Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια παράξενη πόλη, πρωτεύουσα ενός παράξενου βασιλείου ζούσαν κάτι παράξενοι άνθρωποι για τους οποίους η λέξη παραξενιά ήταν συνώνυμη με την δικιά μας καθημερινότητα. Κάθε παράξενο γι’ αυτούς ήταν τόσο φυσικό όπως είναι για παράδειγμα σε μας παράξενο κάθε μη-φυσιολογικό.
Η νύχτα σε αυτό το βασίλειο φωτίζονταν από δεκάδες ήλιους, ενώ την μέρα ένα ασημένιο φεγγάρι γέμιζε με σκιές τους δρόμους της πόλης. Ο ουρανός είχε χρώμα κόκκινο κι έβρεχε μόνο όταν τα μαύρα σύννεφα κρυβόταν πίσω από τα βουνά. Το χιόνι ήταν μαύρο, τα φυτά και τα δέντρα περπατούσαν στους δρόμους, τα ζώα μιλούσαν με ανθρώπινη λαλιά, κι οι άνθρωποι, αχ αυτοί οι άνθρωποι είχαν την μεγαλύτερη παραξενιά που μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους: Δεν είχαν ανάγκες. Καμία ανάγκη. Κανείς τους δεν πεινούσε ποτέ, δεν διψούσε, δεν κρύωνε, δεν ένοιωθε, πόνο, φόβο, στέρηση, άρνηση, νοσταλγία, μοναξιά. Τουλάχιστον έτσι νόμισα, αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση που αποκόμισα, όταν πριν από χρόνια βρέθηκα τυχαία στο βασίλειο αυτό και παρασυρόμενος από την άκρατη περιέργεια της νιότης μου, πέρασα ένα χάλκινο απόβραδο την τεράστια μεταλλική πύλη για να βρεθώ πίσω απ τα τείχη της παράξενης αυτής πόλης.
Ήταν Καλοκαίρι και χιόνιζε, κι εγώ περπατούσα στους μαύρους της δρόμους χωρίς κανείς να μου δίνει σημασία. Ξενοδοχεία δεν υπήρχαν (κι ο ύπνος ανάγκη δεν είναι;) φαγάδικα δεν υπήρχαν, βρύσες για να ξεδιψάνε τα άλογα ούτε λόγος, κι οι άνθρωποι στους δρόμους και στις δουλειές τους να μοιάζουν απλοί κι ευτυχισμένοι, κανείς τους να μην κρυώνει –και πώς να μην είναι ευτυχισμένος χωρίς τις ανάγκες του ο άνθρωπος σκέφτηκα (έτσι νόμιζα τότε.)
Ήμουν τόσο κουρασμένος όμως κι ήθελα κάπου να πάω, κάτι να βρω για να πλαγιάσω, ένα καταφύγιο να προστατευτώ από το κρύο και την παγωνιά. Ξαφνικά, και πίσω απ τις μαύρες νιφάδες του χιονιού, είδα ένα δέντρο από μακριά να με πλησιάζει. Ήταν ένα δέντρο θεόρατο, λυγερό και πυκνόφυλλο. Το παρακάλεσα να μείνει κοντά μου για να ξαπλώσω στις ρίζες του να ξαποστάσω. Υπάκουσε. Έγειρε πάνω μου το υγρό φύλλωμά του και μ” αγκάλιασε σαν χάδι.
Πόσες ώρες κοιμήθηκα… Δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Μπορεί μια στιγμή, ένα λεπτό, μπορεί ώρες, ώρες ατέλειωτες. Αυτό που κάποτε με ξύπνησε ήταν ο ήχος μιας λανθάνουσας συγχορδίας και μια βαθιά, αισθαντική φωνή που ακροβατούσε αντιστικτικά πάνω σε μια μελωδία νέα και παλιά, όπως νέο και παλιό είναι κάθε παιδικό όνειρο όταν το βλέπουμε πια ξανά στην αβάσταχτη ωριμότητά μας. Άνοιξα τρομαγμένος τα μάτια μου, κι αυτό που αντίκρισα ήταν η μορφή ενός γκρίζου γάτου να κρατά μια ξύλινη κιθάρα στην τριχωτή αγκαλιά του. Και να τραγουδάει. Κι ήταν ένα τραγούδι νοσταλγικό. Τρυφερό. Αβάσταχτο. Ένα τραγούδι που μιλούσε όπως κάθε τραγούδι: Για τον έρωτα. Σκέφτηκα ότι εδώ κάτι δεν πάει καλά. «Γάτε» του λέω «…κι ο έρωτας ανάγκη δεν είναι; Προς τι λοιπόν το τραγούδι;» «Τούτη η πόλη δεν έχει έρωτα, έχει μαγνητισμό» μου απάντησε ο γάτος, τρίβοντας τα μουστάκια του και γουργουρίζοντας σαν αδέκαρος βασιλιάς. «Να προσέχεις Άνθρωπε Της Ανάγκης τον μαγνητισμό…» μου φώναξε σιβυλλικά κι αφού τίναξε την ουρά του δεξιά κι αριστερά, μ ένα σάλτο πήδηξε μακριά μου κι εξαφανίστηκε στο σκοτάδι της μέρας.
Δεν πρόλαβα να σκεφτώ κάτι περισσότερο όταν από μακριά είδα να ξεπροβάλλει η μορφή μιας γυναικείας φιγούρας. Κι όχι βέβαια μιας οποιασδήποτε γυναίκας, αλλά της ωραιότερης γυναίκας του κόσμου. Τουλάχιστον της ωραιότερης γυναίκας που είχαν αντικρίσει ποτέ τα μάτια μου –το ίδιο δεν είναι;
Δεν θα προσπαθήσω να την περιγράψω. Όχι δεν θα κάνω αυτό το λάθος. Πώς μπορεί κανείς να μεταφέρει την τελειότητα σε μια κόλλα χαρτί, να υποκαταστήσει την θεϊκή έμπνευση στηριζόμενος σε ξόανα και δεκανίκια; Το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα και χωρίς να υποπέσω στο λάθος της ύβρης είναι ότι τα μάτια της ήταν τα πιο πράσινα-πράσινα μάτια που έχει δημιουργήσει ο Πλάστης. Εκείνη περνώντας σε λίγο από κοντά μου, γύρισε και μου χάρισε ένα χαμόγελο της. Τα ‘χασα. Σηκώθηκα σαν κεραυνοβολημένος με πρόθεση να την πλησιάσω κι άλλο, να της μιλήσω. Αλίμονο …μια αόρατη δύναμη σαν δίνη με απωθούσε κρατώντας με πεισματικά μακριά της. Τα ‘χασα. Εκείνη κατάλαβε την έκπληξη μου και γέλασε χαριτωμένα. «…δεν μ αγαπάς, γι αυτό!» μου πέταξε μαλώνοντας με λες τρυφερά κι απομακρύνθηκε. Απέραντη θλίψη γέμισε απ’ άκρη σ” άκρη κάθε μου κύτταρο. Πώς ήταν δυνατόν να μην αγαπήσει κανείς την τελειότητα;
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Παρέμεινα στο ίδιο μέρος με την ελπίδα ότι και την άλλη μέρα, θα περάσει η γυναίκα, και θα την ξαναδώ, και ίσως ποιος ξέρει, να καταφέρω να της μιλήσω. Πράγματι την επομένη και την ίδια περίπου ώρα έκανε την εμφάνιση της από μακριά. Και πάλι προσπάθησα να την πλησιάσω, να της μιλήσω, αλλά η αόρατη εκείνη δύναμη με κράτησε μακριά της, πεισματικά, παράλογα, ανεξήγητα. «Έχεις τα πιο πράσινα-πράσινα μάτια…» κατάφερα να της πω πριν χαθεί στο σκοτάδι της μέρας. Μπόρεσα όμως να συλλάβω έστω και φευγαλέα το χλωμό της πρόσωπο να γυρίζει προς το μέρος μου, και να μου χαμογελά με μια αίσθηση απέριττης μελαγχολίας. Κάτι μέσα μου σκίρτησε. Ένας παλμός άρχισε το μονότονα επαναλαμβανόμενο ρυθμικό του μέτρο. Και κατάλαβα –έτσι απλά- ότι πια δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτή τη γυναίκα. Έτσι απλά…
Την άλλη μέρα έγινε το ίδιο. Και την άλλη. Και την άλλη. Μόνο που τώρα πια, μέρα με την μέρα, η αόρατη αυτή δίνη, που σαν μέγγενη μας απωθούσε, εξασθένιζε. Μέρα με την μέρα ό, τι μας κρατούσε μακριά, έδινε την θέση του σε κάτι άλλο, που έμοιαζε με φυγόκεντρη δύναμη, με έλξη, με παραδοχή, με ακαταμάχητη ανάγκη για προσέγγιση. Καθημερινά περνούσε απ το στέκι μου και μιλούσαμε. Μιλούσαμε με τις ώρες. Για πράγματα έξω από μας, για πράγματα δικά μας, για τα όνειρά μας, τις ελπίδες, τους φόβους μας. Κάποια μέρα μάλιστα κατάφερα να την πλησιάσω τόσο ώστε μπόρεσα να την αγγίξω –κι όταν την άγγιξα νόμισα πως θα πέθαινα…
Πέρασε λοιπόν πολύς καιρός έτσι. Μήνες. Ώσπου μια μέρα η γυναίκα δεν εμφανίστηκε. Δεν ξαναπέρασε απ το μέρος μου. Στην αρχή σκέφτηκα ότι κάτι θα της έτυχε, μια μικρή αδιαθεσία, μια επείγουσα δουλειά. Δεν ανησύχησα. Όταν όμως και την επόμενη μέρα δεν εμφανίστηκε, τρόμος γέμισε κάθε μου ύπαρξη. Τι είχε γίνει; Γιατί εξαφανίστηκε; Ποτέ της δεν μ αγάπησε; Απαρηγόρητος ήμουν. Χωρίς ζωή ήμουν. Χωρίς ανάσα. Σε βαθύ συλλογισμό και μελαγχολία βυθίστηκα. Κι εκεί που είχα αρχίσει να συμβιβάζομαι με την κακιά μου μοίρα, με την άτυχη ζωή μου, με τον αβάσταχτο πόνο μου, ένοιωσα το κορμί μου ξαφνικά να δονείται. Όλες μου οι ίνες κυκλώθηκαν λες από μια αόρατη δύναμη, και τα άκρα μου, σαν μαριονέτας άκρα, πήραν ένα δρόμο τυφλό και παράλογο. Ξαφνικά το κορμί μου το ένοιωσα, το αφουγκράστηκα, το είδα να αιωρείται. Κι είχε αρχίσει να με τυλίγει το σεντόνι της απόλυτης, της παράλογης τρέλας, όταν μια σκέψη σαν αποκάλυψη διαπέρασε το λογικό μου. Ήταν αυτήν. Ναι αυτήν. Μόνο αυτή θα μπορούσε να είναι. Κοίταξα στο βάθος του ορίζοντα. Πράγματι, είδα τη σιλουέτα της να πετά με ταχύτητα προς το μέρος μου. «Τα μάτια σου είναι το πιο σκληρό ναρκωτικό μου» πρόλαβε να μου πει μια στιγμή πριν, σαν δυο αντίρροποι κομήτες συγκρουστούμε με μια ασύλληπτης έντασης ερωτική μανία στο άπειρο…
Η νύχτα σε αυτό το βασίλειο φωτίζονταν από δεκάδες ήλιους, ενώ την μέρα ένα ασημένιο φεγγάρι γέμιζε με σκιές τους δρόμους της πόλης. Ο ουρανός είχε χρώμα κόκκινο κι έβρεχε μόνο όταν τα μαύρα σύννεφα κρυβόταν πίσω από τα βουνά. Το χιόνι ήταν μαύρο, τα φυτά και τα δέντρα περπατούσαν στους δρόμους, τα ζώα μιλούσαν με ανθρώπινη λαλιά, κι οι άνθρωποι, αχ αυτοί οι άνθρωποι είχαν την μεγαλύτερη παραξενιά που μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους: Δεν είχαν ανάγκες. Καμία ανάγκη. Κανείς τους δεν πεινούσε ποτέ, δεν διψούσε, δεν κρύωνε, δεν ένοιωθε, πόνο, φόβο, στέρηση, άρνηση, νοσταλγία, μοναξιά. Τουλάχιστον έτσι νόμισα, αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση που αποκόμισα, όταν πριν από χρόνια βρέθηκα τυχαία στο βασίλειο αυτό και παρασυρόμενος από την άκρατη περιέργεια της νιότης μου, πέρασα ένα χάλκινο απόβραδο την τεράστια μεταλλική πύλη για να βρεθώ πίσω απ τα τείχη της παράξενης αυτής πόλης.
Ήταν Καλοκαίρι και χιόνιζε, κι εγώ περπατούσα στους μαύρους της δρόμους χωρίς κανείς να μου δίνει σημασία. Ξενοδοχεία δεν υπήρχαν (κι ο ύπνος ανάγκη δεν είναι;) φαγάδικα δεν υπήρχαν, βρύσες για να ξεδιψάνε τα άλογα ούτε λόγος, κι οι άνθρωποι στους δρόμους και στις δουλειές τους να μοιάζουν απλοί κι ευτυχισμένοι, κανείς τους να μην κρυώνει –και πώς να μην είναι ευτυχισμένος χωρίς τις ανάγκες του ο άνθρωπος σκέφτηκα (έτσι νόμιζα τότε.)
Ήμουν τόσο κουρασμένος όμως κι ήθελα κάπου να πάω, κάτι να βρω για να πλαγιάσω, ένα καταφύγιο να προστατευτώ από το κρύο και την παγωνιά. Ξαφνικά, και πίσω απ τις μαύρες νιφάδες του χιονιού, είδα ένα δέντρο από μακριά να με πλησιάζει. Ήταν ένα δέντρο θεόρατο, λυγερό και πυκνόφυλλο. Το παρακάλεσα να μείνει κοντά μου για να ξαπλώσω στις ρίζες του να ξαποστάσω. Υπάκουσε. Έγειρε πάνω μου το υγρό φύλλωμά του και μ” αγκάλιασε σαν χάδι.
Πόσες ώρες κοιμήθηκα… Δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Μπορεί μια στιγμή, ένα λεπτό, μπορεί ώρες, ώρες ατέλειωτες. Αυτό που κάποτε με ξύπνησε ήταν ο ήχος μιας λανθάνουσας συγχορδίας και μια βαθιά, αισθαντική φωνή που ακροβατούσε αντιστικτικά πάνω σε μια μελωδία νέα και παλιά, όπως νέο και παλιό είναι κάθε παιδικό όνειρο όταν το βλέπουμε πια ξανά στην αβάσταχτη ωριμότητά μας. Άνοιξα τρομαγμένος τα μάτια μου, κι αυτό που αντίκρισα ήταν η μορφή ενός γκρίζου γάτου να κρατά μια ξύλινη κιθάρα στην τριχωτή αγκαλιά του. Και να τραγουδάει. Κι ήταν ένα τραγούδι νοσταλγικό. Τρυφερό. Αβάσταχτο. Ένα τραγούδι που μιλούσε όπως κάθε τραγούδι: Για τον έρωτα. Σκέφτηκα ότι εδώ κάτι δεν πάει καλά. «Γάτε» του λέω «…κι ο έρωτας ανάγκη δεν είναι; Προς τι λοιπόν το τραγούδι;» «Τούτη η πόλη δεν έχει έρωτα, έχει μαγνητισμό» μου απάντησε ο γάτος, τρίβοντας τα μουστάκια του και γουργουρίζοντας σαν αδέκαρος βασιλιάς. «Να προσέχεις Άνθρωπε Της Ανάγκης τον μαγνητισμό…» μου φώναξε σιβυλλικά κι αφού τίναξε την ουρά του δεξιά κι αριστερά, μ ένα σάλτο πήδηξε μακριά μου κι εξαφανίστηκε στο σκοτάδι της μέρας.
Δεν πρόλαβα να σκεφτώ κάτι περισσότερο όταν από μακριά είδα να ξεπροβάλλει η μορφή μιας γυναικείας φιγούρας. Κι όχι βέβαια μιας οποιασδήποτε γυναίκας, αλλά της ωραιότερης γυναίκας του κόσμου. Τουλάχιστον της ωραιότερης γυναίκας που είχαν αντικρίσει ποτέ τα μάτια μου –το ίδιο δεν είναι;
Δεν θα προσπαθήσω να την περιγράψω. Όχι δεν θα κάνω αυτό το λάθος. Πώς μπορεί κανείς να μεταφέρει την τελειότητα σε μια κόλλα χαρτί, να υποκαταστήσει την θεϊκή έμπνευση στηριζόμενος σε ξόανα και δεκανίκια; Το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα και χωρίς να υποπέσω στο λάθος της ύβρης είναι ότι τα μάτια της ήταν τα πιο πράσινα-πράσινα μάτια που έχει δημιουργήσει ο Πλάστης. Εκείνη περνώντας σε λίγο από κοντά μου, γύρισε και μου χάρισε ένα χαμόγελο της. Τα ‘χασα. Σηκώθηκα σαν κεραυνοβολημένος με πρόθεση να την πλησιάσω κι άλλο, να της μιλήσω. Αλίμονο …μια αόρατη δύναμη σαν δίνη με απωθούσε κρατώντας με πεισματικά μακριά της. Τα ‘χασα. Εκείνη κατάλαβε την έκπληξη μου και γέλασε χαριτωμένα. «…δεν μ αγαπάς, γι αυτό!» μου πέταξε μαλώνοντας με λες τρυφερά κι απομακρύνθηκε. Απέραντη θλίψη γέμισε απ’ άκρη σ” άκρη κάθε μου κύτταρο. Πώς ήταν δυνατόν να μην αγαπήσει κανείς την τελειότητα;
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Παρέμεινα στο ίδιο μέρος με την ελπίδα ότι και την άλλη μέρα, θα περάσει η γυναίκα, και θα την ξαναδώ, και ίσως ποιος ξέρει, να καταφέρω να της μιλήσω. Πράγματι την επομένη και την ίδια περίπου ώρα έκανε την εμφάνιση της από μακριά. Και πάλι προσπάθησα να την πλησιάσω, να της μιλήσω, αλλά η αόρατη εκείνη δύναμη με κράτησε μακριά της, πεισματικά, παράλογα, ανεξήγητα. «Έχεις τα πιο πράσινα-πράσινα μάτια…» κατάφερα να της πω πριν χαθεί στο σκοτάδι της μέρας. Μπόρεσα όμως να συλλάβω έστω και φευγαλέα το χλωμό της πρόσωπο να γυρίζει προς το μέρος μου, και να μου χαμογελά με μια αίσθηση απέριττης μελαγχολίας. Κάτι μέσα μου σκίρτησε. Ένας παλμός άρχισε το μονότονα επαναλαμβανόμενο ρυθμικό του μέτρο. Και κατάλαβα –έτσι απλά- ότι πια δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτή τη γυναίκα. Έτσι απλά…
Την άλλη μέρα έγινε το ίδιο. Και την άλλη. Και την άλλη. Μόνο που τώρα πια, μέρα με την μέρα, η αόρατη αυτή δίνη, που σαν μέγγενη μας απωθούσε, εξασθένιζε. Μέρα με την μέρα ό, τι μας κρατούσε μακριά, έδινε την θέση του σε κάτι άλλο, που έμοιαζε με φυγόκεντρη δύναμη, με έλξη, με παραδοχή, με ακαταμάχητη ανάγκη για προσέγγιση. Καθημερινά περνούσε απ το στέκι μου και μιλούσαμε. Μιλούσαμε με τις ώρες. Για πράγματα έξω από μας, για πράγματα δικά μας, για τα όνειρά μας, τις ελπίδες, τους φόβους μας. Κάποια μέρα μάλιστα κατάφερα να την πλησιάσω τόσο ώστε μπόρεσα να την αγγίξω –κι όταν την άγγιξα νόμισα πως θα πέθαινα…
Πέρασε λοιπόν πολύς καιρός έτσι. Μήνες. Ώσπου μια μέρα η γυναίκα δεν εμφανίστηκε. Δεν ξαναπέρασε απ το μέρος μου. Στην αρχή σκέφτηκα ότι κάτι θα της έτυχε, μια μικρή αδιαθεσία, μια επείγουσα δουλειά. Δεν ανησύχησα. Όταν όμως και την επόμενη μέρα δεν εμφανίστηκε, τρόμος γέμισε κάθε μου ύπαρξη. Τι είχε γίνει; Γιατί εξαφανίστηκε; Ποτέ της δεν μ αγάπησε; Απαρηγόρητος ήμουν. Χωρίς ζωή ήμουν. Χωρίς ανάσα. Σε βαθύ συλλογισμό και μελαγχολία βυθίστηκα. Κι εκεί που είχα αρχίσει να συμβιβάζομαι με την κακιά μου μοίρα, με την άτυχη ζωή μου, με τον αβάσταχτο πόνο μου, ένοιωσα το κορμί μου ξαφνικά να δονείται. Όλες μου οι ίνες κυκλώθηκαν λες από μια αόρατη δύναμη, και τα άκρα μου, σαν μαριονέτας άκρα, πήραν ένα δρόμο τυφλό και παράλογο. Ξαφνικά το κορμί μου το ένοιωσα, το αφουγκράστηκα, το είδα να αιωρείται. Κι είχε αρχίσει να με τυλίγει το σεντόνι της απόλυτης, της παράλογης τρέλας, όταν μια σκέψη σαν αποκάλυψη διαπέρασε το λογικό μου. Ήταν αυτήν. Ναι αυτήν. Μόνο αυτή θα μπορούσε να είναι. Κοίταξα στο βάθος του ορίζοντα. Πράγματι, είδα τη σιλουέτα της να πετά με ταχύτητα προς το μέρος μου. «Τα μάτια σου είναι το πιο σκληρό ναρκωτικό μου» πρόλαβε να μου πει μια στιγμή πριν, σαν δυο αντίρροποι κομήτες συγκρουστούμε με μια ασύλληπτης έντασης ερωτική μανία στο άπειρο…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου