Αν κοιτάξουμε προσεχτικά τις υπάρχουσες διαφορές μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας, θα δούμε ότι είναι ελάχιστες. Γνωστικά και οι δύο τομείς τείνουν προς την ίδια κατεύθυνση: την αλήθεια. Δεν έχουν άλλο θεωρητικό στόχο. Η μεγαλύτερη τους διαφορά προέρχεται από τον τρόπο με τον οποίο προσπαθούν ν’ αγγίξουν την αλήθεια.
Πιο αναλυτικά, η επιστήμη έχει μια δυναμική στάση και ψάχνει απεγνωσμένα την ανακάλυψη ενώ η θρησκεία με την παθητική της στάση περιμένει την αποκάλυψη. Και οι δυο τους πιστεύουν σε μια αλήθεια που υπάρχει κατά κάποιο τρόπο ανεξάρτητα. Όμως η μία θέλει να την φτάσει κι η άλλη περιμένει τον ερχομό της. Από αυτήν τη διαφορετική αντίληψη προκύπτουν κι οι χαρακτηριστικές έννοιες της καθεμιάς.
Θεωρώντας ότι η αλήθεια αποτελεί μια τέλεια οντότητα, προσπαθώντας να την φτάσει η επιστήμη βλέπει τον εαυτό της σαν μια προσπάθεια τελειοποίησης, ενώ η θρησκεία ξέροντας ότι η ίδια δεν θα μπορέσει ποτέ από μόνη της να γίνει τέλεια, περιμένει από την τελειότητα να εισαχθεί σε μία καινούργια δομή. Έτσι ενώ η επιστήμη μετατρέπεται συνεχώς σαν μια πρωτεϊκή μορφή, η θρησκεία παραμένει η ίδια περιμένοντας την ολική της μεταμόρφωση.
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της διαφοράς είναι το θέμα της ελπίδας. Η θρησκεία βασιζόμενη στην ύπαρξη του θεού ελπίζει, ενώ η επιστήμη μη γνωρίζοντας έναν αποδεικτικό τρόπο της ύπαρξης του θεού δεν ελπίζει.
Όμως το να μην ελπίζεις δεν σημαίνει απελπισία. Διότι αν ξέρεις ότι κάτι δεν μπορεί να εξελιχθεί ώστε να γίνει κάτι άλλο, δεν είναι ανάγκη να το ελπίζεις κι ούτε αυτό σου προκαλεί απελπισία. Κι όταν δεν ελπίζεις κάτι, πρέπει να το κάνεις εσύ. Άρα η μη ελπίδα προκαλεί μια δυναμική αντίληψη του κόσμου που δεν συμπίπτει με το θρησκευτικό ύφος της θεολογίας. Το ερώτημα που παραμένει όμως είναι το εξής. Αν δύο μέθοδοι οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, μπορούμε να τις θεωρήσουμε διαφορετικές όσον αφορά στην ολότητά τους;
Το πρόβλημα είναι αν μπορούμε να θεωρήσουμε μια μέθοδο ανεξάρτητα από τις αρχές και τα αποτελέσματά της. Διότι αν μπορούμε, όντως υπάρχει μία διαφορά μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας. Όμως σαν γνωστικά επιτεύγματα είναι ενοποιημένες με την εσχατολογία τους. Άρα από αυτήν την άποψη έχουν μια στενότατη σχέση εφόσον προσδοκούν το ίδιο αντικείμενο. Η διαφορά τους λοιπόν είναι απλώς ένα θέμα ερμηνείας, υπό έναν όρο όμως: την ύπαρξη του θεού. (Η ύπαρξη του Θεού με την απλή και γενική της έννοια.)
Αν όμως ο θεός δεν υπάρχει, με τη συνηθισμένη έννοια, η διαφοροποίηση των μεθόδων γίνεται ριζική. Διότι σ’ αυτήν την περίπτωση δεν μπορούν να καταλήξουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Ενώ η παθητική στάση τη θρησκείας δεν μπορεί ν’ αλλάξει τίποτα, η δυναμική στάση της επιστήμης με την εξέλιξη που προκύπτει αποτελεί ήδη έναν στόχο. Το σύμπλεγμα των γνώσεων με την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων οδηγεί στην ολική οντότητα της ανθρωπότητας η οποία με την ιστορία της και τη νοημοσύνη περιέχει τα στοιχεία ενός αλτρουϊσμού ικανού να τη μετατρέψει σε σκεπτόμενο ον.
Έτσι με τη δυναμική της επιστήμης και πιο γενικά τη δημιουργικότητα της ανθρωπότητας, η πορεία είναι ήδη ένας στόχος. Μ’ αυτόν τον τρόπο απορρίπτουμε το στοίχημα του Pascal διότι η δυναμική στάση είναι προτιμότερη. Κι αν η ανθρωπότητα πρέπει να στοιχηματίσει σε κάτι, είναι στη νοητική της εξέλιξη. Διότι ανεξάρτητα από την ύπαρξη του θεού, η εξέλιξή μας είναι θετική. Η μη αποκάλυψη είναι ανακάλυψη.
Το να είσαι άθεος είναι το πρώτο στάδιο. Όπως όταν είσαι μικρός καβγαδίζεις με τον πατέρα σου, αργότερα όμως γίνεσαι και εσύ πατέρας. Ο αθεϊσμός είναι παθητικό. Είναι πιο εύκολο να σπρώχνεις ένα τοίχο παρά να τον χτίζεις. Είναι μια αντίσταση. Η έννοια του Θεού είναι μια απλοϊκή έννοια που δεν συμπίπτει με τη νοημοσύνη. Ο Θεός είναι ένα άλλο στοιχείο πιο πολύπλοκο, που προέρχεται από την ίδια την εξέλιξη της ανθρωπότητας.
Για να το πω πιο απλοϊκά και συμπυκνωμένα είναι μια απόκρουση του στοιχήματος του Πασκάλ, που λέει ότι πρέπει να βάλεις στοίχημα ότι υπάρχει Θεός. Γιατί αν υπάρχει είναι καλό. Αν δεν υπάρχει δεν έχασες τίποτα. Εγώ λέω το αντίθετο. Καλύτερα να στοιχηματίσεις ότι δεν υπάρχει, ώστε να κάνεις ό,τι πρέπει να κανείς χωρίς να περιμένεις, χωρίς να υπάρχει το θέμα της ελπίδας. Αν δεν υπάρχει ελπίδα τότε θα δημιουργήσεις από μόνος σου.
Πιο αναλυτικά, η επιστήμη έχει μια δυναμική στάση και ψάχνει απεγνωσμένα την ανακάλυψη ενώ η θρησκεία με την παθητική της στάση περιμένει την αποκάλυψη. Και οι δυο τους πιστεύουν σε μια αλήθεια που υπάρχει κατά κάποιο τρόπο ανεξάρτητα. Όμως η μία θέλει να την φτάσει κι η άλλη περιμένει τον ερχομό της. Από αυτήν τη διαφορετική αντίληψη προκύπτουν κι οι χαρακτηριστικές έννοιες της καθεμιάς.
Θεωρώντας ότι η αλήθεια αποτελεί μια τέλεια οντότητα, προσπαθώντας να την φτάσει η επιστήμη βλέπει τον εαυτό της σαν μια προσπάθεια τελειοποίησης, ενώ η θρησκεία ξέροντας ότι η ίδια δεν θα μπορέσει ποτέ από μόνη της να γίνει τέλεια, περιμένει από την τελειότητα να εισαχθεί σε μία καινούργια δομή. Έτσι ενώ η επιστήμη μετατρέπεται συνεχώς σαν μια πρωτεϊκή μορφή, η θρησκεία παραμένει η ίδια περιμένοντας την ολική της μεταμόρφωση.
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της διαφοράς είναι το θέμα της ελπίδας. Η θρησκεία βασιζόμενη στην ύπαρξη του θεού ελπίζει, ενώ η επιστήμη μη γνωρίζοντας έναν αποδεικτικό τρόπο της ύπαρξης του θεού δεν ελπίζει.
Όμως το να μην ελπίζεις δεν σημαίνει απελπισία. Διότι αν ξέρεις ότι κάτι δεν μπορεί να εξελιχθεί ώστε να γίνει κάτι άλλο, δεν είναι ανάγκη να το ελπίζεις κι ούτε αυτό σου προκαλεί απελπισία. Κι όταν δεν ελπίζεις κάτι, πρέπει να το κάνεις εσύ. Άρα η μη ελπίδα προκαλεί μια δυναμική αντίληψη του κόσμου που δεν συμπίπτει με το θρησκευτικό ύφος της θεολογίας. Το ερώτημα που παραμένει όμως είναι το εξής. Αν δύο μέθοδοι οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, μπορούμε να τις θεωρήσουμε διαφορετικές όσον αφορά στην ολότητά τους;
Το πρόβλημα είναι αν μπορούμε να θεωρήσουμε μια μέθοδο ανεξάρτητα από τις αρχές και τα αποτελέσματά της. Διότι αν μπορούμε, όντως υπάρχει μία διαφορά μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας. Όμως σαν γνωστικά επιτεύγματα είναι ενοποιημένες με την εσχατολογία τους. Άρα από αυτήν την άποψη έχουν μια στενότατη σχέση εφόσον προσδοκούν το ίδιο αντικείμενο. Η διαφορά τους λοιπόν είναι απλώς ένα θέμα ερμηνείας, υπό έναν όρο όμως: την ύπαρξη του θεού. (Η ύπαρξη του Θεού με την απλή και γενική της έννοια.)
Αν όμως ο θεός δεν υπάρχει, με τη συνηθισμένη έννοια, η διαφοροποίηση των μεθόδων γίνεται ριζική. Διότι σ’ αυτήν την περίπτωση δεν μπορούν να καταλήξουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Ενώ η παθητική στάση τη θρησκείας δεν μπορεί ν’ αλλάξει τίποτα, η δυναμική στάση της επιστήμης με την εξέλιξη που προκύπτει αποτελεί ήδη έναν στόχο. Το σύμπλεγμα των γνώσεων με την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων οδηγεί στην ολική οντότητα της ανθρωπότητας η οποία με την ιστορία της και τη νοημοσύνη περιέχει τα στοιχεία ενός αλτρουϊσμού ικανού να τη μετατρέψει σε σκεπτόμενο ον.
Έτσι με τη δυναμική της επιστήμης και πιο γενικά τη δημιουργικότητα της ανθρωπότητας, η πορεία είναι ήδη ένας στόχος. Μ’ αυτόν τον τρόπο απορρίπτουμε το στοίχημα του Pascal διότι η δυναμική στάση είναι προτιμότερη. Κι αν η ανθρωπότητα πρέπει να στοιχηματίσει σε κάτι, είναι στη νοητική της εξέλιξη. Διότι ανεξάρτητα από την ύπαρξη του θεού, η εξέλιξή μας είναι θετική. Η μη αποκάλυψη είναι ανακάλυψη.
Το να είσαι άθεος είναι το πρώτο στάδιο. Όπως όταν είσαι μικρός καβγαδίζεις με τον πατέρα σου, αργότερα όμως γίνεσαι και εσύ πατέρας. Ο αθεϊσμός είναι παθητικό. Είναι πιο εύκολο να σπρώχνεις ένα τοίχο παρά να τον χτίζεις. Είναι μια αντίσταση. Η έννοια του Θεού είναι μια απλοϊκή έννοια που δεν συμπίπτει με τη νοημοσύνη. Ο Θεός είναι ένα άλλο στοιχείο πιο πολύπλοκο, που προέρχεται από την ίδια την εξέλιξη της ανθρωπότητας.
Για να το πω πιο απλοϊκά και συμπυκνωμένα είναι μια απόκρουση του στοιχήματος του Πασκάλ, που λέει ότι πρέπει να βάλεις στοίχημα ότι υπάρχει Θεός. Γιατί αν υπάρχει είναι καλό. Αν δεν υπάρχει δεν έχασες τίποτα. Εγώ λέω το αντίθετο. Καλύτερα να στοιχηματίσεις ότι δεν υπάρχει, ώστε να κάνεις ό,τι πρέπει να κανείς χωρίς να περιμένεις, χωρίς να υπάρχει το θέμα της ελπίδας. Αν δεν υπάρχει ελπίδα τότε θα δημιουργήσεις από μόνος σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου