μάχες, των Λεύκτρων και της Μαντινείας, τους ταπείνωσε οριστικά και οδήγησε τη Θήβα σε ακμή και σε δύναμη, που δεν γνώρισε ποτέ.
Για να το πετύχει αυτό, άσκησε τον εαυτό του στις αρετές εκείνες που δίδασκε η φιλοσοφία του Πυθαγόρα. Μ’ αυτόν τον ηθικό πλούτο στο στέρνο του, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για τον υλικό.
Το σπίτι του ήταν υπόδειγμα φτωχού σπιτιού, όπου βασίλευε ο πλούτος της αρετής.
Οι πλούσιοι Θηβαίοι συχνά ήθελαν να τον βοηθήσουν, άλλοι από εκτίμηση κι άλλοι για ν’ ακουστούν. Εκείνος απλά τους συμβούλευε να βοηθούν τους φτωχούς συμπολίτες τους.
Κάποτε ένας ηγεμόνας της Θεσσαλίας του πρόσφερε για δώρο, χωρίς ν’ αξιώσει αντάλλαγμα, πενήντα χρυσά νομίσματα.
Ο Επαμεινώνδας, μολονότι είχε ανάγκη από χρήματα για πολεμικά εφόδια, αρνήθηκε να δεχτεί το δώρο του ξένου, προτιμώντας να δανειστεί το ποσό που είχεν ανάγκη, από έναν συμπολίτη του.
Σε άλλη περίσταση, ο βασιλιάς της Περσίας Αρταξέρξης του έκανε ορισμένες προτάσεις, συνοδεύντας αυτές με μεγάλο χρηματικό ποσό.
Ο Επαμεινώνδας απάντησε: «αν οι προτάσεις του Αρταξέρξη συμφέρουν στην πατρίδα μου, δεν μου χρειάζονται χρήματα για να τις δεχτώ· αν όμως δεν συμφέρουν, ούτε όλο το χρυσάφι του βασιλείου δεν φτάνει για να με πείσει να προδώσω το καθήκον μου προς την πατρίδα».
Άλλοι στρατηγοί έβρισκαν ευκαιρία στις εκστρατείες τους να γδύνουν εχθρούς και συμμάχους.
Ο Επαμεινώνδας, όχι μόνο ο ίδιος δεν έκανε ποτέ τέτοιο πράμα, μα και στους στρατιώτες του απαγόρευσε τη λεηλασία. Γιατί είχε την πεποίθηση πως ο στρατιώτης που κυνηγάει τα λεφτά δεν μπορεί ν’ αγαπάει την πατρίδα. Κάποτε μάλιστα, που ο υπασπιστής του πούλησε έναν αιχμάλωτο για να πάρει λεφτά, ο Επαμεινώνδας τον έδιωξε μ’ αυτά τα λόγια: «Δώσ’ μου πίσω την ασπίδα και φύγε μακριά μου· τα χέρια σου τα βρώμισε το χρυσάφι και δεν είναι άξια πια ούτε την ασπίδα να κρατούν, ούτε την πατρίδα να υπερασπίσουν».
Ισχυροποίηση της φιλίας Πελποπίδα- Επαμεινώνδα
Η φιλία των δυο ανδρών έγινε πιο δυνατή κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας των Σπαρτιατών στην Αρκαδία, το 385 π.Χ.
Η Θήβα, σύμμαχος της Σπάρτης τότε, είχε συνδράμει τους Λακεδαιμόνιους με ένα στρατιωτικό σώμα, στο οποίο εντάσσονταν ο Πελοπίδας και ο Επαμεινώνδας.
Στη Μαντίνεια έγινε μάχη, στην οποία ο Πελοπίδας δεχόμενος επτά τραύματα έπεσε στο έδαφος, κοντά σε ένα πλήθος από δικούς του και εχθρούς.
Ο Επαμεινώνδας, παρόλο που τον θεώρησε νεκρό, στάθηκε μπροστά για να υπερασπιστεί το σώμα και τα όπλα του, μόνος εναντίον πολλών, προτιμώντας να πεθάνει παρά να εγκαταλείψει τον Πελοπίδα .
Και ο ίδιος βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, καθώς είχε δεχθεί χτύπημα από δόρυ στο στήθος. Προς καλή του τύχη, ο Αγησίπολις, βασιλιάς των Σπαρτιατών, έσπευσε σε βοήθεια, και έσωσε και τον Πελοπίδα και τον Επαμεινώνδα.
Ο Πλούταρχος θεωρεί πως αυτό το περιστατικό έκανε τη φιλία τους πιο δυνατή, καθώς ο Πελοπίδας ήταν ο βοηθός του Επαμεινώνδα για τα επόμενα 20 χρόνια.
Οι δύο αυτοί Θηβαίοι στρατηγοί με την αρμονική συνεργασία τους κατόρθωσαν να φέρουν την πατρίδα τους σε μεγάλη ακμή.
Θάνατος Πελοπίδα
Το 364 π.Χ. ο Πελοπίδας εκστρατεύει εναντίον του τυρράνου των Φερρών Αλέξανδρο.
Οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας.
Παρότι ο θηβαϊκός στρατός επικράτησε, ο ίδιος πέθανε.
Ο θάνατός του λύπησε βαθιά τους Θηβαίους αλλά και τους Θεσσαλούς, οι οποίοι ζήτησαν εκείνοι να τον θαψουν, αίτημα που έγινε δεκτό.
Του απεδόθηκαν μεγάλες νεκρικές τιμές και μεγάλος αδριάντας στήθηκε προς τιμή του στους Δελφούς. Μάλιστα, όπως συνέβαινε τότε με τους ήρωες, οι στρατιώτες του Πελοπίδα έβγαλαν μια τούφα από τα μαλλιά τους, τιμώντας το νεκρό.
Οι Θηβαίοι, παρά τη νίκη τους, έχασαν έναν μεγάλο στρατηγό...
Θάνατος Επαμεινώνδα
Ο Επαμεινώνδας χτυπήθηκε θανάσιμα από ένα σπαρτιατικό δόρυ, στην περιοχή που κάποτε, πριν 13 χρόνια, έσωσε τη ζωή του Πελοπίδα, με τη βοήθεια του τότε σύμμαχου Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίπολη.
Ο Κορνήλιος Νέπως θεωρεί πως οι Σπαρτιάτες προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν, με σκοπό να κάμψουν το ηθικό των Θηβαίων. Το δόρυ έσπασε, αλλά το σίδηρο έμεινε στο σώμα του Επαμεινώνδα, ο οποίος έπεσε.
Ακολούθησε σκληρή μάχη γύρω από το σώμα του, καθώς οι Θηβαίοι προσπαθούσαν να εμποδίσουν τους Σπαρτιάτες να το σκυλεύσουν.
Όταν τον έφεραν στο στρατόπεδο -ζούσε ακόμη- ρώτησε ποιος ήταν ο νικητής.
«Οι Βοιωτοί» του απάντησαν και τότε είπε «καιρός να πεθάνω».
Ο Διόδωρος αναφέρει πως ένας φίλος του Επαμεινώνδα αναφώνησε «πεθαίνεις άκληρος Επαμεινώνδα», αλλά εκείνος απάντησε «όχι, αφήνω δυο θυγατέρες, τα Λεύκτρα και τη Μαντίνεια, τις νίκες μου».
Ο ίδιος ζήτησε να του βγάλουν το σίδηρο από το σώμα του και, μόλις το έβγαλαν, πέθανε αμέσως. Σύμφωνα με τα ελληνικά έθιμα, το σώμα του τάφηκε στο πεδίο της μάχης...
Μετά τη μάχη της Μαντινείας, όπου σκοτώθηκε ο Επαμεινώνδας, το 362 π.Χ., δυο χρόνια μετά το θάνατο του Πελοπίδα, η Θηβαϊκή Ηγεμονία θα καταρρεύσει.
Στην ιστορία όμως παραμένει ασάλευτη και νικήτρια αυτή η ανυστερόβουλη η φιλία του εμπνευστή της Λοξής φάλαγγας, του Επαμεινώνδα, με τον αναδιοργανωτή του Ιερού λόχου, Πελοπίδα...
Οι πραγματικές φιλίες, της κατηγορίας δια το αγαθό, όπως τις ονομάζει ο Αριστοτέλης, έχουν τιμητική θέση στη μνήμη της Ιστορίας και όσων ανοίγουν τα κιτάπια της και διδάσκονται από το διάβασμά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου