Η Ομήρου Οδύσσεια σηματοδοτεί την ανθρώπινη μετάβαση από το γήινο πεδίο στο υπερβατικό. Οι άθλοι του Οδυσσέα, για τους οποίους μας ειδοποιεί ο μέγιστος των ποιητών, αποτελούν πορεία αυτογνωσίας και προϋπόθεση ώστε να διασωθεί η ανάμνηση και να μην αποπροσανατολιστεί ο άνθρωπος από τον ένθεο προορισμό του.
Ο Όμηρος λειτουργεί ως μύστης, περιγράφοντας, με θαυμαστή λεπτομέρεια την περιπέτεια, ουσιαστικά, της επιστροφής της ψυχής στον πραγματικό της προορισμό, μέσω των άθλων που επιτελεί σ’ όλο το διάβα της πορείας της. Και, ιδιαιτέρως, θαυμαστό είναι το γεγονός, ότι ο Όμηρος είχε τη διόραση ώστε να «βλέπει» τα ορατά και τα αόρατα και να διαθέτει τη γνώση των φυσικών και υπερφυσικών φαινομένων!
Αδυνατούμε να εκτιμήσουμε το θαύμα του Ομηρικού λόγου στην πληρότητά του, μέσω του οποίου γίνεται μια διαχρονική πρόταση, ιδιαίτερα στον Έλληνα ώστε να εντρυφήσει στο νόημα της ζωής και κυρίως να αντιμετωπίσει τη ζωή ως σύγχρονος Οδυσσέας. Κατά την πορεία της αυτογνωσίας έρχεται αντιμέτωπος με τον κατώτερο εαυτό του, τον υποτάσσει και κυριαρχεί σ’ αυτόν, με τη βοήθεια της θεάς της Σοφίας (Αθηνά) . Άλλωστε, η κατάκτηση γνώσεων, σχετικών μ’ αυτό που είναι ο ίδιος και ακόμα δεν το γνωρίζει, φυσικά, προϋποθέτει άθλους, καθώς, μέσω της σχετικότητας, μετέρχεται αντιθετικών δυνάμεων, που εντός του κυοφορεί.
Δεν είναι ένα επίτευγμα ακατόρθωτο για τον άνθρωπο· χωρίς όμως την σωστή αξιολόγηση της ζωής, η οποία δεν διακόπτεται αλλά συνεχίζεται από τη μια διάσταση στην άλλη, θα ήταν αδύνατο.
Ο Οδυσσέας συμβολίζει την ανθρώπινη ψυχή, ενώ το σπήλαιο αποτελεί ένα σύμβολο του συλλογικού ασυνειδήτου μέσα στο οποίο η ψυχή χάνει την ταυτότητά της και γίνεται ο Κανένας, όνομα με το οποίο ο Οδυσσέας συστήνεται στον Κύκλωπα.
“Κύκλωπα, τ' ὄνομά μου θές ; Ἐγὼ σ' τὸ φανερώνω•
κι ἐσὺ τὸ δῶρο ποὺ ἔταξες νὰ μὲ φιλέψης τώρα.
Κανένας ὄνομα ἔχω ἐγώ•
Κανένα μὲ φωνάζουν κι ἡ μάνα μου κι ὁ κύρης μου, κι οἱ ἄλλοι μου οἱ συντρόφοι.”
Ομήρου Οδύσσεια [ραψωδία ι στίχ.364-367 ]
Ο Οδυσσέας αυτοχαρακτηρίζεται « ο Κανένας», γεγονός που σημαίνει ότι έχει την επίγνωση του κινδύνου και της απώλειας του εαυτού του μέσα στο σπήλαιο (συλλογικό ασυνείδητο).
Η επίγνωση του κινδύνου, βέβαια, είναι πρωταρχική στην πορεία της αυτογνωσίας. Καθώς συνειδητοποιεί ο άνθρωπος τον κίνδυνο, εστιάζει την προσοχή του στον αυτοέλεγχο, χρησιμοποιεί τον νου και μάχεται ενάντια σε ό,τι τον παγιδεύει.
Ο άνθρωπος δεν έχει την επίγνωση του κινδύνου χωρίς την αυτοπαρατήρηση. Είναι γεγονός, ότι, μέσω του ατομικού εγώ, έχει σχέση με το συλλογικό ασυνείδητο και τότε, παθητικά, παραχωρεί την ύπαρξή του στους άλλους, τους πολλούς («όταν είμαι οι άλλοι /είμαι ο κανένας»).
Κι αυτή η απουσία επιγνώσεως είναι καθοριστική, με αποτέλεσμα να χάνει τη μνήμη και να αποσυνδέεται από τη μοναδικότητά του.Το ατομικό εγώ προσφέρει το έδαφος ώστε να καλλιεργηθεί, ανεξέλεγκτα, κάθε είδους υποβολή που προέρχεται από το συλλογικό ασυνείδητο κι απ’ ό,τι συνιστά το κατεστημένο, τις αντιλήψεις, τις συνήθειες που επικρατούν στο πνεύμα των πολλών. Υπάρχει μια σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ του εγώ και του κόσμου.
“ΕΓΩ είναι ένας άλλος” γράφει ο Rimbaud. Και ο Γεώργιος Σεφέρης, σχολιάζοντας στο δοκίμιό του «Το ημερολόγιο της Κυρίας Έρσης», γράφει: «αυτό που λέγεται εγώ μπορεί ν’ ανήκει σε πολλούς ανθρώπους..». Ασφαλώς και ανήκει σε πολλούς ανθρώπους, θα λέγαμε, για το λόγο ότι το εγώ, που είναι δέκτης σχηματοποιείται από τις επιρροές των άλλων, όχι όμως μόνον απ’ αυτές, φέρει και καταβολές!
Το «εγώ» αποτελεί έναν, κατ’ επίφαση, θώρακα αυτοπροστασίας. Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για αποκλεισμό καθώς ο άνθρωπος παραμένει μέσα στο χώρο της σχετικότητας ως αγνοών και αγνοούμενος.
Ο καθείς αποτελεί μια μοναδικότητα ανεπανάληπτη, δεν έχει όμως αποκτήσει επίγνωση της μοναδικότητάς του κι όταν την αποκτήσει δεν είναι εύκολο να τη διατηρήσει στη σχετικότητα του χωροχρόνου· αυτό προϋποθέτει άθλους.
Το ατομικό εγώ, που ισχυροποιείται, μέσω του ενστίκτου της επιβιώσεως, μάχεται την επίγνωση της μοναδικότητας και έρχεται σ’ αντίθεση με τον αγώνα της αυτογνωσίας.
Η υλιστική κοσμοθεωρία και το σύστημα που επικρατεί, κατέλυσε κάθε τέτοια ανάμνηση, δημιούργησε την εντύπωση του γραμμικού χρόνου, κατά την οποία, η ζωή αρχίζει με τη γέννηση και τελειώνει με το θάνατο και διέγραψε, μέσα σ’ αυτή τη διαδρομή, την υπαρξιακή ανησυχία. Έτσι, η ύπαρξη ενταφιάσθηκε μέσα στην αντίληψη του γραμμικού χρόνου που απέσπασε τον άνθρωπο από την ανησυχία, η οποία, βέβαια, εάν υπήρχε θα κρατούσε ζώσα την ύπαρξή του μέσα στο συνεχές παρόν. Σε κάθε προσπάθεια που επιχειρεί ο άνθρωπος να ξεχωρίσει, εκφράζοντας την ύπαρξή του δημιουργικά, δέχεται πολεμική.
Οι άθλοι, λοιπόν, θα χρειαστούν, όχι μόνον, για να αντιμετωπίσει τις δικές του αδυναμίες αλλά και για να αντιμετωπίσει τους άλλους, που έρχονται αντιμέτωποι σ’ αυτή του την πορεία. Όταν ο άνθρωπος γίνει ο εαυτός του, τότε είναι ο Ένας («Όταν είμαι ο Ένας /Είμαι ο άλλος»)που σημαίνει ότι έχει τη δυνατότητα και την ελευθερία να γίνει ο άλλος, να τον κατανοήσει και συνεπώς να τον αντιμετωπίσει σωστά, χωρίς να χάνεται.
Δεν υπάρχει στιγμή που δεν συμβαίνει κάποια μεταβολή, μέσα στη ροή των πραγμάτων( « τα πάντα ρει και ουδέν μένει») κατά τον Ηράκλειτο.
Εάν, λοιπόν, χάσει την ανάμνηση και την ανησυχία που κρατά ζωντανή την ύπαρξή του και τον συνδέει με τη ψυχή και τη συνείδηση, τότε είναι επόμενο να μην διαχειρίζεται το χρόνο σωστά.
Το συλλογικό ασυνείδητο κρύβει τον κίνδυνο της απώλειας, μέσα σ’ αυτό η σχετικότητα μεσολαβεί και επέρχεται η λήθη. Ως επι τω πλείστον, ο άνθρωπος δεν θέλει να διαφέρει από τους άλλους για να μη νιώθει μοναξιά, θέλει να είναι αποδεκτός και δεν διαγωνίζεται ως προς το να κρατήσει ακέραιη την ανάμνηση της υπαρξιακής του αλήθειας, για πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους είναι, ότι κανένας δεν του το ζητάει αυτό, ούτε η κοινωνία, ούτε η οικογένεια, επομένως υπόκειται τη λήθη. Η διαφορά είναι λεπτή εάν την υπόκειται με επίγνωση ή ανεπίγνωτα!
Ο Οδυσσέας δίνει το όνομα ο Κανένας μέσα στο σπήλαιο του Κύκλωπα Πολύφημου, αυτό δείχνει ότι είχε επίγνωση. Αν αντιπαραβάλουμε το σπήλαιο με το συλλογικό ασυνείδητο, ο κίνδυνος αυτός, της λήθης, συμβαίνει ως επί τω πλείστον ανεπίγνωτα.
Η υπαρξιακή ανησυχία στη σχετικότητα του χωροχρόνου, είναι απαραίτητη ώστε να διατηρηθεί η αλήθεια πως ο άνθρωπος είναι παιδί του σύμπαντος.
Ο Όμηρος λειτουργεί ως μύστης, περιγράφοντας, με θαυμαστή λεπτομέρεια την περιπέτεια, ουσιαστικά, της επιστροφής της ψυχής στον πραγματικό της προορισμό, μέσω των άθλων που επιτελεί σ’ όλο το διάβα της πορείας της. Και, ιδιαιτέρως, θαυμαστό είναι το γεγονός, ότι ο Όμηρος είχε τη διόραση ώστε να «βλέπει» τα ορατά και τα αόρατα και να διαθέτει τη γνώση των φυσικών και υπερφυσικών φαινομένων!
Αδυνατούμε να εκτιμήσουμε το θαύμα του Ομηρικού λόγου στην πληρότητά του, μέσω του οποίου γίνεται μια διαχρονική πρόταση, ιδιαίτερα στον Έλληνα ώστε να εντρυφήσει στο νόημα της ζωής και κυρίως να αντιμετωπίσει τη ζωή ως σύγχρονος Οδυσσέας. Κατά την πορεία της αυτογνωσίας έρχεται αντιμέτωπος με τον κατώτερο εαυτό του, τον υποτάσσει και κυριαρχεί σ’ αυτόν, με τη βοήθεια της θεάς της Σοφίας (Αθηνά) . Άλλωστε, η κατάκτηση γνώσεων, σχετικών μ’ αυτό που είναι ο ίδιος και ακόμα δεν το γνωρίζει, φυσικά, προϋποθέτει άθλους, καθώς, μέσω της σχετικότητας, μετέρχεται αντιθετικών δυνάμεων, που εντός του κυοφορεί.
Δεν είναι ένα επίτευγμα ακατόρθωτο για τον άνθρωπο· χωρίς όμως την σωστή αξιολόγηση της ζωής, η οποία δεν διακόπτεται αλλά συνεχίζεται από τη μια διάσταση στην άλλη, θα ήταν αδύνατο.
Ο Οδυσσέας συμβολίζει την ανθρώπινη ψυχή, ενώ το σπήλαιο αποτελεί ένα σύμβολο του συλλογικού ασυνειδήτου μέσα στο οποίο η ψυχή χάνει την ταυτότητά της και γίνεται ο Κανένας, όνομα με το οποίο ο Οδυσσέας συστήνεται στον Κύκλωπα.
“Κύκλωπα, τ' ὄνομά μου θές ; Ἐγὼ σ' τὸ φανερώνω•
κι ἐσὺ τὸ δῶρο ποὺ ἔταξες νὰ μὲ φιλέψης τώρα.
Κανένας ὄνομα ἔχω ἐγώ•
Κανένα μὲ φωνάζουν κι ἡ μάνα μου κι ὁ κύρης μου, κι οἱ ἄλλοι μου οἱ συντρόφοι.”
Ομήρου Οδύσσεια [ραψωδία ι στίχ.364-367 ]
Ο Οδυσσέας αυτοχαρακτηρίζεται « ο Κανένας», γεγονός που σημαίνει ότι έχει την επίγνωση του κινδύνου και της απώλειας του εαυτού του μέσα στο σπήλαιο (συλλογικό ασυνείδητο).
Η επίγνωση του κινδύνου, βέβαια, είναι πρωταρχική στην πορεία της αυτογνωσίας. Καθώς συνειδητοποιεί ο άνθρωπος τον κίνδυνο, εστιάζει την προσοχή του στον αυτοέλεγχο, χρησιμοποιεί τον νου και μάχεται ενάντια σε ό,τι τον παγιδεύει.
Ο άνθρωπος δεν έχει την επίγνωση του κινδύνου χωρίς την αυτοπαρατήρηση. Είναι γεγονός, ότι, μέσω του ατομικού εγώ, έχει σχέση με το συλλογικό ασυνείδητο και τότε, παθητικά, παραχωρεί την ύπαρξή του στους άλλους, τους πολλούς («όταν είμαι οι άλλοι /είμαι ο κανένας»).
Κι αυτή η απουσία επιγνώσεως είναι καθοριστική, με αποτέλεσμα να χάνει τη μνήμη και να αποσυνδέεται από τη μοναδικότητά του.Το ατομικό εγώ προσφέρει το έδαφος ώστε να καλλιεργηθεί, ανεξέλεγκτα, κάθε είδους υποβολή που προέρχεται από το συλλογικό ασυνείδητο κι απ’ ό,τι συνιστά το κατεστημένο, τις αντιλήψεις, τις συνήθειες που επικρατούν στο πνεύμα των πολλών. Υπάρχει μια σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ του εγώ και του κόσμου.
“ΕΓΩ είναι ένας άλλος” γράφει ο Rimbaud. Και ο Γεώργιος Σεφέρης, σχολιάζοντας στο δοκίμιό του «Το ημερολόγιο της Κυρίας Έρσης», γράφει: «αυτό που λέγεται εγώ μπορεί ν’ ανήκει σε πολλούς ανθρώπους..». Ασφαλώς και ανήκει σε πολλούς ανθρώπους, θα λέγαμε, για το λόγο ότι το εγώ, που είναι δέκτης σχηματοποιείται από τις επιρροές των άλλων, όχι όμως μόνον απ’ αυτές, φέρει και καταβολές!
Το «εγώ» αποτελεί έναν, κατ’ επίφαση, θώρακα αυτοπροστασίας. Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για αποκλεισμό καθώς ο άνθρωπος παραμένει μέσα στο χώρο της σχετικότητας ως αγνοών και αγνοούμενος.
Ο καθείς αποτελεί μια μοναδικότητα ανεπανάληπτη, δεν έχει όμως αποκτήσει επίγνωση της μοναδικότητάς του κι όταν την αποκτήσει δεν είναι εύκολο να τη διατηρήσει στη σχετικότητα του χωροχρόνου· αυτό προϋποθέτει άθλους.
Το ατομικό εγώ, που ισχυροποιείται, μέσω του ενστίκτου της επιβιώσεως, μάχεται την επίγνωση της μοναδικότητας και έρχεται σ’ αντίθεση με τον αγώνα της αυτογνωσίας.
Η υλιστική κοσμοθεωρία και το σύστημα που επικρατεί, κατέλυσε κάθε τέτοια ανάμνηση, δημιούργησε την εντύπωση του γραμμικού χρόνου, κατά την οποία, η ζωή αρχίζει με τη γέννηση και τελειώνει με το θάνατο και διέγραψε, μέσα σ’ αυτή τη διαδρομή, την υπαρξιακή ανησυχία. Έτσι, η ύπαρξη ενταφιάσθηκε μέσα στην αντίληψη του γραμμικού χρόνου που απέσπασε τον άνθρωπο από την ανησυχία, η οποία, βέβαια, εάν υπήρχε θα κρατούσε ζώσα την ύπαρξή του μέσα στο συνεχές παρόν. Σε κάθε προσπάθεια που επιχειρεί ο άνθρωπος να ξεχωρίσει, εκφράζοντας την ύπαρξή του δημιουργικά, δέχεται πολεμική.
Οι άθλοι, λοιπόν, θα χρειαστούν, όχι μόνον, για να αντιμετωπίσει τις δικές του αδυναμίες αλλά και για να αντιμετωπίσει τους άλλους, που έρχονται αντιμέτωποι σ’ αυτή του την πορεία. Όταν ο άνθρωπος γίνει ο εαυτός του, τότε είναι ο Ένας («Όταν είμαι ο Ένας /Είμαι ο άλλος»)που σημαίνει ότι έχει τη δυνατότητα και την ελευθερία να γίνει ο άλλος, να τον κατανοήσει και συνεπώς να τον αντιμετωπίσει σωστά, χωρίς να χάνεται.
Δεν υπάρχει στιγμή που δεν συμβαίνει κάποια μεταβολή, μέσα στη ροή των πραγμάτων( « τα πάντα ρει και ουδέν μένει») κατά τον Ηράκλειτο.
Εάν, λοιπόν, χάσει την ανάμνηση και την ανησυχία που κρατά ζωντανή την ύπαρξή του και τον συνδέει με τη ψυχή και τη συνείδηση, τότε είναι επόμενο να μην διαχειρίζεται το χρόνο σωστά.
Το συλλογικό ασυνείδητο κρύβει τον κίνδυνο της απώλειας, μέσα σ’ αυτό η σχετικότητα μεσολαβεί και επέρχεται η λήθη. Ως επι τω πλείστον, ο άνθρωπος δεν θέλει να διαφέρει από τους άλλους για να μη νιώθει μοναξιά, θέλει να είναι αποδεκτός και δεν διαγωνίζεται ως προς το να κρατήσει ακέραιη την ανάμνηση της υπαρξιακής του αλήθειας, για πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους είναι, ότι κανένας δεν του το ζητάει αυτό, ούτε η κοινωνία, ούτε η οικογένεια, επομένως υπόκειται τη λήθη. Η διαφορά είναι λεπτή εάν την υπόκειται με επίγνωση ή ανεπίγνωτα!
Ο Οδυσσέας δίνει το όνομα ο Κανένας μέσα στο σπήλαιο του Κύκλωπα Πολύφημου, αυτό δείχνει ότι είχε επίγνωση. Αν αντιπαραβάλουμε το σπήλαιο με το συλλογικό ασυνείδητο, ο κίνδυνος αυτός, της λήθης, συμβαίνει ως επί τω πλείστον ανεπίγνωτα.
Η υπαρξιακή ανησυχία στη σχετικότητα του χωροχρόνου, είναι απαραίτητη ώστε να διατηρηθεί η αλήθεια πως ο άνθρωπος είναι παιδί του σύμπαντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου