| Φωτογραφία: Μνηστηροφονία, Ζωγράφος του Ιξίονα
Ο Οδυσσέας πετάει τα κουρέλια από πάνω του, πετιέται στο κεντρικό κατώφλι κρατώντας το τόξο και τη γεμάτη φαρέτρα, βάζει μπρος του τα βέλη και φωνάζει στους μνηστήρες:
Το πρώτο μου κατόρθωμα το εκτέλεσα, τώρα βάζω έναν άλλο στόχο, που κανένας ως τώρα δεν τον πέτυχε, θα δω αν ο Απόλλωνας θα μου κάνει αυτή τη χάρη, να τον κερδίσω.
Το πρώτο «πικρόν» βέλος χτυπάει τον Αντίνοο, τη στιγμή όπου άπλωνε το χέρι κι έπιανε ένα όμορφο χρυσό κύπελλο να πιει κρασί, δίχως καμιά σκέψη θανάτου. Το βέλος τον χτύπησε στον λαιμό, το χτύπημα είναι «αμπερές», διαμπερές: το ίδιο επίθετο χρησιμοποίησε ο ποιητής κι όταν μίλησε για την επιτυχία του Οδυσσέα στο αγώνισμα με τα τσεκούρια. Μπορεί το πράγμα να μην είναι τυχαίο.
Ο Αντίνοος «έγειρε από το ένα μέρος, το κύπελλο του έπεσε απ’ το χέρι κι έτρεξε αμέσως το αίμα ποτάμι απ’ τα ρουθούνια, ενώ κλοτσώντας ο ίδιος σπασμωδικά το τραπέζι έριχνε τα φαγιά στο χώμα, που ανακατεύονταν με τα ψωμιά και τα ψημένα κρέατα».
Οι μνηστήρες δεν συνειδητοποιούν αμέσως τον κίνδυνο. Ακόμα και τώρα νομίζουν πως ο θάνατος του Αντίνοου είναι το αποτέλεσμα ενός λάθους: ο Οδυσσέας σκόπευσε λάθος, γι’ αυτό δεν θα τον αφήσουν άλλο να πάρει μέρος στο αγώνισμα του τόξου!
Όμως αυτός θα τους προσγειώσει, αποκαλύπτοντας ποιος είναι και δηλώνοντας πως ήρθε η ώρα της τιμωρίας για όσα έπραξαν.
Ο δεύτερος επιφανής μνηστήρας, ο Ευρύμαχος, είναι ο μόνος που βρίσκει όχι μόνο την ψυχραιμία του σύντομα (γιατί όλους, λέει ο ποιητής, τους έκανε ο τρόμος να πρασινίσουν), αλλά και διατυπώνει καταρχήν απροσδόκητες σκέψεις (αν δεν του τις υπαγορεύει και αυτού ο τρόμος): Αν είναι στ’ αλήθεια ο Οδυσσέας, ενεργεί με τρόπο επαινετό, γιατί έγιναν ανομίες στο σπίτι του.
Αλλά ο Αντίνοος, ο πρώτος υπαίτιος, ο «αίτιος πάντων», έχει ήδη πεθάνει. Αυτός τα έκανε όλα, όχι γιατί τάχα ήθελε τον γάμο ή τον έτρωγε ο πόθος, αλλά γιατί ήθελε να γίνει βασιλιάς στην Ιθάκη και να εξοντώσει τον Τηλέμαχο.
Αφού ο υπαίτιος έχει πεθάνει, ας λυπηθεί ο Οδυσσέας τον λαό του. Οι μνηστήρες θα εξοφλήσουν με την αξία είκοσι βοδιών, σε χρυσάφι και χαλκό, όσα έφαγαν κι ήπιαν – αυτά πρέπει να τον ικανοποιήσουν.
Όμως το ζήτημα δεν είναι, προφανώς, ζήτημα μιας τυπικής υλικής αποζημίωσης. Έχει την πελώρια ηθική του διάσταση. Ο Οδυσσέας είναι αμείλικτος.
Νομίζω πως δεν θα ξεφύγει ούτε ένας από τον φοβερό όλεθρο, είναι η απάντησή του.
Οπωσδήποτε η συνέχεια δείχνει πως ο Ευρύμαχος δεν μίλησε καθ’ υπαγόρευση του φόβου του. Μετά την άρνηση του Οδυσσέα να συμβιβαστεί, αποδέχεται με αξιοπρέπεια τη μόνη λύση που μένει.
Καλεί τους μνηστήρες να δείξουν θάρρος, να σύρουν τα ξίφη τους, να βάλουν τα τραπέζια ασπίδες και φραγμό στα φαρμακερά βέλη, να απωθήσουν τον Οδυσσέα και να βγουν έξω, «ανά άστυ», να ξεσηκώσουν τον κόσμο (αξίζει να αναρωτηθεί κανείς πού βασίζουν οι μνηστήρες την προσδοκία τους για μια τέτοιαν οπωσδήποτε μαζικήν ανταπόκριση).
Περνάει ο Ευρύμαχος μπροστά, με το σπαθί στο χέρι, άφοβος, με ιαχή φοβερή, «σμερδαλέα ιάχων». Αλλά τον βρήκε αμέσως το θανάσιμο χτύπημα του Οδυσσέα. Ο Αμφίνομος, που θα επιχειρήσει να επιτεθεί στον Οδυσσέα, θα πέσει από ένα χτύπημα -διαμπερές κι αυτό- του κονταριού του Τηλέμαχου.
Οι ραψωδοί σίγουρα δεν θα είχαν δυσκολία να παριστάνουν μάχες και ηρωικές σκηνές, αφού αυτές ήταν η ειδικότητά τους. Είναι και εδώ φανερή η επική άνεση με την οποία δίνεται η μάχη του Οδυσσέα με τους μνηστήρες, οι φάσεις και οι τροπές, τα χτυπήματα, το φονικό, η θεϊκή παρέμβαση, που κάνει τα κοντάρια των μνηστήρων να ξεστρατίζουν απ’ τον στόχο τους και οδηγεί άσφαλτα εκείνα του Οδυσσέα και των ανθρώπων του.
Η Αθηνά πηγαίνει κι έρχεται, γέρνει σκανδαλωδώς τον ζυγό προς τη μεριά του τελευταίου. Η φονική ασπίδα της, η «φθισίμβροτος αιγίς», που επιφαίνεται κάποια στιγμή ψηλά στη στέγη του παλατιού (γιατί κατά κανόνα εμφανίζεται, και στη μνηστηροφονία, μεταμορφωμένη), ενσπείρει τον τρόμο στους μνηστήρες, που διασκορπίζονται σαν τα βόδια από το κοπάδι, όταν τα τσιμπάει ο οίστρος.
Και πια ο Οδυσσέας «έψαχνε μέσα στο παλάτι μήπως κρυβόταν κανένας, γυρεύοντας να ξεφύγει απ’ τον μαύρο χάρο. Όλους τούς βρήκε σωριασμένους στη σκόνη και στο αίμα, σαν τα ψάρια που τα σέρνουν έξω από τη θάλασσα, στο ακρογιάλι, με τα δίχτυα οι ψαράδες, και σπαρταρούν αυτά στην άμμο τη θάλασσα ποθώντας κι ο λαμπερός ήλιος τούς παίρνει την ψυχή».
Μετά τους μνηστήρες έρχεται η σειρά των γυναικών, όσες μέσα στο παλάτι συνεργάστηκαν με εκείνους. Υπάρχει ίση ευθύνη. Δεν φταίνε μόνο οι άντρες, φταίνε και οι γυναίκες. Και όχι μόνο εκείνες που συνεργάστηκαν από δική τους πρωτοβουλία, αλλά και όσες δεν αντιστάθηκαν, όταν τους προτάθηκε να γίνουν συνένοχοι.
Πληροφοριοδότης θα είναι η γερόντισσα Ευρύκλεια, τόσο παθιασμένη, ώστε, όταν θα δει τους νεκρούς και το αίμα να τρέχει σαν ποτάμι, θέλει να «ολολύξει» από χαρά, αλλά εμποδίζεται από τον Οδυσσέα: «είναι ανόσιο να χαιρόμαστε βλέποντας σκοτωμένους», θα πει ο βασιλιάς.
Δεν απαγορεύει ολότελα στην Ευρύκλεια να χαρεί· τη συμβουλεύει να κρατήσει τη χαρά μέσα της, να μην την εκδηλώσει: «εν θυμώ χαίρε»!
Ο Τηλέμαχος και οι άλλοι θα ξαναπάνε κοντά στον Οδυσσέα, που ζητάει φωτιά και θειάφι για να καθαρίσει το σπίτι: «αυτάρ Οδυσσεύς ευ διεθείωσεν μέγαρον και δώμα και αυλήν». Και τότε έτρεχαν όλοι απ’ το παλάτι, αγκάλιαζαν και φιλούσαν τον Οδυσσέα.
Κι αυτός ένιωθε τότε, παράξενα, να τον κυριεύει η λαχτάρα να στενάξει και να κλάψει, «στοναχής και κλαυθμού».
Τη λαχτάρα τούτη ο ποιητής ονομάζει «γλυκύν ίμερον», πόθο γλυκό· γι’ αυτό είπα: παράξενα…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου