Όταν εκείνος με τον οποίο σχετιζόμαστε στενά, ο βασικότερος ή ένας από τους βασικότερους συνομιλητές μας, αποφασίζει να κόψει κάθε επικοινωνία μαζί μας και, μάλιστα, χωρίς να μας ενημερώσει για τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση, συνήθως τίποτα καλό δεν προμηνύεται και τίποτα καλό δεν μπορεί να σημαίνει.
Ο εξοστρακισμός, δηλαδή το να σε αγνοούν και να σε αποκλείουν με σκοπό να σε τιμωρήσουν, να σε κάνουν να συμμορφωθείς ή να απαλλαγούν από σένα, αποτελεί μία κοινωνική πρακτική που επιτίθεται ευθέως στην πανανθρώπινη ανάγκη να νιώθουμε ότι ανήκουμε κάπου, και γι’ αυτό το λόγο δεν αφήνει κανέναν ανεπηρέαστο (Williams, 2007).
Από τις σχέσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων και κρατών, μέχρι τις εργασιακές σχέσεις και τις σχέσεις γονιών – παιδιών, η τιμωρία δια του αποκλεισμού θεωρείται ένα κοινωνικά αποδεκτό μέσο ρύθμισης των ανθρώπινων σχέσεων, και αποτελεί ένα ισχυρότατο εργαλείο ελέγχου και καταναγκασμού στα χέρια ατόμων και ομάδων που, συνήθως, βρίσκονται σε θέση ισχύος.
Στο πεδίο των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, ο εξοστρακισμός κάνει την εμφάνισή του όταν το ένα μέλος της σχέσης αγνοεί επίτηδες την ύπαρξη του άλλου και παύει να του μιλάει, με σκοπό να του δώσει ένα μάθημα ή να το φέρει με τα νερά του.
Το βάρος εδώ δεν πέφτει στην επιστημολογική, ηθική ή πολιτική συζήτηση, αλλά στην φαινομενολογική διερεύνηση του φαινομένου του εξοστρακισμού εντός των στενών σχέσεων, σε πρώτη φάση μέσα από την εμπειρία εκείνου που σωπαίνει και, σε δεύτερη φάση, μέσα από την εμπειρία εκείνου που καταδικάζεται σε σιωπή.
ΔΙΑΚΟΠΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕΧΡΙ ΝΕΟΤΕΡΑΣ
Συμβαίνει καμιά φορά οι άνθρωποι να σταματάμε να μιλάμε μεταξύ μας ή να αγνοούμε ο ένας τον άλλον, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει πρόθεση να βλάψουμε ή να τιμωρήσουμε, όπως γίνεται, για παράδειγμα, στην περίπτωση που διακόπτουμε μια κακοποιητική σχέση ή όταν παίρνουμε απόσταση μετά από έναν χωρισμό.
Σε αυτές και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, ο αποκλεισμός του άλλου, μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο δυσάρεστος, αλλά συνήθως δεν έχει την «παθολογική» πρόθεση χειρισμού που κρύβεται πίσω από τη σιωπή όταν χρησιμοποιείται ως μέσο ελέγχου του άλλου.
Όταν η πρόθεση είναι ο χειρισμός, ο άλλος αντιμετωπίζεται σαν να μην υπάρχει, σαν να είναι αόρατος. Αρνούμαστε να αλληλεπιδράσουμε μαζί του και δεν του μιλάμε καθόλου ή του μιλάμε τυπικά και απόμακρα, όπως θα μιλούσαμε σε έναν ξένο ή σε κάποιον που δεν αξίζει την προσοχή μας. Αυτό που δηλώνουμε με τη σιωπή μας είναι ότι η παρουσία του δεν κάνει καμία διαφορά στο αντιληπτικό μας πεδίο – είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει είναι ένα και το αυτό.
Πρόκειται για μία καταφανώς επιθετική συμπεριφορά που όμως εκφράζεται με έναν εξαιρετικά παθητικό τρόπο. Ο άνθρωπος που σωπαίνει και αγνοεί τον άλλο, εκφράζει παθητικά το στρίμωγμα, τη δυσφορία ή την οργή του, υπολογίζοντας ότι το μήνυμα ότι νιώθει αδικημένος, δυσαρεστημένος ή θυμωμένος θα γίνει αντιληπτό, κατανοητό και σεβαστό.
Τις περισσότερες φορές εκείνος που ξεκινάει την σιωπή έχει στόχο να τιμωρήσει. Αντιλαμβάνεται τον άλλο ως κάποιον ο οποίος, με κάποια πράξη ή παράλειψή του, τον έβλαψε, για παράδειγμα, τον προσέβαλε, τον παράκουσε, δεν τον πρόσεξε αρκετά ή δεν τον προστάτεψε όταν «έπρεπε». Ο αποκλεισμός εδώ έχει στόχο να πονέσει, να δημιουργήσει ενοχές και να κάνει τον άλλο να πληρώσει και να απολογηθεί γι’ αυτά που έκανε ή δεν έκανε.
Σε άλλες περιπτώσεις, η διακοπή της επικοινωνίας έχει στόχο τη συμμόρφωση διαμέσου του εκφοβισμού. Εδώ, αυτός που σωπαίνει, ποντάρει στην αδυναμία που του έχει ο άλλος, και αποσύρει το ενδιαφέρον του ώστε να τον πανικοβάλλει και να τον αναγκάσει να συνθηκολογήσει με τους όποιους όρους του. Το εκβιαστικό μήνυμα που μεταδίδεται χωρίς λόγια, είναι: «αν δεν κάνεις αυτό που θέλω, δεν μπορείς να με έχεις».
Μερικές φορές, η σιωπή έρχεται ως απάντηση στην προσπάθεια του άλλου να «σηκώσει κεφάλι», δηλαδή να εκφράσει τις επιθυμίες και ανάγκες του. Αν αποπειραθεί να επιβάλλει τον εαυτό του σε κάποιο τομέα της σχέσης, να θέσει τους δικούς του όρους ή να ζητήσει διαφορετική μεταχείριση σε κάποιο ζήτημα, η σιωπή αναλαμβάνει να τον αποστομώσει με ένα αθόρυβα βροντερό «όχι». Το κατηγορηματικό μήνυμα που μεταδίδεται εδώ, είναι: «δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί σου, αν μου βάζεις όρια και αν έχεις την οποιαδήποτε απαίτηση από μένα».
Στις περιπτώσεις, τέλος, που η σιωπή ξεκινά όταν μια αντιπαράθεση βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, σημαίνει ότι η εύρεση αμοιβαία ικανοποιητικής «λύσης» και η εξομάλυνση της κατάστασης δεν αποτελούν προτεραιότητες. Το εγωιστικό μήνυμα εδώ, είναι: «απορρίπτω το ενδεχόμενο να αλλάξω ή να τροποποιήσω οποιαδήποτε συμπεριφορά μου, να κάνω πίσω ή να προσπαθήσω να συμβιβαστώ, να παραδεχτώ ότι λειτούργησα εσφαλμένα σε κάποιο θέμα και, γενικά, αρνούμαι να αναλάβω το δικό μου μερίδιο ευθύνης στην όποια διαφωνία ή σύγκρουση».
Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΣΩΠΑΙΝΩ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΜΕ ΠΝΙΓΕΙ ΤΟ ΔΙΚΙΟ
Με εξαίρεση τις περιπτώσεις καθαρής αναλγησίας και σαδισμού, οι περισσότεροι άνθρωποι που αποκλείουν τους άλλους, πραγματικά πιστεύουν ότι έχουν κάθε λόγο να το κάνουν και θεωρούν δεδομένο ότι ο άλλος καταλαβαίνει το λόγο για τον οποίο το κάνουν. Έχουν τη μαγική πεποίθηση ότι ο άλλος μπορεί να διαβάσει το μυαλό τους, κι όταν αυτό δεν συμβαίνει, απογοητεύονται καθώς διαπιστώνουν ότι σχετίζονται με έναν άνθρωπο τόσο βλάκα (αφού δεν καταλαβαίνει…) ή τόσο αδιάφορο (αφού καταλαβαίνει μεν, αλλά δεν παραδέχεται το λάθος του ούτε απολογείται γι’ αυτό). Το αποτέλεσμα είναι, ο ένας να βρίσκεται σε σύγχυση αγνοώντας ποιο είναι το «έγκλημά» του και ο άλλος να οργίζεται ακόμα περισσότερο, που η δυσφορία του δεν αναγνωρίζεται και δεν «νομιμοποιείται».
Η ειρωνεία είναι ότι οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τον αποκλεισμό, ενώ πιστεύουν ότι έχουν βάσιμους λόγους να το κάνουν, δεν αναγνωρίζουν και στους άλλους το δικαίωμα να κάνουν το ίδιο. Θεωρούν τον εαυτό τους δικαιολογημένο να αποσυρθεί μπροστά στην κακία των άλλων, αλλά αντιλαμβάνονται την ίδια συμπεριφορά προς το πρόσωπό τους ως ένδειξη ανωριμότητας και ασέβειας. Ερμηνεύουν τη σιωπή των άλλων ως εχθρική, ακόμα και όταν δεν είναι, επειδή προβάλλουν επάνω τους το δικό τους σκεπτικό: Υποθέτουν ότι, όπως και οι ίδιοι, έτσι και οι άλλοι κόβουν την επικοινωνία με σκοπό να τιμωρήσουν, να εξαναγκάσουν ή να βλάψουν. Επιπλέον, κάποιες φορές, δεν αντιλαμβάνονται ότι η διακοπή της επικοινωνίας από την πλευρά των άλλων είναι οριστική και σηματοδοτεί τη λήξη της σχέσης. Με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει όταν εκείνοι αποκλείουν τους άλλους, υποθέτουν ότι η σιωπή των άλλων είναι απλώς ένα καψόνι ή ένα παροδικό εμπάργκο.
ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΣΩΠΑΙΝΩ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΕΡΔΗ ΠΟΥ ΑΠΟΚΟΜΙΖΩ
Ο χειρισμός του άλλου διαμέσου της σιωπής είναι μία τακτική με μεγάλη δύναμη, η οποία, αποδεδειγμένα, «ανταμείβει» αυτόν που την υιοθετεί με μια αίσθηση ελέγχου πάνω στη σχέση και τον άλλο (Zadro, et al., 2007).
Εκείνος που σωπαίνει, χωρίς να παίρνει κανένα ρίσκο στη σχέση, συγκεντρώνει όλη την εξουσία στα χέρια του, εγκρίνοντας και απορρίπτοντας συμπεριφορές και, σαν μικρός θεός, κρίνει και αποφασίζει ποιος δικαιούται και ποιος δεν δικαιούται την εύνοια του, και ποιος αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία ή όχι.
Γίνεται ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής στη σχέση, καθώς τα πάντα περιστρέφονται γύρω του: όταν σωπαίνει, το ζητούμενο είναι οι απαραίτητες κινήσεις προκειμένου να μειωθεί η δυσφορία του και να αποκατασταθεί η επικοινωνία, και όταν δεν σωπαίνει, το ζητούμενο είναι οι αρμόζουσες στάσεις ώστε να μην προσβληθεί, στριμωχτεί ή δυσαρεστηθεί και εξαπολύσει νέο επεισόδιο σιωπής.
ΑΝ ΗΞΕΡΑ ΑΛΛΟ ΤΡΟΠΟ, ΙΣΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΕΛΕΓΑ ΤΗ ΣΙΩΠΗ
Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για τους λόγους που κάποιος χρησιμοποιεί τον αποκλεισμό, μιας και, ερευνητικά, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιος, πότε και γιατί αποφασίζει να σιωπήσει (Zadro, et al., 2007).
Μια ιδέα είναι ότι, αν μεγαλώσαμε σε ένα περιβάλλον όπου τα συναισθήματα μας υποτιμούνταν και οι διαφωνίες μας αποσιωπούνταν, είναι πιθανό να έχουμε μάθει ότι οι αντιπαραθέσεις είναι κακό πράγμα και ότι η εκφορά αντιρρήσεων μάς αφήνει εκτεθειμένους στην περιφρόνηση και την επιθετική διάθεση των άλλων.
Αν βιώσαμε επανειλημμένως την τιμωρία διαμέσου της απόσυρσης της αγάπης και της αποδοχής, οποτεδήποτε τολμήσαμε να εκφράσουμε το θυμό μας, εκτός του ότι χαρακτηριστήκαμε «κακά» παιδιά και πληγώθηκε ανεπανόρθωτα η αναπτυσσόμενη αυτοεκτίμησή μας, μάθαμε, επιπλέον, να αρνούμαστε και να διαστρεβλώνουμε τα «επιθετικά» συναισθήματα μας, με αποτέλεσμα να τα επικοινωνούμε με πλάγιους και παθητικούς τρόπους, όπως η απόσυρση και η σιωπή.
Στις ενήλικες σχέσεις μας χρησιμοποιούμε τον αποκλεισμό ως μέσο προστασίας και ως τρόπο να διατηρήσουμε μια κάποια θετική αίσθηση για τον εαυτό μας. Οι αντιπαραθέσεις αναζωπυρώνουν τις δυσάρεστες εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, χτυπώντας ένα καμπανάκι μέσα στο κεφάλι μας, ότι ο «κακός» εαυτός μας, για τον οποίο ντρεπόμαστε, όχι μόνο επανεμφανίστηκε, αλλά κάπου έσφαλε, κάποιον έβλαψε ή κάποιον έθιξε με τη συμπεριφορά του. Η «λύση» για να αποφευχθεί νέο πλήγμα στην, έτσι κι αλλιώς, εύθραυστη αυτοεκτίμησή μας, και να διατηρηθεί ή ανακτηθεί ο έλεγχος της αυτοεικόνας μας, είναι ο αποκλεισμός κάθε στοιχείου το οποίο αντιλαμβανόμαστε ως απειλητικό. Αυτό σημαίνει ότι, αποκλείουμε τους ανθρώπους που αισθάνονται ή αισθανόμαστε ότι αδικήσαμε ή πληγώσαμε, επειδή μας θυμίζουν ότι δεν είμαστε τόσο τέλειοι όσο έχουμε ανάγκη να πιστεύουμε ότι είμαστε.
Η συμπεριφορά μας γίνεται αντιληπτή από τους άλλους ως επιθετική και, πιθανόν, να είναι, αλλά, στα δικά μας μάτια, με έναν διαστρεβλωμένο τρόπο, είναι καθαρή άμυνα. Και, πολύ συχνά, είναι ο μόνος τρόπος, να δείξουμε στους άλλους το πώς μας φέρθηκαν στο παρελθόν…
ΟΤΑΝ Η ΣΙΩΠΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΔΥΝΑΜΗΣ
Στις περιπτώσεις που δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μεμονωμένο επεισόδιο σιωπής, αλλά με επαναλαμβανόμενους κύκλους σιωπής, η σχέση κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα παιχνίδι δύναμης για το ποιος έχει το πάνω χέρι.
Όταν ο ένας αποκλείει τον άλλο προκειμένου να περάσει το δικό του και ο άλλος, αντί να βγει από τη σχέση, να αδιαφορήσει ή να συμμορφωθεί, αποφασίζει κι εκείνος να ξεκινήσει αποκλεισμό, αυτό που ακολουθεί είναι ένας αγώνας για το ποιος θα φανεί πιο «δυνατός» και ποιος θα κρατήσει περισσότερο χωρίς να «σπάσει».
Όπως τα παιδιά μαθαίνουν, ότι αν γκρινιάξουν λίγο παραπάνω από την προηγούμενη φορά, ο γονιός, παρά την αρχική του αντίσταση, τελικά θα «σπάσει» και θα τους δώσει αυτό που θέλουν, έτσι κι εκείνος που ξεκινάει τη σιωπή, ξέρει από προηγούμενες φορές, ότι αν η σιωπή τραβήξει σε μάκρος, όσο και να αντισταθεί ο άλλος αρχικά, προβλέπεται ότι κάποια στιγμή θα «σπάσει».
Με ανάλογο τρόπο, εκείνος που ξεκίνησε δεύτερος τη σιωπή, ξέρει ότι την προηγούμενη φόρα άντεξε μια βδομάδα, δυο βδομάδες ή ένα μήνα, οπότε, τώρα, προσπαθεί να αντέξει μια βδομάδα, δυο βδομάδες, ένα μήνα και λίγο παραπάνω, ώστε να καταστεί σαφές ότι, αυτή τη φορά, δεν πρόκειται να «σπάσει». Εκείνος που τα ξεκίνησε όλα, βλέποντας ότι παρέρχεται το προβλεπόμενο διάστημα, ενδέχεται να πανικοβληθεί και να «σπάσει» πρώτος. Αν κρατηθεί όμως και τελικά «σπάσει» πάλι ο άλλος, το μόνο που θα καταφέρουν και οι δύο είναι να εκπαιδεύσουν ο ένας τον άλλο, έτσι ώστε το επόμενο επεισόδιο σιωπής να κρατήσει μια βδομάδα, δυο βδομάδες, ένα μήνα, λίγο παραπάνω και λίγο ακόμα παραπάνω. Με λίγα λόγια, οι φαύλοι κύκλοι της σιωπής θα γίνονται ολοένα και μεγαλύτεροι, επιφέροντας ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση και αποξένωση.
Το κλισέ ότι «στη σχέση νικάει εκείνος που νοιάζεται λιγότερο» μάλλον φτιάχτηκε γι’ αυτές τις σχέσεις. Πρόκειται για μια ιδέα περί σχέσεων που υπονοεί ότι ο ενδεδειγμένος τρόπος να σχετίζεται κανείς με τους άλλους είναι το να παίζει παιχνίδια, ενώ η μέθοδος που δίνει τη «νίκη», είναι ο χειρισμός της συμπεριφοράς του άλλου μέσω της ενίσχυσης και της τιμωρίας, μέθοδος παρόμοια με αυτή που χρησιμοποιείται και κατά την εκπαίδευση των σκύλων.
Για να χρησιμοποιήσει κάποιος τον χειρισμό δια αποκλεισμού με σκοπό τη «νίκη», μάλλον θα πρέπει να έχει απωθήσει σε μεγάλο βαθμό την δική του ανάγκη να ανήκει και να συνδέεται αυθεντικά με τους άλλους. Θα πρέπει ακόμα να μην επιτρέπει στον εαυτό του να επενδύει συναισθηματικά στους άλλους και να μην τους αφήνει να γίνουν σημαντικοί για κείνον. Μόνο έτσι, μπορεί κανείς να βάζει και να βγάζει ανθρώπους από τη ζωή του, χωρίς να επηρεάζεται από το πώς αισθάνονται και χωρίς να τον νοιάζει αν θα τους χάσει.
Συνολικά, για να «νικήσει» κανείς σε αυτό το παιχνίδι, θα πρέπει η ζωή να του τα ‘χει φέρει έτσι, ώστε η δύναμη και ο έλεγχος να έχουν αποκτήσει για κείνον μεγαλύτερη αξία από ό,τι η οποιαδήποτε σχέση.
Η ΣΙΩΠΗ ΒΛΑΠΤΕΙ ΣΟΒΑΡΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ
Ένα βασικό πρόβλημα με τον εξοστρακισμό είναι ότι άπαξ και ξεκινήσει είναι δύσκολο να σταματήσει, ακόμα και όταν ο λόγος που τον προκάλεσε έχει ξεχαστεί ή συγχωρεθεί (Williams, 2007). Είτε επειδή φοβούνται ότι θα φανούν ανακόλουθοι αν υπαναχωρήσουν, είτε επειδή απολαμβάνουν την προσοχή που παίρνουν από τον άλλο, είτε επειδή ο αποκλεισμός γίνεται συνήθεια, οι άνθρωποι δυσκολεύονται να ξαναμιλήσουν και να επανασυνδεθούν (Zadro, et al., 2007).
Όταν η κατάσταση παγιώνεται και η σιωπή γίνεται μόνιμη, αυτό που κυρίως πλήττεται είναι η πρώτη και βασικότερη συνθήκη των σχέσεων που, σύμφωνα με την προσωποκεντρική θεωρία, είναι η επαφή. Κι επειδή χωρίς επαφή, πολύ απλά, δεν υπάρχει σχέση, η σιωπή, αναπόφευκτα, αναγγέλλει το θάνατο της σχέσης.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν φταίχτες, θύτες ή θύματα. Αυτό που ξέρω είναι ότι οι σχέσεις έχουν δύο: εκείνος που σωπαίνει, προφανώς, δεν είναι άμοιρος ευθυνών, αλλά από την άλλη, όσο κι αν ακούγεται προκλητικό, μάλλον «βρίσκει και τα κάνει», διαλέγει ανθρώπους που, για τους δικούς τους λόγους, δέχονται ή ανέχονται τέτοιες χειριστικές συμπεριφορές.
Ο εξοστρακισμός, δηλαδή το να σε αγνοούν και να σε αποκλείουν με σκοπό να σε τιμωρήσουν, να σε κάνουν να συμμορφωθείς ή να απαλλαγούν από σένα, αποτελεί μία κοινωνική πρακτική που επιτίθεται ευθέως στην πανανθρώπινη ανάγκη να νιώθουμε ότι ανήκουμε κάπου, και γι’ αυτό το λόγο δεν αφήνει κανέναν ανεπηρέαστο (Williams, 2007).
Από τις σχέσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων και κρατών, μέχρι τις εργασιακές σχέσεις και τις σχέσεις γονιών – παιδιών, η τιμωρία δια του αποκλεισμού θεωρείται ένα κοινωνικά αποδεκτό μέσο ρύθμισης των ανθρώπινων σχέσεων, και αποτελεί ένα ισχυρότατο εργαλείο ελέγχου και καταναγκασμού στα χέρια ατόμων και ομάδων που, συνήθως, βρίσκονται σε θέση ισχύος.
Στο πεδίο των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, ο εξοστρακισμός κάνει την εμφάνισή του όταν το ένα μέλος της σχέσης αγνοεί επίτηδες την ύπαρξη του άλλου και παύει να του μιλάει, με σκοπό να του δώσει ένα μάθημα ή να το φέρει με τα νερά του.
Το βάρος εδώ δεν πέφτει στην επιστημολογική, ηθική ή πολιτική συζήτηση, αλλά στην φαινομενολογική διερεύνηση του φαινομένου του εξοστρακισμού εντός των στενών σχέσεων, σε πρώτη φάση μέσα από την εμπειρία εκείνου που σωπαίνει και, σε δεύτερη φάση, μέσα από την εμπειρία εκείνου που καταδικάζεται σε σιωπή.
ΔΙΑΚΟΠΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕΧΡΙ ΝΕΟΤΕΡΑΣ
Συμβαίνει καμιά φορά οι άνθρωποι να σταματάμε να μιλάμε μεταξύ μας ή να αγνοούμε ο ένας τον άλλον, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει πρόθεση να βλάψουμε ή να τιμωρήσουμε, όπως γίνεται, για παράδειγμα, στην περίπτωση που διακόπτουμε μια κακοποιητική σχέση ή όταν παίρνουμε απόσταση μετά από έναν χωρισμό.
Σε αυτές και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, ο αποκλεισμός του άλλου, μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο δυσάρεστος, αλλά συνήθως δεν έχει την «παθολογική» πρόθεση χειρισμού που κρύβεται πίσω από τη σιωπή όταν χρησιμοποιείται ως μέσο ελέγχου του άλλου.
Όταν η πρόθεση είναι ο χειρισμός, ο άλλος αντιμετωπίζεται σαν να μην υπάρχει, σαν να είναι αόρατος. Αρνούμαστε να αλληλεπιδράσουμε μαζί του και δεν του μιλάμε καθόλου ή του μιλάμε τυπικά και απόμακρα, όπως θα μιλούσαμε σε έναν ξένο ή σε κάποιον που δεν αξίζει την προσοχή μας. Αυτό που δηλώνουμε με τη σιωπή μας είναι ότι η παρουσία του δεν κάνει καμία διαφορά στο αντιληπτικό μας πεδίο – είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει είναι ένα και το αυτό.
Πρόκειται για μία καταφανώς επιθετική συμπεριφορά που όμως εκφράζεται με έναν εξαιρετικά παθητικό τρόπο. Ο άνθρωπος που σωπαίνει και αγνοεί τον άλλο, εκφράζει παθητικά το στρίμωγμα, τη δυσφορία ή την οργή του, υπολογίζοντας ότι το μήνυμα ότι νιώθει αδικημένος, δυσαρεστημένος ή θυμωμένος θα γίνει αντιληπτό, κατανοητό και σεβαστό.
Τις περισσότερες φορές εκείνος που ξεκινάει την σιωπή έχει στόχο να τιμωρήσει. Αντιλαμβάνεται τον άλλο ως κάποιον ο οποίος, με κάποια πράξη ή παράλειψή του, τον έβλαψε, για παράδειγμα, τον προσέβαλε, τον παράκουσε, δεν τον πρόσεξε αρκετά ή δεν τον προστάτεψε όταν «έπρεπε». Ο αποκλεισμός εδώ έχει στόχο να πονέσει, να δημιουργήσει ενοχές και να κάνει τον άλλο να πληρώσει και να απολογηθεί γι’ αυτά που έκανε ή δεν έκανε.
Σε άλλες περιπτώσεις, η διακοπή της επικοινωνίας έχει στόχο τη συμμόρφωση διαμέσου του εκφοβισμού. Εδώ, αυτός που σωπαίνει, ποντάρει στην αδυναμία που του έχει ο άλλος, και αποσύρει το ενδιαφέρον του ώστε να τον πανικοβάλλει και να τον αναγκάσει να συνθηκολογήσει με τους όποιους όρους του. Το εκβιαστικό μήνυμα που μεταδίδεται χωρίς λόγια, είναι: «αν δεν κάνεις αυτό που θέλω, δεν μπορείς να με έχεις».
Μερικές φορές, η σιωπή έρχεται ως απάντηση στην προσπάθεια του άλλου να «σηκώσει κεφάλι», δηλαδή να εκφράσει τις επιθυμίες και ανάγκες του. Αν αποπειραθεί να επιβάλλει τον εαυτό του σε κάποιο τομέα της σχέσης, να θέσει τους δικούς του όρους ή να ζητήσει διαφορετική μεταχείριση σε κάποιο ζήτημα, η σιωπή αναλαμβάνει να τον αποστομώσει με ένα αθόρυβα βροντερό «όχι». Το κατηγορηματικό μήνυμα που μεταδίδεται εδώ, είναι: «δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί σου, αν μου βάζεις όρια και αν έχεις την οποιαδήποτε απαίτηση από μένα».
Στις περιπτώσεις, τέλος, που η σιωπή ξεκινά όταν μια αντιπαράθεση βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, σημαίνει ότι η εύρεση αμοιβαία ικανοποιητικής «λύσης» και η εξομάλυνση της κατάστασης δεν αποτελούν προτεραιότητες. Το εγωιστικό μήνυμα εδώ, είναι: «απορρίπτω το ενδεχόμενο να αλλάξω ή να τροποποιήσω οποιαδήποτε συμπεριφορά μου, να κάνω πίσω ή να προσπαθήσω να συμβιβαστώ, να παραδεχτώ ότι λειτούργησα εσφαλμένα σε κάποιο θέμα και, γενικά, αρνούμαι να αναλάβω το δικό μου μερίδιο ευθύνης στην όποια διαφωνία ή σύγκρουση».
Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΣΩΠΑΙΝΩ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΜΕ ΠΝΙΓΕΙ ΤΟ ΔΙΚΙΟ
Με εξαίρεση τις περιπτώσεις καθαρής αναλγησίας και σαδισμού, οι περισσότεροι άνθρωποι που αποκλείουν τους άλλους, πραγματικά πιστεύουν ότι έχουν κάθε λόγο να το κάνουν και θεωρούν δεδομένο ότι ο άλλος καταλαβαίνει το λόγο για τον οποίο το κάνουν. Έχουν τη μαγική πεποίθηση ότι ο άλλος μπορεί να διαβάσει το μυαλό τους, κι όταν αυτό δεν συμβαίνει, απογοητεύονται καθώς διαπιστώνουν ότι σχετίζονται με έναν άνθρωπο τόσο βλάκα (αφού δεν καταλαβαίνει…) ή τόσο αδιάφορο (αφού καταλαβαίνει μεν, αλλά δεν παραδέχεται το λάθος του ούτε απολογείται γι’ αυτό). Το αποτέλεσμα είναι, ο ένας να βρίσκεται σε σύγχυση αγνοώντας ποιο είναι το «έγκλημά» του και ο άλλος να οργίζεται ακόμα περισσότερο, που η δυσφορία του δεν αναγνωρίζεται και δεν «νομιμοποιείται».
Η ειρωνεία είναι ότι οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τον αποκλεισμό, ενώ πιστεύουν ότι έχουν βάσιμους λόγους να το κάνουν, δεν αναγνωρίζουν και στους άλλους το δικαίωμα να κάνουν το ίδιο. Θεωρούν τον εαυτό τους δικαιολογημένο να αποσυρθεί μπροστά στην κακία των άλλων, αλλά αντιλαμβάνονται την ίδια συμπεριφορά προς το πρόσωπό τους ως ένδειξη ανωριμότητας και ασέβειας. Ερμηνεύουν τη σιωπή των άλλων ως εχθρική, ακόμα και όταν δεν είναι, επειδή προβάλλουν επάνω τους το δικό τους σκεπτικό: Υποθέτουν ότι, όπως και οι ίδιοι, έτσι και οι άλλοι κόβουν την επικοινωνία με σκοπό να τιμωρήσουν, να εξαναγκάσουν ή να βλάψουν. Επιπλέον, κάποιες φορές, δεν αντιλαμβάνονται ότι η διακοπή της επικοινωνίας από την πλευρά των άλλων είναι οριστική και σηματοδοτεί τη λήξη της σχέσης. Με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει όταν εκείνοι αποκλείουν τους άλλους, υποθέτουν ότι η σιωπή των άλλων είναι απλώς ένα καψόνι ή ένα παροδικό εμπάργκο.
ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΣΩΠΑΙΝΩ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΕΡΔΗ ΠΟΥ ΑΠΟΚΟΜΙΖΩ
Ο χειρισμός του άλλου διαμέσου της σιωπής είναι μία τακτική με μεγάλη δύναμη, η οποία, αποδεδειγμένα, «ανταμείβει» αυτόν που την υιοθετεί με μια αίσθηση ελέγχου πάνω στη σχέση και τον άλλο (Zadro, et al., 2007).
Εκείνος που σωπαίνει, χωρίς να παίρνει κανένα ρίσκο στη σχέση, συγκεντρώνει όλη την εξουσία στα χέρια του, εγκρίνοντας και απορρίπτοντας συμπεριφορές και, σαν μικρός θεός, κρίνει και αποφασίζει ποιος δικαιούται και ποιος δεν δικαιούται την εύνοια του, και ποιος αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία ή όχι.
Γίνεται ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής στη σχέση, καθώς τα πάντα περιστρέφονται γύρω του: όταν σωπαίνει, το ζητούμενο είναι οι απαραίτητες κινήσεις προκειμένου να μειωθεί η δυσφορία του και να αποκατασταθεί η επικοινωνία, και όταν δεν σωπαίνει, το ζητούμενο είναι οι αρμόζουσες στάσεις ώστε να μην προσβληθεί, στριμωχτεί ή δυσαρεστηθεί και εξαπολύσει νέο επεισόδιο σιωπής.
ΑΝ ΗΞΕΡΑ ΑΛΛΟ ΤΡΟΠΟ, ΙΣΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΕΛΕΓΑ ΤΗ ΣΙΩΠΗ
Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για τους λόγους που κάποιος χρησιμοποιεί τον αποκλεισμό, μιας και, ερευνητικά, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιος, πότε και γιατί αποφασίζει να σιωπήσει (Zadro, et al., 2007).
Μια ιδέα είναι ότι, αν μεγαλώσαμε σε ένα περιβάλλον όπου τα συναισθήματα μας υποτιμούνταν και οι διαφωνίες μας αποσιωπούνταν, είναι πιθανό να έχουμε μάθει ότι οι αντιπαραθέσεις είναι κακό πράγμα και ότι η εκφορά αντιρρήσεων μάς αφήνει εκτεθειμένους στην περιφρόνηση και την επιθετική διάθεση των άλλων.
Αν βιώσαμε επανειλημμένως την τιμωρία διαμέσου της απόσυρσης της αγάπης και της αποδοχής, οποτεδήποτε τολμήσαμε να εκφράσουμε το θυμό μας, εκτός του ότι χαρακτηριστήκαμε «κακά» παιδιά και πληγώθηκε ανεπανόρθωτα η αναπτυσσόμενη αυτοεκτίμησή μας, μάθαμε, επιπλέον, να αρνούμαστε και να διαστρεβλώνουμε τα «επιθετικά» συναισθήματα μας, με αποτέλεσμα να τα επικοινωνούμε με πλάγιους και παθητικούς τρόπους, όπως η απόσυρση και η σιωπή.
Στις ενήλικες σχέσεις μας χρησιμοποιούμε τον αποκλεισμό ως μέσο προστασίας και ως τρόπο να διατηρήσουμε μια κάποια θετική αίσθηση για τον εαυτό μας. Οι αντιπαραθέσεις αναζωπυρώνουν τις δυσάρεστες εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, χτυπώντας ένα καμπανάκι μέσα στο κεφάλι μας, ότι ο «κακός» εαυτός μας, για τον οποίο ντρεπόμαστε, όχι μόνο επανεμφανίστηκε, αλλά κάπου έσφαλε, κάποιον έβλαψε ή κάποιον έθιξε με τη συμπεριφορά του. Η «λύση» για να αποφευχθεί νέο πλήγμα στην, έτσι κι αλλιώς, εύθραυστη αυτοεκτίμησή μας, και να διατηρηθεί ή ανακτηθεί ο έλεγχος της αυτοεικόνας μας, είναι ο αποκλεισμός κάθε στοιχείου το οποίο αντιλαμβανόμαστε ως απειλητικό. Αυτό σημαίνει ότι, αποκλείουμε τους ανθρώπους που αισθάνονται ή αισθανόμαστε ότι αδικήσαμε ή πληγώσαμε, επειδή μας θυμίζουν ότι δεν είμαστε τόσο τέλειοι όσο έχουμε ανάγκη να πιστεύουμε ότι είμαστε.
Η συμπεριφορά μας γίνεται αντιληπτή από τους άλλους ως επιθετική και, πιθανόν, να είναι, αλλά, στα δικά μας μάτια, με έναν διαστρεβλωμένο τρόπο, είναι καθαρή άμυνα. Και, πολύ συχνά, είναι ο μόνος τρόπος, να δείξουμε στους άλλους το πώς μας φέρθηκαν στο παρελθόν…
ΟΤΑΝ Η ΣΙΩΠΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΔΥΝΑΜΗΣ
Στις περιπτώσεις που δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μεμονωμένο επεισόδιο σιωπής, αλλά με επαναλαμβανόμενους κύκλους σιωπής, η σχέση κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα παιχνίδι δύναμης για το ποιος έχει το πάνω χέρι.
Όταν ο ένας αποκλείει τον άλλο προκειμένου να περάσει το δικό του και ο άλλος, αντί να βγει από τη σχέση, να αδιαφορήσει ή να συμμορφωθεί, αποφασίζει κι εκείνος να ξεκινήσει αποκλεισμό, αυτό που ακολουθεί είναι ένας αγώνας για το ποιος θα φανεί πιο «δυνατός» και ποιος θα κρατήσει περισσότερο χωρίς να «σπάσει».
Όπως τα παιδιά μαθαίνουν, ότι αν γκρινιάξουν λίγο παραπάνω από την προηγούμενη φορά, ο γονιός, παρά την αρχική του αντίσταση, τελικά θα «σπάσει» και θα τους δώσει αυτό που θέλουν, έτσι κι εκείνος που ξεκινάει τη σιωπή, ξέρει από προηγούμενες φορές, ότι αν η σιωπή τραβήξει σε μάκρος, όσο και να αντισταθεί ο άλλος αρχικά, προβλέπεται ότι κάποια στιγμή θα «σπάσει».
Με ανάλογο τρόπο, εκείνος που ξεκίνησε δεύτερος τη σιωπή, ξέρει ότι την προηγούμενη φόρα άντεξε μια βδομάδα, δυο βδομάδες ή ένα μήνα, οπότε, τώρα, προσπαθεί να αντέξει μια βδομάδα, δυο βδομάδες, ένα μήνα και λίγο παραπάνω, ώστε να καταστεί σαφές ότι, αυτή τη φορά, δεν πρόκειται να «σπάσει». Εκείνος που τα ξεκίνησε όλα, βλέποντας ότι παρέρχεται το προβλεπόμενο διάστημα, ενδέχεται να πανικοβληθεί και να «σπάσει» πρώτος. Αν κρατηθεί όμως και τελικά «σπάσει» πάλι ο άλλος, το μόνο που θα καταφέρουν και οι δύο είναι να εκπαιδεύσουν ο ένας τον άλλο, έτσι ώστε το επόμενο επεισόδιο σιωπής να κρατήσει μια βδομάδα, δυο βδομάδες, ένα μήνα, λίγο παραπάνω και λίγο ακόμα παραπάνω. Με λίγα λόγια, οι φαύλοι κύκλοι της σιωπής θα γίνονται ολοένα και μεγαλύτεροι, επιφέροντας ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση και αποξένωση.
Το κλισέ ότι «στη σχέση νικάει εκείνος που νοιάζεται λιγότερο» μάλλον φτιάχτηκε γι’ αυτές τις σχέσεις. Πρόκειται για μια ιδέα περί σχέσεων που υπονοεί ότι ο ενδεδειγμένος τρόπος να σχετίζεται κανείς με τους άλλους είναι το να παίζει παιχνίδια, ενώ η μέθοδος που δίνει τη «νίκη», είναι ο χειρισμός της συμπεριφοράς του άλλου μέσω της ενίσχυσης και της τιμωρίας, μέθοδος παρόμοια με αυτή που χρησιμοποιείται και κατά την εκπαίδευση των σκύλων.
Για να χρησιμοποιήσει κάποιος τον χειρισμό δια αποκλεισμού με σκοπό τη «νίκη», μάλλον θα πρέπει να έχει απωθήσει σε μεγάλο βαθμό την δική του ανάγκη να ανήκει και να συνδέεται αυθεντικά με τους άλλους. Θα πρέπει ακόμα να μην επιτρέπει στον εαυτό του να επενδύει συναισθηματικά στους άλλους και να μην τους αφήνει να γίνουν σημαντικοί για κείνον. Μόνο έτσι, μπορεί κανείς να βάζει και να βγάζει ανθρώπους από τη ζωή του, χωρίς να επηρεάζεται από το πώς αισθάνονται και χωρίς να τον νοιάζει αν θα τους χάσει.
Συνολικά, για να «νικήσει» κανείς σε αυτό το παιχνίδι, θα πρέπει η ζωή να του τα ‘χει φέρει έτσι, ώστε η δύναμη και ο έλεγχος να έχουν αποκτήσει για κείνον μεγαλύτερη αξία από ό,τι η οποιαδήποτε σχέση.
Η ΣΙΩΠΗ ΒΛΑΠΤΕΙ ΣΟΒΑΡΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ
Ένα βασικό πρόβλημα με τον εξοστρακισμό είναι ότι άπαξ και ξεκινήσει είναι δύσκολο να σταματήσει, ακόμα και όταν ο λόγος που τον προκάλεσε έχει ξεχαστεί ή συγχωρεθεί (Williams, 2007). Είτε επειδή φοβούνται ότι θα φανούν ανακόλουθοι αν υπαναχωρήσουν, είτε επειδή απολαμβάνουν την προσοχή που παίρνουν από τον άλλο, είτε επειδή ο αποκλεισμός γίνεται συνήθεια, οι άνθρωποι δυσκολεύονται να ξαναμιλήσουν και να επανασυνδεθούν (Zadro, et al., 2007).
Όταν η κατάσταση παγιώνεται και η σιωπή γίνεται μόνιμη, αυτό που κυρίως πλήττεται είναι η πρώτη και βασικότερη συνθήκη των σχέσεων που, σύμφωνα με την προσωποκεντρική θεωρία, είναι η επαφή. Κι επειδή χωρίς επαφή, πολύ απλά, δεν υπάρχει σχέση, η σιωπή, αναπόφευκτα, αναγγέλλει το θάνατο της σχέσης.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν φταίχτες, θύτες ή θύματα. Αυτό που ξέρω είναι ότι οι σχέσεις έχουν δύο: εκείνος που σωπαίνει, προφανώς, δεν είναι άμοιρος ευθυνών, αλλά από την άλλη, όσο κι αν ακούγεται προκλητικό, μάλλον «βρίσκει και τα κάνει», διαλέγει ανθρώπους που, για τους δικούς τους λόγους, δέχονται ή ανέχονται τέτοιες χειριστικές συμπεριφορές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου