Για διάφορους ορισμούς της αγάπης που δεν θα διατηρηθούν.
Η φιλοσοφία ή μια φιλοσοφία συγκροτεί τον τόπο της στη σκέψη μέσω των απορρίψεων και των διακηρύξεων. Γενικά η απόρριψη των σοφιστών και η διακήρυξη ότι υπάρχουν αλήθειες. Σε αυτή την περίπτωση ισχύει:
A) Η απόρριψη της συγχωνευτικής αντίληψης για τον έρωτα. Ο έρωτας δεν είναι αυτό που κάνειΈνα σε έκσταση διαμέσου ενός Δύο που δίνεται δομικά. Αυτή η απόρριψη είναι ταυτόσημη με την απόρριψη του Είναι- προς – θάνατο. Αυτό συμβαίνει επειδή ένα Ένα μπορεί να θεωρηθεί πέρα από το Δύο μόνο ως απώθηση του πολλαπλού. Έτσι έχουμε την μεταφορά της νύχτας, την επίμονη ιεροποίηση του έρωτα, ο τρόμος που πραγματώνεται στον κόσμο, ο Τριστάνος και η Ιζόλδη του Βάγκνερ. Για τις κατηγορίες μου είναι μια φιγούρα καταστροφής και ως τέτοια σχετίζεται με τη γενόσημη διαδικασία του έρωτα. Αυτή η καταστροφή δεν είναι η καταστροφή του έρωτα αλλά η ανάμνηση ενός φιλοσοφήματος, του φιλοσοφήματος του Ενός.
B) Η απόρριψη του έρωτα ως ακρωτηριασμού. Ο έρωτας δεν είναι η θυσία του Ίδιου στον βωμό του Άλλου. Παρακάτω θα υποστηρίξω ότι έρωτας δεν είναι ούτε καν μια εμπειρία του Άλλου. Είναι μια εμπειρία του κόσμου, της κατάστασης κάτω από τη μετα- συμβαντική συνθήκη ότι υπήρχαν Δύο. Εύχομαι να υφαιρέσω τον Έρωτα από όλη τη διαλεκτική της Ετερότητας.
Γ) Η απόρριψη της «υπερδομικής» ή ψευδαισθησιακής αντίληψης του έρωτα , αγαπητή σε μια πεσιμιστική παράδοση Γάλλων μοραλιστών. Με αυτή την έννοια εννοώ την αντίληψη σύμφωνα με την οποία η αγάπη είναι ένα διακοσμητικό ομοίωμα που προσπερνά το πραγματικό του σεξ ή ότι η επιθυμία και η σεξουαλική ζήλεια είναι το θεμέλιο του έρωτα. Ο Λακάν περιστασιακά περιτριγυρίζει αυτή την ιδέα όταν λέει ότι για παράδειγμα ότι ο έρωτας είναι αυτό που υποκαθιστά την αποτυχία της σεξουαλικής σχέσης. Όμως λέει και το αντίθετο όταν δίνει στον έρωτα έναν οντολογικό χαρακτήρα αυτόν του χείλους του Είναι. Όμως πιστεύω ότι ο έρωτας δεν παίρνει την θέση από οτιδήποτε. Ο έρωτας συμπληρώνει κάτι που είναι τελείως διαφορετικό. Μόνον καταστρέφεται από πλανεμένη εικασία ότι είναι σχέση. Αλλά δεν είναι. Είναι μια παραγωγή αλήθειας. Τι Αλήθεια ; ότι και το Δύο και όχι μόνο το Ένα λειτουργούν στην κατάσταση.
Ο διαχωρισμός
Έρχομαι τώρα στις διακηρύξεις . Αυτό που τίθεται σε ερώτηση είναι μια αξιωματική του έρωτα. Γιατί να προχωρήσουμε με αυτό τον τρόπο; Στηριζόμενοι στον Πλάτωνα : Ο έρωτας δεν είναι σε καμιά περίπτωση άμεσα συνειδητή στο ερωτευμένο υποκείμενο. Η σχετική φτώχεια των φιλοσόφων που προχώρησαν σε διακηρύξεις σχετικά με το τι είναι ο έρωτας οφείλεται και είμαι πεπεισμένος για αυτό στο ότι εκκινούν από την οπτική της ψυχολογίας ή από μια θεωρία των παθών. Αν ο έρωτας υπονοεί τις ανοησίες και τα βάσανα αυτών που είναι ερωτευμένοι δεν ανταποκρίνεται στην ταυτότητά της μέσα από αυτές τις εμπειρίες. Αντιθέτως είναι αυτή η ταυτότητα από την οποία εξαρτάται κάποιος για να γίνει υποκείμενο του έρωτα.
Η πρώτη μου τοποθέτηση είναι η ακόλουθη:
Α)Υπάρχουν δύο θέσεις της εμπειρίας.
Η εμπειρία στην πιο γενική της έννοια, την κατάσταση. Υπάρχουν δύο θέσεις : οι δύο θέσεις είναι έμφυλες η μία ονομάζεται γυναίκα και η άλλη άνδρας. Για την ώρα η προσέγγιση είναι αυστηρά νομιναλιστική: δεν υπάρχει ερώτημα για εμπειρική, βιολογική ή κοινωνική διανομή. Υπάρχουν δύο θέσεις που θεμελιώνονται αναδραστικά. Η αγάπη είναι αυτή που μας δίνει την εξουσία να μιλάμε για την ύπαρξη των δύο θέσεων. Γιατί; Εξαιτίας της δεύτερης τοποθέτησης η οποία αναφέρει:
Β) Οι δύο θέσεις είναι απολύτως διαχωρίσιμες.
Το απολύτως πρέπει να εκθληφθεί κυριολεκτικά: τίποτα δεν είναι κοινό στις θέσεις του άνδρα και της γυναίκας. Τίποτα. Αυτό σημαίνει ότι οι θέσεις δεν χωρίζουν σε μέρη την εμπειρία και δεν υπάρχει παρουσίαση που να επηρεάζει τον «άνδρα» ή τη «γυναίκα» όπως ζώνες σύμπτωσης ή διασταύρωσης. Κάθε τι παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην επιβεβαιώνεται καμία σύμπτωση μεταξύ αυτού που επηρεάζει τη μια θέση και αυτού που επηρεάζει την άλλη. Θα ονομάσουμε αυτή την κατάσταση σχέσεων «διάζευξη». Οι έμφυλες θέσεις είναι υπό διάζευξη αναφορικά με την εμπειρία εν γένει. Η απόκλιση δεν είναι παρατηρήσιμη και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μιας εμπειρίας ή μιας ευθείας γνώσης (savoir). Όλες αυτές οι εμπειρίες ή γνώσεις τοποθετούνται μέσα στον διαχωρισμό και ποτέ δεν θα καταλήξουν σε κάτι που επιβεβαιώνει την άλλη θέση. Για να έχει κανείς γνώση αυτής της απόκλισης-δομική γνώση- πρέπει να υπάρχει μια τρίτη θέση. Αυτό απαγορεύεται από την τρίτη τοποθέτηση:
Γ) Δεν υπάρχει τρίτη θέση.
Η ιδέα μιας τρίτης θέσης εμπλέκει μια φαντασιακή λειτουργία αυτή του αγγέλου. Η συζήτηση σχετικά με το φύλο των αγγέλων είναι τόσο σημαντική επειδή το διακύβευμά της είναι η απόφανση σχετικά με την απόκλιση.
Η ιδέα μιας τρίτης θέσης εμπλέκει μια φαντασιακή λειτουργία αυτή του αγγέλου. Η συζήτηση σχετικά με το φύλο των αγγέλων είναι τόσο σημαντική επειδή το διακύβευμά της είναι η απόφανση σχετικά με την διάζευξη.
Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει δυνατό για μένα να αναφερθώ στην διάζευξη χωρίς να προσφύγω ή χωρίς να κατασκευάσω έναν άγγελο; Εφόσον η κατάσταση είναι ανεπαρκής απαιτεί συμπλήρωση όχι από μια τρίτη δομική θέση αλλά από ένα ενικό συμβάν. Αυτό το συμβάν αποτελεί την αρχή της ερωτικής διαδικασίας και θα την ονομάζουμε συνάντηση.
Οι συνθήκες ύπαρξης της ανθρωπότητας
Πριν προχωρήσουμε παρακάτω είναι αναγκαίο να γυρίσουμε στο άλλο άκρο του προβλήματος. Αυτή είναι η τέταρτη θέση.
Δ)Υπάρχει μόνο μία ανθρωπότητα.
Τι σημαίνει η ανθρωπότητα με ένα μη ανθρωπιστική νόημα; Ο όρος δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε ένα αντικειμενικό, βέβαιο χαρακτηριστικό το οποίο θα ήταν ιδεαλιστικό ή βιολογιστικό (σε κάθε περίπτωση άσχετο). Με τον όρο «ανθρωπότητα» εννοώ αυτό που παρέχει την υποστήριξη για τις γενόσημες διαδικασίες ή διαδικασίες αλήθειας. Υπάρχουν τέσσερις τύποι αυτών των διαδικασιών: η επιστήμη, η τέχνη, η πολιτική και ο έρωτας. Η ανθρωπότητα πιστοποιείται αν και μόνο αν υπάρχει χειραφετητική πολιτική, εννοιολογική επιστήμη, δημιουργική τέχνη ή έρωτας ( που δεν ανάγεται σε ένα μίγμα συναισθήματος και σεξουαλικότητας). Η ανθρωπότητα είναι αυτό που διατηρεί την άπειρη μοναδικότητα των αληθειών που εγγράφουν τον εαυτό τους σε αυτούς τους τύπους. Η ανθρωπότητα είναι το ιστορικό σώμα των αληθειών.
Ας συμφωνήσουμε ότι θα καλούμε Η(Χ) την λειτουργία της ανθρωπότητας. Αυτή η συντομογραφία δείχνει ότι ο παρόν όρος χ ότι και αν είναι υποστηρίζεται τουλάχιστο από μία γενόσημη διαδικασία. Ένα αξίωμα της ανθρωπότητας δείχνει αυτό : αν ένας όρος χ είναι ενεργός ή ακριβέστερα είναι ενεργοποιημένος ως Υποκείμενο σε μια διαδικασία αλήθειας τότε αποδεικνύει ότι η λειτουργία της ανθρωπότητας υπάρχει.
Επιμένουμε στο ότι η ύπαρξη της ανθρωπότητας , η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας της εκδηλώνεται σε ένα σημείο χ που ενεργοποιείται από μια αλήθεια σε μια διαδικασία όπως αυτή η «τοπική επιβεβαίωση» που αποτελεί το υποκείμενο. Εφόσον η διαδικασία αλήθειας διέρχεται το xs, η λειτουργία της ανθρωπότητας τα τοπικοποιεί με τη σειρά του.
Ο έρωτας ως απάντηση σε ένα παράδοξο
Εάν οι συνέπειες της τέταρτης θέσης σχετιστούν με τις τρεις προηγούμενες θέσεις μπορούμε να συγκροτήσουμε το πρόβλημα που θα μας απασχολήσει: πώς είναι δυνατό μια αλήθεια να είναι αντιμεταθετική ή να είναι μια αλήθεια για όλους, εάν υπάρχουν δύο θέσεις τουλάχιστον, ο άνδρας και η γυναίκα που είναι ριζικά διαζευκτικές σε σχέση με την εν γένει εμπειρία;
Κάποιος θα περίμενε ότι οι τρεις πρώτες θέσεις θα εμπεριέχουν την παρακάτω δήλωση : οι αλήθειες είναι έμφυλες. Θα υπήρχε μια επιστήμη αρσενική και μια θηλυκή όπως κάποτε πίστευαν ότι υπάρχει μια προλεταριακή επιστήμη και μια επιστήμη της μπουρζουαζίας. Θα υπήρχε μια αρσενική τέχνη και μια θηλυκή, ένα αρσενικό πολιτικό όραμα και ένα θηλυκό , μια θηλυκή αγάπη (στρατηγικά ομοφυλοφιλική όπως συγκεκριμένες φεμινιστικοί προσανατολισμοί υποστηρίζουν) και μια αρσενική αγάπη. Θα μπορούσε να προστεθεί ότι ακόμη και αν ισχύει κάτι τέτοιο , είναι αδύνατο να το γνωρίζουμε.
Αλλά δεν είναι αυτό που επιδιώκω να θεμελιώσω. Υποστηρίξαμε ότι η διάζευξη είναι ριζική, ότι δεν υπάρχει τρίτη θέση και ότι το συμβάν της αλήθειας {qui advient} είναι γενόσημο που υφαιρείται από κάθε τοπική διάζευξη.
Ο έρωτας είναι ακριβώς ο τόπος όπου αυτό το παράδοξο βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση {traite}. Αυτή η δήλωση σημαίνει ότι η ο έρωτας αρθρώνεται μαζί με ένα παράδοξο. Ο έρωτας δεν μειώνει το παράδοξο αλλά το αντιμετωπίζει.
Η διάσημη κατάρα «τα δύο φύλα πεθαίνουν με τον δικό τους τρόπο» είναι στην πραγματικότητα το μη παράδοξο ή ο φανερός νόμος των πραγμάτων. Τα δύο φύλα δεν πεθαίνουν ποτέ με τον δικό τους τρόπο.
Ο έρωτας αποκαλύπτει τη λειτουργία του, την αντίστασή του στο νόμου της ύπαρξης. Αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι ο έρωτας δεν καθορίζει με «φυσικό τρόπο» τις σχέσεις μεταξύ των φύλων αλλά παράγει αλήθεια από το μη δεσμό τους.
Ο έρωτας ως σκηνή των δύο μορφοποιεί την αλήθεια της διάζευξης και εγγυάται το ένα της ανθρωπότητας.
Πρέπει να διαχωρίσουμε τον έρωτα από το ζευγάρι. Το ζευγάρι είναι αυτό που βλέπει κάποιος τρίτος για τον έρωτα. Το ζευγάρι μετριέται ως δύο σε μια κατάσταση όπου υπάρχει ένας τρίτος. Πέρα από το ερώτημα ποιος είναι ο τρίτος, αυτός δεν ενσαρκώνει μια διάζευξη ή μια τρίτη θέση. Έτσι οι δύο είναι ένα αδιαφοροποίητο δύο, ένα δύο εξολοκλήρου εξωτερικό στο Δύο της διάζευξης. Η φαινομενική παρουσίαση του ζεύγους το οποίο υπόκειται σε έναν νόμο καταμέτρησης δεν λέει τίποτα για τον έρωτα. Το ζευγάρι δεν ονομάζει τον έρωτα αλλά την κατάσταση (ή το Κράτος) του έρωτα. Ονομάζει όχι την παράσταση αλλά την αναπαράσταση του έρωτα. Για τον έρωτα δεν υπάρχει Τρία και το Δύο υφαιρείται από κάθε μέτρηση.
Εάν το Τρία δεν υπάρχει τότε, η πρώτη θέση πρέπει να διατυπωθεί διαφορετικά. Μιλώντας αυστηρά είναι καλύτερα να πούμε ότι :
Υπάρχει μια θέση και μια άλλη θέση. Υπάρχει «ένα» και «ένα» που δεν κάνουν δύο τα οποία βρίσκονται σε πλήρη διάζευξη. Συγκεκριμένα καμία θέση δεν περιλαμβάνει την εμπειρία του άλλου καθώς αυτό θα ισοδυναμούσε με εσωτερίκευση του δύο.
Είναι ακριβώς αυτή η τελευταία παρατήρηση που πάντα συνιστούσε το μείζον αδιέξοδο των φαινομενολογικών προσεγγίσεων του έρωτα: αν ο έρωτας είναι «η συνείδηση του άλλου ως άλλου» τότε ο άλλος ο άλλος είναι αναγνωρίσιμος στη συνείδηση ως ο ίδιος. Διαφορετικά πώς θα κατανοήσουμε το πώς η συνείδηση αυτή , η οποία είναι ο τόπος της αναγνώρισης του εαυτού ως το ίδιο με τον εαυτό , θα βίωνε ή θα αποδέχονταν τους άλλους ως τέτοιους;
Η φαινομενολογία έχει δύο επιλογές: να αδυνατίσει την έννοια της ετερότητας ή να εκμηδενίσει την έννοια της ταυτότητας. Για να διατηρήσει κανείς και την διάζευξη και ότι υπάρχει αλήθεια είναι απαραίτητο να θεωρήσει τον έρωτα ως διαδικασία και όχι ως ερωτική συνείδηση.
Ο έρωτας είναι ακριβώς αυτό: η έλευση του Δύο, η σκηνή του Δύο.
Η φιλοσοφία ή μια φιλοσοφία συγκροτεί τον τόπο της στη σκέψη μέσω των απορρίψεων και των διακηρύξεων. Γενικά η απόρριψη των σοφιστών και η διακήρυξη ότι υπάρχουν αλήθειες. Σε αυτή την περίπτωση ισχύει:
A) Η απόρριψη της συγχωνευτικής αντίληψης για τον έρωτα. Ο έρωτας δεν είναι αυτό που κάνειΈνα σε έκσταση διαμέσου ενός Δύο που δίνεται δομικά. Αυτή η απόρριψη είναι ταυτόσημη με την απόρριψη του Είναι- προς – θάνατο. Αυτό συμβαίνει επειδή ένα Ένα μπορεί να θεωρηθεί πέρα από το Δύο μόνο ως απώθηση του πολλαπλού. Έτσι έχουμε την μεταφορά της νύχτας, την επίμονη ιεροποίηση του έρωτα, ο τρόμος που πραγματώνεται στον κόσμο, ο Τριστάνος και η Ιζόλδη του Βάγκνερ. Για τις κατηγορίες μου είναι μια φιγούρα καταστροφής και ως τέτοια σχετίζεται με τη γενόσημη διαδικασία του έρωτα. Αυτή η καταστροφή δεν είναι η καταστροφή του έρωτα αλλά η ανάμνηση ενός φιλοσοφήματος, του φιλοσοφήματος του Ενός.
B) Η απόρριψη του έρωτα ως ακρωτηριασμού. Ο έρωτας δεν είναι η θυσία του Ίδιου στον βωμό του Άλλου. Παρακάτω θα υποστηρίξω ότι έρωτας δεν είναι ούτε καν μια εμπειρία του Άλλου. Είναι μια εμπειρία του κόσμου, της κατάστασης κάτω από τη μετα- συμβαντική συνθήκη ότι υπήρχαν Δύο. Εύχομαι να υφαιρέσω τον Έρωτα από όλη τη διαλεκτική της Ετερότητας.
Γ) Η απόρριψη της «υπερδομικής» ή ψευδαισθησιακής αντίληψης του έρωτα , αγαπητή σε μια πεσιμιστική παράδοση Γάλλων μοραλιστών. Με αυτή την έννοια εννοώ την αντίληψη σύμφωνα με την οποία η αγάπη είναι ένα διακοσμητικό ομοίωμα που προσπερνά το πραγματικό του σεξ ή ότι η επιθυμία και η σεξουαλική ζήλεια είναι το θεμέλιο του έρωτα. Ο Λακάν περιστασιακά περιτριγυρίζει αυτή την ιδέα όταν λέει ότι για παράδειγμα ότι ο έρωτας είναι αυτό που υποκαθιστά την αποτυχία της σεξουαλικής σχέσης. Όμως λέει και το αντίθετο όταν δίνει στον έρωτα έναν οντολογικό χαρακτήρα αυτόν του χείλους του Είναι. Όμως πιστεύω ότι ο έρωτας δεν παίρνει την θέση από οτιδήποτε. Ο έρωτας συμπληρώνει κάτι που είναι τελείως διαφορετικό. Μόνον καταστρέφεται από πλανεμένη εικασία ότι είναι σχέση. Αλλά δεν είναι. Είναι μια παραγωγή αλήθειας. Τι Αλήθεια ; ότι και το Δύο και όχι μόνο το Ένα λειτουργούν στην κατάσταση.
Ο διαχωρισμός
Έρχομαι τώρα στις διακηρύξεις . Αυτό που τίθεται σε ερώτηση είναι μια αξιωματική του έρωτα. Γιατί να προχωρήσουμε με αυτό τον τρόπο; Στηριζόμενοι στον Πλάτωνα : Ο έρωτας δεν είναι σε καμιά περίπτωση άμεσα συνειδητή στο ερωτευμένο υποκείμενο. Η σχετική φτώχεια των φιλοσόφων που προχώρησαν σε διακηρύξεις σχετικά με το τι είναι ο έρωτας οφείλεται και είμαι πεπεισμένος για αυτό στο ότι εκκινούν από την οπτική της ψυχολογίας ή από μια θεωρία των παθών. Αν ο έρωτας υπονοεί τις ανοησίες και τα βάσανα αυτών που είναι ερωτευμένοι δεν ανταποκρίνεται στην ταυτότητά της μέσα από αυτές τις εμπειρίες. Αντιθέτως είναι αυτή η ταυτότητα από την οποία εξαρτάται κάποιος για να γίνει υποκείμενο του έρωτα.
Η πρώτη μου τοποθέτηση είναι η ακόλουθη:
Α)Υπάρχουν δύο θέσεις της εμπειρίας.
Η εμπειρία στην πιο γενική της έννοια, την κατάσταση. Υπάρχουν δύο θέσεις : οι δύο θέσεις είναι έμφυλες η μία ονομάζεται γυναίκα και η άλλη άνδρας. Για την ώρα η προσέγγιση είναι αυστηρά νομιναλιστική: δεν υπάρχει ερώτημα για εμπειρική, βιολογική ή κοινωνική διανομή. Υπάρχουν δύο θέσεις που θεμελιώνονται αναδραστικά. Η αγάπη είναι αυτή που μας δίνει την εξουσία να μιλάμε για την ύπαρξη των δύο θέσεων. Γιατί; Εξαιτίας της δεύτερης τοποθέτησης η οποία αναφέρει:
Β) Οι δύο θέσεις είναι απολύτως διαχωρίσιμες.
Το απολύτως πρέπει να εκθληφθεί κυριολεκτικά: τίποτα δεν είναι κοινό στις θέσεις του άνδρα και της γυναίκας. Τίποτα. Αυτό σημαίνει ότι οι θέσεις δεν χωρίζουν σε μέρη την εμπειρία και δεν υπάρχει παρουσίαση που να επηρεάζει τον «άνδρα» ή τη «γυναίκα» όπως ζώνες σύμπτωσης ή διασταύρωσης. Κάθε τι παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην επιβεβαιώνεται καμία σύμπτωση μεταξύ αυτού που επηρεάζει τη μια θέση και αυτού που επηρεάζει την άλλη. Θα ονομάσουμε αυτή την κατάσταση σχέσεων «διάζευξη». Οι έμφυλες θέσεις είναι υπό διάζευξη αναφορικά με την εμπειρία εν γένει. Η απόκλιση δεν είναι παρατηρήσιμη και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μιας εμπειρίας ή μιας ευθείας γνώσης (savoir). Όλες αυτές οι εμπειρίες ή γνώσεις τοποθετούνται μέσα στον διαχωρισμό και ποτέ δεν θα καταλήξουν σε κάτι που επιβεβαιώνει την άλλη θέση. Για να έχει κανείς γνώση αυτής της απόκλισης-δομική γνώση- πρέπει να υπάρχει μια τρίτη θέση. Αυτό απαγορεύεται από την τρίτη τοποθέτηση:
Γ) Δεν υπάρχει τρίτη θέση.
Η ιδέα μιας τρίτης θέσης εμπλέκει μια φαντασιακή λειτουργία αυτή του αγγέλου. Η συζήτηση σχετικά με το φύλο των αγγέλων είναι τόσο σημαντική επειδή το διακύβευμά της είναι η απόφανση σχετικά με την απόκλιση.
Η ιδέα μιας τρίτης θέσης εμπλέκει μια φαντασιακή λειτουργία αυτή του αγγέλου. Η συζήτηση σχετικά με το φύλο των αγγέλων είναι τόσο σημαντική επειδή το διακύβευμά της είναι η απόφανση σχετικά με την διάζευξη.
Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει δυνατό για μένα να αναφερθώ στην διάζευξη χωρίς να προσφύγω ή χωρίς να κατασκευάσω έναν άγγελο; Εφόσον η κατάσταση είναι ανεπαρκής απαιτεί συμπλήρωση όχι από μια τρίτη δομική θέση αλλά από ένα ενικό συμβάν. Αυτό το συμβάν αποτελεί την αρχή της ερωτικής διαδικασίας και θα την ονομάζουμε συνάντηση.
Οι συνθήκες ύπαρξης της ανθρωπότητας
Πριν προχωρήσουμε παρακάτω είναι αναγκαίο να γυρίσουμε στο άλλο άκρο του προβλήματος. Αυτή είναι η τέταρτη θέση.
Δ)Υπάρχει μόνο μία ανθρωπότητα.
Τι σημαίνει η ανθρωπότητα με ένα μη ανθρωπιστική νόημα; Ο όρος δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε ένα αντικειμενικό, βέβαιο χαρακτηριστικό το οποίο θα ήταν ιδεαλιστικό ή βιολογιστικό (σε κάθε περίπτωση άσχετο). Με τον όρο «ανθρωπότητα» εννοώ αυτό που παρέχει την υποστήριξη για τις γενόσημες διαδικασίες ή διαδικασίες αλήθειας. Υπάρχουν τέσσερις τύποι αυτών των διαδικασιών: η επιστήμη, η τέχνη, η πολιτική και ο έρωτας. Η ανθρωπότητα πιστοποιείται αν και μόνο αν υπάρχει χειραφετητική πολιτική, εννοιολογική επιστήμη, δημιουργική τέχνη ή έρωτας ( που δεν ανάγεται σε ένα μίγμα συναισθήματος και σεξουαλικότητας). Η ανθρωπότητα είναι αυτό που διατηρεί την άπειρη μοναδικότητα των αληθειών που εγγράφουν τον εαυτό τους σε αυτούς τους τύπους. Η ανθρωπότητα είναι το ιστορικό σώμα των αληθειών.
Ας συμφωνήσουμε ότι θα καλούμε Η(Χ) την λειτουργία της ανθρωπότητας. Αυτή η συντομογραφία δείχνει ότι ο παρόν όρος χ ότι και αν είναι υποστηρίζεται τουλάχιστο από μία γενόσημη διαδικασία. Ένα αξίωμα της ανθρωπότητας δείχνει αυτό : αν ένας όρος χ είναι ενεργός ή ακριβέστερα είναι ενεργοποιημένος ως Υποκείμενο σε μια διαδικασία αλήθειας τότε αποδεικνύει ότι η λειτουργία της ανθρωπότητας υπάρχει.
Επιμένουμε στο ότι η ύπαρξη της ανθρωπότητας , η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας της εκδηλώνεται σε ένα σημείο χ που ενεργοποιείται από μια αλήθεια σε μια διαδικασία όπως αυτή η «τοπική επιβεβαίωση» που αποτελεί το υποκείμενο. Εφόσον η διαδικασία αλήθειας διέρχεται το xs, η λειτουργία της ανθρωπότητας τα τοπικοποιεί με τη σειρά του.
Ο έρωτας ως απάντηση σε ένα παράδοξο
Εάν οι συνέπειες της τέταρτης θέσης σχετιστούν με τις τρεις προηγούμενες θέσεις μπορούμε να συγκροτήσουμε το πρόβλημα που θα μας απασχολήσει: πώς είναι δυνατό μια αλήθεια να είναι αντιμεταθετική ή να είναι μια αλήθεια για όλους, εάν υπάρχουν δύο θέσεις τουλάχιστον, ο άνδρας και η γυναίκα που είναι ριζικά διαζευκτικές σε σχέση με την εν γένει εμπειρία;
Κάποιος θα περίμενε ότι οι τρεις πρώτες θέσεις θα εμπεριέχουν την παρακάτω δήλωση : οι αλήθειες είναι έμφυλες. Θα υπήρχε μια επιστήμη αρσενική και μια θηλυκή όπως κάποτε πίστευαν ότι υπάρχει μια προλεταριακή επιστήμη και μια επιστήμη της μπουρζουαζίας. Θα υπήρχε μια αρσενική τέχνη και μια θηλυκή, ένα αρσενικό πολιτικό όραμα και ένα θηλυκό , μια θηλυκή αγάπη (στρατηγικά ομοφυλοφιλική όπως συγκεκριμένες φεμινιστικοί προσανατολισμοί υποστηρίζουν) και μια αρσενική αγάπη. Θα μπορούσε να προστεθεί ότι ακόμη και αν ισχύει κάτι τέτοιο , είναι αδύνατο να το γνωρίζουμε.
Αλλά δεν είναι αυτό που επιδιώκω να θεμελιώσω. Υποστηρίξαμε ότι η διάζευξη είναι ριζική, ότι δεν υπάρχει τρίτη θέση και ότι το συμβάν της αλήθειας {qui advient} είναι γενόσημο που υφαιρείται από κάθε τοπική διάζευξη.
Ο έρωτας είναι ακριβώς ο τόπος όπου αυτό το παράδοξο βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση {traite}. Αυτή η δήλωση σημαίνει ότι η ο έρωτας αρθρώνεται μαζί με ένα παράδοξο. Ο έρωτας δεν μειώνει το παράδοξο αλλά το αντιμετωπίζει.
Η διάσημη κατάρα «τα δύο φύλα πεθαίνουν με τον δικό τους τρόπο» είναι στην πραγματικότητα το μη παράδοξο ή ο φανερός νόμος των πραγμάτων. Τα δύο φύλα δεν πεθαίνουν ποτέ με τον δικό τους τρόπο.
Ο έρωτας αποκαλύπτει τη λειτουργία του, την αντίστασή του στο νόμου της ύπαρξης. Αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι ο έρωτας δεν καθορίζει με «φυσικό τρόπο» τις σχέσεις μεταξύ των φύλων αλλά παράγει αλήθεια από το μη δεσμό τους.
Ο έρωτας ως σκηνή των δύο μορφοποιεί την αλήθεια της διάζευξης και εγγυάται το ένα της ανθρωπότητας.
Πρέπει να διαχωρίσουμε τον έρωτα από το ζευγάρι. Το ζευγάρι είναι αυτό που βλέπει κάποιος τρίτος για τον έρωτα. Το ζευγάρι μετριέται ως δύο σε μια κατάσταση όπου υπάρχει ένας τρίτος. Πέρα από το ερώτημα ποιος είναι ο τρίτος, αυτός δεν ενσαρκώνει μια διάζευξη ή μια τρίτη θέση. Έτσι οι δύο είναι ένα αδιαφοροποίητο δύο, ένα δύο εξολοκλήρου εξωτερικό στο Δύο της διάζευξης. Η φαινομενική παρουσίαση του ζεύγους το οποίο υπόκειται σε έναν νόμο καταμέτρησης δεν λέει τίποτα για τον έρωτα. Το ζευγάρι δεν ονομάζει τον έρωτα αλλά την κατάσταση (ή το Κράτος) του έρωτα. Ονομάζει όχι την παράσταση αλλά την αναπαράσταση του έρωτα. Για τον έρωτα δεν υπάρχει Τρία και το Δύο υφαιρείται από κάθε μέτρηση.
Εάν το Τρία δεν υπάρχει τότε, η πρώτη θέση πρέπει να διατυπωθεί διαφορετικά. Μιλώντας αυστηρά είναι καλύτερα να πούμε ότι :
Υπάρχει μια θέση και μια άλλη θέση. Υπάρχει «ένα» και «ένα» που δεν κάνουν δύο τα οποία βρίσκονται σε πλήρη διάζευξη. Συγκεκριμένα καμία θέση δεν περιλαμβάνει την εμπειρία του άλλου καθώς αυτό θα ισοδυναμούσε με εσωτερίκευση του δύο.
Είναι ακριβώς αυτή η τελευταία παρατήρηση που πάντα συνιστούσε το μείζον αδιέξοδο των φαινομενολογικών προσεγγίσεων του έρωτα: αν ο έρωτας είναι «η συνείδηση του άλλου ως άλλου» τότε ο άλλος ο άλλος είναι αναγνωρίσιμος στη συνείδηση ως ο ίδιος. Διαφορετικά πώς θα κατανοήσουμε το πώς η συνείδηση αυτή , η οποία είναι ο τόπος της αναγνώρισης του εαυτού ως το ίδιο με τον εαυτό , θα βίωνε ή θα αποδέχονταν τους άλλους ως τέτοιους;
Η φαινομενολογία έχει δύο επιλογές: να αδυνατίσει την έννοια της ετερότητας ή να εκμηδενίσει την έννοια της ταυτότητας. Για να διατηρήσει κανείς και την διάζευξη και ότι υπάρχει αλήθεια είναι απαραίτητο να θεωρήσει τον έρωτα ως διαδικασία και όχι ως ερωτική συνείδηση.
Ο έρωτας είναι ακριβώς αυτό: η έλευση του Δύο, η σκηνή του Δύο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου