Ένα από τα κύρια θέματα της πολιτικής θεωρίας και της κοινωνιολογίας ήδη από τον Μακιαβέλλι, ήταν το ζήτημα της ηγεσίας, δηλαδή του ικανού ηγέτη που μπορεί να επηρεάσει κοινωνικά σύνολα και να διοικήσει με τρόπο αποτελεσματικό και ασφαλή, να επιφέρει αρμόζουσες αλλαγές και «να παρουσιάσει ένα ικανοποιητικό πολιτικό έργο» (Βέμπερ). Το ζήτημα αυτό απασχόλησε στην αρχαιότητα τόσο τους Έλληνες (Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Ξενοφώντα) όσο και τους Ρωμαίους (Κικέρων).
Στις σύγχρονες κοινωνίες εν τούτοις παρατηρείται απουσία ικανών ηγετών που θα μπορούσαν να ανοίξουν άλλες οδούς, διαφορετικές από την πεπατημένη της διαχείρισης της εξουσίας, από την τεχνοκρατική διεκπεραίωση σύμφωνα με την λογική και τις απαιτήσεις των αγορών, των τραπεζών και των επιχειρήσεων. Οι περισσότεροι πολιτικοί ήταν και είναι άχρωμοι γραφειοκράτες, κομματικά προϊόντα και υποχείριοι των αγορών, όπως ο Κλίντον, ο Μπους ο Μπλαιρ, ο Σρέντερ, ο Μιτεράν, ο Σαρκοζύ, ο Ολάντ. Δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν τη στόφα του ηγέτη, όπως τον ανέλυσε ο Μαξ Βέμπερ. Η διάγνωση αυτή αφορά επίσης τους αριστερούς, τους οικολόγους και τους σοσιαλιστές, αφού και αυτοί, εκεί όπου μοιράσθηκαν κυβερνητικές ευθύνες, δεν αντιστάθηκαν στη γοητεία του νεοφιλελευθερισμού στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα στη Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία κ.ά.
Από την άλλη και οι κομμουνιστές μαρξιστές ηγέτες, που έπαιξαν κάποιον «επαναστατικό» ρόλο στην Ιστορία με τη βοήθεια των Κομμουνιστικών Κομμάτων και μέρους της κοινωνίας, απέτυχαν να δημιουργήσουν μία ευνομούμενη πολιτεία ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθερίας (Λένιν, Τρότσκι, Στάλιν, Μάο, Κάστρο, Χο τσι Μινχ). Αντιθέτως, δημιούργησαν τερατώδη ολοκληρωτικά ανελεύθερα καθεστώτα.
Μέσα λοιπόν σε έναν κόσμο των απρόσωπων αγορών και των μεγάλων συμφερόντων ο πολιτικός ηγέτης δεν μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό δημιουργικό ρόλο παρά μόνο να υπερασπίσει τα ιδιαίτερα συμφέροντα που αντιπροσωπεύει και τα οποία τον στηρίζουν. Κλασικό παράδειγμα η καγκελάριος Μέρκελ, η οποία εν μέσω δεινής κρίσεως εμφανίζεται ως ηγέτις, όχι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά της Γερμανίας, των συμφερόντων της και των ευρωπαίων επιχειρηματιών και τραπεζιτών. Τα μέτρα άλλωστε που προκρίνονται από την καγκελάριο δεν αγγίζουν τις πραγματικές αιτίες της κρίσης, δηλαδή τις δομικές ανισότητες που προκύπτουν αναπόφευκτα από μία νομισματική ένωση εθνικών οικονομιών, εκάστη των οποίων έχει διαφορετικό βαθμό ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας. Επί πλέον τα μέτρα πλήττουν όλο και πιο πολύ τα μεσαία και κατώτερα στρώματα, τα οποία σημειωτέον δεν είναι υπεύθυνα για την κρίση.
Η κατάσταση αυτή είναι αποτέλεσμα και της υφής του «αντιπροσωπευτικού» πολιτεύματος. Ο Μαξ Βέμπερ στο έργο του Η πολιτική ως επάγγελμα (1919), με το νυστέρι ενός ρεαλιστή ανατόμου, απομυθοποιεί το κοινοβουλευτικό πολίτευμα, την πολιτική και το επάγγελμα του πολιτικού, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Αναδεικνύει όλη την εγγενή παθολογική κατάσταση του κοινοβουλευτισμού, κυρίως τον επαγγελματισμό, την κομματοκρατία, τη δημαγωγία, την επιρροή των εφημερίδων (τα ΜΜΕ της εποχής), τη ρουσφετολογία για τις δημόσιες θέσεις, τον συντεχνιακό ρόλο της υπαλληλίας και της γραφειοκρατίας. Μακράν από κάθε ιδεολόγημα περί λαϊκής κυριαρχίας, που επεκράτησε αργότερα, ο Βέμπερ αναλύει τους τρόπους με τους οποίους η κομματική κλίκα με τον «μηχανισμό» της εξασφαλίζει τις ψήφους και την κυβέρνηση, μετερχόμενη διαφθορά και βία χωρίς καμία «ηθική», ερήμην της κοινωνίας. Οι διαγνώσεις του Βέμπερ μετά από έναν αιώνα διατηρούν την ισχύ τους στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται όχι μόνον ερήμην της κοινωνίας, αλλά και ερήμην των κοινοβουλίων.
Ως εκ τούτου οι πιθανές λύσεις για έξοδο από την κρίση, προς όφελος των λεηλατημένων κοινωνικών στρωμάτων και για εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος, δεν εναπόκεινται στα κόμματα και στους ηγέτες, όπως νομίζει ο Χάμπερμας. Η συζήτηση και η αναζήτηση πρέπει να μετατοπισθούν από αυτές τις αποτυχημένες παραδοσιακές έννοιες και πρακτικές στα κοινωνικά σύνολα. Αυτό δεν συνεπάγεται κάποιον ιδιαίτερο προνομιούχο ρόλο σε επί μέρους τάξεις ή στρώματα, όπως λ.χ. στην εργατική τάξη του Μαρξ και των μαρξιστών. Τα κοινωνικά στρώματα που εκ της θέσεώς τους είναι πιο ευάλωτα και πιο ευαίσθητα στις αρνητικές επιπτώσεις του πολιτικού-οικονομικού συστήματος, είναι τα κατώτερα και μεσαία στρώματα, τα οποία στα πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού και της δεινής κρίσεως δεν μπορούν να αντιπροσωπευθούν από κανένα κόμμα και ηγέτη. Τα στρώματα αυτά αποτελούν άλλωστε πάντοτε τον μοχλό αλλαγής στην Ιστορία, όπως έχει φανεί στην αρχαιότητα, στους Νέους Χρόνους και στη μετέπειτα εποχή. Είναι το κοινωνικό «πλήθος», γνωστό τόσο στους αρχαίους συγγραφείς όσο και τους στοχαστές της νεωτερικότητας, αλλά άγνωστο στους συγχρόνους – εκτός ορισμένων εξαιρέσεων όπως η Άρεντ, ο Καστοριάδης, ο Μπούκτσιν και τελευταίως ο Νέγκρι.
Το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι: πώς το «πλήθος», η κοινωνική πολλαπλότητα, θα μπορέσει να συγκροτηθεί σε πολιτικό υποκείμενο. Από τη στιγμή που αποκλείεται κάποια υποστασιοποίηση του υποκειμένου, όπως αυτή που έγινε στο παρελθόν με τις αστικές έννοιες του «λαού», «έθνους», «κράτους» ή με τις μαρξικές έννοιες του «προλεταριάτου», «κόμματος», το ζήτημα παραμένει ανοικτό. Πάντως το υποκείμενο αυτό δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν αυτοσυγκροτηθεί, μακράν από ηγέτες, κόμματα, «επιστημονικές θεωρίες» και «επαναστατικές ιδεολογίες». Δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν είναι κοινωνικό συλλογικό, με συμμετοχή ευρέων στρωμάτων της κοινωνικής πλειοψηφίας. Η συμμετοχή αυτή είναι απαραίτητη για τη βιωσιμότητα του δημοκρατικού εγχειρήματος, αφού έχει αποδειχθεί η ανικανότητα των αστικών και αριστερών ηγεσιών. Έχει αποτύχει ο μεγάλος ιδεολογικός μύθος των τελευταίων αιώνων, που οφείλεται και στον Μαρξ και έχει τις ρίζες του στον Πλάτωνα, πως τα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα αρκούν να λύσουν τα κοινωνικά προβλήματα. Τα συστήματα από μόνα τους, χωρίς τα δρώντα συλλογικά υποκείμενα που θα τα εμψυχώνουν, δεν μπορούν να λειτουργήσουν προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Στις σύγχρονες κοινωνίες εν τούτοις παρατηρείται απουσία ικανών ηγετών που θα μπορούσαν να ανοίξουν άλλες οδούς, διαφορετικές από την πεπατημένη της διαχείρισης της εξουσίας, από την τεχνοκρατική διεκπεραίωση σύμφωνα με την λογική και τις απαιτήσεις των αγορών, των τραπεζών και των επιχειρήσεων. Οι περισσότεροι πολιτικοί ήταν και είναι άχρωμοι γραφειοκράτες, κομματικά προϊόντα και υποχείριοι των αγορών, όπως ο Κλίντον, ο Μπους ο Μπλαιρ, ο Σρέντερ, ο Μιτεράν, ο Σαρκοζύ, ο Ολάντ. Δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν τη στόφα του ηγέτη, όπως τον ανέλυσε ο Μαξ Βέμπερ. Η διάγνωση αυτή αφορά επίσης τους αριστερούς, τους οικολόγους και τους σοσιαλιστές, αφού και αυτοί, εκεί όπου μοιράσθηκαν κυβερνητικές ευθύνες, δεν αντιστάθηκαν στη γοητεία του νεοφιλελευθερισμού στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα στη Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία κ.ά.
Από την άλλη και οι κομμουνιστές μαρξιστές ηγέτες, που έπαιξαν κάποιον «επαναστατικό» ρόλο στην Ιστορία με τη βοήθεια των Κομμουνιστικών Κομμάτων και μέρους της κοινωνίας, απέτυχαν να δημιουργήσουν μία ευνομούμενη πολιτεία ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθερίας (Λένιν, Τρότσκι, Στάλιν, Μάο, Κάστρο, Χο τσι Μινχ). Αντιθέτως, δημιούργησαν τερατώδη ολοκληρωτικά ανελεύθερα καθεστώτα.
Μέσα λοιπόν σε έναν κόσμο των απρόσωπων αγορών και των μεγάλων συμφερόντων ο πολιτικός ηγέτης δεν μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό δημιουργικό ρόλο παρά μόνο να υπερασπίσει τα ιδιαίτερα συμφέροντα που αντιπροσωπεύει και τα οποία τον στηρίζουν. Κλασικό παράδειγμα η καγκελάριος Μέρκελ, η οποία εν μέσω δεινής κρίσεως εμφανίζεται ως ηγέτις, όχι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά της Γερμανίας, των συμφερόντων της και των ευρωπαίων επιχειρηματιών και τραπεζιτών. Τα μέτρα άλλωστε που προκρίνονται από την καγκελάριο δεν αγγίζουν τις πραγματικές αιτίες της κρίσης, δηλαδή τις δομικές ανισότητες που προκύπτουν αναπόφευκτα από μία νομισματική ένωση εθνικών οικονομιών, εκάστη των οποίων έχει διαφορετικό βαθμό ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας. Επί πλέον τα μέτρα πλήττουν όλο και πιο πολύ τα μεσαία και κατώτερα στρώματα, τα οποία σημειωτέον δεν είναι υπεύθυνα για την κρίση.
Η κατάσταση αυτή είναι αποτέλεσμα και της υφής του «αντιπροσωπευτικού» πολιτεύματος. Ο Μαξ Βέμπερ στο έργο του Η πολιτική ως επάγγελμα (1919), με το νυστέρι ενός ρεαλιστή ανατόμου, απομυθοποιεί το κοινοβουλευτικό πολίτευμα, την πολιτική και το επάγγελμα του πολιτικού, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Αναδεικνύει όλη την εγγενή παθολογική κατάσταση του κοινοβουλευτισμού, κυρίως τον επαγγελματισμό, την κομματοκρατία, τη δημαγωγία, την επιρροή των εφημερίδων (τα ΜΜΕ της εποχής), τη ρουσφετολογία για τις δημόσιες θέσεις, τον συντεχνιακό ρόλο της υπαλληλίας και της γραφειοκρατίας. Μακράν από κάθε ιδεολόγημα περί λαϊκής κυριαρχίας, που επεκράτησε αργότερα, ο Βέμπερ αναλύει τους τρόπους με τους οποίους η κομματική κλίκα με τον «μηχανισμό» της εξασφαλίζει τις ψήφους και την κυβέρνηση, μετερχόμενη διαφθορά και βία χωρίς καμία «ηθική», ερήμην της κοινωνίας. Οι διαγνώσεις του Βέμπερ μετά από έναν αιώνα διατηρούν την ισχύ τους στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται όχι μόνον ερήμην της κοινωνίας, αλλά και ερήμην των κοινοβουλίων.
Ως εκ τούτου οι πιθανές λύσεις για έξοδο από την κρίση, προς όφελος των λεηλατημένων κοινωνικών στρωμάτων και για εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος, δεν εναπόκεινται στα κόμματα και στους ηγέτες, όπως νομίζει ο Χάμπερμας. Η συζήτηση και η αναζήτηση πρέπει να μετατοπισθούν από αυτές τις αποτυχημένες παραδοσιακές έννοιες και πρακτικές στα κοινωνικά σύνολα. Αυτό δεν συνεπάγεται κάποιον ιδιαίτερο προνομιούχο ρόλο σε επί μέρους τάξεις ή στρώματα, όπως λ.χ. στην εργατική τάξη του Μαρξ και των μαρξιστών. Τα κοινωνικά στρώματα που εκ της θέσεώς τους είναι πιο ευάλωτα και πιο ευαίσθητα στις αρνητικές επιπτώσεις του πολιτικού-οικονομικού συστήματος, είναι τα κατώτερα και μεσαία στρώματα, τα οποία στα πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού και της δεινής κρίσεως δεν μπορούν να αντιπροσωπευθούν από κανένα κόμμα και ηγέτη. Τα στρώματα αυτά αποτελούν άλλωστε πάντοτε τον μοχλό αλλαγής στην Ιστορία, όπως έχει φανεί στην αρχαιότητα, στους Νέους Χρόνους και στη μετέπειτα εποχή. Είναι το κοινωνικό «πλήθος», γνωστό τόσο στους αρχαίους συγγραφείς όσο και τους στοχαστές της νεωτερικότητας, αλλά άγνωστο στους συγχρόνους – εκτός ορισμένων εξαιρέσεων όπως η Άρεντ, ο Καστοριάδης, ο Μπούκτσιν και τελευταίως ο Νέγκρι.
Το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι: πώς το «πλήθος», η κοινωνική πολλαπλότητα, θα μπορέσει να συγκροτηθεί σε πολιτικό υποκείμενο. Από τη στιγμή που αποκλείεται κάποια υποστασιοποίηση του υποκειμένου, όπως αυτή που έγινε στο παρελθόν με τις αστικές έννοιες του «λαού», «έθνους», «κράτους» ή με τις μαρξικές έννοιες του «προλεταριάτου», «κόμματος», το ζήτημα παραμένει ανοικτό. Πάντως το υποκείμενο αυτό δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν αυτοσυγκροτηθεί, μακράν από ηγέτες, κόμματα, «επιστημονικές θεωρίες» και «επαναστατικές ιδεολογίες». Δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν είναι κοινωνικό συλλογικό, με συμμετοχή ευρέων στρωμάτων της κοινωνικής πλειοψηφίας. Η συμμετοχή αυτή είναι απαραίτητη για τη βιωσιμότητα του δημοκρατικού εγχειρήματος, αφού έχει αποδειχθεί η ανικανότητα των αστικών και αριστερών ηγεσιών. Έχει αποτύχει ο μεγάλος ιδεολογικός μύθος των τελευταίων αιώνων, που οφείλεται και στον Μαρξ και έχει τις ρίζες του στον Πλάτωνα, πως τα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα αρκούν να λύσουν τα κοινωνικά προβλήματα. Τα συστήματα από μόνα τους, χωρίς τα δρώντα συλλογικά υποκείμενα που θα τα εμψυχώνουν, δεν μπορούν να λειτουργήσουν προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου