Έφαγα τα χρόνια μου σ'αυτή την έρημη ακρογιαλιά περιμένοντάς σε. Είπες περίμενε κι εγώ μόνο αυτό έκανα,τίποτα παραπάνω. Πάντα υπακούω, πάντα τηρώ αυτά που μου ζητάνε.
Περίμενα να έρθεις τουλάχιστον να πεις αντίο για να σταματήσω να περιμένω.Να πεις ζήσε για να ζήσω. Δεν το έκανες κι εγώ περίμενα.Κι ενώ περίμενα τα μαλλιά μου μακραίνανε. Έχω μια ουρά μαλλιά πίσω μου,με ακολουθεί. Όχι ότι πάω μακριά.
Δεν απομακρύνομαι μην τυχόν και χάσω το σημείο. Δυο τρία βήματα όλα κι όλα. Να με βρεις εκεί. Είναι και το βάρος τους που με κουράζει. Πού να μετακινηθώ με τόσο βάρος. Και τα νύχια μου. Και τα νύχια μου έχουν μακρύνει κι έχουν γυρίσει προς τα μέσα. Σαν άγριου πουλιού. Έχουν μπει μες στο δέρμα και το ματώνουν. Ξεραμένο αίμα, φρέσκο αίμα. Kαι ιδρώτας. Απ'την αγωνία. Και τη λαχτάρα. Είπες πως θα'ρθεις. Το δέρμα μου τραχύ και γεμάτο γραμμές. Πέρασε ο καιρός. Με γέρασε η αρμύρα και ο ήλιος. Αμφιβάλλω αν θα με αναγνωρίσεις όταν 'ρθεις. Αυτό με ανησυχεί πιο πολύ.
Ότι θα έρθεις, θα σου μιλώ και δε θα βλέπεις, μόνο θα κοιτάς τη γερασμένη μου μορφή αμήχανα. Με τρομάζουν οι άνθρωποι που μόνο κοιτούν. Αν βρείτε ποτέ άνθρωπο που βλέπει να τον κρατήσετε,μην τον αφήσετε να φύγει. Ζούμε στην εποχή της τυφλότητας και είναι σπάνιο αυτό το είδος ανθρώπων. Με τρομάζουν οι άνθρωποι που μόνο κοιτούν. Αν βρείτε ποτέ άνθρωπο που βλέπει να τον κρατήσετε,μην τον αφήσετε να φύγει. Ζούμε στην εποχή της τυφλότητας και είναι σπάνιο αυτό το είδος ανθρώπων. Είπες πως θα 'ρθεις. Κι έχει ξεθωριάσει ακόμα και το χρώμα των ματιών μου.
Φοβάμαι πως θα'ρθεις και δε θα αναγνωρίζεις το βλέμμα μου.Θα προσπαθήσω να μπω με τα μάτια μου στα μάτια σου και θα με ασφαλίσεις σαν ξένη απ'έξω. Θα παλεύω να μπω κι εσύ θα με πολεμάς. Με τρομάζει ο πόλεμος, ξέρεις. Είπες πως θα 'ρθεις. Δεν έχω βγάλει μιλιά από τότε που έφυγες. Δε θέλω να μιλήσω σε κανέναν περαστικό. Ποτέ οι λέξεις δε φτάνουν να εξηγήσουν. Μετέωρες αιωρούμενες λέξεις προκαλούν μελαγχολία.Δε μου αρέσει η μελαγχολία και λυπάμαι τις λέξεις. Επιλέγω σιωπή. Ζούμε στην εποχή της κώφωσης. Σ'αγαπώ σου είχα πει και φοβόμουν μην απαντήσεις "κι εγώ" και δε σε πιστέψω. Είπες"τι;"και σε πίστεψα ότι δεν άκουγες. Ζούμε στην εποχή της παρανόησης. Σου είχα πει θέλω να σε μάθω κι εσύ έβγαλες ταυτότητες και άπλωσες αριθμούς.
Είπα "ααα"και ησύχασα ότι δεν κατάλαβες. Αν καταλάβαινες θα σκιαζόμουνα. Γιατί μετά θα ήθελες να μάθεις κι εμένα. Κι εγώ φοβάμαι μη με μάθουν. Μην πάρουν φόρα τα από μέσα και ξεχυθούν απέξω και τρομάξουν οι άνθρωποι από σκέψεις και όνειρα και προσδοκίες που δεν είναι τούτου του κόσμου. Κι έτσι προσπαθώ να συγκρατήσω τα μέσα μέσα και παραμέσα. Μόνο καλύτερα λίγο αίμα να τρέξει να ξεθυμάνει η πίεση και η ορμή.
Είπες θα έρθεις και περιμένω αφήνοντας στάλες αίμα να εκτονώσει την αναμονή. Είπες θα έρθεις και είμαι σίγουρη ότι θα σε αναγνωρίσω στο βλέμμα, κι ας με κοιτάξεις σαν άγνωστη θα είμαι εγώ. Αυτό το συναπάντημα δεν το περίμενα αλήθεια.Ήρθε και με ρούφηξε η συνάντηση σαν ανεμοστρόβιλος. Όχι γλυκό αιγαιοπελαγίτικο αεράκι. Δυνατός αέρας μεμιάς κι εγώ στροβιλίζομαι μαζί σου;Δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω αν είσαι κι εσύ μέσα ή απ'έξω ακούω μια φωνή να λέει "άγνωστη"... "Είμαι εδώ", δεν ξέρω αν φτάνει η φωνή μου τη φωνή σου...έστω κάτι από εμάς να συναντηθεί επιτέλους,να ενωθεί όπως ενωνόμουν κάθε βράδυ στα όνειρά μου μαζί σου."Άγνωστη" άκουσα ξανά και κατάλαβα ότι μάλλον μου κάνει παιχνίδια η φύση με επαναλήψεις.
Άγνωστη έμεινα για πάντα, καταραμένη άγνωστη και στη μορφή και στο από μέσα. Το νοθευμένο από μέσα που ψάχνει το αθάνατο νερό να εξαγνιστεί από λογικές και μεθοδευμένες σκέψεις. Άγνωστη για σένα, άγνωστη για μένα και αόρατη για όλους. Συνειδητή επιλογή παράφορα ρομαντική κατάληξη ενός ακόμα τυχαίου περάσματος; Φέρνει ζαλάδα το στροβίλισμα άγνωστε αγαπημένε.
Είπες θα 'ρθεις. Περάσανε τα χρόνια κι ήρθες. Μα τυχαίο ήτανε το πέρασμά σου κι εγώ για ραντεβού το πέρασα κι έτρεξα στον καθρέφτη να φτιαχτώ. Και μέχρι να γυρίσω είχες ήδη πάλι χαθεί. Η απώλειά σου με ρούφηξε κι είναι οι φωνές που ακούω από άλλες εποχές. Μπερδεμένοι χρόνοι, σχετικοί, κι εγώ άσχετη με υπολογισμούς, μόνο ένστικτα. Μαζί σου ένστικτα και βίαια και ζωώδη λαι αγγελικά και εξαγνισμένα. Όλα μαζί σε δόσεις απροσδιόριστες, τυχαίες. Μικρές εκρήξεις μέσα μου, μικρά φουρνέλα βγάζουν φωτιές, αφήνουν σπινθιροβόλες εξαγωγές συναισθήματος. Τι κρίμα που δεν ήσουν εδώ να δεις, τι κρίμα που δε θα είσαι ποτέ εδώ. Είναι δικό σου επίτευγμα αυτό, άγνωστε δημιουργέ και επιμελώς συγκαλειμμένε συνοδοιπόρε.
Σπάταλα ξοδεύεις, αστόχευτα, ενέργεια, κι εγώ πάλι τη χαρίζω απλόχερα στο σύμπαν αφού άλλο παραλήπτη δεν έχω. Μικρά βεγγαλικά, προσπαθώ να τα συγκρατήσω μα διαχέομαι απ'το φως, μου ανοίγει τρύπες το φως σου και ξεπηδούν πρωτοχρονιάτικες σπίθες γιορτής. Κρίμα που δεν είσαι εδώ. Μια στιγμή δυο στιγμές, τόση η ζωή η ζωή μαζί σου. Στροβιλίζομαι ακόμα. Ο "άγνωστη" φωνάζει κι όταν καταλαγιάσει δε θα είμαι ούτε εγώ καν εδώ.
Περίμενα να έρθεις τουλάχιστον να πεις αντίο για να σταματήσω να περιμένω.Να πεις ζήσε για να ζήσω. Δεν το έκανες κι εγώ περίμενα.Κι ενώ περίμενα τα μαλλιά μου μακραίνανε. Έχω μια ουρά μαλλιά πίσω μου,με ακολουθεί. Όχι ότι πάω μακριά.
Δεν απομακρύνομαι μην τυχόν και χάσω το σημείο. Δυο τρία βήματα όλα κι όλα. Να με βρεις εκεί. Είναι και το βάρος τους που με κουράζει. Πού να μετακινηθώ με τόσο βάρος. Και τα νύχια μου. Και τα νύχια μου έχουν μακρύνει κι έχουν γυρίσει προς τα μέσα. Σαν άγριου πουλιού. Έχουν μπει μες στο δέρμα και το ματώνουν. Ξεραμένο αίμα, φρέσκο αίμα. Kαι ιδρώτας. Απ'την αγωνία. Και τη λαχτάρα. Είπες πως θα'ρθεις. Το δέρμα μου τραχύ και γεμάτο γραμμές. Πέρασε ο καιρός. Με γέρασε η αρμύρα και ο ήλιος. Αμφιβάλλω αν θα με αναγνωρίσεις όταν 'ρθεις. Αυτό με ανησυχεί πιο πολύ.
Ότι θα έρθεις, θα σου μιλώ και δε θα βλέπεις, μόνο θα κοιτάς τη γερασμένη μου μορφή αμήχανα. Με τρομάζουν οι άνθρωποι που μόνο κοιτούν. Αν βρείτε ποτέ άνθρωπο που βλέπει να τον κρατήσετε,μην τον αφήσετε να φύγει. Ζούμε στην εποχή της τυφλότητας και είναι σπάνιο αυτό το είδος ανθρώπων. Με τρομάζουν οι άνθρωποι που μόνο κοιτούν. Αν βρείτε ποτέ άνθρωπο που βλέπει να τον κρατήσετε,μην τον αφήσετε να φύγει. Ζούμε στην εποχή της τυφλότητας και είναι σπάνιο αυτό το είδος ανθρώπων. Είπες πως θα 'ρθεις. Κι έχει ξεθωριάσει ακόμα και το χρώμα των ματιών μου.
Φοβάμαι πως θα'ρθεις και δε θα αναγνωρίζεις το βλέμμα μου.Θα προσπαθήσω να μπω με τα μάτια μου στα μάτια σου και θα με ασφαλίσεις σαν ξένη απ'έξω. Θα παλεύω να μπω κι εσύ θα με πολεμάς. Με τρομάζει ο πόλεμος, ξέρεις. Είπες πως θα 'ρθεις. Δεν έχω βγάλει μιλιά από τότε που έφυγες. Δε θέλω να μιλήσω σε κανέναν περαστικό. Ποτέ οι λέξεις δε φτάνουν να εξηγήσουν. Μετέωρες αιωρούμενες λέξεις προκαλούν μελαγχολία.Δε μου αρέσει η μελαγχολία και λυπάμαι τις λέξεις. Επιλέγω σιωπή. Ζούμε στην εποχή της κώφωσης. Σ'αγαπώ σου είχα πει και φοβόμουν μην απαντήσεις "κι εγώ" και δε σε πιστέψω. Είπες"τι;"και σε πίστεψα ότι δεν άκουγες. Ζούμε στην εποχή της παρανόησης. Σου είχα πει θέλω να σε μάθω κι εσύ έβγαλες ταυτότητες και άπλωσες αριθμούς.
Είπα "ααα"και ησύχασα ότι δεν κατάλαβες. Αν καταλάβαινες θα σκιαζόμουνα. Γιατί μετά θα ήθελες να μάθεις κι εμένα. Κι εγώ φοβάμαι μη με μάθουν. Μην πάρουν φόρα τα από μέσα και ξεχυθούν απέξω και τρομάξουν οι άνθρωποι από σκέψεις και όνειρα και προσδοκίες που δεν είναι τούτου του κόσμου. Κι έτσι προσπαθώ να συγκρατήσω τα μέσα μέσα και παραμέσα. Μόνο καλύτερα λίγο αίμα να τρέξει να ξεθυμάνει η πίεση και η ορμή.
Είπες θα έρθεις και περιμένω αφήνοντας στάλες αίμα να εκτονώσει την αναμονή. Είπες θα έρθεις και είμαι σίγουρη ότι θα σε αναγνωρίσω στο βλέμμα, κι ας με κοιτάξεις σαν άγνωστη θα είμαι εγώ. Αυτό το συναπάντημα δεν το περίμενα αλήθεια.Ήρθε και με ρούφηξε η συνάντηση σαν ανεμοστρόβιλος. Όχι γλυκό αιγαιοπελαγίτικο αεράκι. Δυνατός αέρας μεμιάς κι εγώ στροβιλίζομαι μαζί σου;Δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω αν είσαι κι εσύ μέσα ή απ'έξω ακούω μια φωνή να λέει "άγνωστη"... "Είμαι εδώ", δεν ξέρω αν φτάνει η φωνή μου τη φωνή σου...έστω κάτι από εμάς να συναντηθεί επιτέλους,να ενωθεί όπως ενωνόμουν κάθε βράδυ στα όνειρά μου μαζί σου."Άγνωστη" άκουσα ξανά και κατάλαβα ότι μάλλον μου κάνει παιχνίδια η φύση με επαναλήψεις.
Άγνωστη έμεινα για πάντα, καταραμένη άγνωστη και στη μορφή και στο από μέσα. Το νοθευμένο από μέσα που ψάχνει το αθάνατο νερό να εξαγνιστεί από λογικές και μεθοδευμένες σκέψεις. Άγνωστη για σένα, άγνωστη για μένα και αόρατη για όλους. Συνειδητή επιλογή παράφορα ρομαντική κατάληξη ενός ακόμα τυχαίου περάσματος; Φέρνει ζαλάδα το στροβίλισμα άγνωστε αγαπημένε.
Είπες θα 'ρθεις. Περάσανε τα χρόνια κι ήρθες. Μα τυχαίο ήτανε το πέρασμά σου κι εγώ για ραντεβού το πέρασα κι έτρεξα στον καθρέφτη να φτιαχτώ. Και μέχρι να γυρίσω είχες ήδη πάλι χαθεί. Η απώλειά σου με ρούφηξε κι είναι οι φωνές που ακούω από άλλες εποχές. Μπερδεμένοι χρόνοι, σχετικοί, κι εγώ άσχετη με υπολογισμούς, μόνο ένστικτα. Μαζί σου ένστικτα και βίαια και ζωώδη λαι αγγελικά και εξαγνισμένα. Όλα μαζί σε δόσεις απροσδιόριστες, τυχαίες. Μικρές εκρήξεις μέσα μου, μικρά φουρνέλα βγάζουν φωτιές, αφήνουν σπινθιροβόλες εξαγωγές συναισθήματος. Τι κρίμα που δεν ήσουν εδώ να δεις, τι κρίμα που δε θα είσαι ποτέ εδώ. Είναι δικό σου επίτευγμα αυτό, άγνωστε δημιουργέ και επιμελώς συγκαλειμμένε συνοδοιπόρε.
Σπάταλα ξοδεύεις, αστόχευτα, ενέργεια, κι εγώ πάλι τη χαρίζω απλόχερα στο σύμπαν αφού άλλο παραλήπτη δεν έχω. Μικρά βεγγαλικά, προσπαθώ να τα συγκρατήσω μα διαχέομαι απ'το φως, μου ανοίγει τρύπες το φως σου και ξεπηδούν πρωτοχρονιάτικες σπίθες γιορτής. Κρίμα που δεν είσαι εδώ. Μια στιγμή δυο στιγμές, τόση η ζωή η ζωή μαζί σου. Στροβιλίζομαι ακόμα. Ο "άγνωστη" φωνάζει κι όταν καταλαγιάσει δε θα είμαι ούτε εγώ καν εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου