Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Η Γενιά των Δράκων

«Τέρατα: Δεν τα βλέπουμε πια», έγραφε ο Γκυστάβ Φλωμπέρ μέσα στο περίφημο Λεξικό των Καθιερωμένων Ιδεών κι όμως, τα τέρατα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Η παγκόσμια μυθολογία και οι παραδόσεις των λαών είναι γεμάτες από τέρατα και δράκους, που σήμερα υπάρχουν μόνο στη φαντασία των παραμυθιών και των μυθιστορημάτων  ή μήπως όχι ! «HERE BE DRAGONS»

Draco: Ο Αστερισμός του Δράκοντα (Stellar Draconis). Αστρονομική θέση: Right Ascension: 17 hours. Declination: 65 degrees. Ορατός ανάμεσα σε latitudes 90-15 degrees. Καλύτερα ορατός τον Ιούλιο, γύρω στις 9.30΄-10.00΄ το βράδυ. Το καλοκαίρι ο αστερισμός «αναποδογυρίζει» σε σχέση με την εικόνα του τον χειμώνα.

Τα αστέρια του Δράκοντα: THUBAN (Alpha Draconis), RASTABAN (Beta Dra), ETAMIN (Gamma Dra), NODUS (Delta Dra), TYL (Epsilon Dra), ALDHIBAH (Zeta Dra), ED ASICH (Iota Dra), GIANFAR (Lamda Dra), ARRAKIS (Mu Dra), KUMA (Nu Dra), GRUMIUM (Xi Dra), ALSAFI (Sigma Dra), DSIBAN (Psi Dra).

Πριν από 4.000 χρόνια, το άστρο THUBAN (Alpha Draconis), ήταν ο Πολικός Αστέρας μας. Από τότε, η περιστροφή του άξονα της Γης άλλαξε προς τον Βόρειο Πόλο, κι έτσι σήμερα ο Πολικός Αστέρας είναι το άστρο POLARIS. Σε 10.000 χρόνια από σήμερα, ο Πολικός Αστέρας μας θα είναι ο VEGA.

Οι πρώτοι Δράκοι στη νεότερη ιστορία της Ευρώπης εντοπίζονται στην Ελβετία, και γενικά στις Άλπεις. Παρ’ όλα αυτά, οι αρχαιότερες ευρωπαϊκές αναφορές είναι στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στις Βρετανικές Νήσους, στη Γερμανία και στη Νορβηγία.

Έχοντας συνείδηση των δυσκολιών προσδιορισμού, ένας χρονογράφος προσκόμισε ένα πρώτο δοκίμιο ταξινόμησης. Πρόκειται για τον πάστορα Γιοχάνες Στουμπφ (1500-1578). Μαθητής και φίλος του φημισμένου μελετητή Τσβίνκλι, αυτός ο στρατευμένος μεταρρυθμιστής συνέλεξε τα αναγκαία στοιχεία για το χρονικό του στη διάρκεια ενός μεγάλου εκπαιδευτικού ταξιδιού στην Ελβετία. Το 1548, δημοσιεύτηκε το χρονικό του στη Ζυρίχη. Με τις 762 σελίδες του, τους χάρτες και τις 4.000 ξυλογραφίες του, αυτό το ιστορικό-τοπογραφικό σύνολο θα παραμείνει έως τον 18ο αιώνα η κύρια πηγή γνώσεων για τις περιοχές της Ελβετίας.

Για τον πάστορα Στουμπφ, ο επιβλητικός χαρακτήρας του ορεινού τοπίου μαρτυρεί τη μεγαλοπρέπεια και παντοδυναμία του Κυρίου. Η ευμένεια του δημιουργού ασκείται διαμέσου κάποιων φυσικών πηγών, αντισταθμίζοντας την καταστροφικότητα άλλων φυσικών δυνάμεων. Έτσι οι χείμαρροι, που κατεβαίνουν από τις «άγριες Άλπεις» και μεγαλώνουν με το λιώσιμο του χιονιού, θα κατέστρεφαν τις εύφορες πεδιάδες, αν ο Θεός δεν είχε δημιουργήσει σταθεροποιητικούς παράγοντες, μεγάλες και βαθιές λίμνες όπου αμβλύνεται η ορμή τους.

Ο άνθρωπος συμμετέχει στο έργο ημέρευσης της φύσης. Μετά τον Έτερλιν που είχε διατυπώσει την ίδια πεποίθηση, ο Στουμπφ τοποθετεί το χρόνο των δράκων στην πρώτη φάση αποικισμού των Άλπεων. Πρώτος ο πάστορας υπογραμμίζει έντονα τον ιθαγενή χαρακτήρα κάποιων δρακόντειων τύπων. Ο Στουμπφ γράφει, παρά τα λόγια του Πλίνιου (Φυσική Ιστορία) ότι ο δράκος (track) γεννιέται στη χώρα των Μαυριτανών και στις Ινδίες:

«Μερικοί ανάμεσά τους έζησαν όντως στις αλπικές χώρες μας, όπως αναφέρεται. Γιατί, παρόλο που οι Άλπεις παγώνουν απ’ τα ακατάπαυστα χιόνια, σε πολλές θέσεις, κατά τις μεσημβρινές ώρες, οι βράχοι και τα σπήλαια επωφελούνται της ηλιοφάνειας. Εκεί ζει ο δράκος (track), πιο συχνά σε σπήλαια εκτεθειμένα στη ζέστη του ήλιου και μπορεί έτσι να ζεσταθεί. Σε κάποιες δασώδεις χαράδρες (töbel) των ηλιόλουστων ελβετικών βουνών, έχουν ζήσει επίσης φοβεροί δράκοι (lintwürm), μερικοί από τους οποίους βρέθηκαν πριν ακόμα κι από τριάντα χρόνια, σε θέσεις που είναι σήμερα όμορφα κτήματα. Ο πληθυσμός των αλπικών χωρών αυξήθηκε από τότε σημαντικά, με τέτοιο τρόπο που οι ορεινές περιοχές έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης κι εκχερσώθηκαν τόσο που σήμερα δεν βλέπουμε πια τα παράσιτα άλλων εποχών»

Ο Στουμπφ διορθώνει τον Πλίνιο. Ο δράκος δεν είναι μόνο ένα εξωτικό ζώο. Υπήρχε μέχρι πριν από κάποια πρόσφατα χρόνια στο κέντρο της Ευρώπης. Ο χρονογράφος ασχολείται με την ανάλυση κι επεξεργασία μιας υπόθεσης, για να μπορέσει να εξηγήσει πώς τέτοια τερατώδη ερπετά (συχνά σχεδόν ανθρωποειδή) κατάφεραν να επιβιώσουν στις δριμύτητες του κλίματος. Με αφετηρία τη συγγένεια ανάμεσα στους δράκους κι άλλα «παράσιτα», όπως ερπετά και σαύρες, ο Στουμπφ υποθέτει ότι ο δράκος (track) αρέσκεται κι αυτός σε ηλιόλουστες περιοχές. Συμπεραίνει λοιπόν ότι οι δράκοι μένουν κατά προτίμηση σε σπηλιές που βλέπουν στον ήλιο, κι έτσι καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν τις παγωνιές.

Σύμφωνα πάντα με τον Στουμπφ, εκτός από το δράκο (track), τα ελβετικά βουνά θα είχαν στεγάσει κι έναν άλλο τύπο δράκου, το lintwurm, διαφορετικό του πρώτου, τόσο ως προς το όνομα, όσο και ως προς την κατοικία του. Στις γερμανικές μεσαιωνικές σημειώσεις, ο όρος lintwurm χρησιμοποιούνταν κυρίως για το φτερωτό ερπετό. Υποδεικνύεται εδώ ότι το ερπετό αγαπούσε το σκοτεινό και υγρό περιβάλλον των tobels. Ένας Αυστριακός συγγραφέας, ο Αλεξάντερ Λέρνετ-Χολένια, επέμενε για τις δυσκολίες προσδιορισμού αυτού του διαλεκτικού όρου στη Βόρεια Γερμανία.

Αυτά τα tobels είναι φαράγγια παραχωμένα και σκαμμένα από τους χείμαρρους, που σχηματίζουν μερικές φορές μικρές λεκάνες σε απότομες πλαγιές, γεμάτες με έλατα. Ο Στουμπφ ξεχωρίζει με σαφήνεια δύο είδη δράκων, τον track, πλάσμα των βουνοκορφών, εγκαταστημένο σε σπηλιές στα πλάγια του βουνού, και τον lintwurm, φιλοξενούμενο σε μυστικές χαράδρες, όπου αναβλύζει αόρατος χείμαρρος.

Ο track και ο lintwurm. Ο πρώτος ήταν ένα πλάσμα φτερωτό με μεμβρανώδη φτερά. Ο δεύτερος, τετράποδο ερπετό, αντίστοιχο με κάποιον τύπο άπτερου δράκου, που έμοιαζε με κροκόδειλο, συχνά δίποδο, σε όρθια στάση. Αυτοί οι πρώτοι σοβαροί μελετητές συμφωνούν και τοποθετούν τους δράκους στο εσωτερικό μιας φυσικής κατηγορίας, αυτή της άγριας πανίδας των Άλπεων. Έτσι, ο track και ο lintwurm τρομοκρατούν τα ζώα, όπως και οι αρκούδες, οι λύκοι και οι λύγκες, κι όλα αυτά τα ζώα αποτελούν θέμα συγγράμματος. Στο εξής, ο δράκος είναι συνηθισμένος.

Μόνο η σπανιότητά του τον κάνει να ξεχωρίζει από άλλα σαρκοβόρα. Το τερατώδες ερπετό δεν είναι πια ο αντίπαλος του Θεού, αλλά ο εχθρός των ανθρώπων. Ο Στουμπφ επαναλαμβάνει το μήνυμα του Έτερλιν και του Τσούντι. Γι’ αυτούς τους Ελβετούς χρονογράφους του 16ου αιώνα, η ιστορία του ελβετικού δράκου συνδέεται μ’ αυτή της κατάκτησης ενός εχθρικού περιβάλλοντος, της κατάκτησης μιας χώρας από τους πρώτους κατοίκους της, με την ίδια λογική που οι Αμερικανοί κατέκτησαν τη χώρα τους από τους Ινδιάνους.

Ο Στουμπφ παρουσιάζει γι’ αυτό χαρακτηριστικά μερικές αναφορές: την περίπτωση των τερατωδών ερπετών-φυλάκων της φυσικής γέφυρας του Ρες, την επική περιπέτεια του Βίνκελριντ, και των επεισοδίων που τα χαρακτηρίζει ως «το τέλος των δρακόντειων πολέμων» στο Ούντερβαλντ του 1438.

Η Ελβετία, πατρίδα της Δρακολογίας, στεγάζει έναν από τους μεγάλους φίλους της. Η παροιμία σύμφωνα με την οποία «καλό αίμα δεν θα μπορούσε να ψεύδεται» ισχύει σ’ αυτή την περίπτωση, μια και πρόκειται για τον εγγονό του Ρένγουορντ, τον Λέοπολντ Σιζάτ. Ο Σιζάτ (1601-1663) ανήκει, κι αυτός επίσης, στην κοινοτική ελίτ, όντας ένας απ’ τους μεγάλους συμβούλους της πολιτείας. Δημοσιεύει το 1661 μια Περιγραφή της Φημισμένης Λίμνης της Λουκέρνης ή των Τεσσάρων-Καντονιών.

Παρά τον περιοριστικό χαρακτήρα του τίτλου του, το έργο ξεπερνά τα τοπογραφικά δεδομένα, προσφέροντας πολλές αποδείξεις φυσικής ιστορίας. Στο μέρος που διαπραγματεύεται την πανίδα των Καντονιών, ο Λέοπολντ αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στους δράκους. Ξεκινά λέγοντας:
«Αναρωτιέται εύκολα κανείς γιατί μερικοί μπορούν να ισχυριστούν ότι δεν υπήρξαν ποτέ δράκοι πάνω στη Γη ή στη Φύση». Ο Σιζάτ καταδικάζει τη μείωση του ρόλου των δράκων από συγγραφείς που βλέπουν σ’ αυτούς μόνο μια συμβολική διάσταση. Όμως, ο καθένας μπορεί να συμβουλευτεί τα αμέτρητα παλιά ελβετικά χρονογραφήματα, που μαρτυρούν άνετα την αφθονία των δράκων στους παλιούς καιρούς. Ευτυχώς, η εποχή μας είναι απαλλαγμένη από τέτοια επιζήμια πλάσματα, «και το οφείλει αυτό σε μια ιδιαίτερη θεία χάρη».
Ο σύμβουλος ξαναβρίσκει ίχνη των δράκων στα τέρατα που έπρεπε να νικήσουν οι απόστολοι της Ελβετίας. Γι’ αυτόν ο «βόας» (boa) του Πλίνιου και του αγίου Ιλαρίωνα ήταν σίγουρα ένας lindtwurm. Έτσι, ο άγιος Μάγκνους έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν boa κοντά στο Κέμπτεν κι ένα δράκο στην περιοχή Ρόσχαουπτ. Πολλές προσωπικότητες κύρους, από τους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς μέχρι τον Στουμπφ, βεβαιώνουν την ύπαρξη των δράκων. Έτσι και ο Λέοπολντ Σιζάτ, παρατηρεί με περηφάνια ότι η γενέτειρα πόλη του διατηρεί χειροπιαστές αποδείξεις για την πραγματικότητα τέτοιων ζώων.

Υπάρχει αρχικά το φελόνιο του Σαιντ Λέτζερ, όπου ο συγγραφέας μας ισχυρίζεται ότι είδε με τα μάτια του να απεικονίζονται εκεί πάνω δυο δράκοι του τρομερού όρους Πιλάτος. Ένας άλλος θησαυρός της πόλης είναι η Πέτρα του Δράκου (οι κάτοικοι διηγούνται ότι την πέταξε εκεί ένας δράκος, μία Δρακόπετρα). Πάνω από μισό αιώνα, οι κάτοικοι μπόρεσαν να ευεργετηθούν από τις θεραπευτικές της δυνάμεις. Καταπραΰνει αιμορραγίες και γιατρεύει ακόμα και την πανούκλα. Αυτό επιβεβαιώνεται από ένα ντοκουμέντο του 1532, όπου μπορεί να διαβάσει κανείς ότι κάποιος Άντον Χούτερ έδεσε αυτή την πέτρα στον ένα βουβώνα και η πέτρα, σε μισή ώρα, «απομύζησε το δηλητήριο και το κακό έξω από το σώμα του».

Οι δράκοι δεν ανήκουν μόνο στο μακρινό παρελθόν. Η άνω χώρα φυλάει ακόμα ίχνη της ύπαρξής τους, όπως ο σκελετός που ανακαλύφτηκε στο όρος Στάφελβαντ, το 1602. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, ένας δράκος με κεφάλι ερπετού και μακριά ουρά, που πετούσε σπίθες, σύμφωνα με τον Κρίστοφ Σόρερ, θα έβγαινε από ένα άντρο του Πιλάτου για να πετάξει μια μικρή απόσταση και να φτάσει σε μια άλλη ανοιχτή σπηλιά στην κορυφή του βουνού Φλούε.

Κοντά στο Μπρίντεζι, στην Ιταλία, ένας τεράστιος δράκος είχε εμφανιστεί το έτος 1600, ύστερα από μια σφοδρή καταιγίδα. Με τη δηλητηριώδη ανάσα του, είχε σκοτώσει πολλούς ανθρώπους, πριν τελικά συντριβεί υπό το βάρος εκριζωμένων δέντρων (Γιόχαν Λέοπολντ Σιζάτ, Beschreibung des Berühmbter Lucerner oder Vier Waldstätten Sees, Lucerne: David Hautten, 1661, κεφ. XXV, σελ. 175).

Κατά τον Σμιτ, ο Λέοπολντ Σιζάτ επικεντρώνει το ενδιαφέρον του μόνο στα θαύματα της φύσης. Ο σύμβουλος της Λουκέρνης δεν έχει πια θέση για σατανισμούς ή ιστορίες με μάγους (θέματα που είχαν συνδεθεί με τη Δρακολογία στο παρελθόν). Τα μόνα δεδομένα που τον ενδιαφέρουν είναι αυτά που αποκαλύπτουν τη φυσική ιστορία, της οποίας τα εκτρώματα, κατά τον ίδιο τρόπο όπως και τα κοινοτικά προϊόντα, τα συλλέγει.

Πράγματι, ο Λέοπολντ Σιζάτ αφιερώνει αποσπάσματα του έργου του στη μελέτη των υποτιθέμενων «υβριδίων» όπως τον άνθρωπο-σαύρα, το ελάφι-αγελάδα, ή σε άλλες ανώμαλες υπάρξεις, όπως τα «ψάρια» με τα τέσσερα πόδια. (Ο συγγραφέας περιγράφει εκτενώς μια «βροχή με βατράχους», στην οποία παραβρέθηκε «με τη συντροφιά του αγαπητού παππού μου Ρένγουορντ Σιζάτ», ένα βράδυ του καλοκαιριού το 1610. Αυτή η ευαισθησία για ό,τι παράξενο, τον ωθεί να καταγράψει τις παραδοσιακές αφηγήσεις που τον οδηγούν, εν αγνοία του, στον προθάλαμο του μαγικού κόσμου.

Έτσι, μεταξύ άλλων, παλιοί ψαράδες τού διηγήθηκαν ότι, από καιρό σε καιρό, τεράστια ψάρια λούτσοι εμφανίστηκαν στις όχθες της λίμνης των Τεσσάρων-Καντονιών. Όμως, κάθε φορά που θέλησαν να τα πλησιάσουν, αυτά ξαναβουτούσαν στο νερό απότομα, αφήνοντας πίσω τους δύσοσμους καπνούς «εξαιτίας των οποίων πολλοί πέθαναν» Παρ’ όλα αυτά, το έργο του Σιζάτ εντάσσεται στη φυσιοκρατική λογοτεχνία, του τύπου Φυσικής Ιστορίας.

Το πολυδιαβασμένο έργο ενός φημισμένου Ιησουίτη λόγιου, θα ενισχύσει αυτή την τεχνητή φυσιοκρατική λογοτεχνία. Ο υποθετικός δράκος, υπομονετικά πλασμένος από τις λεπτομερείς αναφορές γενεών λογίων, θα βρει την ολοκλήρωσή του μέσα στο πρώτο δοκίμιο που είναι αφιερωμένο σε μια συστηματική μελέτη του υπόγειου κόσμου, το Mundus Subterraneus (1664-65) του Αθανάσιου Κίρχερ. Το έργο αποτελείται από δυο μεγάλους αριθμημένους τόμους.

Οι δράκοι μελετήθηκαν στο βιβλίο VIII, αφιερωμένο στα υπόγεια ζώα, μετά τα ψάρια των λιμνών και των σπηλαίων. Μια τέτοια ταξινόμηση αποτελεί, αυτή καθαυτή, μια εννοιολογική επιλογή. Ο Κίρχερ μπορεί να προειδοποιεί τον αναγνώστη του ότι μια «μεγάλη διαμάχη» χωρίζει τους ειδήμονες όσον αφορά την πραγματικότητα των δράκων, ο ίδιος όμως διαβεβαιώνει χωρίς περιστροφές την ύπαρξή τους, οχυρωμένος πίσω από το κύρος των εκκλησιαστικών πηγών, των εκκλησιαστικών συγγραφέων και των αυτόπτων μαρτύρων, (Αθανάσιος Κίρχερ, Mundus subterraneus, in ΧΙΙ libros digestus, Amsterdam: Γιοχάνες Γιάνσον, 1664, τομ. Ι, βιβλ. VIII, τομ. IV).

Αλλά ο Κίρχερ δεν είναι ένας απλός συλλέκτης πληροφοριών. Οι σκέψεις του για την κατοικία του δράκου καταλήγουν σε πρωτότυπες θεωρήσεις. Με τη βοήθεια ενός βιβλικού χωρίου, ο Κίρχερ δίνει την «άβυσσο» στους δράκους. Αυτός ο όρος υποδείκνυε αρχικά το βάραθρο απ’ όπου προφανώς προήλθαν τα νερά του Κατακλυσμού. Ενισχύοντας αυτή την ιδέα, ο συγγραφέας του Mundus Subterraneus υποδεικνύει την παρουσία μεγάλων υπόγειων πηγών, κρυμμένων κάτω από ορεινούς όγκους, με το όνομα hydrophylaciae, απ’ όπου γεννιούνται τα ποτάμια.

Ο κόσμος χωρίς φως, πλούσιος σε νερό, μπορεί να στεγάσει τη ζωή, και η γεωλογική ονειροπόληση του μεγάλου Ιησουίτη συγχωνεύεται με την υποθετική ζωολογία. Οι δράκοι είναι οι κάτοικοι του υποστρώματος της Γης. Μερικές φορές ξεπροβάλλουν στον ελεύθερο αέρα, «εις βάρος ανθρώπων και ζώων». Ο Κίρχερ δεν αντιλαμβάνεται τους δράκους ως μια ειδική κατηγορία ζώων. Πρόκειται, κατ’ αυτόν, περισσότερο για μια ιδιομορφία της φύσης, για προϊόντα πολύ σπάνιων πράξεων της αυτόματης γένεσης.

Σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη, ο τολμηρός λόγιος μάς παραθέτει το παράδειγμα των μελισσών, γεννημένων μέσα στα εκκρίματα των βοοειδών. Αν, κατ’ αυτόν, η κυκλοφορία των υπόγειων υδάτων μοιάζει με τη λειτουργία των υδραυλικών μηχανών –των οποίων τα σχέδια ζωγραφίζει στο βιβλίο του– η γενιά των δράκων θυμίζει περισσότερο κάποιο χημικό πείραμα, όπου οι σπηλιές θα έπαιζαν το ρόλο των φυσικών εργαστηρίων.

Σύμφωνα με τον Κίρχερ, οι «συχνές παρατηρήσεις» του είχαν προφανώς επιτρέψει να συμπεράνει ότι οι δράκοι είχαν εμφανιστεί σε αλπικούς τόπους, όπου αετοί και τεράστιοι γύπες είχαν κάνει τις φωλιές τους. Μέσα στις κρυφές ορεινές φωλιές τους τα αρπαχτικά πουλιά συσσωρεύουν ένα πλήθος εξαφανισμένων θηραμάτων: ερπετών, πουλιών, λαγών, αρνιών, σκύλων, ακόμα και παιδιών. Η ζύμωση των συσσωρευμένων λειψάνων μέσα στο λάκκο των πτωμάτων θα παρήγαγε μερικές φορές παράξενες ζωικές ενώσεις.

Ένα ετερόκλητο πλάσμα θα ‘χε γεννηθεί μέσα από τη σαπίλα, ο δράκος, που θα προερχόταν από την ένωση σπερμάτων πολλαπλών υπάρξεων που είχαν αρπάξει οι γύπες. Το ερπετό θα έδινε το κεφάλι, το λαιμό και την ουρά του στο καινούριο πλάσμα. Ο δράκος θα είχε δανειστεί επίσης τα μεγάλα αυτιά του λαγού και τα φτερά των πουλιών. Βέβαια η σπερματική ένωση που κυριαρχεί σ’ αυτή τη μεταμόρφωση θα καταδίκαζε το υβρίδιο με την υπόσταση ενός δύσμορφου κι ατελούς πλάσματος.

Τα φτερά του έτσι θα ήταν καλυμμένα από ένα απλό στρώμα πάχους, ενώ η πανοπλία από λέπια θα αποτελούσε μια ασβεστοποίηση των γενετικών διαθέσεων. Γεννημένος από τη σήψη, ο ενήλικας δράκος θα πρόδιδε πάντα την καταγωγή του, εξαιτίας της μαύρης αναπνοής του, την οποία ο έξυπνος ιησουίτης ερμηνεύει σαν μια σαθρή αναθυμίαση, που μπορεί να συγκριθεί με το φωσφορισμό του νεκρού ξύλου.

Σύμφωνα με την αντίληψη του Κίρχερ, η σπηλιά δεν είναι πια μόνο καταφύγιο του δράκου. Είναι επίσης το «εκκολαπτήριό» του. Αυτό το εξαιρετικής σπανιότητας πλάσμα απεικονίζει το προϊόν ιδιαίτερων περιβαλλοντολογικών όρων: για τον Γερμανό Ιησουίτη, που είναι παθιασμένος με τα πειράματα, ο δράκος θα ήταν η κατάληξη αυτόματων χημικών διαδικασιών, στη διάρκεια των οποίων η σπηλιά θα έπαιζε το ρόλο ενός τεράστιου αποστακτήρα, απ’ όπου θα ξεχείλιζε μια σπερματική σούπα. Βουνά, σπηλιές και δράκοι αποτελούν έτσι μια αδιάσπαστη τριάδα.

Ο Κίρχερ θεωρεί ότι «κανείς δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει» την πραγματικότητα του δράκου, την οποία λεπτομερώς μνημονεύουν άνθρωποι με μεγάλο κύρος όπως ο Στουμπφ, ο Γκέσνερ κι ο Λέοπολντ Σιζάτ. Οι ελβετικές Άλπεις θα έκρυβαν πολλούς δράκους σε «τόπους απρόσιτους» όπως είναι κάποια κρυφά λημέρια στην άνω χώρα. Τρεις αναπαραστάσεις γενεών δράκων διακοσμούν την πραγματεία.

Η μια παρουσιάζει τον «τετράποδο φτερωτό δράκο», που τον σκότωσε ο ιππότης της Ρόδου, η άλλη δείχνει τον dracunculus της Βολωνίας, και η τελευταία τον draco helveticus, που ήταν δίποδος και φτερωτός. (Επισημοποιώντας την ύπαρξη ενός ιδιαίτερου τύπου του αλπικού δράκου, το πορτρέτο επιβραβεύει το έργο των χρονικογράφων και των Ελβετών λογίων). Ο draco helveticus μπαίνει στο πεδίο της ευρωπαϊκής κουλτούρας.

Ο Κίρχερ δημοσιεύει επίσης ένα γράμμα του εξομολογητή της Λουκέρνης, του Κρίστοφ Σόρερ, επικεντρώνοντας τις παρατηρήσεις του σ’ έναν από τους δράκους του τρομερού όρους Πιλάτος: «Είδα ένα μεγαλοπρεπή δράκο που άρχισε να πετά, από μια τρύπα ενός μεγάλου βράχου του όρους Πιλάτος, κουνώντας τα φτερά του πολύ γρήγορα, το σώμα του ήταν μακρύ, το ίδιο και η ουρά κι ο λαιμός του. Το κεφάλι του είχε τη φιγούρα ενός απ’ αυτά τα ερπετά με τα δόντια. Όταν πετούσε, έβγαζε από το στόμα του σπίθες παρόμοιες μ’ αυτές που πετά το πυρακτωμένο σίδερο, όταν οι σιδηρουργοί το χτυπούν πάνω στο αμόνι»

Στην αλληλογραφία τους, επίσης, ο Σόρερ του απάντησε γραπτώς ότι το 1654, την ημέρα του Σαιντ-Ζακ (25 Ιουλίου), ο κυνηγός Πολ Σούμπερλιν που βρισκόταν στο βουνό Φλούε (2.097 μέτρα) στις ελβετικές Άλπεις, είδε εκεί ένα δράκο. Το ζώο στεκόταν στην παρυφή μιας βαθιάς σπηλιάς. Ήταν δίποδο σε όρθια στάση, το κεφάλι του έμοιαζε μ’ αυτό ενός αλόγου και «όλο το σώμα του ήταν σκεπασμένο με λέπια». Μόλις ο άνθρωπος το πλησίασε, το τέρας αποτραβήχτηκε στο λημέρι του.

Αν και εξυμνεί τον draco helveticus, ο Κίρχερ καθόλου δεν παραμελεί την Ιταλία. Εκτός από το φημισμένο επεισόδιο της εποχής με τον δράκο του Αλντροβάντι, ο Ιησουίτης θέτει το θέμα μιας συνάντησης εντελώς πρόσφατης είχε συμβεί τέσσερα χρόνια πριν από τη δημοσίευση του έργου του. Το Νοέμβριο του 1660 ένας κυνηγός χώθηκε στα έλη Ποντίνς, κοντά στη Ρώμη, για να καταδιώξει ένα υδρόβιο θήραμα.

Την ώρα που ένας δράκος, μεγέθους ενός μεγάλου γύπα, πετούσε, ο άνθρωπος έριξε καταπάνω του και στη συνέχεια το πληγωμένο πλάσμα του επιτέθηκε. Ο κυνηγός πέθανε την ίδια νύχτα, ενώ το δέρμα του είχε πρασινίσει από το δηλητήριο. Ανακάλυψαν και το λείψανο του ζώου, που ήταν ήδη σε αποσύνθεση. Το κεφάλι του μεταφέρθηκε στον Κίρχερ, ο οποίος το φύλαξε στο μουσείο του. Αυτός ο δράκος των ελών ήταν δίποδος με πλατιά παλαμοειδή πόδια, όπως αυτά των χηνών.

Ένας Γάλλος ταξιδιώτης μάς επιβεβαιώνει την ύπαρξη μιας λαϊκής φήμης που κυριαρχούσε στους δρόμους της Ρώμης την εποχή στην οποία αναφέρεται ο Κίρχερ. Όντως, στο Ημερολόγιό του (1665), ο Μπαλταζάρ ντε Μόνκονις από τη Λιόν σημειώνει: «Στην αρχή του Οκτωβρίου του 1660, ένας κυνηγός σκότωσε στα δέκα ή δώδεκα μίλια από τη Ρώμη, την εποχή που ήμουν κι εγώ εκεί, ένα φτερωτό δράκο που είχε φτερά νυχτερίδας, που με το ένα από αυτά χτύπησε τον κυνηγό στο πόδι, και πέθανε ο ίδιος μερικές μέρες αργότερα»

Με βάση την αυξημένη επιμονή γύρω από το θέμα του δράκου, η τρίτη έκδοση του Mundus Subterraneus (1678) αφιερώνει στο δράκο περισσότερες σελίδες και δίνει μεγαλύτερη προσοχή. Μπορεί να δει κανείς εκεί τη φιγούρα του ταριχευμένου δράκου που φυλάγεται στη Ρώμη, μέσα στο μουσείο του καρδινάλιου Μπαρμπερίνι, (Mundus Subterraneus, 3η έκδοση, 1678, τόμ. ΙΙ, βιβλ. VIII, κεφ. ΙΙ, σελ. 103). Ένα ειδικό παράρτημα είναι αφιερωμένο στις περιπλανήσεις ενός ταξιδιώτη ευγενή, του Ελίας Τζορτζ Λορέτ.

Πρόκειται για ένα μικρό ταξιδιωτικό οδηγό για τις στοιχειωμένες τοποθεσίες, που ήταν προσφιλείς στην μπαρόκ ευαισθησία. Για πολλοστή φορά αναφέρεται η λίμνη του βουνού που τη φυλάνε φραγμοί κωνοφόρων δέντρων και της οποίας τα νερά, ταραγμένα από τη ρήψη διάφορων αντικειμένων, προκαλούν καταιγίδες! Βρισκόμαστε, στην προκειμένη περίπτωση, στην άκρη μιας λίμνης του Μαύρου-Δάσους, της Μούμελζε (μια λέξη που σημαίνει «Νεράιδα». Το όνομα της λίμνης του Μαύρου-Δάσους παραγόταν από τη λέξη Muhme: νεράιδα, πνεύμα των νερών. Βλ. Hünnerkopf, «Muhmelsee», στο Handwörterbuch des deutschen Aberglaubens, τόμος VI, Berlin, 1934, σελ. 620-621.

Επίσης, στο έργο Οι Περιπέτειες του Σιμπλισίσιμους –1669– του Grimmelshausen, ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Σίμπλεξ, στο πέρασμα για το Σάουερμπρουνερ, ακούει τις «παράξενες ιστορίες» που διηγούνταν αυτοί που έκαναν λουτροθεραπείες αναφορικά με «την ανεξερεύνητη» Μούμελζε: συζητούν για τις καταστροφικές ιδιότητες αυτής της υδάτινης έκτασης και για συναντήσεις με παράξενα πλάσματα, στοιχειά και ξωτικά και νεράιδες, που ζουν κάτω από την επιφάνεια. Μόλις έφτασε στη λίμνη, έψαξε μάταια με τα μάτια να βρει το βάθος αυτής της υδάτινης έκτασης με την απατηλή ηρεμία.

Κανένα ψάρι δεν μπορεί να ζήσει κάτω από την επιφάνεια. Ο κυματισμός απέβαλε αυτά που κάποιοι προσπάθησαν να εισαγάγουν εκεί, μιας και τα νερά δεν ανέχονται παρά μόνο μαύρα βατράχια και κάποια είδη σαλαμάνδρας. Ένας παραμεθόριος κάτοικος της Βάδης, συνοδεία ενός κληρικού, επιχείρησε να εξορκίσει τη Μούμελζε, ρίχνοντας εκεί καθαγιασμένα ροζάρια

«Αλλά απότομα ένα τρομερό τέρας παράξενης μορφής αναδύθηκε, τρέποντάς τους σε φυγή και ξεσηκώνοντας μια καταιγίδα, που κράτησε εφτά μέρες»

Ο ίδιος ο Λορέτ δεν φαίνεται να αμφισβητεί καθόλου την καταδίωξη του υδρόβιου δράκου, μιας και μας γνωστοποιεί ότι, αφού έριξε τρεις πέτρες στη λίμνη (θέλοντας ίσως να προκαλέσει μία καταιγίδα;), στάθηκε για να χαράξει το όνομά του και την ημερομηνία της εκδρομής του (12 Μαΐου 1666) πάνω στο φλοιό ενός γειτονικού δέντρου. Αυτός ο ταξιδιώτης ο οποίος διασχίζει τη Γερμανία μερικά χρόνια μετά το πέρας των τελευταίων μαχών που επακολούθησαν τον τριακονταετή πόλεμο, ψάχνει τις ονομαστές στοιχειωμένες τοποθεσίες, τις οποίες εξετάζει λεπτομερειακά.

Ο Λορέτ είναι ένα περίεργο πνεύμα, ένας γνώστης της δαιμονολογικής λογοτεχνίας. Μετά τη Μούμελζε, η τρομακτική φήμη του βουνού Πιλάτος τον ελκύει ακατανίκητα. Πηγαίνει εκεί την ίδια χρονιά. Του είχαν μιλήσει για τη θρυλική λίμνη, «με τον απύθμενο βυθό». Δεν βρίσκει όμως εκεί παρά ένα μεγάλο λιμνάζον έλος.

Αλλά οι βουκόλοι που τον συνοδεύουν του δείχνουν στα περίχωρα τις εγκοπές πάνω στο βράχο: «τα νύχια του διαβόλου» και του μιλούν για τους σαυράνθρωπους, για παρόμοιες ιστορίες από την Ουαλία, βλέπε το έργο του Άρθουρ Μάχεν, Η Νουβέλα της Μαύρης Σφραγίδας. Λένε ότι αυτά τα βουνά είναι καταραμένα. Ο Λορέτ, εν πάση περιπτώσει, περιγράφει τους ποιμένες του Πιλάτου ως άξεστους και απαίσιους ανθρώπους, παραδομένους στη μαγεία, οι οποίοι εύκολα παρασύρονται από δαιμόνια. Το 1667, μια ομάδα βοσκών μάγων εξαπέλυσε μια καταιγίδα καταστροφική για το Καντόνι.

Ένα χρόνο πριν, οι κάτοικοι του Βιτζνό είχαν δει ένα φλογισμένο δράκο να πετά πάνω από το χωριό τους. Αυτό ήταν προμήνυμα σεισμού και πλημμύρας. Ο Λορέτ πιστεύει τόσο στους δράκους του βουνού, όσο και στους διαβόλους και τους φοβερούς μάγους. Η θέση της δρακόντιας μάχης του Ούντερβαλντ, είναι επακριβώς προσδιορισμένη, είναι το «πεδίο του δράκου» το Drachenfeldt. Του δείχνουν επίσης οι άνθρωποι το άνδρο των δράκων, που βρίσκεται ψηλά, κι από εκεί φαίνεται η λίμνη των Τεσσάρων-Καντονιών και τα περίχωρα της χώρας. Ο Λορέτ προσθέτει ότι, αν η Αφρική έχει την παλιά φήμη ότι παράγει πάντα νέα τέρατα, και τα ελβετικά βουνά γεννούν επίσης, στα πιο μυστικά τους κρησφύγετα, «δύσμορφα πλάσματα», όπως είναι οι δράκοι και οι γίγαντες.

Στη Λουκέρνη, δεν διατηρούσαν μήπως μέσα στα τείχη της έναν κολοσσιαίο ανθρώπινο σκελετό, απόδειξη της πραγματικότητας των γιγάντων; Ο Ελίας Τζορτζ Λορέτ γίνεται από τους πρωτεργάτες που θέτουν στην κεντρική Ελβετία το καταφύγιο του τερατοειδούς ανθρώπου και ζώου.

Η τρίτη έκδοση του Mundus Subterraneus του Κίρχερ καθιερώνει την Ελβετία ως πατρίδα του δυτικού δράκου. Όμως, άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν αυτή την ηγεμονία. Για παράδειγμα η Αυστρία. Μια από τις επαρχίες της, η Καρίνθιε, ήταν ιδιαιτέρως πλούσια σε ιστορίες για δράκους. Σαν επιστέγασμα αυτών των πεποιθήσεων, το 1590, ο γλύπτης Ούλριχ Φόγκελζανγκ είχε διακοσμήσει τη μεγάλη πλατεία Κλάγκενφουρτ, στην Καρίνθιε, μ’ ένα φτερωτό δράκο, υπηρέτη της πηγής, το Lindwurmdenkmal, δηλαδή το μνημείο του δράκου.

Πολλά συνέβαιναν και στη Στυρία. Τον προηγούμενο αιώνα, ο Γκέσνερ είχε θέσει το ζήτημα των φτερωτών ερπετών στους ουρανούς αυτής της επαρχίας, στα νοτιοανατολικά της Αυστρίας. Επιπλέον, μετά το τέλος της μεσαιωνικής εποχής, η «σπηλιά των δράκων» του Μίξνιτζ είχε προσελκύσει τους περίεργους απ’ όλη την Ευρώπη. Ο Γκ. Μ. Βίσερ στην αναφορά του για τη Στυρία το 1678, κάνει λόγο για τη σπηλιά, διευκρινίζοντας ότι από αυτήν βγάζουν συνεχώς «οστά δράκων».

Ένας ασυνήθιστος προσκυνητής όπως ο Ελίας Τζορτζ Λορέτ δεν θα μπορούσε να παραλείψει την αναφορά σ’ αυτό το φημισμένο άντρο. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ένας υποδηματοποιός θα είχε ριψοκινδυνεύσει να μπει στις καμάρες της σπηλιάς, για να συλλέξει τα κόκαλα των γιγάντων. Ο άνθρωπος θυμόταν ότι ένας ολόκληρος σκελετός δράκου είχε ανακαλυφτεί στην είσοδο της σπηλιάς (Οthenio Abel, Vorzeitliche Tierreste im deutschen Mythus, Brauchtum und Volksglauben, Iéna: Fischer, 1939, εικ. 130, σελ. 176, εικ. 136, σελ. 185).

Το υλικό που αφορούσε τον δράκο τελικά έφτασε σε τέτοιο αξιόλογο όγκο, που ένας Γερμανός πανεπιστημιακός, ο Τζορτζ Κάσπαρ Κίρχμαγιερ (1635-1700) τόλμησε να συντάξει την πρώτη μονογραφία γι’ αυτό το θέμα. Χημικός στο επάγγελμα, ο Κίρχμαγιερ άσκησε επίσης την ορυκτολογία κι ανέπτυξε ένα δίκτυο επιστολογραφίας με σημαντικούς Ευρωπαίους λογίους.

Το 1661, όταν το έργο Zoologia Physica του Γιόχαν Σπέρλινγκ (που παρασημοφορήθηκε μεταθάνατον), δημοσιεύτηκε, ο εκδότης πρόσθεσε στην πραγματεία δέκα ακαδημαϊκές συζητήσεις με ή υπό την εποπτεία του Κίρχμαγιερ. Υπάρχουν σ’ αυτό θέματα των υποθετικών ζώων, τέτοιων όπως ο μονόκερως, ο βασιλίσκος, ο φοίνιξ και ο δράκος. Αυτός ο τελευταίος παρουσιάζεται ως ένα «γιγάντιο ερπετό», πλάσμα ωοτόκο, που τρεφόταν με πτώματα και ευκαιριακά με ζωντανούς ανθρώπους.

(Γιόχαν Σπέρλινγκ, Zoologia Physica, εκδ. J. Kirchmayer, Wittemberg: Οι κληρονόμοι του Γ. Μπέργκερ, 1661, κεφ. ΙΙΙ, σελ. 403-405 (De dracone). Για τον Κίρχμαγιερ, βλέπε Thorndike, A History of Magic and Experimental Science, Columbia University Press, 1958, όπ.αν., τόμ. VII, σελ. 347).

Ο δράκος γινόταν πάλι ο Δράκων των Ελλήνων. Αυτή η θέση, από τη μία έως την άλλη άκρη του αιώνα, θα γινόταν θέση των μετριοπαθών πνευμάτων, που απέρριπταν την ιδέα του φτερωτού ερπετού προς όφελος ενός οφιοειδούς μεγάλου μεγέθους. Τέτοια ήταν, το 1603, η γνωμάτευση του Κάσπαρ Σβένκφελντ, όσον αφορά το δράκο της Σιλεσίας. Τέτοια θα ήταν κι αυτή του συγγραφέα του Παγκόσμιου Λεξικού, του Αντουάν Φουρετιέρ (1619-1688), του οποίου το έργο δημοσιεύτηκε μεταθανάτια, στο Άμστερνταμ το 1690. Γι’ αυτόν τον αστό του Παρισιού, που δεν ταξίδεψε ποτέ για έρευνες, ο δράκος δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα «τερατώδες ερπετό, το οποίο στην πάροδο του χρόνου απέκτησε καταπληκτικό μέγεθος».

Οι θέσεις του μεγάλου Αθανάσιου Κίρχερ βρήκαν μεγάλη απήχηση στους ακούραστους συλλέκτες πληροφοριών της μπαρόκ Γερμανίας. Ένας από αυτούς τους συγγραφείς, που του άρεσαν πολύ οι παράξενες και ασυνήθιστες ιστορίες, ο μυθιστοριογράφος Έμπεραρντ Βέρνερ Χάπελ (1647-1690), χρησιμοποίησε το έργο Mundus Subterraneus στο δικό του Περίεργες Σχέσεις (1683).

Πρέπει να δεχτούμε, υποστηρίζει ο Χάπελ, ότι «πολλοί» άνθρωποι αρνούνται να πιστέψουν στην ύπαρξη των δράκων. Αλλά οι σκεπτικιστές «οφείλουν να σωπάσουν» μπροστά στη θετική γνώμη ανθρώπων κύρους όπως ο Σιζάτ, ο Κίρχερ κι ο Αλντροβάντι, και μπροστά στις πολυάριθμες αναφορές αυτόπτων μαρτύρων, που αποδεικνύουν κατά κόρον ότι:

«Υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη δράκοι. Οι γκρεμοί των βουνών στην Ελβετία και αλλού, καθόλου δεν έχουν απαλλαγεί απ’ αυτές τις υπάρξεις, και πιστεύω ότι θυμόμαστε πολύ καλά όλα όσα μας έχουν διηγηθεί για τέτοια καταστροφικά τέρατα που εμφανίστηκαν στην Τοσκάνη και στην Πρωσία, πριν από δύο ή τρία περίπου χρόνια» ( Ε. Β. Χάπελ, Grösste Denckwürdigkeiten der Welt, oder Sogenannte relations curiosae, Hambourg: Thomas von Wiering, 1683. Αλλά βλέπε και Ε. Β. Χάπελ, «Mundus mirabilis tripartitus», uder wunderbare Welt in einer kurtzen Cosmographia fürgestellet, Ulm: Mattheus Wagner, 1689, τ. ΙΙΙ, βιβλ. Ι, κεφ. XXIV, σελ. 179-188).

Η παρουσία πλασμάτων ταυτόχρονα επικίνδυνων κι ασυνήθιστων μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο προξενεί στους ειδικούς παράξενων φαινομένων ένα γοητευτικό τρόμο. Ο Χάπελ ταξινομεί μ’ ευχαρίστηση αυτό το «θαυμαστό είδος» ανάμεσα στα «πιο αποκρουστικά τέρατα που γέννησε η φύση» ένα πλάσμα στερημένο από γεννήτορες, ενάντια σε κάθε φυσική πορεία ζωτικών διαδικασιών, που πηγάζει από την αυτόματη γέννηση.

Αυτό το υβρίδιο μένει μέσα σε «μεγάλους ορεινούς όγκους» που μπορούν να είναι οι ελβετικές Άλπεις, αλλά επίσης και οι «κορυφές των Καρπαθίων που υψώνονται μέχρι τον ουρανό, ανάμεσα στην Πολωνία και τη Δακία» (Τρανσυλβανία). Ήδη, ο Κίρχμαγιερ είχε αναφέρει τα Καρπάθια ανάμεσα στις ευρωπαϊκές βουνοκορφές που χρησιμοποιήθηκαν ως καταφύγια από τους δράκους. Ο Χάπελ παίρνει τις πληροφορίες του από μια σειρά επιστολών που δημοσιεύτηκαν σε μια ιατρο-φυσική επιστημονική συλλογή της αυτοκρατορικής Ακαδημίας της Αλ.

Μέσα στο πρώτο από αυτά τα ντοκουμέντα, ο Ούγγρος γιατρός Πάτερσον Χάιν έγραφε το 1671 ότι «ήταν αδύνατο ν’ αμφισβητηθεί» η πραγματικότητα των δράκων. Υπήρχαν ανάμεσα στις συλλογές του μία σιαγόνα και κυνόδοντες που απεδείκνυαν το συγκεκριμένο χαρακτήρα αυτών των ζώων. (Βλέπε την επιστολή του δρ. Γιόχαν Πάτερσον Χάιν στον δρ Sachs à Lewenhaim, 2 Δεκεμβρίου 1671, που βρίσκεται στο Miscellanea Curiosa Medico-Physica Academiae Naturae Curiosorum, Leipzig & Francfort).

Σε μια άλλη επιστολή (29 Ιανουαρίου 1672), ο Χάιν διευκρινίζει ότι μπόρεσε να εξετάσει ένα κρανίο δράκου στη Βαρσοβία. Εξάλλου, ένας χωρικός παρουσίασε ολόκληρο το σκελετό ενός «νέου δράκου» στον κόμη Ρακότζι (Δρ Γ. Πάτερσον Χάιν, «De Draconibus Carpathicis», στο Miscellanea Curiosa, dec. I, ann. III, observatio CXXXIX, 1672, σελ. 257-258).

Ο γιατρός κατάφερε να συλλέξει τη μαρτυρία των βοσκών της άνω χώρας. Μεγάλος αριθμός από αυτούς του εμπιστεύτηκε ότι μέσα στα Καρπάθια, κοντά στον ποταμό Ντουνάγιεκ, υπάρχει μια μεγάλη σπηλιά γεμάτη οστά και απομεινάρια δράκων. Τολμηροί χωρικοί ριψοκινδυνεύουν και πηγαίνουν εκεί, για να πάρουν τα οστά –μερικές φορές σκελετούς ολόκληρους– τα οποία μετά πουλούν σε πρακτικούς γιατρούς που παίρνουν μια σκόνη απ’ αυτά, από την οποία στη συνέχεια φτιάχνουν θαυματουργό αντίδοτο εναντίον της επιληψίας.

Αυτό το οστεοφυλάκιο δημιουργήθηκε έτσι: όταν ένας άρρωστος δράκος αισθάνεται ότι τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του, πηγαίνει στη σπηλιά για να ξαπλώσει, πάνω στους άλλους, και να αναζωογονηθεί, αλλά τελικά πεθαίνει σ’ εκείνη τη θέση. Ένας άλλος τον ακολουθεί, κι έτσι σχηματίζεται μια στοίβα οστών. Οι ποιμένες που οδηγούν τα κοπάδια τους το καλοκαίρι στις βοσκές, βεβαιώνουν ότι οι δράκοι περνούν τη μέρα τους στο βάθος των σπηλιών τους και δεν βγαίνουν από κει παρά τη νύχτα, για να ορμήξουν στα πρόβατα, στα κατσίκια, στους αίγαγρους, ακόμα και σε αρκούδες, τα οποία φέρνουν μετά στα λημέρια τους για να χορτάσουν.

Οι ίδιοι ποιμένες διηγήθηκαν στον Πάτερσον Χάιν ότι μια μέρα ένας Ιταλός πήγε σε μια απ’ αυτές τις σπηλιές για να αναγκάσει με κάποια μαγικά τελετουργικά το δράκο να βγει έξω. Όταν το ζώο βρέθηκε έξω, ο μάγος το καβαλίκεψε, για να χαθεί πάνω στη ράχη του στους αιθέρες! Ο γιατρός, φυσικά, θεωρεί αυτή την ιστορία «μύθο». Πρόκειται για μια παραλλαγή της παράδοσης για τον εξορκιστή των δράκων στην Ελβετία, όπως περιγράφεται μέσα στα γραπτά του Ούλριχ Κάμπελ και του παππού Ρένγουορντ Σιζάτ.

Τον επόμενο αιώνα, στο έργο Notitia Hungariae Novae Historico-Geographica (1742), ο Ματίας Μπελ θα διηγηθεί το άσχημο παιχνίδι που έπαιξε ένας χωρατατζής στους κατοίκους ενός χωριού της άνω Ουγγαρίας, που ήθελαν να πληρώσουν για τις υπηρεσίες ενός «νεκρομάντη», για να απωθήσει αυτός από το καταφύγιό του ένα δράκο που ήταν υπεύθυνος για ολέθριες χαλαζοπτώσεις.

Ένας Αυστριακός λαογράφος, ο Λέοπολντ Κρέτζενμπαχερ, συγκέντρωσε θρυλικές αφηγήσεις, που είχαν συλλεχθεί το 19ο αιώνα ανάμεσα στους Ρουμάνους της Τρανσυλβανίας και που αφορούσαν τους φοβερούς δράκους. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις αυτές, τα οστά που εκταφιάστηκαν από τις βουνίσιες σπηλιές γίνονταν αντιληπτά από το λαό ως υπολείμματα των τεράτων. Ο «Ιταλός» είναι αναμφίβολα ένας από αυτούς τους «Βενετούς» (Venediger) μεταλλειολόγους –ή χρυσοθήρες– που οι βουνίσιοι τους μεταμορφώνουν σε μυθικούς μάγους, λόγω άγνοιας για την επιστήμη τους.

Οι πληροφορίες του Χάιν συμπληρώθηκαν από το συνάδελφό του από το Μπρεσλό, τον Χάινριχ Φολνιάτ. Ο Σικελός γιατρός αναπαρήγαγε στην έκθεσή του το 1674 μια γκραβούρα του κρανίου ενός από τους «δράκους των Καρπαθίων». (Σημειώνουμε ότι στα Καρπάθια και στην Τρανσυλβανία άνθησε ο θρύλος του Dracula, του Vlad Dracul, ένα επίθετο που σημαίνει «ο γιός του Δράκου» ή ο «γιος του Διαβόλου»). Παρακινούσε τους συναδέλφους του, να ακούν με περισσότερη επιείκεια τις λαϊκές αφηγήσεις που υποδείκνυαν την παρουσία των τερατοειδών ζώων στους σχεδόν απρόσιτους ορεινούς όγκους.

Ο Φολνιάτ αναπαράγει την επιστολή ενός γιατρού από το Σίμπιου, του Γκέοργκ Βετ. (Χάινριχ Φολνιάτ, «De Dracpmobus Carpathicis et Transsylvanicis» στο Miscellanea, dec/ I, ann. IV, obs. CLXX, 1674, γκραβούρα ανάμεσα στις σελίδες 226 και 227. Για τον Βετ, βλ. Γιόχαν Σέιβερτς, Nachrichten von Siebenbürgischen Gelehrten und ihre Schriften, Pressburg: Weber και Korabinski, 1785, σελ. 453-454). Ο Βετ (1645-1704), γεννημένος στην Πολωνία, είχε αποκτήσει κάποια φήμη ως βοτανολόγος, κάτι που έκανε το συμβούλιο της σαξονικής πολιτείας Χέρμανστατ (Sibiu) να του προσφέρει, το 1672, τη θέση του κοινοτικού φαρμακοποιού.

Η επιστολή του Βετ, που χρονολογείται στις 16 Μαΐου 1673, δείχνει ότι πολύ γρήγορα ο άνθρωπός μας παθιάστηκε μ’ ένα ζήτημα που αναμφίβολα είχε την τιμητική του στις τάξεις των τοπικών λογίων. Ο φαρμακοποιός είχε ήδη καταφέρει να αποκτήσει ένα δόντι δράκου. Ένας αστός από το Μέντβις είχε πάρει αυτό το κειμήλιο από ένα βλάχο χωρικό, ο οποίος ισχυριζόταν ότι το απέκτησε κάτω από περίεργες συνθήκες στα βουνά που χάνονταν στην πλευρά του Πορτ ντε Φερ: ο χωρικός είχε παρατηρήσει ότι ένας φτερωτός δράκος είχε κάνει τη φωλιά του μέσα σ’ ένα τεράστιο κοίλο δέντρο.

Ο βλάχος εκμεταλλεύτηκε την απουσία του φτερωτού πλάσματος, για να μαζέψει ένα σωρό από ξερόκλαδα, μπροστά στην τρύπα του δέντρου, κι όταν ξανάρθε ο δράκος εκεί, τον έκαψε μέσα στο δέντρο. Ο Βετ μπόρεσε επίσης να θαυμάσει το κρανίο ενός άλλου δράκου, στο σπίτι του βασιλικού δικαστή της Χέρμανστατ. Το τέρας είχε προφανώς απανθρακωθεί από μια αστραπή, λίγα χρόνια νωρίτερα, ενώ βρισκόταν μέσα σ’ ένα μεγάλο δέντρο, ένα μίλι μακριά από την πόλη.

Η σαξονική κωμόπολη Χέρμανστατ, τόπος γερμανικής και προτεσταντικής κουλτούρας, στέγαζε μέσα στα τείχη της προύχοντες, τους αντιπροσώπους δηλαδή της δεσπόζουσας κουλτούρας, όπως το δικαστή και το φαρμακοποιό που ήταν κάτοχοι δρακόντειων κειμηλίων, τα οποία είχαν διαπραγματευτεί με κάποιους οπαδούς της λαϊκής κουλτούρας, μελετητές από άλλες χώρες.

Οι πληροφορίες που βγαίνουν από τις επιστολές του Χάιν, του Φολνιάτ και του Βετ, επιτρέπουν τη λεπτομερή προβολή δώδεκα δρακόντειων ζωνών, πάνω στο χάρτη της κεντρικής Ευρώπης. Η μία βρισκόταν στη νοτιο-ανατολική πλαγιά των Καρπαθίων, προς τον ποταμό Ντουνάγιεκ που κατέληγε στο Βιστούλα. Βρισκόταν μέσα στην πολωνική επαρχία Γαλικία. Οι πληροφοριοδότες του Χάιν είναι αναμφίβολα βουνίσιοι απ’ αυτή την περιοχή, οι Ουσούλς.

Ο υπαινιγμός του Ούγγρου γιατρού για τον «κόμη Ρακότζι» μας πηγαίνει στη δεύτερη ζώνη, πιο νότια. Από την ισχυρή οικογένεια των Ρακότζι προήλθαν ηγεμόνες που έκαναν την Τρανσυλβανία ένα ανεξάρτητο κράτος ανάμεσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία και την Ουγγαρία, στην οποία κυριαρχούσαν οι Αψβούργοι. Η πίστη στους δράκους των Καρπαθίων φαίνεται ότι είχε ευνοήσει τη γεωπολιτική κατάσταση σ’ αυτή την αμφιλεγόμενη περιοχή.

Ένας ενθουσιώδης δρακολόγος, ο Γκέοργκ Βετ, πολύ δύσκολα μπορούσε να ριψοκινδυνεύσει, πηγαίνοντας στην άνω χώρα. Κοντά στις δυσκολίες πρόσβασης ερχόταν να προστεθεί και η απειλή που βάρυνε αυτή τη μεθοριακή περιοχή, για επιδρομή των Τατάρων, που ήταν σύμμαχοι των Οθωμανών. Από το 1658 ως το 1661, το πριγκιπάτο είχε καταστραφεί από τους Τούρκους. Πόλεις ελεύθερες όπως η Χέρμανστατ κατάφεραν μόνο χάρη στα ισχυρά τους τείχη να γλιτώσουν από τις καταστροφές.

Στο έργο του Περιγραφή της Τρανσυλβανίας, που δημοσιεύτηκε το 1666, ένας γιατρός της Χέρμανστατ, ο Γιόχαν Τρόστερ, σημειώνει ότι, κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου, η πόλη βρέθηκε δυο φορές βομβαρδισμένη, ενώ οι Τάταροι είχαν αρπάξει ένα «αναρίθμητο» πλήθος κατοίκων.

Μια τέτοια κατάσταση, πολύ λίγο ευνοϊκή για επιστημονικές έρευνες, ήταν αντίθετα ιδιαιτέρως κατάλληλη για τη γένεση φημών για τη φανταστική πανίδα που στοίχειωνε αυτή την «ευαίσθητη ζώνη». Ο τουρκικός κίνδυνος ήταν ακόμα έντονα παρών, αφού το 1683 οι Οθωμανοί ήρθαν μπροστά στη Βιέννη. Η προσοχή των Ευρωπαίων στο τέλος του 17ου αιώνα ήταν λοιπόν στραμμένη προς αυτές τις απόμακρες βουνοκορφές. Για τον αναγνώστη της Επιστημονικής Συλλογής της Αλ, η Τρανσυλβανία δεν ήταν μόνο ένα πολιτικο-θρησκευτικό σύνορο, αλλά ήταν επίσης ένας χώρος στα σύνορα της γνώσης.

Υπό τη σκιά του Κρουασάντ και κάτω από τις ιδιαιτερότητες ενός νεφελώδους μεθοριακού δρόμου, οι συζητήσεις για τους δράκους μπορούσαν να γεννηθούν και να ευδοκιμήσουν. Κανείς δεν πήγαινε εκεί, κι ακόμη και οι Τούρκοι είχαν παρακάμψει πολλά μέρη εξαιτίας του τρόμου που είχε διαδοθεί για εκείνες τις περιοχές.

Ένας ειδικός στις ασυνήθιστες αφηγήσεις όπως ήταν ο Γιοχάνες Πρετόριους (1630-1680) έγινε ο συγγραφέας της πρώτης μονογραφίας αφιερωμένης στο Μπρόκεν, το βουνό των μάγων της Βόρειας Γερμανίας. Σε μια από τις πολυάριθμες μπροσούρες του, ο Πρετόριους διηγείται τα πάντα για τις φυλές των δράκων του «δάσους της Τρανσυλβανίας». (Γιοχάνες Πρετόριους, Ehren-Bergische Blutige Klöβer, Nebenst mehren dergleichen Neuligen Straff-Mahlen, 1678. Ex.: Bibliothèque de l’ Arsenal –4o S. 383 (7)– fo 5A. Επίσης, για τον Πρετόριους, βλ. Γκέοργκ Βιτκόβσκι, Geschichte des literarischen Lebens in Leipzig, Leipzig: Teubner, 1909, σελ. 170-179).

Οι συλλογικές νοοτροπίες σε μια κεντρική Ευρώπη, σκληρά δοκιμασμένη από τους πολέμους, έχουν σίγουρα δεχτεί ευνοϊκά τις αφηγήσεις για ανθρωποφάγους δράκους. Μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον που εκδήλωσαν οι διανοούμενοι της Αντι-Μεταρρύθμισης για αυτά τα τερατοειδή πλάσματα.

Η επικαιρότητα του δράκου μαρτυρεί, ενάντια στους Μεταρρυθμιστές, την αυθεντικότητα της ζωής των αγίων και των θαυμάτων. Για έναν Ιησουίτη όπως ο Κίρχερ, η μυστική και φυσική ερμηνεία του δράκου, μακριά από κάθε αμοιβαία αλληλο-αναίρεση, ενώνονται σ’ ένα ομοιογενές σύνολο, ένα κράμα πίστης, πειραματικού πνεύματος και θεωρήσεων, προορισμένου να τραβήξει το ενδιαφέρον των λογίων και να θέλξει τα καλοπροαίρετα πνεύματα.

Ξαναβρίσκουμε την προσέγγιση του Κίρχερ σ’ ένα άλλο έγκριτο μέλος των Ιησουιτών, στον Τσέχο Μπόχουσλαβ Αλόις Μπαλμπίν (1611-1689). Ο Μπαλμπίν θα επιμείνει στην επανάκτηση του παρελθόντος, που αποτελεί προϋπόθεση ελέγχου της κουλτούρας. Το έργο του Επιστημονική Συλλογή του Βασιλείου της Βοημίας εμφανίστηκε μεταξύ 1679-1687. Δέκα αριθμημένοι τόμοι εγκλείουν ένα ευρύ πανόραμα των αρχαιοτήτων, της αγιογραφίας, της τοπογραφίας και της φυσικής ιστορίας της πατρίδας του.

Όσον αφορά την πραγματικότητα των δράκων, ο Μπαλμπίν συλλέγει τις αναμνήσεις του. Θυμάται ότι είχε δει στο Μπρουν (Μπρνο) της Μοραβίας ένα δράκο ταριχευμένο. Ο Ιησουίτης αρνείται να αμφισβητήσει την πραγματικότητα ενός πλάσματος, την οποία επιβεβαιώνει η εκκλησιαστική λογοτεχνία. (Μπόχουσλαβ Αλόις Μπαλμπίν, Miscellanea Historica Regni Bohemiae, Prague: Georg Czernoch, 1679, τομ. Ι). Παραπέμπει στον Κίρχερ για ό,τι αφορά σε υλικό περί δράκων.

Αλλά για τον Μπαλμπίν, το τέρας είναι επίσης μία από τις μάσκες του Κακού. Για τον Έρνεστ Ντενίς, εκείνη την εποχή, οι αποκαλυπτικές ιστορίες σεβαστών ομιλητών προετοίμασαν τον τσέχικο λαό, ώστε να νιώσει γύρω του την παρουσία των κακών πνευμάτων: «Ίσως ποτέ, ούτε ακόμα και στο Μεσαίωνα, το Κακό δεν έστησε περισσότερες παγίδες στον άνθρωπο και δεν ανακατεύτηκε τόσο ενεργά στην καθημερινή ζωή»

Ο Ιησουίτης ευσεβής συζήτησε με πληροφοριοδότες οι οποίοι του αποκάλυψαν τις νυχτερινές φασαρίες που ακούγονταν από τις σπηλιές που βρίσκονταν στα περίχωρα του βασιλικού παλατιού Κάρλστγεν. Το κάστρο, βομβαρδισμένο από τους Σουηδούς το 1648, είχε απομείνει ένα ερείπιο. Στα πόδια του, έρεε ο Μορίνα. Ο Μπαλμπίν συνέλεξε τις εκμυστηρεύσεις των ψαράδων «που περνούν συχνά, όλη τη νύχτα, απ’ αυτή τη μεριά του ποταμού». Του είπαν ότι «αυτοί οι τόποι ήταν αναστατωμένοι από τα φαντάσματα, και κυρίως από δράκους, που μετακινούνταν γύρω από τους βράχους της παραλίας και με τα μακριά τους σώματα απειλούσαν τις πλαγιές με ισχυρό καταιγισμό πετρών». Για τον Ιησουίτη, η πηγή μιας τέτοιας φασαρίας δεν είναι αμφίβολη: «Θεωρώ ότι κακά δαιμόνια βασιλεύουν σ’ αυτές τις σπηλιές».

Οι δράκοι στις σπηλιές του Κάρλστγεν δεν είναι κάποιο άγνωστο είδος, όπως στις σκοτεινιές των Καρπαθίων, αλλά οι θείοι απεσταλμένοι από τα Πολύ-Χαμηλά. Ως ένας καλός Ιησουίτης, ο συγγραφέας της Επιστημονικής Συλλογής είναι ευαίσθητος στη σκοτεινή ποίηση που αναδύει από το σπηλαιώδη κόσμο. Ο Μπαλμπίν διηγείται την ιστορία ενός φίλου του που είχε πάει σε μια βαθιά σπηλιά της Βοημίας και γρήγορα βγήκε από αυτή, τρομοκρατημένος. Το επίστρωμα των τοιχωμάτων του άντρου, του υποδείκνυε τα «κυρτωμένα νύχια των δράκων». Έτσι, οι υπόγειες καμάρες, κατά ένα μιμητικό τρόπο, παίρνουν κάποια χαρακτηριστικά του πλάσματος που όλοι υποψιάζονται ότι ζει στα βάθη των σπηλαίων.

Αν στον Μπαλμπίν ο φριχτός δράκος έχει εννοιολογικώς και θεολογικώς ακόμη έντονη παρουσία, δεν ισχύει το ίδιο για τους συγχρόνους του, όπως τον Χάιν ή τον Φολνιάτ, οι οποίοι, μαζί με πολλούς άλλους, αποτελούν το φυσιοκρατικό ρεύμα της Δρακολογίας. Γι’ αυτούς, το θέμα αφορά αποκλειστικά το πεδίο των φυσικών επιστημών. Ένας από αυτούς είναι ο Αυστριακός ευγενής Γιόχαν Βάικχαρντ φον Βαλβασόρ (1641-1693).

Ο Βαλβασόρ γεννήθηκε στο Λέμπαχ, πόλη της Καρνιόλ, η σημερινή Λουμπλιάνα, πρωτεύουσα της Σλοβενίας και οφείλει τους τίτλους της δόξας του λιγότερο στα πολεμικά κατορθώματα απ’ ό,τι στη γοητεία που ασκούσε πάνω του ο κόσμος των σκοταδιών, που τον ωθεί, σ’ όλη του τη ζωή, να ερευνήσει τον κόσμο που ήταν κρυμμένος κάτω από τα πόδια του, αναζητώντας «τα μυστικά που κανείς άλλος δεν γνωρίζει».

Ο Βαλβασόρ πήγε στη Γερμανία για να επισκεφτεί τις σπηλιές του Χαρτζ, στη Γαλλία για να εξερευνήσει τη Σαιντ-Μπομ, αλλά κυρίως μελέτησε το υπόγειο δίκτυο της Καρνιόλ. Σ’ αυτόν οφείλεται η συνεχής παρακολούθηση της εξερεύνησης της μεγάλης σπηλιάς του Άντελσμπεργκ. Αυτή η σπηλιά, που σήμερα ονομάζεται Ποστόνια, στα μισά του δρόμου μεταξύ Τριέστης και Λουμπλιάνας, είχε γίνει αντικείμενο επισκέψεων από το 13ο αιώνα, όπως το μαρτυρούν τα γκραφίτι των πρώτων διαδρόμων.

Ο Βαλβασόρ μπήκε στις βαθιές γαλαρίες. Το μεγάλο έργο του, τα Αριστουργήματα του Δουκάτου της Καρνιόλ (1689), συλλέγει σε 3.320 σελίδες και σε τέσσερις αριθμημένους τόμους μια τεράστια ποσότητα γνώσεων για την υπόγεια τοπογραφία και τα ήθη της αυστριακής επαρχίας, διηγείται πολλές ιστορίες για υποχθόνια δρακοειδή και οδηγεί τον αναγνώστη στις υπόγειες εξερευνήσεις του. Ο μεθοδικός χαρακτήρας των εξερευνήσεών του επιτρέπει να αναγνωρίσουμε σ’ αυτό το παράξενο πνεύμα έναν από τους πατέρες της σπηλαιολογίας.

Στο τέλος του αιώνα, η Βασιλική Εταιρεία της Βρετανίας, υπό την προεδρία του Νεύτωνα, επιβεβαίωνε μια αποστολή προορισμένη για να αναζητήσει δράκους στις Άλπεις. Δεν έχουμε ακριβή δεδομένα αυτής της αποστολής. Αλλά και η απλή διατύπωση ενός τέτοιου σχεδίου είναι, αυτή καθ’ αυτή, μια εύγλωττη μαρτυρία της γοητείας που ασκούσε το ζήτημα των ευρωπαϊκών δράκων στα μέλη του επιστημονικού οργανισμού κι ενώ οι λόγιοι συζητούν για το θέμα, γνωστοποιούνται πάντα συναντήσεις με δράκους, ιδιαιτέρως σε περιοχές που παραδοσιακά θεωρούνται «κακόφημες».

Στα δυτικά της Νεάπολης εκτείνονται τα πεδία Φλεγκρένς, μια περιοχή ηφαιστειακή. Οι Ρωμαίοι τοποθετούσαν εκεί μια από τις εισόδους του Άλλου Κόσμου. Στο βιβλίο VΙ της Αινειάδας, ο ήρωας του Βιργίλιου πηγαίνει εκεί για να μάθει από τον προφήτη των Κιμς πώς να φτάσει στον άλλο κόσμο. Στο βάθος του αχανούς κρατήρα του Ανιάνο υπάρχει μια μικρή λίμνη που τα νερά της είναι σε συνεχή αναβρασμό. Αυτή η λίμνη του Ανιάνο από πολύ νωρίς έκανε τη φαντασία ν’ ανθίσει.

Κατά τον Βοκκάκιο, δεν είχαν καταφέρει να βρουν το βυθό. Οι ανθρωπιστές επισκέπτες που πήγαν εκεί, την εποχή της Αναγέννησης, είχαν παρατηρήσει ότι σκυλιά που είχαν πάθει ασφυξία από τις αναθυμιάσεις του «άντρου Καρόν» (η Σπηλιά του Σκύλου) συνέρχονταν, αν τα βουτούσαν εκεί μέσα. Είχαν επίσης διαπιστώσει ότι τα νερά της δεν επέτρεπαν καμιά ζωή, εκτός από κάποια βατράχια στις όχθες. Αλλά πολλές αναφορές μιλούν για μεγάλα «φτερωτά ερπετά» που είχαν επιλέξει το μέρος για κατοικία τους.

Αναπόφευκτα ο Χάπελ δεν θα μπορούσε να ευχηθεί πιο κατάλληλο ντεκόρ για μια από τις περίεργες ιστορίες του. Σύμφωνα με τον Γερμανό, ένα «φοβερό τέρας» είχε ανεβεί στην επιφάνεια της λίμνης του Ανιάνο, την άνοιξη του 1684. Αυτό το «ψάρι και δράκος» σκότωνε τους ανθρώπους με τη δηλητηριώδη ανάσα του. Το είχαν χτυπήσει πολλές φορές, αλλά οι σφαίρες των όπλων εξοστρακίζονταν πάνω στο σκληρό του δέρμα, μη αφήνοντας εκεί πάνω παρά ασπριδερές χαραγματιές, (Ε. Β. Χάπελ, Des Historischen Kerns oder so genandten kurtzen Chronica, Hambourg:Thomas von Wiering, 1690, σελ. 29).

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ο δράκος-σαύρα δεν ήταν ολότελα ξεχασμένος. Η εικόνα του ενεργοποιήθηκε ξανά χάρις σε μια καταπληκτική ζωολογική ανακάλυψη. Το 1912, ο Π. Α. Όουενς, στο ζωολογικό Μουσείο του Μπουίτενζοργκ, στην Ιάβα, στηριζόμενος σ’ ένα λείψανο και σε μια φωτογραφία, περιέγραφε ένα βάρανο (σαυροειδές ερπετό) μεγάλου μεγέθους, δίνοντάς του το επιστημονικό όνομα Varanus komodoensis και παραπέμποντας στο φυσικό τόπο κατοικίας του, ένα από τα μικρά νησιά του αρχιπελάγους Σοντ, τη νήσο του Κόμοντο.

Το ντόπιο όνομα του ζώου, «ο δράκος του Κόμοντο», βεβαιώνει τις αλληλουχίες με το θρυλικό τέρας. Οι διευθυντές του ζωολογικού πάρκου νοιάζονταν πολύ να παρουσιάσουν στους επισκέπτες τους αντιπροσώπους αυτού του μεγάλου ερπετού. Όμως, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε σχεδόν στη λησμονιά αυτά τα σχέδια επανάκτησης. Όταν επήλθε ξανά η ειρήνη, οι Γερμανοί λόγιοι εκδήλωσαν μεγάλο ενδιαφέρον για το μεγάλο βάρανο του Σοντ. Ο δούκας Άντολφ Φρήντριχ ντε Μέκλεμπουργκ πρόσφερε ένα λείψανο ινδονησιακού δράκου στο Μουσείο του Βερολίνου.

Το 1923, η προετοιμασία μιας γερμανικής ζωολογικής αποστολής στο Κόμοντο δημιούργησε ένα κλίμα λαϊκών προσδοκιών, που ενδυναμώθηκαν από τις πιο ιδιόρρυθμες φήμες. Σύμφωνα μ’ έναν από τους πιο σημαντικούς εκλαϊκευτές της εποχής, τον Βίλχελμ Μπέλσε:
«Ο νέος κολοσσός θα είχε φάει ανθρώπους, θα είχε συνθλίψει με την ουρά του πόδια αλόγων και θα πήγαινε τόσο γρήγορα όσο ένα όχημα, θα ήταν επίσης άτρωτος στις σφαίρες και θα έτρεχε στα δυο του πόδια όπως ένας αληθινός δεινόσαυρος»
Ως συνήθως, αυτό το αμάλγαμα ένωνε το μύθο με τη φυσιοκρατική πραγματικότητα. Ο Όουενς σκεφτόταν ότι το boeaaja darat, ο «χερσαίος κροκόδειλος» του Κόμοντο, μπορούσε να φτάσει σε εύρος τα 7-8 μέτρα, κάτι που έκανε αυτόν τον ογκώδη βάρανο, με τους επιθετικούς τρόπους, έναν αρκετά καλό υποψήφιο για τον τίτλο του χερσαίου δράκου. Γνωρίζουμε σήμερα ότι ο Varanus komodoensis ξεπερνάει μόλις τα 3-4 μέτρα μήκος. Αυτό δεν ακυρώνει το γεγονός ότι πρόκειται για ένα φοβερό ερπετικό σαρκοφάγο, υπεύθυνο για πολλούς θανάτους ανθρώπων.

Αλλά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20, η κανονική απεικόνιση του ερπετού του Σοντ έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης για τα διάφορα δρακόντεια μοτίβα (το άτρωτο), καθώς και για στερεότυπα που προέρχονταν από έναν πιο πρόσφατο φανταστικό κόσμο, αυτόν των δεινόσαυρων. Η δίποδη αυταπάτη που έμοιαζε με το δράκο του Κόμοντο δείχνει καλά ότι κάποιοι δημοσιογράφοι τον εξομοίωναν μ’ έναν από τους επιζήσαντες δεινόσαυρους που αναφέρονται στο μυθιστόρημα του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ Ο Χαμένος Κόσμος (1912, ένα έργο πρόγονος ίσως της ταινίας Jurassic Park, αν και δεν ήταν το πρώτο του είδους, είχε προηγηθεί το μυστηριώδες έργο του Ρόμπερτ Γ. Τσέημπερς In Search of the Unknown, το 1904, και φυσικά το Ταξίδι στο Κέντρο της Γης του Ιουλίου Βερν, δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά με το επιστημονικό βάπτισμα του βάρανου από τον Όουενς.

Το 1926, ένας από τους διαχειριστές του American Museum of Natural History, ο Ντάγκλας Μπάρντεν, είχε φέρει ζωντανά από το Κόμοντο δυο νεαρά δείγματα που παρουσιάστηκαν στο ζωολογικό κήπο του Μπρονξ. Σ’ ένα άρθρο για την αποστολή του, που δημοσιεύτηκε από το National Geographic (Ντάγκλας Μπάρτεν, «Stalking the Dragon-lizard of Komodo» στο National Geographic Magazine, Αύγουστος 1927, σελ. 216-232) καθώς και σ’ ένα δικό του έργο, το Dragon-lizards of Komodo (1927), ο Μπάρντεν επέμενε στην αντιστοιχία που υπήρχε ανάμεσα στο σαυροειδές και το περιβάλλον του.

Υποδείκνυε το ινδονησιακό ερπετό ως ένα «πρωτόγονο τέρας, μέσα σ’ έναν πρωτόγονο χώρο», και χρησιμοποιούσε μάλιστα την έκφραση «Χαμένος Κόσμος» για να περιγράψει το νησί του, όπου οι ηφαιστειακοί κρατήρες που υψώνονταν προς τον ουρανό θύμιζαν ένα τοπίο αρχαϊκών εποχών. Ένας φίλος του Μπάρντεν, ο σκηνοθέτης Μέριαν Κ. Κούπερ, διάβασε τις σημειώσεις της αποστολής του και προετοίμασε τότε το φιλμ Κing Kong (1933), συλλαμβάνοντας την ιδέα –που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε– να εισαγάγει έναν τεράστιο γορίλα στο Κόμοντο, για να κινηματογραφήσει τις μάχες ανάμεσα στο ανθρωποειδές και τις γιγάντιες σαύρες, σαν μια μάχη του Κινγκ Κονγκ ενάντια στους δράκους-δεινόσαυρους.

Οι συντάκτες στα ένθετα των κυριακάτικων αμερικανικών εφημερίδων συνέγραψαν φαντασμαγορικές περιγραφές του Varanus komodoensis, αποδίδοντάς του ενίοτε τις ιδιότητες του δράκου. Έτσι, για παράδειγμα, μίλησαν για την ικανότητά του να φτύνει φωτιά, (Α. X. Βερίλ, Παράξενοι Τρόποι Ζωής των Ερπετών, Παρίσι: Payot, 1943, σελ. 145-146).

Η επίδραση των μέσων ενημέρωσης σχετικά με την αποκάλυψη του δράκου του Κόμοντο, υπήρξε έντονη κυρίως στη Γερμανία της Βαϊμάρης. Για ένα πλήθος εκκεντρικών θεωρητικών, μάγων κι αρχιτεκτόνων αλλόκοτων κοσμογονιών, που αφθονούσαν στο ημίφως των «αντι-κουλτουριάρικων» κύκλων της πρώτης γερμανικής δημοκρατίας, η αποκάλυψη του εύρωστου βάρανου στις ανατολικές Ινδίες ερχόταν την κατάλληλη στιγμή, για να αποκαταστήσει την εικόνα του δράκου.

Κάποιος «Yori» γράφει έτσι ότι ο δράκος του Κόμοντο συμβολίζει μια «φοβερή μελλοντική καταστροφή». Ο διευθυντής του ζωολογικού κήπου του Αμβούργου, ο γνωστός Χάγκενμπεκ, δεν θα μπορέσει να καυχηθεί ότι φυλάκισε για πολύ καιρό αυτόν τον αγγελιοφόρο των πρωτόγονων εποχών, τον προάγγελο της «αφύπνισης του βασιλίσκου» («Υοri», «Ur-We-We. Uranische Weltwende», Berlin: R. Pape, 1932, σελ. 44). Σ’ αυτό το παράδειγμα, το μεγάλο σαυροειδές της Ινδονησίας ανακτήθηκε από έναν προφήτη που του αποδίδει τους εσχατολογικούς προσδιορισμούς του παραδοσιακού δράκου.

Μέσα στον εκλαϊκευτικό χώρο, ο δράκος του Κόμοντο ενεργοποίησε ξανά επίσης το ενδιαφέρον των θεωρητικών για τη γένεση των δρακόντειων παραδόσεων. Το 1923, δημοσιεύτηκε το έργο του αυστριακού παλαιοντολόγου Οθένιο Άμπελ Τα Προϊστορικά Ζώα μέσα στους Μύθους, τους Θρύλους και τις Δεισιδαιμονίες, έργο που θα γνωρίσει επαυξημένη έκδοση το 1939 (Οθένιο Άμπελ, Die Vorweltlichen Tiere in Märchen, Sage und Aberglaube, Karlsruhe: G. Braun, 1923.

Του ίδιου: Vorzeitliche Tierreste im Deutschen Mythus, Brauchtum und Volksglauben, Iéna: Gustav Fischer, 1939). Ο Αυστριακός λόγιος είναι ένας από τους κρίκους της αλυσίδας των λόγιων ορθολογιστών που, με βάση τον Μπρούκμαν, στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα, προσπάθησαν να επαναφέρουν τα απομεινάρια του δράκου, και την «δρακόντεια» ερμηνεία των ευρημάτων οστών προϊστορικών ζώων, κυρίως αρκούδων. Αλλά η επιθυμία του ν’ αποκαλύψει τις αντικειμενικές βάσεις του θρύλου, τον έκανε να υπερεκτιμήσει την επίδραση τέτοιων ευρημάτων. Γι’ αυτό θα του μιλήσει ένας συνάδελφός του:

Το γερμανικό κοινό ανακαλύπτει το 1924 ένα βιβλίο πολύ παράξενο, το Κόσμος Προϊστορικός, Θρύλος και Ανθρωπότητα. Ο συγγραφέας του, Έντγκαρ Ντακιέ (1878-1945), ήταν τότε καθηγητής παλαιοντολογίας στο Μόναχο και διευθυντής των παλαιοντολογικών συλλογών στο βαυαρικό κράτος. Στο βιβλίο του, ο Ντακιέ ασκεί κριτική στις θέσεις του Άμπελ. Κατ’ αυτόν, η εκταφή των ζωικών απολιθωμάτων οδήγησε σε απλές επανενεργοποιήσεις (Neubelebung) και όχι στη γένεση (Entstehung) των θρυλικών μορφοτύπων των δράκων και των γιγάντων.

Ενώ βασίζεται σ’ αυτή τη συνετή αντίρρηση, ο παλαιοντολόγος από το Μόναχο κάνει μια μεγάλη προσπάθεια ανοικοδόμησης μιας υπερ-θεωρητικής για τις χαμένες εποχές, η οποία εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο μιας σύνθεσης μεταξύ μεταφυσικής κι επιστήμης, και μέσα στην επέκταση των ιδεολογικών οικοδομήσεων των ευλαβών φυσιοκρατών του 18ου αιώνα.

Κατά τον Γερμανό λόγιο, οι λαογραφικές περιγραφές του δράκου δεν πήγαζαν καθόλου από πραγματείες αναπαράστασης που μυθοποιούσαν τα μαστοφόρα απολιθώματα, όπως το σκεφτόταν ο Άμπελ, αλλά αντίθετα συγκροτούνταν από πραγματικές μαρτυρίες που μεταδόθηκαν χάρη στην κληρονομική μνήμη, ως αναμνήσεις των σκοτεινών εποχών όπου οι δεινόσαυροι είχαν συνυπάρξει με κάποια ανθρωποειδή.

Ο Ντακιέ στηρίζεται στις παραδόσεις που αφορούν τα lindwurms και τους δράκους, για να υποθέσει την ύπαρξη, πριν από τα μαστοφόρα, μιας φανταστικής σειράς ανθρωποειδών, των οποίων οι αντιπρόσωποι, στη μεσοζωική περίοδο, ήταν σκεπασμένοι με λέπια. Ο ήρωας του ανώνυμου ποιήματος «Ο Ζίγκφριντ με το Κερατοειδές Δέρμα» φύλαγε την ανάμνηση αυτών των ανθρώπων-ερπετών. (Έντγκαρ Ντακιέ, Urwelt, Sage und Menschheit. Naturhistorisch-metaphysische Studie, 5η έκδοση, Μόναχο: Oldenbourg, 1928.

Μπορεί κανείς να υπολογίσει την επιτυχία του Urwelt από το γεγονός ότι το 1938 το έργο του Ντακιέ εκδόθηκε για όγδοη φορά. Βλέπε και Χορστ Κλίμαν, Die Bücher und Aufsätze von Edgar Dacqué, στο συλλογικό έργο Edgar Dacqué: Werk und Wirkung, εκδόθηκε από τον Manfred Schröter, Mόναχο, 1948).

Βασιζόμενος στις θεωρίες των παγκόσμιων παγετώνων του «απαγορευμένου» κοσμολόγου Χανς Χόρμπιγκερ (1860-1931, η «Θεωρία του Πάγου») ο αποστάτης παλαιοντολόγος Ντακιέ αναπτύσσει, κάτω από το κατάπληκτο βλέμμα του αναγνώστη του, μια ολόκληρη ιστορία της εναλλασσόμενης Γης, που τη χαρακτηρίζουν κατακλυσμοί, κι ένας εξ αυτών είναι και ο κατακλυσμός του Νώε.

Ο Ντακιέ ανακαλύπτει τα πορτρέτα των ανθρώπων-σαυροειδών του (των Draconians των Δρακονιανών), μέσα στους δαίμονες των χειρόγραφων των Μάγιας, που τους ερμηνεύει ως πλάσματα που κατάγονται από μια ανεξερεύνητη αρχαιότητα και τα οποία αναγνωρίζονται χάρη «στο μεγάλο αντιτάξιμο δάκτυλο, όπως αυτό του οφιοειδούς της μεσοζωικής περιόδου», και χάρη στο τρίτο ερπετοειδές μάτι τους, όργανο ικανοτήτων που χάθηκαν με την απόκτηση της νόησης, (Ντακιέ, Urwelt, Sage, σελ. 86-91).

Στις θεωρίες αυτές του Ντακιέ –που είναι πιο σοβαρές απ’ ό,τι μπορεί να υποθέσει κανείς– οφείλουν τη γέννησή τους οι «Δρακονιανοί» της σύγχρονης «νέο-μυθολογίας» ως ράτσα εξωγήινων δρακο-ανθρωποειδών που δρουν συνωμοτικά στη Γη από την αρχαιότητα.

Ο φόβος μπροστά στους δράκους των παλιών μύθων και, κάτω από μια αποδυναμωμένη μορφή, η απώθηση και αποστροφή απέναντι στα ερπετά, τόσο ζωντανή ακόμα και σήμερα στο λαό, αποδίδονται από τον Ντακιέ σε σκοτεινές αναμνήσεις των μαχών μεταξύ των προγόνων μας, αληθινών ανθρώπων, και των δρακονιανών ανθρωποειδών με λέπια, μοντέλα των «δαιμόνων» στο σύνολο των μυθολογιών.

Αυτή η σύντομη περίληψη των θέσεων του Ντακιέ που παραθέσαμε εδώ, απεικονίζει καλά το ασυμβίβαστό τους με την ερμηνεία της ιστορίας της Γης, η οποία μας δίδεται από την Παλαιοντολογία. Το έργο αποτέλεσε μεγάλο σκάνδαλο (σε ύποπτο βαθμό) κι οδήγησε τις βαυαρικές αρχές ν’ αφαιρέσουν από τον συγγραφέα την έδρα του καθηγητή. (Βλέπε γι’ αυτό το θέμα τη μελέτη του Ούλριχ Μάγκιν, Edgar Dacqué. Ein deutscher Pionier der Evolutionsforschung στο Bipedia, τομ. II, Μάρτιος 1989, σελ. 5-10). Διάβασε πως ξεχωρίζουν οι άνθρωποι από τους δράκους επικυρίαρχους

Το έργο Κόσμος Προϊστορικός, Θρύλοι και Ανθρωπότητα γνώρισε αντίθετα μια μεγάλη και πολύ ευνοϊκή υποδοχή σε λαϊκά επίπεδα, συνδυάζοντας έναν ακραίο εθνικισμό με τις θεοσοφικές δομές (η Θεοσοφία ήταν πάντα πολύ δημοφιλής στη Γερμανία). Ο πιο γνωστός από τους «Αριοσοφιστές», ο μυστηριώδης λόγιος Γιοργκ Λαντζ φον Λίμπενφελς (1874-1955) είχε υποστηρίξει, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, την ύπαρξη ημιανθρώπινων υβριδιακών πρωτόγονων φυλών, και κυρίως ανθρώπων-δράκων.

Ο Λαντζ υποδέχτηκε ευνοϊκά, το 1930, τη μετάφραση του έργου του Μπάρντεν, βλέποντας σ’ αυτό μια επιβεβαίωση των δικών του θέσεων: «Οι δράκοι του Κόμοντο, τέτοιοι που μπορούμε να δούμε στους ζωολογικούς κήπους του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, δεν είναι μόνο αυθεντικοί συγγενείς των βιβλικών δράκων, αλλά το περιβάλλον τους, ο τρόπος ζωής και οι ιδιαιτερότητές τους, παρουσιάζουν έντονες ομοιότητες με τους δράκους της Αρχαιότητας…» (Για τις θέσεις του Λίμπενφελς σχετικά, βλέπε Γιοργκ Λαντζ φον Λίμπενφελς, Bibliomystikon, τ. ΙΙ, Pforzheim, 1931.

Για τις θέσεις του Λίμπενφελς γενικά, προτείνουμε στον αναγνώστη να ανατρέξει στο έργο του Νίκολας Γκούντρικ-Κλάρκε, Οι Απόκρυφες Ρίζες του Ναζισμού. Οι Αριοσοφιστές στην Αυστρία και τη Γερμανία (1890-1935), Puiseaux: Pardès, 1989, κεφ. VIII, σελ. 127-159).

Το έτος έκδοσης του έργου του Ντακιέ, το Φεβρουάριο του 1924, τα πλήθη του Βερολίνου βιάζονταν να βρεθούν στο UFA-Palast, για να συμμετέχουν στην κινηματογραφική πρεμιέρα του Nibelungen του Φριτζ Λανγκ (Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν). Κατά τη διάρκεια των δύο ετών γυρίσματος της ταινίας, μπροσούρες και άρθρα εικονογραφημένων εφημερίδων είχαν προετοιμάσει το κοινό. Ο Λανγκ και η σεναριογράφος γυναίκα του, η Τέα φον Χάρμπου, προσπάθησαν να σεβαστούν το παραδοσιακό πλαίσιο της μάχης εναντίον του δράκου. Οπλισμένος με το σπαθί, σφυρηλατημένο στο εργαστήρι του Μιμ, ο Ζίγκφριντ αντιμετώπισε τον Φαφνίρ μέσα σ’ ένα δάσος με κωνοφόρα γιγάντια δέντρα, στο βάθος μιας στενής σπηλιάς, απ’ όπου κυλούσε ένας χείμαρρος…

Στα χρόνια που ακολουθούν, κάθε θόρυβος γύρω από το δράκο του Κόμοντο ξυπνά αντίστοιχα το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον για τον tatzelwurm, το αμφίβολο δρακοειδές των ευρωπαϊκών Άλπεων. Το έργο του Μπέλσε για τους δράκους εκδόθηκε μέσα στη συλλογή της εταιρίας Κόσμος. Μετά το 1930, η γερμανική επιθεώρηση Cosmos αναλαμβάνει μια έρευνα για τον tatzelwurm. Ένα χρόνο αργότερα, η συντακτική επιτροπή του περιοδικού της Στουτγάρδης είναι σε θέση ν’ αναγγείλει ότι το ερώτημα που τέθηκε στους αναγνώστες «Υπάρχει ο tatzelwurm;» προξένησε τόσο έντονο ενδιαφέρον ώστε χιλιάδες επιστολές και χειρόγραφα που αφορούσαν αυτό το θέμα έφταναν στα χέρια της απ’ όλα τα σημεία του αλπικού χώρου.

Ο Κόσμος θα δημοσιεύσει τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα. (Βλ. Χανς Φλούχερ, «Gibt es einen Tatzelwurm?» στο Kosmos, ν. 4, 1931, σελ. 118-121. Χανς Φλούχερ «Noch einmal die Tatzelwurmfrage?» στο Kosmos, ν. 4, 1932, σελ. 66-68 και 100-102).

Από την πλευρά της, η επιθεώρηση του Τιρόλου Der Schlern, που εκδιδόταν στο Μπολτσάνο (Bozen), συμμετέχει στη διαμάχη. Ένας συνεργάτης της έκδοσης, ο Καρλ Μόισμπουργκερ, αφού είχε βεβαιώσει το 1928 ότι «ο tatzelwurm φαινόταν να παίζει σε μας, στις Άλπεις, τον ίδιο ρόλο που έπαιζε το Ερπετό της Θάλασσας στον ωκεανό», προσκαλεί τους αναγνώστες του να κάνουν γνωστές τις δικές τους παρατηρήσεις, (βλέπε Δρ Καρλ Μόισμπουργκερ, «Etwas vom Tatzelwurm» στο Der Schlern, 9, 1928, σελ. 189-191).

Κι εδώ ακόμη, η αντίδραση των ανταποκριτών είναι τόσο ενθουσιώδης που, για περισσότερα από οχτώ χρόνια, το Der Schlern αφιερώνει δεκάδες άρθρα στη γενεαλογία των δράκων, Οι τοπικοί λόγιοι ανταγωνίζονται σε πολυμάθεια, εκταφιάζοντας παλιές αναφορές, όπως αυτή του birgstutz στο έργο του Χίμπνερ (1796). Η αναβίωση των προγενέστερων αναφορών δίνει, ως αντάλλαγμα, αξιοπιστία στις σύγχρονες μαρτυρίες που δεν σταματούν να εισρέουν συνεχώς. Η προσαρμογή των μαρτυριών φαίνεται να παρέχει μια ζωολογική ορθότητα στο πρόβλημα.

Πολλοί είναι εκείνοι που έχουν επισημάνει –ίσως κάπως κυνικά– το ότι ο δράκος στον οποίο αναφέρονται οι συγγραφείς της εποχής της Μεταρρύθμισης, εγκατέλειψε τις ελβετικές βουνοκορφές και φαίνεται πως επέλεξε για κατοικία του τα σκοτεινά νερά της σκωτσέζικης λίμνης του Λοχ Νες. (ψευδο-επιστημονική ερμηνεία των θρύλων μια από τις εκδηλώσεις του νεο-ρομαντικού σκοταδισμού που συνέβαλε στον εκφυλισμό ενός ανοιχτού ορθολογισμού κι ενίσχυσε την ιδεολογική επιρροή του Ναζισμού. Εδώ έβαλε το χέρι του ο Aleister Crowley διάβασε Jack Parsons, Ron Hubbard, Aleister Crowley

Αναφερόμενος σε όλα αυτά, μιλάει για τον Ντακιέ και τους «ανθρώπους-σαύρες που ενθυμούνται τη σελήνη της τριτογενούς περιόδου». [Ερνστ Μπλοχ, Κληρονομιά Αυτής της Εποχής, Παρίσι: Payot, 1978, σελ. 176. Βλέπε και Ερνστ Μπλοχ, «Loch Ness, die Seeschlange, und Dacqués Urweltsage» στο Literarische Aufsätze, Francfort-sur-le-Main: Suhrkamp, 1965, σελ. 470-480]. Το επεισόδιο του Λοχ Νες προκαλεί το φιλόσοφο ν’ αφιερώσει μια μελέτη στο «δράκο» της Καληδονίας.

Στο έργο Λοχ Νες, το Ερπετό της Θάλασσας και ο Προϊστορικός Θρύλος του Ντακιέ (1934), ο Μπλοχ γράφει ότι ένα παράξενο ον υποτίθεται πως φάνηκε στην επιφάνεια της σκωτσέζικης λίμνης, και το έχουν δει πολυάριθμοι μάρτυρες:
«Αν αιχμαλωτίσουμε αυτό το υδρόβιο lindwurm, η ύπαρξή του θα είναι αποδεδειγμένη. Κι αν δεν το κάνουμε, όχι μόνο δεν αναιρείται η ύπαρξή του, αλλά η φήμη του αναμφίβολα μεγαλώνει. Τι θα συμβεί αν το λιμναίο τέρας αιχμαλωτιστεί κι εκτεθεί σ’ ένα μουσείο; Λοιπόν, τότε σίγουρα, ο θρύλος θα είχε μιλήσει για αλήθειες. Αυτοί που πίστεψαν στους μύθους θα χαίρονταν, όπως και οι φίλοι του Διαφωτισμού, όταν πια ανακάλυπταν τον κρίκο που έλειπε ανάμεσα στον πίθηκο και τον άνθρωπο.
Ο Δράκος της Θάλασσας στο Αγγλικό Μουσείο θα ήταν, για όλους αυτούς που τους αρέσει τόσο συχνά ν’ αναφέρουν το γνωμικό του Σαίξπηρ «υπάρχουν περισσότερα πράγματα στον Ουρανό και τη Γη απ’ όσα ονειρεύτηκε η φιλοσοφία μας» ισοδύναμο με ό,τι απεικόνιζε η ανακάλυψη του κρανίου του ανθρώπου του Νεάντερταλ για τους Ηaeckeliens. H λίμνη Λοχ Νες δεν βρίσκεται μόνο σε άμεση επαφή με τον ωκεανό: βρίσκεται επίσης συνδεδεμένη με την πείνα της μεταγενέστερης αστικής τάξης για γνώσεις εξαιρετικές και προγνωστικές. Ο Ντακιέ γράφει ακριβώς: Ω καιροί, όμορφοι και θαυμαστοί, που οι παλιοί μύθοι γίνονται πραγματικότητα»
Ο Μπλοχ συνοψίζει τη θέση του Ντακιέ που αφορά τον άνθρωπο-ερπετό: «κερατοειδής όπως ο Ζίγκφριντ». Ο παλιός Γερμανός ήρωας του Νιμπελούγκεν καταπολεμά σίγουρα το lindwurm, αλλά ήταν κι ο ίδιος ένας άνθρωπος-δράκος ή έγινε ένας τέτοιος, αφότου λούστηκε στο αίμα του σφαγμένου δράκου.

Ο παλαιοντολόγος του Μονάχου ερμηνεύει το μύθο των δράκων σαν την ανάμνηση μιας ερπετοειδούς φάσης ενός σχεδόν ανθρωποειδούς, ενός δρακοειδή ανθρώπου ή ενός ανθρωποειδούς δράκου. Αλλά εάν, αντί ν’ ανεβάσουμε τον άνθρωπο μέχρι τα σαυροειδή της δευτερογενούς περιόδου, ρωτά ο Μπλοχ, τον κατεβάσουμε σ’ αυτά των ημερών μας;

Τότε ένας σύγχρονος Δράκος της Θάλασσας δεν θα ήταν ασυμβίβαστο με τη θεωρία της Εξέλιξης: «Για να αποσαφηνίσουμε τους θρύλους των δράκων, δεν είναι αναγκαίο να συνηγορήσουμε υπέρ ενός μεσοζωικού Ζίγκφριντ, αλλά να αποδεχτούμε την απλή πιθανότητα ότι σ’ απρόσιτες σπηλιές προϊστορικά σαυροειδή διατηρήθηκαν μέχρι τις μέρες μας. Ο Δράκος της Θάλασσας του Λοχ Νες, ή ακόμα και η απλή ύπαρξη μιας διαμάχης γι’ αυτόν, δικαιολογούν τις παραδόσεις για τις μάχες εναντίον των δράκων»

Για τον Ερνστ Μπλοχ, ένας Πλεσιόσαυρος προσαρμοσμένος στις περιβαλλοντολογικές συνθήκες της σκωτσέζικης λίμνης δεν θα ερχόταν σ’ αντίθεση με τους επιστημονικούς νόμους, αντίθετα με τους ανθρώπους-δράκους του Ντακιέ. Η υποθετική επιβίωση των μεγάλων σαυροειδών της δευτερογενούς περιόδου θα έδινε μια ευοίωνη λύση στο ζήτημα των δράκων. Η απόδειξη μιας τέτοιας θέσης θα χαροποιούσε και τους λάτρεις του Παράξενου. Διάβασε επίσης Οι Πέτρες του Javier Cabrera

Όλοι θα ήταν ευχαριστημένοι, όπως προτείνει ο Μπλοχ, και οι επιστήμονες, και οι μελετητές του Παράξενου, και οι λαϊκοί. «Αντίθετα, το «πάθος του Ντακιέ» αυτή η «διασκεδαστική επιστήμη» μπορεί να είναι χρήσιμη μόνο στο φασισμό και στο περιβάλλον του»

Μέχρι και ο Μαρξιστής Ερνστ Μπλοχ προσπάθησε να κατανοήσει το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε από τους Γερμανούς της Βαϊμάρης για τους δράκους.
Από τον Δράκο της Αποκάλυψης του Ιωάννη μέχρι τον δράκο του Κόμοντο, από τον Κίρχερ μέχρι τον Ντακιέ, αυτοί που προσπάθησαν να εναρμονίσουν την Επιστήμη και τη Θρησκεία, επεδίωξαν συχνά να υπερασπιστούν την πραγματικότητα των δράκων. Τις περισσότερες φορές δεν χρειάστηκε να προσπαθήσουν πολύ, τόσο άπλετα ήταν πάντοτε τα στοιχεία και οι ενισχυτικές προσεγγίσεις.
Όλα τα παραπάνω δεν ήταν παρά φευγαλέες σημειολογικές αναφορές σε σχέση με τις προεκτάσεις του ζητήματος, για το οποίο θα απαιτούνταν δεκάδες τόμοι για να εκτεθεί και να αναλυθεί στην ολότητά του, με τρόπο πάντοτε ακαδημαϊκό και λόγιο αλλά όχι κοντόφθαλμο και στερημένο από φαντασία και δημιουργική σύνθεση αλλά ούτε και γραφικό ή απλά παραμυθένιο.

Κάτι γοητευτικό και παράξενο συμβαίνει πίσω από όλες αυτές τις λόγιες ξεναγήσεις σε έναν κόσμο κρυφό και μαγικό που διαθέτει ακόμη χώρο για τους δράκους και σίγουρα όλα αυτά συνιστούν μια –ίσως ξεχασμένη– σοβαρή Δρακολογία, για να έχουμε τη λόγια λαχτάρα να σκιαγραφήσουμε μία εισαγωγή της.

***

Ο ΔΡΑΚΟΣ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΓΛΩΣΣΕΣ
Ελληνικά: Δράκων, Δράκος, Θράκος, Δράκοντας, Δράκαινα
Χαβανέζικα: Kelekona, (πληθ. Na Kelekona)
Ελντίλα: Θιουλίρ
Λατινικά: draco, dracon, draco, dragon, dragoon, serpent, serpens
Δρακονιανά: Khoth, (πληθ. Khothu)
Αραβικά: ah-teen (tah-neen), (Al)Tineen, (Al)Tananeen
Κινεζικά: lung/long, Liung (Hakka dialect)
Αφρικανικά: nrgwenya
Αφρικάν: Draak
Εσκιμωικά: Manchu
Αυστριακά: Drach`n, Lindwurm
Βουλγαρικά: drakon
Βουντού: Droca
Καταλανικά: drac
Σερβοκροάτικα: draga, zmaj, azdaja
Τσεχικά: Drak, Drαθek (Draaachek)
Δανέζικα: drage
Driigaran (μουσική γλώσσα): C4 G4 C5 D5 B5 C5
Διπλο-Ολλανδικά: dridi-gag-dridi-gen
Ολλανδικά: draak
Elven/Drow: Tagnik’zur
Ελβετικά: track, lintwürm
Λατινικά-Egg: Dreggageggon
Αγγλικά: dragon
Αγγλικά Μεσαιωνικά: dragun, dragoun
Αγγλικά Παλαιά: draca
Ενωχιανά: Vovin (Voh-een)
Esperanto: drako, dragono
Εσθονικά: draakon, lohe, lohemadu, tuuleuss, lendav madu
Βασκικά-Εuskera: Erensuge
Faeroese: eitt dreki, eitt flogdreki, ein fraenarormur
Φινλανδικά: lohikäärme, draakki, dragoni
Witch tongue: Katash wei’ vorki (kah-TASH whey VOR-key)
Flambian: kazyeeqen (kazyee-aqen, fire lizard)
Flemmish: Draeke
Γαλλικά: dragon,dragun, dargon
Gaelic: Arach
Γερμανικά: drache (πληθ. Drachen), Lindwurm, drake (πληθ. draken)
Εβραϊκά: drakon, (πληθ. drakonim), Tanniym
Ουγγρικά: sarkany
Ισλανδικά: dreki
Ινδονησιακά: Naga
Περσικά: Ejdeha
Ισλάμ: th’uban, tinnin
Ιταλικά: drago, dragone, volante, dragonessa
Ιαπωνικά: ryu, tatsu
Jibberish: gidadraggidaen («gid-a-drag-gid-ah-en»)
Klingon (Star-Trek): lung’a’ puv (loong-AH poov, Flying Great Lizard)
Κορεατικά: yong
Λουξεμβουργιανά: Draach
Middle Earth (Τόλκιν): Angulóce: generic, Ramalóce:
winged dragon, Urulóce: fire breath dragon
Μαλαισιανά: Naga
Μιλανέζικα-Ιταλικά: Dragh, Draguun,Dragoon
Νεοζηλανδικά (Maori): tarakona
Νορβηγικά: ormr, drage
Norsk: drake, dragonet, liten drake
Oppish: dropagoponop (drop-ag-op-an-op)
Ourainic Barb: Duxobum
Φιλιπινέζικα: dragon, Dragona
Pig-Latin: Agon-dray
Πολωνικά: smok
Πορτογαλικά: dragão
Quenya (Εlven): Loke, Ramaloke (winged), Lingwiloke (sea), Uruloke (fire)
Reinitian: Dralaghajh
Ρομ: draco
Ρουμανικά: Dragon, (πληθ. Dragoni), Zmeu (πληθ. Zmei), Dracul,
Ρωσικά: drakon
Σανσκριτικά: naga (τύπος ερπετάνθρωπου-δράκου)
Σερβικά: Zmaj, Azdaja
Σλοβενικά: Zmaj , Hidra
Ισπανικά: dragón, El Draque, Brujah
Σουηδικά: drake, lindorm
Σουηδικά Αρχαία: flugdrake, floghdraki
Τευτονικά: Drachδ
Tagalog: drakón
Ταϊλανδέζικα: mung-korn
Θιβετανικά: Brug (ή Drook)
Τουρκικά: ejderha
Ουκρανικά: drakon
Βιετναμέζικα: long , rng
Ουαλικά: Ddraig
Ζουλού: uzekamanzi

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου