«Ό,τι κι αν κάνεις, μικρό ή μεγάλο, να το κάνεις με την ψυχή σου». Αυτό έλεγε πάντα ο Μαθιός στον καφενέ που σταματούσε να πιει ένα δροσερό νερό, πριν πάρει τη ρούγα για τις πάνω γειτονιές. Σχεδόν αμούστακο παλικαράκι ήταν κι οι χωριανοί γέλαγαν μαζί του. Τον θωρούσαν για αλαφροΐσκιωτο. Αλλά αυτόν καθόλου δεν τον έμελλε για όσα του καταμαρτυρούσαν. Χαμογέλαγε με καλοσύνη κι έπαιρνε σε λίγο τον δρόμο του, σίγουρος για τα λεγόμενά του, αφού ο λογισμός του, έτσι τον ορμήνευε.
Πραματευτής ήτανε. Γυρνούσε από μέρος σε μέρος κι από χωριό σε χωριό, διάβαινε τους μαχαλάδες και διαλαλούσε την πραμάτεια του. Χτένες και καθρεφτάκια και κορδέλες για τα μαλλιά σε όλα τα χρώματα. Μέχρι και κοκκινάδι για τα μάγουλα, αλλά και μύρα για το σώμα κι αρώματα της Ανατολής. Ό,τι μπορούσε να ποθήσει η νιόπαντρη κυρά αλλά και κάθε νεαρό κορίτσι. Μαζεύονταν όλες γύρω του, κοίταγαν, δοκίμαζαν, παζάρευαν. Κι αυτός δεν έχανε ευκαιρία να τις παινεύει, αλλά και να κάνει τα σκόντα του στα παρακάλια τους. Γιατί δεν τον ένοιαζε τόσο το κέρδος. Του αρκούσε να βγάζει όσο να περνάει- ίσα για λίγο ψωμί και μια χούφτα ελιές. Φτάνει που ΄βλεπε τη λάμψη στα μάτια όλων αυτών των θηλυκών, όταν αποκτούσαν την κόκκινη μεταξωτή κορδέλα ή το ντυμένο με ασήμι καθρεφτάκι ή το κοκαλάκι από ταρταρούγα. Κι ήταν κι αυτό ένα απ’ όσα είχε στο νου του, όταν έλεγε να κάνεις κάτι με την ψυχή σου.
Κανείς δεν ήξερε ακριβώς από πού κρατούσε η σκούφια του. Κάθε που τον ρώταγαν, απαντούσε αόριστα πως γεννήθηκε κάπου βόρεια κι έφυγε μικρός απ’ το χωριό του σε μιαν ακόμη επιδρομή των Τούρκων, απ’ όπου λίγοι γλύτωσαν ζωντανοί. Και μεγάλωσε από τόπο σε τόπο, δουλεύοντας στα χωράφια ή στους στάβλους, μέχρι να βρει το επάγγελμα που του ταίριαζε καλύτερα. Αυτό του γυρολόγου, καθώς τον μάγευε να ταξιδεύει και να γεμίζει συνέχεια το μυαλό του με καινούριες εικόνες και νέες γνωριμίες. Αλλά κυρίως, τον μάγευε να βλέπει τους ανθρώπους χαρούμενους, να γελούν τα μάτια τους, ακόμη κι αν αυτό που τους έδωσε τόση χαρά ήταν ένα τόσο δα μικρό στολιδάκι.
Στην αρχή περνούσε κάθε τρεις ή τέσσερις μήνες. Μέχρι που μια μέρα η ψυχοκόρη, η Τασούλα, βγήκε να ψωνίσει για την κυρά της. Ο Μαθιός θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Ένα άγουρο, σαν λιγνό κλαράκι, κοριτσάκι ήταν, αλλά στα μεγάλα πράσινα μάτια της, εκείνος είδε όλη την γλύκα του κόσμου. Κι από τότε, πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, όλο σ’ αυτά τα μέρη γυρόφερνε. Αλλά κι εκείνη, μόλις τον άκουγε απ’ έξω, κρυβόταν πίσω απ’ την κουρτίνα και τον κοιτούσε, βρέχοντας συνέχεια με κρύο νερό τα μάγουλά της που πυράκτωναν. Κι όλο έβρισκε κάποια δικαιολογία για να βγει λίγο στην αυλή, μόλις αραίωναν οι πελάτισσες γύρω του.
Κι όταν επιτέλους τα λόγια μεταξύ τους ανέβηκαν απ’ την καρδιά στα χείλη, κυρά κι αρχόντισσα της έταξε να την κάνει, φτάνει λίγο να τον περίμενε. Κι αυτή τον πίστεψε και συμφώνησε. Πέντε χρόνια πέρασαν κι αυτός, πιστός στα λόγια του, πέρναγε και ξαναπέρναγε κι ανανέωνε τους όρκους του. Κι αυτή, με τη σειρά της, απέρριπτε κάθε προξενιό. Όταν έφτασ’ ο καιρός και πήγε πια να την ζητήσει απ’ τ’ αφεντικά της, όλοι έμειναν άλαλοι. Κανένας δεν είχε πάρει χαμπάρι πως είχε κτίσει, με τα ίδια του τα χέρια, πέτρα την πέτρα, στο διπλανό χωριό, ένα σπιτικό για την Τασούλα του.
Ο Μαθιός, το ’πε και το ’κανε. Έκανε την Τασούλα του κυρά κι αρχόντισσα. Το σπίτι τους, τα είχε όλα. Και νυφική κάμαρη, και σάλα με τζάκι και κτιστό καναπέ, μέχρι και μαγειρειό. Αλλά και τα προικιά του, ήταν μέσα. Σεντόνια και φλοκάτες και παπλώματα και σινιά και τεντζερέδες. Και στο κατώι, νεαρές πουλάδες κι ένα κοκόρι, αλλά και μια μικρή κατσικούλα. Και πίσω από το σπίτι, δύο μεγάλες καρυδιές να ρίχνουν τον ίσκιο τους και να τους θρέφουν με τους καρπούς τους.
Για λίγο καιρό μετά τον γάμο τους, έμενε η Τασούλα στο σπίτι κι ο Μαθιός συνέχιζε να γυρνάει στα χωριά, αλλά όλο και πιο κοντά κι όλο για λιγότερο καιρό, αλλά κι ελάττωσε τα σκόντα αφού είχε πια οικογένεια να θρέψει. Χωρίς όμως ποτέ να τα κόψει τελείως, αφού δεν του πήγαινε η καρδιά του. Αλλά μετά, ξεκίνησαν να ελευθερώσουν την Μακεδονία. Κι ο Μαθιός, από τους πρώτους κατατάχτηκε, αφού έτσι του μηνούσε η ψυχή του, για τα μέρη που γεννήθηκε. Και γύρισε πίσω νικητής. Κι έπειτα ήρθε ο μεγάλος πόλεμος. Κι έφυγε πάλι, αφήνοντας την Τασούλα έγκυο στον πρώτο τους γιό. Κι όταν γύρισε, τον βρήκε πια να μπουσουλάει.
Κι από τότε, το αποφάσισε. Τέρμα τα γυροβόλια, τέρμα και το εμπόριο. Δεν θα ξανάφευγε. Θα δούλευε πια στα χωράφια. Κι έτσι κι έκανε. Κι η ψυχή του πάλι ήταν χαρούμενη, αφού γελούσαν τα μάτια της γυναίκας του και του μικρού τους γιού. Κι όταν ήρθε στον κόσμο κι ο δεύτερος κι ο τρίτος, το σπιτικό τους ήταν πια γι’ αυτόν, το ακριβότερο παλάτι του κόσμου.
Κι έπειτα ήρθε ο επόμενος μεγάλος πόλεμος. Και να ’θελε ο Μαθιός να πάει να πολεμήσει, δεν τον έπαιρναν πια τα χρόνια. Κι απόμεινε μόνο να στείλει τους γιούς του. Ο μεγάλος, άφησε την τελευταία του πνοή στα βουνά της Αλβανίας. Οι άλλοι δύο γύρισαν για λίγο στο σπίτι κι έφυγαν μετά στην αντίσταση, αλλά σε άλλη πλευρά ο καθένας. Κι όταν ήρθε ο τρισκατάρατος αδελφοφάγος πόλεμος, κάτω από τις καρυδιές της αυλής, έστρεψαν τα όπλα ο ένας στον άλλο, με μάρτυρες τους γονείς τους.
Η καρδιά της Τασούλας δεν άντεξε. Κι έτσι, ο Μαθιός έθαψε και τους τρεις την άλλη μέρα στο μικρό κοιμητήρι του χωριού. Μήνες έκαναν να τον δουν. Από την βαριά μυρωδιά κατάλαβαν οι συγχωριανοί πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Κι άνοιξαν την πόρτα, για να τον βρούνε κρεμασμένο από το μεγάλο δοκάρι της σάλας. Φαίνεται, η ψυχή του δεν άντεχε άλλο να ζει, αφού δεν έβλεπε πουθενά πια χαμόγελο.
Κι απόμεινε αυτό το σπίτι μοναχό, να ρημάζει στο διάβα των χρόνων.
Γι’ αυτό σου λέω, φίλε μου, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις στον τόπο μας, έχει κι από μία ιστορία να σου διηγηθεί. Αρκεί να έχεις τ’ αυτιά σου ανοιχτά, για να μπορέσεις να την ακούσεις.
Πραματευτής ήτανε. Γυρνούσε από μέρος σε μέρος κι από χωριό σε χωριό, διάβαινε τους μαχαλάδες και διαλαλούσε την πραμάτεια του. Χτένες και καθρεφτάκια και κορδέλες για τα μαλλιά σε όλα τα χρώματα. Μέχρι και κοκκινάδι για τα μάγουλα, αλλά και μύρα για το σώμα κι αρώματα της Ανατολής. Ό,τι μπορούσε να ποθήσει η νιόπαντρη κυρά αλλά και κάθε νεαρό κορίτσι. Μαζεύονταν όλες γύρω του, κοίταγαν, δοκίμαζαν, παζάρευαν. Κι αυτός δεν έχανε ευκαιρία να τις παινεύει, αλλά και να κάνει τα σκόντα του στα παρακάλια τους. Γιατί δεν τον ένοιαζε τόσο το κέρδος. Του αρκούσε να βγάζει όσο να περνάει- ίσα για λίγο ψωμί και μια χούφτα ελιές. Φτάνει που ΄βλεπε τη λάμψη στα μάτια όλων αυτών των θηλυκών, όταν αποκτούσαν την κόκκινη μεταξωτή κορδέλα ή το ντυμένο με ασήμι καθρεφτάκι ή το κοκαλάκι από ταρταρούγα. Κι ήταν κι αυτό ένα απ’ όσα είχε στο νου του, όταν έλεγε να κάνεις κάτι με την ψυχή σου.
Κανείς δεν ήξερε ακριβώς από πού κρατούσε η σκούφια του. Κάθε που τον ρώταγαν, απαντούσε αόριστα πως γεννήθηκε κάπου βόρεια κι έφυγε μικρός απ’ το χωριό του σε μιαν ακόμη επιδρομή των Τούρκων, απ’ όπου λίγοι γλύτωσαν ζωντανοί. Και μεγάλωσε από τόπο σε τόπο, δουλεύοντας στα χωράφια ή στους στάβλους, μέχρι να βρει το επάγγελμα που του ταίριαζε καλύτερα. Αυτό του γυρολόγου, καθώς τον μάγευε να ταξιδεύει και να γεμίζει συνέχεια το μυαλό του με καινούριες εικόνες και νέες γνωριμίες. Αλλά κυρίως, τον μάγευε να βλέπει τους ανθρώπους χαρούμενους, να γελούν τα μάτια τους, ακόμη κι αν αυτό που τους έδωσε τόση χαρά ήταν ένα τόσο δα μικρό στολιδάκι.
Στην αρχή περνούσε κάθε τρεις ή τέσσερις μήνες. Μέχρι που μια μέρα η ψυχοκόρη, η Τασούλα, βγήκε να ψωνίσει για την κυρά της. Ο Μαθιός θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Ένα άγουρο, σαν λιγνό κλαράκι, κοριτσάκι ήταν, αλλά στα μεγάλα πράσινα μάτια της, εκείνος είδε όλη την γλύκα του κόσμου. Κι από τότε, πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, όλο σ’ αυτά τα μέρη γυρόφερνε. Αλλά κι εκείνη, μόλις τον άκουγε απ’ έξω, κρυβόταν πίσω απ’ την κουρτίνα και τον κοιτούσε, βρέχοντας συνέχεια με κρύο νερό τα μάγουλά της που πυράκτωναν. Κι όλο έβρισκε κάποια δικαιολογία για να βγει λίγο στην αυλή, μόλις αραίωναν οι πελάτισσες γύρω του.
Κι όταν επιτέλους τα λόγια μεταξύ τους ανέβηκαν απ’ την καρδιά στα χείλη, κυρά κι αρχόντισσα της έταξε να την κάνει, φτάνει λίγο να τον περίμενε. Κι αυτή τον πίστεψε και συμφώνησε. Πέντε χρόνια πέρασαν κι αυτός, πιστός στα λόγια του, πέρναγε και ξαναπέρναγε κι ανανέωνε τους όρκους του. Κι αυτή, με τη σειρά της, απέρριπτε κάθε προξενιό. Όταν έφτασ’ ο καιρός και πήγε πια να την ζητήσει απ’ τ’ αφεντικά της, όλοι έμειναν άλαλοι. Κανένας δεν είχε πάρει χαμπάρι πως είχε κτίσει, με τα ίδια του τα χέρια, πέτρα την πέτρα, στο διπλανό χωριό, ένα σπιτικό για την Τασούλα του.
Ο Μαθιός, το ’πε και το ’κανε. Έκανε την Τασούλα του κυρά κι αρχόντισσα. Το σπίτι τους, τα είχε όλα. Και νυφική κάμαρη, και σάλα με τζάκι και κτιστό καναπέ, μέχρι και μαγειρειό. Αλλά και τα προικιά του, ήταν μέσα. Σεντόνια και φλοκάτες και παπλώματα και σινιά και τεντζερέδες. Και στο κατώι, νεαρές πουλάδες κι ένα κοκόρι, αλλά και μια μικρή κατσικούλα. Και πίσω από το σπίτι, δύο μεγάλες καρυδιές να ρίχνουν τον ίσκιο τους και να τους θρέφουν με τους καρπούς τους.
Για λίγο καιρό μετά τον γάμο τους, έμενε η Τασούλα στο σπίτι κι ο Μαθιός συνέχιζε να γυρνάει στα χωριά, αλλά όλο και πιο κοντά κι όλο για λιγότερο καιρό, αλλά κι ελάττωσε τα σκόντα αφού είχε πια οικογένεια να θρέψει. Χωρίς όμως ποτέ να τα κόψει τελείως, αφού δεν του πήγαινε η καρδιά του. Αλλά μετά, ξεκίνησαν να ελευθερώσουν την Μακεδονία. Κι ο Μαθιός, από τους πρώτους κατατάχτηκε, αφού έτσι του μηνούσε η ψυχή του, για τα μέρη που γεννήθηκε. Και γύρισε πίσω νικητής. Κι έπειτα ήρθε ο μεγάλος πόλεμος. Κι έφυγε πάλι, αφήνοντας την Τασούλα έγκυο στον πρώτο τους γιό. Κι όταν γύρισε, τον βρήκε πια να μπουσουλάει.
Κι από τότε, το αποφάσισε. Τέρμα τα γυροβόλια, τέρμα και το εμπόριο. Δεν θα ξανάφευγε. Θα δούλευε πια στα χωράφια. Κι έτσι κι έκανε. Κι η ψυχή του πάλι ήταν χαρούμενη, αφού γελούσαν τα μάτια της γυναίκας του και του μικρού τους γιού. Κι όταν ήρθε στον κόσμο κι ο δεύτερος κι ο τρίτος, το σπιτικό τους ήταν πια γι’ αυτόν, το ακριβότερο παλάτι του κόσμου.
Κι έπειτα ήρθε ο επόμενος μεγάλος πόλεμος. Και να ’θελε ο Μαθιός να πάει να πολεμήσει, δεν τον έπαιρναν πια τα χρόνια. Κι απόμεινε μόνο να στείλει τους γιούς του. Ο μεγάλος, άφησε την τελευταία του πνοή στα βουνά της Αλβανίας. Οι άλλοι δύο γύρισαν για λίγο στο σπίτι κι έφυγαν μετά στην αντίσταση, αλλά σε άλλη πλευρά ο καθένας. Κι όταν ήρθε ο τρισκατάρατος αδελφοφάγος πόλεμος, κάτω από τις καρυδιές της αυλής, έστρεψαν τα όπλα ο ένας στον άλλο, με μάρτυρες τους γονείς τους.
Η καρδιά της Τασούλας δεν άντεξε. Κι έτσι, ο Μαθιός έθαψε και τους τρεις την άλλη μέρα στο μικρό κοιμητήρι του χωριού. Μήνες έκαναν να τον δουν. Από την βαριά μυρωδιά κατάλαβαν οι συγχωριανοί πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Κι άνοιξαν την πόρτα, για να τον βρούνε κρεμασμένο από το μεγάλο δοκάρι της σάλας. Φαίνεται, η ψυχή του δεν άντεχε άλλο να ζει, αφού δεν έβλεπε πουθενά πια χαμόγελο.
Κι απόμεινε αυτό το σπίτι μοναχό, να ρημάζει στο διάβα των χρόνων.
Γι’ αυτό σου λέω, φίλε μου, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις στον τόπο μας, έχει κι από μία ιστορία να σου διηγηθεί. Αρκεί να έχεις τ’ αυτιά σου ανοιχτά, για να μπορέσεις να την ακούσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου