Είναι μια πρωτοφανής περίπτωση στα ιατρικά χρονικά: η γυναίκα στην οποία ανακαλύφθηκε μια σπάνια γενετική ασθένεια τη δεκαετία του 1960 ζει πλέον υγιής χάρη στην αυθόρμητη διάσπαση ενός χρωμοσώματος στα κύτταρά της.
Η ασθενής, η οποία διανύει σήμερα την πέμπτη δεκαετία της ζωής της, ήταν το αντικείμενο μιας μελέτης του 1964 η οποία περιέγραφε για πρώτη φορά το σύνδρομο WHIM (θηλώματα, υπογαμμασφαιριναιμία, λοιμώξεις και μυελοκάθεξη).
Το σύνδρομο χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις, θηλώματα (μυρμηγκιές) στα χέρια και άλλα σημεία του σώματος, καθώς και από καρκίνους.
Έκτοτε, το σύνδρομο WHIM έχει διαγνωστεί σε μόλις 60 άτομα σε όλο τον κόσμο, ανάμεσά τους και οι κόρες της πρώτης ασθενούς.
Ανήσυχη για το μέλλον των παιδιών της, η γυναίκα ζήτησε συμβουλές από τα αμερικανικά Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH). Ανέφερε τότε στους γιατρούς ότι τα συμπτώματα είχαν εξαφανιστεί από τότε που ήταν 30 περίπου ετών.
Οι εξετάσεις που ακολούθησαν αποκάλυψαν ότι κάτι περίεργο είχε συμβεί. Αιτία της απρόσμενης ίασης ήταν ένα σπάνιο συμβάν «χρωμοθρυψίας», κατά το οποίο ένα χρωμόσωμα διαλύεται σε κομμάτια και μετά συναρμολογείται εκ νέου.
Η χρωμοθρυψία μπορεί συχνά να οδηγήσει σε καρκίνο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως όχι μόνο δεν είχε αρνητικές συνέπειες, αλλά επιπλέον οδήγησε στη διαγραφή του ελαττωματικού γονιδίου XCXCR4. Η ασθενής είχε ένα δεύτερο, υγιές αντίγραφο που κληρονόμησε από τον άλλο γονιό της, οπότε το ανοσοποιητικό σύστημά της μπορούσε να λειτουργεί πλέον κανονικά.
Η χρωμοθρυψία και η διαγραφή του ελαττωματικού αντιγράφου πρέπει να συνέβη σε ένα μόνο βλαστικό κύτταρο, το οποίο όμως πολλαπλασιάστηκε και τελικά κυριάρχησε στο νωτιαίο μυελό της ασθενούς.
Αυτή η αυθόρμητη «γενετική θεραπεία» είναι μάλλον απίθανο να συμβεί και στις κόρες της γυναίκας ή σε άλλους ασθενείς με WHIM.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, πάντως, τα ευρήματα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βελτίωση των μεταμοσχεύσεων νωτιαίου μυελού, στην οποία τα βλαστικά κύτταρα ενός δότη πρέπει ουσιαστικά να αναδημιουργήσουν το νωτιαίο μυελό του λήπτη.
Η μελέτη δημοσιεύεται στο Cell, την κορυφαία επιθεώρηση Κυτταρικής Βιολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου