Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Οίνος, κρασί, τσίπουρο. Η εκδίκηση του Διόνυσου

123..txtΟ βρωμιάρης κομπλεξικός μπουρτζόβλαχος Ρωμιός, έφτασε πριν από λίγο καιρό να χαντακωθεί πρώτος στην κατανάλωση ουίσκι στην Ευρώπη – για να μην πω και σ’ ολόκληρη την υφήλιο, το βλίτο.
Βρε μαλάκα κομπλεξικέ Ρωμιέ, είναι δυνατόν να μπορέσει ποτέ κανείς, στον κόσμο αυτόν, να υποστηρίξει δίχως να ρεζιλευτεί, ότι το κριθάρι – αυτή η κατ’ εξοχήν τροφή των μουλαριών – είναι καταλληλότερη πρώτη ύλη για παραγωγή ποτού! Πιο κατάλληλη ακόμη κι από το σταφύλι!  Γίνεται αυτό ρε ξευτίλα του κερατά; Κι όμως, κατάφερες ρε μαλάκα να κάνεις και το κατόρθωμα αυτό. Κι αν δεν μεσολαβούσε η οικονομική κρίση ρε βούρλο, θα συνέχιζες την μαλακία αυτή, η οποία βαρύνεται μ’ ένα μέρος της ευθύνης της χρεοκοπίας σου.
Κι εσύ ρε κύριε βλαχολόρδε ουισκά, που διαβάζεις τώρα δα αυτές τις χωριάτικες αράδες και είσαι έτοιμος να εκραγείς, βγάλε ρε συ τον σκασμό σου, γιατί σε βλέπω ότι δεν βαστιέσαι να προσθέσεις πόντους στο τεφτέρι καταγραφής της κομπλεξικότητά σου. Αλάργα ρε νούμερο.

Ως θεράπων του Θεού Διόνυσου, φρόντισα σε ανύποπτο χρόνο να στιγματίσω την βρωμιάρικη αυτή συμπεριφορά των Ρωμιών, η οποία αφορούσε στην αχαριστία απέναντι στον ζώντα Θεό της χώρας μας, αυτού του τρελοθεού Διόνυσου. Μαϊμουδίζοντας το ύφος του αθάνατου Λουκιανού κατέθεσα το πρακτικό του παρακάτω συμποσίου, το οποίο είδα στον ύπνο μου:
 
Τσίπουρο μαινόμενο σε οινο-πνευματικό συμπόσιο
ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΗΣ: Οίνος      ΣΥΜΠΟΣΙΑΖΟΜΕΝΟΙ: Οίνος, Τσίπουρο, Ουίσκι
 
ΤΣΙΠΟΥΡΟ:  Πατέρα, καλά έκανες και κάλεσες στο σπίτι μας αυτόν εδώ τον ξεδιάντροπο εισβολέα από το βορά. Είναι καιρός τώρα που καίγομαι από αγανάκτηση να του τα ψάλλω απ’ την καλή.
ΟΙΝΟΣ:  Σε παρακαλώ αποπαίδι μου, μη φέρεσαι με αγένεια στον φιλοξενούμενό μας.
ΟΥΙΣΚΙ:  Οίνε, γιατί το λες αποπαίδι σου;
ΟΙΝΟΣ:  Και πώς να το πω! Μήπως δεν το ξέρεις ότι από τα υπολείμματά μου το γέννησα! Από τα κατακάθια μου και τις φλούδες που απομένουν από τους γονείς μου τα τσαμπιά!
ΟΥΙΣΚΙ:  Μωρέ ποτό να σου πετύχει. Καθαρό ποτό απόβλητων! Κι έχει το θράσος να με απειλεί πως θα μου τα ψάλλει κι από πάνω.
ΤΣΙΠΟΥΡΟ:  Πατέρα, δεν σου τα ’λεγα ότι είναι ξεδιάντροπος. Κύττα μωρέ ποιος βγάζει γλώσσα. Αυτός που έχει μάνα και πατέρα το κριθάρι. Την κατ’ εξοχήν τροφή για τα μουλάρια, τις κότες και τους γαϊδάρους! Αλλά καλά να πάθουμε. Αυτή η φιλοξενία μας έφαγε. Τον δέχεσαι τον τύπο μετά χαράς στα σαλόνια σου και μετά σε βγάζει μέσα από το σπίτι σου σαν τον κλέφτη. Μωρέ καλά κάνανε εκείνοι οι Αρβανιτάδες, που για να σε βάλουν μέσα στο σπίτι τους, σε περνούσαν πρώτα από πενήντα κόσκινα.
ΟΙΝΟΣ:  Αποπαίδι μου, σε παρακαλώ συμμαζέψου. Σ’ έχουν που σ’ έχουν παρεξηγημένο, ότι θολώνεις τα μυαλά των ανθρώπων κι ότι τους αποζουρλαίνεις  όταν σε τιμούν δεόντως. Αλλά θα μου πεις, εδώ παθαίνουν τέτοια από μένα που διαθέτω το τέταρτο από τα γράδα σου. Ρίξε σε παρακαλώ λίγο νεράκι στο οινόπνευμά σου, ν’ αραιώσει καμπόσο και να καλμάρεις.
ΟΥΙΣΚΙ:  Για πες μας τώρα Τσίπουρo, ποιο είναι το ζόρι κι ο νταλγκάς σου. Φαίνεται ότι μεγάλο μίσος φουσκώνει τα στήθια σου εναντίον μου!
ΤΣΙΠΟΥΡΟ:  Έχεις το θράσος και το ρωτάς κακούργε. Σαν να μη ξέρεις ότι εδώ και σαράντα χρόνια μ’ έβαλες, μέσα σε κάθε ελληνικό σπίτι,  σε δεύτερη μοίρα. Εμένα που πότιζα με το πνεύμα μου γενιές και γενιές Ελλήνων. Εμένα που κατάγομαι απ’  ευθείας από τον ένδοξο Θεό του γλεντιού και του θεάτρου, τον ξακουστό Διόνυσο.
ΟΥΙΣΚΙ:  Ε, φαίνεται ότι με βρήκαν οι Έλληνες καλύτερο από σένα.
ΤΣΙΠΟΥΡΟ:  Καλύτερο; Τώρα μάλιστα. Βρε βρωμερέ μπομπατζή, που όταν σε πρωτοπίνει κανείς του βρωμάς σαν γαϊδουροκάτουρο, πώς γίνεται το κριθάρι να είναι υλικό καταλληλότερο από το σταφύλι για να κάνει κάποιος το ποτό του; Ή μήπως αν στη πατρίδα σου τη Σκωτία ευδοκιμούσε το αμπέλι, δεν θα το προτιμούσαν οι άνθρωποι, από την μάνα σου τη μουλαροτροφή, για να κάνουν τα ποτά τους;
ΟΥΙΣΚΙ:  Τότε γιατί έτρεξαν όλοι οι Έλληνες σε μένα κι εσένα σε βάλανε στη μπάντα;
ΤΣΙΠΟΥΡΟ:  Εμ, τώρα ήρθε η ώρα να σου τα ψάλλω. Αλλά καλύτερα να τα ψάλλω σ’ αυτούς τους χαζοβιόληδες, γιατί εσύ δε φταις ο δόλιος. Συγχώρησέ με σε παρακαλώ για όσα σου έσυρα. Άσε με όμως λιγάκι, για να τα ταιριάσω σε κανέναν κατάλληλο ήχο. Για τη συμφορά μου αυτή δεν φταίει τόσο ο κοσμάκης, όσο αυτοί οι ξιπασμένοι οι νεόπλουτοι και μικροαστοί, που σαν τις μαϊμούδες ξεσήκωσαν κάθε ευρωπαϊκή συνήθεια και μας την κουβάλησαν μέσα στον τόπο μας. Ούτε τα ξένα ρούχα άφησαν ούτε τις μουσικές ούτε τα σπίτια ούτε και τα φαγητά. Κι ανάμεσα σ’ όλ’ αυτά με πήρε και μένα η μπόρα, που κακιά ώρα να ’χουν οι κομπλεξικοί μπουρτζόβλαχοι.
ΟΥΙΣΚΙ:  Σάμπως υπερβολικά δεν τα λες μωρέ Τσίπουρo;
ΤΣΙΠΟΥΡΟ:  Υπερβολικά; Για πρόσεξε τι θα σου πω. Τις προάλλες ο Γιώργος της κυρά Δήμητρας έβαλε στοίχημα με τον Μήτσος της κυρά Τζένης (φτου σου καραβλαχάρα), ότι αν επισκέπτονταν δέκα τσομπάνηδες, οι επτά στο καλύβι τους θα είχαν ουίσκι. Μάλιστα οι επτά. Και το κέρδισε, γιατί είχαν και οι οκτώ! Κι ο Στράτος της κυρά Μαρίκας, προχθές, όταν με έπινε, έλεγε ότι στη δουλειά που δουλεύει, μ’  άλλα τριάντα άτομα, εκτός από την αφεντιά του όλοι οι υπόλοιποι πίνουν κάθε βράδυ ουίσκια με τα μπουκάλια. Φαντάζομαι κύριε Ουίσκι το τι γέλιο πέφτει στην πατρίδα σου τη Σκωτία, όταν ακούνε ότι οι Έλληνες έρχονται πρώτοι σε κατανάλωση ουίσκι στην Ευρώπη. Το γέλιο της αρκούδας, έτσι.
ΟΥΙΣΚΙ:  Τι να σου πω αδελφάκι μου, έτσι που τα ‘ξηγήθηκες σαν να έχεις δίκιο. Εγώ πάντως δεν βλέπω να φταίω σε τίποτε. Αλλά ας μην απορείς και τόσο με τα καμώματα των ανθρώπων. Είπες ότι οι άνθρωποί σου μαϊμουδίζουν. Φαίνεται ότι λησμόνησες εντελώς ότι είναι πρώτα ξαδέρφια με τους πιθήκους, και ότι θα τους πάρει πολύ καιρό ακόμη για να κόψουν τις κακές συνήθειες, που έχει το σόι τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου