Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα, από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι βοήθησαν τον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοί άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ' αχνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τρεις τέσσερεις: τον Όμηρο, τον Μπέρξονα, το Νίτσε και το Ζορμπά.
Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι - σαν το δίσκο του ήλιου - που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα, ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από άλυτες φιλοσοφικές αγωνίες που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα, ο Νίτσε με πλούτισε με καινούργιες αγωνίες και μ' έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια, κι ο Ζορμπάς μ' έμαθε ν' αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο.
Τούτο το θλιβερό προνόμιο, να κάνεις τέχνη τη ζωή, καταντάει σε πολλές σαρκοβόρες ψυχές ολέθριο. Γιατί έτσι, βρίσκοντας διέξοδο το σφοδρό πάθος, φεύγει από το στήθος κι αλαφρώνει η ψυχή, δεν πλαντάει πια, δε νιώθει πια την ανάγκη κορμί με κορμί να παλέψει, επεμβαίνοντας άμεσα στη ζωή και στην πράξη - μα χαίρεται καμαρώνοντας το σφοδρό της το πάθος να δαχτυλιδώνεται στον αγέρα και να σβήνει.
Κι όχι μονάχα χαίρεται παρά είναι και περήφανη, θαρρεί πως πραγματώνει έργο υψηλό, την εφήμερη αναντικατάστατη στιγμή - τη μόνη στον απέραντο καιρό που έχει σάρκα και αίμα - μετατρέποντάς τη τάχα σ' αιώνια. Κι έτσι ο Ζορμπάς, ο γεμάτος σάρκα και κόκαλα, κατάντησε στα χέρια μου μελάνι και χαρτί. Χωρίς να το θέλω, και μάλιστα θέλοντας το αντίθετο, κίνησε από καιρό να κρυσταλλώνεται μέσα μου ο μύθος του Ζορμπά. Άρχισε η μυστική στο σπλάχνο κατεργασία, στην αρχή μια μουσική ταραχή, πυρετική ηδονή και δυσφορία, σα να μπήκε μέσα στο αίμα μου ένα ξένο σώμα και μάχουνταν ο οργανισμός μου να το δαμάσει και να το αφανίσει, αφομοιώνοντάς το. Κι άρχισε γύρα από τον πυρήνα αυτόν να τρέχουν οι λέξεις, να τον κυκλώνουν και να τον θρέφουν σαν έμβρυο. Στερεώνουνταν οι θαμπωμένες θύμησες, ανέβαιναν οι βουλιαγμένες χαρές και πίκρες, μετατοπίζουντανσε ελαφρότερον αγέρα η ζωή, γίνουνταν ο Ζορμπάς παραμύθι.
Νίκου Καζαντζάκη, "Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά"
Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι - σαν το δίσκο του ήλιου - που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα, ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από άλυτες φιλοσοφικές αγωνίες που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα, ο Νίτσε με πλούτισε με καινούργιες αγωνίες και μ' έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια, κι ο Ζορμπάς μ' έμαθε ν' αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο.
Τούτο το θλιβερό προνόμιο, να κάνεις τέχνη τη ζωή, καταντάει σε πολλές σαρκοβόρες ψυχές ολέθριο. Γιατί έτσι, βρίσκοντας διέξοδο το σφοδρό πάθος, φεύγει από το στήθος κι αλαφρώνει η ψυχή, δεν πλαντάει πια, δε νιώθει πια την ανάγκη κορμί με κορμί να παλέψει, επεμβαίνοντας άμεσα στη ζωή και στην πράξη - μα χαίρεται καμαρώνοντας το σφοδρό της το πάθος να δαχτυλιδώνεται στον αγέρα και να σβήνει.
Κι όχι μονάχα χαίρεται παρά είναι και περήφανη, θαρρεί πως πραγματώνει έργο υψηλό, την εφήμερη αναντικατάστατη στιγμή - τη μόνη στον απέραντο καιρό που έχει σάρκα και αίμα - μετατρέποντάς τη τάχα σ' αιώνια. Κι έτσι ο Ζορμπάς, ο γεμάτος σάρκα και κόκαλα, κατάντησε στα χέρια μου μελάνι και χαρτί. Χωρίς να το θέλω, και μάλιστα θέλοντας το αντίθετο, κίνησε από καιρό να κρυσταλλώνεται μέσα μου ο μύθος του Ζορμπά. Άρχισε η μυστική στο σπλάχνο κατεργασία, στην αρχή μια μουσική ταραχή, πυρετική ηδονή και δυσφορία, σα να μπήκε μέσα στο αίμα μου ένα ξένο σώμα και μάχουνταν ο οργανισμός μου να το δαμάσει και να το αφανίσει, αφομοιώνοντάς το. Κι άρχισε γύρα από τον πυρήνα αυτόν να τρέχουν οι λέξεις, να τον κυκλώνουν και να τον θρέφουν σαν έμβρυο. Στερεώνουνταν οι θαμπωμένες θύμησες, ανέβαιναν οι βουλιαγμένες χαρές και πίκρες, μετατοπίζουντανσε ελαφρότερον αγέρα η ζωή, γίνουνταν ο Ζορμπάς παραμύθι.
Νίκου Καζαντζάκη, "Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά"
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου