Εγώ, η Παλλάς Αθηνά. Του Ανατόλ Φρανς
Είμαι ή Σοφία. Είναι δύσκολο για τους ανθρώπους, ακόμη και για τους καλύτερους, να με αναγνωρίσουν αμέσως, με τους πέπλους πού με σκεπάζουν και γιατί, σαν τον ουρανό, είμαι θύελλα συνάμα και γαλήνη.
Αλλά έσύ, καλέ μου με αναζήτησες πάντα και κάθε φορά πού μέ συνάντησες, έβαλες τά δυνατά σου, μέ όλο σου τό πνεύμα καί όλη τήν καρδιά σου, για νά μέ αναγνώρισης. Ό,τι έγραψες γιά μένα, ω ποιητή, είναι αληθινό. Η ελληνική μεγαλοφυία μ’ έκαμε νά κατεβώ στην γή καί τήν εγκατέλειψα όταν παρέδωσε τό πνεύμα της.
Οι βάρβαροι, πού εισέβαλαν στον κόσμο τής τάξεως πού έδωσαν οί νόμοι μου, αγνοούσαν τό μέτρο καί τήν αρμονία. Η ομορφιά τους προκαλούσε φόβο καί τους φαινόταν σάν κάτι κακό. Βλέποντας πώς ήμουν όμορφη, δέν πίστεψαν ότι ήμουν ή Σοφία. Μ’ έδιωξαν. Όταν, σκορπίζοντας μιά νύχτα δέκα αιώνων, φάνηκε ή αυγή της Αναγεννήσεως, ξανακατέβηκα στην γη.
Επισκέφθηκα τους άνθρωπιστές καί τους φιλοσόφους μέσα στά κελιά τους, όπου μέ πάθος φύλαγαν, στό βάθος τών συρταριών τους μερικά βιβλία, τους ζωγράφους καί τους γλύπτες στά εργαστήρια τους, πού δέν ήταν παρά φτωχικά μαγαζιά τεχνιτών.
Μερικοί προτίμησαν νά καούν ζωντανοί, παρά νά μέ απαρνηθούν. Αλλοι, όπως ό Έρασμος, διέφυγαν άπό τους ηλιθίους αντιπάλους τους μέ τήν είρωνεία(…). Από τότε, από τήν στιγμή πού ή σκέψις, στά ανώτερα επίπεδα της, είναι ελεύθερη, είμαι ακατάπαυστα αντικείμενο σεβασμού τών έπιστημόνων, των καλλιτεχνών καί των φιλοσόφων. ‘ Αλλά άπό σένα δέχθηκα τήν πιό τρυφερή καί τήν πιό λιτή Ισως λατρεία. Από σένα καί τις πιό αγνές καί γεμάτες πίστι προσευχές.
Πάνω στην ιερή μου Ακρόπολι, μπροστά στον ερειπωμένο Παρθενώνα μου, μέ χαιρέτησες μέ τά ωραιότερα λόγια πού ειπώθηκαν ποτέ σ’ αυτόν τόν κόσμο, άπό τήν εποχή πού οι μέλισσες μου απέθεταν τό μέλι τους στά χείλη του Σοφοκλέους καί του Πλάτωνος. Οι αθάνατοι οφείλουν περισσότερα άπ’ όσο νομίζεται σ’ αυτούς πού τους λατρεύουν. Τους οφείλουν τήν ζωή. Είναι κι αυτό ένα μυστήριο στό οποίο μυήθηκες.
Οι θεοί παίρνουν τήν τροφή τους άπό τους ανθρώπους. Τρέφονται άπό τόν καπνό πού ανεβαίνει άπό τό αίμα τών θυσιών τους. Ξέρεις ότι αυτό σημαίνει πώς ή ουσία τους αποτελείται άπ’ όλες τίς σκέψεις καί άπ’ όλα τά αισθήματα τών ανθρώπων. Οι σπονδές τών αγαθών ανθρώπων τρέφουν τους αγαθούς θεούς.
Οι μαύρες θυσίες τής αγνοίας καί του μίσους παχαίνουν τους άγροίκους θεούς. Τό έχεις πει: οι θεοί δέν είναι πιό αθάνατοι άπό τους ίδιους τους ανθρώπους. Υπάρχουν αυτοί πού ζουν άπό δυό χιλιάδες χρόνια, βραχύβιοι άν συγκριθούν μέ τά χρόνια τής γης, ή έστω καί της άνθρωπότητος, ελάχιστη καί αδιόρατη στιγμή της ζωής του σύμπαντος.
Σέ δυό χιλιάδες χρόνια, οί φλογεροί ήλιοι πού εκτοξεύονται στό διάστημα, δέν φαίνονται κάν νά έχουν μετακινηθή. ‘Εγώ, ή Παλλάς Αθηνά, ή θεά μέ τά ανοιχτόχρωμα μάτια, σέ σένα οφείλω τό ότι ζώ ακόμη. Αλλά ήταν λίγο πράγμα ή παράτασις της ζωής μου. Λυπάμαι τους θεούς πού σέρνονται μέσα στους άχρωμους καπνούς ενός υπολείμματος λιβανιού, τήν χλωμή καί θλιμμένη παρακμή τους.
Μ’ έκαμες πιό όμορφη καί πιό μεγάλη άπ’ όσο ήμουν. Μέ έθρεψες μέ τήν δύναμί σου καί μέ τήν ιδεολογία σου καί διά μέσου εσού καί αυτών πού σού μοιάζουν, τό πνεύμα μου έπλάτυνε τόσο, ώστε νά μπορή νά συμπεριλαμβάνει τό σύμπαν του Κέπλερ καί του Νεύτωνος.
Είμαι ή Σοφία. Είναι δύσκολο για τους ανθρώπους, ακόμη και για τους καλύτερους, να με αναγνωρίσουν αμέσως, με τους πέπλους πού με σκεπάζουν και γιατί, σαν τον ουρανό, είμαι θύελλα συνάμα και γαλήνη.
Αλλά έσύ, καλέ μου με αναζήτησες πάντα και κάθε φορά πού μέ συνάντησες, έβαλες τά δυνατά σου, μέ όλο σου τό πνεύμα καί όλη τήν καρδιά σου, για νά μέ αναγνώρισης. Ό,τι έγραψες γιά μένα, ω ποιητή, είναι αληθινό. Η ελληνική μεγαλοφυία μ’ έκαμε νά κατεβώ στην γή καί τήν εγκατέλειψα όταν παρέδωσε τό πνεύμα της.
Οι βάρβαροι, πού εισέβαλαν στον κόσμο τής τάξεως πού έδωσαν οί νόμοι μου, αγνοούσαν τό μέτρο καί τήν αρμονία. Η ομορφιά τους προκαλούσε φόβο καί τους φαινόταν σάν κάτι κακό. Βλέποντας πώς ήμουν όμορφη, δέν πίστεψαν ότι ήμουν ή Σοφία. Μ’ έδιωξαν. Όταν, σκορπίζοντας μιά νύχτα δέκα αιώνων, φάνηκε ή αυγή της Αναγεννήσεως, ξανακατέβηκα στην γη.
Επισκέφθηκα τους άνθρωπιστές καί τους φιλοσόφους μέσα στά κελιά τους, όπου μέ πάθος φύλαγαν, στό βάθος τών συρταριών τους μερικά βιβλία, τους ζωγράφους καί τους γλύπτες στά εργαστήρια τους, πού δέν ήταν παρά φτωχικά μαγαζιά τεχνιτών.
Μερικοί προτίμησαν νά καούν ζωντανοί, παρά νά μέ απαρνηθούν. Αλλοι, όπως ό Έρασμος, διέφυγαν άπό τους ηλιθίους αντιπάλους τους μέ τήν είρωνεία(…). Από τότε, από τήν στιγμή πού ή σκέψις, στά ανώτερα επίπεδα της, είναι ελεύθερη, είμαι ακατάπαυστα αντικείμενο σεβασμού τών έπιστημόνων, των καλλιτεχνών καί των φιλοσόφων. ‘ Αλλά άπό σένα δέχθηκα τήν πιό τρυφερή καί τήν πιό λιτή Ισως λατρεία. Από σένα καί τις πιό αγνές καί γεμάτες πίστι προσευχές.
Πάνω στην ιερή μου Ακρόπολι, μπροστά στον ερειπωμένο Παρθενώνα μου, μέ χαιρέτησες μέ τά ωραιότερα λόγια πού ειπώθηκαν ποτέ σ’ αυτόν τόν κόσμο, άπό τήν εποχή πού οι μέλισσες μου απέθεταν τό μέλι τους στά χείλη του Σοφοκλέους καί του Πλάτωνος. Οι αθάνατοι οφείλουν περισσότερα άπ’ όσο νομίζεται σ’ αυτούς πού τους λατρεύουν. Τους οφείλουν τήν ζωή. Είναι κι αυτό ένα μυστήριο στό οποίο μυήθηκες.
Οι θεοί παίρνουν τήν τροφή τους άπό τους ανθρώπους. Τρέφονται άπό τόν καπνό πού ανεβαίνει άπό τό αίμα τών θυσιών τους. Ξέρεις ότι αυτό σημαίνει πώς ή ουσία τους αποτελείται άπ’ όλες τίς σκέψεις καί άπ’ όλα τά αισθήματα τών ανθρώπων. Οι σπονδές τών αγαθών ανθρώπων τρέφουν τους αγαθούς θεούς.
Οι μαύρες θυσίες τής αγνοίας καί του μίσους παχαίνουν τους άγροίκους θεούς. Τό έχεις πει: οι θεοί δέν είναι πιό αθάνατοι άπό τους ίδιους τους ανθρώπους. Υπάρχουν αυτοί πού ζουν άπό δυό χιλιάδες χρόνια, βραχύβιοι άν συγκριθούν μέ τά χρόνια τής γης, ή έστω καί της άνθρωπότητος, ελάχιστη καί αδιόρατη στιγμή της ζωής του σύμπαντος.
Σέ δυό χιλιάδες χρόνια, οί φλογεροί ήλιοι πού εκτοξεύονται στό διάστημα, δέν φαίνονται κάν νά έχουν μετακινηθή. ‘Εγώ, ή Παλλάς Αθηνά, ή θεά μέ τά ανοιχτόχρωμα μάτια, σέ σένα οφείλω τό ότι ζώ ακόμη. Αλλά ήταν λίγο πράγμα ή παράτασις της ζωής μου. Λυπάμαι τους θεούς πού σέρνονται μέσα στους άχρωμους καπνούς ενός υπολείμματος λιβανιού, τήν χλωμή καί θλιμμένη παρακμή τους.
Μ’ έκαμες πιό όμορφη καί πιό μεγάλη άπ’ όσο ήμουν. Μέ έθρεψες μέ τήν δύναμί σου καί μέ τήν ιδεολογία σου καί διά μέσου εσού καί αυτών πού σού μοιάζουν, τό πνεύμα μου έπλάτυνε τόσο, ώστε νά μπορή νά συμπεριλαμβάνει τό σύμπαν του Κέπλερ καί του Νεύτωνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου