Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Η Αθήνα των ''Βυζαντινών'' χρόνων


Η Αθήνα η πόλη με τις μνήμες της αρχαιότητας, η γενέτειρα του δημοκρατικού πολιτεύματος και του κλασικού πολιτισμού, με πιο λαμπρό κόσμημά της τον Παρθενώνα, να υποσκιάζει υποσυνείδητα κάθε μετέπειτα ακμή της στο επίκεντρο του ιστορικού ενδιαφέροντος, έχει να παρουσιάσει μια διαχρονική ιστορία ανά τους αιώνες, με ηχηρά σημάδια, μνημεία τα οποία μαρτυρούν και αποδεικνύουν την πολιτιστική της ύπαρξη σε όλες τις ιστορικές περιόδους.

Έτσι και κατά την διάρκεια της ''βυζαντινής'' αυτοκρατορίας, παρόλο που το επίκεντρο ήταν η Ανατολή, και η πόλη των Αθηνών αποτελούσε επαρχία ή θέμα της κεντρικής εξουσίας, αρκετά μνημεία και ευρήματα, πολλά από τα οποία διασώζονται ως τις μέρες μας.
Η αρχαία Αθήνα μετά τις αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές, καταστροφές και τη ρωμαϊκή κατάκτηση κατά τον  - 2ο αιώνα, είχε περάσει σε μια εποχή παρακμής. Η νέα μορφή, που της δόθηκε με την ανοικοδόμησή της, δεν μπορούσε να συγκριθεί στο μεγαλείο της παλιάς Αθήνας.
Από τους πρώτους ήδη χριστιανούς αυτοκράτορες εκδίδονται μια σειρά διαταγμάτων και η πόλη αρχίζει προοδευτικά να αναβαθμίζεται, αλλά συγχρόνως να παίρνει μια χριστιανική, μεσαιωνική μορφή.
Τέτοια διατάγματα ήταν του Θεοδοσίου Α΄(380-394), ο οποίος απαγόρευσε την αρχαία λατρεία και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο Θεοδόσιος Β΄(408-450) κατήργησε την ελευσινιακή λατρεία και προέτρεψε τα αρχαία ιερά να μετατραπούν σε εκκλησίες. Αργότερα, ο Ι ουστινιανός (527-565), με το πρόσχημα των οικονομικών δυσχερειών, έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας.
Συγχρόνως και στο οχυρωματικό σύστημα της Αθήνας γίνονται αλλαγές εξαιτίας των νέων επιδρομέων που εμφανίζονται στο ιστορικό προσκήνιο. Ετσι κατά τα βυζαντινά χρόνια προστατεύεται από τρεις σειρές τειχών.
Διατηρείται το Θεμιστόκλειο τείχος του  - 5ου αι. και το οποίο ήταν το απώτατο όριο της πόλης, ακολουθούσε το υστερορωμαϊκό τείχος του 3ου αι., που εκτεινόταν στα βόρεια της Ακρόπολης, περιβάλλοντας τον χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς.
Τρίτο κατά σειρά ήταν το Ριζόκαστρο του 11ου αι., που περιέβαλε τον λόφο της Ακρόπολης. Οι ανασκαφές ανέδειξαν βυζαντινές κατοικίες, εργαστήρια, συνοικίες στις περιοχές της Αρχαίας Αγοράς του Αγοραίου Κολωνού, ανάμεσα στον λόφο των Νυμφών και του Αρείου Πάγου, στα νότια του Ριζόκαστρου και στα βόρεια του Ολυμπίου.
Τοπογραφικό σχέδιο της Αθήνας στην περίοδο από την εποχή του Ιουστινιανού μέχρι την κατάληψη της πόλης από τους Φράγκους (565 – 1205 μ.Χ.). Η πόλη εκτείνεται και πέρα από το υστερορωμαϊκό τείχος και το Ριζόκαστρο στα όρια που περικλείονται από τα αρχαία τείχη, όπου αναπτύσσονται βυζαντινές συνοικίες και όπου εμφανίζονται διάσπαρτοι οι βυζαντινοί ναοί. Ι. Τραυλού, Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών, 2η έκδοση, Αθήνα 1993, πίν. VIΙΙ
Στην διάρκεια των πρώτων έξι αιώνων της αυτοκρατορίας, που αποκαλείται «παλαιοχριστιανική περίοδος», η Αθήνα παρουσιάζει μια εκκλησιαστική ανοικοδόμηση, σύμφωνη προς το θρησκευτικό, οικονομικό και πνευματικό επίπεδο των κατοίκων, αλλά και παράλληλα προς την γενική ανάπτυξη του κράτους.
Κι όμως, παραμένει άγνωστο, αν κατά τους πρώτους 4 αιώνες υπάρχουν χριστιανικοί ναοί, καθόσον δεν βρέθηκαν λείψανά τους. Πιθανόν να υπήρχαν «ευκτήρια», που λέγονταν «ιεροί οίκοι», επειδή λειτουργούσαν μέσα σε σπίτια χριστιανών δασκάλων.
Μία αναφορά του Γρ. Ναζιανζηνού, που έζησε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωνε τις σπουδές του κατά τα έτη 350-357, επισημαίνει την ύπαρξη «ιερών οίκων» και τους «εντός αυτών δασκάλους». Μετά το διάταγμα του Θεοδοσίου Β΄, οι αρχαίοι ναοί μετατρέπονται σε χριστιανικές εκκλησίες, αφού πρώτα εξαγνιστούν με τον Σταυρό….
Μεταξύ αυτών ήταν στην Ακρόπολη ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο, η Πινακοθήκη των Προπυλαίων, το Ασκληπιείο, το αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης του Αδριανού, το Ολυμπιείον κ.α.
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό. Πιθανολογείται να έγινε το 421 με την μεσολάβηση της  Αθηναϊδας – Ευδοκίας, και όταν ό Φώτιος έκανε την Αθήνα αρχιεπισκοπή και Μητρόπολη. Αρχικά τιμήθηκε ως ναός της Αγίας Σοφίας και αργότερα αφιερώθηκε στην «Παναγία την Αθηνιώτισσα». Ο ναός κοσμήθηκε με ψηφιδωτά των οποίων διακρίνονται αμυδρά σχεδιαγράμματα ακόμα και σήμερα.
Ακολούθησε η μετατροπή του Ερεχθείου, που αφιερώθηκε στην Θεοτόκο και αργότερα στην Αγία Τριάδα. Οι αλλαγές που επέφεραν οι χριστιανοί στον ναό αυτό, ήταν πολλές, με κιονοστοιχίες και αψίδα του Βήματος. Τα θωράκια του Τέμπλου, που σώζονται μέχρι σήμερα, προέρχονται από τον 12ο αι.
Η Πινακοθήκη των Προπυλαίων μετατράπηκε σε ναό των Ταξιαρχών και χρησιμοποιήθηκε ως μητροπολιτικό μέγαρο.
Η περιοχή του Θησείου και του Ψυρρή με την εκκλησία των Αγ. Αναργύρων, κατοικίες και σκηνές της καθημερινής ζωής σχεδιασμένα από τον August Ferdinand Stademann και λιθογραφημένα για την έκδοση Panorama von Athen, Μόναχο 1841 (Aθήνα, Μουσείο Μπενάκη).
O ναός των Αγίων Αναργύρων είναι του 11ου αι. και ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου αλλά με ιδιότυπο εξάπλευρο τρούλλο, που χωρίζεται σε δύο τμήματα με εξέχον γείσο.
Το ιερό του Ασκληπιείου μετατράπηκε σε ναό κατά τα μέσα του 5ου αι. και αφιερώθηκε στους Αγ. Αναργύρους.
Το αναγνωστήριο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού ονομάστηκε  «Μεγάλη Παναγιά» στις αρχές του 5ου αι. Λείψανα του ναού αυτού σώζονται ως σήμερα.
Ενώ ο ναός του Αιόλου, γνωστός ως Ωρολόγιον του Κυρρήστου ή Πύργος Ανέμων (Αέρηδες), μετατράπηκε σε εκκλησία ήδη από την παλαιοχριστιανική περίοδο. Είναι οκταγωνικός πύργος από πεντελικό μάρμαρο και κτίστηκε από τον αστρονόμο Ανδρόνικο από την Κύρο της Μακεδονίας τον  -1 αι.
Την παλαιοχριστιανική εποχή μετατράπηκε σε εκκλησία ή βαπτιστήριο κάποιας γειτονικής εκκλησίας. Κοντά υπήρχε και χριστιανικό κοιμητήριο. Τον 15ο αι., από τον Κυριάκο εξ Αγκώνος περιγράφεται ως ναός του Αιόλου, ενώ από ανώνυμο περιηγητή της ίδιας εποχής, αναφέρεται ως εκκλησία. Τον 18ο αι. χρησιμοποιήθηκε ως τεκές των Δερβίσηδων.
Εξωτερικά, στο πάνω μέρος του πύργου, εικονίζονται ανάγλυφα, που παριστάνουν τους ανέμους και τα σύμβολά τους, ενώ αναγράφονται χαραγμένα και τα ονόματά τους. Παλιότερα, εσωτερικά λειτουργούσε και υδραυλικό ρολόι.
Βόρεια δε του ναού του Διός, πρόσφατα ανακαλύφθηκε ότι, υπήρχε μια τρίκλιτη βασιλική με ημικυκλική αψίδα του ιερού από τον 5ο αι.
Επίσης, κοντά στον σημερινό ναό του Αγ. Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, βρέθηκαν ερείπια βασιλικής, που χρονολογούνται από τον 5ο αι.
Συγχρόνως, όμως, υπάρχουν αρκετά άλλα ευρήματα – λείψανα ναών σε διάφορα σημεία της Αθήνας, που μαρτυρούν την μετατροπή των αρχαίων ναών σε χριστιανικές εκκλησίες.
Παράλληλα, την ίδια περίοδο, η ανέγερση αυτοτελών χριστιανικών ναών υπήρξε σημαντική. Αρκετοί ναοί, απ’ αυτούς που σώζονται ως τις ημέρες μας, είναι επιμήκη οικοδομήματα, που κατέληγαν σε μια ημικυκλική αψίδα του Ιερού Βήματος και διαιρούνταν σε τρία κλίτη. Τέτοιοι ναοί ήταν η Παλαιοχριστιανική Βασιλική του 5ου αι. και βρισκόταν στον βόρειο περίβολο του Ολυμπιείου και χρησιμοποιούνταν ως βαπτιστήριο.
Η βασιλική του Ιλισού, που είχε προσηρτημένο υπόγειο χώρο, το αποκαλούμενο «μαρτύριο» και όπου είχαν θάψει τον μάρτυρα επίσκοπο Αθηνών Λεωνίδη, ο οποίος θανατώθηκε το 250 κατά τους διωγμούς του Δεκίου. Ανευρέθηκαν ψηφιδωτά δάπεδα και μαρμάρινα γλυπτά με λεπτότατη επεξεργασία.
Ως ναός, σύμφωνα με μαρτυρία του Μιχαήλ Ακομινάτου, διατηρούνταν ως τον 12ο αιώνα. Κοντά στον σημερινό ναό του Αγ. Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, υπήρχε επίσης ναός του  5ου αι., αποκαλούμενος  «Βασιλική Κληματίου». Καθώς και η Βασιλική Δαφνίου ανήκει σ’ αυτήν την εποχή.
Οι επόμενοι αιώνες 7ος – 8ος, από ορισμένους ερευνητές αποκαλούνται «σκοτεινοί αιώνες», καθόσον δεν έχουμε ικανό αριθμό ευρημάτων. Η σύγχρονη έρευνα αποδεικνύει ότι, η Αθήνα κατά τους αιώνες αυτούς, γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη, ιδιαίτερα μέσα στο υστερορωμαϊκό τείχος, όπου συγκεντρώθηκαν Αθηναίοι της άρχουσας τάξης, αλλά και οι οικονομικές και διοικητικές υπηρεσίες.
Τον 9ο αι., έχουμε την άνοδο στον θρόνο της δυναστείας των Μακεδόνων (867-1056). Το 869 ο Πατριάρχης Φώτιος «ανυψώνει» την εκκλησία της Αθήνας σε Μητρόπολη. Από τις επιγραφές γνωρίζουμε ότι, την εποχή αυτή αναπτύσσεται μια έντονη οικοδομική δραστηριότητα.
Κτίζονται εκκλησίες, όπως του Ιωάννη του Μαγκούτη (871), της Υπαπαντής, η Παντάνασσα, Αγ. Διονύσιος Αρεοπαγίτης κ.α. Η δραστηριότητα αυτή επεκτείνεται κατά τους επόμενους αιώνες, καθόσον επικρατεί ένα κλίμα γενικής ασφάλειας.
Στην Αρχαία Αγορά και γύρω από τον Αρειο Πάγο δημιουργούνται πυκνοκατοικημένες συνοικίες, που διέθεταν εργαστήρια και μικρές εκκλησίες. Οι δρόμοι διαπλάθονται σύμφωνα με το αρχαίο οδικό δίκτυο, που διατηρείται επαρκώς ως αυτήν την εποχή.
Τον ίδιο καιρό η Αθήνα αποκτά μιαν ιδιαίτερη φήμη σ’ ολόκληρη την βυζαντινή επικράτεια. Το 1018 την επισκέπτεται ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Β΄ μετά την νίκη του κατά των Βουλγάρων. Ο Βασίλειος ανέβηκε στην Ακρόπολη, στον ναό της….. «Παναγίας της Αθηνιώτισσας» … για να ευχαριστήσει την Παναγία για την νίκη του.
Η πόλη των Αθηνών, από τον 11ο αι. και πλέον, ανήκε στην εποπτεία του στρατηγού του Ελλαδικού θέματος και υπαγόταν στην δικαιοδοσία του τοπικού άρχοντα, ο οποίος ονομαζόταν «αθήναρχος». Δίπλα του υπήρχαν και άλλοι κρατικοί υπάλληλοι.
Κατά την περίοδο της δυναστείας των Κομνηνών, η Αθήνα αναπτύχθηκε στο εμπόριο, την βιοτεχνία, την γεωργία κ.λ.π. χωρίς όμως να ξεπεράσει τα πλαίσια μιας επαρχιακής πόλης.  Ο  «ύπατος των φιλοσόφων» του 11ου αι. Μιχαήλ Ψελλός, μέσα από τις επιστολές του, εκφράζει τον θαυμασμό του, αλλά και το ενδιαφέρον των συγχρόνων του για την πόλη των Αθηνών.  Ενώ, έναν αιώνα αργότερα, ο Μιχαήλ Χωνιάτης αναφέρει ότι, στην Αττική υπήρχαν αμπελώνες, χωράφια με σιτηρά, πεύκα στους λόφους Λυκαβηττού, Φιλοπάππου και Αρδητού.
Αλλά και ο Αραβας γεωγράφος Al – Idrisi, στα μέσα του 12ου αι., μένει ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος από την πόλη των Αθηνών.
Μαρτυρία για την ακμή της πόλης, αποτελεί το χρυσόβουλο του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού το 1082, με το οποίο παρέχει προνόμια στους Βενετούς και αναφέρει την Αθήνα ως μια από τις αναπτυγμένες ζώνες εμπορίου της αυτοκρατορίας.
Στην Αθήνα, την εποχή αυτή, παράγουν σημαντικές ποσότητες από λάδι, κρασί, μέλι, ενώ στα διάφορα εργαστήριά της φτιάχνουν είδη υφασμάτων και σαπούνι. Αξιοσημείωτη είναι και η συμβολή της στην αλιεία ή την συλλογή της πορφύρας από διάφορα κοχύλια. Στις ακτές της, τα φυσικά λιμάνια που διέθετε, βοηθούσαν σημαντικά στην διεξαγωγή του εμπορίου.
Παρ’ όλα αυτά ο Μιχαήλ Χωνιάτης ο οποίος υπήρξε μητροπολίτης της πόλης των Αθηνών μέχρι την κατάληψή της το 1204 από τον Βονιφάτιο Μομφερατικό, κρίνει την πνευματική της κατάσταση, διαμαρτυρόμενος ότι  «βεβαρβάρωμαι χρόνος ών εν Αθήναις»  (Ακομινάτου του Χωνιάτου, «Τα σωζόμενοα», 2η εκδ. Σπ. Λάμπρου, Αθήνα 1880), συγκρίνοντάς την με την λαμπρή καθόλα Κωνσταντινούπολη της εποχής…
Και από στρατηγική άποψη τον 12ο αι. η Αθήνα αποδεικνύεται ισχυρή, καθώς ο Ακομινάτος κατόρθωσε να αποκρούσει έφοδο του άρχοντα του Ναυπλίου Λέοντα Σγουρού, ο οποίος θέλησε να καταλάβει την Ακρόπολη της Αθήνας (1203 – 4).
Μια μεγάλης διάρκειας ανομβρία προκαλεί σιτοδεία και οι Αθηναίοι υποφέρουν από την πείνα και τον λοιμό. Ο πληθυσμός λιγοστεύει.
Το 1205 οι Φράγκοι καταλαμβάνουν την Αθήνα (μετά την Αλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204) και μετατρέπουν τον Παρθενώνα σε τοπική μητρόπολη. Η φράγκικη κυριαρχία διαρκεί έως το 1311, ενώ η Αθήνα περιέρχεται σε μια περίοδο απομύζησης και παρακμής.
Οι κατακτητές Φράγκοι περιορίζονται μόνο σε μικρές οχυρωματικές επεμβάσεις.
Το 1311 η Αθήνα πέφτει στα χέρια των Καταλανών, που παραμένουν στην πόλη έως το 1388. Την περίοδο αυτή οι Αθηναίοι στερούνται τα αστικά τους δικαιώματα, που γίνονται προνόμια των κατακτητών. Οι αγρότες μετατρέπονται σε δουλοπάροικους.
Θα ακολουθήσει η κατάκτηση από τους Τούρκους, το 1456, που καταλύουν το Δουκάτο της Αθήνας.
Από περιηγητές και άλλους, γίνεται αναφορά σε αρκετούς ναούς, μνημεία που κοσμούσαν την Αθήνα καθόλη την βυζαντινή περίοδο και που σήμερα οι περισσότεροι δεν σώζονται.
Όσα μνημεία διατηρούνται, αποτελούν πάντοτε μαρτυρία για την σημασία της Αθήνας και τον ρόλο της στην μεσαιωνική αυτοκρατορία του ''Βυζαντίου'', αποδεικνύοντας παράλληλα και την διαχρονική πολιτισμική της συνέχεια, από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου