Κάποτε στο νησί Οάχου της Χαβάης, ένας πεινασμένος άντρας που τον έλεγαν Καπόι, σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο, στη φωλιά μιας κουκουβάγιας και πήρε μερικά αυγά. Καθώς τα τύλιγε μέσα σε φύλλα και ετοιμαζόταν να τα μαγειρέψει στη φωτιά, μια κουκουβάγια τον πλησίασε και κάθησε σ' ένα δέντρο παραδίπλα.
"Σε παρακαλώ, μην καταστρέψεις τα αυγά μου, Καπόι", έσκουξε η κουκουβάγια.
Το στομάχι του νεαρού, γουργούριζε από την πείνα. Γιατί να τα επιστρέψει, αφού τα είχε βρει αφύλαχτα?
"Είναι δικά μου τώρα", αποκρίθηκε.
"Σε ικετεύω Καπόι, μην σκοτώσεις τα παιδιά μου", είπε η κουκουβάγια φτερουγίζοντας.
Ο Καπόι ντράπηκε για τον εγωισμό του. Ξαφνικά, δεν ένοιωθε πια τόσο πεινασμένος. Πως μπορούσε να φάει τα αυγά, με την κουκουβάγια να τον παρακολουθεί?
"Έλα, λοιπόν, να τα πάρεις. Δεν μπορώ να περνάω εγώ καλά σε βάρος κάποιου άλλου", είπε.
Η κουκουβάγια κάθησε στον ώμο του και ψιθύρισε, "Σ' ευχαριστώ, Καπόι. Το όνομά μου είναι Πουέο και είμαι ένας θεός, που εσείς οι θνητοί δεν γνωρίζετε ακόμη. Χτίσε μου ένα βωμό και εγώ θα σας προστατεύω απ' όλα τα κακά".
Ένας θεός που υπόσχεται να προστατεύει τους ανθρώπους από το κακό! Ο Καπόι πήρε πέτρες και ξύλα και έφτιαξε ένα μικρό βωμό. Ύστερα, έκανε θυσία στο θεό - κουκουβάγια. Ο καπνός από το βωμό υψώθηκε στον ουρανό, ευχαριστώντας τον Πουέο για την προστασία του. Η κουκουβάγια πέταξε μακριά, σκούζοντας απαλά και ο Καπόι ήξερε πως είχε κάνει το σωστό. Κάποιος όμως πρόσεξε τον καπνό στον ουρανό - κάποιος πολύ ισχυρός. Ήταν ο βασιλιάς του Ουάχου, ο Κακουχιουέουα.
"Τολμάει κάποιος να κάνει θυσία χωρίς την άδειά μου?" ρώτησε κακόκεφα. "Δεν ξέρουν οι άνθρωποι ότι μόνο ο βασιλιάς μπορεί να προσφέρει θυσίες?"
Οι φρουροί του πήγαν να δουν τι συνέβαινε. "Ένας νεαρός προσεύχεται σε κάποιον νέο θεό, την κουκουβάγια Πουέο", ανέφεραν στο βασιλιά.
"Δεν πιστεύω πως υπάρχει τέτοιος θεός", είπε εκείνος. "Φέρτε μου αυτόν τον άντρα. Πρέπει να δικαστεί για υποκρισία και παράβαση των διαταγών μου".
Ένα τεράστιο πλήθος συγκεντρώθηκε στη δίκη του Καπόι.
"Σε πιάσαμε να λατρεύεις ένα θεό που εμείς δεν αναγνωρίζουμε", δήλωσε ο βασιλιάς. "Η θυσία σου, μπορεί να κάνει τη μεγάλη θεά του ηφαιστείου να θυμώσει. Μπορεί να ρίξει στα κεφάλια μας πύρινη βροχή ή ακόμη να βυθίσει το νησί μας. Γι αυτό, Καπόι, σε εξορίζω. Οι φρουροί μου θα σε μεταφέρουν δεμένο σ' ένα έρημο νησί, μακριά απο το σπίτι σου, απ' όπου δε θα επιστρέψεις ποτέ".
Ένα έρημο νησί μακριά από το σπίτι του! Θα ήταν μια υπαίθρια φυλακή, χωρίς κανέναν για να μοιραστεί τη μουσική ή την τροφή, κανέναν για να μιλήσει, καμιά οικογένεια για να επισκεφτεί. "Ω Πουέο", ψιθύρισε ο Καπόι. "Χάρισα τη ζωή στα παιδιά σου. Σώσε με κι εσύ από μια μοίρα που είναι χειρότερη και από θάνατο!"
Αμέσως, ο ουρανός σκοτείνιασε. Ο Καπόι και ο βασιλιάς κοίταξαν ψηλά και είδαν χιλιάδες κουκουβάγιες να ορμούν προς το μέρος τους - ένα θέαμα πολύ παράξενο, αφού οι κουκουβάγιες συνήθως κυκλοφορούν μόνο τη νύχτα, κάτω από το μανδύα του σκοταδιού. Ο αρχηγός των φρουρών σφύριξε μ' ένα μεγάλο κοχύλι και οι υπόλοιποι τράβηξαν τις λόγχες τους και τα ρόπαλά τους, που ήταν φτιαγμένα από δόντια καρχαρία. Οι κουκουβάγιες, κατέβαιναν και χιμούσαν πάνω τους, τρυπώντας τους με τα ράμφη και τα νύχια τους. Οι στρατιώτες μαζεύτηκαν γύρω από το βασιλιά, αφήνοντας τον Καπόι αφύλαχτο. Μια κουκουβάγια ράμφισε το σκοινί γύρω από τους καρπούς του, ελευθερώνοντάς τον. Ήταν ο ίδιος ο Πουέο, που ανταπέδιδε την καλοσύνη που είχε δεχτεί.
"Η κουκουβάγια είναι πράγματι δυνατή ", φώναξε ο βασιλιάς Κακουχιουέουα. "Θα χτίσουμε ναούς και βωμούς στο όνομά της. Θα χορέψουμε προς τιμήν της".
"Και ως ανταπόδοση, εκείνη θα μας προστατεύει", είπε ο Καπόι. "Δοξάστε τον Πουέο! Δοξάστε την κουκουβάγια!"
Το πλήθος επεφήμισε και από τη μέρα εκείνη, οι χαβανέζοι πάντα τιμούν τις κουκουβάγιες..
"Σε παρακαλώ, μην καταστρέψεις τα αυγά μου, Καπόι", έσκουξε η κουκουβάγια.
Το στομάχι του νεαρού, γουργούριζε από την πείνα. Γιατί να τα επιστρέψει, αφού τα είχε βρει αφύλαχτα?
"Είναι δικά μου τώρα", αποκρίθηκε.
"Σε ικετεύω Καπόι, μην σκοτώσεις τα παιδιά μου", είπε η κουκουβάγια φτερουγίζοντας.
Ο Καπόι ντράπηκε για τον εγωισμό του. Ξαφνικά, δεν ένοιωθε πια τόσο πεινασμένος. Πως μπορούσε να φάει τα αυγά, με την κουκουβάγια να τον παρακολουθεί?
"Έλα, λοιπόν, να τα πάρεις. Δεν μπορώ να περνάω εγώ καλά σε βάρος κάποιου άλλου", είπε.
Η κουκουβάγια κάθησε στον ώμο του και ψιθύρισε, "Σ' ευχαριστώ, Καπόι. Το όνομά μου είναι Πουέο και είμαι ένας θεός, που εσείς οι θνητοί δεν γνωρίζετε ακόμη. Χτίσε μου ένα βωμό και εγώ θα σας προστατεύω απ' όλα τα κακά".
Ένας θεός που υπόσχεται να προστατεύει τους ανθρώπους από το κακό! Ο Καπόι πήρε πέτρες και ξύλα και έφτιαξε ένα μικρό βωμό. Ύστερα, έκανε θυσία στο θεό - κουκουβάγια. Ο καπνός από το βωμό υψώθηκε στον ουρανό, ευχαριστώντας τον Πουέο για την προστασία του. Η κουκουβάγια πέταξε μακριά, σκούζοντας απαλά και ο Καπόι ήξερε πως είχε κάνει το σωστό. Κάποιος όμως πρόσεξε τον καπνό στον ουρανό - κάποιος πολύ ισχυρός. Ήταν ο βασιλιάς του Ουάχου, ο Κακουχιουέουα.
"Τολμάει κάποιος να κάνει θυσία χωρίς την άδειά μου?" ρώτησε κακόκεφα. "Δεν ξέρουν οι άνθρωποι ότι μόνο ο βασιλιάς μπορεί να προσφέρει θυσίες?"
Οι φρουροί του πήγαν να δουν τι συνέβαινε. "Ένας νεαρός προσεύχεται σε κάποιον νέο θεό, την κουκουβάγια Πουέο", ανέφεραν στο βασιλιά.
"Δεν πιστεύω πως υπάρχει τέτοιος θεός", είπε εκείνος. "Φέρτε μου αυτόν τον άντρα. Πρέπει να δικαστεί για υποκρισία και παράβαση των διαταγών μου".
Ένα τεράστιο πλήθος συγκεντρώθηκε στη δίκη του Καπόι.
"Σε πιάσαμε να λατρεύεις ένα θεό που εμείς δεν αναγνωρίζουμε", δήλωσε ο βασιλιάς. "Η θυσία σου, μπορεί να κάνει τη μεγάλη θεά του ηφαιστείου να θυμώσει. Μπορεί να ρίξει στα κεφάλια μας πύρινη βροχή ή ακόμη να βυθίσει το νησί μας. Γι αυτό, Καπόι, σε εξορίζω. Οι φρουροί μου θα σε μεταφέρουν δεμένο σ' ένα έρημο νησί, μακριά απο το σπίτι σου, απ' όπου δε θα επιστρέψεις ποτέ".
Ένα έρημο νησί μακριά από το σπίτι του! Θα ήταν μια υπαίθρια φυλακή, χωρίς κανέναν για να μοιραστεί τη μουσική ή την τροφή, κανέναν για να μιλήσει, καμιά οικογένεια για να επισκεφτεί. "Ω Πουέο", ψιθύρισε ο Καπόι. "Χάρισα τη ζωή στα παιδιά σου. Σώσε με κι εσύ από μια μοίρα που είναι χειρότερη και από θάνατο!"
Αμέσως, ο ουρανός σκοτείνιασε. Ο Καπόι και ο βασιλιάς κοίταξαν ψηλά και είδαν χιλιάδες κουκουβάγιες να ορμούν προς το μέρος τους - ένα θέαμα πολύ παράξενο, αφού οι κουκουβάγιες συνήθως κυκλοφορούν μόνο τη νύχτα, κάτω από το μανδύα του σκοταδιού. Ο αρχηγός των φρουρών σφύριξε μ' ένα μεγάλο κοχύλι και οι υπόλοιποι τράβηξαν τις λόγχες τους και τα ρόπαλά τους, που ήταν φτιαγμένα από δόντια καρχαρία. Οι κουκουβάγιες, κατέβαιναν και χιμούσαν πάνω τους, τρυπώντας τους με τα ράμφη και τα νύχια τους. Οι στρατιώτες μαζεύτηκαν γύρω από το βασιλιά, αφήνοντας τον Καπόι αφύλαχτο. Μια κουκουβάγια ράμφισε το σκοινί γύρω από τους καρπούς του, ελευθερώνοντάς τον. Ήταν ο ίδιος ο Πουέο, που ανταπέδιδε την καλοσύνη που είχε δεχτεί.
"Η κουκουβάγια είναι πράγματι δυνατή ", φώναξε ο βασιλιάς Κακουχιουέουα. "Θα χτίσουμε ναούς και βωμούς στο όνομά της. Θα χορέψουμε προς τιμήν της".
"Και ως ανταπόδοση, εκείνη θα μας προστατεύει", είπε ο Καπόι. "Δοξάστε τον Πουέο! Δοξάστε την κουκουβάγια!"
Το πλήθος επεφήμισε και από τη μέρα εκείνη, οι χαβανέζοι πάντα τιμούν τις κουκουβάγιες..
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου