Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Επίκουρος, Ωφελιμιστές και Onfray: Μια Σύνθεση Ηδονισμού

Η φιλοσοφία του ηδονισμού, με τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα, έχει διαχρονικά απασχολήσει στοχαστές και φιλοσόφους, οι οποίοι αναζητούν την κατανόηση της ευτυχίας και της ηθικής. Στο επίκεντρο αυτής της αναζήτησης βρίσκεται ο Επίκουρος, οι ωφελιμιστές, όπως ο Τζέρεμι Μπένθαμ και ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ και ο Μισέλ Ονφρέ, οι οποίοι, αν και προέρχονται από διαφορετικές εποχές και πολιτισμικά δρώμενα, μοιράζονται κοινές αρχές γύρω από την αξία της ηδονής και της ευτυχίας.

Ο Επίκουρος, με την έμφαση στην ποιότητα της ηδονής, τη σημασία της φρόνησης, της φιλίας και της αρετής, προσφέρει μια ηθική προσέγγιση που διαφέρει από την ποσοτικοποιημένη θεώρηση του Μπένθαμ και την πιο εξελιγμένη, αλλά και πιο σύνθετη, προσέγγιση του Μιλλ. Στον σύγχρονο διάλογο, ο Γάλλος φιλόσοφος Michel Onfray αναδεικνύει την επικούρεια σκέψη και την ενσωματώνει σε μια σύγχρονη ηθική φιλοσοφία, προτείνοντας μια προσέγγιση που συνδυάζει την ατομική ευδαιμονία με την κοινωνική ευημερία.

Αυτή η σύνθεση των ιδεών δημιουργεί ένα ενδιαφέρον πλαίσιο για τη μελέτη της ηδονιστικής ηθικής και των συνεπειών της στη ζωή μας. Μέσα από την ανάλυση αυτών των σκέψεων, αναδύονται σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την κατανόηση και την επιδίωξη της ευτυχίας, την ατομικότητα ή τη συλλογικότητά της, τη διαμόρφωση της ηθικής μέσω των επιθυμιών και των αναγκών μας, την προσπάθεια μέτρησης της ηδονής σε ποσότητα ή ποιότητα, καθώς και την ικανότητα των νεότερων φιλοσόφων να εκφράσουν νέες ιδέες για την εξέλιξη της φιλοσοφίας του Επίκουρου.
Ωφελιμισμός

Ο Τζέρεμι Μπένθαμ (1748-1832), Άγγλος φιλόσοφος και νομικός, είναι ο θεμελιωτής του νεότερου ωφελιμισμού. Κεντρική αρχή του είναι η ωφελιμότητα, όπως περιγράφεται στο έργο του «Εισαγωγή στις Αρχές της Ηθικής και της Νομοθεσίας» (1789), όπου επισημαίνει ότι η σωστή δράση είναι αυτή που προάγει τη μέγιστη ευτυχία για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων.

Η αρχή της ωφελιμότητας[i] θεωρείται ριζοσπαστική για την εποχή της κι αυτό γιατί, αν και διατυπώθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία κυριαρχούσε στον δυτικό κόσμο ο χριστιανισμός, με αυτήν αποκλείονταν όλες οι αναφορές στον Θεό ή σε αφηρημένους ηθικούς κανόνες που είναι ‘εγγεγραμμένοι στους ουρανούς’. Η ηθική δεν έπρεπε πλέον να γίνεται αντιληπτή σαν αφοσίωση σε κάποιον θεϊκής προέλευσης κώδικα ή σαν ένα σύνολο από ανελαστικούς κανόνες.

Η Ευτυχία του Μπένθαμ

Ο Μπένθαμ υποστηρίζει ότι οι πράξεις αξιολογούνται με βάση τις συνέπειές τους, εισάγοντας την έννοια της «ευχαρίστησης», η οποία, στον ωφελιμισμό του, ισοδυναμεί με την ευτυχία. Η επιδίωξη της ευτυχίας συνδέεται με την επιδίωξη της ευχαρίστησης.

Επισημαίνει, ότι η φύση κυβερνάται από τον πόνο και την ευχαρίστηση, καθορίζοντας τη δράση μας. Η ευχαρίστηση και η αποφυγή του πόνου είναι οι μόνοι επιθυμητοί στόχοι. Επίσης, για τον Μπένθαμ, η ευχαρίστηση αποτελεί κεντρικό κριτήριο για την ηθική αξιολόγηση.

Εισάγει την «ηδονιστική αριθμητική» για να ποσοτικοποιήσει την ευτυχία, εστιάζοντας στην ποσότητα των ευχαριστήσεων[ii]. Στόχος είναι η μέγιστη συνολική ηδονή, σε αντίθεση με τον Επίκουρο, ο οποίος εστίασε στην ποιότητα της ηδονής.

Μεγάλη έμφαση δίνει στη συλλογική ευτυχία ή δυστυχία που θεωρεί ότι είναι το άθροισμα των ατομικών ευτυχιών ή δυστυχιών. Εδώ εγείρεται η δεύτερη και σπουδαιότερη ίσως ένσταση[iii] κατά του μπενθαμιανού ωφελιμισμού - αν θεωρήσουμε ως πρώτη την παράβλεψη της ποιότητας των ηδονών. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι: «Η πιο κραυγαλέα αδυναμία του ωφελιμισμού είναι ότι δε σέβεται τα ατομικά δικαιώματα. Καθώς νοιάζεται μόνο για το συνολικό άθροισμα της ικανοποίησης, μπορεί να καταπιέσει επιμέρους άτομα».

Κάτι όμως που πρέπει να αναγνωρίσουμε ως πρωτοποριακό για την εποχή του είναι, ότι όταν μιλάει για μέγιστη ευτυχία συμπεριλαμβάνει την ευτυχία και των ζώων[iv].

Εξέλιξη του Ωφελιμισμού

Ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ[v] (1806-1873) αναδιατυπώνει[vi] την ωφελιμιστική θεωρία, για να αντιμετωπίσει τις βασικότερες αντιρρήσεις εναντίον της: ότι δεν αναγνωρίζει ποιοτικά ανώτερες ηδονές[vii] και ότι δε σέβεται τα ατομικά δικαιώματα[viii]. Στο έργο του «Ο Ωφελιμισμός» (1863), υποστηρίζει ότι οι πνευματικές ηδονές είναι ανώτερες από τις σωματικές. Θεωρεί ότι το κριτήριο είναι η ωφέλεια, αλλά πρέπει να προάγει την πρόοδο του ανθρώπου[ix].

Εστιάζει στην ατομική και κοινωνική ελευθερία, τονίζοντας ότι η ελευθερία του ατόμου πρέπει να προστατεύεται, εκτός αν βλάπτει τους άλλους[x]. Υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν για τη ζωή τους[xi], συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων αυτοβλάβης και ευθανασίας[xii]. Σύμφωνα με τις απόψεις του, «οι νόμοι που ποινικοποιούν την ευθανασία όχι μόνο αντιβαίνουν στη γενική ευημερία, αλλά περιορίζουν αδικαιολόγητα και την ικανότητα των ανθρώπων να ελέγχουν την ίδια τους τη ζωή». Βέβαια ως ζητούμενο θέτει την ευτυχία του συνόλου, όχι μόνο την ευτυχία του ατόμου.

Η Ευτυχία του Μιλλ

Θεωρεί ότι η ευτυχία κάθε ατόμου είναι επιθυμητή και ότι η συλλογική ευτυχία είναι το άθροισμα των ατομικών ευτυχιών. Διαχωρίζει τις ανώτερες από τις κατώτερες ηδονές, υποστηρίζοντας ότι η ποιότητα της ηδονής είναι σημαντική.

Επισημαίνει την ανάγκη προστασίας από την «τυραννία της εξουσίας και της πλειοψηφίας», προτείνοντας ότι η εξουσία μπορεί να ασκηθεί μόνο για να προληφθεί η βλάβη στους άλλους.

Ο Επίκουρος μαζί με τον «πρωταγορικό» Σωκράτη και τον Μπένθαμ αποτελούν τους μοναδικούς φιλοσόφους που ο Μιλλ κρίνει σκόπιμο να κατονομάσει ως χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της ωφελιμιστικής παράδοσης.

Επικούρεια φιλοσοφία

Ο Υλιστικός Ηδονισμός του Επίκουρου

Ο Επίκουρος (341-270 π.κ.χ.) θεωρεί την ηδονή ως το ύψιστο αγαθό και τον πόνο ως το κακό. Ωστόσο, ο επικούρειος ηδονισμός δεν ταυτίζεται με τον άκρατο εγωισμό ή τον αχαλίνωτο υλισμό. Αντίθετα, ο Επίκουρος υποστηρίζει μια ηθική που βασίζεται στη «σύνεση» και στην «αυτάρκεια».

Η Αληθινή Ηδονή

Η αληθινή ηδονή, σύμφωνα με τον Επίκουρο, προέρχεται από την απουσία πόνου[xiii], τόσο σωματικού όσο και ψυχικού. Η ευδαιμονία επιτυγχάνεται μέσω της αρετής, της φιλίας και της γνώσης, που αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίτευξή της.

Ο Επίκουρος αντιπαραβάλλει την ηδονή με τον πόνο, όχι με τη λύπη, όπως ο Πλάτωνας. Για τον Επίκουρο, η ηδονή είναι «η αιτία και ο σκοπός της ζωής». Στην Επιστολή προς Μενοικέα, αναφέρει: «Θεωρούμε την ηδονή και αρχή και τέλος της μακάριας ζωής[xiv]».

Η Ηθική του Επίκουρου

Όπως είπαμε, ο Μιλλ τον εντάσσει στους φιλοσόφους που υποστηρίζουν τη θεωρία της ωφέλειας, λόγω της έμφασης που αποδίδει στην ηδονή. Ο Γκυγιώ[xv] τον θεωρεί θεμελιωτή του ωφελιμισμού, αναφέροντας ότι: «η ηθική της ωφέλειας δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά έχει τις ρίζες της στην επικούρεια φιλοσοφία».

Η ηθική του Επίκουρου έχει αμιγώς αυτοαναφορικό[xvi] χαρακτήρα. Ακόμα και η πράξη να πεθάνει κανείς για έναν φίλο θεωρείται αναγκαία μόνο αν αποτρέπει την ψυχική του δυσφορία. Έτσι, η ηθική του εστιάζει στα συναισθήματα του δρώντος και όχι στα συναισθήματα τρίτων[xvii].

Η Φύση της Ηδονής

Ο Επίκουρος ορίζει την ηδονή ως κατάσταση ηρεμίας του σώματος και της ψυχής, μια φυσική ισορροπία και πνευματική αταραξία. Το ιδεώδες είναι να αναζητά κανείς τη γαλήνη και την αταραξία μέσα του, χωρίς εξωτερική βοήθεια[xviii].

Διακρίνει τις ηδονές σε ανώτερες και κατώτερες, αξιολογώντας την ποιότητα τους. Αντίθετα, οι Πλάτωνας και Μπένθαμ επικεντρώνονται αποκλειστικά στην ποσότητα των ηδονών.

Ηδονή με Φρόνηση

Στην Επιστολή προς Μενοικέα, ο Επίκουρος αναφέρει ότι η ηδονή δεν είναι οι άσωτες απολαύσεις, αλλά η απουσία πόνου. Η φρόνηση καθοδηγεί την ηθική ζωή και είναι αναγκαία για να ζήσει κανείς ευχάριστα[xix].

Η φρόνηση είναι το μέγιστο αγαθό και η βάση όλων των άλλων αρετών. Επισημαίνει ότι «δεν επιδιώκουμε κάθε ηδονή» και ότι μερικές φορές οι πόνοι μπορεί να είναι ανώτεροι από πολλές ηδονές[xx], καθώς μπορεί να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη ηδονή στο μέλλον.

Η Ζυγαριά του Επίκουρου και η ποσοτικοποίηση

Είναι γνωστό ότι ο Επίκουρος συμβούλευε, πριν από κάθε μας πράξη, να «ζυγίζουμε» τον πόνο και την ηδονή που θα επακολουθήσει και βάσει αυτού του κριτηρίου να αποφασίζουμε αν θα προχωρήσουμε ή όχι. Αυτή η «ζυγαριά», η επικούρεια συμμέτρηση, μπορεί να φαντάζει σαν μια μορφή ποσοτικοποίησης, αλλά υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις.

Η Προσέγγιση του Επίκουρου

Ο Επίκουρος δεν προτείνει μια απλοϊκή μαθηματική φόρμουλα για τη «ζύγιση» πόνου και ηδονής. Διακρίνει την «καταστηματική» από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, θεωρώντας την ανώτερη.

Εστιάζει στην επιλογή ηδονών που οδηγούν στην απουσία πόνου και στην ψυχική γαλήνη. Η «σύνεση» και η «αυτάρκεια» αποτελούν κλειδιά για την επίτευξη της ευδαιμονίας, όχι η μέγιστη ποσότητα ηδονής.

Συνοψίζοντας:

Η ηδονή για τον Επίκουρο είναι το πρώτο αγαθό, ενώ η φρόνηση είναι το εργαλείο που επιτρέπει την επίτευξή της. Η επικούρεια φιλοσοφία τονίζει την ποιότητα των ηδονών χωρίς να προάγει έναν αχαλίνωτο ηδονισμό. Αντίθετα, οδηγεί σε μια ζωή ισορροπίας και ψυχικής γαλήνης, με τη φρόνηση να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την επίτευξη της ευδαιμονίας. Παράλληλα προσφέρει μια διαχρονική προσέγγιση για την ευδαιμονία, που παραμένει επίκαιρη και χρήσιμη για την ατομική και συλλογική ευημερία.

Η σύνδεσή του με τον ωφελιμισμό είναι εμφανής, ωστόσο υπάρχουν και σημαντικές διαφορές, κυρίως ως προς την εστίαση στην ατομική ευδαιμονία. Ο ωφελιμισμός εισάγει νέες έννοιες όπως η ποσοτικοποίηση της ευτυχίας και η αυστηρή ιεράρχηση των ηδονών. Μετατοπίζει το βάρος από την ατομική στη συλλογική ευτυχία, προσφέροντας ένα πιο πρακτικό πλαίσιο για ηθική λήψη αποφάσεων.

Η σχέση μεταξύ των δύο φιλοσοφιών δεν είναι γραμμική ή άμεση. Ο ωφελιμισμός, αντλώντας έμπνευση από τον Επίκουρο, προσπαθεί να εμπλουτίσει τη φιλοσοφία του και να την προσαρμόσει στις ανάγκες μιας διαφορετικής εποχής.

Συνθέτοντας τον Ηδονισμό

Ηδονισμός του Onfray: Αποτέλεσμα της Σύνθεσης Επίκουρου και Ωφελιμιστών

Ο Michel Onfray, σύγχρονος Γάλλος φιλόσοφος, εμπνέεται από τον Επίκουρο και υιοθετεί στοιχεία από τον ωφελιμισμό για να διαμορφώσει μια σύγχρονη ηθική φιλοσοφία με επίκεντρο τον ηδονισμό ως βάση για την ατομική και συλλογική ευημερία.

Onfray και Επίκουρος:

Ο Onfray αναγνωρίζει την επικούρεια παράδοση ως θεωρητικό υπόβαθρο και πρακτικό οδηγό για την επίτευξη της ευδαιμονίας. Επισημαίνει ότι οι επικούρειοι δαιμονοποιήθηκαν επειδή τόλμησαν να προτείνουν μια ηθική βασισμένη στον «υλιστικό ηδονισμό», αντίθετα με την κυρίαρχη θρησκευτική ιδεολογία.

Τολμάει όμως να κάνει το ίδιο αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ταυτίζεται, δηλαδή, με τον τρόπο προσέγγισης του Επίκουρου και στο βιβλίο του «Η δύναμη της ύπαρξης: Ηδονιστικό μανιφέστο» (2009) προσπαθεί να επαναφέρει την επικούρεια σκέψη στο προσκήνιο μιας και τη θεωρεί πηγή έμπνευσης για την υλιστική, ηδονιστική και ωφελιμιστική του στάση.

Αντιτίθεται, στην ελιτίστικη προσέγγιση της φιλοσοφίας, όπως αυτή του Πλάτωνα και υποστηρίζει μια πρακτική φιλοσοφία με πιο δημοκρατική προσέγγιση[xxi]. Επικροτεί το μοντέλο του Επικούρειου Κήπου, που ήταν ανοιχτός σε όλους ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, φύλου, ηλικίας ή μόρφωσης[xxii].

Τονίζει τη σημασία της πρακτικής εφαρμογής της φιλοσοφίας στην καθημερινή ζωή, σε αντίθεση με την καθαρά θεωρητική προσέγγιση.
Συμφωνεί στον υπολογισμό των ηδονών, με τη ζυγαριά του Επίκουρου, πριν από κάθε μας πράξη και θεωρεί ότι η επιλογή ηδονών που δεν οδηγούν σε πόνο παραμένει επίκαιρη και χρήσιμη στη σύγχρονη εποχή.

Ηδονισμός ως Βάση Ηθικής

Η ηδονή θεωρείται ως η κινητήρια δύναμη πίσω από κάθε ανθρώπινη δράση. Ο Ονφρέ δε διστάζει να υπερασπιστεί τον υλιστικό ηδονισμό παρά τις επικρίσεις που τον συνδέουν με τον χυδαίο ατομικισμό και τον υπερκαταναλωτισμό. Θεωρεί ότι η απόλαυση, βιωμένη με μέτρο και σύνεση, δεν είναι μόνο θεμιτή, αλλά βάση κάθε ηθικού συστήματος και απαραίτητη για μια ολοκληρωμένη ζωή.

Αντιτίθεται στον χριστιανικό ασκητισμό και υποστηρίζει την αναζήτηση του ευ ζην εδώ και τώρα, όχι σε άλλες πιθανές, αιώνιες ζωές που μπορεί να επακολουθήσουν. Αντιπαραθέτει την ηθική του ηδονισμού με την ασκητική ηθική του πλατωνισμού και του χριστιανισμού, η οποία δαιμονοποιεί το σώμα και την απόλαυση.

Ο ηδονισμός του Ονφρέ δεν ταυτίζεται με τον εγωισμό. Αντιθέτως, η ευχαρίστηση του άλλου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ατομική ευδαιμονία. Η ηδονιστική ηθική του απαιτεί σεβασμό και ενδιαφέρον για την ευημερία των άλλων. Βασίζεται στην ιδέα της «αμοιβαίας ωφέλειας».

Η ατομική ευχαρίστηση επιτυγχάνεται μέσω της συνεργασίας και της αλληλοβοήθειας. Η αναζήτηση της ευτυχίας δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην ευχαρίστηση, αλλά να περιλαμβάνει και την προσωπική ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Ωφελιμισμός και Επίκουρος ως δύο όψεις του ιδίου νομίσματος:

Ο Onfray συνδέει άμεσα τον ωφελιμισμό με τον ηδονισμό. Υποστηρίζει ότι η αρχή της ωφέλειας, δηλαδή «η μεγαλύτερη ευτυχία για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων», συνδέεται άμεσα με την επιδίωξη της ηδονής και την αποφυγή του πόνου.

Ηθική της ευγένειας με στόχο την αμοιβαία ωφέλεια:

Ο Onfray υιοθετεί πλήρως την ιδέα της «αμοιβαίας ωφέλειας», θεωρώντας την ηδονή του άλλου αναπόσπαστο μέρος της ατομικής ευδαιμονίας. Γι’ αυτήν την ιδέα βρίσκει υπόβαθρο στον ωφελιμισμό, ο οποίος εστιάζει στο συλλογικό όφελος, αλλά και κάποιες ρίζες στις αντιλήψεις του Επίκουρου για τη φιλία και την κοινότητα.

Προτείνει την ευγένεια ως βασικό στοιχείο της ηθικής συμπεριφοράς για την αμοιβαία ευχαρίστηση και τον σεβασμό προς τον άλλο. Η ευγένεια, η πραότητα, η ευπρέπεια, η διακριτικότητα, η φροντίδα, η προσφορά, η συνεισφορά, η φιλοφροσύνη αποτελούν παραλλαγές στο θέμα της ηδονιστικής ηθικής.

Για τον Ονφρέ, η πολιτική, η ηθική, η αισθητική και όλες οι πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας πρέπει να υπόκεινται στην αρχή της ηδονής και να αποσκοπούν στη δημιουργία μιας ευτυχισμένης κοινωνίας.

Διαφοροποίηση από τον Bentham σε σημεία:

Παρόλο που αναγνωρίζει τη σημασία της «ποσότητας» των ηδονών για την ευτυχία, δεν αγνοεί την ποιότητα τους, όπως κάνει ο Bentham. Αποδέχεται την αντίληψη του Μιλλ ότι πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και την «ποιότητα», χωρίς όμως να καταφεύγει σε μια αυστηρή ιεράρχηση – συμφωνώντας περισσότερο με την Επικούρεια προσέγγιση.

Επίσης, και η θέση του για την ποσοτικοποίηση είναι λιγότερο αυστηρή, αναγνωρίζοντας ότι η έννοια της ηδονής είναι πολύπλευρη και υποκειμενική μιας κι έχει να κάνει με την ανθρώπινη εμπειρία.

Συμπέρασμα:

Ο Onfray, συνθέτοντας στοιχεία από τον Επίκουρο, τον ωφελιμισμό και δικές του σκέψεις, διαμορφώνει μια σύγχρονη «ηθική του ηδονισμού», που δίνει έμφαση στην απόλαυση ως βάση ηθικής συμπεριφοράς, ενσωματώνοντας την ευγένεια και την αμοιβαία ωφέλεια ως κεντρικά στοιχεία. Η φιλοσοφία του ναι μεν εστιάζει στην ηδονή ως κινητήρια δύναμη, αλλά όχι με αχαλίνωτο ή εγωιστικό τρόπο. Προτείνει μια ισορροπημένη προσέγγιση όπου η ατομική ευδαιμονία συνδέεται άρρηκτα με την ευχαρίστηση και την ευημερία των άλλων. Η προσέγγισή του είναι πραγματιστική και υλιστική, χωρίς να αγνοεί την ποιότητα των ηδονών ή τη σημασία της ατομικής ελευθερίας.

Συχνά προβάλλει ένα απόφθεγμα του Νικολά Σαμφόρ (Nicolas Chamfort) το οποίο θεωρεί ότι λειτουργεί ως ηδονιστική κατηγορική προσταγή:
«Να απολαμβάνεις και να προσφέρεις απόλαυση/ηδονή, χωρίς να κάνεις κακό ούτε στον εαυτό σου ούτε σε οποιονδήποτε άλλον, αυτό είναι ηθική[xxiii]».

Ομοιότητες και διαφορές

Έμφαση στην Ηδονή:

Και οι τρεις πλευρές συμφωνούν ότι η ηδονή αποτελεί κεντρικό στοιχείο της ανθρώπινης εμπειρίας και της ευτυχίας. Ο Επίκουρος ορίζει την ηδονή ως απουσία πόνου, ενώ οι ωφελιμιστές, όπως ο Μπένθαμ και ο Μιλλ, την προσεγγίζουν με βάση την ποσότητα και ποιότητα των ηδονών, αντίστοιχα.

Ηθική Βασισμένη στην Ευτυχία:

Ο Επίκουρος και οι ωφελιμιστές (Μπένθαμ, Μιλλ) προτείνουν ότι η ηθική δράση πρέπει να αποσκοπεί στην επίτευξη της ευτυχίας. Ο Ονφρέ επεκτείνει αυτήν την ιδέα, υποστηρίζοντας ότι η ηθική πρέπει να βασίζεται στην αμοιβαία ωφέλεια και την ευχαρίστηση, χωρίς να περιορίζεται σε αυστηρές ποσοτικοποιήσεις.

Ποιότητα και Ποσότητα Ηδονών:

Ο Μιλλ εισάγει την έννοια της ποιότητας των ηδονών, κάτι που συναντήσαμε στον Επίκουρο που μίλησε για ανώτερες και κατώτερες ηδονές και βρίσκει απήχηση στον Ονφρέ, ο οποίος αναγνωρίζει τη σημασία της ποιότητας χωρίς να υιοθετεί μια αυστηρή ιεράρχηση.

Αυτάρκεια και Συλλογικότητα:

Ο Επίκουρος προτείνει μια αυτοδύναμη προσέγγιση στην ευτυχία, εστιάζοντας στην απλότητα και τις φιλικές σχέσεις. Ο Ονφρέ τονίζει τη σημασία της συλλογικότητας και της συνεργασίας για την επίτευξη της ατομικής ευδαιμονίας.

Αντίθεση στον Ασκητισμό:

Ο Ονφρέ αντιτίθεται στον χριστιανικό ασκητισμό και τον πλατωνισμό, προβάλλοντας τον ηδονισμό ως θεμελιώδη για την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτή η αντίθεση συμφωνεί με τον Επίκουρο, ο οποίος επίσης απορρίπτει τις πλατωνικές πρακτικές (ο χριστιανισμός δεν τον πρόλαβε αλλά τον απέρριψαν οι μαθητές του…).

Σύγχρονη Ερμηνεία του Επικουρισμού που υπερβαίνει την απλή έμπνευση:

Ο Ονφρέ επαναφέρει την επικούρεια σκέψη στο προσκήνιο, συνδέοντας την έννοια της ευτυχίας με την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτή η προσέγγιση ενσωματώνει στοιχεία από τον Επίκουρο και τον ωφελιμισμό, προτείνοντας μια πιο ολοκληρωμένη και σύγχρονη ηθική.

Ηθική της Ευγένειας:

Ο Ονφρέ προτείνει μια "ηθική της ευγένειας", όπου η ηθική συμπεριφορά βασίζεται στην αμοιβαία ευχαρίστηση και τον σεβασμό προς τους άλλους, κάτι που συνάδει με την επικούρεια αντίληψη της φιλίας και της κοινότητας.
-------------------------------
[i] Ο Μπένθαμ, πάντοτε στην Εισαγωγή στις Αρχές της Ηθικής και της Νομοθεσίας γράφει χαρακτηριστικά: «Η φύση έχει θέσει την ανθρωπότητα υπό την εξουσία δύο κυρίαρχων αφεντικών: του πόνου και της ευχαρίστησης. Αυτοί οι δύο μόνοι τους είναι που καθορίζουν τι οφείλουμε να πράξουμε, καθώς και τι πράγματι θα πράξουμε. Στον θρόνο τους είναι προσδεδεμένα από την μια το κριτήριο του ορθού και του λάθους και από την άλλη η αλυσίδα των αιτίων και των αποτελεσμάτων. Μας κυβερνούν σε οτιδήποτε κάνουμε, σε οτιδήποτε λέμε, σε οτιδήποτε σκεπτόμαστε· κάθε προσπάθεια που μπορούμε να κάνουμε για να ξεφύγουμε από την υποβολή μας δε θα μας χρησιμεύσει παρά για να την αποδείξουμε και να την επιβεβαιώσουμε. Στα λόγια μπορεί κανείς να προσποιείται ότι αποκηρύσσει την αυτοκρατορία τους· αλλά στην πραγματικότητα θα παραμένει υποκείμενος σε αυτήν όλη την ώρα. Η αρχή της ωφελιμότητας αναγνωρίζει αυτήν την υποβολή και την προϋποθέτει για την θεμελίωση εκείνου του συστήματος, το αντικείμενο του οποίου είναι να υψώσει το οικοδόμημα της ευτυχίας με τα χέρια της λογικής και του νόμου.»

[ii] Το μοναδικό κριτήριο βάσει του οποίου διακρίνει ο Μπένθαμ τις ηδονές είναι η ποσότητά τους, όπως ο Πλάτωνας και σε αντίθεση με τους Αριστοτέλη, Επίκουρο και Μιλλ.
Δέχεται τις προτιμήσεις των ανθρώπων όπως είναι […]. Όλες οι προτιμήσεις έχουν ίση αξία. Ο Μπένθαμ θεωρεί ότι είναι αλαζονικό να υποστηρίζουμε ότι ορισμένες ηδονές είναι εγγενώς καλύτερες από άλλες. Σε άλλον αρέσουν οι κοινωνικές εκδηλώσεις και σε άλλον η μοναχικότητα. Άλλοι διαβάζουν Επίκουρο και άλλοι Άρλεκιν. Ποιος μπορεί να πει, θα ρωτούσε ο Μπένθαμ, ότι ορισμένες ηδονές είναι ανώτερες ή πιο αξιόλογες ή ευγενέστερες από άλλες;
Σε αυτό το σημείο του μπενθαμιανού ωφελιμισμού διατυπώνεται από πολλούς μια σημαντική ένσταση εναντίον του. Σύμφωνα με αυτήν, δεν πρέπει να αξιολογούμε την ηθικότητα των πράξεων αποκλειστικά βάσει της ποσότητας της ευτυχίας που παράγουν. Σημασία έχει και η ποιότητα της ηδονής που αποκομίζουμε από κάθε συμπεριφορά. Αν μερικές ηδονές είναι αξιόλογες ενώ άλλες ευτελείς, η κοινωνία δεν πρέπει να αποδίδει το ίδιο βάρος σε όλες. Είναι ανεπίτρεπτο να αξιολογείται με τον ίδιο τρόπο η ευχαρίστηση που αποκομίζει κανείς βλέποντας ταυρομαχίες, καπνίζοντας μαριχουάνα, παρακολουθώντας σαπουνόπερες ή διαβάζοντας Επίκουρο.

[iii] Εξετάζοντας την αρχή της ωφελιμότητας από την οπτική γωνία της κοινωνίας, διαπιστώνουμε ότι, για την κατάφαση της ηθικότητας μιας πράξης, για τον Μπένθαμ αρκεί αυτή να αυξάνει την συνολική ευτυχία της κοινωνίας, την στάθμη της γενικής ευτυχίας.
Ως παράδειγμα μπορούμε να σκεφτούμε τη συνήθεια των αρχαίων Ρωμαίων να ρίχνουν ανθρώπους στην αρένα του Κολοσσαίου για τη διασκέδαση του πλήθους. Αν ο Μπένθαμ εφάρμοζε τη θεωρία του κατά γράμμα, θα ήταν αναγκασμένος να δεχτεί την ηθικότητα αυτής της πρακτικής. Ο αθροιστικός πόνος των μονομάχων είναι σαφώς μικρότερος από το άθροισμα της ηδονής του πλήθους.
Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στο ανωτέρω παράδειγμα, η επιλογή της πλειοψηφίας όχι μόνο καταργεί την ευτυχία της μειοψηφίας, αλλά ταυτόχρονα προωθεί χαμηλής ποιότητας ηδονές· στο παράδειγμά μας, μια ακραία σαδιστική ευχαρίστηση.
Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, η αρχή της ωφελιμότητας του Μπένθαμ βρίσκεται έκθετη απέναντι και στις δύο προαναφερθείσες ενστάσεις ταυτόχρονα, τόσο δηλαδή στην ένσταση της προαγωγής μη ποιοτικών ηδονών, όσο και σε εκείνη της παραβίασης των ατομικών δικαιωμάτων.

[iv] Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Μπένθαμ, για τον υπολογισμό της συνολικής ευτυχίας την οποία συνεπάγεται μια πράξη ή μια πολιτική, λαμβάνει υπόψη του την ευτυχία όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά και των υπόλοιπων ζώων, σκέψη που είναι ιδιαίτερα τολμηρή και πρωτοποριακή για την εποχή της. Στην Εισαγωγή στις Αρχές της Ηθικής και της Νομοθεσίας διαβάζουμε τα εξής: «Θα έρθει ο καιρός που και η υπόλοιπη ζωική δημιουργία θα αποκτήσει δικαιώματα που δε θα μπορούν να της αφαιρεθούν παρά από ένα τυραννικό χέρι. Οι Γάλλοι έχουν ήδη ανακαλύψει ότι η μελανότητα του δέρματος δεν αποτελεί λόγο για να αφεθεί μια ανθρώπινη ύπαρξη χωρίς επανόρθωση στις ορέξεις ενός βασανιστή. […] Υπάρχει κάποιο άλλο σημείο όπου πρέπει να σύρουμε μια αμετάκλητη γραμμή; Μήπως αυτό είναι το στοιχείο του λόγου ή, ίσως, της ομιλίας; Αλλά ένα αναπτυγμένο άλογο ή ένας σκύλος είναι ασύγκριτα πιο έλλογα και πιο συζητήσιμα ζώα από ένα μωρό μίας ημέρας, μίας εβδομάδας ή ενός μήνα. Αλλά, ακόμα κι αν δεν ήταν έτσι, τι θα άλλαζε; Το ζήτημα δεν είναι εάν μπορούν να συλλογίζονται ή να ομιλούν, αλλά εάν μπορούν να υποφέρουν.»
Επομένως, η αρχή της ωφέλειας και επομένως οι ηθικές υποχρεώσεις μας δε σταματούν στους ανθρώπους, αλλά αφορούν όλα τα πλάσματα που μπορούν να αισθανθούν ηδονή και πόνο.

[v] Ο σημαντικός Βρετανός φιλόσοφος Τζων Στιούαρτ Μιλλ (1806-1873) γεννήθηκε στο Λονδίνο όταν ο Μπένθαμ ήταν 58 ετών και ήταν γιος του Τζέημς Μιλλ, ενός ωφελιμιστή φιλοσόφου και ιστορικού που ήταν φίλος και οπαδός του Μπένθαμ.

[vi] «Σύμφωνα με την αρχή της μέγιστης ευτυχίας, ο ύπατος σκοπός, σε σχέση με τον οποίον και για τον οποίον κάθε τι αποτελεί αντικείμενο επιθυμίας (είτε αναλογιζόμαστε το δικό μας καλό είτε των άλλων), είναι ένας τρόπος ύπαρξης που θα είναι απαλλαγμένος στο μέτρο του εφικτού από τον πόνο και πλούσιος σε απολαύσεις, τόσο από πλευράς ποιότητας όσο και από πλευράς ποσότητας. […] Έτσι, σύμφωνα με την άποψη των ωφελιμιστών, καθώς ο εν λόγω τρόπος ύπαρξης αποτελεί τον σκοπό του ανθρώπινου πράττειν, αποτελεί αναγκαστικά και το πρότυπο της ηθικής.»

[vii] Σύμφωνα με όσα γράφει στον Ωφελιμισμό, «εάν μεταξύ δύο ηδονών υπάρχει μία την οποία σταθερά προτιμούν όλοι ή σχεδόν όλοι όσοι είχαν εμπειρία και των δύο, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε αίσθημα υποχρέωσης προτίμησής της, αυτή είναι η πλέον επιθυμητή ηδονή».

[viii] Ο Μιλλ επιχείρησε να αντιμετωπίσει αυτήν την κατηγορία εντάσσοντας την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων στο βεληνεκές της αρχής της ωφέλειας. Για τον σκοπό αυτόν έγραψε την διάσημη πραγματεία με τίτλο Περί Ελευθερίας (1859), η οποία «αποτελεί την κλασική υπεράσπιση της ατομικής ελευθερίας στον αγγλόφωνο κόσμο» και περιέχει την λεγόμενη αρχή της ελευθερίας. Γράφει λοιπόν: «γενικότερα στον κόσμο μια αυξανόμενη τάση αδικαιολόγητης επέκτασης της κοινωνικής εξουσίας επί του ατόμου, τόσο μέσω της κοινής γνώμης όσο ακόμα και μέσω της νομοθεσίας». «Πλέον στις πολιτικές θεωρίες η ‘τυραννία της πλειοψηφίας’ συμπεριλαμβάνεται γενικά στα δεινά προς τα οποία η κοινωνία οφείλει να βρίσκεται σε επιφυλακή.» Η εν λόγω τυραννία έχει κατά τον φιλόσοφο δύο υποκείμενα, τόσο το Κράτος, όσο και την κοινωνία: «η προστασία από την τυραννία των αρχόντων δεν επαρκεί· απαιτείται επίσης προστασία ενάντια στην τυραννία της επικρατούσας γνώμης· ενάντια στην τάση της κοινωνίας να επιβάλλει τις ιδέες και τις πρακτικές της ως κανόνες συμπεριφοράς στους διαφωνούντες χρησιμοποιώντας άλλα μέσα εκτός από τις αστικές ποινές· ενάντια στην τάση της να εμποδίζει την ανάπτυξη και, εάν είναι δυνατόν, ν’ αποτρέπει τον σχηματισμό κάθε ατομικότητας που δεν είναι σε αρμονία με τους τρόπους της, αναγκάζοντας όλους τους χαρακτήρες να διαμορφωθούν με βάση το πρότυπό της».

[ix] «Θεωρώ την ωφέλεια ως το ύστατο κριτήριο σε κάθε ηθικό ζήτημα, αλλά πρέπει να είναι ωφέλεια με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου, θεμελιωμένη στα πάγια συμφέροντα του ανθρώπου ως προοδευτικού όντος.»

[x] Η λύση που προτείνει ο Μιλλ στο πρόβλημα της «τυραννίας της πλειοψηφίας» δίνεται από την αρχή που έμεινε γνωστή ως αρχή της ελευθερίας, η οποία διατυπώνεται ήδη στο «Προοίμιο» του έργου του: «Ο μοναδικός σκοπός για τον οποίον δύναται να ασκηθεί δικαιωματικά η εξουσία πάνω σε οποιοδήποτε μέλος μιας πολιτισμένης κοινότητας ενάντια στην θέλησή του είναι να προληφθεί η βλάβη στους άλλους.»
Επίσης, είναι φανερή στο συγκεκριμένο σημείο η επικούρεια επιρροή αφού ο Επίκουρος έχει διατυπώσει πρώτος κάτι παρόμοιο στις Κύριες Δόξες: XXXIII.(33) «Η δικαιοσύνη δεν υπάρχει ως κάτι αυθύπαρκτο, αλλά αποτελεί κάποια συνθήκη, σύμφωνα με την οποίαν στις αμοιβαίες επαφές των ανθρώπων, όπου και όποτε αυτές λαμβάνουν χώρα, κανένας δε θα βλάπτει τον άλλον και κανένας δε θα βλάπτεται.».

[xi] Η θέση του αυτή επικρίθηκε από κάποιους που πίστευαν ότι «η εξύμνηση της ατομικότητας στο Περί Ελευθερίας συνιστά και ένα είδος αίρεσης. Καθώς επικαλείται ηθικά ιδεώδη πέρα από την ωφέλεια, δεν αποτελεί, στην πραγματικότητα, μια επεξεργασία της αρχής του Μπένθαμ, αλλά μια απάρνησή της, παρά τους ισχυρισμούς του Μιλλ περί του αντιθέτου»

[xii] Στην κατηγορία των συμπεριφορών που προκαλούν ευτυχία στους ανθρώπους μέσω της αυτοβλάβης και λόγω της αυτοβλάβης τους υπάγονται πάρα πολλές πράξεις, όπως είναι η ευθανασία, η χρήση μπούρκας, η εθελοδουλεία, η χρήση μαριχουάνας, η χαρτοπαιξία και η ενασχόληση με βιντεοπαιχνίδια. Αυτές οι συμπεριφορές θεωρούνται από την πλειοψηφία των ανθρώπων είτε άδικες είτε μη ηθικές είτε λανθασμένες είτε κάποια από τα ανωτέρω είτε όλα μαζί. Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό; Για τους περισσότερους ανθρώπους, για το σημερινό κοινό περί δικαίου αίσθημα, τουλάχιστον του δυτικού κόσμου, οι πράξεις αυτές βλάπτουν διαφορετικές θεμελιώδεις αξίες που καταλαμβάνουν και τους ίδιους τους βλαπτόμενους. Στον δυτικό κόσμο επιδρά ο χριστιανισμός που υποστηρίζει ότι η ζωή είναι δώρο από τον Θεό και ότι μόνο ο Θεός μπορεί να αποφασίσει πότε θα τελειώσει η ζωή μας. «μεταξύ των δυτικών εθνών, η ευθανασία είναι νόμιμη μόνο σε ελάχιστες χώρες», ενώ κατά το άρθρο 300 του ελληνικού ποινικού κώδικα, «όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος και από οίκτο γι’ αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια τιμωρείται με φυλάκιση.»
Πώς αντιμετωπίζουν, όμως, οι ωφελιμιστές τις παραπάνω πράξεις; Σίγουρα βάσει της αρχής της μέγιστης ευτυχίας. Και επειδή οι πράξεις αυτές δεν επηρεάζουν τους άλλους ανθρώπους, ή, εν πάση περιπτώσει, όσο δεν τους επηρεάζουν, και οι συνέπειές τους αφορούν αποκλειστικά τους ίδιους τους δρώντες, τις θεωρούν ηθικές και συνεπώς δίκαιες και νόμιμες (αν και όχι αγαθές). Η ευθανασία σίγουρα λυτρώνει τον ασθενή που υποφέρει από την ασθένειά του και δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτήν και τον μεταφέρει σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχουν συναισθήματα, τον κόσμο των νεκρών, εκμηδενίζοντας έτσι την φοβερή δυστυχία του. Ταυτόχρονα, οι φίλοι και οι συγγενείς του υποβληθέντος σε ευθανασία συνήθως λυπούνται λιγότερο για τον χαμό του, αφού, παρά το βάρος της απώλειάς του, κατά βάθος αναγνωρίζουν ότι λυτρώθηκε.

[xiii] Ο Επίκουρος ορίζει την έννοια της ηδονής αρνητικά, ως απουσία πόνου. Κατ’ αυτόν, «η ηδονή δεν αποτελεί (θέση) απόλαυση, […] αλλά (άρνηση) απαλλαγή από τον πόνο, πράγμα το οποίο μερικοί φιλόσοφοι δε θεωρούσαν ως ηδονή, αλλά ως ουδέτερη ή αδιάφορη κατάσταση».

[xiv] «Θεωρούμε την ηδονή και αρχή και τέλος της μακάριας ζωής. Γιατί αυτήν αναγνωρίζουμε σαν πρώτο αγαθό, σύμφυτο μ’ εμάς, και από αυτήν ξεκινά κάθε προτίμηση και αποφυγή και σ’ αυτήν καταλήγουμε, έχοντας το συναίσθημα σαν κανόνα για να κρίνουμε κάθε αγαθό.»

[xv] Στο ίδιο πνεύμα με τον Μιλλ κινείται ο Γκυγιώ, ο οποίος θεωρεί τον Επίκουρο θεμελιωτή του ωφελιμισμού. Όπως γράφει χαρακτηριστικά: «Η ηθική της ωφέλειας, που διακηρύσσεται εδώ και έναν αιώνα από τόσους Γάλλους στοχαστές και στις μέρες μας από τους κυριότερους φιλοσόφους της Αγγλίας, δεν είναι κάτι καινούργιο στην ιστορία. Γνωρίζουμε ότι μια παρόμοια θεωρία, με το όνομα της επικούρειας φιλοσοφίας, γοήτευσε την αρχαιότητα: ήταν η πιο δημοφιλής φιλοσοφία στην Ελλάδα και στη Ρώμη.» Και λίγο παρακάτω: «Ο Επίκουρος και ο Λουκρήτιος έχουν ήδη το επιστημονικό και θετικιστικό πνεύμα των σύγχρονων ωφελιμιστών, και αυτή είναι η δύναμή τους».

[xvi] Την σύνδεση της ηδονής του Επίκουρου με το ατομικό συμφέρον επιβεβαιώνει και ο Γκυγιώ, εξηγώντας την κατά τον εξής τρόπο: «ο Επίκουρος και οι συνεχιστές του συμπεραίνουν ότι, αφού η ηδονή είναι ο μόνος τελικός σκοπός των όντων, η ηθική πρέπει να είναι για κάθε άτομο η τέχνη να προξενεί στον εαυτό του τον μεγαλύτερο αριθμό ατομικών ηδονών. […] η επικούρεια ηθική δεν είναι […] παρά η αναζήτηση του ατομικού συμφέροντος. Βασίζεται στην τολμηρή σύγχυση της πράξης και του καθήκοντος. Στην πράξη, πιστεύει ότι το άτομο δεν επιδιώκει παρά τη δική του ηδονή. Στο δικαίωμα, πρέπει επίσης να επιδιώκει την ηδονή […].»

[xvii] «Στις διαφορές θα συγκαταλέγαμε κατά κύριο λόγο τον αμιγώς αυτοαναφορικό χαρακτήρα της επικούρειας ηθικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τον Επίκουρο, ακόμα και το να πεθάνει κανείς για τον φίλο του ώστε να μην χρειαστεί να τον προδώσει, θεωρείται ως κάτι αναγκαίο προκειμένου να αποφευχθούν οι αρνητικές συνέπειες που θα προέκυπταν για την ψυχική υγεία του ίδιου του δρώντος (Επικούρου προσφώνησις 56-57).» Εννοεί ότι η επικούρεια ηθική, για να κρίνει εάν μια πράξη προκαλεί περισσότερη ηδονή ή περισσότερο πόνο, λαμβάνει υπόψη της τα συναισθήματα του ίδιου του πράττοντος και όχι τα συναισθήματα τρίτων προσώπων, όπως είναι, λ.χ., οι συγγενείς και οι φίλοι του, στους οποίους ο θάνατός του θα προκαλούσε αναμφίβολα μεγάλο πόνο.

[xviii] «Όταν επρόκειτο να εμβαθύνει στην καθαυτό φύση της ηδονής, που την εκλάμβανε ως τελικό σκοπό στη ζωή, ο Επίκουρος όριζε την ηδονή αυτήν ως κατάσταση ηρεμίας του σώματος και της ψυχής, κατάσταση φυσικής ισορροπίας και πνευματικής ‘αταραξίας’. Δεδομένης μιας τέτοιας αντίληψης για την ηδονή, ο Επίκουρος συμπεραίνει αμέσως εξ αυτού ότι το ιδεώδες για κάθε ον είναι να κλείνεται στον εαυτό του, να αναζητά μέσα του και χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια την ηρεμία του σώματος και της ψυχής και την αταραξία του νου.»

[xix] Το αγαθό της φρόνησης περιγράφεται στην Επιστολή προς Μενοικέα ως το μέγιστο αγαθό με τον εξής τρόπο: «Όταν, λοιπόν, λέμε ότι η ηδονή είναι σκοπός της ζωής, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων ή αυτές των απολαύσεων, όπως μερικοί που αγνοούν ή δεν παραδέχονται ή (είναι) κακώς πληροφορημένοι θεωρούν, αλλά το να μην πονάει κανείς στο σώμα ούτε να ταράσσεται στην ψυχή. Γιατί δεν είναι τα μεθύσια και οι αδιάκοπες διασκεδάσεις, ούτε οι απολαύσεις αγοριών και γυναικών, ούτε ψαριών και των άλλων όσα προσφέρει ένα πολυτελές τραπέζι, εκείνα που γεννούν την ευχάριστη ζωή, αλλά ο νηφάλιος λογισμός που ερευνά στο βάθος τις αιτίες για κάθε προτίμηση ή αποφυγή […]. Αρχή όλων αυτών και το μέγιστο αγαθό είναι η φρόνηση· […] διότι απ’ αυτήν όλες οι υπόλοιπες αρετές έχουν βγει και επειδή διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ευχάριστα χωρίς να ζει φρόνιμα και ηθικά και δίκαια, ούτε είναι δυνατόν να ζει κανείς φρόνιμα και ηθικά και δίκαια χωρίς να ζει ευχάριστα.»

[xx] Οι κακές ηδονές και οι καλοί πόνοι (Επιστολή προς Μενοικέα, 129-130)
«δεν επιδιώκουμε κάθε ηδονή, αλλά μερικές φορές πολλές ηδονές τις ξεπερνούμε, όταν από αυτές μας προκύπτουν μεγαλύτερες ενοχλήσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο, πολλούς πόνους τους θεωρούμε ανώτερους από πολλές ηδονές, εφόσον ακολουθεί μεγαλύτερη ηδονή όταν υπομείνουμε πολύ χρόνο τους πόνους.
Τέλος, η επικούρεια ποιοτική διαβάθμιση των ηδονών σε ανώτερες και κατώτερες (οι οποίες στην ουσία δεν είναι ηδονές αλλά πόνοι) θυμίζει Αριστοτέλη για τις καλές και τις κακές ηδονές και παρουσιάζει τεράστια ομοιότητα με την αντίστοιχη διαβάθμιση των ηδονών του Μιλλ. Συνεχίζοντας την απαρίθμηση των στοιχείων της επικούρειας φιλοσοφίας που προσεγγίζουν τον νεότερο ωφελιμισμό: Οι ‘κατώτερες’ ηδονές δεν οδηγούν στον ηδονικό βίο, αλλά για την επίτευξή του απαιτούνται ανώτερες λειτουργίες, όπως ο νηφάλιος λογισμός και η φρόνηση (Επιστολή προς Μενοικέα 132). Μολονότι οι αρετές θεωρούνται μέσα για την απόκτηση της ηδονής, υπάρχει μια αναγκαστική σχέση μεταξύ του ηδονικού και του ηθικού βίου. Το ηδέως ζην δεν νοείται χωρίς το φρονίμως και καλώς και δικαίως ζην και αντιστρόφως (Κύριαι δόξαι V).» Αντίθετα, οι Πλάτωνας και Μπένθαμ αξιολογούν τις ηδονές αποκλειστικά βάσει του κριτηρίου της ποσότητας και όχι της ποιότητάς τους.

[xxi] Η πλατωνική θεώρηση είναι θεωρητική και ελιτίστικη· η επικούρεια πρόταση πρακτική και υπαρξιακή. Η ιστορία της φιλοσοφίας διαρθρώνεται συνολικά γύρω από τους δύο αυτούς τροπισμούς: μια μυστική θεωρητική πρακτική, μια υπαρξιακή δέσμευση στην καθημερινή ζωή.
Εξ ου και οι σχετικοί χώροι: ο Πλάτων διδάσκει σ’ ένα απομονωμένο μέρος, μυστικό, κλειστό, περιφραγμένο, ανάμεσα σε ομοίους που διακρίνονται από τους πολλούς και προορίζονται να κυβερνήσουν πιο πολύ τους άλλους παρά τον εαυτό τους.

[xxii] Ως αντίδοτο, και σ’ αυτό το σημείο, της πλατωνικής φιλοσοφικής πρακτικής, ο Επίκουρος και οι οπαδοί του ενεργούν διαφορετικά: ο Κήπος είναι ανοιχτός για όλους και όλες, αδιακρίτως ηλικίας, φύλου, κοινωνικής θέσης, πνευματικής καλλιέργειας, καταγωγής, χωρίς την επιδίωξη δημιουργίας μιας αριστοκρατίας προορισμένης να καταλάβει υψηλές θέσεις στην κοινωνία - ουσιαστικά με στόχο την αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος...

[xxiii] Αυτή η φράση τα λέει όλα: προσωπική απόλαυση, οπωσδήποτε, αλλά κυρίως απόλαυση του άλλου, καθώς χωρίς αυτή δε νοείται καμία ηθική, αφού μόνο η υπόσταση του άλλου της δίνει αυτές τις ιδιότητες.
Και στη συγκεκριμένη φράση συναντάμε πάλι επιρροή από τον Επίκουρο: Κύρια Δόξα XXXIII.(33) Η δικαιοσύνη δεν υπάρχει ως κάτι αυθύπαρκτο, αλλά αποτελεί κάποια συνθήκη, σύμφωνα με την οποίαν στις αμοιβαίες επαφές των ανθρώπων, όπου και όποτε αυτές λαμβάνουν χώρα, κανένας δε θα βλάπτει τον άλλον και κανένας δε θα βλάπτεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου