Χωρίς τη συμβολή των συναισθημάτων η νόηση αδυνατεί να λειτουργήσει. Οπότε η ρήση του Σπινόζα έχει μεγάλο κύρος: ούτε να γελάμε ούτε να κλαίμε, αλλά να καταλαβαίνουμε.
Με άλλα λόγια, σκοπός δεν είναι η αφηρημένη και θεωρητική κατανόηση της συναισθηματικής μας ζωής αλλά να καταστήσουμε νοητά τα αισθήματα και συναισθηματική τη νόησή μας. Κατά τον συγγραφέα Τομάς, που ανανεώνει κατά έναν τρόπο την ανάγνωση του Σπινόζα, θα μπορούσαμε να συσχετίσουμε κάθε συναίσθημα τη στιγμή που το βιώνουμε με κάποιο χρώμα, θεωρώντας το μπλε, κόκκινο, πράσινο, γκρίζο ή μαύρο. Μάλιστα, μπορούμε να αφιερώσουμε χρόνο για να οπτικοποιήσουμε κάθε συναίσθημα, ώστε να είμαστε πιο διεισδυτικοί στο αισθάνεσθαι. Ενάντια, λοιπόν, στις θέσεις του Καρτέσιου, ο Σπινόζα αρέσκεται στην απλή θέση: πες μου ποιον αγαπάς, να σου πω πώς είσαι...
Αγαπώ, γράφει ο Τομάς, σημαίνει ακόμα ότι δίνομαι στον άλλον, στις περιστάσεις, στις αστάθειες των διαθέσεων των άλλων ή του μετεωρολογικού δελτίου... Σημαίνει ακόμα –και, δυστυχώς, σχεδόν πάντα– να πέφτω έξω ως προς τις αιτίες της αγάπης, ως προς την προέλευση της χαράς, και να προσκολλώμαι ως κάτι που με θλίβει μάλλον, παρά με χαροποιεί. Αγαπώ σημαίνει «πιστεύω» ότι κάτι μου δίνει χαρά, έστω κι αν στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Πράγματι, το ανθρώπινο ον δεν μπορεί να είναι η μόνη αιτία της χαράς του, γιατί δεν είναι ούτε η αιτία της ύπαρξής του: υπάρχει χάρη σε ένα δίκτυο συνθηκών που το έκαναν να γεννηθεί, που το τρέφουν, το στηρίζουν και το εμπνέουν. Γενικά, η αγάπη είναι το συναίσθημα που προσιδιάζει στον άνθρωπο και τον καθορίζει ως άτομο. Τι άλλο έκαναν οι συγκαιρινοί του Σπινόζα; Κατά τον Μολιέρο, ο φιλάργυρος ορίζεται από την αγάπη για το χρήμα, ο φιλόδοξος από την αγάπη για τη δόξα, ο λαίμαργος για το φαγητό, ο φιλήδονος για τις σαρκικές απολαύσεις.
Πέραν της αγάπης, η επιθυμία είναι το γνώρισμα που μας χαρακτηρίζει περισσότερο από καθετί άλλο: οι άνθρωποι είναι καμωμένοι από επιθυμία. Δικαιολογημένα, λοιπόν, διαβάζουμε στην Ηθική [μεταφρασμένη έξοχα από τον Ευάγγελο Βανταράκη, (εκδ. Εκκρεμές)] ότι η επιθυμία είναι η ίδια ουσία του ανθρώπου στον βαθμό που καθορίζεται από οιοδήποτε έναυσμα τον ωθεί να κάνει κάτι. Η γνώση είναι καταρχάς επιθυμία αλήθειας, η λογική επιθυμία συνοχής, η ηθική επιθυμία καλοσύνης. Άρα, η επιθυμία είναι η ουσία του ανθρώπου. Εξ αυτού επάγεται ότι ο Σπινόζα μας μαθαίνει πως επιθυμώ δεν είναι άλλο από το να είμαι ο εαυτός μου, από το να θέλω να είμαι ό,τι ήδη είμαι. Αυτό που επιθυμούμε είναι να είμαστε ο εαυτός μας...
Η θέση του Σπινόζα είναι εξόχως περίπλοκη. Μολονότι αντιλαμβανόμαστε την ψυχή και το σώμα ως δύο ξεχωριστά πράγματα, η εμπειρία του σώματος διαφέρει όντως ριζικά από την εμπειρία της ψυχής. Ενώ το σώμα εκτείνεται μέσα στον χώρο και χαρακτηρίζεται από τις διαστάσεις, την κίνηση, το βάρος του, οι σκέψεις μας δεν έχουν ούτε χωρητικότητα ούτε ποσότητα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η ψυχή και το σώμα –η σκέψη και η ύλη– δεν είναι μία και η αυτή ουσία. Πνεύμα και σώμα είναι οι δύο πλευρές μίας και μόνης πραγματικότητας. Ό,τι παράγεται μέσα στο σώμα παράγεται και μέσα στο πνεύμα, ό,τι βιώνει το σώμα το σκέπτεται το πνεύμα και αντιστρόφως. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ο Σπινόζα θεωρεί πως η ψυχή μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιδέα του σώματος, η συνείδηση δηλαδή του τι συμβαίνει στο σώμα. Αν η ψυχή καταγράφει και σχηματίζει μια ιδέα του τι συμβαίνει στο σώμα μας, πώς θα μπορούσε αυτή η συνείδηση να είναι ψευδής;
Ο φαύλος κύκλος είναι προφανής. Γνωρίζουμε τον εαυτό μας μόνο μέσα από την επαφή με τον εξωτερικό κόσμο, ωστόσο οδηγούμαστε προς τον εξωτερικό κόσμο, ξαναπέφτουμε στον εαυτό μας. Και η εμπειρία του εαυτού μας στην οποία μας οδηγούν τα εξωτερικά γεγονότα δεν μας βοηθά να τον γνωρίσουμε πραγματικά. Παρόμοια, οι ίδιες μας οι συναισθηματικές αντιδράσεις δεν μας μαθαίνουν τι είναι αυτό που τις προκαλεί.
Ο Σπινόζα δεν διστάζει να προτείνει έναν μεγάλο κατάλογο με τις συναισθηματικές περιπλανήσεις μας, μια σχολαστική αποδόμηση του μηχανισμού των παθών μας. Μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια επιδημιολογία των συναισθηματικών επηρειών μας: οι συναισθηματικές επήρειες είναι μεταδοτικές, μεταδίδονται από το ένα πράγμα στο άλλο, από το ένα πρόσωπο στο άλλο, σύμφωνα με τους μηχανισμούς της γειτνίασης, της ομοιότητας, της συναισθηματικής μίμησης, της ανάγκης για αμοιβαιότητα και της ενίσχυσης των παθών μέσω των αντιθέτων τους. Αγαπάμε ένα πρόσωπο επειδή μοιάζει με κάποιο άλλο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το νέο πρόσωπο διαθέτει πράγματι την ιδιότητα που μας είχε κάνει να αγαπήσουμε το πρώτο. Το ίδιο ισχύει για το μίσος. Επειδή κάποιος μας ενέπνευσε μίσος, κατόπιν μισούμε όσους έχουν κοινό χαρακτηριστικό με ένα άλλο πρόσωπο, και ας μη διαθέτουν εκείνο που είχε γεννήσει το μίσος μας.
Όταν μιλάμε για «ομοιότητα», πιστεύουμε μήπως ότι είναι απόλυτη; Δεθήκαμε με κάποιον λόγω του χιούμορ του και κατόπιν φρονούμε ότι αγαπάμε πρόσωπα που ντύνονται όπως εκείνος, που έχουν την ίδια θρησκεία ή το ίδιο επάγγελμα... Παρά τη φαινομενική ομοιότητα, στην πραγματικότητα μάς είναι αδιάφορο. Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα χειρότερο. Ένα πράγμα μπορεί να μοιάζει με κάτι που αγαπήσαμε και συνάμα με κάτι που μισήσαμε. Όπως το ζώο που βλέπει το δόλωμα ή την παγίδα και νομίζει ότι είναι τροφή, ενώ στην πραγματικότητα θα γίνει η αιτία του θανάτου του. Υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουμε ότι αντιστοιχούν στην εικόνα που έχουν φτιάξει για την ευτυχία, αλλά η συμπεριφορά τους μπορεί να μας κάνει δυστυχισμένους. Αυτήν τη διχαστική κατάσταση μεταξύ αγάπης και μίσους, χαράς και λύπης, ο Σπινόζα την αποκαλεί «ταλάντευση της ψυχής».
Για τον καταθλιπτικό το μέγα δράμα είναι η κατάθλιψη ελλείψει ενός συνολικού σκοπού ζωής. Τυχαία, μήπως, νοσταλγεί δραματικά την αρχαϊκή θέαση του κόσμου; Η απάντηση του Σπινόζα θα του φανεί αρκετά ωμή: η ζωή δεν έχει να παίξει κανέναν προκαθορισμένο ρόλο. Ο Θεός δεν είχε ουδεμία πρόθεση όταν δημιούργησε τον κόσμο, δεν ζήτησε τίποτε από τον άνθρωπο και δεν αναμένει τίποτα. Απλοποιώντας, τρόπον τινά, τα πράγματα, καταλήγουμε στο ότι σκοπός κάθε πράγματος είναι να είναι αυτό που είναι. Τίποτα δεν έχει τελεολογία εκτός εαυτού, ο σκοπός του κάθε πράγματος βρίσκεται εντός του – κάθε πράγμα είναι αφ' εαυτού ο σκοπός του.
Τότε, πώς εξηγείται η κούραση «του να είσαι Εσύ;». Αρχικά, κουραζόμαστε να είμαστε αυτό που είμαστε. Η προσπάθεια να γίνουμε κάτι άλλο για να ανταποκριθούμε στο πρότυπο τελειότητας καταλήγει να μας κουράσει κι αυτή με τη σειρά της. Έτσι, εμφανίζεται ο φαύλος κύκλος.
Η θλίψη, γράφει ο Τομάς, δεν μας διδάσκει τίποτα. Παράδοξο συμπέρασμα αρχικά, όταν μάλιστα οι περιστάσεις μας συντρίβουν χωρίς να μπορούμε να αμυνθούμε. Ωστόσο, το ζήτημα είναι να καταλάβουμε αν η αυτοκτονία εκπηγάζει από τον βαθύτερο εαυτό μας, με άλλα λόγια αν αυτοκτονούμε από την ίδια τη φύση μας. Ορθά ο Σπινόζα φρονεί ότι η πορεία μιας οδύνης δεν είναι κατάδυση προς τα βάθη του εγώ μας, απεναντίας είναι υποταγή σε όλα όσα μας είναι ξένα, όλα όσα αντιτίθενται στη ζωτική μας ενέργεια και τη μετριάζουν. Άρα, η γνώση της λύπης δεν ταυτίζεται με τον εαυτό μας απλώς και μόνο επειδή είναι μια γνώση αντίθετη προς το εγώ μας. Χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι η λύπη είναι γνώση του εαυτού μας απλώς και μόνο επειδή είναι μια γνώση αντίθετη προς εμάς.
Ο Σπινόζα βρίσκεται πολύ κοντά στον αθεϊσμό. Κατά την κρίση του, ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε κατ' εικόνα του Θεού και ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε στα μέτρα του ανθρώπου. Αυτή την πίστη, που τη βρίσκουμε στον χριστιανισμό, στον ιουδαϊσμό και στο Ισλάμ, είναι όντως μία από τις χειρότερες ψευδαισθήσεις που αιχμαλωτίζουν και αλλοτριώνουν τους ανθρώπους. Αυτός είναι ο λόγος που οσάκις ο Σπινόζα κάνει λόγο για τις θρησκείες, χρησιμοποιεί τον όρο δεισιδαιμονία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου