Όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Β’, 244.3 – 251.2», μέσα στον καθένα μας υπάρχει ένα «πολυκέφαλον θηρίον» (Πλάτων «Πολιτεία, 588.c»), όπως έχει πει ο ίδιος, που είναι αντίστοιχο του πλήθους. Αυτό, πράγματι, είναι ότι ο όχλος μέσα στην πόλη, «τὸ ποικίλον καὶ ἄλογον καὶ ἔνυλον εἶδος τῆς ψυχῆς», το πεζότατο (το πιο χαμηλό) στοιχείο μέσα μας.
Ο Σωκράτης λοιπόν προτρέπει προς την απομάκρυνση από την ατέρμονη επιθυμία και τη διάλυση του πλήθους της ζωής μας και του όχλου που υπάρχει μέσα μας, με το σκεπτικό ότι ο τελευταίος δεν είναι αξιόπιστος κριτής για την φύση των πραγμάτων ούτε γενικά δεκτικός κάποιας επιστήμης. Είναι γεγονός ότι κανένα άλογο στοιχείο δεν μπορεί, από την φύση του, να μετέχει στην επιστήμη, πολύ περισσότερο το υποδεέστερο από τα άλογα στοιχεία, αυτό που ενυπάρχει στον όχλο. Πρέπει δηλ. να αποφεύγουμε όχι μόνο το εξωτερικό πλήθος αλλά κι αυτό που είναι μέσα στην ίδια την ψυχή, και να μην καταργούμε μόνο αυτό αλλά και το οποιοδήποτε.
Αρχίζοντας λοιπόν από την κατώτερη περιοχή, πρέπει να αποφεύγουμε το πλήθος των ανθρώπων των «ἀγεληδὸν ἰόντων» (που πηγαίνουν σαν αγέλη), όπως λέει ο χρησμός, και να μην ερχόμαστε σε επαφή ούτε με τις ζωές τους (με τον τρόπο ζωής τους) ούτε με δόξες τους (τις απόψεις τους). Πρέπει να αποφεύγουμε τις πολυειδής ορέξεις (επιθυμίες) που απευθύνονται γιατί μας μερίζουν περί το σώμα και μας κάνουν να στρεφόμαστε προς τα εξωτερικά πράγματα, άλλοτε προς το ένα κι άλλοτε προς το άλλο, τη μια προς τις άλογες ηδονές, την άλλη προς πράξεις αναίτιες και αλληλοσυγκρουόμενες. Αυτές, πραγματικά, μας κάνουν συνέχεια να αλλάζουμε γνώμη, μας γεμίζουν με το κακό. Πρέπει να αποφεύγουμε «τὰς συντρόφους ἡμῖν αἰσθήσεις τὰς τὴν διάνοιαν ἀπατώσας». Πολύμορφες, δηλ. καθώς είναι χρησιμοποιούν διαφορετικά κάθε φορά αισθητά, χωρίς να λένε τίποτα το υγιές και τίποτα ακριβές, όπως λέει ο ίδιος ο Σωκράτης.
Πρέπει να αποφεύγουμε τις υποκείμενες δοξασίες, διότι κι αυτές είναι ποικιλόμορφες και ατελείωτες, οδηγούνται προς τα εξωτερικά πράγματα και, αναμεμειγμένες με την φαντασία και την αίσθηση, δεν είναι ούτε και αυτές, απαλλαγμένες από την αντιφατικότητα. Πράγματι, και μέσα μας, νομίζω, συγκρούονται οι δοξασίες μεταξύ τους, όπως η μία φαντασία με την άλλη, η μία αίσθηση με την άλλη. Αποφεύγοντας λοιπόν όλα τούτα τα μεριστά και ποικιλόμορφα είδη ζωής, ας ανατρέξουμε ακριβώς στην επιστήμη, κι εκεί ας συναγάγουμε σε ένωση το πλήθος των θεωρημάτων και ας περιλάβουμε σε ένα συνδετικό δεσμό την πολλαπλότητα των επιστημών. ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΟΥΤΕ ΕΞΕΓΕΙΡΟΝΤΑΙ ΟΥΤΕ ΠΟΛΕΜΟΥΝ Η ΜΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ, ΑΛΛΑ ΠΑΝΤΟΤΕ ΟΙ ΚΑΤΩΤΕΡΕΣ ΥΠΗΡΕΤΟΥΝ ΤΙΣ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΕΣ.
Έτσι, λοιπόν, αν θέλουμε να πορευτούμε στη βάση των γνώσεων, θα δούμε ότι η προτροπή του Σωκράτη είναι σωστή.
Βλέποντας όλα αυτά καταλαβαίνουμε πόσο σημαντική είναι η προτροπή του Σωκράτη να απομακρυνθούμε από το πλήθος, και πως αυτή η προτροπή συντελεί στην σωτηρία συνολικά της ψυχής αν καταλάβουμε την σημασία του πλήθους που διαπερνά όλα τα όντα. Εισηγείται λοιπόν ο Σωκράτης την κάλλιστη αρχή για την τελείωση μας, το να χωρίσουμε δηλ. τους εαυτούς μας από τους πολλούς, από τα εξωτερικά πράγματα, από αυτά που ενυπάρχουν στις ορέξεις της ψυχής και στις απροσδιόριστες κινήσεις των αόριστων δοξασιών.
Αντίθετα, η ίδια η ψυχή πρέπει να προχωρεί και να αναζητάει εντός της το αληθές και το αγαθό και τους αΐδιους των όντων λόγους. Διότι η ουσία της είναι πλήρης από τα παραπάνω, αλλά σκεπάζεται εκ της γενεσιουργού λήθης, έτσι ώστε να κοιτάζει αλλού αναζητώντας την αλήθεια, την οποία κατέχει στην ουσία της, και εξετάζει σε άλλες περιοχές το αγαθό αφήνοντας τον εαυτό της. Από εδώ «καὶ τῆς ἑαυτῶν γνώσεως ἡμῖν ἀρχὴ παραγίνεται».
Αν δηλαδή προσβλέπουμε στο πλήθος των ανθρώπων, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να δούμε το ένα και μοναδικό τους είδος, καθώς θα επισκιάζεται από το πλήθος, τον μερισμό, τη διάσταση και την παντοία μεταβολή ων όσων υπόκεινται σε αυτά.
Με την επιστροφή, αντίθετα, στον εαυτό μας, «ἐκεῖ καὶ τὸν λόγον τὸν ἕνα καὶ τὴν φύσιν τὴν μίαν τῶν ἀνθρώπων» θα θεωρήσουμε αθάμπωτη. Δικαιολογημένα, συνεπώς, ο Σωκράτης αποτρέπει ευθύς εξαρχής από το να στρέψει το βλέμμα της προς το πλήθος την ψυχή η οποία πρόκειται να γνωρίσει ποιος είναι ο αληθινός άνθρωπος, και αποκαθαίρει εκ των προτέρων τις δόξες (υποκειμενικές αντιλήψεις) που στέκονται εμπόδιο στην εν λόγω θέαση. Πράγματι, το πλήθος εμποδίζει «τὴν εἰς αὐτοὺς ἡμᾶς ἐπιστροφὴν καὶ πρὸς τὴν γνῶσιν τοῦ ἑνὸς εἴδους», διότι «ἐν τοῖς ἐνύλοις πράγμασιν» η πολυμορφία επισκιάζει την ενότητα, η ετερότητα επισκιάζει την ταυτότητα και η ανομοιότητα την ομοιότητα. Διότι εκεί τα Είδη δεν υπάρχουν χωρίς να συγχέονται το ένα με το άλλο, χωρίς τα καλύτερα να αποφεύγουν την ανάμειξη με τα χειρότερα. ΈΤΣΙ, ΟΠΟΙΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΔΟΥΝ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ ΚΑΘΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ ΝΑ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΟΥΝ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΑ ΞΕΝΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΑΥΤΑ.
Μάλιστα, όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Β’, 255. 11 – 18», σε πολιτικό επίπεδο, δεν μπορούμε να βρούμε αγαθή και σπουδαία Δημοκρατία, διότι κάθε πολιτεία «εὖ τυγχάνειν ὅταν τὸ ἄρχον ἐν αὐτῇ τὴν προσήκουσαν ἐπιστήμην ἔχῃ». ΕΥΗΜΕΡΕΙ ΔΗΛ. ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΟΤΑΝ Η ΑΡΧΟΥΣΑ ΤΑΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΕΧΕΙ ΤΗΝ ΠΡΕΠΟΥΣΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. Στις Δημοκρατίες όμως άρχουσα τάξη είναι ο δήμος, και ο δήμος από τη φύση του δεν δύναται να κατέχει την επιστήμη ούτε να ζει κατ’ επιστήμη, έτσι δεν θα μπορούσε να υπάρχει ποτέ σπουδαία Δημοκρατία. Πρέπει επίσης, στρέφοντας το βλέμμα στο σύμπαν, να πούμε ότι και σε αυτό νου και φρόνηση διαθέτουν τα κατεξοχήν «ἑνικώτατα», όσα όμως έχουν χαρακτήρα μερικό, είναι διαφοροποιημένα και άτακτα, αυτά είναι άμοιρα αληθούς γνώσεως και επιστήμης. Σωστά λοιπόν και ο γενναίος Ηράκλειτος «ἀποσκορακίζει τὸ πλῆθος ὡς ἄνουν καὶ ἀλόγιστον». Λέει στο απ. Νο.104 : «ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΥΣ Η Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥΣ; ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΝΤΑΙ ΤΟΥΣ ΑΟΙΔΟΥΣ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΔΑΣΚΑΛΟ ΤΟΥΣ ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΟΤΙ ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΦΑΥΛΟΙ ΕΝΩ ΟΙ ΛΙΓΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΓΑΘΟΙ - τίς αὐτῶν, νόος ἢ φρήν; δήμων + αἰδοῦς ἠπιόων τε + καὶ διδασκάλῳ χρείωνται ὁμίλῳ, οὐκ εἰδότες ὅτι οἱ πολλοὶ κακοί, ὀλίγοι δὲ ἀγαθοί». Αυτά λέγει ο Ηράκλειτος, εξ ου σιλλογράφος «ὀχλολοίδορον αὐτὸν ἀπεκάλεσεν».
Και δεν πρέπει να απορούμε αν, ενώ λέμε ότι το κατά φύση είναι ισχυρότερο του παρά φύση και ότι το δεύτερο είναι περιορισμένο, ενώ το κατά φύση επικρατεί στο σύμπαν, ωστόσο λέμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αδαείς και κακοί και ότι ελάχιστοι είναι οι επιστήμονες. Διότι δεν είναι κατά φύσει για τις ψυχές ο μετά των σωμάτων βίος ούτε η γενεσιουργός ζωή, αντίθετα αυτό που τους αρμόζει είναι η χωριστή, άυλη και ασώματη ζωή.
Όταν βρίσκονται εν τη γενέσει, ομοιάζουν με εκείνους που ζούνε σε ένα νοσηρό τόπο, ενώ, όταν βρεθούν έξω της γενέσεως, μοιάζουν ακριβώς με αυτό που λέει ο Πλάτων, με εκείνους που κατοικούν «ἐν λειμῶνι». Όπως λοιπόν δεν είναι καθόλου παράδοξο που στους νοσηρούς τόπους πιο πολλοί είναι οι άρρωστοι παρά αυτοί που βρίσκονται σε κατάσταση σύμφωνη με τη φύση, έτσι δεν είναι καθόλου παράδοξο που και «εν τη γενέσει» περισσότερες είναι οι εμπαθείς και φαύλες ψυχές – οι πλείστοι των ανθρώπων είναι «ἀνεπιστήμονες» και κακοί ενώ ελάχιστοι είναι επιστήμονες. Για αυτό και ο γενναίος Ηράκλειτος «ἀποσκορακίζει τὸ πλῆθος ὡς ἄνουν καὶ ἀλόγιστον».
Παράδοξο θα ήταν, αντιθέτως, αν κάποιες ψυχές «ἠμφιεσμέναι» [ενδεδυμένες] τέτοια σώματα, περιβεβλημένες τέτοια δεσμά και περιστοιχισμένες από τέτοια μεταβολή παραμένουν νηφάλιες και διατηρούνται απαθείς και καθαρές από τα πάθη. Ένας ανόητος κριτής, μάλιστα, θα μπορούσε να πει προς τις τέτοιου είδους ψυχές και προς αυτόν που ζει με τέτοιο τρόπο – άυλα μεταξύ των υλικών και θεϊκά μεταξύ των θνητών: «Εκπλήσσομαι πως μαγεύτηκες χωρίς να πιείς τα φαρμάκια αυτά». Πράγματι, Η ΛΗΘΗ, Η ΠΛΑΝΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΝΟΙΑ μοιάζουν με φαρμάκια που παρασύρουν τις ψυχές προς τον τόπο της ανομοιότητας. Δεν πρέπει, λοιπόν, να εκπλησσόμαστε που πολλοί είναι «λύκοι κατὰ τὴν ζωήν, πολλοὶ δὲ σύες», και πολλοί άλλο άλογο είδος ζωής, τη στιγμή που της Κίρκης, «ὄντος καταγωγίου», είναι η κατοικία της και οι ψυχές στην πλειονότητα τους κυριεύενται από το πιοτό της εξαιτίας της άμετρης επιθυμίας τους.
Αντίθετα πρέπει να εκπλησσόμαστε αν κάποιοι στον εδώ τόπο μένουν απρόσβλητοι από τα φαρμάκια και τα γητέματα, φύσεις Ερμαϊκές, που κατατείνουν στον Λόγο και την Επιστήμη. Όπως λοιπόν δεν πρέπει να παραξενευόμαστε αν δούμε ψυχές να κολάζονται στον Τάρταρο, έτσι δεν πρέπει να παραξενευόμαστε αν εν τη γενέσει οι πολλές ψυχές υποκύπτουν στα πάθη, και γίνονται «ἄνους καὶ ἀμαθεῖς». Διότι τέτοιου είδους ψυχές απαιτεί η γένεσις. Όπως, λοιπόν, στον ουρανό όλες είναι αγαθοειδείς, όπως στον Τάρταρο είναι όλες μοχθηρές, έτσι και εν τη γενέσει οι περισσότερες είναι μοχθηρές και οι λιγότερες σπουδαίες. Πράγματι η γένεσις τείνει προς το χειρότερο των άκρων, όχι προς το θεϊκότερο και το ανώτερο.
Θα τονίσουμε βέβαια ότι και σύμφωνα με τον Πρόκλο, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Β’, 265. 8 – 13», ο υπερήφανος για την προικισμένη φύση του, που του έλαχαν σπουδαία έμφυτα χαρίσματα («τὸν ἐπ᾽ εὐγενείᾳ καὶ φύσιν λαχόντα γενναίαν»), πρέπει να μη φαίνεται ανάξιος της φύσεως του αυτής, να μην «ἐπιδιώκειν τὰς τῶν πολλῶν δόξας» [αντιλήψεις], ούτε να «συναριθμεῖν ἑαυτὸν τοῖς χείροσιν», την κυριαρχία επί των οποίων του παραχώρησε η Φύση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου