Αξιόλογα εκθέματα Μουσείου Ακρόπολης
Επιτύμβια τράπεζα θυσιών (mensa), 350-325 π.Χ. Ανάγλυφες παραστάσεις θρήνου, αποχαιρετισμού και μεταθανάτιας συνάντησης του νεκρού με φιλοσόφους.
ΠΥΡΑΥΝΟ
Έτσι λέγεται πήλινη φορητή εστία, για μαγείρεμα και θέρμανση, που λειτουργούσε με κάρβουνα που τοποθετούνταν στην πάνω επιφάνεια. Ανήκει στον τύπο των πυραύνων με ψηλό πόδι και φέρει πλούσια ανάγλυφη διακόσμηση από πλοχμούς, κεφάλια δαιμονικών μορφών και ταινίες με διάφορα διακοσμητικά μοτίβα.
ΔΥΟ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΠΗΛΙΝΩΝ ΝΙΚΩΝ
Δύο πανομοιότυπα αγάλματα Νικών, από τα οποία λείπουν οι βραχίονες και τα φτερά. Τα τεντωμένα και ενωμένα πόδια τους δείχνουν ότι οι Νίκες πετούν. Πιθανόν να αποτελούσαν ακρωτήρια κάποιου κτιρίου. Αν και το σοβαρό τους πρόσωπο θυμίζει κλασική τέχνη, η επιπόλαιη εργασία στις πτυχές των ρούχων τους και στη χάραξη των μαλλιών δείχνουν ότι πρόκειται για ρωμαϊκά έργα.
ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΗ ΛΟΥΤΡΟΦΟΡΟΣ ΥΔΡΙΑ
Στο λαιμό εικονίζεται πομπή τριών γυναικών προς τα δεξιά, που τις ακολουθεί νέος, όπου όλες οι μορφές φορούν χιτώνα και ιμάτιο διαμορφωμένο σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής. Στο σώμα του αγγείου παριστάνεται σκηνή εκκίνησης πομπής προς τα δεξιά: η ηνίοχος ανεβαίνει στο τέθριππο, δύο γυναίκες μπροστά από τα άλογα φεύγουν τρέχοντας προς τα δεξιά, ενώ τρίτη γυναίκα πίσω από το τέθριππο αναμένει την εκκίνηση της πομπής. Πίσω από τα άλογα σε δεύτερο επίπεδο βρίσκεται ο Απόλλων κιθαρωδός στεφανωμένος με κλαδί κισσού. Μπροστά στα κεφάλια της ηνιόχου και του Απόλλωνα υπάρχουν ψευδοεπιγραφές. Η τεχνοτροπία του ζωγραφικού έργου βρίσκεται κοντά στο ζωγράφο της Σαπφούς.
ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΗ ΛΟΥΤΡΟΦΟΡΟΣ ΥΔΡΙΑ
Το αγγείο δεν σώζεται ολόκληρο, αλλά διακρίνονται καθαρά οι τρεις διακοσμητικές ζώνες, όπου απεικονίζονται γαμήλιες σκηνές. Η παράσταση στο λαιμό είναι σκηνή μέσα σε γυναικωνίτη, όπου η νύφη δέχεται μια «κίστη» (κιβώτιο) από τη γυναίκα στα αριστερά, ενώ μια δεύτερη γυναίκα στα δεξιά παρακολουθεί τη σκηνή. Στη μεσαία κύρια ζώνη παριστάνεται ο μυθικός γάμος του Ηρακλή και της Ήβης. Στη σκηνή δεσπόζει το τέθριππο, στο δίφρο του οποίου στεκόταν η νύφη, από την οποία διατηρείται το κεφάλι, ενώ ο νυμφίος, που δεν σώζεται, σύμφωνα με το τυπικό εικονογραφικό απόδοσης της σκηνής, θα ήταν έτοιμος να ανέβει στο άρμα. Ο έφηβος ηνίοχος του άρματος είναι ο Γανυμήδης, ο αγαπημένος οινοχόος του Δία. Η μορφή πίσω από το άρμα ταυτίζεται με τον Απόλλωνα, ενώ μπροστά από τα άλογα σώζεται το κάτω μέρος του Ερμή με το κηρύκειο στολισμένο με ιμάντες και ταινίες. Τέλος, εικονίζονται δύο ακόμη μορφές, μια ανδρική και μια γυναικεία, που φεύγουν με άνετο διασκελισμό προς τα δεξιά. Στη δεύτερη μικρότερη ζώνη, στο σώμα του αγγείου, υπάρχει μια σκηνή αρπαγής πιθανόν της Θέτιδας από τον Πηλέα, όπου παριστάνονται και ο Νηρέας με τις Νηρηίδες. Το αγγείο είναι έργο του ζωγράφου της Περσεφόνης, ενός από τους μεγαλύτερους αγγειογράφους της ώριμης κλασικής εποχής.
ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΟΣ ΔΙΝΟΣ (ΑΓΓΕΙΟ ΟΙΝΟΥ)
Φερώνυμο έργο του «Ζωγράφου της Ακρόπολης 606» (570-560 π.Χ., πηλός).
Το ανάγλυφο «Ο Ερμής και οι Χάριτες» είναι αττικό ανάγλυφο. Ένα τμήμα του ανακαλύφτηκε το 1888, ενώ το δεύτερο και μεγαλύτερο τμήμα του βρέθηκε τον Ιανουάριο του 1889 στον ναό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος στο νότιο τείχος της Ακρόπολης, κοντά στα προπύλαια. Είναι κατασκευασμένο από μάρμαρο της Πεντέλης. Έχει διαστάσεις 39,5 εκ. ύψος, 40-42,5 εκ. πλάτος. Έχει πάθει φθορές και γι’ αυτό λείπει το κεντρικό αέτωμα, ενώ το αριστερό χέρι και το δεξί πόδι του παιδιού έχουν χαθεί. Επίσης λείπει το κάτω μισό μέρος του προσώπου του Ερμή, και η επιφάνεια του όλου ανάγλυφου παρουσιάζει δορές σε διάφορα σημεία. Το ανάγλυφο παρουσιάζει πέντε πρόσωπα που βηματίζουν από δεξιά προς αριστερά. Οδηγός είναι ένας γεροδεμένος άνδρας σε προφίλ που παίζει δίαυλο στο ρυθμό του χορού, ενώ βηματίζει με το δεξί πόδι μπροστά. Ο αυλητής είναι ντυμένος με μακρύ ιμάτιο. Τα μαλλιά του είναι χτενισμένα και πιασμένα σε μακρές πλεξούδες που τυλίγουν το κεφάλι του. Είναι βαμμένα με κόκκινο χρώμα. Τον ακολουθεί πομπή τριών γυναικών, που χορεύουν με συρτά βήματα, πιασμένες από τους καρπούς, ενώ η τελευταία σέρνει πίσω της ένα μικρό αγόρι. Η κάθε μια με το δεξί πόδι μπροστά και τα γόνατα λυγισμένα σαν σε αγώνα δρόμου. Εκτός από τα πέλματα και τα γόνατα που είναι σκαλισμένα σε προφίλ, τα υπόλοιπα μέρη του σώματος καθώς και τα πρόσωπα είναι στραμμένα προς τον θεατή. Η πρώτη γυναίκα κρατάει στο δεξί χέρι ένα φρούτο, και με το αριστερό της χέρι κρατάει τον δεξιό καρπό της επόμενης γυναίκας που την ακολουθεί. Τα χαρακτηριστικά επαναλαμβάνονται και στις επόμενες δύο γυναίκες, από τις οποίες η τελευταία κρατάει από το χέρι ένα παιδάκι. Οι γυναίκες είναι ντυμένες με χιτώνα και από πάνω κοντό ένδυμα. Από τα λίγα υπολείμματα χρώματος ζωγραφικής συμπεραίνουμε, ότι το ανάγλυφο ήταν διακοσμημένο ως εξής: Τα κενά ανάμεσα στους παριστάμενους χαρακτήρες είχε χρώμα βαθύ μπλε, τα μαλλιά του αυλητή και των δύο Χαρίτων είχαν χρώμα ερυθρό, ενώ η πρώτη Χάρις ίσως να είχε μαλλιά χρώματος ξανθού, λευκοκίτρινου. Τα ενδύματα είχαν διάφορα απαλά χρώματα. Γενικά ο καλλιτέχνης είχε τρία ή τέσσερα χρώματα, τα οποία χρησιμοποίησε εναλλάξ για να αποδώσει την μεγαλύτερη δυνατή ποικιλία. Δροσερή σκηνή, που όμως δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα. Το ανάγλυφο παριστάνει τον Ερμή να οδηγεί πιθανότατα Νύμφες ή Χάριτες (στο ιερό τους είχε ίσως αφιερωθεί το έργο), που χορεύουν στους ήχους του αυλού του θεού. Αμφίβολη μένει η ερμηνεία του παιδιού, που μάλλον δεν είναι θνητός, αλλά κάποιος ήρωας, ή κάποια συγγενική θεότητα. Το ανάγλυφο παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της αρχαϊκής τέχνης (αρχές 5ου π.Χ. αιώνα).
ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ ΚΑΙ ΗΠΙΟΝΗ
Αναθηματικό ανάγλυφο. 400 π.Χ. Ο Ασκληπιός κάθεται σε ομφαλό ανάμεσα στη σύζυγό του Ηπιόνη και έναν ιματιοφόρο άνδρα.
ΑΝΑΘΗΜΑΤΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΝΑΪΣΚΟΥ ΚΑΙ ΣΤΟΑΣ
Αναθηματικό ανάγλυφο με ξεχωριστή μορφή ναΐσκου και στοάς. Αριστερά η πρόσοψη ενός ψηλού πρόστυλου ναού τρισδιάστατα και προοπτικά αποδοσμένη. Μέσα στο ναό στέκεται ο Ασκληπιός με το ραβδί του, γύρω από το οποίο τυλίγεται ένα φίδι και δίπλα του η κόρη του Υγεία ακουμπά με το δεξί της χέρι τον ώμο του θεού. Μπροστά τους κάθεται η σύζυγος του Ασκληπιού Ηπιόνη, που κρατά στα γόνατά της κάποιο αντικείμενο, ίσως φιάλη, ενώ κάτω από το κάθισμα υπάρχει μια χήνα που σχετίζεται με τις θεραπευτικές ιδιότητες του θεού. Δεξιά, σε χαμηλότερο ανάγλυφο, στοά με λατρευτές που οδηγούν χοίρο για τη θυσία. Στην αριστερή πλευρά του ανάγλυφου, πίσω από τον ναό, παριστάνεται σε χαμηλό ανάγλυφο η Εκάτη με πόλο στο κεφάλι, κρατώντας δάδες ενώ στη δεξιά πλευρά της στοάς μια ερμαϊκή στήλη (Μέσα 4ου αιώνα π.Χ.).
Ο γέρος Σειληνός με το τριχωτό του σώμα, παριστάνεται κατ’ ενώπιον, με ένα ιμάτιο που σκεπάζει το κάτω μέρος του σώματός του, γενειοφόρος, φαλακρός με ρυτίδες στο μέτωπο, ανασηκωμένα φρύδια και χοντρή μύτη, χαρακτηριστικά των εικονιστικών αγαλμάτων του Σωκράτη. Στον αριστερό του ώμο κάθεται ο μικρός Διόνυσος, ο οποίος κρατάει στο δεξί χέρι ένα θεατρικό προσωπείο.
ΜΑΡΜΑΡΙΝΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ
Είναι γνωστό από την αγγειογραφία ότι προσωπεία του Διονύσου από μάρμαρο ή από φθαρτά υλικά, ήταν στημένα επάνω σε ξύλινους ή λίθινους κίονες σε ιερά του θεού και γύρω από αυτά τελούνταν διάφορες τελετές. Η ειδική κατεργασία στο μέτωπο δείχνει ότι άλλοτε ήταν στημένο ψηλά (1ος αιώνας π.Χ.).
ΑΕΤΩΜΑ ΤΗΣ ΓΙΓΑΝΤΟΜΑΧΙΑΣ
Η μαρμάρινη σύνθεση με θέμα τη Γιγαντομαχία (δηλαδή τη μάχη των θεών του Ολύμπου εναντίον των Γιγάντων) κοσμούσε το ανατολικό αέτωμα του αρχαϊκού ναού της Αθηνάς Πολιάδος, τα θεμέλια του οποίου βρίσκονται στα νότια του Ερεχθείου. Ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά Πολιάδα και στέγαζε το λατρευτικό της ξόανο. Καταστράφηκε από τους Πέρσες στα 480 π.Χ. Τα γλυπτά είναι από παριανό μάρμαρο, λαξευμένα περίοπτα, καινοτομία στην οποία έφτασε η αρχιτεκτονική γλυπτική στα ύστερα αρχαϊκά χρόνια.
ΔΥΤΙΚΟ ΑΕΤΩΜΑ (ΑΡΧΑΪΚΟΥ ΝΑΟΥ)
Το δυτικό αέτωμα κοσμούσε σύνθεση λεόντων που κατασπαράζουν ταύρο, αποσπασματικά διατηρημένη. Δύο ημίτομα άλογα προέρχονται από μετωπική παράσταση τεθρίππου, ίσως του Δία, που σύμφωνα με παλαιότερη άποψη, θα ήταν στο κέντρο του αετώματος της Γιγαντομαχίας, ενώ σύμφωνα με νεότερη, θα καταλάμβανε το κέντρο του δυτικού αετώματος. Οι μορφές εντυπωσιάζουν με τη δυναμική πλαστική τους και τις έντονες κινήσεις τους, καθώς και με τη δήλωση των λεπτομερειών που τονίζονταν άλλοτε με χρώματα, όπως η αιγίδα της Αθηνάς. Είναι έργα μεγάλου καλλιτέχνη που παραμένει άγνωστος. Από τους μελετητές έχουν προταθεί σημαντικοί γλύπτες της αρχαϊκής εποχής, από τους οποίους επικρατέστεροι είναι ο Αντήνωρ και ο Ένδοιος.
ΑΝΑΓΛΥΦΗ ΠΛΑΚΑ ΜΕ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΗΝΙΟΧΟΥ
Η μορφή εικονίζεται τη στιγμή που ανεβαίνει στο άρμα με το ένα πόδι στον δίφρο, κρατώντας τα χαλινάρια των αλόγων. Φορά χιτώνα και ιμάτιο ριγμένο στους ώμους και έχει τα μαλλιά δεμένα σε κρωβύλο. Δεν είναι βέβαιο αν αποδίδει άνδρα ή γυναίκα, γι’ αυτό έχει ερμηνευτεί ως Άρτεμις ή Απόλλωνας. Η πλάκα συνδέεται με εκείνη του Ερμή, με την οποία ίσως αποτελούσε συνεχή ζωφόρο. Τα γλυπτά αυτά, μαζί με άλλα θραύσματα, έχουν αποδοθεί στον διάκοσμο του Αρχαίου Ναού της Αθηνάς. Τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ.
ΑΕΤΩΜΑ ΤΗΣ «ΑΠΟΘΕΩΣΗΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ»
Πώρινη εναέτια σύνθεση που κοσμούσε κάποιο μικρό αρχαϊκό κτίριο ή, σύμφωνα με άλλη ερμηνεία συμπλήρωνε, το ένα από τα αετώματα του παλαιού Παρθενώνα, (του λεγόμενου «Εκατομπέδου»). Είναι έργο αττικού εργαστηρίου και έχει ως θέμα την «Αποθέωση του Ηρακλή», δηλαδή την υποδοχή του στον Όλυμπο μετά τον θάνατό του. Αριστερά εικονίζεται το ζεύγος των θεών, ο Δίας, που υποδέχεται τον ήρωα καθισμένος σε θρόνο και η Ήρα, η οποία αποδίδεται καθισμένη κατά μέτωπο, με τρόπο, δηλαδή, τολμηρό για την εποχή. Προς το μέρος τους βαδίζει γοργά ο Ηρακλής, που φοράει κοντό χιτώνα και τη χαρακτηριστική λεοντή και τον ακολουθάει η Ίριδα, (ή ο Ερμής) αγγελιοφόρος των θεών. Ανάμεσά τους υπήρχε κι άλλη μια θεϊκή μορφή, πιθανόν η Αθηνά, προστάτιδα του ήρωα, που τον οδηγούσε στον πατέρα της. Η σύνθεση επιστέφεται από ανάγλυφο και γραπτό κυμάτιο και τονίζεται με πλούσια χρώματα, ίχνη των οποίων σώζονται μέχρι και σήμερα. Αξιοσημείωτη είναι η έμφαση του καλλιτέχνη σε διακοσμητικές λεπτομέρειες, που αποδίδονται με ανάγλυφο ή εγχάραξη (570 π.Χ.).
ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΗΡΑΚΛΗ, ΤΡΙΤΩΝΑ, ΤΡΙΣΩΜΑΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΑ
Ανασύνθεση της γλυπτής σύνθεσης από πωρόλιθο που κοσμούσε το ένα από τα αετώματα του παλαιότατου Παρθενώνα, του λεγόμενου Εκατόμπεδου. Την αριστερή κερκίδα καταλαμβάνει ένα σύμπλεγμα που εικονίζει τον Ηρακλή σε πάλη με τον θαλάσσιο Τρίτωνα (Νηρέας ή Άλιος Γέρων), μυθικό ον με ανθρώπινα χαρακτηριστικά ως τη μέση και ουρά ψαριού. Το κέντρο του αετώματος καταλαμβάνει η σύνθεση δυο λιονταριών που κατασπαράζουν ένα ταύρο ξαπλωμένο στο έδαφος. Τη δεξιά κερκίδα του αετώματος κατέχει ο Τρισώματος δαίμων, μυθικό ον που αποτελείται από τρεις συμφυείς μορφές γενειοφόρων ανδρών ως τη μέση. Κάτω από τη μέση έχουν τη μορφή πελώριων φιδιών τυλιγμένων μεταξύ τους. Οι δύο πρώτοι στρέφονται προς το κέντρο και ο τρίτος προς το θεατή. Οι τρεις γενειοφόρες φτερωτές μορφές του δαίμονα ερμηνεύονται ως σύμβολα των στοιχείων της φύσης (πουλί, σύμβολο του αέρα, νερό και φωτιά), με τα οποία παλεύει ο ατρόμητος Ηρακλής. Γονατίζοντας στο δεξί του πόδι, έχει καταφέρει να ακινητοποιήσει το κυματιστό σώμα του Τρισώματου. Τα γλυπτά του αετώματος είναι λαξευμένα σε πειραϊκό ακτίτη λίθο και η σύνθεση ζωντανεύει με εγχάρακτες και ανάγλυφες λεπτομέρειες και πολύχρωμη ζωγραφική διακόσμηση (570 π.Χ.). Οι ερμηνείες που έχουν προταθεί για τον Τρισώματο διίστανται. Μια από τις ερμηνείες που έχουν προταθεί για το αινιγματικό αυτό πλάσμα είναι ότι πρόκειται για τον Τυφώνα, που υπήρξε αντίπαλος του Διός, αλλά σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη εικονίζεται ο Νηρέας, θαλάσσιος δαίμονας που μπορούσε να αλλάζει μορφή. Το αέτωμα ήταν έργο αττικού εργαστηρίου και σίγουρα δημιούργημα κάποιου μεγάλου γλύπτη, που χειριζόταν με άνεση τους πλαστικούς όγκους των μορφών.
ΑΕΤΩΜΑ ΤΗΣ «ΥΔΡΑΣ»
Εντυπωσιακό πώρινο έργο αττικού εργαστηρίου, των αρχών του 6ου αιώνα π.Χ. Το αέτωμα, που κοσμούσε κάποιο μικρό αρχαϊκό κτίριο της Ακρόπολης, σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση και έχει ως θέμα την πάλη του Ηρακλή με τη Λερναία Ύδρα. Ο Ηρακλής εικονίζεται να παλεύει με ρόπαλο στο δεξί του χέρι, ενώ στη δεξιά πλευρά απλώνεται το συσπειρωμένο σώμα του τέρατος, από όπου φυτρώνουν 9 πλοκάμια με υψωμένα κεφάλια. Στην αριστερή πλευρά περιμένει ο Ιόλαος, που κρατάει τα ηνία των αλόγων έχοντας το ένα πόδι πάνω στο άρμα, ενώ τη γωνία της παράστασης γεμίζει ένας θαλάσσιος κάβουρας, σύμμαχος της Ύδρας. Το ανάγλυφο γινόταν ακόμη πιο εντυπωσιακό με πλούσια ζωγραφική διακόσμηση, που διατηρείται σε αρκετά σημεία, ενώ πολλές από τις λεπτομέρειες των μορφών αποδίδονται με εγχάραξη. Το μυθολογικό θέμα της πάλης του Ηρακλή με τη Λερναία Ύδρα ήταν γνωστό από τη μικροτεχνία άλλων περιοχών ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ., αλλά στην Αττική εμφανίζεται για πρώτη φορά με αυτή ακριβώς τη μνημειακή εναέτια παράσταση (580-570 π.Χ.).
ΤΟ ΑΕΤΩΜΑ «ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ» Ή «ΤΟΥ ΤΡΩΙΛΟΥ»
Η σκηνή ερμηνεύεται ως ο φόνος του Τρωίλου, γιού του Πριάμου, από τον Αχιλλέα ή ως τελετουργική πομπή στο ιερό της θεάς Αθηνάς (560-550 π.Χ., πωρόλιθος).
ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ ΣΚΥΛΟΣ
Ένα από τα δύο σκυλιά (το άλλο σώζεται αποσπασματικά) που εικάζεται ότι φύλαγαν την είσοδο του ιερού της Αρτέμιδος Βραυρωνίας στη νοτιοδυτική πλευρά της Ακρόπολης. Από τις πιο εντυπωσιακές παραστάσεις ζώων, λιπόσαρκο, με λυγισμένα τα σκέλη και τεντωμένο το κεφάλι, φαίνεται έτοιμο να ορμήσει μπροστά. Πιθανότατα ήταν στημένος μαζί με ένα όμοιό του που σώζεται αποσπασματικά, στην είσοδο του ιερού της Βραυρωνίας Αρτέμιδος στη νοτιοδυτική πλευρά της Ακρόπολης. Αξιοπρόσεκτη είναι η απόδοση της ανατομίας του ζώου και η εξαιρετική λείανση της επιφάνειας (Γύρω στο 520 π.Χ.).
Μικρή κόρη με ιωνικό χιτώνα, που ανασηκώνει χαριτωμένα με το αριστερό της χέρι, και κοντό λοξό ιμάτιο, στερεωμένο στον δεξιό ώμο. Αξιοπρόσεκτες είναι οι λεπτομέρειες και η πολύχρωμη διακόσμηση των ενδυμάτων. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου αποδίδονται με τρυφερότητα. Η κόμμωση είναι περίτεχνη και στολίζεται με «στεφάνη» (χαμηλό διάδημα) με ένθετα μεταλλικά κοσμήματα. Η κόρη αντανακλά τη χάρη και τη ζωντάνια της ιωνικής τέχνης. Παλαιότερα είχε συσχετισθεί με βάση που έφερε υπογραφή καλλιτέχνη από τη Χίο, γι’ αυτό ονομάσθηκε «Χιώτισσα» (510 π.Χ.).
Από τα σημαντικότερα και παλαιότερα περίοπτα αρχαϊκά γλυπτά αναθήματα του Παρθενώνα. Η πρώιμη αττική τεχνοτροπία του μοσχοφόρου και η πρώιμη ιωνική επιρροή δείχνουν ότι το έργο είναι του 6ου π.Χ. αιώνα. Είναι κατασκευασμένο από γκρίζο μάρμαρο του Υμηττού, ενώ η βάση είναι από πέτρα ασβεστόλιθο. Το σώμα βρέθηκε το 1864 και η βάση το 1887 στις ανασκαφές της Ακρόπολης. Βρέθηκαν ακόμα πολλά άλλα μικρότερα κομμάτια, και το άγαλμα συμπληρώθηκε αρκετά, χωρίς όμως να είναι τελικά ολοκληρωμένο. Παρ’ όλα τα τραύματα και θραύσματα που υπέστη, το γλυπτό είναι ένα έργο αριστουργηματικό και ίσως το καλύτερο του είδους του. Έχει ύψος 1,65 μέτρα και παρουσιάζει ένα γεροδεμένο γενειοφόρο νεανία σε μετωπική στάση, που βηματίζει φέροντας στους ώμους του ένα μοσχαράκι ζωντανό για να το προσφέρει ως θυσία στην Αθηνά. Με τα χέρια του λυγισμένα μπροστά στο στήθος κρατάει με το δεξί χέρι τα μπροστινά, με το αριστερό τα πίσω πόδια του ζώου, έτσι ώστε να δημιουργείται μια αρμονική και τρυφερή σύνθεση. Το άγαλμα είναι μικρότερο του φυσικού, δίνει όμως την αίσθηση ενός ψηλού, λεπτού μα και γεροδεμένου νεαρού. Φοράει μια κοντή ριχτή χλαμύδα που φτάνει ως τη μέση των μηρών του, καλύπτει ώμους και μπράτσα, ενώ μπροστά αφήνει το στήθος ακάλυπτο. Η κόμη είναι δεμένη ψηλά στο κεφάλι με ταινία, και οι μακριές μπούκλες πέφτουν μπροστά στον μακρύ και ωραίο λαιμό. Το μέτωπο είναι επίπεδο και κάθετο, το πρόσωπο χαρωπό και φωτεινό. Η έκφραση του προσώπου αρχικά τονιζόταν με τις ένθετες, από άλλο υλικό, κόρες των ματιών. Το μοσχαράκι είναι ήρεμο, αρτιμελές και ζωηρό. Μέρος από το δεξιό του πόδι έχει σωθεί επάνω στην πλίνθο του αγάλματος, που είναι τοποθετημένη σε ορθογώνια ενεπίγραφη βάση και στερεωμένη με την τεχνική της μολυβδοχόησης (λιωμένου μολύβδου). Η επιγραφή είναι σκαλισμένη από δεξιά προς τα αριστερά και ονομάζει τον αναθέτη: «(Ρ)ΟΜΒΟΣ ΑΝΕΘΕΚΕΝ ΠΑΛΟΥ ΥΙΟΣ». Το άγαλμα είναι έργο του πρώιμου αττικού εργαστηρίου (570 π.Χ.). Πολλά έχουν ειπωθεί για να το ερμηνεύσουν, και ονόματα πολλά του έχουν δώσει ως τώρα. Το έχουν πει «Απόλλων νόμιος», «Ερμής δαμαληφόρος» και «Θησεύς». Είπαν ότι είναι ανάθημα αποικίας, σήμα θυσίας και αρχαΐζον μίμημα. Ο Ρόμβος, που πρόσφερε το άγαλμα, θα ήταν ευγενής κάτοικος της Αττικής και εύπορος, που θα μπορούσε να πληρώσει τον αριστουργηματικό τεχνίτη που το κατασκεύασε. Προφανώς θυσίασε κι ένα μοσχάρι, ίσως στην Αθηνά, που την εποχή εκείνη στο λόφο της Ακρόπολης υπήρχε ο πρώτος ναός της Αθηνάς, ο λεγόμενος αρχαίος Παρθενώνας, που καταστράφηκε μαζί με όλα τα αναθήματα το έτος 480 π.Χ.
ΟΙ ΑΡΧΑΪΚΕΣ ΚΟΡΕΣ
Αγάλματα νέων γυναικών, που είχαν προσφερθεί στην Αθηνά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Καμία Κόρη δεν ήταν όμοια με μία άλλη. Ο διαφορετικός τρόπος παρουσίασης της κόμης τους και της πτύχωσης των χιτώνων τους, δίνουν στον επισκέπτη την ευκαιρία να θαυμάσει την εξέλιξη της γλυπτικής στην αρχαία Ελλάδα.
Μία από τις ωραιότερες αρχαϊκές κόρες που είχαν αφιερωθεί στην Ακρόπολη και είναι κατασκευασμένη από παριανό μάρμαρο. Φέρει ίχνη της αρχικής διακόσμησης της που ήταν έγχρωμη. Το άγαλμα βρέθηκε τεμαχισμένο σε τρία κομμάτια. Έχει μέγεθος λίγο μικρότερο του φυσικού και οι αναλογίες της είναι αρμονικές. Η στάση του σώματος ακολουθεί το αρχαίο ιδανικό. Παριστάνεται όρθια από μπροστά, και τα πόδια της είναι σε προσοχή. Ο δεξιός της βραχίονας είναι τεντωμένος πλάι στο σώμα, με το χέρι σφιγμένο σε γροθιά που ακουμπάει τον μηρό. Το αριστερό, που δυστυχώς έχει χαθεί, ήταν δουλεμένο από ξεχωριστό κομμάτι μαρμάρου κι ένθετο στον αγκώνα, απλωμένο μπροστά κρατώντας κάποιο αντικείμενο. Το κεφάλι και το πρόσωπο διακρίνονται από λεπτά χαρακτηριστικά και για τη φυσική τους έκφραση. Το πρόσωπό της ζωντανεύει με το έντονο κόκκινο χρώμα στα μάτια, το στόμα και τα ωραία κυματιστά μαλλιά της που είναι δεμένα με ταινία στο πίσω μέρος και στολισμένα με χάλκινο διάδημα, στερεωμένο σε οπές. Η ενδυμασία της κόρης είναι ένα ιωνικό λινό πλισέ υποϊμάτιο κάτω από έναν δωρικό μάλλινο πέπλο. Φοράει μακρύ χιτώνα με λεπτές πτυχές στο κάτω μέρος και από πάνω ένα απτύχωτο ένδυμα («πέπλος») που στερεώνεται με μεταλλικές πόρπες στους ώμους, ενώ διακρίνονται τα ίχνη από μεταλλικά κοσμήματα. Η μέση της κόρης σφίγγεται από ζώνη που κουμπώνει μπροστά με τα άκρα της να κρέμονται. Στην αρχαϊκή εποχή το άγαλμα είχε χρωματισμένα τα μαλλιά, τις κόρες των ματιών και τα χείλη της. Όσο κι αν έχουν ξεθωριάσει τα χρώματα, η κόρη δεν έχασε την ομορφιά της. Το χρώμα των μαλλιών πρέπει να ήταν κόκκινο, τουλάχιστον αυτό συμπεραίνουμε από τα λίγα υπολείμματα χρωστικής ουσίας που υπάρχουν. Άλλες χρωστικές που ανακαλύπτουμε στην επιφάνεια του μαρμάρου είναι το κόκκινο στα μάτια, το κόκκινο και το πράσινο στην φορεσιά, ενώ μεγάλα τμήματα της φορεσιάς, καθώς και η επιδερμίδα της κόρης είχαν το φυσικό χρώμα του μαρμάρου. Η τεχνική είναι καθαρά ιονική. Η διαμόρφωση των ιματίων είναι πολύ λιτή, αν και την εποχή της κατασκευής του αγάλματος αυτού η δεξιοτεχνία των γλυπτών ήταν τόσο εξελιγμένη, που κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν προσθέσει περισσότερες διπλώσεις. Ο δημιουργός του όμως προτίμησε την λιτότητα για να διατηρήσει την αρχαιότερη παράδοση και να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στις λεπτομέρειες του προσώπου. Σύμφωνα με την ανασύσταση των χρωμάτων στα ενδύματα και των αντικειμένων που κρατούσε, η μορφή έχει ερμηνευθεί ως Άρτεμη που κρατούσε βέλη στο δεξί της χέρι και τόξο στο αριστερό. Βρέθηκε το 1886 στο Ερέχθειο της Ακρόπολης, που καταστράφηκε το 480 π.Χ. από τους Πέρσες, ενώ αντίγραφό της εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Βασιλείας. Είναι έργο κάποιου σπουδαίου Αθηναίου καλλιτέχνη, πιθανόν του ίδιου που φιλοτέχνησε τον ιππέα Rampin και ορισμένα άλλα αρχαϊκά γλυπτά που βρέθηκαν στην Ακρόπολη (530 π.Χ.).
Τέσσερα ημίτομα αλόγων τεθρίππου (άρμα συρόμενο από τέσσερα άλογα) από μάρμαρο Υμηττού, τα οποία προέρχονται από ένα αναθηματικό ή αρχιτεκτονικό ανάγλυφο. Ο ηνίοχος και ο δίφρος του άρματος αρχικά θα παριστάνονταν μετωπικά, ανάγλυφα ή ζωγραφιστά, στο φόντο που έχει χαθεί. (Στον ηνίοχο έχει αποδοθεί το τμήμα κεφαλής αρ. 637). Τα άλογα, με τις χαίτες τους διακοσμημένες με πράσινο χρώμα, σχηματίζουν συμμετρική σύνθεση: τα μεσαία είναι αντικριστά ενώ τα ακραία κλίνουν τα κεφάλια προς τα έξω. Γύρω στα 570 π.Χ.
ΠΕΡΣΗΣ IΠΠΕΑΣ
Ο λεγόμενος «Πέρσης› ή «Σκύθης› ιππέας είναι από τα σημαντικότερα αγάλματα ιππέων που είχαν προσφερθεί στο ιερό της Αθηνάς κατά την αρχαϊκή εποχή. Την ονομασία του οφείλει στο ανατολικής προέλευσης ένδυμα που φορεί, κοντό χιτώνα ως την αρχή των μηρών, που είναι διακοσμημένος με χρωματιστά ανθέμια και περισκελίδες με διακόσμηση ρόμβων. Το άγαλμα ήταν κατασκευασμένο από ένα ενιαίο κομμάτι λίθου στο οποίο έχει προστεθεί το φτιαχτό σκέλος του ιππέα. Δεν σώζεται ολόκληρο, αλλά έχει συγκολληθεί από πολλά θραύσματα και έχει συμπληρωθεί με γύψο. Στη σημερινή, πιο ολοκληρωμένη, μορφή του αποκαταστάθηκε μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Από τον ιππέα διατηρούνται το κάτω μέρος του σώματος και τα πόδια με τα κλειστά υποδήματα. Είναι καθισμένος πολύ μπροστά, σχεδόν στο λαιμό του ζώου. Είναι έργο άγνωστου γλύπτη, αλλά σίγουρα αττικού εργαστηρίου, όπως και όλοι σχεδόν οι αρχαϊκοί ιππείς της Ακρόπολης.
ΙΠΠΕΑΣ RAMPIN
Ένα από τα σωζόμενα ελληνικά περίοπτα έφιππα αγάλματα της αρχαϊκής εποχής είναι ο επονομαζόμενος «Ιππέας Rampin», που βρέθηκε σε μια πλαγιά της Ακρόπολης των Αθηνών. Έχει φιλοτεχνηθεί από μάρμαρο και απεικονίζει κούρο ιππέα πάνω στο άλογό του. Είναι ο μεγαλύτερος και πιο φημισμένος από τους αρχαϊκούς ιππείς, που αφιερώθηκε στον Παρθενώνα γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Το κεφάλι του ιππέα είναι γύψινο εκμαγείο, ενώ το πρωτότυπο κεφάλι, (που συνταιριάστηκε με το κορμό από τον Άγγλο αρχαιολόγο H. Payne), φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου και προέρχεται από τη συλλογή του G. Rampin. Απλές και σφικτές φόρμες συνθέτουν τη διάπλαση του κορμού του νέου οι ανατομικές λεπτομέρειες, του οποίου δηλώνονται αρκετά σχηματικά. Μεγαλύτερο βάρος δόθηκε από το γλύπτη στην απόδοση της κεφαλής, με τη λεπτόλογη επεξεργασία της κόμμωσης και του γενιού. Το στεφάνι που φορεί ο ιππέας, από φύλλα δρυός ή αγριοσέληνου, υποδηλώνει νικητή σε αγώνες. Το σύμπλεγμα αποδίδεται σε κάποιο σημαντικό, αλλά άγνωστο γλύπτη, που συμβατικά ονομάστηκε «Καλλιτέχνης του Ιππέα Rampin». Ο ίδιος φαίνεται ότι είχε κατασκευάσει και ορισμένα άλλα αφιερώματα στην Ακρόπολη, όπως η περίφημη «Πεπλοφόρος» κόρη, ο σκύλος (Ακρ.143) και η λεοντοκεφαλή-υδρορροή (Ακρ.69) του Αρχαίου Ναού (550 π.Χ.).
Το μαρμάρινο αυτό άγαλμα διακρίνεται για το μνημειακό του μέγεθος (ύψους 2 μ. περίπου), την εκφραστικότητα του και την αυστηρότητα της έκφρασης του προσώπου. Είναι μια από τις σημαντικότερες κόρες, τοποθετημένη σε ορθογώνια ενεπίγραφη βάση με επίκρανο. Η επιγραφή αναφέρει ότι το άγαλμα αφιέρωσε στην Αθηνά ο Νέαρχος (ίσως ο αγγειοπλάστης), ως «απαρχή» (προσφορά από τα πρώτα κέρδη του), το οποίο φιλοτέχνησε ο γλύπτης Αντήνωρ, γιος του Ευμάρους. Τα μάτια της κόρης, ένθετα από ορεία κρύσταλλο, ζωντάνευαν την έκφραση του προσώπου της. Φοράει την ιωνική ενδυμασία, χιτώνα με λεπτές κυματιστές πτυχές, καταστόλιστο με ζωγραφικά μοτίβα, που ανασηκώνει με το αριστερό της χέρι και από πάνω, ιμάτιο με κυλινδρικές πτυχές, βαθιά σκαλισμένες, που τονίζουν τον κάθετο άξονά της. Χαρακτηριστικό δείγμα της αττικής τεχνοτροπίας στη γλυπτική των αρχαϊκών χρόνων (530-510 π.Χ.).
«Η ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΙΟΥ»
Άγαλμα της Αθηνάς που βρέθηκε το 1821 στη Β. πλαγιά της Ακρόπολης. Η θεά είναι καθιστή σε θρόνο χωρίς ερεισίνωτο, με εγκοπές για πρόσθετα στηρίγματα των χεριών, και πατάει σε πλίνθο. Φορεί πολύπτυχο χιτώνα και αιγίδα με χάλκινα φίδια, άλλοτε ένθετα σε οπές, και μεγάλο γοργόνειο στο κέντρο. Παρά τη φθορά της επιφάνειας, η μορφή έχει αίσθηση ζωντάνιας, ασυνήθιστη στα καθιστά αγάλματα της αρχαϊκής εποχής. Από τη θέση εύρεσης και την έντονη διάβρωση της επιφάνειας που δείχνει μακρά έκθεση στο ύπαιθρο, ταυτίζεται με το άγαλμα που είχε δει κοντά στο Ερέχθειο ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα μ.Χ., με την υπογραφή του γλύπτη Ενδοίου και του αναθέτη Καλλία. Το έργο χρονολογείται στα 530-525 π.Χ.
Ο Καλλίμαχος ήταν ένας πολέμαρχος της μάχης του Μαραθώνα, που μαζί με τους δέκα στρατηγούς των Αθηναίων αποφάσισαν τη σύγκρουση της Αθήνας με την αυτοκρατορία των Περσών το 490 π.Χ. Το όνομά του έμεινε στην ιστορία, γιατί η δική του ψήφος, η ενδεκάτη, έκρινε το αδιέξοδο, όταν ισοψήφησαν οι στρατηγοί, υποστηρίζοντας οι πέντε ότι είναι μάταιο να συγκρουστεί η Αθήνα με τους παντοδύναμους Πέρσες και οι άλλοι πέντε συμφωνώντας με τη γνώμη του Μιλτιάδη να αγωνιστούν στον Μαραθώνα. Ο Καλλίμαχος έπεσε γενναία στη μάχη για την ελευθερία της πατρίδας (διοικούσε τη δεξιά πτέρυγα) και οι Αθηναίοι τον απεικόνισαν μαζί με τον Μιλτιάδη ως πρωταγωνιστή στην περίφημη ζωγραφική παράσταση της μάχης, στην Ποικίλη Στοά.
ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΕΥΘΥΔΙΚΟΥ
ΞΑΝΘΟΣ ΕΦΗΒΟΣ
Το μαρμάρινο κεφάλι εφήβου, τμήμα αρχαίου αττικού αγάλματος, είναι ανάθημα στο ιερό της Αθηνάς στην Ακρόπολη. Βρέθηκε τον Σεπτέμβριο του 1887, στην Περσική τάφρο κατά τις ανασκαφές της Ακρόπολης, ΒΑ του μουσείου. Πήρε το όνομά του επειδή κατά την αποκάλυψη του υπήρχαν εμφανή υπολείμματα χρώματος, ξανθοκίτρινου στα μαλλιά και κόκκινου στα χείλη, τα οποία έχουν πια ξεθωριάσει. Είναι κατασκευασμένο από παριανό μάρμαρο και έχει φυσικό μέγεθος, ύψους 24,5 εκ. Παρουσιάζει το κεφάλι ενός εφήβου μέχρι το μέσο του λαιμού σε καλή κατάσταση. Το κεφάλι κλίνει λίγο προς τα εμπρός και ελαφρά στο πλάι προς τον δεξιό ώμο. Η κόμμωσή του είναι πλούσια και χτενισμένη με επιμέλεια. Τα ελαφρώς κατσαρά μαλλιά πέφτουν κυματίζοντας στο μέτωπο. Σκεπάζουν το κούτελο και καταλήγουν πίσω από τα αυτιά όπου είναι δεμένα σε δυο μεγάλες πλεξούδες που είναι τυλιγμένες γύρω από το κεφάλι και δεμένες μπροστά. Στην κορυφή της κεφαλής υπάρχει μια οπή διαμέτρου 12 χιλιοστών και βάθους 31 χιλιοστών. Τα μάτια είναι μεγάλα και περιβάλλονται από παχιά βλέφαρα. Οι βολβοί των οφθαλμών είναι μικρότεροι του κανονικού. Τα αυτιά, μάγουλα και η μύτη είναι κομψά. Η όλη έκφραση του προσώπου είναι μελαγχολική χωρίς το χαρακτηριστικό αττικό μειδίαμα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου με τη σοβαρή, σχεδόν βαρύθυμη έκφραση, μαρτυρούν τη νέα αντίληψη στη γλυπτική την εποχή μετά την περσική καταστροφή του 480 π.Χ., όταν εμφανίζεται η πρώιμη κλασική τέχνη. Δεν είναι γνωστό ποιόν απεικονίζει το άγαλμα αυτό. Είναι όμως ένα από τα ομορφότερα ευρήματα της Ακροπόλεως και συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα για την ιστορία της αττικής τέχνης. Με το κεφάλι έχει συσχετισθεί το κάτω μέρος του κορμού ενός γυμνού νέου, πιθανόν αθλητή (Ακρ. 6478). Αισθητή είναι η διαφορετική λειτουργία των σκελών (χιασμός), όπως και στο «παιδί του Κριτία». Τα χαρακτηριστικά της κόμης τα συναντάμε επίσης στο άγαλμα του Απόλλωνα του Ομφαλού, στην κόρη του Ευθυδίκου και σε απεικονίσεις σε αγγεία του Ευφρόνιου. Επίσης και σε ένα άλλο έκθεμα του μουσείου με αύξοντα αριθμό 308. Ο καλλιτεχνικός τύπος είναι νέος, έχει επιρροές της Πελοποννησιακής σχολής και είναι ακριβώς αντίθετος του γνωστού αρχαϊκού τύπου. Η χρονολόγηση του έργου προσεγγίζει το 490-480 π.Χ. Είναι ένα από τα νεώτερα ευρήματα της Περσικής τάφρου, και χρονολογείται λίγο πριν την εισβολή των Περσών και την καταστροφή της πόλης.
ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ «ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΗΣ» ΑΘΗΝΑΣ
Η «ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΛΥΩΝ»
Κρατά μπροστά στο στήθος της ένα περιστέρι, ενώ το αριστερό χέρι, σπασμένο σήμερα, ακουμπούσε στο μηρό. Τα δυνατά μπράτσα και οι φαρδείς ώμοι έρχονται σε αντίθεση με τη λεπτή μέση. Είναι το πρώτο παράδειγμα αττικής Κόρης με ιωνική ενδυμασία, δηλαδή χιτώνα και λοξό ιμάτιο. Στο κεφάλι φορά πόλο με ζωγραφιστά ανθέμια και άνθη λωτού και τα αυτιά κοσμούν ανάγλυφα σκουλαρίκια. Το ανώτερο μέρος της Κόρης είναι γύψινο αντίγραφο του πρωτοτύπου, που σήμερα βρίσκεται στη Λυών της Γαλλίας (έργο των χρόνων 550-540 π.Χ.).
ΚΟΡΗ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ (ΕΠΑΡΧΙΩΤΙΣΣΑ)
Η «ΚΟΡΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΥΛΑΙΩΝ»
Οφείλει την επωνυμία της στον τόπο της εύρεσης και είναι η τελευταία στην σειρά των Κορών. Ενδεικτικά είναι η σοβαρότητα στην έκφραση και η απλότητα της ενδυμασίας με χιτώνα και ριχτό ιμάτιο (Γύρω στα 480 π.Χ.).
ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ
«Καρυάτιδες» είναι τα αγάλματα όμορφων ιερειών, που χρησιμοποιήθηκαν για τη στήριξη της οροφής της νότιας πρόστασης του Ερεχθείου (420 π.Χ.). «Καρυάτις» σημαίνει «Κόρη από τις Καρυές» (πόλη κοντά στην Σπάρτη), που λέγεται ότι αποτέλεσαν τα μοντέλα για τα συγκεκριμένα αγάλματα. Οι Καρυάτιδες είναι μια παραλλαγή της Κόρης και χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική αντί για κίονες, ως διακοσμητικό στήριγμα σε πύλες, προσόψεις, γείσα, ζωφόρους, σκεπές και λοιπά. Στην αρχαία αρχιτεκτονική τέχνη, ιδίως στον Ιωνικό ρυθμό, οι κίονες συχνά αντικαθίσταντο με αναπαράσταση λυγερής γυναικείας μορφής. Στο Δωρικό ρυθμό, αντίθετα, προτιμούσαν τα γεροδεμένα ανδρικά κορμιά, που ονομάζονται Άτλαντες. Οι Καρυάτιδες έχουν τα χέρια ελεύθερα, ενώ το βάρος στηρίζεται απλά και ανάλαφρα με το κεφάλι. Οι Άτλαντες, αντίθετα, χρησιμοποιούν τους ώμους, την πλάτη και τα χέρια δίνοντας την εντύπωση ιδιαίτερου φόρτου βάρους. Στην Τουρκοκρατία, οι Καρυάτιδες αναφέρονταν και ως Μαρμαρένιες Πριγκίπισσες ή Κόρες του Κάστρου. Η κλασική μορφή της Καρυάτιδας είναι ντυμένη με απλούς, αλλά και κολακευτικούς πέπλους και χιτώνες. Έχει ευθύγραμμη και λυγερή κορμοστασιά και τα πόδια ή κλειστά ή το δεξί ή το αριστερό πόδι ελαφριά εμπρός, χωρίς να βαδίζει. Τα χέρια είναι στο πλάι και προς τα κάτω, ενώ μερικές φορές στο ένα χέρι κρατούν ένα αφιέρωμα. Οι δίπλες στα ρούχα τους εναρμονίζουν με τα αυλάκια των κιόνων, κάνουν όμως παραλλαγές, καθώς ακολουθούν τις καμπύλες του σώματος. Οι Καρυάτιδες ήταν επιφανειακά ζωγραφισμένες στην αρχαία εποχή, αλλά τα χρώματα χάθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Οι Καρυάτιδες στο Ερέχθειο της Ακρόπολης ανήκουν στην καλλιτεχνική σχολή του πλούσιου στιλ και επηρέασαν καλλιτεχνικά την αρχιτεκτονική διακοσμητική τέχνη μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα. Συχνά στοιχεία απομίμησης βρίσκουμε στον Μανιερισμό, καλλιτεχνική ροή του 16ου αιώνα. Εκτός από το Ερέχθειο συναντάμε Καρυάτιδες το 525 π.Χ. στον απλό ναό του Θησαυροφυλακίου των Σιφναίων στους Δελφούς, όπου δύο Κόρες με ιωνική ενδυμασία στηρίζουν το αέτωμα. Καρυάτιδες επίσης βρίσκονταν και στα μικρά προπύλαια της Ελευσίνας. Οι δύο υπερμεγέθεις κόρες αντικαθιστούσαν τους κίονες. Μια από αυτές κατοικεί στο μουσείο της Ελευσίνας ενώ η δεύτερη βρίσκεται στο Fitzwilliam Museum του Cabridge.
ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΠΡΟΚΝΗΣ ΚΑΙ ΙΤΥ
Το σύμπλεγμα παριστάνει μια γυναικεία μορφή, με ένα αγόρι, το οποίο καταφεύγει στη γυναίκα κολλώντας το γυμνό σώμα του πάνω της. Απεικονίζεται η μυθική Πρόκνη, σύζυγος του βασιλιά της Θράκης Τηρέα, τη στιγμή που ετοιμάζεται να σκοτώσει για εκδίκηση το παιδί της Ίτυ. Φοράει βαρύ δωρικό πέπλο ζωσμένο στη μέση και μακριά αναδίπλωση, καθώς και ιμάτιο ριγμένο στους ώμους. Στρέφει το κορμί της ελαφρά προς το λυγισμένο στον αγκώνα χέρι που κρατά το φονικό μαχαίρι με το οποίο θα σκοτώσει το γιο της για να εκδικηθεί τον σύζυγό της. Η στάση της Πρόκνης δείχνει ότι μέσα της συγκρούονται η μητρική αγάπη με την εκδικητική μανία της περιφρονημένης γυναίκας. Για τον 5ο αιώνα π.Χ., τον αιώνα της μεγάλης τραγωδίας, είναι χαρακτηριστικές οι δυνατές αντιθέσεις ανάμεσα στο μητρικό αίσθημα και το τυφλό αίσθημα εκδίκησης. Σύμφωνα με τον Παυσανία ο αναθέτης του γλυπτού ήταν ο Αλκαμένης, ο οποίος ταυτίστηκε με τον περίφημο γλύπτη της εποχής.
ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Ένα από τα καλύτερα σωζόμενα πορτρέτα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που βρέθηκε κοντά στο Ερέχθειο. Ο Μακεδόνας στρατηλάτης παριστάνεται σε νεαρή ηλικία, όπως θα ήταν την εποχή της επίσκεψής του στην Αθήνα, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. Κύρια χαρακτηριστικά είναι τα μαλλιά με τους πλούσιους βοστρύχους, ανασηκωμένους επάνω από το μέτωπο, τα σφριγηλά μάγουλα, το στραμμένο προς τα επάνω βλέμμα και τα μισάνοιχτα χείλη. Η μορφή αποδίδεται με εξιδανικευμένα χαρακτηριστικά, όπως συνήθως συμβαίνει με τα πορτρέτα του νεαρού βασιλιά. Έχει θεωρηθεί ως πρωτότυπο έργο του γλύπτη Λεωχάρη (που φιλοτέχνησε και τα χρυσελεφάντινα πορτρέτα της μακεδονικής βασιλικής οικογένειας στο Φιλίππειο της Ολυμπίας) ή ως ρωμαϊκό αντίγραφο του έργου του γλύπτη Λυσίππου.
ΑΝΑΓΛΥΦΟ (Lenormant) ΜΕ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΡΙΗΡΟΥΣ
Θραύσμα ανάγλυφου με τμήμα αθηναϊκής πολεμικής τριήρους με εννέα κωπηλάτες. Σ’ αυτό ανήκουν επίσης δύο θραύσματα στην αποθήκη και το Εθνικό Μουσείο. Σε τρεις επάλληλες σειρές γυμνοί κωπηλάτες σκυφτοί κωπηλατούν. Στο κατάστρωμα του πλοίου βρίσκεται ο κυβερνήτης. Σύμφωνα με την αποκατάσταση του L. Beschi, η αρχική σύνθεση απεικόνιζε μια μεγάλη τριήρη με 25 κωπηλάτες, τον πρωραία και τον κυβερνήτη. Ο έφηβος, στο άνω δεξιό μέρος, παριστάνει πιθανώς τον ήρωα Πάραλο, εφευρέτη της ναυσιπλοΐας (410-400 π.Χ.).
ΣΤΗΛΗ ΤΟΥ ΚΕΡΑΜΕΑ
Ανάγλυφη στήλη με καμπύλο αέτωμα, που πλαισιώνεται από δύο ακρωτήρια. Ο αναθέτης, ένας γενειοφόρος άνδρας, εικονίζεται καθισμένος σε δίφρο προς τα αριστερά, κρατώντας με το αριστερό του χέρι δυο κύλικες, που δηλώνουν το επάγγελμα του αγγειοπλάστη. Φορεί ιμάτιο που καλύπτει τους μηρούς, αφήνοντας γυμνό το επάνω μέρος του κορμού. Τα μαλλιά του πέφτουν κυματιστά στο μέτωπο και στον αυχένα, ενώ τα καλογραμμένα χαρακτηριστικά του προσώπου μαρτυρούν τη δυναμική του προσωπικότητα. Στον κενό χώρο αριστερά πρέπει να υπήρχε ζωγραφική παράσταση. Ίχνη χρώματος διακρίνονται και σήμερα στη στήλη: το φόντο όλης της παράστασης ήταν γαλάζιο, ενώ το πλαίσιο του ανάγλυφου κόκκινο. Η στήλη, σύμφωνα με την ελλιπώς σωζόμενη επιγραφή έχει συσχετισθεί με τον αγγειοπλάστη Παμφαίο και τον αγγειογράφο Ευφρόνιο. Πιθανότατα ο αγγειοπλάστης αφιερώνει στην Αθηνά την απαρχή των έργων του, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι το ανάγλυφο είναι έργο του Αθηναίου γλύπτη Ενδοίου.
ΣΤΗΛΗ ΜΕ ΤΟ ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΩΝ ΣΑΜΙΩΝ
Ανάγλυφη ενεπίγραφη στήλη με το τιμητικό ψήφισμα των Σαμίων. Το ανάγλυφο απεικονίζει την Ήρα και την Αθηνά, πολιούχους της Σάμου και της Αθήνας αντίστοιχα, να συνδέονται με χειραψία. Σύμφωνα με την επιγραφή ο δήμος των Αθηναίων τιμά τους Σαμίους, επειδή παρέμειναν πιστοί μετά την ήττα του αθηναϊκού στόλου στους Αιγός Ποταμούς από τους Σπαρτιάτες, ενώ οι άλλοι σύμμαχοι είχαν αποσκιρτήσει. Το κείμενο αποτελεί αντίγραφο του πρωτότυπου του 405 π.Χ. και καταγράφηκε στα 403/2 π.Χ.
ΑΓΑΛΜΑ ΓΡΑΦΕΑ
ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΙΤΟΥ
Αξιόλογο έργο του «αυστηρού ρυθμού» που χρονολογείται μετά την Περσική καταστροφή της Ακρόπολης (480 π.Χ.). Η θεά Αθηνά εικονίζεται από μπροστά, στηρίζοντας το βάρος του σώματός της στο αριστερό της πόδι και λυγίζοντας το δεξί στο γόνατο. Άλλοτε το δεξί της χέρι ήταν υψωμένο και στηριγμένο στο δόρυ της, ενώ το αριστερό ακουμπά στο γοφό της. Φοράει απλό ένδυμα, τον βαρύ, ολιγόπτυχο δωρικό πέπλο και από πάνω την αιγίδα που κοσμείται με ανάγλυφο γοργόνειο στο στήθος της. Το άγαλμα έχει τοποθετηθεί στον δωρικό ενεπίγραφο κιονίσκο με το κυκλικό κιονόκρανο, με τρόπο που δείχνει πώς ήταν στημένο στην αρχαιότητα: η πλίνθος του ήταν στερεωμένη με την τεχνική της μολυβδοχόησης μέσα στην ειδικά διαμορφωμένη υποδοχή του κιονόκρανου. Η επιγραφή αναφέρει τον Ευήνορα ως γλύπτη και τον Αγγέλιτο ως αναθέτη του αγάλματος.
ΠΡΟΤΟΜΗ ΒΑΡΒΑΡΟΥ ΗΓΕΜΟΝΑ
Το πρόσωπο χαρακτηρίζεται από μια τάση εξιδανίκευσης. Στο πίσω μέρος, κάτω, σώζονται δύο φύλλα άκανθας από κάλυκα, από τον οποίο έβγαινε η προτομή, στοιχείο που δηλώνει ότι το εικονιζόμενο πρόσωπο έχει πεθάνει, ενώ ταυτόχρονα συμβολίζει την αιωνιότητα και την αναγέννηση. Η μορφή έχει ταυτιστεί με διάφορα ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Γαλλιηνός, ο Ηρώδης ο Αττικός, οι βασιλείς του Βοσπόρου Ροιμητάλκης ή Σαυρομάτης, χωρίς ωστόσο η ταύτιση να είναι βέβαιη.
ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΕΘΡΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΒΑΤΗ
Τμήμα από τη μαρμάρινη βάση αναθήματος με ανάγλυφη παράσταση ενός τεθρίππου και αποβάτη. Η παράσταση θυμίζει το λίθο XVII ( αρ. 859) της βόρειας πλευράς της ζωφόρου του Παρθενώνα. Κατά την αποβασία, που αποτελούσε μέρος του αθλήματος της αρματοδρομίας, ο οπλίτης κατεβαίνει και ανεβαίνει στο εν κινήσει άρμα του κατά τα τελευταία μέτρα του δρόμου. Η βάση χρονολογείται γύρω στα 400 π.Χ.
Οι ανάγλυφες παραστάσεις της ζωφόρου εντυπωσιάζουν με τη δυναμική πλαστική και τον ρεαλισμό των σκηνών μάχης. Οι μορφές αποδίδονται σε ποικιλία στάσεων, με τα σώματα συχνά συνεστραμμένα, ώστε να δείχνουν τα νώτα τους στον θεατή, δημιουργώντας την εντύπωση του βάθους. Σε τμήματα της ζωφόρου διακρίνονται χέρια διαφορετικών τεχνιτών που εργάστηκαν πιθανώς με την καθοδήγηση του γλύπτη Αγορακρίτου, μαθητή του Φειδία, η τεχνοτροπία του οποίου αναγνωρίζεται στην ανατολική πλευρά.
ΝΟΤΙΑ ΟΨΗ ΛΙΘΟΥ ΝΔ ΓΩΝΙΑΣ
Αυτή η όψη περιλαμβάνει σύμπλεγμα 4 μορφών και ενός αλόγου. Στο μέσον, το άλογο είναι ανορθωμένο στα πίσω πόδια του και ο Πέρσης αναβάτης του πέφτει στο έδαφος. Εναντίον του ιππέα στρέφονται δύο οπλίτες, ο ένας από δεξιά και ο άλλος από αριστερά.
ΔΥΤΙΚΗ ΟΨΗ ΛΙΘΟΥ ΝΔ ΓΩΝΙΑΣ
Η Δυτική όψη παριστάνει δύο πολεμιστές που προσπαθούν να απωθήσουν ο ένας τον άλλον, συγκρούοντας τις ασπίδες τους. Αριστερά βρίσκεται ένας οπλίτης που κατευθύνεται προς τα δεξιά, ενώ ο αντίπαλός του, που φορεί χιτώνα και κωνικό κράνος, κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση δείχνοντας τα νώτα του στο θεατή.
ΛΙΘΟΣ IV (ΝΟΤΙΑ ΖΩΦΟΡΟΣ)
Ο τέταρτος λίθος της Νότιας ζωφόρου σώζεται σε δύο τμήματα που συνδέονται με ένα μικρότερο κομμάτι που συγκολλήθηκε στο κάτω μέρος. Στο αριστερό τμήμα αποδίδεται συμπλοκή τριών μορφών: ένας οπλίτης γονατισμένος που προσπαθεί να αποφύγει την ορμητική επίθεση του Πέρση αντιπάλου του, άλλος οπλίτης σε μετωπική στάση και ένας Πέρσης γονατισμένος στο έδαφος.
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΖΩΦΟΡΟΣ (ΠΑΝΟΡΑΜΑ)
Η ανατολική πλευρά της ζωφόρου αποτελείται από τέσσαρες λίθους, από τους οποίους σώζονται τρεις, ο λίθος της ΝΑ γωνίας και δύο μεσαίοι λίθοι. Το δεξιό άκρο του τρίτου και ο λίθος της ΒΑ γωνίας έχουν χαθεί. Η παράσταση εικονίζει συνάθροιση θεών και περιλαμβάνει 24 μορφές (αρχικά θα ήταν 27 ή 28) σε σύνθεση που εκτυλίσσεται συμμετρικά με άξονα την κεντρική μορφή της Αθηνάς.
ΝΟΤΙΑ ΟΨΗ ΛΙΘΟΥ ΝΑ ΓΩΝΙΑΣ
Από τη Βόρεια Ζωφόρο διατηρούνται ένας από τους μεσαίους λίθους, σχεδόν ακέραιος και αποσπασματικά ο λίθος της ΒΔ γωνίας. Απεικονίζονται και στους δύο λίθους σκηνές μάχης ανάμεσα σε γυμνούς οπλίτες και πολεμιστές που φορούν χιτώνα. Στο λίθο της βόρειας πλευράς παριστάνονται οπλίτες, από τους οποίους δύο είναι πεσμένοι στο έδαφος και άλλοι δύο κινούνται ορμητικά εναντίον του αντιπάλου τους. Από την τοποθέτηση της μορφής αυτής στο κέντρο της σύνθεσης και την αμφίεση με χιτώνα, χλαμύδα και κράνος, φαίνεται ότι ο εχθρός είναι σημαντικό πρόσωπο. Ο πολεμιστής προσπαθεί να διαφύγει, όμως συλλαμβάνεται από τον ένα οπλίτη που τον πιάνει από τον ώμο και έναν άλλον από δεξιά που τον αρπάζει από το γένι, ενώ ταυτόχρονα χάνει και το κράνος του. Δεξιότερα, τα άλογα του άρματός του τρέπονται σε φυγή, ενώ στο έδαφος κείτεται νεκρός ένας συμπολεμιστής του. Η παράσταση ερμηνεύεται ως σκηνή από τον Τρωικό πόλεμο (Αχιλλεύς και Μέμνων), ως μάχη Αθηναίων και Βοιωτών ή ως νίκη των Αθηναίων κατά του ιππικού του Μασίστιου, υπαρχηγού του Μαρδόνιου στη μάχη των Πλαταιών.
ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΛΙΤΥΩΝ
ΟΙΚΙΑ ΠΡΟΚΛΟΥΕπιτύμβια τράπεζα θυσιών (mensa), 350-325 π.Χ. Ανάγλυφες παραστάσεις θρήνου, αποχαιρετισμού και μεταθανάτιας συνάντησης του νεκρού με φιλοσόφους.
ΠΥΡΑΥΝΟ
Έτσι λέγεται πήλινη φορητή εστία, για μαγείρεμα και θέρμανση, που λειτουργούσε με κάρβουνα που τοποθετούνταν στην πάνω επιφάνεια. Ανήκει στον τύπο των πυραύνων με ψηλό πόδι και φέρει πλούσια ανάγλυφη διακόσμηση από πλοχμούς, κεφάλια δαιμονικών μορφών και ταινίες με διάφορα διακοσμητικά μοτίβα.
ΔΥΟ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΠΗΛΙΝΩΝ ΝΙΚΩΝ
Δύο πανομοιότυπα αγάλματα Νικών, από τα οποία λείπουν οι βραχίονες και τα φτερά. Τα τεντωμένα και ενωμένα πόδια τους δείχνουν ότι οι Νίκες πετούν. Πιθανόν να αποτελούσαν ακρωτήρια κάποιου κτιρίου. Αν και το σοβαρό τους πρόσωπο θυμίζει κλασική τέχνη, η επιπόλαιη εργασία στις πτυχές των ρούχων τους και στη χάραξη των μαλλιών δείχνουν ότι πρόκειται για ρωμαϊκά έργα.
ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΗ ΛΟΥΤΡΟΦΟΡΟΣ ΥΔΡΙΑ
Στο λαιμό εικονίζεται πομπή τριών γυναικών προς τα δεξιά, που τις ακολουθεί νέος, όπου όλες οι μορφές φορούν χιτώνα και ιμάτιο διαμορφωμένο σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής. Στο σώμα του αγγείου παριστάνεται σκηνή εκκίνησης πομπής προς τα δεξιά: η ηνίοχος ανεβαίνει στο τέθριππο, δύο γυναίκες μπροστά από τα άλογα φεύγουν τρέχοντας προς τα δεξιά, ενώ τρίτη γυναίκα πίσω από το τέθριππο αναμένει την εκκίνηση της πομπής. Πίσω από τα άλογα σε δεύτερο επίπεδο βρίσκεται ο Απόλλων κιθαρωδός στεφανωμένος με κλαδί κισσού. Μπροστά στα κεφάλια της ηνιόχου και του Απόλλωνα υπάρχουν ψευδοεπιγραφές. Η τεχνοτροπία του ζωγραφικού έργου βρίσκεται κοντά στο ζωγράφο της Σαπφούς.
ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΗ ΛΟΥΤΡΟΦΟΡΟΣ ΥΔΡΙΑ
Το αγγείο δεν σώζεται ολόκληρο, αλλά διακρίνονται καθαρά οι τρεις διακοσμητικές ζώνες, όπου απεικονίζονται γαμήλιες σκηνές. Η παράσταση στο λαιμό είναι σκηνή μέσα σε γυναικωνίτη, όπου η νύφη δέχεται μια «κίστη» (κιβώτιο) από τη γυναίκα στα αριστερά, ενώ μια δεύτερη γυναίκα στα δεξιά παρακολουθεί τη σκηνή. Στη μεσαία κύρια ζώνη παριστάνεται ο μυθικός γάμος του Ηρακλή και της Ήβης. Στη σκηνή δεσπόζει το τέθριππο, στο δίφρο του οποίου στεκόταν η νύφη, από την οποία διατηρείται το κεφάλι, ενώ ο νυμφίος, που δεν σώζεται, σύμφωνα με το τυπικό εικονογραφικό απόδοσης της σκηνής, θα ήταν έτοιμος να ανέβει στο άρμα. Ο έφηβος ηνίοχος του άρματος είναι ο Γανυμήδης, ο αγαπημένος οινοχόος του Δία. Η μορφή πίσω από το άρμα ταυτίζεται με τον Απόλλωνα, ενώ μπροστά από τα άλογα σώζεται το κάτω μέρος του Ερμή με το κηρύκειο στολισμένο με ιμάντες και ταινίες. Τέλος, εικονίζονται δύο ακόμη μορφές, μια ανδρική και μια γυναικεία, που φεύγουν με άνετο διασκελισμό προς τα δεξιά. Στη δεύτερη μικρότερη ζώνη, στο σώμα του αγγείου, υπάρχει μια σκηνή αρπαγής πιθανόν της Θέτιδας από τον Πηλέα, όπου παριστάνονται και ο Νηρέας με τις Νηρηίδες. Το αγγείο είναι έργο του ζωγράφου της Περσεφόνης, ενός από τους μεγαλύτερους αγγειογράφους της ώριμης κλασικής εποχής.
ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΟΣ ΔΙΝΟΣ (ΑΓΓΕΙΟ ΟΙΝΟΥ)
Φερώνυμο έργο του «Ζωγράφου της Ακρόπολης 606» (570-560 π.Χ., πηλός).
ΑΝΑΘΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΜΙΚΡΑ ΤΕΜΕΝΗ
ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΕΡΜΗ ΚΑΙ ΧΑΡΙΤΩΝΤο ανάγλυφο «Ο Ερμής και οι Χάριτες» είναι αττικό ανάγλυφο. Ένα τμήμα του ανακαλύφτηκε το 1888, ενώ το δεύτερο και μεγαλύτερο τμήμα του βρέθηκε τον Ιανουάριο του 1889 στον ναό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος στο νότιο τείχος της Ακρόπολης, κοντά στα προπύλαια. Είναι κατασκευασμένο από μάρμαρο της Πεντέλης. Έχει διαστάσεις 39,5 εκ. ύψος, 40-42,5 εκ. πλάτος. Έχει πάθει φθορές και γι’ αυτό λείπει το κεντρικό αέτωμα, ενώ το αριστερό χέρι και το δεξί πόδι του παιδιού έχουν χαθεί. Επίσης λείπει το κάτω μισό μέρος του προσώπου του Ερμή, και η επιφάνεια του όλου ανάγλυφου παρουσιάζει δορές σε διάφορα σημεία. Το ανάγλυφο παρουσιάζει πέντε πρόσωπα που βηματίζουν από δεξιά προς αριστερά. Οδηγός είναι ένας γεροδεμένος άνδρας σε προφίλ που παίζει δίαυλο στο ρυθμό του χορού, ενώ βηματίζει με το δεξί πόδι μπροστά. Ο αυλητής είναι ντυμένος με μακρύ ιμάτιο. Τα μαλλιά του είναι χτενισμένα και πιασμένα σε μακρές πλεξούδες που τυλίγουν το κεφάλι του. Είναι βαμμένα με κόκκινο χρώμα. Τον ακολουθεί πομπή τριών γυναικών, που χορεύουν με συρτά βήματα, πιασμένες από τους καρπούς, ενώ η τελευταία σέρνει πίσω της ένα μικρό αγόρι. Η κάθε μια με το δεξί πόδι μπροστά και τα γόνατα λυγισμένα σαν σε αγώνα δρόμου. Εκτός από τα πέλματα και τα γόνατα που είναι σκαλισμένα σε προφίλ, τα υπόλοιπα μέρη του σώματος καθώς και τα πρόσωπα είναι στραμμένα προς τον θεατή. Η πρώτη γυναίκα κρατάει στο δεξί χέρι ένα φρούτο, και με το αριστερό της χέρι κρατάει τον δεξιό καρπό της επόμενης γυναίκας που την ακολουθεί. Τα χαρακτηριστικά επαναλαμβάνονται και στις επόμενες δύο γυναίκες, από τις οποίες η τελευταία κρατάει από το χέρι ένα παιδάκι. Οι γυναίκες είναι ντυμένες με χιτώνα και από πάνω κοντό ένδυμα. Από τα λίγα υπολείμματα χρώματος ζωγραφικής συμπεραίνουμε, ότι το ανάγλυφο ήταν διακοσμημένο ως εξής: Τα κενά ανάμεσα στους παριστάμενους χαρακτήρες είχε χρώμα βαθύ μπλε, τα μαλλιά του αυλητή και των δύο Χαρίτων είχαν χρώμα ερυθρό, ενώ η πρώτη Χάρις ίσως να είχε μαλλιά χρώματος ξανθού, λευκοκίτρινου. Τα ενδύματα είχαν διάφορα απαλά χρώματα. Γενικά ο καλλιτέχνης είχε τρία ή τέσσερα χρώματα, τα οποία χρησιμοποίησε εναλλάξ για να αποδώσει την μεγαλύτερη δυνατή ποικιλία. Δροσερή σκηνή, που όμως δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα. Το ανάγλυφο παριστάνει τον Ερμή να οδηγεί πιθανότατα Νύμφες ή Χάριτες (στο ιερό τους είχε ίσως αφιερωθεί το έργο), που χορεύουν στους ήχους του αυλού του θεού. Αμφίβολη μένει η ερμηνεία του παιδιού, που μάλλον δεν είναι θνητός, αλλά κάποιος ήρωας, ή κάποια συγγενική θεότητα. Το ανάγλυφο παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της αρχαϊκής τέχνης (αρχές 5ου π.Χ. αιώνα).
ΑΝΑΘΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ
Αναθηματικό ανάγλυφο. 400 π.Χ. Ο Ασκληπιός κάθεται σε ομφαλό ανάμεσα στη σύζυγό του Ηπιόνη και έναν ιματιοφόρο άνδρα.
ΑΝΑΘΗΜΑΤΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΝΑΪΣΚΟΥ ΚΑΙ ΣΤΟΑΣ
Αναθηματικό ανάγλυφο με ξεχωριστή μορφή ναΐσκου και στοάς. Αριστερά η πρόσοψη ενός ψηλού πρόστυλου ναού τρισδιάστατα και προοπτικά αποδοσμένη. Μέσα στο ναό στέκεται ο Ασκληπιός με το ραβδί του, γύρω από το οποίο τυλίγεται ένα φίδι και δίπλα του η κόρη του Υγεία ακουμπά με το δεξί της χέρι τον ώμο του θεού. Μπροστά τους κάθεται η σύζυγος του Ασκληπιού Ηπιόνη, που κρατά στα γόνατά της κάποιο αντικείμενο, ίσως φιάλη, ενώ κάτω από το κάθισμα υπάρχει μια χήνα που σχετίζεται με τις θεραπευτικές ιδιότητες του θεού. Δεξιά, σε χαμηλότερο ανάγλυφο, στοά με λατρευτές που οδηγούν χοίρο για τη θυσία. Στην αριστερή πλευρά του ανάγλυφου, πίσω από τον ναό, παριστάνεται σε χαμηλό ανάγλυφο η Εκάτη με πόλο στο κεφάλι, κρατώντας δάδες ενώ στη δεξιά πλευρά της στοάς μια ερμαϊκή στήλη (Μέσα 4ου αιώνα π.Χ.).
ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ
ΑΓΑΛΜΑ ΓΕΡΟΥ ΣΕΙΛΗΝΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΔΙΟΝΥΣΟΟ γέρος Σειληνός με το τριχωτό του σώμα, παριστάνεται κατ’ ενώπιον, με ένα ιμάτιο που σκεπάζει το κάτω μέρος του σώματός του, γενειοφόρος, φαλακρός με ρυτίδες στο μέτωπο, ανασηκωμένα φρύδια και χοντρή μύτη, χαρακτηριστικά των εικονιστικών αγαλμάτων του Σωκράτη. Στον αριστερό του ώμο κάθεται ο μικρός Διόνυσος, ο οποίος κρατάει στο δεξί χέρι ένα θεατρικό προσωπείο.
ΜΑΡΜΑΡΙΝΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ
Είναι γνωστό από την αγγειογραφία ότι προσωπεία του Διονύσου από μάρμαρο ή από φθαρτά υλικά, ήταν στημένα επάνω σε ξύλινους ή λίθινους κίονες σε ιερά του θεού και γύρω από αυτά τελούνταν διάφορες τελετές. Η ειδική κατεργασία στο μέτωπο δείχνει ότι άλλοτε ήταν στημένο ψηλά (1ος αιώνας π.Χ.).
ΑΝΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΓΛΥΠΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΪΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ
Στο Μουσείο της Ακρόπολης εκτίθενται τα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, που είχαν προσφερθεί από τους πιστούς στα ιερά της Ακρόπολης. Πρόκειται για ελεύθερα αγάλματα και συμπλέγματα της αρχαϊκής εποχής, καθώς και για γλυπτά του αυστηρού ρυθμού, δηλαδή της τεχνοτροπίας που εμφανίσθηκε στις αρχές της κλασικής εποχής. Χαρακτηριστικά έργα αυτής της ενότητας είναι τα επιβλητικά αγάλματα ιππέων, η μοναδική σειρά από αρχαϊκές κόρες, οι ανδρικές μορφές, αγάλματα της θεάς Αθηνάς, λίθινα ανάγλυφα και πήλινα ειδώλια. Μερικά από τα σημαντικότερα εκθέματά του είναι:ΑΕΤΩΜΑ ΤΗΣ ΓΙΓΑΝΤΟΜΑΧΙΑΣ
Η μαρμάρινη σύνθεση με θέμα τη Γιγαντομαχία (δηλαδή τη μάχη των θεών του Ολύμπου εναντίον των Γιγάντων) κοσμούσε το ανατολικό αέτωμα του αρχαϊκού ναού της Αθηνάς Πολιάδος, τα θεμέλια του οποίου βρίσκονται στα νότια του Ερεχθείου. Ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά Πολιάδα και στέγαζε το λατρευτικό της ξόανο. Καταστράφηκε από τους Πέρσες στα 480 π.Χ. Τα γλυπτά είναι από παριανό μάρμαρο, λαξευμένα περίοπτα, καινοτομία στην οποία έφτασε η αρχιτεκτονική γλυπτική στα ύστερα αρχαϊκά χρόνια.
Από τη συνολική σύνθεση έχουν αποκατασταθεί από θραύσματα 4 συνολικά μορφές, με κυρίαρχη την Αθηνά. Εικονίζεται μεγαλοπρεπής κι επιβλητική, σε ευρύ διασκελισμό, κραδαίνοντας την αιγίδα και το δόρυ της, τη στιγμή που καταβάλλει το γίγαντα Εγκέλαδο (έχει σωθεί μόνο το άκρο αριστερό του πόδι). Πιο δεξιά, εικονίζεται ένας ακόμα γίγαντας ανάσκελα πεσμένος στο έδαφος, που παραδέχεται την ήττα του. Τις γωνίες του αετώματος κλείνουν δύο ακόμα γίγαντες σε πρηνή θέση, γονατισμένοι στο ένα τους πόδι, έτοιμοι να ορμήσουν στη μάχη. Τα γλυπτά του αετώματος της Γιγαντομαχίας αποτελούν μέρος του διακόσμου του αρχαϊκού ναού.
Παλαιότερα είχε υποστηριχθεί ότι ο ναός είχε μια πρωιμότερη πρώτη φάση, στην οποία ανήκουν τα πώρινα αρχιτεκτονικά γλυπτά που εκθέτονται στην Αίθουσα ΙΙ. Τα μαρμάρινα γλυπτά αποδίδονται, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, σε ανακαίνιση του αρχαίου ναού της Αθηνάς, από τους γιους του Πεισιστράτου (525 π.Χ.). Σήμερα επικρατέστερη είναι η άποψη ότι υπήρξε μόνο μία οικοδομική φάση στην τελευταία δεκαετία του 6ου αιώνα, δηλαδή στα χρόνια της εγκαθίδρυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα, οπότε τα γλυπτά σχετίζονται με αυτήν τη φάση (510-500 π.Χ.). Η σύνθεση είναι σημαντική για την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής γλυπτικής, καθώς οι μορφές είναι ολόγλυφες και όχι πλέον ανάγλυφες, όπως παλαιότερα. Το έργο αποδίδεται σε κάποιο Αθηναίο γλύπτη της αρχαϊκής εποχής, ίσως στον Ένδοιο ή τον Αντήνορα γνωστό από επιγραφές και φιλολογικές πηγές.ΔΥΤΙΚΟ ΑΕΤΩΜΑ (ΑΡΧΑΪΚΟΥ ΝΑΟΥ)
Το δυτικό αέτωμα κοσμούσε σύνθεση λεόντων που κατασπαράζουν ταύρο, αποσπασματικά διατηρημένη. Δύο ημίτομα άλογα προέρχονται από μετωπική παράσταση τεθρίππου, ίσως του Δία, που σύμφωνα με παλαιότερη άποψη, θα ήταν στο κέντρο του αετώματος της Γιγαντομαχίας, ενώ σύμφωνα με νεότερη, θα καταλάμβανε το κέντρο του δυτικού αετώματος. Οι μορφές εντυπωσιάζουν με τη δυναμική πλαστική τους και τις έντονες κινήσεις τους, καθώς και με τη δήλωση των λεπτομερειών που τονίζονταν άλλοτε με χρώματα, όπως η αιγίδα της Αθηνάς. Είναι έργα μεγάλου καλλιτέχνη που παραμένει άγνωστος. Από τους μελετητές έχουν προταθεί σημαντικοί γλύπτες της αρχαϊκής εποχής, από τους οποίους επικρατέστεροι είναι ο Αντήνωρ και ο Ένδοιος.
ΑΝΑΓΛΥΦΗ ΠΛΑΚΑ ΜΕ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΗΝΙΟΧΟΥ
Η μορφή εικονίζεται τη στιγμή που ανεβαίνει στο άρμα με το ένα πόδι στον δίφρο, κρατώντας τα χαλινάρια των αλόγων. Φορά χιτώνα και ιμάτιο ριγμένο στους ώμους και έχει τα μαλλιά δεμένα σε κρωβύλο. Δεν είναι βέβαιο αν αποδίδει άνδρα ή γυναίκα, γι’ αυτό έχει ερμηνευτεί ως Άρτεμις ή Απόλλωνας. Η πλάκα συνδέεται με εκείνη του Ερμή, με την οποία ίσως αποτελούσε συνεχή ζωφόρο. Τα γλυπτά αυτά, μαζί με άλλα θραύσματα, έχουν αποδοθεί στον διάκοσμο του Αρχαίου Ναού της Αθηνάς. Τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ.
ΑΕΤΩΜΑ ΤΗΣ «ΑΠΟΘΕΩΣΗΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ»
Πώρινη εναέτια σύνθεση που κοσμούσε κάποιο μικρό αρχαϊκό κτίριο ή, σύμφωνα με άλλη ερμηνεία συμπλήρωνε, το ένα από τα αετώματα του παλαιού Παρθενώνα, (του λεγόμενου «Εκατομπέδου»). Είναι έργο αττικού εργαστηρίου και έχει ως θέμα την «Αποθέωση του Ηρακλή», δηλαδή την υποδοχή του στον Όλυμπο μετά τον θάνατό του. Αριστερά εικονίζεται το ζεύγος των θεών, ο Δίας, που υποδέχεται τον ήρωα καθισμένος σε θρόνο και η Ήρα, η οποία αποδίδεται καθισμένη κατά μέτωπο, με τρόπο, δηλαδή, τολμηρό για την εποχή. Προς το μέρος τους βαδίζει γοργά ο Ηρακλής, που φοράει κοντό χιτώνα και τη χαρακτηριστική λεοντή και τον ακολουθάει η Ίριδα, (ή ο Ερμής) αγγελιοφόρος των θεών. Ανάμεσά τους υπήρχε κι άλλη μια θεϊκή μορφή, πιθανόν η Αθηνά, προστάτιδα του ήρωα, που τον οδηγούσε στον πατέρα της. Η σύνθεση επιστέφεται από ανάγλυφο και γραπτό κυμάτιο και τονίζεται με πλούσια χρώματα, ίχνη των οποίων σώζονται μέχρι και σήμερα. Αξιοσημείωτη είναι η έμφαση του καλλιτέχνη σε διακοσμητικές λεπτομέρειες, που αποδίδονται με ανάγλυφο ή εγχάραξη (570 π.Χ.).
ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΗΡΑΚΛΗ, ΤΡΙΤΩΝΑ, ΤΡΙΣΩΜΑΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΑ
Ανασύνθεση της γλυπτής σύνθεσης από πωρόλιθο που κοσμούσε το ένα από τα αετώματα του παλαιότατου Παρθενώνα, του λεγόμενου Εκατόμπεδου. Την αριστερή κερκίδα καταλαμβάνει ένα σύμπλεγμα που εικονίζει τον Ηρακλή σε πάλη με τον θαλάσσιο Τρίτωνα (Νηρέας ή Άλιος Γέρων), μυθικό ον με ανθρώπινα χαρακτηριστικά ως τη μέση και ουρά ψαριού. Το κέντρο του αετώματος καταλαμβάνει η σύνθεση δυο λιονταριών που κατασπαράζουν ένα ταύρο ξαπλωμένο στο έδαφος. Τη δεξιά κερκίδα του αετώματος κατέχει ο Τρισώματος δαίμων, μυθικό ον που αποτελείται από τρεις συμφυείς μορφές γενειοφόρων ανδρών ως τη μέση. Κάτω από τη μέση έχουν τη μορφή πελώριων φιδιών τυλιγμένων μεταξύ τους. Οι δύο πρώτοι στρέφονται προς το κέντρο και ο τρίτος προς το θεατή. Οι τρεις γενειοφόρες φτερωτές μορφές του δαίμονα ερμηνεύονται ως σύμβολα των στοιχείων της φύσης (πουλί, σύμβολο του αέρα, νερό και φωτιά), με τα οποία παλεύει ο ατρόμητος Ηρακλής. Γονατίζοντας στο δεξί του πόδι, έχει καταφέρει να ακινητοποιήσει το κυματιστό σώμα του Τρισώματου. Τα γλυπτά του αετώματος είναι λαξευμένα σε πειραϊκό ακτίτη λίθο και η σύνθεση ζωντανεύει με εγχάρακτες και ανάγλυφες λεπτομέρειες και πολύχρωμη ζωγραφική διακόσμηση (570 π.Χ.). Οι ερμηνείες που έχουν προταθεί για τον Τρισώματο διίστανται. Μια από τις ερμηνείες που έχουν προταθεί για το αινιγματικό αυτό πλάσμα είναι ότι πρόκειται για τον Τυφώνα, που υπήρξε αντίπαλος του Διός, αλλά σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη εικονίζεται ο Νηρέας, θαλάσσιος δαίμονας που μπορούσε να αλλάζει μορφή. Το αέτωμα ήταν έργο αττικού εργαστηρίου και σίγουρα δημιούργημα κάποιου μεγάλου γλύπτη, που χειριζόταν με άνεση τους πλαστικούς όγκους των μορφών.
ΑΕΤΩΜΑ ΤΗΣ «ΥΔΡΑΣ»
Εντυπωσιακό πώρινο έργο αττικού εργαστηρίου, των αρχών του 6ου αιώνα π.Χ. Το αέτωμα, που κοσμούσε κάποιο μικρό αρχαϊκό κτίριο της Ακρόπολης, σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση και έχει ως θέμα την πάλη του Ηρακλή με τη Λερναία Ύδρα. Ο Ηρακλής εικονίζεται να παλεύει με ρόπαλο στο δεξί του χέρι, ενώ στη δεξιά πλευρά απλώνεται το συσπειρωμένο σώμα του τέρατος, από όπου φυτρώνουν 9 πλοκάμια με υψωμένα κεφάλια. Στην αριστερή πλευρά περιμένει ο Ιόλαος, που κρατάει τα ηνία των αλόγων έχοντας το ένα πόδι πάνω στο άρμα, ενώ τη γωνία της παράστασης γεμίζει ένας θαλάσσιος κάβουρας, σύμμαχος της Ύδρας. Το ανάγλυφο γινόταν ακόμη πιο εντυπωσιακό με πλούσια ζωγραφική διακόσμηση, που διατηρείται σε αρκετά σημεία, ενώ πολλές από τις λεπτομέρειες των μορφών αποδίδονται με εγχάραξη. Το μυθολογικό θέμα της πάλης του Ηρακλή με τη Λερναία Ύδρα ήταν γνωστό από τη μικροτεχνία άλλων περιοχών ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ., αλλά στην Αττική εμφανίζεται για πρώτη φορά με αυτή ακριβώς τη μνημειακή εναέτια παράσταση (580-570 π.Χ.).
Η σκηνή ερμηνεύεται ως ο φόνος του Τρωίλου, γιού του Πριάμου, από τον Αχιλλέα ή ως τελετουργική πομπή στο ιερό της θεάς Αθηνάς (560-550 π.Χ., πωρόλιθος).
ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ ΣΚΥΛΟΣ
Ένα από τα δύο σκυλιά (το άλλο σώζεται αποσπασματικά) που εικάζεται ότι φύλαγαν την είσοδο του ιερού της Αρτέμιδος Βραυρωνίας στη νοτιοδυτική πλευρά της Ακρόπολης. Από τις πιο εντυπωσιακές παραστάσεις ζώων, λιπόσαρκο, με λυγισμένα τα σκέλη και τεντωμένο το κεφάλι, φαίνεται έτοιμο να ορμήσει μπροστά. Πιθανότατα ήταν στημένος μαζί με ένα όμοιό του που σώζεται αποσπασματικά, στην είσοδο του ιερού της Βραυρωνίας Αρτέμιδος στη νοτιοδυτική πλευρά της Ακρόπολης. Αξιοπρόσεκτη είναι η απόδοση της ανατομίας του ζώου και η εξαιρετική λείανση της επιφάνειας (Γύρω στο 520 π.Χ.).
ΓΛΥΠΤΑ ΝΗΣΙΩΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ
Η «ΧΙΩΤΙΣΣΑ»Μικρή κόρη με ιωνικό χιτώνα, που ανασηκώνει χαριτωμένα με το αριστερό της χέρι, και κοντό λοξό ιμάτιο, στερεωμένο στον δεξιό ώμο. Αξιοπρόσεκτες είναι οι λεπτομέρειες και η πολύχρωμη διακόσμηση των ενδυμάτων. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου αποδίδονται με τρυφερότητα. Η κόμμωση είναι περίτεχνη και στολίζεται με «στεφάνη» (χαμηλό διάδημα) με ένθετα μεταλλικά κοσμήματα. Η κόρη αντανακλά τη χάρη και τη ζωντάνια της ιωνικής τέχνης. Παλαιότερα είχε συσχετισθεί με βάση που έφερε υπογραφή καλλιτέχνη από τη Χίο, γι’ αυτό ονομάσθηκε «Χιώτισσα» (510 π.Χ.).
ΓΛΥΠΤΑ ΑΤΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ
ΜΟΣΧΟΦΟΡΟΣΑπό τα σημαντικότερα και παλαιότερα περίοπτα αρχαϊκά γλυπτά αναθήματα του Παρθενώνα. Η πρώιμη αττική τεχνοτροπία του μοσχοφόρου και η πρώιμη ιωνική επιρροή δείχνουν ότι το έργο είναι του 6ου π.Χ. αιώνα. Είναι κατασκευασμένο από γκρίζο μάρμαρο του Υμηττού, ενώ η βάση είναι από πέτρα ασβεστόλιθο. Το σώμα βρέθηκε το 1864 και η βάση το 1887 στις ανασκαφές της Ακρόπολης. Βρέθηκαν ακόμα πολλά άλλα μικρότερα κομμάτια, και το άγαλμα συμπληρώθηκε αρκετά, χωρίς όμως να είναι τελικά ολοκληρωμένο. Παρ’ όλα τα τραύματα και θραύσματα που υπέστη, το γλυπτό είναι ένα έργο αριστουργηματικό και ίσως το καλύτερο του είδους του. Έχει ύψος 1,65 μέτρα και παρουσιάζει ένα γεροδεμένο γενειοφόρο νεανία σε μετωπική στάση, που βηματίζει φέροντας στους ώμους του ένα μοσχαράκι ζωντανό για να το προσφέρει ως θυσία στην Αθηνά. Με τα χέρια του λυγισμένα μπροστά στο στήθος κρατάει με το δεξί χέρι τα μπροστινά, με το αριστερό τα πίσω πόδια του ζώου, έτσι ώστε να δημιουργείται μια αρμονική και τρυφερή σύνθεση. Το άγαλμα είναι μικρότερο του φυσικού, δίνει όμως την αίσθηση ενός ψηλού, λεπτού μα και γεροδεμένου νεαρού. Φοράει μια κοντή ριχτή χλαμύδα που φτάνει ως τη μέση των μηρών του, καλύπτει ώμους και μπράτσα, ενώ μπροστά αφήνει το στήθος ακάλυπτο. Η κόμη είναι δεμένη ψηλά στο κεφάλι με ταινία, και οι μακριές μπούκλες πέφτουν μπροστά στον μακρύ και ωραίο λαιμό. Το μέτωπο είναι επίπεδο και κάθετο, το πρόσωπο χαρωπό και φωτεινό. Η έκφραση του προσώπου αρχικά τονιζόταν με τις ένθετες, από άλλο υλικό, κόρες των ματιών. Το μοσχαράκι είναι ήρεμο, αρτιμελές και ζωηρό. Μέρος από το δεξιό του πόδι έχει σωθεί επάνω στην πλίνθο του αγάλματος, που είναι τοποθετημένη σε ορθογώνια ενεπίγραφη βάση και στερεωμένη με την τεχνική της μολυβδοχόησης (λιωμένου μολύβδου). Η επιγραφή είναι σκαλισμένη από δεξιά προς τα αριστερά και ονομάζει τον αναθέτη: «(Ρ)ΟΜΒΟΣ ΑΝΕΘΕΚΕΝ ΠΑΛΟΥ ΥΙΟΣ». Το άγαλμα είναι έργο του πρώιμου αττικού εργαστηρίου (570 π.Χ.). Πολλά έχουν ειπωθεί για να το ερμηνεύσουν, και ονόματα πολλά του έχουν δώσει ως τώρα. Το έχουν πει «Απόλλων νόμιος», «Ερμής δαμαληφόρος» και «Θησεύς». Είπαν ότι είναι ανάθημα αποικίας, σήμα θυσίας και αρχαΐζον μίμημα. Ο Ρόμβος, που πρόσφερε το άγαλμα, θα ήταν ευγενής κάτοικος της Αττικής και εύπορος, που θα μπορούσε να πληρώσει τον αριστουργηματικό τεχνίτη που το κατασκεύασε. Προφανώς θυσίασε κι ένα μοσχάρι, ίσως στην Αθηνά, που την εποχή εκείνη στο λόφο της Ακρόπολης υπήρχε ο πρώτος ναός της Αθηνάς, ο λεγόμενος αρχαίος Παρθενώνας, που καταστράφηκε μαζί με όλα τα αναθήματα το έτος 480 π.Χ.
ΟΙ ΑΡΧΑΪΚΕΣ ΚΟΡΕΣ
Αγάλματα νέων γυναικών, που είχαν προσφερθεί στην Αθηνά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Καμία Κόρη δεν ήταν όμοια με μία άλλη. Ο διαφορετικός τρόπος παρουσίασης της κόμης τους και της πτύχωσης των χιτώνων τους, δίνουν στον επισκέπτη την ευκαιρία να θαυμάσει την εξέλιξη της γλυπτικής στην αρχαία Ελλάδα.
ΓΛΥΠΤΑ ΜΕΣΗΣ ΑΡΧΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
ΠΕΠΛΟΦΟΡΟΣ ΚΟΡΗΜία από τις ωραιότερες αρχαϊκές κόρες που είχαν αφιερωθεί στην Ακρόπολη και είναι κατασκευασμένη από παριανό μάρμαρο. Φέρει ίχνη της αρχικής διακόσμησης της που ήταν έγχρωμη. Το άγαλμα βρέθηκε τεμαχισμένο σε τρία κομμάτια. Έχει μέγεθος λίγο μικρότερο του φυσικού και οι αναλογίες της είναι αρμονικές. Η στάση του σώματος ακολουθεί το αρχαίο ιδανικό. Παριστάνεται όρθια από μπροστά, και τα πόδια της είναι σε προσοχή. Ο δεξιός της βραχίονας είναι τεντωμένος πλάι στο σώμα, με το χέρι σφιγμένο σε γροθιά που ακουμπάει τον μηρό. Το αριστερό, που δυστυχώς έχει χαθεί, ήταν δουλεμένο από ξεχωριστό κομμάτι μαρμάρου κι ένθετο στον αγκώνα, απλωμένο μπροστά κρατώντας κάποιο αντικείμενο. Το κεφάλι και το πρόσωπο διακρίνονται από λεπτά χαρακτηριστικά και για τη φυσική τους έκφραση. Το πρόσωπό της ζωντανεύει με το έντονο κόκκινο χρώμα στα μάτια, το στόμα και τα ωραία κυματιστά μαλλιά της που είναι δεμένα με ταινία στο πίσω μέρος και στολισμένα με χάλκινο διάδημα, στερεωμένο σε οπές. Η ενδυμασία της κόρης είναι ένα ιωνικό λινό πλισέ υποϊμάτιο κάτω από έναν δωρικό μάλλινο πέπλο. Φοράει μακρύ χιτώνα με λεπτές πτυχές στο κάτω μέρος και από πάνω ένα απτύχωτο ένδυμα («πέπλος») που στερεώνεται με μεταλλικές πόρπες στους ώμους, ενώ διακρίνονται τα ίχνη από μεταλλικά κοσμήματα. Η μέση της κόρης σφίγγεται από ζώνη που κουμπώνει μπροστά με τα άκρα της να κρέμονται. Στην αρχαϊκή εποχή το άγαλμα είχε χρωματισμένα τα μαλλιά, τις κόρες των ματιών και τα χείλη της. Όσο κι αν έχουν ξεθωριάσει τα χρώματα, η κόρη δεν έχασε την ομορφιά της. Το χρώμα των μαλλιών πρέπει να ήταν κόκκινο, τουλάχιστον αυτό συμπεραίνουμε από τα λίγα υπολείμματα χρωστικής ουσίας που υπάρχουν. Άλλες χρωστικές που ανακαλύπτουμε στην επιφάνεια του μαρμάρου είναι το κόκκινο στα μάτια, το κόκκινο και το πράσινο στην φορεσιά, ενώ μεγάλα τμήματα της φορεσιάς, καθώς και η επιδερμίδα της κόρης είχαν το φυσικό χρώμα του μαρμάρου. Η τεχνική είναι καθαρά ιονική. Η διαμόρφωση των ιματίων είναι πολύ λιτή, αν και την εποχή της κατασκευής του αγάλματος αυτού η δεξιοτεχνία των γλυπτών ήταν τόσο εξελιγμένη, που κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν προσθέσει περισσότερες διπλώσεις. Ο δημιουργός του όμως προτίμησε την λιτότητα για να διατηρήσει την αρχαιότερη παράδοση και να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στις λεπτομέρειες του προσώπου. Σύμφωνα με την ανασύσταση των χρωμάτων στα ενδύματα και των αντικειμένων που κρατούσε, η μορφή έχει ερμηνευθεί ως Άρτεμη που κρατούσε βέλη στο δεξί της χέρι και τόξο στο αριστερό. Βρέθηκε το 1886 στο Ερέχθειο της Ακρόπολης, που καταστράφηκε το 480 π.Χ. από τους Πέρσες, ενώ αντίγραφό της εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Βασιλείας. Είναι έργο κάποιου σπουδαίου Αθηναίου καλλιτέχνη, πιθανόν του ίδιου που φιλοτέχνησε τον ιππέα Rampin και ορισμένα άλλα αρχαϊκά γλυπτά που βρέθηκαν στην Ακρόπολη (530 π.Χ.).
ΑΝΑΘΗΜΑΤΑ ΙΠΠΕΩΝ
ΤΕΣΣΕΡΑ ΑΛΟΓΑ ΤΕΘΡΙΠΠΟΥΤέσσερα ημίτομα αλόγων τεθρίππου (άρμα συρόμενο από τέσσερα άλογα) από μάρμαρο Υμηττού, τα οποία προέρχονται από ένα αναθηματικό ή αρχιτεκτονικό ανάγλυφο. Ο ηνίοχος και ο δίφρος του άρματος αρχικά θα παριστάνονταν μετωπικά, ανάγλυφα ή ζωγραφιστά, στο φόντο που έχει χαθεί. (Στον ηνίοχο έχει αποδοθεί το τμήμα κεφαλής αρ. 637). Τα άλογα, με τις χαίτες τους διακοσμημένες με πράσινο χρώμα, σχηματίζουν συμμετρική σύνθεση: τα μεσαία είναι αντικριστά ενώ τα ακραία κλίνουν τα κεφάλια προς τα έξω. Γύρω στα 570 π.Χ.
ΠΕΡΣΗΣ IΠΠΕΑΣ
Ο λεγόμενος «Πέρσης› ή «Σκύθης› ιππέας είναι από τα σημαντικότερα αγάλματα ιππέων που είχαν προσφερθεί στο ιερό της Αθηνάς κατά την αρχαϊκή εποχή. Την ονομασία του οφείλει στο ανατολικής προέλευσης ένδυμα που φορεί, κοντό χιτώνα ως την αρχή των μηρών, που είναι διακοσμημένος με χρωματιστά ανθέμια και περισκελίδες με διακόσμηση ρόμβων. Το άγαλμα ήταν κατασκευασμένο από ένα ενιαίο κομμάτι λίθου στο οποίο έχει προστεθεί το φτιαχτό σκέλος του ιππέα. Δεν σώζεται ολόκληρο, αλλά έχει συγκολληθεί από πολλά θραύσματα και έχει συμπληρωθεί με γύψο. Στη σημερινή, πιο ολοκληρωμένη, μορφή του αποκαταστάθηκε μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Από τον ιππέα διατηρούνται το κάτω μέρος του σώματος και τα πόδια με τα κλειστά υποδήματα. Είναι καθισμένος πολύ μπροστά, σχεδόν στο λαιμό του ζώου. Είναι έργο άγνωστου γλύπτη, αλλά σίγουρα αττικού εργαστηρίου, όπως και όλοι σχεδόν οι αρχαϊκοί ιππείς της Ακρόπολης.
ΙΠΠΕΑΣ RAMPIN
Ένα από τα σωζόμενα ελληνικά περίοπτα έφιππα αγάλματα της αρχαϊκής εποχής είναι ο επονομαζόμενος «Ιππέας Rampin», που βρέθηκε σε μια πλαγιά της Ακρόπολης των Αθηνών. Έχει φιλοτεχνηθεί από μάρμαρο και απεικονίζει κούρο ιππέα πάνω στο άλογό του. Είναι ο μεγαλύτερος και πιο φημισμένος από τους αρχαϊκούς ιππείς, που αφιερώθηκε στον Παρθενώνα γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Το κεφάλι του ιππέα είναι γύψινο εκμαγείο, ενώ το πρωτότυπο κεφάλι, (που συνταιριάστηκε με το κορμό από τον Άγγλο αρχαιολόγο H. Payne), φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου και προέρχεται από τη συλλογή του G. Rampin. Απλές και σφικτές φόρμες συνθέτουν τη διάπλαση του κορμού του νέου οι ανατομικές λεπτομέρειες, του οποίου δηλώνονται αρκετά σχηματικά. Μεγαλύτερο βάρος δόθηκε από το γλύπτη στην απόδοση της κεφαλής, με τη λεπτόλογη επεξεργασία της κόμμωσης και του γενιού. Το στεφάνι που φορεί ο ιππέας, από φύλλα δρυός ή αγριοσέληνου, υποδηλώνει νικητή σε αγώνες. Το σύμπλεγμα αποδίδεται σε κάποιο σημαντικό, αλλά άγνωστο γλύπτη, που συμβατικά ονομάστηκε «Καλλιτέχνης του Ιππέα Rampin». Ο ίδιος φαίνεται ότι είχε κατασκευάσει και ορισμένα άλλα αφιερώματα στην Ακρόπολη, όπως η περίφημη «Πεπλοφόρος» κόρη, ο σκύλος (Ακρ.143) και η λεοντοκεφαλή-υδρορροή (Ακρ.69) του Αρχαίου Ναού (550 π.Χ.).
ΜΝΗΜΕΙΑΚΑ ΑΤΤΙΚΑ ΕΡΓΑ
ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΑΝΤΗΝΟΡΟΣΤο μαρμάρινο αυτό άγαλμα διακρίνεται για το μνημειακό του μέγεθος (ύψους 2 μ. περίπου), την εκφραστικότητα του και την αυστηρότητα της έκφρασης του προσώπου. Είναι μια από τις σημαντικότερες κόρες, τοποθετημένη σε ορθογώνια ενεπίγραφη βάση με επίκρανο. Η επιγραφή αναφέρει ότι το άγαλμα αφιέρωσε στην Αθηνά ο Νέαρχος (ίσως ο αγγειοπλάστης), ως «απαρχή» (προσφορά από τα πρώτα κέρδη του), το οποίο φιλοτέχνησε ο γλύπτης Αντήνωρ, γιος του Ευμάρους. Τα μάτια της κόρης, ένθετα από ορεία κρύσταλλο, ζωντάνευαν την έκφραση του προσώπου της. Φοράει την ιωνική ενδυμασία, χιτώνα με λεπτές κυματιστές πτυχές, καταστόλιστο με ζωγραφικά μοτίβα, που ανασηκώνει με το αριστερό της χέρι και από πάνω, ιμάτιο με κυλινδρικές πτυχές, βαθιά σκαλισμένες, που τονίζουν τον κάθετο άξονά της. Χαρακτηριστικό δείγμα της αττικής τεχνοτροπίας στη γλυπτική των αρχαϊκών χρόνων (530-510 π.Χ.).
«Η ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΙΟΥ»
Άγαλμα της Αθηνάς που βρέθηκε το 1821 στη Β. πλαγιά της Ακρόπολης. Η θεά είναι καθιστή σε θρόνο χωρίς ερεισίνωτο, με εγκοπές για πρόσθετα στηρίγματα των χεριών, και πατάει σε πλίνθο. Φορεί πολύπτυχο χιτώνα και αιγίδα με χάλκινα φίδια, άλλοτε ένθετα σε οπές, και μεγάλο γοργόνειο στο κέντρο. Παρά τη φθορά της επιφάνειας, η μορφή έχει αίσθηση ζωντάνιας, ασυνήθιστη στα καθιστά αγάλματα της αρχαϊκής εποχής. Από τη θέση εύρεσης και την έντονη διάβρωση της επιφάνειας που δείχνει μακρά έκθεση στο ύπαιθρο, ταυτίζεται με το άγαλμα που είχε δει κοντά στο Ερέχθειο ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα μ.Χ., με την υπογραφή του γλύπτη Ενδοίου και του αναθέτη Καλλία. Το έργο χρονολογείται στα 530-525 π.Χ.
ΚΟΡΕΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΑΡΧΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
ΝΙΚΗ ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥΟ Καλλίμαχος ήταν ένας πολέμαρχος της μάχης του Μαραθώνα, που μαζί με τους δέκα στρατηγούς των Αθηναίων αποφάσισαν τη σύγκρουση της Αθήνας με την αυτοκρατορία των Περσών το 490 π.Χ. Το όνομά του έμεινε στην ιστορία, γιατί η δική του ψήφος, η ενδεκάτη, έκρινε το αδιέξοδο, όταν ισοψήφησαν οι στρατηγοί, υποστηρίζοντας οι πέντε ότι είναι μάταιο να συγκρουστεί η Αθήνα με τους παντοδύναμους Πέρσες και οι άλλοι πέντε συμφωνώντας με τη γνώμη του Μιλτιάδη να αγωνιστούν στον Μαραθώνα. Ο Καλλίμαχος έπεσε γενναία στη μάχη για την ελευθερία της πατρίδας (διοικούσε τη δεξιά πτέρυγα) και οι Αθηναίοι τον απεικόνισαν μαζί με τον Μιλτιάδη ως πρωταγωνιστή στην περίφημη ζωγραφική παράσταση της μάχης, στην Ποικίλη Στοά.
ΠΡΩΙΜΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
ΕΦΗΒΟΣ ΤΟΥ ΚΡΙΤΙΑ
Το άγαλμα του γυμνού εφήβου είναι από τα ωραιότερα και τελειότερα δείγματα της πρώιμης γλυπτικής τέχνης. Βρέθηκε το 1865, ΝΑ του Παρθενώνα, στην Ακρόπολη των Αθηνών, στη διάρκεια αρχαιολογικών ανασκαφών. Το σώμα βρέθηκε στην Περσική τάφρο, όπου ήταν θαμμένος και ο μοσχοφόρος. Αποκαταστάθηκε στην σημερινή του μορφή το 1888, όταν βρέθηκε το σωστό κεφάλι μεταξύ μουσείου και νοτίου τείχους της Ακρόπολης και προσαρμόστηκε στον κορμό από τον καθηγητή Φουρτβένγκλερ. Φιλοξενείται στο Μουσείο της Ακρόπολης, ενώ αντίγραφό του εκτίθεται και στο αρχαιολογικό μουσείο της Βασιλείας. Πρόκειται για ανδριάντα από παριανό μάρμαρο ύψους 117 εκατοστών. Παριστάνει ξανθό έφηβο, αν κρίνουμε από τα χρωστικά υπολείμματα στην κόμη. Εικονίζεται σε μετωπική στάση και έχει επιμελημένη κόμμωση, με σγουρά μαλλιά τυλιγμένα γύρω από στεφάνι στο μέτωπο και πλεγμένα σε δύο διασταυρούμενες πλεξίδες στον αυχένα. Λείπουν οι ένθετοι βολβοί των ματιών, τα χέρια από τους αγκώνες, το δεξί πόδι από το γόνατο και το αριστερό πόδι λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο. Φέρει φθορές στη μύτη, το πηγούνι, μάγουλα και λαιμό. Το σώμα στηρίζεται στο αριστερό πόδι, ενώ το δεξί κάνει ένα βήμα μπροστά, λυγίζοντας στο γόνατο. Τα χέρια ήταν κάθετα και ενωμένα με τους μηρούς. Το κεφάλι έχει μια μικρή κλίση προς το δεξί ώμο. Στο σώμα και τα μαλλιά διατηρούνται ίχνη ζωγραφικής. Στο άγαλμα για πρώτη φορά διαφοροποιείται η λειτουργία των σκελών, από τα οποία το ένα είναι άνετο και το άλλο στηρίζει το σώμα. Από τη στάση αυτή (χιασμός) ξεκινά μια εσωτερική κίνηση, που διατρέχει όλο το σώμα ως το κεφάλι και προετοιμάζει τη μετάβαση στις αθλητικές μορφές της κλασικής εποχής. Το βάρος δεν πέφτει και στα δύο πόδια, φέρνοντας αλλαγή στην αρχαϊκή στάση του κούρου. Διαφέρει από την αρχαϊκή τέχνη επειδή δεν παρουσιάζει το αρχαϊκό μειδίαμα, αλλά και ως προς τον βηματισμό, επειδή βαδίζει με το δεξί πόδι μπροστά. Επίσης η ανατομία του βαδίσματος είναι πιο φυσιολογική. Πρόκειται για μεταβατικό έργο μεταξύ όψιμης αρχαϊκής και πρώιμης κλασικής τέχνης, λίγο πριν του 480 π.Χ. Το έργο είναι ανάθημα στην Ακρόπολη προς τιμή νεαρού νικητή των Παναθηναίων. Οφείλει την ονομασία του στο γεγονός ότι έχει συνδεθεί με το έργο του Κριτία και του Νησιώτη, δημιουργών του συμπλέγματος των Τυραννοκτόνων, Αρμόδιου και Αριστογείτονα, γνωστού από ρωμαϊκά αντίγραφα. Αν και το όνομα του Κριτία αναφέρεται και έχει επικρατήσει, το έργο τούτο είναι μεταγενέστερο. Πιστεύεται ότι κατασκευάστηκε λίγο πριν από την καταστροφή της Ακρόπολης από τους Πέρσες (λίγο μετά το 480 π.Χ.).
ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΕΥΘΥΔΙΚΟΥ
Μια από τις τελευταίες αρχαϊκές κόρες της Ακρόπολης. Έχει δύο τμήματα που δεν ενώνονται μεταξύ τους. Ο αριστερός της πήχης ήταν ένθετος από χωριστά δουλεμένο κομμάτι μαρμάρου. Η νεαρή γυναίκα φορεί ιωνικό χιτώνα και λοξό ιμάτιο, στερεωμένο στο δεξιό της ώμο, που σχηματίζει απλές και αυστηρές πτυχές. Αντίθετα με άλλες κόρες, δεν φορούσε κανένα κόσμημα, παρά μόνο μια απλή ταινία στα μακριά της μαλλιά. Με το αριστερό της χέρι ανασήκωνε το ένδυμά της, ενώ με το αριστερό θα κρατούσε κάποια προσφορά στη θεά. Έχει σοβαρή έκφραση, χωρίς το αρχαϊκό χαμόγελο, με τις άκρες των χειλιών στραμμένες προς τα κάτω. Από τη βάση της έχει σωθεί το ενεπίγραφο κυκλικό κιονόκρανο, μέσα στο οποίο είναι στερεωμένη η πλίνθος του αγάλματος, με την τεχνική της μολυβδοχόησης. Σύμφωνα με την επιγραφή, η κόρη αφιερώθηκε στην Αθηνά από τον Ευθύδικο, γιο του Θαλιάρχου. Έργο αττικού εργαστηρίου, χαρακτηριστικό του «αυστηρού ρυθμού» (480-470 π.Χ.).
ΞΑΝΘΟΣ ΕΦΗΒΟΣ
Το μαρμάρινο κεφάλι εφήβου, τμήμα αρχαίου αττικού αγάλματος, είναι ανάθημα στο ιερό της Αθηνάς στην Ακρόπολη. Βρέθηκε τον Σεπτέμβριο του 1887, στην Περσική τάφρο κατά τις ανασκαφές της Ακρόπολης, ΒΑ του μουσείου. Πήρε το όνομά του επειδή κατά την αποκάλυψη του υπήρχαν εμφανή υπολείμματα χρώματος, ξανθοκίτρινου στα μαλλιά και κόκκινου στα χείλη, τα οποία έχουν πια ξεθωριάσει. Είναι κατασκευασμένο από παριανό μάρμαρο και έχει φυσικό μέγεθος, ύψους 24,5 εκ. Παρουσιάζει το κεφάλι ενός εφήβου μέχρι το μέσο του λαιμού σε καλή κατάσταση. Το κεφάλι κλίνει λίγο προς τα εμπρός και ελαφρά στο πλάι προς τον δεξιό ώμο. Η κόμμωσή του είναι πλούσια και χτενισμένη με επιμέλεια. Τα ελαφρώς κατσαρά μαλλιά πέφτουν κυματίζοντας στο μέτωπο. Σκεπάζουν το κούτελο και καταλήγουν πίσω από τα αυτιά όπου είναι δεμένα σε δυο μεγάλες πλεξούδες που είναι τυλιγμένες γύρω από το κεφάλι και δεμένες μπροστά. Στην κορυφή της κεφαλής υπάρχει μια οπή διαμέτρου 12 χιλιοστών και βάθους 31 χιλιοστών. Τα μάτια είναι μεγάλα και περιβάλλονται από παχιά βλέφαρα. Οι βολβοί των οφθαλμών είναι μικρότεροι του κανονικού. Τα αυτιά, μάγουλα και η μύτη είναι κομψά. Η όλη έκφραση του προσώπου είναι μελαγχολική χωρίς το χαρακτηριστικό αττικό μειδίαμα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου με τη σοβαρή, σχεδόν βαρύθυμη έκφραση, μαρτυρούν τη νέα αντίληψη στη γλυπτική την εποχή μετά την περσική καταστροφή του 480 π.Χ., όταν εμφανίζεται η πρώιμη κλασική τέχνη. Δεν είναι γνωστό ποιόν απεικονίζει το άγαλμα αυτό. Είναι όμως ένα από τα ομορφότερα ευρήματα της Ακροπόλεως και συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα για την ιστορία της αττικής τέχνης. Με το κεφάλι έχει συσχετισθεί το κάτω μέρος του κορμού ενός γυμνού νέου, πιθανόν αθλητή (Ακρ. 6478). Αισθητή είναι η διαφορετική λειτουργία των σκελών (χιασμός), όπως και στο «παιδί του Κριτία». Τα χαρακτηριστικά της κόμης τα συναντάμε επίσης στο άγαλμα του Απόλλωνα του Ομφαλού, στην κόρη του Ευθυδίκου και σε απεικονίσεις σε αγγεία του Ευφρόνιου. Επίσης και σε ένα άλλο έκθεμα του μουσείου με αύξοντα αριθμό 308. Ο καλλιτεχνικός τύπος είναι νέος, έχει επιρροές της Πελοποννησιακής σχολής και είναι ακριβώς αντίθετος του γνωστού αρχαϊκού τύπου. Η χρονολόγηση του έργου προσεγγίζει το 490-480 π.Χ. Είναι ένα από τα νεώτερα ευρήματα της Περσικής τάφρου, και χρονολογείται λίγο πριν την εισβολή των Περσών και την καταστροφή της πόλης.
ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ «ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΗΣ» ΑΘΗΝΑΣ
Το ανάγλυφο της σκεπτόμενης Αθηνάς ή Αθηνά προ στήλης (προγενέστερος τίτλος) είναι αρχαίο αττικό ανάγλυφο, και ένα από τα πιο γνωστά έργα, που είχαν ανατεθεί στην Ακρόπολη. Το ανάγλυφο βρέθηκε το 1888 στον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης νότια του Παρθενώνα, μεταξύ του κρηπιδώματος του ναού και του νοτίου τείχους της Ακρόπολης. Το σημείο αυτό ήταν ίσως το εργαστήριο κατασκευής γλυπτών κατά την επί Περικλέους οικοδόμηση του Παρθενώνα. Η λίθινη στήλη ήταν καλυμμένη με γαλάζιο χρώμα, επάνω στο οποίο προβαλλόταν η μορφή της θεάς. Χαμηλά προεξέχει μια λεπτή ταινία που παριστάνει το έδαφος, στο οποίο επάνω στέκει η θεά Αθηνά. Το έδαφος του ανάγλυφου ήταν χρωματισμένο με γαλάζια μπογιά όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα. Το ίδιο χρώμα έφερε και η τετραγωνική επιμήκης στήλη που στέκει όρθια στο δεξί μέρος του ανάγλυφου. Η στήλη ήταν διακοσμημένη με μια ταινία εν είδη επικράνου. Η Αθηνά παριστάνεται όρθια, με αττικό πέπλο χωρίς μανίκια, με ζωσμένο απόπτυγμα, και ανασηκωμένο κορινθιακό κράνος, χωρίς σανδάλια, με το δεξί πόδι σταθερό και το αριστερό χαλαρό, προς τα πίσω. Στέκει μπροστά στην στήλη, Στρέφεται προς τα δεξιά, ελαφρά κλίνοντας μπροστά, έχοντας το δεξί χέρι στην μέση, ενώ με το αριστερό χέρι στηρίζει το δόρυ. Με το κεφάλι, ελαφρά γερμένο προς τα κάτω, ατενίζει συλλογισμένη μια ορθογώνια στήλη που βρίσκεται μπροστά της, το ορόσημο του ναού της ή μια επιτύμβια στήλη ή ένα κατάλογο λογαριασμών του ιερού της, σύμφωνα με τις υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί. Η έκφραση της Αθηνάς εμπνέει μελαγχολία ή λύπη. Πιθανόν επειδή η στήλη να δηλώνει επιτύμβιο μνημείο των πεσόντων στρατιωτών των μηδικών πολέμων προς υπεράσπιση της πατρίδας. Η στάση της θεάς και η απόδοση του ενδύματός της είναι τυπικά γνωρίσματα του αυστηρού ρυθμού. Χαρακτηριστικά της εποχής είναι ακόμη, η έντονη εσωτερικότητα της μορφής, και η προσπάθεια του καλλιτέχνη να αποδώσει τα συναισθήματα. Η διάσταση της Αθηνάς, το περίγραμμα των μορφών, και η διάπλαση των μελών του σώματος είναι κάλλιστα γνωρίσματα της τελειοποιημένης τέχνης. Οι πτυχές του χιτώνα δείχνουν ότι ο καλλιτέχνης δεν είναι απαλλαγμένος από την επίδραση της αρχαϊκής τέχνης. Το ανάγλυφο έχει ύψος 54 εκ., πλάτος 32-31,5 εκ, πάχος 0,5 εκ. και θεωρείται έργο αττικού εργαστηρίου των πρώιμων κλασικών χρόνων. Το ανάγλυφο κατατάσσεται στου τελευταίους χρόνους του πρώτου ήμισυ του 5ου π.Χ. αιώνα.
Η «ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΛΥΩΝ»
Κρατά μπροστά στο στήθος της ένα περιστέρι, ενώ το αριστερό χέρι, σπασμένο σήμερα, ακουμπούσε στο μηρό. Τα δυνατά μπράτσα και οι φαρδείς ώμοι έρχονται σε αντίθεση με τη λεπτή μέση. Είναι το πρώτο παράδειγμα αττικής Κόρης με ιωνική ενδυμασία, δηλαδή χιτώνα και λοξό ιμάτιο. Στο κεφάλι φορά πόλο με ζωγραφιστά ανθέμια και άνθη λωτού και τα αυτιά κοσμούν ανάγλυφα σκουλαρίκια. Το ανώτερο μέρος της Κόρης είναι γύψινο αντίγραφο του πρωτοτύπου, που σήμερα βρίσκεται στη Λυών της Γαλλίας (έργο των χρόνων 550-540 π.Χ.).
ΚΟΡΗ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ (ΕΠΑΡΧΙΩΤΙΣΣΑ)
Ανάμεσα στις αρχαϊκές Κόρες με την αρχοντική κορμοστασιά και τα πλούσια ενδύματα, στο Μουσείο της Ακρόπολης υπάρχει και μία που δεν φημίζεται για την ομορφιά της. Είναι κοντή, στρουμπουλή, φοράει τσουράπια αντί για κομψά σανδάλια, και ένα φουστάνι που ντραπάρει στην ευτραφή κοιλιά της. Αυτή η μικρή περίεργη Κόρη, είναι γνωστή ως η «Κόρη με τα κόκκινα παπούτσια», από τα μυτερά κλειστά παπούτσια της, που διατηρούν έντονο κόκκινο χρώμα, ή η «Κόρη με το περιστέρι», από το πτηνό που κρατάει με το αριστερό της χέρι. Ιδιομορφίες, όπως η δυσαναλογία ανάμεσα στο κεφάλι και τον κορμό, οι αφύσικες πτυχές των ενδυμάτων και τα κόκκινα μυτερά παπούτσια, έχουν οδηγήσει στην άποψη πως είναι έργο επαρχιώτη γλύπτη, ίσως Πελοποννήσιου καλλιτέχνη, όπως αναφέρει η καθηγήτρια Αρχαιολογίας Ισμήνη Τριάντη στο έργο της «Το Μουσείο της Ακρόπολης» (εκδ. Eurobank). Εδώ και λίγες εβδομάδες, η κόρη δεν εκτίθεται στο χώρο του Μουσείου, επειδή έχει αποσυρθεί στα εργαστήρια συντήρησης για να ενωθεί με τη στήλη πάνω στην οποία βρισκόταν κατά την αρχαϊκή εποχή, όταν προσφέρθηκε ως ανάθημα στη θεά Αθηνά. Η στήλη φυλασσόταν μαζί με πολλά άλλα ενεπίγραφα μάρμαρα της Ακρόπολης στο Επιγραφικό Μουσείο. Στο πλαίσιο της αρτιότερης παρουσίασης των εκθεμάτων του, το Μουσείο της Ακρόπολης ζήτησε από το Επιγραφικό Μουσείο την επιστροφή των κομματιών αυτών. Ανάμεσά τους ήταν και η πεσσόσχημη αυτή στήλη, που αποτελείται από δύο συγκολλημένα κομμάτια. Είναι κατασκευασμένη από πεντελικό μάρμαρο και χρονολογείται, σύμφωνα με τη διευθύντρια του Επιγραφικού Μουσείου κ. Λαγογιάννη, περί το 510-500 π.Χ. Προέρχεται από την Ακρόπολη, έχει ταυτιστεί με την Κόρη και σώζεται αποσπασματικά σε ύψος 0,34 μ. και πλάτος 0,47 μ. Το σημαντικό στη στήλη αυτή είναι η επιγραφή στο επίκρανό της, που αναφέρεται στους αναθέτες του γλυπτού. Γράφει: «Λυσίας ανέθεκεν [Αθεναίαι] απαρχεν. Εύαρχις [ανέθεκεν] δεκάτεν Αθεναί[αι]».
Για ελάχιστα από τα αρχαϊκά γλυπτά της Ακρόπολης σώζονται τα βάθρα στα οποία ήταν τοποθετημένα και όπου συνήθως αναγράφεται το όνομα του αναθέτη ή του γλύπτη που τα φιλοτέχνησε. Τα έργα αυτά θεωρούνται «επώνυμα», αφού έχουν πλέον ένα είδος ταυτότητας, όπως είναι η Κόρη του (γλύπτη) Αντήνορα, που την αφιέρωσε στο ιερό της Αθηνάς ο Νέαρχος, όπως αναγράφεται στο επίκρανο της βάσης της. Άλλης μιας Κόρης, της λεγομένης του Ευθυδίκου, σώζεται κυκλική βάση, που γράφει ότι αφιερώθηκε από τον Ευθύδικο, τον γιο του Θαλιάρχου. Επώνυμο έργο είναι επίσης «Ο Μοσχοφόρος» (570 π.Χ.), που στη βάση του γράφει «Ρόμβος ανέθεκεν ο Πάλο», και το «Παιδί» (480 π.Χ.) του Κριτία, που αποδίδεται στον γλύπτη χωρίς να έχει βρεθεί η βάση του. Όλα τα υπόλοιπα αρχαϊκά γλυπτά της Ακρόπολης φέρουν ονόματα συμβατικά, που τους έδωσαν οι αρχαιολόγοι, όπως η «Πεπλοφόρος», επειδή φέρει στους ώμους της ένα κομψό κεντημένο πέπλο, ή η μικρόσωμη «Χιώτισσα», στολισμένη με περίτεχνα ρούχα και κοσμήματα, που έχει συνδεθεί με την τέχνη της Χίου. Έχουμε επίσης την «υψηλόκορμη», την Κόρη με την ιωνική ενδυμασία από τη Νάξο, την Κόρη με το κυδώνι κ.ά. Έχει σημασία λοιπόν ότι η «μικρή περίεργη Κόρη» αποκτά τώρα την ταυτότητα που στερούνται πολλές ωραιότερες από αυτήν, που φιγουράρουν καμαρωτές στον πρώτο όροφο του μουσείου. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ετοιμάζεται να επανεμφανισθεί στο κοινό πριν από τα Χριστούγεννα, διεκδικώντας λίγων λεπτών δημοσιότητα στα μέσα ενημέρωσης. Έτσι, ίσως πάψουμε να την αποκαλούμε απαξιωτικά «Πελοποννήσια» και να γίνει η Κόρη του Λυσία. Αυτή η Κόρη ασφαλώς θα είχε κάποιο ζωντανό πρότυπο στην εποχή της. Αλλιώς, ποιος καλλιτέχνης θα διάλεγε να φτιάξει έναν τόσο ιδιαίτερο γλυπτό; Τη βλέπουμε να φοράει έναν χιτώνα με μακριά μανίκια, που μοιάζει με χοντροπλεγμένο πουλόβερ, και από κάτω ένα λεπτό ρούχο ζωσμένο στη μέση. Τα ενδύματά της δεν είναι σαν των άλλων κοριτσιών, λεπτοδουλεμένα, αραχνοΰφαντα, κεντημένα στα άκρα ή στολισμένα με κουμπάκια και φουντίτσες. Όλα αυτά συνηγορούν ώστε να μη θεωρείται έργο πρώτης γραμμής αλλά και λόγω της αδεξιότητας με την οποία σηκώνει μια άκρη του ρούχου της. «Αδεξιότητα χαρακτηρίζει και όλο το άγαλμα, γεγονός που δείχνει ότι ο γλύπτης δεν είχε αφομοιώσει καλά τους κανόνες της αρχαϊκής γλυπτικής», γράφει και η κ. Τριάντη, η οποία, παραδόξως, δεν κλήθηκε να μελετήσει το έργο αν και αναγνωρίζεται ως κορυφαία στην αρχαιοελληνική γλυπτική.Η «ΚΟΡΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΥΛΑΙΩΝ»
Οφείλει την επωνυμία της στον τόπο της εύρεσης και είναι η τελευταία στην σειρά των Κορών. Ενδεικτικά είναι η σοβαρότητα στην έκφραση και η απλότητα της ενδυμασίας με χιτώνα και ριχτό ιμάτιο (Γύρω στα 480 π.Χ.).
ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ
«Καρυάτιδες» είναι τα αγάλματα όμορφων ιερειών, που χρησιμοποιήθηκαν για τη στήριξη της οροφής της νότιας πρόστασης του Ερεχθείου (420 π.Χ.). «Καρυάτις» σημαίνει «Κόρη από τις Καρυές» (πόλη κοντά στην Σπάρτη), που λέγεται ότι αποτέλεσαν τα μοντέλα για τα συγκεκριμένα αγάλματα. Οι Καρυάτιδες είναι μια παραλλαγή της Κόρης και χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική αντί για κίονες, ως διακοσμητικό στήριγμα σε πύλες, προσόψεις, γείσα, ζωφόρους, σκεπές και λοιπά. Στην αρχαία αρχιτεκτονική τέχνη, ιδίως στον Ιωνικό ρυθμό, οι κίονες συχνά αντικαθίσταντο με αναπαράσταση λυγερής γυναικείας μορφής. Στο Δωρικό ρυθμό, αντίθετα, προτιμούσαν τα γεροδεμένα ανδρικά κορμιά, που ονομάζονται Άτλαντες. Οι Καρυάτιδες έχουν τα χέρια ελεύθερα, ενώ το βάρος στηρίζεται απλά και ανάλαφρα με το κεφάλι. Οι Άτλαντες, αντίθετα, χρησιμοποιούν τους ώμους, την πλάτη και τα χέρια δίνοντας την εντύπωση ιδιαίτερου φόρτου βάρους. Στην Τουρκοκρατία, οι Καρυάτιδες αναφέρονταν και ως Μαρμαρένιες Πριγκίπισσες ή Κόρες του Κάστρου. Η κλασική μορφή της Καρυάτιδας είναι ντυμένη με απλούς, αλλά και κολακευτικούς πέπλους και χιτώνες. Έχει ευθύγραμμη και λυγερή κορμοστασιά και τα πόδια ή κλειστά ή το δεξί ή το αριστερό πόδι ελαφριά εμπρός, χωρίς να βαδίζει. Τα χέρια είναι στο πλάι και προς τα κάτω, ενώ μερικές φορές στο ένα χέρι κρατούν ένα αφιέρωμα. Οι δίπλες στα ρούχα τους εναρμονίζουν με τα αυλάκια των κιόνων, κάνουν όμως παραλλαγές, καθώς ακολουθούν τις καμπύλες του σώματος. Οι Καρυάτιδες ήταν επιφανειακά ζωγραφισμένες στην αρχαία εποχή, αλλά τα χρώματα χάθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Οι Καρυάτιδες στο Ερέχθειο της Ακρόπολης ανήκουν στην καλλιτεχνική σχολή του πλούσιου στιλ και επηρέασαν καλλιτεχνικά την αρχιτεκτονική διακοσμητική τέχνη μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα. Συχνά στοιχεία απομίμησης βρίσκουμε στον Μανιερισμό, καλλιτεχνική ροή του 16ου αιώνα. Εκτός από το Ερέχθειο συναντάμε Καρυάτιδες το 525 π.Χ. στον απλό ναό του Θησαυροφυλακίου των Σιφναίων στους Δελφούς, όπου δύο Κόρες με ιωνική ενδυμασία στηρίζουν το αέτωμα. Καρυάτιδες επίσης βρίσκονταν και στα μικρά προπύλαια της Ελευσίνας. Οι δύο υπερμεγέθεις κόρες αντικαθιστούσαν τους κίονες. Μια από αυτές κατοικεί στο μουσείο της Ελευσίνας ενώ η δεύτερη βρίσκεται στο Fitzwilliam Museum του Cabridge.
ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΠΡΟΚΝΗΣ ΚΑΙ ΙΤΥ
Το σύμπλεγμα παριστάνει μια γυναικεία μορφή, με ένα αγόρι, το οποίο καταφεύγει στη γυναίκα κολλώντας το γυμνό σώμα του πάνω της. Απεικονίζεται η μυθική Πρόκνη, σύζυγος του βασιλιά της Θράκης Τηρέα, τη στιγμή που ετοιμάζεται να σκοτώσει για εκδίκηση το παιδί της Ίτυ. Φοράει βαρύ δωρικό πέπλο ζωσμένο στη μέση και μακριά αναδίπλωση, καθώς και ιμάτιο ριγμένο στους ώμους. Στρέφει το κορμί της ελαφρά προς το λυγισμένο στον αγκώνα χέρι που κρατά το φονικό μαχαίρι με το οποίο θα σκοτώσει το γιο της για να εκδικηθεί τον σύζυγό της. Η στάση της Πρόκνης δείχνει ότι μέσα της συγκρούονται η μητρική αγάπη με την εκδικητική μανία της περιφρονημένης γυναίκας. Για τον 5ο αιώνα π.Χ., τον αιώνα της μεγάλης τραγωδίας, είναι χαρακτηριστικές οι δυνατές αντιθέσεις ανάμεσα στο μητρικό αίσθημα και το τυφλό αίσθημα εκδίκησης. Σύμφωνα με τον Παυσανία ο αναθέτης του γλυπτού ήταν ο Αλκαμένης, ο οποίος ταυτίστηκε με τον περίφημο γλύπτη της εποχής.
ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Ένα από τα καλύτερα σωζόμενα πορτρέτα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που βρέθηκε κοντά στο Ερέχθειο. Ο Μακεδόνας στρατηλάτης παριστάνεται σε νεαρή ηλικία, όπως θα ήταν την εποχή της επίσκεψής του στην Αθήνα, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. Κύρια χαρακτηριστικά είναι τα μαλλιά με τους πλούσιους βοστρύχους, ανασηκωμένους επάνω από το μέτωπο, τα σφριγηλά μάγουλα, το στραμμένο προς τα επάνω βλέμμα και τα μισάνοιχτα χείλη. Η μορφή αποδίδεται με εξιδανικευμένα χαρακτηριστικά, όπως συνήθως συμβαίνει με τα πορτρέτα του νεαρού βασιλιά. Έχει θεωρηθεί ως πρωτότυπο έργο του γλύπτη Λεωχάρη (που φιλοτέχνησε και τα χρυσελεφάντινα πορτρέτα της μακεδονικής βασιλικής οικογένειας στο Φιλίππειο της Ολυμπίας) ή ως ρωμαϊκό αντίγραφο του έργου του γλύπτη Λυσίππου.
ΑΝΑΓΛΥΦΟ (Lenormant) ΜΕ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΡΙΗΡΟΥΣ
Θραύσμα ανάγλυφου με τμήμα αθηναϊκής πολεμικής τριήρους με εννέα κωπηλάτες. Σ’ αυτό ανήκουν επίσης δύο θραύσματα στην αποθήκη και το Εθνικό Μουσείο. Σε τρεις επάλληλες σειρές γυμνοί κωπηλάτες σκυφτοί κωπηλατούν. Στο κατάστρωμα του πλοίου βρίσκεται ο κυβερνήτης. Σύμφωνα με την αποκατάσταση του L. Beschi, η αρχική σύνθεση απεικόνιζε μια μεγάλη τριήρη με 25 κωπηλάτες, τον πρωραία και τον κυβερνήτη. Ο έφηβος, στο άνω δεξιό μέρος, παριστάνει πιθανώς τον ήρωα Πάραλο, εφευρέτη της ναυσιπλοΐας (410-400 π.Χ.).
ΣΤΗΛΗ ΤΟΥ ΚΕΡΑΜΕΑ
Ανάγλυφη στήλη με καμπύλο αέτωμα, που πλαισιώνεται από δύο ακρωτήρια. Ο αναθέτης, ένας γενειοφόρος άνδρας, εικονίζεται καθισμένος σε δίφρο προς τα αριστερά, κρατώντας με το αριστερό του χέρι δυο κύλικες, που δηλώνουν το επάγγελμα του αγγειοπλάστη. Φορεί ιμάτιο που καλύπτει τους μηρούς, αφήνοντας γυμνό το επάνω μέρος του κορμού. Τα μαλλιά του πέφτουν κυματιστά στο μέτωπο και στον αυχένα, ενώ τα καλογραμμένα χαρακτηριστικά του προσώπου μαρτυρούν τη δυναμική του προσωπικότητα. Στον κενό χώρο αριστερά πρέπει να υπήρχε ζωγραφική παράσταση. Ίχνη χρώματος διακρίνονται και σήμερα στη στήλη: το φόντο όλης της παράστασης ήταν γαλάζιο, ενώ το πλαίσιο του ανάγλυφου κόκκινο. Η στήλη, σύμφωνα με την ελλιπώς σωζόμενη επιγραφή έχει συσχετισθεί με τον αγγειοπλάστη Παμφαίο και τον αγγειογράφο Ευφρόνιο. Πιθανότατα ο αγγειοπλάστης αφιερώνει στην Αθηνά την απαρχή των έργων του, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι το ανάγλυφο είναι έργο του Αθηναίου γλύπτη Ενδοίου.
ΣΤΗΛΗ ΜΕ ΤΟ ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΩΝ ΣΑΜΙΩΝ
Ανάγλυφη ενεπίγραφη στήλη με το τιμητικό ψήφισμα των Σαμίων. Το ανάγλυφο απεικονίζει την Ήρα και την Αθηνά, πολιούχους της Σάμου και της Αθήνας αντίστοιχα, να συνδέονται με χειραψία. Σύμφωνα με την επιγραφή ο δήμος των Αθηναίων τιμά τους Σαμίους, επειδή παρέμειναν πιστοί μετά την ήττα του αθηναϊκού στόλου στους Αιγός Ποταμούς από τους Σπαρτιάτες, ενώ οι άλλοι σύμμαχοι είχαν αποσκιρτήσει. Το κείμενο αποτελεί αντίγραφο του πρωτότυπου του 405 π.Χ. και καταγράφηκε στα 403/2 π.Χ.
ΑΓΑΛΜΑ ΓΡΑΦΕΑ
Το μεγαλύτερο και αρτιότερο από τρία αγάλματα μικρού σχετικά μεγέθους, από μάρμαρο Υμηττού, που απεικονίζουν γραφείς, και ήταν αφιερώματα στο ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη. Ο άνδρας εικονίζεται γενειοφόρος ντυμένος με ιμάτιο, που κάθεται σε «δίφρο» (σκαμνί). Το κεφάλι του γέρνει προς τα κάτω, προς το μέρος του δεξιού χεριού, με το οποίο έγραφε επάνω σε μαρμάρινο κιβώτιο με πινακίδα, που κρατούσε άλλοτε στερεωμένο με συνδέσμους σε οπές επάνω στα γόνατά του. Το πρόσωπο, μαζί με μέρος των μαλλιών και του λαιμού, είναι γύψινο αντίγραφο του πρωτοτύπου, που βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου, γνωστό ως «κεφάλι Fauvel», από το όνομα του Γάλλου πρόξενου στην Αθήνα, που το 1817 το πούλησε στο γαλλικό μουσείο. Ο γραφέας, δημιουργία του τέλους του 6ου αιώνα π.Χ., είναι έργο ενός αγνώστου, αλλά σπουδαίου καλλιτέχνη ύστερου αρχαϊκού αττικού εργαστηρίου, που φιλοτέχνησε και τους δύο μικρότερους γραφείς, καθώς και άλλα έργα της υστεροαρχαϊκής πλαστικής σε αττικό μάρμαρο. Η στάση και η ενδυμασία τους δηλώνει ότι πιθανώς απεικονίζουν κρατικούς αξιωματούχους (γραμματείς ή ταμίες) (510-500 π.Χ.). Είναι έργα σπάνια στην ελληνική τέχνη και φαίνεται, ότι διατηρούν αιγυπτιακή επίδραση, που διακρίνεται κυρίως στην ακαμψία των μορφών.
ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΙΤΟΥ
Αξιόλογο έργο του «αυστηρού ρυθμού» που χρονολογείται μετά την Περσική καταστροφή της Ακρόπολης (480 π.Χ.). Η θεά Αθηνά εικονίζεται από μπροστά, στηρίζοντας το βάρος του σώματός της στο αριστερό της πόδι και λυγίζοντας το δεξί στο γόνατο. Άλλοτε το δεξί της χέρι ήταν υψωμένο και στηριγμένο στο δόρυ της, ενώ το αριστερό ακουμπά στο γοφό της. Φοράει απλό ένδυμα, τον βαρύ, ολιγόπτυχο δωρικό πέπλο και από πάνω την αιγίδα που κοσμείται με ανάγλυφο γοργόνειο στο στήθος της. Το άγαλμα έχει τοποθετηθεί στον δωρικό ενεπίγραφο κιονίσκο με το κυκλικό κιονόκρανο, με τρόπο που δείχνει πώς ήταν στημένο στην αρχαιότητα: η πλίνθος του ήταν στερεωμένη με την τεχνική της μολυβδοχόησης μέσα στην ειδικά διαμορφωμένη υποδοχή του κιονόκρανου. Η επιγραφή αναφέρει τον Ευήνορα ως γλύπτη και τον Αγγέλιτο ως αναθέτη του αγάλματος.
Το πρόσωπο χαρακτηρίζεται από μια τάση εξιδανίκευσης. Στο πίσω μέρος, κάτω, σώζονται δύο φύλλα άκανθας από κάλυκα, από τον οποίο έβγαινε η προτομή, στοιχείο που δηλώνει ότι το εικονιζόμενο πρόσωπο έχει πεθάνει, ενώ ταυτόχρονα συμβολίζει την αιωνιότητα και την αναγέννηση. Η μορφή έχει ταυτιστεί με διάφορα ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Γαλλιηνός, ο Ηρώδης ο Αττικός, οι βασιλείς του Βοσπόρου Ροιμητάλκης ή Σαυρομάτης, χωρίς ωστόσο η ταύτιση να είναι βέβαιη.
ΣΤΗΛΗ ΤΩΝ «ΕΠΙΣΤΑΤΩΝ»
Στήλη των «επιστατών», των 5 ανδρών που διορίζονταν κάθε χρόνο, για να επιβλέπουν την οικοδόμηση του Παρθενώνα. Δίνονται συνοπτικές πληροφορίες για τις εργασίες και το κόστος της κατασκευής του ναού, όπως οι αμοιβές των εργαζομένων, η εξόρυξη και η μεταφορά του μαρμάρου από την Πεντέλη, η αγορά ξυλείας, αλλά και η πώληση πλεονάζοντος υλικού, όπως χρυσού και ελεφαντοστού που είχε αγοραστεί για την κατασκευή του αγάλματος της Αθηνάς. Με την δημοσίευση των στοιχείων αυτών γινόταν απολογισμός για τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν τα δημόσια χρήματα.ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΕΘΡΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΒΑΤΗ
Τμήμα από τη μαρμάρινη βάση αναθήματος με ανάγλυφη παράσταση ενός τεθρίππου και αποβάτη. Η παράσταση θυμίζει το λίθο XVII ( αρ. 859) της βόρειας πλευράς της ζωφόρου του Παρθενώνα. Κατά την αποβασία, που αποτελούσε μέρος του αθλήματος της αρματοδρομίας, ο οπλίτης κατεβαίνει και ανεβαίνει στο εν κινήσει άρμα του κατά τα τελευταία μέτρα του δρόμου. Η βάση χρονολογείται γύρω στα 400 π.Χ.
Η ΖΩΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΝΙΚΗΣ
Ο ναός της Αθηνάς Νίκης είναι ιωνικού ρυθμού, τετρακίονος, αμφιπρόστυλος, και οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 427 και 424 π.Χ. με βάση τα σχέδια του αρχιτέκτονα Καλλικράτη. Η ανάγλυφη ζωφόρος που κοσμούσε τις 4 πλευρές του θριγκού υπολογίζεται ότι είχε συνολικό μήκος 25,94 μ. Αποτελείται από 14 λίθους ύψους 0,45 και πάχους 0,40 μ., από τους οποίους σώθηκαν και τοποθετήθηκαν οι 7, στη δεύτερη αναστήλωση του μνημείου. 4 λίθοι, που ήταν εντοιχισμένοι στον τουρκικό προμαχώνα, αφαιρέθηκαν από τον Έλγιν, μετατράπηκαν σε πλάκες πάχους 0,12 μ. και πωλήθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ στο μνημείο αντικαταστάθηκαν με τσιμεντένια αντίγραφα. Η ακριβής διάταξη των λίθων και η αποκατάσταση της σύνθεσης των ανάγλυφων παραστάσεων της ζωφόρου δεν είναι απόλυτα σίγουρη. Αμφισβητείται η θέση των λίθων της δυτικής, βόρειας και νότιας πλευράς, καθώς και η ερμηνεία των παραστάσεων στο σύνολό τους.
Τα θέματα είναι η συνάθροιση των θεών του Ολύμπου στην ανατολική πλευρά και σκηνές μάχης στις υπόλοιπες πλευρές. Στις πολεμικές σκηνές η διαφοροποίηση των αντιπάλων δηλώνεται με την ενδυμασία. Οι Πέρσες φορούν χειριδωτούς χιτώνες και αναξυρίδες. Οι Έλληνες οπλίτες είναι γυμνοί ή φορούν κοντούς χιτώνες και χλαμύδες που ανεμίζουν. Κάποτε κρατούν στρογγυλές ασπίδες και πολεμούν σε ομάδες πάνω από τα σώματα πεσμένων ή νεκρών πολεμιστών. Ορισμένοι είναι έφιπποι και σε μια σκηνή απεικονίζονται δύο άλογα χωρίς αναβάτη.
Για την ερμηνεία των πολεμικών σκηνών έχουν υποστηριχτεί διαφορετικές απόψεις, ότι παριστάνουν μάχες ανάμεσα στους Αθηναίους και στους εχθρούς τους, ή μυθικές σκηνές, όπως ο Τρωικός Πόλεμος ή πραγματικά γεγονότα, όπως η μάχη του Μαραθώνα στα 490 π.Χ. και η μάχη των Πλαταιών στα 479 π.Χ. Το 1998 η ζωφόρος καθαιρέθηκε από το μνημείο με σκοπό την προστασία και τη συντήρησή της. Με την έκθεσή της στο Μουσείο Ακροπόλεως υπάρχει η δυνατότητα να μελετηθεί καλύτερα η διάταξη των λίθων, η ανάπτυξη των παραστάσεων και η ερμηνεία των θεμάτων.
Αυτή η όψη περιλαμβάνει σύμπλεγμα 4 μορφών και ενός αλόγου. Στο μέσον, το άλογο είναι ανορθωμένο στα πίσω πόδια του και ο Πέρσης αναβάτης του πέφτει στο έδαφος. Εναντίον του ιππέα στρέφονται δύο οπλίτες, ο ένας από δεξιά και ο άλλος από αριστερά.
ΔΥΤΙΚΗ ΟΨΗ ΛΙΘΟΥ ΝΔ ΓΩΝΙΑΣ
Η Δυτική όψη παριστάνει δύο πολεμιστές που προσπαθούν να απωθήσουν ο ένας τον άλλον, συγκρούοντας τις ασπίδες τους. Αριστερά βρίσκεται ένας οπλίτης που κατευθύνεται προς τα δεξιά, ενώ ο αντίπαλός του, που φορεί χιτώνα και κωνικό κράνος, κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση δείχνοντας τα νώτα του στο θεατή.
ΛΙΘΟΣ IV (ΝΟΤΙΑ ΖΩΦΟΡΟΣ)
Ο τέταρτος λίθος της Νότιας ζωφόρου σώζεται σε δύο τμήματα που συνδέονται με ένα μικρότερο κομμάτι που συγκολλήθηκε στο κάτω μέρος. Στο αριστερό τμήμα αποδίδεται συμπλοκή τριών μορφών: ένας οπλίτης γονατισμένος που προσπαθεί να αποφύγει την ορμητική επίθεση του Πέρση αντιπάλου του, άλλος οπλίτης σε μετωπική στάση και ένας Πέρσης γονατισμένος στο έδαφος.
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΖΩΦΟΡΟΣ (ΠΑΝΟΡΑΜΑ)
Η ανατολική πλευρά της ζωφόρου αποτελείται από τέσσαρες λίθους, από τους οποίους σώζονται τρεις, ο λίθος της ΝΑ γωνίας και δύο μεσαίοι λίθοι. Το δεξιό άκρο του τρίτου και ο λίθος της ΒΑ γωνίας έχουν χαθεί. Η παράσταση εικονίζει συνάθροιση θεών και περιλαμβάνει 24 μορφές (αρχικά θα ήταν 27 ή 28) σε σύνθεση που εκτυλίσσεται συμμετρικά με άξονα την κεντρική μορφή της Αθηνάς.
Από αριστερά προς τα δεξιά εικονίζονται οι εξής μορφές. Στον λίθο της ΝΑ γωνίας εικονίζονται η Πειθώ, ο Έρωτας και η Αφροδίτη.
Στο δεύτερο λίθο παριστάνονται τρεις γυναίκες που χορεύουν, οι Χάριτες ή οι Ώρες και μια αποσπασματική μορφή, ίσως η Εστία. Ακολουθούν η Λητώ, ο Απόλλωνας και η Άρτεμη, μια ανδρική μορφή που στηρίζεται σε ραβδί , πιθανώς ο Θησέας και η Αμφιτρίτη, εμπρός από τον καθιστό σε βράχο Ποσειδώνα. Αμέσως μετά εικονίζονται η Αθηνά που κρατεί ασπίδα, και δίπλα της διατηρούνται τα πόδια μιας ανδρικής μορφής, ίσως του Άρη.
Το βορειότερο τμήμα της Ανατολικής Ζωφόρου αρχίζει από τον Δία που είναι καθιστός σε δίφρο. Δίπλα του η Ήρα ανασύροντας το ιμάτιο από το πρόσωπό της, ο Ήφαιστος, η Εκάτη, η Δήμητρα και η Κόρη. Τέλος, εικονίζονται τρεις γυναίκες, μία καθιστή ανάμεσα σε δύο άλλες που κινούνται, η οποία έχει ερμηνευτεί ως Μοίρα, Νύμφη, Θέτις, Θέμις ή Πάνδροσος. Η ζωφόρος συνεχιζόταν με ένα ακόμη λίθο, που έχει χαθεί.
Στη νότια όψη του λίθου της ΝA γωνίας αριστερά εικονίζεται σύμπλεγμα δύο οπλιτών, από τους οποίους ο ένας γονατίζει στο έδαφος πληγωμένος ενώ ο σύντροφός του τον βοηθάει. Στο μέσον ένας οπλίτης με κράνος και ασπίδα επιτίθεται με το δόρυ εναντίον έφιππου Πέρση, το άλογο του οποίου έχει αφηνιάσει και είναι ανυψωμένο στα πίσω πόδια του. Στο έδαφος, κάτω από τους δύο αντιπάλους, κείτεται νεκρός ένας Πέρσης. Στα δεξιά, άλλος Πέρσης στρέφεται προς το μέρος του ιππέα, δείχνοντας τα νώτα του στον θεατή.
ΒΟΡΕΙΑ ΖΩΦΟΡΟΣΑπό τη Βόρεια Ζωφόρο διατηρούνται ένας από τους μεσαίους λίθους, σχεδόν ακέραιος και αποσπασματικά ο λίθος της ΒΔ γωνίας. Απεικονίζονται και στους δύο λίθους σκηνές μάχης ανάμεσα σε γυμνούς οπλίτες και πολεμιστές που φορούν χιτώνα. Στο λίθο της βόρειας πλευράς παριστάνονται οπλίτες, από τους οποίους δύο είναι πεσμένοι στο έδαφος και άλλοι δύο κινούνται ορμητικά εναντίον του αντιπάλου τους. Από την τοποθέτηση της μορφής αυτής στο κέντρο της σύνθεσης και την αμφίεση με χιτώνα, χλαμύδα και κράνος, φαίνεται ότι ο εχθρός είναι σημαντικό πρόσωπο. Ο πολεμιστής προσπαθεί να διαφύγει, όμως συλλαμβάνεται από τον ένα οπλίτη που τον πιάνει από τον ώμο και έναν άλλον από δεξιά που τον αρπάζει από το γένι, ενώ ταυτόχρονα χάνει και το κράνος του. Δεξιότερα, τα άλογα του άρματός του τρέπονται σε φυγή, ενώ στο έδαφος κείτεται νεκρός ένας συμπολεμιστής του. Η παράσταση ερμηνεύεται ως σκηνή από τον Τρωικό πόλεμο (Αχιλλεύς και Μέμνων), ως μάχη Αθηναίων και Βοιωτών ή ως νίκη των Αθηναίων κατά του ιππικού του Μασίστιου, υπαρχηγού του Μαρδόνιου στη μάχη των Πλαταιών.
ΝΙΚΗ ΣΑΝΔΑΛΙΖΟΜΕΝΗ
Το αριστούργημα του πλούσιου ρυθμού που άνθισε στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. Δεξιό τμήμα πλάκας από το θωράκιο που επέστεφε τη νότια πλευρά του πύργου του ναού της Αθηνάς Νίκης. Παριστάνεται μια Νίκη (που συνήθως αποκαλείται «σανδαλιζομένη»), η οποία σκύβει με φιλαρέσκεια για να τακτοποιήσει το σανδάλι με χαρακτηριστική κίνηση του δεξιού χεριού της προς το σανδάλι του ανασηκωμένου δεξιού της ποδιού με το δεξί της χέρι. Στρέφεται προς τα αριστερά λυγίζοντας έντονα τα σκέλη, ενώ τα φτερά της απλώνονται πίσω της. Μόλις που φαίνεται ο αστράγαλός της, ωστόσο φοράει έναν αποκαλυπτικό λεπτό, διάφανο χιτώνα, που γλιστρά γυμνώνοντας τον ώμο και επιτρέπει να διαγράφεται το σώμα της. Το ιμάτιο πέφτει από το αριστερό της χέρι και υπογραμμίζει με καμπύλες πτυχές την κίνηση της νεαρής γυναίκας. Έργο ενός από τους νεότερους καλλιτέχνες που εργάσθηκαν για το θωράκιο και γενικότερα για το γλυπτό διάκοσμο του ναού που προσγράφεται στο εργαστήριο του Αγοράκριτου. Το έργο σώζεται σχεδόν ακέραιο (εκτός από το κεφάλι της Νίκης) και αποτελεί εξαιρετικό καλλιτεχνικό δείγμα του ύστερου 5ου αιώνα π.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου