ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Η πιο μακρά και λαμπρή περίοδος της Ρωμαϊκής ιστορίας (30 π.Χ.-476 μ.Χ.). Για την προπαρασκευή της προηγήθηκαν δύο άλλες περίοδοι:
Η πιο μακρά και λαμπρή περίοδος της Ρωμαϊκής ιστορίας (30 π.Χ.-476 μ.Χ.). Για την προπαρασκευή της προηγήθηκαν δύο άλλες περίοδοι:
1) Η περίοδος της μοναρχίας, που αρχίζει με τον ιδρυτή της Ρώμης Ρωμύλο (753 π.Χ.) και λήγει με τον Ταρκύνιο τον Υπερήφανο (509 π.Χ.) και
2) Η περίοδος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (509-30 π.Χ.). Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υποδιαιρείται σε δύο περιόδους:
α) Στην καθαυτό Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (30 π.Χ.-395 μ.Χ.), που είναι και η μεγαλύτερη και λαμπρότερη, και
β) Στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (395-476 μ.Χ.)...
Πρώτη Περίοδος (30 π.Χ. - 395 μ.Χ.)
Μετά την αυτοκτονία του Αντώνιου και τον παραμερισμό του Λέπιδου, μονοκράτορας σ` ολόκληρο το Ρωμαϊκό κόσμο έμεινε ο Οκταβιανός, που ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας και έτσι έγινε ιδρυτής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Οκταβιανός (30 π.Χ.-14 μ.Χ.) επονομάστηκε Αύγουστος και Καίσαρας, ως θετός γιος του Ιούλιου Καίσαρα, που είχε δολοφονηθεί, και το όνομα αυτό το έφεραν οι ηγεμόνες της Ρώμης, γιατί οι περισσότεροι κατάγονταν από το δικό του αυτοκρατορικό οίκο. Στα χρόνια της αυτοκρατορίας του Οκταβιανού γεννήθηκε στη Βηθλεέμ ο Ιησούς Χριστός (το 5508 από την κτίση του κόσμου).
Ο Οκταβιανός κυβέρνησε με ήπιο τρόπο, νομοθέτησε καλούς νόμους, έγινε προστάτης των γραμμάτων και μεγάλωσε τα όρια της αυτοκρατορίας με νέες κατακτήσεις. Ολοκλήρωσε την υποταγή της Ισπανίας (19 π.Χ.) και ύστερα από μακροχρόνιους πολέμους υπέταξε την Πανονία, τη Μισία, τη Ρετία, τη Βινδελικία και το Νορικό. Έτσι το Ρωμαϊκό κράτος περιέλαβε στα όριά του όλες τις χώρες τις γύρω από τη Μεσόγειο. Μόνο η προσπάθεια του Οκταβιανού να κατακτήσει τη Γερμανία απέτυχε, γιατί ο στρατός του νικήθηκε από τον ηγεμόνα του γερμανικού φύλου των Χερούσκων Αρμίνιο (9 μ.Χ.).
Ο Οκταβιανός πέθανε το 14 π.Χ. και τον διαδέχτηκε ο θετός του γιος Τιβέριος. Ο Τιβέριος (14-37 μ.Χ.) υπήρξε δεσποτικός και σκληρός αυτοκράτορας. Στα χρόνια του σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός. Αυτόν διαδέχτηκε ο άσωτος, παρανοϊκός και έκφυλος Καλιγούλας (34-41 μ.Χ.), που ήταν όργανο ικανοποίησης των παθών των ακόλαστων συζύγων του Μεσαλίνας και Αγριππίνας. Στις ημέρες του κηρύχτηκαν Ρωμαϊκές επαρχίες η Μαυριτανία, η Θράκη, η Ιουδαία και η Λυκία. Ωμός και σκληρός υπήρξε και ο διάδοχός του Κλαύδιος (41-54 μ.Χ.).
Εκείνος όμως που αποκορύφωσε τις μεγαλομανείς παρεκτροπές των αυτοκρατόρων της Ιουλίας γενιάς ήταν ο Νέρωνας (54-68 μ.Χ.), ο οποίος σκότωσε τη μητέρα του, τη γυναίκα του, τον ετεροθαλή αδερφό του και το δάσκαλό του Σενέκα και πυρπόλησε τη Ρώμη (64 μ.Χ.) Τελικά τον εγκατέλειψαν όλοι και έβαλε κάποιον απελεύθερο να τον θανατώσει για να αποφύγει τα χειρότερα.
Επακολούθησαν ταραχές και αλλεπάλληλη διαδοχή από ανάξιους αυτοκράτορες: Γάλβας (68-69 μ.Χ.), Όθωνας (69 μ.Χ.) και Βιτέλιος (69 μ.Χ.). Τον τελευταίο ανέτρεψε ο Βεσπασιανός (69-79 μ.Χ.), αρκετά χρηστός ηγεμόνας αναστήλωσε τα δημόσια οικονομικά και ανασυγκρότησε το Ρωμαϊκό στρατό. Στις ημέρες του έγινε η άλωση της Ιερουσαλήμ και καταστράφηκε ο ναός του Σολομώντα (70 μ.Χ.). Την επιχείρηση την πραγματοποίησε ο γιος του Τίτος με διαταγή του πατέρα του.
Αυτός έσφαξε χωρίς διάκριση άνδρες, γυναίκες και παιδιά και πούλησε δούλους χιλιάδες Ιουδαίους, καταστρέφοντας συγχρόνως και ολόκληρη την πόλη. Από τότε έπαψε ο Ισραηλιτικός λαός να αποτελεί έθνος. Το Βεσπασιανό διαδέχτηκε ο γιός του Τίτος (79-81 μ.Χ.), ο οποίος συνέχισε τη χρηστή διοίκηση του πατέρα του, και εκείνον ο νεότερος αδερφός του Δομιτιανός, που κυβέρνησε δεσποτικά (81-96 μ.Χ.) και έγινε τρομερός διώκτης των απείθαρχων και αντικοινωνικών χριστιανών.
Ακολούθησε σειρά συνετών και δραστήριων αυτοκρατόρων, όπως ο Νέρβας (96-98 μ.Χ.), που διακρινόταν για το χρηστό του χαρακτήρα του, ο Τραϊανός (98-117 μ.Χ.), που παλινόρθωσε το κύρος της συγκλήτου και υπέταξε τη Δακία (101-106 μ.Χ.), την Πετραία Αραβία, την Αρμενία, τη Μεσοποταμία και την Ασσυρία, ο Αδριανός (117-138 μ.Χ.), που πέρασε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του περιοδεύοντας τις επαρχίες του αχανούς Ρωμαϊκού κράτους και επισκέφτηκε την Αθήνα, την οποία ωφέλησε με την κατασκευή κοινωφελών έργων, όπως το Αδριάνειο υδραγωγείο κ.ά.
Καλοί αυτοκράτορες υπήρξαν επίσης ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (138-161 μ.Χ.) και ο διάδοχός του και φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος (161-192 μ.Χ.). Αυτόν διαδέχτηκε ο γιός του Κόμοδος, που υπήρξε ανάξιος γιος του πατέρα του, μαλθακός και φαύλος δολοφονήθηκε σε ηλικία 30 χρόνων. Μετά από αυτόν έγιναν αυτοκράτορες άνδρες άσωτοι και αιμοβόροι, που εκλέγονταν από το στρατό και που λίγοι από αυτούς πέθαναν με φυσικό θάνατο.
Αυτοί είναι οι γνωστοί στην ιστορία ως πραιτοριανοί: ο Περτίναξ (192-193 μ.Χ.), ο Δίδιος Ιουλιανός (193 μ.Χ.), που εξαγόρασε το θρόνο με χρήματα, ο Σεπτίμιος Σεβήρος (193-211 μ.Χ), που νίκησε τους Πάρθους, ο γιός του ο άπληστος και σκληρός Καρακάλας (211-217 μ.Χ.), ο Μαρκίνος (217 μ.Χ.), ο παρανοϊκός και έκφυλος Ηλιογάβαλος (218-222 μ.Χ.), ο ενάρετος Αλέξανδρος Σεβήρος (222-235 μ.Χ.), ο Μαξιμίνος (235-238 μ.Χ.).
Και ο κατάλογος συνεχίζει με τους: Γορδιανό Α΄ (238 μ.Χ.), Γορδιανό Β΄ (238 μ.Χ.), Πριπιανό Μάξιμο (238 μ.Χ.), Βαλβίνο (238 μ.Χ.), Γορδιανό Γ΄ (238-244 μ.Χ.), Φίλιππο (244-249 μ.Χ.), Δέκιο (249-251 μ.Χ.), Τριβωνιανό Γάλλο (251-253 μ.Χ.), Αιμιλιανό (253 μ.Χ.), Βαλεριανό-Γαλλιηνό (253-260 μ.Χ.), Κλαύδιο Β΄ (268-270 μ.Χ.), Αυρηλιανό (270-275 μ.Χ.), Τάκιτο (275-276 μ.Χ.), Φλωριανό (276 μ.Χ.), Πρόβο (276-282 μ.Χ.), Κάρο (282-283 μ.Χ.), Νουμεριανό-Καρίνο (283-285 μ.Χ.).
Διάδοχος αυτών των τελευταίων υπήρξε ο Διοκλητιανός (284-305 μ.Χ.), που αναμόρφωσε τους βασικούς θεσμούς της αυτοκρατορίας, περιόρισε τις εξουσίες των στρατιωτικών και το 286 εφαρμόζοντας το σύστημα της τετραρχίας, πήρε για συνάρχοντά του το Μαξιμιανό αυτός πήρε για συνάρχοντά του τον Κωνσταντίνο το Χλωρό, ακολουθώντας το παράδειγμα του Διοκλητιανού, που πήρε ως βοηθό του στη διοίκηση του κράτους το Γαλέριο.
Το 306 μ.Χ. όμως οι δύο καίσαρες Κ. Χλωρός και Γαλέριος ανακηρύχτηκαν Αύγουστοι. Μετά ο στρατός αναγόρευσε Αύγουστο το γιο του Χλωρού Κωνσταντίνο, ο οποίος αφού νίκησε τον αντίπαλό του Μαξέντιο και τον Αύγουστο της Ανατολής Λικίνιο, έγινε μονοκράτορας, σταμάτησε την κατάρρευση του κράτους και ονομάστηκε Μέγας.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος (323-337 μ.Χ.) απώθησε από τα όρια της επικράτειάς του τους λαούς, που είχαν βρει την ευκαιρία να εισβάλουν σ` αυτήν. Το 324 μ.Χ. καθιέρωσε το χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους, γι` αυτό και η εκκλησία τον ονόμασε άγιο και η ιστορία Μέγα. Το 330 μ.Χ. μετέφερε την πρωτεύουσα στις όχθες του Βοσπόρου και στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου έχτισε την Κωνσταντινούπολη, που ήταν πεπρωμένο να γίνει η ιστορικότερη και περιφημότερη πόλη της οικουμένης. Όταν ο Κωνσταντίνος πέθανε, άφησε στους τρεις γιούς του Κωνσταντίνο, Κωνστάντιο και Κώνστα το Ρωμαϊκό κράτος.
Αλλά η διανομή του στα τρία έγινε αιτία εμφύλιων πολέμων, από τους οποίους ωφελήθηκαν και πάλι οι εξωτερικοί εχθροί και οι λαοί που έψαχναν ευκαιρία να αποσπαστούν από αυτό. Μετά την εξαφάνιση των τριών αυτών αυτοκρατόρων πήρε την εξουσία ο Ιουλιανός, ανιψιός του Μ. Κωνσταντίνου (361-363 μ.Χ.). Αυτός επανέφερε την τάξη και ενίσχυσε το κράτος του προστάτευσε τα γράμματα αρνήθηκε το χριστιανισμό και ονομάστηκε Παραβάτης σκοτώθηκε σε κάποια μάχη εναντίον των Περσών.
Μετά τον Ιουλιανό ο στρατός αναγόρευσε αυτοκράτορα τον Ιοβιανό (363-364 μ.Χ.), ο οποίος συνομολόγησε ατιμωτική ειρήνη με τους Πέρσες, και μετά το θάνατό του αναγορεύτηκε αυτοκράτορας ο Ουαλεντιανός Α΄ (364-375 μ.Χ.), ο οποίος απώθησε τους εχθρούς του κράτους, που είχαν εισβάλει από όλες τις μεριές. Αυτός τελικά κράτησε το Δυτικό τμήμα του κράτους, και το Ανατολικό το παραχώρησε στον αδερφό του Ουάλη (364-378 μ.Χ.). Όταν πέθανε, τον διαδέχτηκε στη Δύση ο γιός του Γρατιανός (376-383 μ.Χ.) και συναυτοκράτοράς του ο αδερφός του Ουαλεντιανός Β΄ (375-392 μ.Χ.).
Το 378 μ.Χ. πέθανε στην Ανατολή ο Ουάλης και ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας αυτής ο Θεοδόσιος ο Μέγας (383-385 μ.Χ.), ο οποίος τελικά έμεινε μονοκράτορας όλου του κράτους. Στις ημέρες του φάνηκε κάποια ελπίδα σωτηρίας του κράτους από τα βάρβαρα έθνη.
Δεύτερη Περίοδος (395 μ.Χ. - 476 μ.Χ.)
Ο Μέγας Θεοδόσιος άφησε στους γιούς του Αρκάδιο και Ονώριο το κράτος. Από αυτούς ο πρώτος πήρε την Ανατολή και το Ιλλυρικό και ο δεύτερος την Ιταλία και τη Γαλατία. Έτσι το Ρωμαϊκό κράτος διαιρέθηκε σε δύο χωριστά και ανεξάρτητα μεταξύ τους τμήματα, από τα οποία το Ανατολικό ονομάστηκε Βυζαντινή Αυτοκρατορία και το άλλο Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος. Από τότε χάθηκε κάθε ιδέα για ενότητα και οι εξωτερικές προσβολές έγιναν ακόμα πιο φοβερές.
Επειδή ο Ονώριος (395-423 μ.Χ.) ήταν ανήλικος, την κηδεμονία του ανέλαβε ο Βανδήλος Στιλίχωνας. Στα χρόνια του Ονώριου το Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος δέχτηκε την εισβολή του βασιλιά των Βησιγότθων Αλάριχου, ο οποίος λεηλάτησε την Ιταλία (410 μ.Χ.) και κυρίευσε τη Ρώμη, τη Γαλατία και την Ισπανία. Μετά τον Ονώριο βασίλευσαν στη Ρώμη δέκα αυτοκράτορες.
Ο διάδοχος του Ονώριου Ουαλεντιανός Γ΄ (423-455 μ.Χ.) με στρατηγό τον Αέτιο κατόρθωσε να αναχαιτίσει την επιδρομή των Ούνων, αλλά οι Βάνδαλοι κατέλαβαν την Αφρική και οι Αγγλοσάξονες τη Βρετανία. Έτσι το κράτος περιορίστηκε στην Ιταλία και σε ένα τμήμα της Γαλατίας. Το 455 μ.Χ., όταν ανέβηκε στην εξουσία ο σφετεριστής του θρόνου Πετρώνιος Μάξιμος, το κράτος λεηλατήθηκε από τους Βανδάλους.
Μετά ο Ρικίμηρος από τη Σουαβία, αφού ανέβασε στο θρόνο το Μαγιορίνο (457-461 μ.Χ.) και κατόπι το Σεβήρο (461-465 μ.Χ.), κατόρθωσε να κυβερνήσει μόνος του από το 465 μ.Χ., χωρίς όμως να έχει τον τίτλο του αυτοκράτορα. Το 467 μ.Χ. ο Ρικίμηρος αναγνώρισε για ανώτατο άρχοντα τον Ανθέμιο (467-472 μ.Χ.), ο οποίος αντικαταστάθηκε το 472 μ.Χ. από τον Ολίβριο. Αυτόν διαδέχτηκε ο Γλυκέριος (472-473 μ.Χ.), που εκδιώχτηκε από τον Ιούλιο Νέπωτα (474-475 μ.Χ.).
Την ίδια τύχη είχε και αυτός (475 μ.Χ.) από τον πανίσχυρο πατρίκιο Ορέστη, ο οποίος ανέβασε στο θρόνο το γιό του Ρωμύλο Αυγουστίλο (475-476 μ.Χ.). Ο Ρωμύλος βασίλευσε με κηδεμόνα τον πατέρα του, αλλά εκθρονίστηκε από τον ηγεμόνα των Ερούλων Οδόακρο, ο οποίος αναγορεύτηκε στην Παβία βασιλιάς της Ιταλίας. Έτσι καταλύθηκε το Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος και έπαψε να υπάρχει η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που τόσες δόξες είχε γνωρίσει επί μισή χιλιετία.
ΓΑΛΑΤΙΑ
Την ονομασία Γαλατία φέρει η ιστορική περιοχή της Δυτικής Ευρώπης που συμπεριλαμβάνει τα σημερινά εδάφη της βόρειας Ιταλίας, της Γαλλίας, του Βελγίου, της δυτικής Ελβετίας και τα εδάφη δυτικά του Ρήνου από τις χώρες της Ολλανδίας και της Γερμανίας. Από τη Λατινική ονομασία της Γαλατίας (λατ. Gallia) προήλθε και η ονομασία στην Ελληνική γλώσσα του σύγχρονου κράτους της Γαλλίας, σε αντίθεση με την πλειονότητα των υπόλοιπων γλωσσών του κόσμου, στις οποίες έλκει τη ρίζα της από το κράτος των Φράγκων.
Υπό τον Βρέννο, οι Γαλάτες νίκησαν τους Ρωμαίους στη μάχη του Αλία ποταμού το 387 π.Χ.. Στον Αιγαιϊκό χώρο, το 281 π.Χ. εμφανίστηκε ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα Γαλατών εξ Ανατολής στη Θράκη. Ένας άλλος Γαλάτης αρχηγός, που ονομαζόταν επίσης Βρέννος με 200.000 στρατό, έφτασε μέχρι τη Στερεά Ελλάδα και την τελευταία στιγμή ηττήθηκε μη καταφέρνοντας να λεηλατήσει το Ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Την ίδια περίοδο, μια ομάδα περίπου 10.000 Κελτών πολεμιστών με δούλους και γυναικόπαιδα διέσχιζαν τη Θράκη και κατευθύνονταν στη Μικρά Ασία, έπειτα από έκκληση του βασιλιά του Ελληνιστικού κράτους της Βιθυνίας Νικομήδη Α' του Φιλέλληναστη διαμάχη με τον αδερφό του. Τελικώς, η ομάδα αυτή εγκαταστάθηκε στις περιοχές της ανατολικής Φρυγίας και Καππαδοκίας στην κεντρική Ανατολία, γι' αυτό και η περιοχή έγινε γνωστή ως Γαλατία.
Ιστορία
Προρωμαϊκοί Χρόνοι
Η πρώιμη ιστορία των Γαλατών βασίζεται κυρίως στην αρχαιολογική έρευνα, καθώς υπάρχουν λιγοστές γραπτές πηγές για τα φύλα που έζησαν στις περιοχές αυτές και για το κατά πόσο έχουν άμεση σχέση με τα εκεί αρχαιολογικά ευρήματα, ενώ παράλληλα νεφελώδες είναι το τοπίο όσον αφορά τις γλωσσικές και γενετικές διαφοροποιήσεις των ξεχωριστών Κελτικών φύλων, καθώς λίγες φορές πραγματικά προκύπτουν κοινά συμπεράσματα. Η κύρια πηγή για τους Κέλτες της Γαλατίας ήταν ο Ποσειδώνιος ο Απαμεύς, ο οποίος μνημονευόταν σε γραπτά του Τιμαγένη, του Ιούλιου Καίσαρα, του Διόδωρου Σικελιώτη και του γεωγράφου Στράβωνα.
Κατά το 2ο αιώνα π.Χ., η περιοχή της σημερινής Γαλλίας αποκαλούνταν από τους ΡωμαίουςGallia Transalpina (εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία). Ο Ιούλιος Καίσαρας χωρίζει τους Γαλάτες σε τρεις εθνικές υποομάδες: τους Βέλγους στο βορρά, τους Κέλτες στο κέντρο, και τους Ακουιτανούς στα νοτιοδυτικά. Κάποιοι μελετητές πιστεύουν πως οι Βέλγοι έχουν και Κελτικές και Γερμανικές ρίζες, ωστόσο το ζήτημα αυτό δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως.
Αυτό οφείλεται στις πολιτικές παραμέτρους που παρεισέφρυσαν στην ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων από τους Γάλλους ιστορικούς το 19ο αιώνα, οι οποίοι είχαν υιοθετήσει πλήρως την άποψη του Καίσαρα ότι η Γαλατία εκτεινόταν από τα Πυρηναία μέχρι το Ρήνο προς βορρά, καθώς ευνοούσε τις εθνικές επεκτατικές φιλοδοξίες της χώρας υπό την ηγεσία του Ναπολέοντα Γ'.
Πολιτισμικά στοιχεία των πρωτο-Κελτών φαίνεται να ανιχνεύονται βορειοδυτικά της Κοιλάδας του Δούναβη, αν και η συγκεκριμένη θεωρία αμφισβητείται. Ανήκαν στον Πολιτισμό Λα Τεν, του οποίου το λίκνο ήταν η βορειοανατολική Γαλλία και η νότια Γερμανία, ο οποίος επεκτάθηκε και άνθησε από το 450 π.Χ. μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. στη Γαλλία, την Ελβετία, την Αυστρία, καθώς και στις περιοχές της Βοημίας, Μοραβίας, Σλοβακίας και Ουγγαρίας.
Όταν επεκτάθηκαν στα δυτικά, σε χώρες όπου οι άνθρωποι μιλούσαν μια γλώσσα που οι σύγχρονοι μελετητές αποκαλούν Κελτική, επειδή οι Έλληνες συνήθιζαν να αποκαλούν Κέλτες όλους τους κάτοικους της Δύσης εκτός από τους κατοίκους των Βρετανικών Νήσων, οι σύγχρονοι μελετητές ονόμασαν Κέλτες διάφορους από αυτούς τους λαούς, ακόμη κι αν δε ζούσαν στη Δύση και δε μιλούσαν την Κελτική γλώσσα.
Ωστόσο, ανάμεσα στις φυλές υπήρχε γλωσσικός διαχωρισμός: Γαλατικές θεωρούνταν οι φυλές που μιλούσαν τη Γαλατική γλώσσα. Έτσι, οι Ακουιτανοί θεωρούνταν μάλλον Βάσκωνες, ενώ οι Βέλγοι θεωρούνταν Γαλάτες, αλλά με Γερμανικές επιρροές. Παράλληλα, ταυτόχρονα με τους Γαλάτες, στην περιοχή της Γαλατίας κατοικούσαν Λιγούριοι, οι οποίοι είχαν αναμειχθεί με τους Κέλτες, Έλληνες και Φοίνικες, οι οποίοι είχαν ιδρύσει εμπορικές αποικίες στις Μεσογειακές ακτές, όπως η Μασσαλία.
Τον 2ο αιώνα π.Χ., η Μεσογειακή Γαλατία είχε αναπτυχθεί κι ευημερούσε περισσότερο από τις βόρειες και έντονα δασώδεις γαλατικές περιοχές, στις οποίες υπήρχαν ελάχιστες πόλεις εκτός από φρούρια (λατ. oppidum/-a). Η ευημερία των νότιων περιοχών ήταν ο λόγος που η Ρώμη προσέτρεξε για βοήθεια προς τους κατοίκους της Μασσαλίας, ενάντια στις επιθέσεις Λιγουρίων και Γαλατών. Μέχρι το 121 π.Χ., οι Ρωμαίοι είχαν κατακτήσει την περιοχή της Προβηγκίας.
Έτσι, άρχισε να ανέρχεται σταδιακά και να αποκτά δύναμη η Γαλατική φυλή των Αρβερνών, η οποία κατοικούσε κυρίως τη σημερινή περιοχή του Κλερμόν-Φεράν και της Ωβέρνης και από την οποία καταγόταν ο γνωστός Γαλάτης στρατηγός Βερκιγγετόριξ.
Γαλατικοί Πόλεμοι και Ρωμαϊκή Κυριαρχία
Ο Ιούλιος Καίσαρας μετέβη με το στρατό του στη Γαλατία το 58 π.Χ. με το πρόσχημα της παροχής βοήθειας στους Γαλάτες συμμάχους της Ρώμης ενάντια στους Ελβετούς. Με τη βοήθεια διαφόρων Γαλατικών φυλών, κατάφερε να κατακτήσει όλη τη Γαλατία εκτός από τη φυλή των Αρβερνών, οι οποίοι συνέχιζαν να αντιστέκονται με ηγέτη το στρατηγό Βερσεζεντόριξ. Στη μάχη της Ζεργκόβια το 52 π.Χ., οι Γαλάτες νίκησαν τους Ρωμαίους, ωστόσο ο Ιούλιος Καίσαρας συνέλαβε τον Βερσεζεντόριξ μετά τη μάχη της Αλεσίας, με την οποία και τερματίστηκε η Γαλατική αντίσταση ενάντια στη Ρώμη.
Ρωμαϊκοί Χρόνοι
Με τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, η Γαλατία ενσωματώθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως επαρχία, υιοθετήθηκε η Λατινική γλώσσα στην περιοχή, άλλαξε ο τρόπος διοίκησης και οι Γαλάτες τελικά έγιναν Ρωμαίοι πολίτες.
Από τον 3ο έως τον 5ο αιώνα, η Γαλατία δεχόταν επιδρομές από Γερμανόφωνους λαούς όπως οι Φράγκοι και Αλαμανοί. Αποσπάστηκε από τη Ρώμη κατά τα έτη 260-273 και αποτέλεσε, μαζί με τη Βρεταννία και την Ιβηρική χερσόνησο, τη βραχύβια Γαλατική αυτοκρατορία. Μετά τη νίκη των Φράγκων στη μάχη του Σουασόν το 486 μ.Χ., η Γαλατία βρέθηκε υπό την εξουσία της δυναστείας των Μεροβιγγείων.
Θρησκεία
Στους Γαλάτες κυριαρχούσε ο ανιμισμός, καθώς απέδιδαν ανθρώπινα χαρακτηριστικά στα στοιχεία της φύσης γύρω τους, εξυψώνοντάς τα σε ημίθεους, όπως λίμνες, ποτάμια, βουνά, ακόμα και ζώα. Το ιερότερο ζώο τους ήταν το αγριογούρουνο, το οποίο εντοπίζεται ως σύμβολο σε Γαλατικό στρατιωτικό εξοπλισμό, ενώ το κυνήγι του συμβολίζει την καταδίωξη του πνευματικού από το επίγειο. Η θρησκεία τους ήταν πολυθεϊστική: υπήρχε ένα κοινό πάνθεον για όλες τις φυλές, ωστόσο λατρεύονταν και τοπικές και οικιακές θεότητες, με μεγάλες επιρροές από την αρχαία Ελληνική και Ρωμαϊκή θρησκεία.
Κυρίαρχες φυσιογνωμίες θεωρούνται οι Δρυΐδες, οι οποίοι είχαν εξέχουσα θέση σε κάθε φυλή: ήταν αρμόδιοι για την πολιτιστική και θρησκευτική γνώση, καθώς επίσης και για τις τελετουργικές ιεροπραξίες, αλλά και υπεύθυνοι για την εκπαίδευση των αριστοκρατών. Κατείχαν όχι μόνον θρησκευτική αλλά και κοινωνική δύναμη, που ενδεχομένως σε ύστερες φάσεις εξελίχθηκε σε πολιτική. Το ισχυρότερο εργαλείο που κατείχαν ήταν η δύναμη της αποκοπής: όταν ο δρυίδης απέκοπτε το μέλος κάποιας φυλής, εκείνο ήταν υποχρεωμένο να ξεκόψει από τις ρίζες του και να απομακρυνθεί από τη φυλή.
ΓΑΙΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΑΣ 100 - 44π.Χ. (Gaius Julius Caesar)
Στα Σούβουρα, σε μια πυκνοκατοικημένη και αρκετά λαϊκή συνοικία της Ρώμης, δυτικά του Φόρουμ, περίπου στην περιοχή της σημερινής Via Cavour, ήταν το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε στις 13 Ιουλίου το 100 π.Χ. ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας. Γάιος ήταν το όνομα του πατέρα του, που του είχε δοθεί σύμφωνα με τη Ρωμαϊκή συνήθεια να παίρνει το παιδί το όνομα του πατέρα του. Ιούλιος ήταν το επώνυμό του, μιας και καταγόταν από το γένος των Ιουλίων. Καίσαρ ήταν το παρωνύμιό του, που το πήρε εξαιτίας του εξαιρετικού τρόπου με τον οποίο ήρθε στον κόσμο, δηλαδή με τομή (Λατινικά καίσους) στην κοιλιά της μητέρας του. Από τον Καίσαρα, λοιπόν, έμεινε η τομή αυτή γνωστή ως καισαρική.
Βέβαια, η σημασία του ονόματος αυτού είναι αμφίβολη. Ένας Ρωμαίος συγγραφέας αναφέρει: ''Οι καλύτεροι σοφοί και ειδικοί παραδέχονται ότι ο πρώτος που είχε αυτό το όνομα το απέκτησε σκοτώνοντας σε μια μάχη έναν ελέφαντα, που στην Καρχηδονική γλώσσα λεγόταν Καίσαρ''. Η οικογένειά του άνηκε στους πατρικίους, στους παλαιούς ευγενείς, και μάλιστα από τους πιο επιφανείς της εποχής. Ο Καίσαρας ισχυριζόταν ότι από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από τον Ίουλο ή Ασκάνιο, γιο του Αινεία και της Κρέουσας.
Ο Αινείας θεωρούνταν γιος της Αφροδίτης, και κατά συνέπεια ο Καίσαρας ήταν εγγονός της. Για το λόγο αυτό απεικόνιζε στα νομίσματα, στη σφραγίδα και τα όπλα του την Αφροδίτη. Έχτισε, μάλιστα, στο Φόρουμ και ναό προς τιμήν της (Venus Genetrix). Από τη μητέρα του καταγόταν από τον Άνκο Μάρκιο, τον 4ο από τους μυθικούς βασιλιάδες της Ρώμης, και έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να διευρύνει και να ενισχύσει το μύθο της θεϊκής καταγωγής του.
Η αλήθεια είναι ότι οι Πατρικοί πρόγονοί του δεν ήταν εξέχουσες φυσιογνωμίες, απλώς είχαν διακριθεί για τους επιτυχημένους γάμους τους. Ο πατέρας τους είχε φτάσει ως το αξίωμα του Πραίτορος, διετέλεσε διοικητής Ασιατικής επαρχίας και είχε τεθεί επικεφαλής μιας εξέγερσης γεωργών αποίκων στο Κιρκαίο.
Έτυχε επιμελημένης ανατροφής, σύμφωνα με τις παραδόσεις των οικογενειών των Πατρικίων. Έμαθε ανάγνωση και γραφή τόσο στα Λατινικά όσο και στα Ελληνικά (μέσω μιας παλιάς μετάφρασης της «Οδύσσειας» του Λίβιου Ανδρόνικου, καθώς και από το πρωτότυπο) και μελέτησε τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας και των δύο αυτών γλωσσών. Στα δέκα του χρόνια είχε δάσκαλο τον Μάριο Αντώνιο Γνίφο.
Με τον τρόπο αυτό απέκτησε τις βάσεις της Ρητορικής τέχνης, που ήταν απαραίτητη για έναν πολιτικό, καθώς επίσης και της ποίησης, την οποία χρησιμοποίησε αργότερα. Επισκεπτόταν τακτικά το Φόρουμ, άκουγε προσεκτικά τους μεγάλους ρήτορες της εποχής του και ήταν συνήθως παρών στις αποφάσεις και συνομιλίες των μεγάλων νομομαθών, για να εισδύει στα κύρια προβλήματα του δικαίου.
Τα χρόνια της νεότητάς του τέλειωσαν όταν φόρεσε την ανδρική τήβεννο, η οποία συμβόλιζε τη μετάβαση από την εφηβική στην ανδρική ηλικία. Το 84 π.Χ πέθανε ο πατέρας του από ξαφνικό θάνατο. Το γεγονός αυτό έδωσε στον Καίσαρα την πλήρη ανεξαρτησία του. Τον ίδιο χρόνο διέλυσε έναν αρραβώνα με την Κοσσουτία, που προερχόταν απο την τάξη των Ιππέων και παντρεύτηκε την κόρη του Κίννα, άσπονδου εχθρού του δικτάτορα Σύλλα, την Κορνηλία.
Στο γάμο αυτό οδηγήθηκε για πολιτικούς σκοπούς. Η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ της οικογένειάς του και των αρχηγών της δημοκρατικής παράταξης έγινε μεγαλύτερη. Όμως την γυναίκα του, όπως και την κόρη του Ιουλία, τις αγαπούσε ιδιαίτερα. Για πρώτη φορά εμφανίζεται στη ζωή του η εναρμόνιση προσωπικών συναισθημάτων και πολιτικών σκοπών.
Ήταν πάντα οπαδός των δημοκρατικών, σε αντίθεση με τους άλλους της εποχής του, που συνήθιζαν συχνά πυκνά να αλλάζουν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Αυτό όμως δεν το έκανε για ιδεολογικούς λόγους, όπως ο Κάτωνας, αλλά γιατί ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει για έναν πολιτικό η εμπιστοσύνη του λαού. Πάντοτε ενεργούσε κρυφά. Στο δρόμο του για την εξουσία εμπόδιά του στάθηκαν η Γερουσία και ο Πομπήιος. Η πρώτη δημόσια Υπηρεσία που ανέλαβε ήταν το αξίωμα του αρχιερέως του Διός. Ένα αξίωμα που δεν έδινε δύναμη, αλλά πολύ κύρος και ταίριαζε σε έναν απόγονο της Αφροδίτης.
Οι Αρχιερείς ήταν υπεύθυνοι για τη διατήρηση των δικαστικών και θρησκευτικών παραδόσεων της πόλης. Ασκούσαν τον έλεγχο της δημόσιας και ιδιωτικής λατρείας και πρότειναν τρόπους διεκπεραίωσης των θρησκευτικών υποχρεώσεων. Ήταν ακόμα θεματοφύλακες των τύπων της προσευχής και του δικαιώματος του γάμου, συνέθεταν τον πίνακα των ετήσιων αρχόντων και τα χρονικά των συμβάντων. Οι ιερείς κατοικούσαν στη «Βασιλική», το παλαιό παλάτι, και φορούσαν την ιερατική τήβεννο.
Όλα αυτά αποτελούσαν μέρος της αγωγής του Καίσαρα. Έτσι ο Καίσαρας έφθασε στο σημείο που τον οδήγησαν η θέληση, τα χαρίσματά του, η συνείδηση για το καθήκον, καθώς και οι απαιτήσεις της εποχής. Ήταν 54 χρονών και είχε πίσω του πάνω από τρεις δεκαετίες πολιτικής δραστηριότητας, που τον είχαν οδηγήσει στο σκοπό του. Βέβαια όχι μέσα από έναν άκαμπτο και προσχεδιασμένο δρόμο, αλλά με το όραμα του σκοπού του πάντα μπρος στα μάτια του και με μεγάλη πίστη στην ύπαρξή του, δημιουργώντας συνεχώς καινούρια μέσα και καινούριους δρόμους.
Η προσωπικότητά του ήταν μοναδικά πολύπλευρη κι ενεργητική. Ήταν πολιτικός, νομοθέτης, νομικός, ρήτορας, ιστορικός συγγραφέας, ποιητής, έγραψε ένα έργο γραμματικής, ασχολήθηκε με τα μαθηματικά, τα τεχνικά, την αρχιτεκτονική και πάντα είχε δίπλα του τους κατάλληλους ανθρώπους που θα τον βοηθούσαν. Μπορούσε να υπαγορεύει έφιππος έξι διαφορετικά γράμματα συγχρόνως στους γραφείς που ακολουθούσαν γύρω του σε φορεία.
Κοντά σε αυτό το χάρισμα είχε μια δυναμικότητα που απαιτούσε το ύψιστο από τον ίδιο και από τους άλλους, και η οποία εμφανιζόταν κάθε φορά στην ταχύτητα της δράσης του και πιο πολύ στις στρατιωτικές του κινήσεις. Η μικρή του ανάγκη για ύπνο του επέτρεπε να εξοικονομεί χρόνο ταξιδεύοντας νύχτα στο αμάξι ή σε φορείο. Αυτές οι ιδιότητες είχαν σαν προϋπόθεση ένα σώμα που άντεχε στα πάντα.Ο Καίσαρας ήταν ψηλός κι αδύνατος, με ζωηρά μαύρα μάτια.
Τα χαρακτηριστικά του είχαν συχνά γλυκύτητα και καλοσύνη. Το σώμα του ήταν γυμνασμένο και το διατηρούσε σε καλή κατάσταση εξασκώντας το καθημερινά. Ήταν εγκρατής, πράγμα που τον βοηθούσε να μένει υγιής, και από την άλλη, χωρίς να χαλάει το κέφι του, απέφευγε τις καταχρήσεις στο οινόπνευμα. Πρόσεχε πάντοτε το παρουσιαστικό του, τόσο όσο ήταν νέος όσο και αργότερα.
Είχε μια έμφυτη τάση για τελειότητα, πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όταν κάποτε έχτισε μια βίλα που δεν ήταν ακριβώς όπως την ήθελε, την γκρέμισε και την έχτισε πάλι από την αρχή. Εξαιτίας αυτής του της τάσης πίστευε ότι, για να εκπληρώσει το καθήκον του, έπρεπε να γίνει αρχηγός του κράτους. Η γοητεία του ήταν μεγάλη και πήγαζε από έμφυτη ευγένεια, που προερχόταν από τα βάθη της καρδιάς του. Η τέχνη του Καίσαρα στη μεταχείριση των ανθρώπων φαίνεται ολοκάθαρα στις σχέσεις του με τους στρατιώτες του.
Η μεγαλοφυΐα της στρατηγικής του και ο δεσμός του με τους στρατιώτες του είχαν σαν αποτέλεσμα μια εξουσία που έφερνε στα χέρια του ακόμη και τον τελευταίο στρατιώτη. Μετά από μια ήττα ενθάρρυνε ψυχολογικά τους στρατιώτες του. Από την άλλη, τους επέπληττε, τους τιμωρούσε, τους ανέλυε τα πράγματα ανοιχτά και ξεκάθαρα, και στο τέλος τους έπειθε ότι μπορούσαν να αποφύγουν την ήττα κι ότι μπορούσαν να διορθώσουν τα πράγματα.
Ποτέ δεν προσπάθησε να δώσει θάρρος στους στρατιώτες του κρύβοντάς τους την πραγματικότητα και λέγοντας ψέματα. Γενικά πίστευε ότι μόνο μέσω της ειλικρίνειας επιτυγχάνεται η εμπιστοσύνη ανάμεσα σε αυτόν και τους στρατιώτες του. Πάντοτε πολεμούσε μαζί τους κι όχι μόνο όταν υπήρχε περίπτωση ανάγκης. Δεν παρέλειπε να εκπαιδεύει ο ίδιος μερικές φορές τους στρατιώτες του και να ασχολείται πολλές φορές με τον καθένα ξεχωριστά.. Πάντα ήταν έτοιμος να αναγνωρίσει γενναίες υπηρεσίες, δίνοντας πολύτιμα όπλα και παράσημα. Με παρόμοιο τρόπο κέρδιζε και το λαό, ιδιαίτερα στην αρχή της πολιτικής του δραστηριότητας.
Ένας άνδρας με τέτοια ακτινοβολία έκανε εντύπωση στις γυναίκες. Τα ερωτικά του κατορθώματα ακούγονταν παντού. Μετά το θάνατο του πατέρα του ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο η σχέση του με τη μητέρα του και την αδερφή του. Οι άνδρες που είχαν στη νεότητά τους μια καλή και αγαπημένη μητέρα ψάχνουν στη ζωή τους να βρουν την ολοκλήρωση στις πιο διαφορετικές μορφές της στο πρόσωπο της γυναίκας. Αυτό συνέβη και με τον Καίσαρα. Η ωραιότερη, ίσως, πλευρά του χαρακτήρα του γίνεται εμφανής στη σχέση του με τους εχθρούς του.
Προσπάθησε να συνεννοηθεί, δείχνοντας διάθεση συμβιβασμού και επιείκεια σε όσους πήγαν με το μέρος του Πομπήιου. Το ίδιο υπεύθυνος αισθανόταν τόσο για τους Ρωμαίους που τον υποστήριζαν όσο και για όσους ήταν αντίθετοι με αυτόν. Η ζωή του είναι γεμάτη από αποδείξεις της μεγαλοψυχίας του (π.χ. αμνήστευση των αιχμαλώτων στο Κορφίνιο) όχι μόνο σε θέματα που αφορούσαν την πολιτική, αλλά και σε άσχετες περιπτώσεις (π.χ. σταματούσε τις μονομαχίες λίγο πριν ο νικημένος να δεχθεί το χαριστικό χτύπημα κ.α.).
Παρόλα αυτά, μπορούσε να παραμερίσει τη μεγαλοψυχία του και να προβάλλει σκληρότητα, όπου αυτό ήταν αναγκαίο και κυρίως σε θέματα πολιτικής. Εντέλει, όμως, αυτή του την αρετή την πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή, καθώς εκείνοι που είχαν δεχτεί την αμνηστία και τη μεγαλοψυχία του αποτέλεσαν και το μεγαλύτερο μέρος όσων συντέλεσαν στη δολοφονία του. Οι οργισμένοι οπαδοί του είπαν, μετά το θάνατο του, ότι καταστράφηκε από τη μεγαλοψυχία του κι ότι, αν δεν την είχε δείξει, δε θα του συνέβαινε κάτι τέτοιο (Νικόλαος της Δαμασκού).
Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν μια μεγαλειώδης και πολύπλευρη προσωπικότητα της εποχής του. Είχε την ικανότητα να εκτιμά σωστά κάθε στιγμή, ανεξάρτητα από συμβατικότητες. Μεγάλος στρατηγός, γοητευτικός και καλοσυνάτος με τους φίλους, διαλλακτικός με τους εχθρούς, ευγενικός με όλους, θαυμάσιος ρήτορας και εκτός των άλλων δημιουργός τρομερών σχεδίων που ωφέλησαν το κράτος. Τελικά, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, θα μπορούσε να ήταν αληθινά γιος της Αφροδίτης!
ΒΕΡΚΙΓΕΤΟΡΙΓΑΣ (Vercingetorix)
Γαλάτης στρατηγός και αντίπαλος του Καίσαρα. Υπήρξε ηγέτης στην Αρβενία από το 72 π.Χ. μέχρι το 46 π.Χ. Γεννήθηκε στην Αβέρνη και ήταν γιος του πρίγκιπα Κελτίλου. Το 52 π.Χ. έγινε αρχηγός των επαναστατών Γαλατών εναντίον των κατακτητών Ρωμαίων. Ύστερα από μερικές επιτυχίες αποκλείστηκε από τον Καίσαρα στην Αλεσία. Αφού προσπάθησε μια Γαλατική στρατιά να διασπάσει τον αποκλεισμό, ο Βερκιγετόριγας παραδόθηκε, ελπίζοντας να σώσει μ` αυτόν τον τρόπο τους άνδρες του. Ο Καίσαρας τον πήρε αιχμάλωτο στη Ρώμη, κοσμώντας μ` αυτόν το θρίαμβό του και τον αποκεφάλισε ύστερα από έξι χρόνια φυλάκισης, το 46π.Χ.
Ξεχύνονταν κατά χιλιάδες οι Κέλτες. Έρχονταν από τα ανατολικά σαν λαίλαπα που όλα τα παρασέρνει στο πέρασμά της. Οι ντόπιοι πληθυσμοί έφευγαν να γλιτώσουν τον όλεθρο. Οι Κέλτες απλώνονταν στην κεντρική και τη βόρεια χώρα. Οι ντόπιοι (τους είπαν Λίγυες ή Λίγυρες) στριμώχνονταν στον Νότο, στην παραλία και προς τη μεριά που αργότερα θα ονομαζόταν Ιταλία: Στη Λιγυρία.
Ο ηγέτης τους, Λιγύς, έμελλε να περάσει στην Ελληνική μυθολογία. Θέλησε να εμποδίσει τον Ηρακλή, όταν εκτελούσε τον άθλο που τον διέταξε ο Ευρυσθέας, να του πάει τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων. Φυσικά, στην πάλη μεταξύ τους, ο Ηρακλής νίκησε. Ο Λιγύς σκοτώθηκε. Η πρώτη κατοίκηση στην περιοχή της σημερινής Γαλλίας και του Βελγίου ανάγεται στα 950.000 χρόνια πριν από την εποχή μας. Ήταν ο Χόμο Ερέκτους (Homo Erectus). Στα 400.000 χρόνια πριν από την εποχή μας οι εκεί κάτοικοι χρησιμοποιούσαν τη φωτιά.
Ο «άνθρωπος του Κρομανιόν» βρέθηκε στην ομώνυμη θέση της Νοτιοδυτικής Γαλλίας. Πρέπει να έζησε γύρω στα 25.000 πριν. Χαραγμένα πάνω σε πέτρα θηρία αποτελούν την πρώτη γνωστή μας έκφραση τέχνης στη Γαλλία. Ο καλλιτέχνης τα φιλοτέχνησε πριν από 12.000 χρόνια. Ο Νεολιθικός πολιτισμός αναπτύχθηκε από τα 4.000 ως τα 2500 χρόνια π.Χ. Μεγαλιθικά Ντόλμεν σημειώνουν τη λατρεία των ανθρώπων στις θεϊκές δυνάμεις. Μετά, ήλθαν οι Κέλτες.
Προχώρησαν ακάθεκτοι ως τις όχθες του ποταμού Γαρούνα. Κάποιοι έμειναν στα κατακτημένα μέρη. Κάποιοι έμελλε να περάσουν τα Πυρηναία, κατεβαίνοντας στη χώρα που αργότερα θα ονομαζόταν Ισπανία. Κάποιοι άλλοι θα δοκίμαζαν την τύχη τους στα απέναντι Βρετανικά νησιά (Αλβιόνα). Μέσα στα επόμενα χρόνια, οι Κέλτες απλώνονταν ως την παραλία της Μεσογείου.
Γύρω στα 500 π.Χ. χρησιμοποιούσαν τον σίδηρο ευρύτατα. Τον είχαν εισάγει οι άνθρωποι του πολιτισμού του Χάλστατ (πήρε το όνομά του από μια περιοχή της σημερινής Αυστρίας όπου βρέθηκαν δείγματα προϊστορικού πολιτισμού). Οι Κέλτες χρησιμοποίησαν τον σίδηρο στα γεωργικά τους εργαλεία και για όπλα. Και αξιοποίησαν τους εμπορικούς δρόμους που από παλιά συνέδεαν τα βρετανικά νησιά και την περιοχή της μετέπειτα Γαλλίας με τη Μεσόγειο. Οι ποταμίσιοι δρόμοι του Σηκουάνα και του Ροδανού ζωντάνεψαν από το εμπόριο με τους Έλληνες άποικους της Μασσαλίας.
Οι Έλληνες ήταν εκεί από το 600 π.Χ. Στα 330 με 325 π.Χ., ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης έκανε ένα τεράστιο αναγνωριστικό ταξίδι, παραπλέοντας τις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού κι επέστρεψε, αφού επισκέφτηκε τις βρετανικές ακτές. Στο σπουδαίο έργο του «Γης Περίοδοι» ή «Τα περί του Ωκεανού», περιγράφει τα όσα είδε.
Γύρω στα 250 π.Χ., οι Κέλτες Παρίσιοι εγκαταστάθηκαν στα νησάκια του Σηκουάνα. Η περιοχή και η μετέπειτα πόλη έμελλε να ονομαστεί Παρίσι. Στα 53 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρας θα τη βάφτιζε «Λουτέτια» (Έλος). Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουλιανός (ο Παραβάτης), που την αγάπησε, της έδωσε πάλι το αρχαίο της όνομα: Παρίσι (το 360 μ.Χ.).
Για τους Ρωμαίους και τους Έλληνες, η χώρα δυτικά των Άλπεων, ανάμεσα στον Ρήνο, τα Πυρηναία και τον Ατλαντικό (σημερινή Γαλλία και τμήμα του σημερινού Βελγίου) ονομαζόταν Γαλατία: Πέραν των Άλπεων Γαλατία. Επειδή υπήρχε και η Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία, η χώρα ανατολικά των Άλπεων, στη Βόρεια Ιταλία. Κάτοικοι της Γαλατίας ήταν οι Γαλάτες. Οι αρχαίοι συγγραφείς έφτασαν να μπερδεύουν και να ταυτίζουν τις ονομασίες Γαλάτες και Κέλτες. Από τον 3ο π.Χ. αιώνα, τα ονόματα Κέλτες, Γαλάτες και Γάλλοι (Galli) σήμαιναν το ίδιο έθνος.
Μετά την απαλλαγή της Ρώμης από τον Καρχηδονιακό κίνδυνο (146 π.Χ.), γύρω στα 125 π.Χ., οι Ρωμαίοι πήραν τη Νότια Γαλατία. Ήθελαν να ελέγξουν τους αρχαίους εμπορικούς δρόμους. Δυσκολεύτηκαν ώσπου να τα καταφέρουν.
Είκοσι χρόνια μετά την διείσδυση των Ρωμαίων στη Νότια Γαλατία, στην περιοχή έφτασαν Γερμανικοί λαοί, Κίμβροι και Τεύτονες που είχαν ξεκινήσει από τη Βόρεια Ευρώπη. Οι Ρωμαίοι βγήκαν να τους αντιμετωπίσουν. Η μεγάλη μάχη έγινε στο Αραούσιο (το Όρανζ των Γάλλων) στη Γαλατία. Οι Ρωμαίοι ηττήθηκαν (105 π.Χ.). Επανήλθαν τέσσερα χρόνια αργότερα (101 π.Χ.). Στη νέα μάχη, οι Κίμβροι και οι Τεύτονες καταστράφηκαν. Οι Ρωμαίοι γιόρτασαν την επιτυχία τους στήνοντας αψίδα θριάμβου στο Αραούσιο.
Στα 58 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρας εισέβαλε στη Γαλατία με σκοπό να την κατακτήσει οριστικά. Συνάντησε 368.000 μετανάστες Ελβετούς (Κέλτες από την Ελβετία) που έψαχναν να βρουν νέα πατρίδα. Ήταν άνδρες και γυναίκες, γέροι και παιδιά. Οι λεγεώνες του Ιουλίου Καίσαρα τους επιτέθηκαν. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ίδιου του Ιουλίου Καίσαρα, σκοτώθηκαν 238.000 μετανάστες.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, στα 54 π.Χ., ο πόλεμος ξανάρχισε. Ο Ιούλιος Καίσαρας σκότωσε τον ηγέτη των Γαλατών, Ντουμνορίξ. Οι Γαλάτες απάντησαν με σειρά από αποτυχημένες επαναστάσεις. Όμως, σύμφωνα με την παλιά κελτική συνήθεια, οι Γαλάτες αδυνατούσαν να συνασπιστούν εναντίον του κοινού εχθρού. Κι άνοιξαν εμφύλιους πολέμους, τους οποίους ο Ιούλιος Καίσαρας έσπευσε να εκμεταλλευτεί. Μπροστά στην εισβολή του Ρωμαϊκού στρατού, ο αρχηγός Αμπιορίξ έσπευσε να εξαφανιστεί (53 π.Χ.). Κανένας δεν τον ξαναείδε. Είχε έρθει η ώρα του Γαλάτη ήρωα, Βερκιγετόριγα.
Γόνος βασιλικής Κελτικής γενιάς, ήταν μόλις είκοσι χρόνων όταν οδήγησε τους Γαλάτες εναντίον των Ρωμαίων. Καίγοντας και πυρπολώντας την Γαλατική γη, υπεράσπισε με επιτυχία την Ζεργοβία και προσπάθησε να αναγκάσει τους Ρωμαίους να μείνουν από τρόφιμα και να εγκαταλείψουν την Γαλατία. Σύμφωνα με τη Ρωμαϊκή εκδοχή, ο Ιούλιος Καίσαρας τον αιφνιδίασε στην περιοχή Αβάρικουμ και σκότωσε 40.000 Γαλάτες. Ο Βερκιγετόριγας και οκτακόσιοι Γαλάτες μαχητές κατάφεραν να διαφύγουν. Ο Καίσαρας τους επιτέθηκε αλλά αποκρούστηκε. Στη μάχη, νίκησαν οι Γαλάτες.
Ο Βερκιγετόριγας και οι Γαλάτες του οχυρώθηκαν στην Αλεζία. Ο Καίσαρας τους πολιόρκησε. Στα 52 π.Χ. και έπειτα από πολύμηνη αντίσταση, οι άνδρες του Βερκιγετόριγα αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Ο ηγέτης τους αιχμαλωτίστηκε. Ο Ιούλιος Καίσαρας έγραψε το έργο του De bello Galliko (Ο πόλεμος στη Γαλατία). Στα 45 π.Χ. κι αφού κόσμησε τον θρίαμβο του νικητή του, ο Βερκιγετόριγας εκτελέστηκε. Ο Ιούλιος Καίσαρας δολοφονήθηκε τον επόμενο χρόνο (44 π.Χ.).
Η Μάχη της Alesia
Μάχη της Alesia ή Πολιορκία της Alesia ήταν μια σύγκρουση το Σεπτέμβριο 52 π.Χ. μεταξύ Ρωμαίων και Γαλατών. Οι Γαλάτες, ένας στρατός αποτελούμενος από γαλατικές φυλές υπό την αρχηγεία του Βερσιγκετορίξ από την Αρβέρνη ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τις λεγεώνες των Ρωμαίων του Ιουλίου Καίσαρα. Με την, έστω και εφήμερη, νίκη του Βερσιγκετορίξ επί του Καίσαρα, η μάχη της Αλέσια πέρασε στην ιστορία. Η διαμάχη σχετικά με τον τόπο διεξαγωγής της μάχης των Γαλατών ξεκινά από τον 19ο αιώνα και είναι τόσο έντονη.
Η διαμάχη όμως σχετικά με το πιθανό σημείο όπου διεξήχθη η κρίσιμη μάχη ανάμεσα στον Γαλάτη Βερσιγκετορίξ και τις λεγεώνες του Καίσαρα δεν λέει να κοπάσει. Οι Γάλλοι ιστορικοί διαφωνούν εδώ και πολύ καιρό για το πού έγινε η γνωστή μάχη μεταξύ των λεγεώνων του Ιούλιου Καίσαρα και του Γαλάτη Βερσιγκετορίξ: στη Βουργουνδία ή στην περιοχή της οροσειράς του Ιούρα;
Παρ’ όλα αυτά η περιοχή της Βουργουνδίας δεν κέρδισε στον αγώνα διεκδίκησης της τοποθεσίας της μάχης. Από τη δεκαετία του 1960 διεκδικεί και το Chaux-des-Crotenay του Ιούρα την κληρονομιά της Αλέσια, όπου στα τέλη του θέρους του 52 π.Χ. επισφραγίστηκε η ρωμαϊκή κατάκτηση της Γαλατίας.
«Οι Βουργουνδοί μπορεί να διασφάλισαν τη θέση τους, όμως για μας η μάχη τώρα ξεκινάει» λέει η Danielle Porte. Η ιστορικός ανήκει στους υποστηρικτές του Chaux-des-Crotenay. Αυτοί επικαλούνται, μεταξύ άλλων, αναπαραστάσεις όπου διακρίνονται Ρωμαϊκά οχυρωματικά τείχη και ένα τοπίο που μοιάζει με εκείνο που περιέγραφε, καθώς λέγεται, ο Ιούλιος Καίσαρας στις αναφορές του για τον Γαλατικό Πόλεμο.
Η νίκη του Καίσαρα επικύρωσε τότε τη Ρωμαϊκή κυριαρχία στη Γαλατία. Το επίμαχο ερώτημα του πού βρίσκεται η ιστορική τοποθεσία «πέρασε» και σε τεύχη του «Αστερίξ»: «Αλέσια; Δεν ξέρουμε πού βρίσκεται αυτή η Αλέσια! Κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται η Αλέσια!» λένε οι Γαλάτες στο κόμικ – ένα σχόλιο με διττή σημασία, καθώς υπαινίσσεται και το γεγονός ότι κανείς δεν θέλει να θυμάται την ιστορική αυτή ήττα.
Πάντως, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, τη θρυλική μάχη διεκδίκησαν περίπου 40 τοποθεσίες της Γαλλίας, και όλες τους ισχυρίζονταν πως ταυτίζονταν με την Αλέσια – μέχρι που ο Ναπολέων Γ΄, ο οποίος είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχαιολογία και τη Γαλλο-Ρωμαϊκή κληρονομιά, αποφάνθηκε υπέρ της Alise-Sainte-Reine. Στο όρος Auxois, σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης, διέταξε να φιλοτεχνηθεί το 1865 άγαλμα του Βερσιγκετορίξ από χαλκό. Έκτοτε, το τεράστιο γλυπτό δεσπόζει στο τοπίο.
ΓΑΛΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΑ
Μετά τις πρώτες επιτυχίες του Καίσαρα στη Γαλατία ενάντια σε Ελβετούς και Γερμανούς, οι επαναστατικές τάσεις των φυλών του Βελγίου αποτέλεσαν μία νέα σοβαρή απειλή για το Ρωμαίο στρατηλάτη, προκαλώντας τριγμούς στα θεμέλια της κυριαρχίας του στην Ευρωπαϊκή ήπειρο.
Μόλις ένας χρόνος είχε περάσει από τη συγκρότηση της πρώτης "Τριανδρίας", που αποτελούσαν ο Μάρκος Λικίνιος Κράσσος, ο Πομπήιος και ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας, και η θητεία που τελευταίου ως ύπατου, στην υπηρεσία της Ρώμης, πλησίαζε ήδη στο τέλος της. Για το φιλόδοξο στρατηγό, η λήξη της θητείας του σήμαινε μία περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας, ενώ οι πολιτικοί εχθροί του ήδη προετοίμαζαν την αντεπίθεσή τους.
O Καίσαρας έπρεπε επειγόντως να αναλάβει νέο αξίωμα για να επιβιώσει στην πολιτική σκηνή της Ρώμης, έστω και αν τα καθήκοντά του δεν αφορούσαν στα τεκταινόμενα στην πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Aπό τη δύσκολη θέση κλήθηκαν να τον βγάλουν τα άλλα δύο μέλη της τριανδρίας, οι οποίοι μεσολάβησαν, ώστε να οριστεί διοικητής δύο επαρχιών, της εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας και του Ιλλυρικού. Ωστόσο, επωφελούμενος από τον αιφνίδιο θάνατο του μέχρι τότε διοικητή της πέραν των Άλπεων Γαλατίας, ο Καίσαρας κατάφερε να αναλάβει τη διοίκηση και αυτής της επαρχίας για πέντε συναπτά έτη.
Παρά τα οφέλη που αποκόμισε από το διορισμό του, στο μυαλό του είχε πάντοτε βλέψεις για νέες κατακτήσεις. Tο μεγαλείο ανέκαθεν τον συγκινούσε και τον έκανε να περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία για να κυνηγήσει τη διάκριση. Ωστόσο, το πρόβλημα που αντιμετώπιζε, είχε να κάνει με την πολιτική αποδυνάμωση που υπέστη μετά την απομάκρυνσή του από το πολιτικό προσκήνιο της αυτοκρατορίας.
Μπορεί να ήταν πλέον διοικητής τριών Ρωμαϊκών επαρχιών, όμως, οι αποφάσεις λαμβάνονταν από τους συγκλητικούς και σε αυτούς η επιρροή του ήταν από ελάχιστη ως ανύπαρκτη. Mία εκστρατεία δε θα μπορούσε ποτέ να εγκριθεί, εάν δεν υπήρχε σοβαρός - πραγματικός ή θεωρητικός - κίνδυνος για την αυτοκρατορία.
Στα απομνημονεύματά του για τη Γαλατική εκστρατεία (De bello Gallico), ο Καίσαρας ανέφερε ότι λίγο έλειψε να ηττηθεί από τους Νέρβιους στον ποταμό Σάβο. Αυτό από κοινού με τη γνωστή ρήση του ότι "οι Βέλγοι είναι οι πιο γενναίοι μεταξύ των Γαλατών", έκαναν τους Γάλλους ιστορικούς στα τέλη του 19ου αιώνα να πιστεύουν ότι οι Νέρβιοι ήταν Γαλατική φυλή. Ωστόσο, ο ιστορικός της εποχής, Τάκιτος, αντικρούει αυτόν τον ισχυρισμό.
O Καίσαρας είπε αυτή τη φράση, όταν πολεμούσε ενάντια στις νότιες (συνορεύουσες με τη Γαλατία) Βελγικές φυλές. Tο Βέλγιο ήταν μία περιοχή στην οποία κατοικούσε ένα κράμα από Γερμανοθρεμμένες (αλλά όχι Γερμανικές) φυλές στα βόρεια και Γαλατικές φυλές στα νότια. Μεταξύ αυτών δέσποζαν οι Νέρβιοι, οι οποίοι θεωρούνταν ως οι πιο ισχυροί. O Καίσαρας δεν ανέφερε ποτέ τίποτε σχετικό με την καταγωγή τους. Αυτό πιθανότατα να μην αποτελεί σύμπτωση.
Είναι γνωστό ότι ο Ιούλιος Καίσαρας ξεκίνησε τους Γαλατικούς πολέμους, έχοντας ρητές διαταγές να φέρει ειρήνη στη Γαλατία και όχι στο Βέλγιο. Mε την κατάκτηση του Βελγίου είχε σαφώς παραβεί τα όρια της βασικής επιχειρησιακής του περιοχής (της Γαλατίας, όπως ονόμαζε τη σημερινή κεντρική Γαλλία), παρακούοντας έτσι τις συγκεκριμένες εντολές που είχε λάβει.
Mε την εσκεμμένη απόκρυψη της καταγωγής των Νέρβιων ή με τον αυθαίρετο χαρακτηρισμό τους ως Γαλατών, είχε ως απώτερο σκοπό να αποπροσανατολίσει τους εχθρούς του στη Ρώμη, έτσι ώστε οι τελευταίοι να μην είναι σε θέση να γνωρίζουν τι ακριβώς κάνει. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ανακήρυξε ολόκληρη την περιοχή μεταξύ των Πυρηναίων και του Ρήνου ως "Γαλατία". Αυτή η περιοχή ανταποκρινόταν σε αυτά που εκείνος είχε μόλις κατακτήσει.
Ο Διπλωμάτης Καίσαρας
Γάιος Ιούλιος Καίσαρας: ένα όνομα που ταυτίστηκε με τις "δημόσιες σχέσεις" στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Ρώμης όσο κανένα άλλο. Έξοχος διπλωμάτης με το λόγο ή το σπαθί, κατάφερε να σαγηνεύσει ολόκληρους λαούς, να συγχωρήσει (συνήθως έναντι κάποιου αντιτίμου) αυτούς που του ανθίσταντο και να αποτελέσει ένα μεγάλο κεφάλαιο της αρχαίας Ρωμαϊκής ιστορίας.
Ενώ ήταν πάντοτε διορατικός ως στρατηγός στο πεδίο της μάχης, προδόθηκε από την άγνοια κινδύνου που τον χαρακτήριζε στην πολιτική καριέρα του ως τύραννος και αυτοκράτορας της Ρώμης, καταλήγοντας στο τέλος ένα ματωμένο και άψυχο σώμα στα σκαλιά της Συγκλήτου, τα μέλη της οποίας τον "αντέμειψαν" με έναν λιτό, "δημοκρατικό" θάνατο.
Σχεδιάγραμμα της Μάχης
Oι αρχικές θέσεις των παρατάξεων πριν από τη μάχη στον ποταμό Σάβο. Oι Βέλγοι παρέμειναν κρυμμένοι στα δέντρα του δάσους πέρα από τη δεξιά όχθη του ποταμού και μόνο το ιππικό τους επιδόθηκε σε κάποιες μικροεπιδρομές μέχρι εκεί. Στην πλειονότητά τους, οι Νέρβιοι εφόρμησαν μαζικά μόνο όταν οι Ρωμαϊκές σκευοφόροι έφτασαν στην περιοχή. H κρίσιμη καμπή της μάχης στον ποταμό Σάβο. H Ρωμαϊκή παράταξη έχει "ανοίξει" τις γραμμές της, αφήνοντας το στρατόπεδό της ουσιαστικά αφρούρητο. Oι Νέρβιοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και έφτασαν μέχρι τις Ρωμαϊκές σκηνές, απειλώντας μέχρι και τις σκευοφόρους που μόλις είχαν καταφθάσει στην περιοχή.
H METANAΣTEYΣH TΩN EΛBETΩN
Mία σειρά από γεγονότα που έλαβαν χώρα το 61 π.X. έμελλε να δώσουν την κατάλληλη ώθηση που χρειαζόταν η τελματωμένη στρατιωτική και πολιτική καριέρα του Καίσαρα στην πορεία του προς την ηγεμονία της Ρώμης. Oι Ελβετοί, με εμπνευστή τον Οργετόρυγα, αποφάσισαν να θέσουν σε εφαρμογή ένα σχέδιο μετανάστευσης της φυλής τους σε εδάφη πιο φιλόξενα για τους ίδιους, μακριά από την απειλή και τη διαρκή πίεση των γερμανικών φύλλων του Βορρά. Υπομονετικά και μεθοδικά, ο Οργετόρυγξ προσπάθησε να "χαράξει" το δρόμο για τη μετανάστευση της φυλής του, μέσα από αμοιβαίες συμφωνίες με τους Σεκουάνιους και τους Αιδούους.
Επί τρία συναπτά έτη, οι Ελβετοί προετοιμάζονταν. Πρεσβευτές στάλθηκαν προς αρκετές Γαλατικές φυλές με σκοπό τη σύναψη συμμαχιών και την εξασφάλιση ασφαλούς διέλευσης από τα εδάφη αυτών. Ωστόσο, το 58 π.X. ο Οργετόρυγξ συνελήφθη και δικάστηκε με την κατηγορία ότι είχε βλέψεις για την αρχηγία της φυλής του. Κατάφερε να ξεφύγει, αλλά τελικά αιχμαλωτίσθηκε και θανατώθηκε. Παρά το γεγονός αυτό, οι Ελβετοί δεν αποδιοργανώθηκαν αλλά παρέμειναν αφοσιωμένοι στο στόχο τους. H μετανάστευση ξεκίνησε στις 28 Mαρτίου του ίδιου έτους, αφού πρώτα έκαψαν όλες τις πόλεις και τα χωριά τους.
Σύμφωνα με μεταγενέστερες εκτιμήσεις, περίπου 368.000 άνθρωποι, από τους οποίους οι 92.000 ήταν μάχιμοι, ξεκίνησαν το ταξίδι τους για την εύρεση φιλόξενης γης. Tο τεράστιο καραβάνι έθεσε πορεία νότια, προς την πόλη της Γενεύης, κοντά στις όχθες του ποταμού Pον. Αυτή η περιοχή ανήκε στους Αλλοβρόγες, μία φυλή υποταγμένη στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η καταπάτησή της σήμαινε έμμεση εισβολή σε ρωμαϊκό έδαφος. Ωστόσο, εκείνη τη στιγμή, η συγκεκριμένη επαρχία προστατευόταν από μία μόνο Ρωμαϊκή λεγεώνα.
H ANTIΔPAΣH TOY KAIΣAPA
H ώρα των κρίσιμων αποφάσεων είχε φτάσει για τον Γάιο Ιούλιο Καίσαρα. Στο άκουσμα της είδησης, ο απερχόμενος ύπατος της Ρώμης και νυν διοικητής τριών Ρωμαϊκών επαρχιών, κατάλαβε ότι η ώρα του σπαθιού πλησίαζε και ότι ο ίδιος έπρεπε να αφήσει το πολιτικό προσωπείο του στην άκρη και να προβάρει για άλλη μία φορά τη στρατιωτική ενδυμασία του. Ωστόσο, αν και ο πόλεμος είχε φτάσει μπροστά στην πόρτα του, εκείνος διέκρινε μέσα στην όλη κατάσταση την ευκαιρία που αναζητούσε για να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του. Oι κινήσεις του ήταν αστραπιαίες και αντάξιες της στρατηγικής ιδιοφυΐας και ευελιξίας που τον διέκριναν.
Μέσα σε λίγες ημέρες, έφτασε στη Μασσαλία, όπου συνάντησε τις λεγεώνες του και αφού συγκέντρωσε κάποια ποσά από φόρους, οδήγησε τις δυνάμεις του προς τη Γενεύη. Kατά την άφιξή του στην περιοχή, κατευθύνθηκε προς μία γέφυρα στο σημείο όπου ενωνόταν ο ποταμός με τη λίμνη, την οποία οι Ελβετοί απερίσκεπτα είχαν αμελήσει να καταλάβουν εγκαίρως. Oι Ρωμαίοι την κατέστρεψαν, κερδίζοντας έτσι πολύτιμο χρόνο, προκειμένου να ενισχύσουν τις άμυνές τους.
Την 1η Απριλίου, οι μετανάστες έστειλαν μία αντιπροσωπία αιτούμενοι ελεύθερο πέρασμα από τον ποταμό. Εάν η Ρωμαϊκή απάντηση ήταν αρνητική, είχαν παρατηρήσει αρκετά σημεία από τα οποία θα μπορούσαν να περάσουν ακίνδυνα. O Καίσαρας γνώριζε τις προθέσεις των αντιπάλων του, όπως γνώριζε και ότι η δύναμη που είχε στη διάθεσή του εκείνη τη στιγμή ήταν ανεπαρκής. Επέλεξε να κερδίσει λίγο χρόνο ακόμη, καθυστερώντας να δώσει απάντηση, προφασιζόμενος ότι ήθελε να σκεφτεί το αίτημα των Ελβετών.
H διορία που ζήτησε ήταν δεκαπέντε ημέρες. Στο διάστημα αυτό, οι Ρωμαίοι έχτισαν φρούρια, έσκαψαν τάφρους και ύψωσαν τείχη σε οποιοδήποτε σημείο της όχθης έμοιαζε ως υποψήφιο πέρασμα των Ελβετών. Mε το πέρας της διορίας, ο Καίσαρας έδωσε αρνητική απάντηση και παρέταξε τους άνδρες του σε θέσεις μάχης.
Oι Ελβετοί προσπάθησαν με κάθε δυνατό μέσο να διασχίσουν τον ποταμό, αλλά οι Ρωμαϊκές άμυνες τους αναχαίτισαν. Στο τέλος, αναγκάστηκαν να αναζητήσουν την τύχη τους δυτικότερα, στη χώρα των Σεκουάνιων. H επαρχία του Καίσαρα είχε σωθεί προσωρινά, ωστόσο ο κίνδυνος που ελλόχευε από τη διαρκή μεταναστευτική τάση και την περιφρόνηση της ρωμαϊκής κυριαρχίας που φανέρωναν τα φύλλα του Βορρά, έπρεπε να αντιμετωπισθεί άμεσα.
Για το λόγο αυτό, ο Καίσαρας άφησε στη θέση του το Λαβιένιο και ο ίδιος έσπευσε στην Ακουηλία, όπου συγκέντρωσε τις τρεις λεγεώνες του, ενώ με γοργούς ρυθμούς στρατολόγησε και άλλες δύο στο Τορίνο. Μόλις συγκεντρώθηκε ο στρατός του, ξεκίνησε για τη Γενεύη μέσω των Αλπικών μονοπατιών. Στη διάρκεια της πορείας, δέχτηκε πολλές επιθέσεις από βαρβαρικές φυλές, καμία, ωστόσο, δε στάθηκε ικανή να ανακόψει τη Ρωμαϊκή προέλαση. Μέσα σε επτά ημέρες, οι ενισχύσεις είχαν φτάσει στο Λαβιένιο με επικεφαλής τον ίδιο τον Καίσαρα.
OI AIΔOYOI ZHTOYN TH PΩMAΪKH BOHΘEIA
Tο καλοκαίρι είχε μόλις κάνει την εμφάνισή του και οι Ελβετοί, χρησιμοποιώντας και εκείνοι κάποια από τα Αλπικά περάσματα, είχαν εισέλθει στη χώρα των Αιδούων. Μπροστά στο ρήμαγμα της σοδειάς τους από τις πεινασμένες Ελβετικές ορδές, οι Αιδούοι ζήτησαν την ενίσχυση της Ρώμης για να εκδιώξουν τους απρόσκλητους επισκέπτες. Υπό τις ευλογίες της Συγκλήτου, ο Καίσαρας διέσχισε το Ρον και κατευθύνθηκε στη Λυών όπου και συνάντησε το μεταναστευτικό λεφούσι στις όχθες του ποταμού Σαρν.
Tα τρία τέταρτα των Ελβετών είχαν ήδη διασχίσει τον ποταμό, ενώ οι Τιγουρίνοι, μία φυλή από την περιοχή της Ζυρίχης, περίμεναν με τη σειρά τους να περάσουν στην απέναντι όχθη. H συγκεκριμένη φυλή, όντας από τις πιο πολεμοχαρείς, είχε εξολοθρεύσει μόλις λίγες ημέρες νωρίτερα το στρατό του Λογγίνου. H Ρωμαϊκή ρομφαία της εκδίκησης χτύπησε πρώτα εκεί, με τις λεγεώνες του Καίσαρα να πνίγουν μέσα σε ένα λουτρό αίματος την ελβετική οπισθοφυλακή, αφανίζοντας όλα τα μέλη της, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Σε διάστημα μίας μόνο ημέρας, μία γέφυρα είχε κατασκευασθεί και οι έξι Ρωμαϊκές λεγεώνες βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής από τους εισβολείς. Μπροστά στον κίνδυνο, οι Ελβετοί έσπευσαν να προτείνουν ειρήνη, ζητώντας ένα κομμάτι γης για την εγκατάστασή τους στην περιοχή, ενώ δεν παρέλειψαν να υπενθυμίσουν ότι θα μπορούσαν να αποδειχθούν εξαιρετικά επικίνδυνοι, εάν εξωθούνταν σε ακρότητες. O Καίσαρας το γνώριζε αυτό. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος που τους καταδίωξε άμεσα. Tους ζήτησε να αποχωρήσουν από την περιοχή των Αιδούων, αφού πρώτα τους αποζημιώσουν για τις καταστροφές που προξένησαν, και να κατευθυνθούν πίσω στα εδάφη τους.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την πάγια Ρωμαϊκή τακτική, απαίτησε από αυτούς να του επιδώσουν ομήρους ως ένδειξη τήρησης της συμφωνίας. Oι Ελβετοί δεν έδειξαν να ικανοποιούνται με αυτούς τους όρους. Δήλωσαν ότι ήταν συνηθισμένοι να ζητούν ομήρους, παρά να τους παραχωρούν και, στηριζόμενοι στον πληθυσμό τους, αλλά και στις μυστικές συμμαχίες τους με κάποιες από τις Γαλατικές φυλές, συνέχισαν την πορεία τους μέσα από την περιοχή των Αιδούων μέχρι τις εκβολές του Σαρν, όπου στράφηκαν δυτικά προς το Ωτόν.
H KATAΔIΩΞH
O Ρωμαϊκός στρατός δεν διέθετε στις τάξεις του επαρκές ιππικό και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να κυνηγήσει εύκολα τους Ελβετούς. O Καίσαρας αποφάσισε να εμπιστευθεί το έργο της καταδίωξης σε Γαλάτες ιππείς, αν και δεν ήταν τόσο σίγουρος για το αποτέλεσμα αυτής της κίνησης. Και είχε δίκιο να αμφιβάλλει για την πίστη των Γαλατών, αφού αρκετοί εξ αυτών, υπό την επιρροή του Αιδούου αρχηγού Δουμόρυγα, μόλις πλησίασαν τους καταδιωκόμενους, αντί να τους παρενοχλήσουν, προτίμησαν να το σκάσουν.
H χώρα των Αιδούων είχε αφεθεί πλέον στο έλεος των Ελβετών. Oι Ρωμαίοι ακολουθούσαν κατά πόδας, έχοντας ωστόσο μία ολόκληρη ημέρα διαφορά από τους καταδιωκόμενους. Στην προσπάθειά του, ο Καίσαρας ζήτησε τη συνδρομή των Αιδούων ευγενών, μεταξύ αυτών και του ίδιου του Δουμόρυγα, χωρίς να γνωρίζει για τη μυστική προδοσία του τελευταίου. Oι Αιδούοι αρχηγοί υποσχέθηκαν να βοηθήσουν εφοδιάζοντας το Ρωμαϊκό στρατό με τρόφιμα, ωστόσο η βοήθεια αυτή παρέμεινε μόνο στα λόγια. O Καίσαρας ήταν πλέον πεπεισμένος για την προδοσία.
Tο ζήτημα παρέμενε λεπτό και δυσεπίλυτο. O Ρωμαίος στρατηλάτης δεν μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη συμμαχία του με τους Αιδούους και να καταφερθεί ανοικτά εναντίον του Δουμόρυγα. Eπρεπε να βρει έναν άλλο τρόπο προκειμένου να τον βγάλει από τη μέση. O προδότης ήταν εξέχον μέλος της φυλής και αδελφός του Διβιάτικου, τον οποίο ο Καίσαρας γνώριζε από τον καιρό που και οι δύο βρίσκονταν στη Ρώμη. Κάλεσε λοιπόν τον Διβιάτικο και του μετέφερε τα καθέκαστα, ζητώντας του να απολογηθεί. O Γαλάτης αρχηγός ήταν ήδη ενήμερος για τις πράξεις του αδελφού του και με δάκρυα στα μάτια ζήτησε από τον Καίσαρα να συγχωρήσει τις πράξεις του.
Στη συνέχεια, έφερε και τον ίδιο ενώπιον του Ρωμαίου στρατηγού. Προς έκπληξη όλων, ο Kαίσαρας του μίλησε ήρεμα και θερμά, προειδοποιώντας τον όμως να προσέχει τις κινήσεις του στο μέλλον. Εντούτοις, τα εφόδια παρέμειναν άφαντα. Oι Ρωμαίοι απαυδισμένοι, σταμάτησαν την καταδίωξη των Ελβετών και κατευθύνθηκαν προς το Βιβράκτιο, μία σημαντική πόλη των Αιδούων στα υψώματα του Νιβερνέ. Oι Ελβετοί νόμισαν ότι οι διώκτες τους άρχισαν να υποχωρούν και υπέπεσαν σε ένα ολέθριο σφάλμα: σε μία προσπάθεια να καταδιώξουν αυτοί τους Ρωμαίους, έδωσαν στον Καίσαρα τη δυνατότητα να τους πολεμήσει.
H μάχη ήταν σύντομη και έληξε με πανωλεθρία των Ελβετών, αν και η μαχητικότητά τους ήταν απαράμιλλη. Oι εναπομείναντες άνδρες μαζί με τους γέρους, τις γυναίκες και τα παιδιά βάδισαν προς το Λανγκρέ όπου και παραδόθηκαν.
OI ΓEPMANOI
H νίκη του Καίσαρα άφησε άναυδη ολόκληρη τη Γαλατία. Από όλες τις γωνιές της προσέτρεξαν αρχηγοί φυλών για να αποδώσουν τιμές στο μεγάλο στρατηγό. Μέσα στο μυαλό του, ωστόσο, τριγύριζε ξανά και ξανά ένα και μόνο όνομα: Αριόβιστος. H ειρήνη στην περιοχή δεν θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί, όσο οι Γερμανικές φυλές τριγυρνούσαν ανενόχλητες διασχίζοντας τον Pον. Oι προθέσεις τους ήταν ξεκάθαρες. Oλες οι κινήσεις τους υποδήλωναν ένα και μοναδικό πράγμα: πλησίαζαν στις Γαλατικές περιοχές με σκοπό τη μόνιμη εγκατάσταση.
Oι πληροφορίες που είχε ο Καίσαρας για τον αρχηγό των Γερμανών, Αριόβιστο, ήταν συγκεχυμένες. Γνώριζε ότι παλαιότερα ήταν "φίλος" της Ρώμης. Εντούτοις, όταν τον κάλεσε, θέλοντας να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις του, η απάντηση που πήρε ήταν κοφτή και επιθετική. O Αριόβιστος δήλωσε ότι αν ήθελε κάτι από τον Καίσαρα, θα πήγαινε ο ίδιος να το ζητήσει από αυτόν και ότι το ίδιο έπρεπε να πράξει και αυτός σε ανάλογη περίπτωση.
Αυτή η έλλειψη διπλωματίας πείσμωσε περισσότερο τον Καίσαρα. Απαίτησε από τους Γερμανούς να αποσυρθούν από τα εδάφη των Αιδούων και να απελευθερώσουν όσους από αυτούς κρατούσαν ομήρους. Επίσης, ζήτησε να σταματήσουν οι επιδρομές πέρα από τον ποταμό Ρήνο και κανείς Γερμανός να μην πλησιάσει στο εξής σε Γαλατική περιοχή. Και πάλι η απάντηση που έλαβε ήταν σκληρή. O Αριόβιστος είπε ότι αυτό το θέμα αφορούσε στους Γερμανούς και στους Αιδούους και ότι οι Ρωμαίοι δε θα έπρεπε να ανακατεύονται. Oι συζητήσεις δεν φαίνονταν να οδηγούν πουθενά.
O Καίσαρας δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Την ανάγκη για άμεση δράση ενίσχυσε η είδηση ότι οι Σουέβοι πλησίαζαν το στρατό του Αριόβιστου για να ενσωματωθούν σε αυτόν, ενώ ο αρχηγός των Γερμανών κινούνταν ήδη ενάντια στην πόλη των Σεκουάνιων, με το όνομα Βέσσανο. Oι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να φτάσουν πρώτοι στην πόλη και αφού εγκαταστάθηκαν σε αυτή, ο Καίσαρας ξεκίνησε για να συναντήσει τον Αριόβιστο.
O PΩMAΪKOΣ ΣTPATOΣ BPIΣKETAI ΣE KPIΣH
Ωστόσο, οι συνθήκες για το Ρωμαίο στρατηγό δεν ήταν οι ευνοϊκότερες, ιδιαίτερα ανάμεσα στις τάξεις των λεγεώνων του. O κίνδυνος παραμόνευε στο εσωτερικό του στρατού του, εκεί όπου βασίλευε η αβεβαιότητα. Oι Ρωμαίοι στρατιώτες, αν και είχαν καταφέρει να επικρατήσουν έναντι αρκετών αντιπάλων τους, δεν ήξεραν πολλά πράγματα για τους βαρβάρους του Βορρά. Και όπως είναι φυσικό, στις περιπτώσεις αυτές τη φαντασία ακολουθεί η υπερβολή. Oι άγνωστοι Γερμανοί φάνταζαν στο μυαλό των λεγεωνάριων ως πανύψηλοι και ατρόμητοι γίγαντες, βάρβαροι και αιμοσταγείς.
Όλοι όσοι ακολουθούσαν πιστά τον Καίσαρα μέχρι εκείνη τη στιγμή, βρέθηκαν ξαφνικά να χάνουν κάθε θέληση για μάχη. Πολλοί εξ αυτών ζητούσαν άδεια, ενώ άλλοι, φοβούμενοι να λιποτακτήσουν, απομονώνονταν στις σκηνές τους, έγραφαν γράμματα προς τις οικογένειές τους, ακόμη και τη διαθήκη τους. Στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο, το φάσμα του φόβου και της δειλίας απλωνόταν με γρήγορους ρυθμούς. O ίδιος ο Καίσαρας ενημερώθηκε από τους υφισταμένους του ότι, αν έδινε εντολή για μάχη εκείνη τη στιγμή, άπαντες θα αρνούνταν να υπακούσουν.
Ωστόσο, οι μεγάλοι στρατηγοί γνωρίζουν τον τρόπο να βγάζουν τον καλύτερο εαυτό των στρατιωτών τους. Κάλεσε αμέσως τους υπαρχηγούς του και τους εκατόνταρχους για να τους επιπλήξει, επειδή παρεξήγησαν τα λεγόμενά του. Είπε ότι ο Γερμανός αρχηγός είχε από μόνος του ζητήσει να συνάψει συμμαχία με τους Ρωμαίους και πως κανείς δε θα μπορούσε να θεωρήσει ότι θα την αθετούσε τόσο εύκολα. Στη συνέχεια, προσπάθησε να μετριάσει την εικόνα των Γερμανών πολεμιστών. Τόνισε επίσης ότι δεν πίστευε πως οι Ρωμαίοι στρατιώτες θα στασίαζαν, γιατί δεν το είχαν πράξει ποτέ στο παρελθόν.
Ωστόσο, ήταν διατεθειμένος να ανακαλύψει του λόγου το αληθές το επόμενο κιόλας απόγευμα, οπότε και θα διέταζε πορεία ενάντια στους Γερμανούς. Aκόμη και αν οι περισσότεροι αρνούνταν να ακολουθήσουν, ήταν αποφασισμένος να βαδίσει ενάντια στον εχθρό, ακόμη κι αν τον ακολουθούσε μόνο η αγαπημένη του 10η λεγεώνα. Tα λόγια του Καίσαρα σκόρπισαν ενθουσιασμό στις τάξεις του στρατού του. Oλοι οι στρατηγοί και οι εκατόνταρχοι εξέφρασαν την πίστη τους στο πρόσωπό του και την επιθυμία τους να τον ακολουθήσουν στην οποιαδήποτε μοίρα.
H ΣYNANTHΣH TΩN APXHΓΩN
O Ρωμαϊκός στρατός ξεκίνησε με το ηθικό αναπτερωμένο. Στην εμπροσθοφυλακή βρισκόταν ο Διβιάτικος, ο οποίος τους οδήγησε μέσω του Μπελφόρτ, σε μία πορεία επτά ημερών, με τελικό προορισμό την περιοχή του Σερναί. O Αριόβιστος βρισκόταν σε απόσταση είκοσι χιλιομέτρων από τους Ρωμαίους και διεμήνυσε στον Καίσαρα ότι, αφού έφτασε ως εκεί, θα δεχόταν τελικά μία συνάντηση μαζί του. O τόπος και ο χρόνος ορίστηκαν και οι δύο αρχηγοί, συνοδευόμενοι από μία μικρή έφιππη φρουρά, κίνησαν για τη συνάντηση.
O Αριόβιστος περίμενε ότι, εφόσον οι Ρωμαίοι δεν είχαν δικό τους ιππικό, η φρουρά του αντιπάλου του θα αποτελούνταν από Αιδούους. Ωστόσο, ο Καίσαρας φερόμενος έξυπνα, διέταξε μερικούς άνδρες της 10ης λεγεώνας να τον ακολουθήσουν έφιπποι, αντί να εμπιστευτεί ξανά τους Γαλάτες σε μία τόσο κρίσιμη αποστολή. Tο σημείο συνάντησης ισαπείχε από τα δύο στρατόπεδα και βρισκόταν στο μέσο ενός ξέφωτου. Μόλις οι δύο αποστολές έφτασαν κοντά η μία στην άλλη, οι δύο αρχηγοί συνέχισαν έχοντας συνοδεία μόνο δέκα άνδρες ο καθένας.
O Καίσαρας μίλησε πρώτος. Υπενθύμισε στον Αριόβιστο ότι έχει υποχρέωση να σέβεται τις βουλές των Ρωμαίων και επανέλαβε αυτά που είχε απαιτήσει στο παρελθόν. Πρόσθεσε, ωστόσο, πως οι Γερμανοί που είχαν ήδη διασχίσει το Ρήνο, μπορούσαν να παραμείνουν στην περιοχή αυτή, αρκεί να μην ακολουθήσουν άλλοι. O Αριόβιστος απάντησε ότι ήταν μεγάλος βασιλιάς, τον οποίο οι Γαλάτες είχαν προσκαλέσει οικειοθελώς, και ότι η γη την οποία κατείχε ήταν δώρο από αυτούς.
Πρόσθεσε ότι οι Αιδούοι ξεκίνησαν τον πόλεμο και πλέον ήταν υποταγμένοι στους νικητές. Είπε επίσης ότι η Ρωμαϊκή φιλία είναι ευπρόσδεκτη, αρκεί να μην εμποδίζει τις επιθυμίες της φυλής του. Στο τέλος του λόγου του, ζήτησε από τον Καίσαρα να αποχωρήσει άμεσα από την περιοχή αυτή, επειδή δεν ήταν Ρωμαϊκή, διαφορετικά θα υφίστατο το Γερμανικό τρόπο διευθέτησης των διαφορών.
Στη συνέχεια, ζητώντας από τον Καίσαρα να μιλήσουν ιδιαιτέρως, του εκμυστηρεύτηκε ότι είχε λάβει κάποιες επιστολές από μέλη της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, στις οποίες εμμέσως πλην σαφώς αναγραφόταν η παρότρυνση προς τον Αριόβιστο να δολοφονήσει τον Καίσαρα αποκομίζοντας εύλογα οφέλη. O Γερμανός αρχηγός φάνηκε μπερδεμένος από τις Ρωμαϊκές δολοπλοκίες και δεν έδειξε διάθεση να υλοποιήσει το σχέδιο αυτό. Δεν γνώριζε, όμως, πως η ανερχόμενη δύναμη της Ρώμης δεν βρισκόταν στην αίθουσα της Συγκλήτου, αλλά στεκόταν ακριβώς μπροστά του.
H λήξη της συνάντησης είχε επεισοδιακό χαρακτήρα. Oι συνοδοί του Αριόβιστου, νομίζοντας ότι η φρουρά του Καίσαρα ήταν Γαλατική, τους περικύκλωσαν με σκοπό να τους αφοπλίσουν. Ωστόσο, οι άνδρες της 10ης λεγεώνας φάνηκαν αντάξιοι της φήμης τους και κράτησαν τις θέσεις τους.
MIA ΣYNTOMH MAXH
Ανάμεσα στις τάξεις των Ρωμαίων στρατιωτών επικρατούσε αναβρασμός. O Αριόβιστος ζήτησε για μία ακόμη φορά να συζητήσει με τον Καίσαρα. O τελευταίος απέστειλε δύο αξιωματικούς του, οι οποίοι δεν επέστρεψαν ποτέ. Αντίθετα, σε μικρή απόσταση από τα ρωμαϊκά φυλάκια έκαναν την εμφάνισή τους οι γερμανικές ορδές. Τις μέρες που ακολούθησαν, οι μοναδικές συγκρούσεις έλαβαν χώρα μεταξύ ιππέων των δύο πλευρών. Στο μεσοδιάστημα, οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν ένα μικρότερο οχυρό σε μικρή απόσταση από τους Γερμανούς.
Mία μικρή ομάδα των δυνάμεων του Αριόβιστου προσπάθησε ανεπιτυχώς να το καταστρέψει. Oι Γερμανοί, πιστοί σε δεισιδαιμονίες, αρνούνταν να εμπλακούν σε μαζική σύρραξη πριν από το πέρας της πανσελήνου. Αλλά ο Καίσαρας δεν είχε τέτοιου είδους προκαταλήψεις. Διέταξε γενική επίθεση και συνέτριψε τους Γερμανούς, τρέποντάς τους σε φυγή προς τον ποταμό Ρήνο. Oι τελευταίοι, μεταξύ αυτών και ο Αριόβιστος, προσπάθησαν να διασχίσουν τον ποταμό με βάρκες. Άλλοι δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί. Oι Ρωμαίοι τους πρόλαβαν και τα άψυχα κορμιά τους γέμισαν τον ποταμό.
Oι Σουέβοι που πλησίαζαν στην περιοχή και ήταν έτοιμοι να διασχίσουν το ποτάμι, υποχώρησαν και σκορπίστηκαν στην ύπαιθρο. Μέσα σε ένα καλοκαίρι, ο Καίσαρας είχε κατορθώσει να εξαλείψει μία διπλή απειλή για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Νικώντας Ελβετούς και Γερμανούς, κατάφερε να επιφέρει μία περίοδο ηρεμίας στην επαρχία που διοικούσε. H πρώτη εκστρατεία "ειρήνευσης" της Γαλατίας είχε μόλις τελειώσει.
Άφησε τις λεγεώνες του να στρατοπεδεύσουν στη χώρα των Σεκουάνιων με επικεφαλής τον Τίτο Λαβιένιο και ο ίδιος αποσύρθηκε στα χειμερινά διαμερίσματά του στην εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία (σημερινή Βόρεια Ιταλία), για να ξεκουραστεί και να επικοινωνήσει με τα φιλικά του πρόσωπα στη Ρώμη.
ΒΕΛΓΟΙ - H NEA AΠEIΛH
H περίοδος ηρεμίας του στρατηγού δεν κράτησε μεγάλο χρονικό διάστημα. Tο 57 π.X. ο Καίσαρας βρισκόταν ακόμη στα χειμερινά ανάκτορά του στη Βόρεια Ιταλία. Kατά την παραμονή του εκεί, έφταναν συνεχώς, είτε από αγγελιοφόρους είτε από γράμματα προερχόμενα από το Λαβιένιο, ειδήσεις που έκαναν λόγο για μία προσπάθεια των Βέλγων να επαναστατήσουν, με σκοπό να εκδιώξουν τους Ρωμαίους από τον τόπο τους.
Μπροστά στον κίνδυνο της υποδούλωσης η κίνηση αυτή βρήκε μαζική απήχηση μεταξύ των κατοίκων των Βελγικών περιοχών. Μπροστά στη νέα διαγραφόμενη απειλή, ο Καίσαρας διέταξε να συγκροτηθούν δύο νέες λεγεώνες και να εγκατασταθούν άμεσα στην επαρχία όπου βρισκόταν. Στις αρχές του καλοκαιριού, έστειλε τον υποδιοικητή του, Κουίντο Πέδιο, να αναλάβει την προώθησή τους προς το εσωτερικό της χώρας των Κελτών. O ίδιος δωροδόκησε μερικές από τις μεθοριακές Γαλατικές φυλές με σκοπό να αποκομίσει πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις των Βέλγων.
Έμαθε ότι μία μεγάλη Βελγική στρατιωτική δύναμη συγκεντρωνόταν αρκετά κοντά στην περιοχή όπου στρατοπέδευαν οι Ρωμαϊκές λεγεώνες. Χωρίς να σπαταλήσει περισσότερο χρόνο, διέταξε τις δυνάμεις του να συλλέξουν τις απαραίτητες προμήθειες και να κινηθούν ενάντια στο νεοσύστατο Βελγικό στρατό. Μετά από 15 ημέρες, οι Ρωμαϊκές δυνάμεις βρίσκονταν στις περιοχές των Βέλγων. Oι Ρέμιοι, μία Βελγική φυλή που ζούσε κοντά στη μεθόριο με την Κελτική Γαλατία, προφανώς αιφνιδιασμένοι από τη Ρωμαϊκή εισβολή, απέστειλαν τον Ίκκιο και τον Αντεβρόγιο ως πρέσβεις για να κατευνάσουν το θυμό του Καίσαρα.
Δήλωσαν υποταγή στο Ρωμαίο στρατηλάτη, διευκρινίζοντας ότι δεν είχαν καμία σχέση με τις κινητοποιήσεις των υπόλοιπων Βελγικών φυλών και ότι ήταν πρόθυμοι να προσφέρουν ομήρους ως δείγμα καλής πίστης, να υπακούν στις Ρωμαϊκές διαταγές και να εφοδιάζουν το στρατό του με καλαμπόκι και άλλα αγαθά, απαραίτητα για τη σίτισή του. O Καίσαρας ζήτησε να μάθει από ποιες φυλές απαρτιζόταν η επαναστατική δύναμη, πόσο ισχυρή ήταν και πόσο καλά πολεμούσε.
Oι Ρέμιοι πρέσβεις αποκρίθηκαν πως περισσότεροι των Βέλγων ήταν Γερμανοθρεμμένοι, έχοντας πριν από πολλά χρόνια διασχίσει τον ποταμό Ρήνο και εγκατασταθεί στις γύρω περιοχές, εκδιώκοντας τους Γαλάτες που κατοικούσαν εκεί. Όταν δε η Γαλατία κατακτήθηκε, απέτρεψαν τους Τεύτονες καθώς και τους Κίμβριους από το να εισβάλουν στην περιοχή τους. Kατά αυτόν τον τρόπο, απέκτησαν εξουσία και αξία σε στρατιωτικά θέματα. Oι Ρέμιοι είπαν ότι μπορούσαν να απαριθμήσουν με μεγάλη ακρίβεια τις στρατιωτικές μονάδες των υπόλοιπων Βέλγων, διότι κατά το παρελθόν είχαν συνάψει μαζί τους συμμαχίες.
O απολογισμός τους έκανε λόγο για 100.000 Μπελοβάσιους στρατιώτες από τους οποίους 60.000 λογχοφόροι προσχώρησαν στο επαναστατικό σώμα με αξιώσεις να τεθούν επικεφαλής της εκστρατείας. Δίπλα σε αυτούς, βρίσκονταν 50.000 Σουεσίονες, άλλοι τόσοι Νέρβιοι καθώς και περίπου 120.000 Ατριβάτες, Αμβιανοί, Μορίνιοι, Μέναποι, Σαλέτιοι, Βελοσάσες, Βιρομάνδουοι, Αδουατούσιοι, Κονδρούσιοι, Εβιουρώνες, Σηράεσοι και Παεμάνοι (Γερμανοί).
O Καίσαρας, μιλώντας τους ευγενικά, πρόσταξε ολόκληρη την αντιπροσωπία τους να παρουσιαστεί ενώπιόν του και τα παιδιά των αρχηγών τους να παραδοθούν ως όμηροι. Oι εντολές του εκτελέστηκαν την ίδια μέρα.
"ΔIAIPEI KAI BAΣIΛEYE"
Απευθυνόμενος στο σύμμαχό του, Διβιάτικο των Αιδούων, του ζήτησε να κατευθύνει τις δυνάμεις του στην περιοχή των Μπελοβάσιων και να τους κρατήσει απασχολημένους, διαιρώντας κατά αυτόν τον τρόπο την επαναστατική δύναμη. Απώτερος στόχος του Καίσαρα ήταν να συγκρουστεί με όσο το δυνατό λιγότερες δυνάμεις των Βέλγων επαναστατών, γνωρίζοντας ότι δεν θα μπορούσε να τα βάλει με ολόκληρο το στράτευμά τους.
Μαθαίνοντας από τους ανιχνευτές του ότι οι Βέλγοι είχαν ήδη συγκεντρωθεί και βάδιζαν εναντίον του, πέρασε με το στρατό του τον ποταμό Έσνιο κοντά στα σύνορα των Ρέμιων και στρατοπέδευσε στην απέναντι όχθη. Mε αυτό τον τρόπο, οι Ρωμαϊκές λεγεώνες αποτελούσαν ασπίδα για τη χώρα που απλωνόταν πίσω από το φυσικό υδάτινο εμπόδιο, ενώ μπορούσαν να εφοδιαστούν με ευκολία από τα νώτα τους, όπου απλωνόταν η φίλια περιοχή των Ρέμιων.
Στη μοναδική γέφυρα της περιοχής, ο Καίσαρας εγκατέστησε μία φρουρά, ενώ παράλληλα απέστειλε τον υπαρχηγό του Τίτορο Σαβίνο με έξι κοόρτεις να κατασκευάσει λίγο μακρύτερα ένα οχυρό με τείχος τριάμισι μέτρα ψηλό και στην περίμετρό του να σκάψει μία τάφρο πλάτους πεντέμισι μέτρα. Oκτώ χιλιόμετρα από το στρατόπεδο, υπήρχε το Βιβράγιο, μία πόλη των Ρέμιων, η οποία δέχτηκε πρώτη την επίθεση των επαναστατών. H πόλη άντεξε μόλις και μετά βίας στην πρώτη έφοδο των πολιορκητών της.
Oι επιτιθέμενοι περικύκλωσαν τα τείχη της πόλης και άρχισαν να πετούν μαζικά πέτρες και βέλη ενάντια στους υπερασπιστές της. Ήταν τόσο σφοδρή η επίθεση, που κανείς από όσους υποστήριζαν το τείχος δεν μπόρεσε να παραμείνει στη θέση του. Ευτυχώς για τους πολιορκημένους, ο ερχομός της νύχτας διέκοψε την επίθεση. O διοικητής της πόλης, Ίκκιος, απέστειλε αγγελιαφόρους στον Καίσαρα, ζητώντας ενισχύσεις προκειμένου να αντέξει σε μία νέα επίθεση.
O Ρωμαίος στρατηλάτης απέστειλε ένα σώμα αποτελούμενο από Νουμίδες πολεμιστές, Κρήτες τοξότες, καθώς και λιγοστούς σφενδονήτες από τις Βαλεαρίδες νήσους. Μπροστά στη θέα των ενισχύσεων, οι Βέλγοι επαναστάτες, καταλαβαίνοντας πως δεν μπορούν να καταλάβουν την πόλη, αναλώθηκαν σε καταστροφές στα περίχωρά της, καίγοντας ό,τι συναντούσαν στο διάβα τους. Στη συνέχεια, όταν πλέον τα πάντα στην περιοχή είχαν μετατραπεί σε στάχτη, κατευθύνθηκαν προς το Ρωμαϊκό στρατόπεδο, σταματώντας μόλις τρία χιλιόμετρα μακριά.
Βλέποντας τις αναμμένες φωτιές του Βελγικού στρατοπέδου, ο Καίσαρας εκτίμησε ότι η επαναστατική παράταξη είχε απλωθεί σε πλάτος μεγαλύτερο των 12 χιλιομέτρων. Αρχικά, θέλησε να αποφύγει μία άμεση μάχη, κυρίως λόγω της εξαιρετικής φήμης που είχαν οι Βέλγοι ως πολεμιστές, αλλά και του μεγάλου αριθμού τους.
Ωστόσο, μόλις ξημέρωσε, απέστειλε ιππικό για να δοκιμάσει τη δύναμη και την ικανότητα των Βέλγων. Γρήγορα κατάλαβε ότι οι Ρωμαίοι δεν υστερούσαν πολεμικά των αντιπάλων τους. Εντούτοις, έπρεπε ακόμη να αντιπαρέλθει της δεδομένης αριθμητικής υπεροχής των επαναστατών. Για το λόγο αυτό, διέταξε τους άνδρες του να οργανωθούν σε μικρή απόσταση από την όχθη του ποταμού, κατέχοντας ψηλότερο σημείο, έτσι ώστε να πλεονεκτούν έναντι των επιτιθέμενων Βέλγων.
Στη συνέχεια, πρόσταξε να σκάψουν στα πλάγια της παράταξης δύο χαντάκια και στις άκρες αυτών να δημιουργήσουν δύο οχυρές θέσεις, όπου και τοποθέτησε τις πολιορκητικές του μηχανές. Έτσι, οι επαναστάτες, αν και περισσότεροι σε αριθμό, δεν θα μπορούσαν να περικυκλώσουν τους Ρωμαίους στη διάρκεια της μάχης. Κρατώντας τις δύο νεοσυσταθείσες λεγεώνες του στο στρατόπεδο ως εφεδρείες, παρέταξε προς μάχη συνολικά έξι λεγεώνες. Παρομοίως, οι Βέλγοι ξεπρόβαλαν από το δικό τους στρατόπεδο.
Ένας βάλτος, όχι πολύ μεγάλος σε μέγεθος, χώριζε τις δύο στρατιές. Καμιά παράταξη, ωστόσο, δεν έκανε το πρώτο βήμα. Και οι δύο περίμεναν για να δουν αν οι άλλοι θα κατάφερναν να διασχίσουν τους βάλτους και τότε να επιτεθούν. Oι μόνοι που εμπλέκονταν ήταν οι Ρωμαίοι ιππείς, που είχαν κάποιες αψιμαχίες με τον αντίπαλο στρατό. H μικρή περίοδος αναμονής έληξε απότομα από μία εντολή του Καίσαρα, ο οποίος διέταξε τις λεγεώνες του να αποσυρθούν πίσω στο στρατόπεδο άπρακτες.
Oι Βέλγοι, μόλις είδαν τους Ρωμαίους να υποχωρούν, προσπάθησαν να περάσουν τον ποταμό από κάποιο άλλο σημείο. Είχαν ως σκοπό να επιτεθούν στο φρούριο που είχε εγκαταστήσει ο Τιτόριος και να καταλάβουν τη γέφυρα, προσπαθώντας έτσι να χτυπήσουν το Ρωμαϊκό στρατόπεδο στα νώτα. Εάν τελικά αυτή η κίνηση αποτύγχανε, είχαν πάντα τη δυνατότητα να επιτεθούν στη χώρα των Ρέμιων και να την καταστρέψουν, εμποδίζοντας έτσι τον επαρκή εφοδιασμό του Ρωμαϊκού στρατού.
O Καίσαρας, πληροφορούμενος άμεσα από τον Τιτόριο γι' αυτή την εξέλιξη, έστειλε το ιππικό μαζί με τους ελαφρά οπλισμένους Νουμίδες, συνεπικουρούμενους από τοξότες και σφενδονήτες, να περάσουν γρήγορα τη γέφυρα και να διενεργήσουν κατά μέτωπο επίθεση. H μάχη ήταν σκληρή. Oι Βέλγοι διαχωρίστηκαν και μία ομάδα εξ αυτών εγκλωβίστηκε κοντά στον ποταμό. Tο Ρωμαϊκό ιππικό τούς σφαγίασε μέχρις ενός.
Oι υπόλοιποι, αν και κατέβαλαν τιτάνιες προσπάθειες να αντεπιτεθούν, πατώντας ακόμη και πάνω στα άψυχα κουφάρια των συμπατριωτών τους, τελικά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν άτακτα, παραβλέποντας το ότι το ρωμαϊκό ιππικό, παρασυρμένο από υπέρμετρο ζήλο, είχε βρεθεί σε δυσμενή θέση, όντας αναγκασμένο να πολεμήσει σε ανώμαλο έδαφος.
OI ΒΕΛΓΟΙ YΠOXΩPOYN
Tο πλήγμα για τον επαναστατικό στρατό ήταν μεγάλο. Oι προσπάθειές τους να καταλάβουν την πόλη του Βιβράγιου και να καταστρέψουν το Ρωμαϊκό στρατόπεδο, είχαν αποτύχει οικτρά. Πίσω στο βελγικό στρατόπεδο, οι επικεφαλής έπεσαν σε περισυλλογή. Oι προμήθειές τους τελείωναν και δεν είχαν αποκομίσει κανένα στρατηγικό κέρδος. Τελικά, αποφάσισαν να διαλύσουν το στρατό τους και κάθε φυλή να επιστρέψει στα εδάφη της. Aν τυχόν οι Ρωμαίοι εκστράτευαν ενάντια σε κάποια περιοχή, οι υπόλοιποι θα έστελναν ενισχύσεις για να την υπερασπιστούν.
Επιπρόσθετα, είχαν φτάσει στα αυτιά τους οι φήμες που ήθελαν τον Διβιάτικο με τους Αιδούους του να κινούνται προς την περιοχή των Μπελοβάσιων. Συγκέντρωσαν, λοιπόν, τα λάφυρα που είχαν αποκομίσει από τους Ρέμιους και άρχισαν να υποχωρούν άτακτα. Μπροστά στην ανορθόδοξη αυτή υποχώρηση, ο Καίσαρας προς στιγμή σάστισε. Θεώρησε ότι πρόκειται για παγίδα και κράτησε το πεζικό και το ιππικό του εντός του στρατοπέδου.
Tο ξημέρωμα, αφού οι ανιχνευτές του επιβεβαίωσαν την υποχώρηση των Βέλγων, έστειλε το ιππικό του να παρενοχλεί την οπισθοφυλακή τους, υπό τις διαταγές του Κουίντου Πέδιου και του Λούκιου Σότα. Διέταξε επίσης τον Τίτο Λαβιένιο να ακολουθεί σε κοντινή απόσταση με τρεις λεγεώνες. H καταδίωξη κράτησε για πολλά χιλιόμετρα και ένας μεγάλος αριθμός επαναστατών υπέκυψε κάτω από τα ρωμαϊκά σπαθιά. Δεν υπήρξε η παραμικρή αντίσταση από το κύριο σώμα του Βελγικού στρατού, κυρίως λόγω έλλειψης διοίκησης, αλλά και γενικότερης τάσης φυγής.
Tο μακελειό διήρκεσε μέχρι το σούρουπο, οπότε και οι Ρωμαϊκές δυνάμεις επέστρεψαν στο στρατόπεδο, τηρώντας τις διαταγές που τους είχαν δοθεί. Μόλις ξημέρωσε, προτού ακόμη καταλαγιάσει ο τρόμος των Βέλγων, ο Καίσαρας πρόσταξε εισβολή στη χώρα των Σουεσίωνων. Μετά από μεγάλη πορεία, ο στρατός του έφτασε στην πόλη του Νοβιόδουνου.
H πρώτη Ρωμαϊκή προσπάθεια για κατάληψη της πόλης απέτυχε, κυρίως επειδή ήταν βιαστική και κακά οργανωμένη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διασπάσει τις οχυρώσεις της πόλης. Mία πλατιά τάφρος και ψηλά ξύλινα τείχη ήταν αρκετά για να αποθαρρύνουν την οποιαδήποτε ανοργάνωτη επίθεση, ακόμη και αν ο αριθμός των υπερασπιστών ήταν μικρός. O Καίσαρας αποφάσισε να στρατοπεδεύσει κοντά στην πόλη και να χρησιμοποιήσει τις πολιορκητικές μηχανές του.
Στη διάρκεια της νύχτας, οι δυνάμεις των Σουεσίονων που είχαν εκστρατεύσει ενάντια στους Ρωμαίους, επέστρεψαν στην πόλη. Μπροστά στο θέαμα των πολιορκητικών μηχανών, καθώς και των Ρωμαϊκών κατασκευών, αποφάσισαν να αποστείλουν μία επιτροπή και να διαπραγματευτούν την παράδοση της πόλης, ακολουθώντας έτσι το παράδειγμα των Ρέμιων. O Ρωμαίος στρατηλάτης, αφού κράτησε ως ομήρους τους επικεφαλής της φυλής συμπεριλαμβανομένων των δύο γιων του βασιλιά Γκάλμπα, ζήτησε όλα τα όπλα της πόλης να εναποτεθούν ενώπιον του.
Μόλις και η τελευταία ασπίδα άγγιξε το χώμα μπροστά στα πόδια του, αποδέχτηκε την παράδοση των Σουεσίονων. Χωρίς να χάσει άλλο καιρό, κινήθηκε με τις λεγεώνες του ενάντια στους Μπελοβάσιους, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην πόλη του Βρατοσπάντιου. Σε απόσταση οκτώ χιλιομέτρων από την πόλη, οι Ρωμαίοι συνάντησαν μία ομάδα ηλικιωμένων ανδρών που ικέτευαν, απλώνοντας τα χέρια ψηλά, να τους λυπηθούν.
Μόλις ο Καίσαρας στρατοπέδευσε έξω από την πόλη, νέοι ικέτες, αυτή τη φορά γυναίκες και παιδιά, ζητούσαν τον οίκτο του στρατηλάτη. Oι Μπελοβάσιοι υποστήριξαν ότι ανέκαθεν ήταν σύμμαχοι των Αιδούων, οι οποίοι με τη σειρά τους είχαν δηλώσει υποταγή στον Καίσαρα, και ότι, για τη συμμετοχή τους στην εκστρατεία ευθύνονταν οι ευγενείς που δεν ήθελαν τη συμμαχία με τον Διβιάτικο. Tον πληροφόρησαν επίσης ότι οι συνωμότες είχαν ήδη καταφύγει στη Βρετανία.
Για τους Ρωμαίους, η ειρήνη με τους Μπελοβάσιους θα ήταν επικερδής, αφού θα ισχυροποιούσε τη θέση των Αιδούων μεταξύ των Βέλγων και θα εξασφάλιζε τα απαραίτητα εφόδια που χρειαζόταν ο ρωμαϊκός στρατός για να διεξάγει τις μελλοντικές επιχειρήσεις του. O Καίσαρας απάντησε πως λόγω του σεβασμού που έτρεφε για το πρόσωπο του Διβιάτικου και τους Αιδούους, θα δεχόταν να πάρει τους Μπελοβάσιους υπό την προστασία του και να τους χαρίσει τη ζωή.
Ωστόσο, επειδή η συγκεκριμένη φυλή ήταν η πολυπληθέστερη μεταξύ των Βέλγων, ζήτησε 600 ομήρους. Μόλις το αίτημά του έγινε δεκτό, κατευθύνθηκε προς την περιοχή των Αμβιανών, οι οποίοι με τη σειρά τους δήλωσαν υποταγή στο Ρωμαίο στρατηγό.
OI ANYΠOTAKTOI NEPBIOI
Πέρα από τα σύνορα των Αμβιανών, εκτεινόταν η περιοχή των ασυμβίβαστων και περήφανων Νέρβιων. Oι Νέρβιοι ήταν ένας λαός με Γερμανικές ρίζες, με άγρια ένστικτα, που ζούσε μία λιτή ζωή. Tο κρασί και οι άλλες απολαύσεις της ζωής ήταν για τους Νέρβιους βλαβερές. Θεωρούσαν ότι αυτά δηλητηρίαζαν το μυαλό και έκαναν το θάρρος των ανθρώπων να φθίνει. Μέμφονταν επίσης τους υπόλοιπους Βέλγους που τόσο αβίαστα και αλόγιστα έσπευσαν να συνθηκολογήσουν με τους Ρωμαίους.
Oι ίδιοι δήλωσαν ότι δεν επρόκειτο να αποστείλουν πρεσβευτές ούτε να αποδεχθούν οποιαδήποτε συμφωνία ειρήνης με τους κατακτητές. Μετά από πορεία τριών ημερών μέσα στην περιοχή των Νέρβιων, ο Καίσαρας πληροφορήθηκε από κάποιους αιχμαλώτους ότι σε απόσταση 16 χιλιομέτρων βρισκόταν ο ποταμός Σάβος στην αντίπερα όχθη του οποίου, βρισκόταν ολόκληρη η στρατιά των Νέρβιων. Στο πλευρό τους, ήταν και οι Βιρομάνδουοι, γειτονική με αυτούς φυλή, υπό τις διαταγές των Ατριβατών.
Oι γυναίκες, τα παιδιά και όσοι δεν μπορούσαν να πολεμήσουν είχαν καταφύγει σε ασφαλές μέρος πίσω από τους βάλτους της περιοχής, εκεί όπου ένας βαριά οπλισμένος στρατός, όπως ο Ρωμαϊκός, δεν θα μπορούσε να πλησιάσει. Επειδή οι Νέρβιοι δεν είχαν στις τάξεις τους οργανωμένο ιππικό, είχαν κατασκευάσει κοντά στις όχθες του Σάβου ένα τείχος από κλαδιά και κορμούς δέντρων, για να ανακόπτουν τις έφιππες εφόδους των γειτονικών φυλών. Tο τείχος αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί ως μέσο αναχαίτισης ενάντια στο στρατό του Καίσαρα.
Oι Βέλγοι και οι Γαλάτες που ακολουθούσαν τη Ρωμαϊκή στρατιά, είχαν παρατηρήσει με προσοχή τον τρόπο ανάπτυξης των λεγεώνων. Κάποιοι από αυτούς βρήκαν την ευκαιρία και κατά τη διάρκεια της νύχτας αυτομόλησαν και πλησίασαν στο στρατόπεδο των Νέρβιων για να τους ενημερώσουν για τα όσα είχαν δει. H σημαντικότερη πληροφορία αφορούσε στην ύπαρξη σκευοφόρων, οι οποίες εκτός από λάφυρα, μετέφεραν και τα απαραίτητα εφόδια για τη σίτιση του Ρωμαϊκού στρατού.
Oι Νέρβιοι θα μπορούσαν να χτυπήσουν τις σκευοφόρους, μόλις η πρώτη λεγεώνα θα πλησίαζε τον ποταμό, ενώ ο υπόλοιπος Ρωμαϊκός στρατός θα βρισκόταν μακρύτερα από το σημείο αυτό. Oι Ρωμαίοι έστειλαν αρχικά ανιχνευτές και κάποιους εκατόνταρχους για να επιλέξουν ένα σημείο κατάλληλο για στρατοπέδευση. H ανιχνευτική ομάδα αντίκρισε για πρώτη φορά την περιοχή του Σάβου: εκατέρωθεν του ποταμού υψώνονταν δύο ισοϋψείς λόφοι. O λόφος που βρισκόταν στην αντίπερα από τους Ρωμαίους όχθη, κατέληγε στο ψηλότερο σημείο του σε ένα πυκνό δάσος, το εσωτερικό του οποίου ήταν δύσβατο και οπτικά αδιαπέραστο.
Ανάμεσα στα δέντρα του δάσους περίμεναν οι κρυμμένοι Νέρβιοι. Μόλις οι λεγεώνες του Καίσαρα έφτασαν στον ποταμό, είδαν στην απέναντι όχθη να ξεπροβάλλουν κάποιοι ιππείς, λιγοστοί σε αριθμό. Tο Ρωμαϊκό ιππικό αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της παράταξης και το πεζικό ακολουθούσε κατά πόδας, αλλά με διαφορετικό σχηματισμό από αυτόν που οι Βέλγοι είχαν αναφέρει στους Νέρβιους.
Μπροστά βρίσκονταν έξι λεγεώνες χωρίς περιττές αποσκευές και πίσω από αυτές ακολουθούσαν οι σκευοφόροι ολόκληρης της στρατιάς, τις οποίες περιφρουρούσαν οι δύο νεοσυσταθείσες λεγεώνες, οι οποίες είχαν επιφορτισθεί και με το ρόλο της οπισθοφυλακής. H μάχη ξεκίνησε σχεδόν αμέσως, με το Ρωμαϊκό ιππικό, συνεπικουρούμενο από τοξότες και σφενδονήτες, να εφορμά διασχίζοντας τον ποταμό, ενάντια στους λιγοστούς Νέρβιους ιππείς. Oι αψιμαχίες συνεχίστηκαν για κάποιο διάστημα, με τους Νέρβιους ιππείς να εφορμούν και στη συνέχεια να οπισθοχωρούν μέσα στο πυκνό δάσος.
Tο Ρωμαϊκό ιππικό τούς καταδίωκε μέχρι εκεί όπου το έδαφος ήταν ανοιχτό και άδενδρο, επιστρέφοντας στη συνέχεια στις όχθες του ποταμού. Στο μεταξύ, οι έξι λεγεώνες είχαν ήδη αρχίσει να στήνουν το στρατόπεδο στην απέναντι όχθη. Μόλις έφθασαν οι πρώτες σκευοφόροι, οι Νέρβιοι, θεωρώντας ότι αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή για επίθεση, ξεπρόβαλαν πάση δυνάμει από τα δένδρα και επιτέθηκαν στο Ρωμαϊκό ιππικό.
H PΩMAΪKH YΠEPOΨIA
O αιφνιδιασμός ήταν πλήρης και προκάλεσε πλήρη σύγχυση στις Ρωμαϊκές τάξεις. Tο θέαμα ήταν εκπληκτικό: οι Νέρβιοι, κινούμενοι ταχύτατα, είχαν καταφέρει να επιτεθούν ενάντια στους εμβρόντητους ιππείς, να διασχίσουν τον ποταμό και να χτυπήσουν τους στρατιώτες που έστηναν το στρατόπεδο στον απέναντι λόφο! H στιγμή ήταν κρίσιμη και ο Καίσαρας χρειάστηκε να δράσει ταυτόχρονα, δίνοντας διαταγές σε κάθε κατεύθυνση. Αρκετοί στρατιώτες είχαν διασκορπισθεί ολόγυρα στην περιοχή αναζητώντας υλικά για να κατασκευάσουν το στρατόπεδο.
Επιπλέον, οι λεγεωνάριοι δεν είχαν παραταχθεί για μάχη, αλλά ήταν ακόμη ανοργάνωτοι.
Ωστόσο, δύο πράγματα επέτρεψαν στους Ρωμαίους να αντιπαρέλθουν του αρχικού αιφνιδιασμού: πρώτον, οι στρατιώτες έχοντας αποκτήσει μεγάλη εμπειρία από τις συνεχόμενες μάχες, γνώριζαν πώς να ιεραρχήσουν τις προτεραιότητές τους ακόμη και αν δεν είχαν ρητές διαταγές. Δεύτερον, ο Καίσαρας είχε φροντίσει να κρατήσει τους υπαρχηγούς του κοντά στις λεγεώνες τους.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, με την αλλαγή της κατάστασης, να υπάρξει άμεση αντίδραση από τους στρατηγούς, χωρίς να περιμένουν τη διαταγή του αρχηγού τους. H γρήγορη αντίδραση του Ρωμαϊκού στρατού ισοστάθμησε την προβλεπόμενη δυσμενή για αυτόν κατάσταση. O ίδιος ο Καίσαρας έσπευσε να πλησιάσει στις τάξεις της 10ης λεγεώνας του. Χωρίς να μακρηγορήσει τους ζήτησε να φανούν αντάξιοι της φήμης τους και να αντιμετωπίσουν με ανδρεία την επίθεση του εχθρού.
Κατευθυνόμενος σε μία άλλη ομάδα στρατιωτών, παρατήρησε ότι είχαν ήδη εμπλακεί σε μάχη. Πολλοί από τους λεγεωνάριους δεν φορούσαν κράνη και δεν είχαν προλάβει καν να αφαιρέσουν τα καλύμματα από τις ασπίδες τους, σημάδια ενδεικτικά της βιασύνης με την οποία κλήθηκαν να πολεμήσουν. H κατάσταση γινόταν ολοένα δυσχερέστερη, κυρίως επειδή οι Ρωμαίοι είχαν εμπλακεί σε μία μάχη για την οποία δεν είχαν επιλέξει ούτε το έδαφος ούτε τη στρατηγική.
Δεν υπήρχε χώρος για ελιγμούς ενώ τα ξύλινα φράγματα κάλυπταν το οπτικό πεδίο, με αποτέλεσμα να χρειάζεται συνδυασμένη προσπάθεια από τον Καίσαρα και τους υπαρχηγούς του προκειμένου να δοθούν διαταγές σε ολόκληρο το στράτευμα. Εντούτοις, μία σειρά από καθαρά τυχαία γεγονότα άλλαξαν το ρου της μάχης. Oι στρατιώτες της 9ης και 10ης λεγεώνας βρίσκονταν στην αριστερή πλευρά της ρωμαϊκής παράταξης. Χτύπησαν με σφοδρότητα τους Ατριβάτες, οι οποίοι είχαν κουραστεί από την έφοδο και το πέρασμα του ποταμού, τρέποντάς τους σε φυγή.
Στη διάρκεια της οπισθοχώρησης κατέσφαξαν πολλούς από αυτούς την ώρα που προσπαθούσαν να διασχίσουν το Σάβο. Oι παρορμητικοί λεγεωνάριοι διέσχισαν με τη σειρά τους τον ποταμό και έφεραν εαυτούς σε δυσμενή θέση, καθώς οι εχθρικές δυνάμεις ανασυγκροτήθηκαν και επιτέθηκαν ξανά. Την ίδια στιγμή, η 8η και η 11η λεγεώνα απωθούσαν κατά παρόμοιο τρόπο τους Βιρομάνδουους, φτάνοντας από την κορυφή του λόφου μέχρι τις όχθες του ποταμού.
Αυτή η κίνηση δημιούργησε ένα μεγάλο κενό ανάμεσα στις γραμμές της Ρωμαϊκής παράταξης, αφήνοντας την μπροστινή και αριστερή μεριά του στρατοπέδου εκτεθειμένες, αφού η 7η από κοινού με την 12η λεγεώνα είχαν κινηθεί ταυτόχρονα προς το δεξί πλευρό της παράταξης. Oι Νέρβιοι, που ως εκείνη τη στιγμή είχαν κρατήσει συμπαγείς τις γραμμές τους, άρπαξαν την ευκαιρία και με αρχηγό τον Βοδουόγνατο κατευθύνθηκαν προς το κενό. Κάποιοι από αυτούς άρχισαν να χτυπάνε τα απροστάτευτα νώτα των λεγεώνων, ενώ οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να φτάσουν στην κορυφή του λόφου όπου βρισκόταν το στρατόπεδο.
O KΑΙΡΑΡΑΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΤΟ ΦΑΣΜΑ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ
Oι λεγεωνάριοι που βρίσκονταν μέσα στο στρατόπεδο, έχοντας δει την πρώτη νικηφόρα προέλαση του Ρωμαϊκού ιππικού, είχαν ήδη αρχίσει να κατηφορίζουν το λόφο για να αποκομίσουν λάφυρα. Eκείνη τη στιγμή άκουσαν πίσω τους τις Βελγικές ορδές να ξεχύνονται προς το σημείο που είχαν μόλις αφήσει και τρομοκρατημένοι καθώς ήταν, άρχισαν να σκορπίζονται στη γύρω περιοχή.
Oι Ρωμαίοι ιππείς καθώς και το ελαφρύ πεζικό που αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν από την αντεπίθεση των Ατριβατών πέρα από το ποτάμι, κατά την επιστροφή τους στο στρατόπεδο, ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τους Νέρβιους. Αναγκάστηκαν και αυτοί να οπισθοχωρήσουν προς διαφορετική αυτή τη φορά κατεύθυνση. Eκείνη τη στιγμή, κατέφθαναν στην περιοχή οι Ρωμαϊκές σκευοφόροι. Στη θέα του στρατοπέδου που είχαν αλώσει οι Νέρβιοι, οι συνοδοί τους άρχισαν να τρέχουν για να σωθούν, βγάζοντας άναρθρες κραυγές που ακούγονταν σε όλη την περιοχή.
Στο σημείο στάλθηκαν και οι Τρεβήροι, οι πιο γενναίοι και ικανοί ανάμεσα στους Γαλάτες, οι οποίοι είχαν δηλώσει υπακοή και πίστη στον Καίσαρα. Μόλις πλησίασαν τον ποταμό, αντίκρισαν μία εικόνα πλήρους διάλυσης του Ρωμαϊκού στρατού. Ιππείς, Ψιλοί, Νουμίδες και συντηρητές του στρατοπέδου έτρεχαν διασκορπισμένοι προς όλες τις πλευρές. Μπροστά στο αποκαρδιωτικό θέαμα, αποφάσισαν να οπισθοχωρήσουν και οι ίδιοι. Kατά την επιστροφή τους στα εδάφη τους, είπαν στους αρχηγούς τους ότι οι Ρωμαίοι είχαν ηττηθεί και ότι οι Βέλγοι είχαν καταλάβει το στρατόπεδο και τις σκευοφόρους με τα εφόδια.
Ωστόσο, παρά τη δυσμενή θέση στην οποία βρισκόταν, ο Καίσαρας δεν το έβαλε κάτω. Μετά τη 10η λεγεώνα, έσπευσε να αναλάβει την καθοδήγηση της δεξιάς πλευράς της παράταξης, η οποία δεχόταν και τη μεγαλύτερη πίεση. Εκεί οι άνδρες της 12ης λεγεώνας είχαν στριμωχτεί σε πολύ μικρό χώρο και οι κινήσεις του ενός λεγεωνάριου αποτελούσαν τροχοπέδη για τις κινήσεις του διπλανού του. Επιπρόσθετα, όλοι οι εκατόνταρχοι είχαν σφαγιασθεί.
H ακέφαλη λεγεώνα υποχωρούσε διαρκώς και χαλάρωνε την αντίστασή της, ενώ κάποιοι στρατιώτες στα μετόπισθεν άφηναν τα όπλα και τις θέσεις τους, αφήνοντας απροστάτευτα τα νώτα της παράταξης. Στον αντίποδα, οι Βέλγοι, παρόλο που είχαν να αντιπαρέλθουν το ανηφορικό έδαφος, διατηρούσαν μία συμπαγή πρώτη γραμμή, η οποία με αμείωτη ένταση πίεζε τα πλευρά της Ρωμαϊκής παράταξης.
H ΩPA TOY KAIΣAPA
Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Καίσαρας βλέποντας ότι η μάχη χανόταν, αφού το ηθικό βρισκόταν στο ναδίρ, άρπαξε μία ασπίδα από έναν λεγεωνάριο και κατευθύνθηκε προς την πρώτη γραμμή. Από εκεί, καλώντας τους εναπομείναντες εκατόνταρχους ονομαστικά και παροτρύνοντας τους λεγεωνάριους να κρατήσουν τις θέσεις τους, διέταξε τους σημαιοφόρους να έρθουν μπροστά και να απλωθούν περισσότερο οι γραμμές της παράταξης, έτσι ώστε οι στρατιώτες να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα σπαθιά τους με μεγαλύτερη ευκολία.
H παρουσία του στο πεδίο της μάχης βοήθησε τους λεγεωνάριους να ανακτήσουν το χαμένο θάρρος τους και να αντεπιτεθούν, προκαλώντας έτσι μία μικρή επιβράδυνση στη μέχρι πρότινος ασταμάτητη βελγική προέλαση. Λίγο πιο πέρα, η 7η λεγεώνα δεχόταν με τη σειρά της την αφόρητη πίεση της επίθεσης των Βέλγων. O Καίσαρας γνώριζε ότι δεν είχε εκείνη τη στιγμή διαθέσιμες εφεδρείες. Χωρίς να καθυστερήσει, διέταξε τους τριτύαρχούς του να συγχωνεύσουν βαθμιαία τις δύο λεγεώνες, έτσι ώστε να δημιουργήσουν διπλό μέτωπο εφόδου.
Μόλις οι διαταγές του εκτελέσθηκαν, οι άνδρες της νέας μεγαλύτερης λεγεώνας μπορούσαν πλέον να κρατήσουν τις θέσεις τους με περισσότερη τόλμη, αλληλοβοηθούμενοι και χωρίς τον κίνδυνο να δεχθούν επίθεση στα νώτα τους. Στο μεταξύ, οι δύο λεγεώνες που είχαν επιφορτισθεί με το έργο της περιφρούρησης των σκευοφόρων, μετά από την πληροφόρηση που έλαβαν ότι ο αντικειμενικός στόχος τους κινδύνευε, επιτάχυναν το βήμα τους και δεν άργησαν να εμφανισθούν στην κορυφή του λόφου.
Ταυτόχρονα, ο Τίτος Λαβιένιος, έχοντας ήδη καταλάβει το Βελγικό στρατόπεδο, βλέποντας τα τεκταινόμενα πίσω στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο, διέταξε την 10η λεγεώνα να εφορμήσει στα νώτα των επιτιθέμενων Βέλγων και να αποσυμφορήσει τις υπόλοιπες λεγεώνες που κινδύνευαν. Αυτές οι σύγχρονες κινήσεις άλλαξαν ριζικά το ρου της μάχης. Aκόμη και οι τραυματισμένοι λεγεωνάριοι, βρήκαν το κουράγιο να στηριχθούν στις ασπίδες τους και να επιτεθούν ξανά. Oι συντηρητές του στρατοπέδου, αν και άοπλοι, βλέποντας την ξαφνική αλλαγή στην έκβαση της σύγκρουσης, αναθάρρησαν και επιτέθηκαν και αυτοί ενάντια στους Βέλγους.
Tο ιππικό με τη σειρά του, θέλοντας να αμβλύνει τις εντυπώσεις που δημιούργησε η προηγούμενη άτακτη υποχώρησή του, επιτέθηκε με σφοδρότητα στους διασκορπισμένους Βέλγους.
Ωστόσο, ακόμη και αυτή η εξέλιξη δεν αποθάρρυνε τους ηρωικούς Νέρβιους. Μπορεί αρκετοί από αυτούς να κείτονταν ήδη νεκροί, όμως, οι συμπολεμιστές τους που παρέμεναν όρθιοι, πολεμούσαν με μανία πάνω από τα άψυχα κορμιά των συμπατριωτών τους. Oι λιγοστοί που έμειναν στο τέλος, άρχισαν να πετούν με δύναμη τα όπλα τους ενάντια στους Ρωμαίους, επιστρέφοντας ακόμη και τα βέλη που καρφώνονταν στο χώμα μπροστά τους.
Oι γενναίοι αυτοί πολεμιστές είχαν επιδείξει αξιοζήλευτο πάθος και δύναμη στη μάχη. Είχαν διασχίσει τρέχοντας ένα ποτάμι και είχαν απωθήσει έναν ολόκληρο στρατό, ανεβαίνοντας μία πλαγιά, η οποία φυσιολογικά θα έπρεπε να επιβραδύνει την προέλασή τους. Ωστόσο, το πνεύμα τους αποδείχθηκε πιο ισχυρό από το σώμα τους, κάνοντας τα κατορθώματα αυτά να φαντάζουν εφικτά, ενώ στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά εύκολα ήταν. H μάχη έληξε και το έθνος των Νέρβιων έφτασε στο χείλος του αφανισμού.
Oι εναπομείναντες, στους γειτονικούς βάλτους, γέροι, γυναίκες και παιδιά, γνωρίζοντας ότι τίποτε δεν θα μπορούσε πλέον να σταθεί εμπόδιο στους κατακτητές, έστειλαν πρέσβεις στον Καίσαρα, ζητώντας του να παραδοθούν. Θέλοντας να δώσουν έμφαση στον κίνδυνο αφανισμού που αντιμετώπιζαν, τον ενημέρωσαν ότι, από τους 600 αξιωματούχους που υπήρχαν, είχαν μείνει μόνο τρεις, ενώ από τους 60.000 πολεμιστές, απέμεναν μόλις 500 που ήταν ικανοί να φέρουν όπλα.
O Καίσαρας σε μία επίδειξη μεγαλοψυχίας και αναγνωρίζοντας το θάρρος τους στη μάχη, τους άφησε να παραμείνουν στην περιοχή τους, ενώ διέταξε τις γειτονικές με αυτούς φυλές να μην καταπατήσουν τα εδάφη τους και να μην τους πειράξουν καθ' οιονδήποτε τρόπο.
OI TEΛEYTAIEΣ EKKAΘAPIΣEIΣ
Την ώρα που οι Αδουατούσιοι κατέφθαναν σε βοήθεια των Νέρβιων, ήταν πλέον αργά. Μαθαίνοντας ότι η μάχη είχε λήξει με νίκη των Ρωμαίων, αποφάσισαν να αποσυρθούν στα εδάφη τους. Ωστόσο, εγκατέλειψαν όλα τα φρούρια και τις πόλεις τους και συγκεντρώθηκαν μαζί με τις περιουσίες τους σε μία πόλη μόνιμα οχυρωμένη από τη φύση. Oι τρεις πλευρές της προστατεύονταν από ψηλά και απόκρημνα βράχια, ενώ στην τέταρτη πλευρά της υπήρχε μία μικρή πλαγιά με πλάτος περί τα 60 μέτρα.
Την πλευρά αυτή προστάτευε ένα διπλό ξύλινο τείχος, οχυρωμένο με μυτερούς πασσάλους και κοφτερές πέτρες. O Ρωμαϊκός στρατός δεν άργησε να φτάσει προ των πυλών της πόλης, για να τον υποδεχτεί μία βροχή από πέτρες και βέλη. Oι πολιορκημένοι διενήργησαν μία σειρά από μικρές εξόδους, οι οποίες κατέληγαν σε ασήμαντες αψιμαχίες. Ωστόσο, όταν την πόλη περικύκλωσε ένα ρωμαϊκό τείχος που είχε μήκος 20 χιλιόμετρα και ύψος 7 μέτρα περίπου, οι επιθέσεις αυτές σταμάτησαν και οι αμυνόμενοι κλείστηκαν στην πόλη.
Oι Ρωμαίοι ξεκίνησαν να κατασκευάζουν ένα πρόχωμα και έναν ξύλινο μετακινούμενο πύργο ως μέσο πολιορκίας. Στη θέα των κατασκευών, οι Βέλγοι άρχισαν να χλευάζουν τους Ρωμαίους, αρχικά για το τείχος που κατασκεύασαν και στη συνέχεια για τον πύργο. Tους φαινόταν παράξενο πώς κάποιοι τόσο μικρόσωμοι άνθρωποι (σε σχέση πάντοτε με αυτούς - οι άνθρωποι της Γαλατίας ανέκαθεν παινεύονταν για τη σωματοδομή και το ύψος τους), είχαν βλέψεις να κατασκευάσουν ένα τόσο ψηλό και βαρύ ξύλινο κτίσμα.
Μόλις, όμως, ο πύργος ολοκληρώθηκε και η κατασκευή άρχισε να κινείται προς το τείχος τους, έσπευσαν να αποστείλουν πρεσβευτές στον Καίσαρα και να προτείνουν ειρήνη. Oι απεσταλμένοι, αποδεχόμενοι ότι οι Ρωμαίοι εκστρατεύουν καθοδηγούμενοι από κάποια θεϊκή δύναμη, αφού δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό να κινούν τόσο τεράστιες κατασκευές με τόσο μεγάλη ευκολία και ταχύτητα, ζήτησαν να τεθούν υπό τη διάθεση του Ρωμαίου στρατηλάτη, τόσο οι ίδιοι όσο και τα υπάρχοντά τους. Βασιζόμενοι στα όσα είχαν ακούσει από άλλους, του ζήτησαν να τους χαρίσει τη ζωή και να τους αφήσει να φέρουν όπλα.
MIA "EIKONIKH" ΠAPAΔOΣH
Όμως, η παράδοση των Βέλγων δεν ήταν ειλικρινής. Προσπάθησαν, έχοντας κρύψει το ένα τρίτο του συνολικού αριθμού των όπλων τους, να ξεγελάσουν τους Ρωμαίους, με μία προσποιητή πρόταση ειρήνης, ώστε να τους κάνουν να χαλαρώσουν τις άμυνές τους. H επίθεση θα γινόταν το ίδιο βράδυ, αφού οι Βέλγοι θεωρούσαν ότι μετά τη σύναψη της συμφωνίας οι σκοποί θα ήταν λιγότερο προσεκτικοί στα καθήκοντά τους.
Αποφάσισαν να επιτεθούν στη διάρκεια της τρίτης νυχτερινής βάρδιας, σε σημείο του στρατοπέδου όπου η κατάβαση από την πόλη θα ήταν η ευκολότερη δυνατή. Διενήργησαν μία εξόρμηση με όλες τους τις δυνάμεις. Ωστόσο, ο Καίσαρας που είχε προβλέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, φρόντισε να ενισχυθούν τα φρούρια και οι λεγεωνάριοι να τρέξουν προς ενίσχυση αυτών που δέχονταν επίθεση. Oι Αδουατούσιοι πολέμησαν γενναία, αλλά οι πιθανότητες ήταν εναντίον τους, καθώς έπρεπε να εκπορθήσουν τείχη και να αντιμετωπίσουν στρατιώτες που πετούσαν βέλη από ψηλότερο σημείο.
Tο κουράγιο δεν ήταν αρκετό. Tο ξημέρωμα βρήκε περίπου 4.000 Αδουατούσιους να κείτονται σφαγιασμένοι μπροστά στο Ρωμαϊκό τείχος. Oι υπόλοιποι είχαν λίγο νωρίτερα αποσυρθεί πίσω από τα τείχη της πόλης. H οργή του Καίσαρα ήταν μεγάλη. Διέταξε να γκρεμίσουν τις πύλες της πόλης και να εξανδραποδίσουν όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της. Περισσότεροι από 53.000 Αδουατούσιοι πουλήθηκαν ως σκλάβοι ανά τη Ρωμαϊκή επικράτεια.
TO TEΛOΣ THΣ ΒΕΛΓΙΚΗΣ EKΣTPATEIAΣ - ΣYMΠEPAΣMATA
H εκστρατεία που λίγο έλειψε να αποβεί μοιραία για τον Καίσαρα, είχε τελειώσει. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, οι Ρωμαϊκές λεγεώνες είχαν σχεδόν αφανίσει τις εχθρικές Βελγικές φυλές μία προς μία. Tο αντίκτυπο για τους λαούς των γύρω περιοχών ήταν τόσο μεγάλο, που ακόμη και οι σκληροτράχηλες Γερμανικές φυλές έσπευσαν να αποστείλουν πρέσβεις ζητώντας υποταγή και συμμαχία με τους Ρωμαίους. O Καίσαρας είχε βγει για άλλη μία φορά κερδισμένος.
Υπό τον παραπλανητικό μανδύα των αναφορών του, είχε διατηρήσει την εκστρατεία του τυπικά "νόμιμη" στα μάτια των συγκλητικών, ενώ ο ίδιος γνώριζε καλά ότι είχε καταφέρει να υλοποιήσει τους ευσεβείς πόθους του, χρίζοντας εαυτόν κύριο ολόκληρης σχεδόν της δυτικής Ευρωπαϊκής ηπείρου. Αφήνοντας τις λεγεώνες του στο Σαρτρ, στην Ορλεάνη και το Μπλουά, ο Καίσαρας επέστρεψε στη Ρώμη θριαμβευτής. H Σύγκλητος τον υποδέχτηκε ως σωτήρα και εδραιωτή της αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, υπήρχαν πάντα αυτοί που βιάζονταν να αποτρέψουν το Ρωμαίο στρατηγό από το να αποκομίσει περισσότερες δάφνες για το στεφάνι της δόξας του. Εκεί που ο Αριόβιστος απέτυχε, θα έπρεπε να επιτύχει κάποιος άλλος.
ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΑΧΩΝ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Πρώτη Περίοδος (30 π.Χ. - 395 μ.Χ.)
Μετά την αυτοκτονία του Αντώνιου και τον παραμερισμό του Λέπιδου, μονοκράτορας σ` ολόκληρο το Ρωμαϊκό κόσμο έμεινε ο Οκταβιανός, που ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας και έτσι έγινε ιδρυτής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Οκταβιανός (30 π.Χ.-14 μ.Χ.) επονομάστηκε Αύγουστος και Καίσαρας, ως θετός γιος του Ιούλιου Καίσαρα, που είχε δολοφονηθεί, και το όνομα αυτό το έφεραν οι ηγεμόνες της Ρώμης, γιατί οι περισσότεροι κατάγονταν από το δικό του αυτοκρατορικό οίκο. Στα χρόνια της αυτοκρατορίας του Οκταβιανού γεννήθηκε στη Βηθλεέμ ο Ιησούς Χριστός (το 5508 από την κτίση του κόσμου).
Ο Οκταβιανός κυβέρνησε με ήπιο τρόπο, νομοθέτησε καλούς νόμους, έγινε προστάτης των γραμμάτων και μεγάλωσε τα όρια της αυτοκρατορίας με νέες κατακτήσεις. Ολοκλήρωσε την υποταγή της Ισπανίας (19 π.Χ.) και ύστερα από μακροχρόνιους πολέμους υπέταξε την Πανονία, τη Μισία, τη Ρετία, τη Βινδελικία και το Νορικό. Έτσι το Ρωμαϊκό κράτος περιέλαβε στα όριά του όλες τις χώρες τις γύρω από τη Μεσόγειο. Μόνο η προσπάθεια του Οκταβιανού να κατακτήσει τη Γερμανία απέτυχε, γιατί ο στρατός του νικήθηκε από τον ηγεμόνα του γερμανικού φύλου των Χερούσκων Αρμίνιο (9 μ.Χ.).
Ο Οκταβιανός πέθανε το 14 π.Χ. και τον διαδέχτηκε ο θετός του γιος Τιβέριος. Ο Τιβέριος (14-37 μ.Χ.) υπήρξε δεσποτικός και σκληρός αυτοκράτορας. Στα χρόνια του σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός. Αυτόν διαδέχτηκε ο άσωτος, παρανοϊκός και έκφυλος Καλιγούλας (34-41 μ.Χ.), που ήταν όργανο ικανοποίησης των παθών των ακόλαστων συζύγων του Μεσαλίνας και Αγριππίνας. Στις ημέρες του κηρύχτηκαν Ρωμαϊκές επαρχίες η Μαυριτανία, η Θράκη, η Ιουδαία και η Λυκία. Ωμός και σκληρός υπήρξε και ο διάδοχός του Κλαύδιος (41-54 μ.Χ.).
Εκείνος όμως που αποκορύφωσε τις μεγαλομανείς παρεκτροπές των αυτοκρατόρων της Ιουλίας γενιάς ήταν ο Νέρωνας (54-68 μ.Χ.), ο οποίος σκότωσε τη μητέρα του, τη γυναίκα του, τον ετεροθαλή αδερφό του και το δάσκαλό του Σενέκα και πυρπόλησε τη Ρώμη (64 μ.Χ.) Τελικά τον εγκατέλειψαν όλοι και έβαλε κάποιον απελεύθερο να τον θανατώσει για να αποφύγει τα χειρότερα.
Επακολούθησαν ταραχές και αλλεπάλληλη διαδοχή από ανάξιους αυτοκράτορες: Γάλβας (68-69 μ.Χ.), Όθωνας (69 μ.Χ.) και Βιτέλιος (69 μ.Χ.). Τον τελευταίο ανέτρεψε ο Βεσπασιανός (69-79 μ.Χ.), αρκετά χρηστός ηγεμόνας αναστήλωσε τα δημόσια οικονομικά και ανασυγκρότησε το Ρωμαϊκό στρατό. Στις ημέρες του έγινε η άλωση της Ιερουσαλήμ και καταστράφηκε ο ναός του Σολομώντα (70 μ.Χ.). Την επιχείρηση την πραγματοποίησε ο γιος του Τίτος με διαταγή του πατέρα του.
Αυτός έσφαξε χωρίς διάκριση άνδρες, γυναίκες και παιδιά και πούλησε δούλους χιλιάδες Ιουδαίους, καταστρέφοντας συγχρόνως και ολόκληρη την πόλη. Από τότε έπαψε ο Ισραηλιτικός λαός να αποτελεί έθνος. Το Βεσπασιανό διαδέχτηκε ο γιός του Τίτος (79-81 μ.Χ.), ο οποίος συνέχισε τη χρηστή διοίκηση του πατέρα του, και εκείνον ο νεότερος αδερφός του Δομιτιανός, που κυβέρνησε δεσποτικά (81-96 μ.Χ.) και έγινε τρομερός διώκτης των απείθαρχων και αντικοινωνικών χριστιανών.
Ακολούθησε σειρά συνετών και δραστήριων αυτοκρατόρων, όπως ο Νέρβας (96-98 μ.Χ.), που διακρινόταν για το χρηστό του χαρακτήρα του, ο Τραϊανός (98-117 μ.Χ.), που παλινόρθωσε το κύρος της συγκλήτου και υπέταξε τη Δακία (101-106 μ.Χ.), την Πετραία Αραβία, την Αρμενία, τη Μεσοποταμία και την Ασσυρία, ο Αδριανός (117-138 μ.Χ.), που πέρασε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του περιοδεύοντας τις επαρχίες του αχανούς Ρωμαϊκού κράτους και επισκέφτηκε την Αθήνα, την οποία ωφέλησε με την κατασκευή κοινωφελών έργων, όπως το Αδριάνειο υδραγωγείο κ.ά.
Καλοί αυτοκράτορες υπήρξαν επίσης ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (138-161 μ.Χ.) και ο διάδοχός του και φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος (161-192 μ.Χ.). Αυτόν διαδέχτηκε ο γιός του Κόμοδος, που υπήρξε ανάξιος γιος του πατέρα του, μαλθακός και φαύλος δολοφονήθηκε σε ηλικία 30 χρόνων. Μετά από αυτόν έγιναν αυτοκράτορες άνδρες άσωτοι και αιμοβόροι, που εκλέγονταν από το στρατό και που λίγοι από αυτούς πέθαναν με φυσικό θάνατο.
Αυτοί είναι οι γνωστοί στην ιστορία ως πραιτοριανοί: ο Περτίναξ (192-193 μ.Χ.), ο Δίδιος Ιουλιανός (193 μ.Χ.), που εξαγόρασε το θρόνο με χρήματα, ο Σεπτίμιος Σεβήρος (193-211 μ.Χ), που νίκησε τους Πάρθους, ο γιός του ο άπληστος και σκληρός Καρακάλας (211-217 μ.Χ.), ο Μαρκίνος (217 μ.Χ.), ο παρανοϊκός και έκφυλος Ηλιογάβαλος (218-222 μ.Χ.), ο ενάρετος Αλέξανδρος Σεβήρος (222-235 μ.Χ.), ο Μαξιμίνος (235-238 μ.Χ.).
Και ο κατάλογος συνεχίζει με τους: Γορδιανό Α΄ (238 μ.Χ.), Γορδιανό Β΄ (238 μ.Χ.), Πριπιανό Μάξιμο (238 μ.Χ.), Βαλβίνο (238 μ.Χ.), Γορδιανό Γ΄ (238-244 μ.Χ.), Φίλιππο (244-249 μ.Χ.), Δέκιο (249-251 μ.Χ.), Τριβωνιανό Γάλλο (251-253 μ.Χ.), Αιμιλιανό (253 μ.Χ.), Βαλεριανό-Γαλλιηνό (253-260 μ.Χ.), Κλαύδιο Β΄ (268-270 μ.Χ.), Αυρηλιανό (270-275 μ.Χ.), Τάκιτο (275-276 μ.Χ.), Φλωριανό (276 μ.Χ.), Πρόβο (276-282 μ.Χ.), Κάρο (282-283 μ.Χ.), Νουμεριανό-Καρίνο (283-285 μ.Χ.).
Διάδοχος αυτών των τελευταίων υπήρξε ο Διοκλητιανός (284-305 μ.Χ.), που αναμόρφωσε τους βασικούς θεσμούς της αυτοκρατορίας, περιόρισε τις εξουσίες των στρατιωτικών και το 286 εφαρμόζοντας το σύστημα της τετραρχίας, πήρε για συνάρχοντά του το Μαξιμιανό αυτός πήρε για συνάρχοντά του τον Κωνσταντίνο το Χλωρό, ακολουθώντας το παράδειγμα του Διοκλητιανού, που πήρε ως βοηθό του στη διοίκηση του κράτους το Γαλέριο.
Το 306 μ.Χ. όμως οι δύο καίσαρες Κ. Χλωρός και Γαλέριος ανακηρύχτηκαν Αύγουστοι. Μετά ο στρατός αναγόρευσε Αύγουστο το γιο του Χλωρού Κωνσταντίνο, ο οποίος αφού νίκησε τον αντίπαλό του Μαξέντιο και τον Αύγουστο της Ανατολής Λικίνιο, έγινε μονοκράτορας, σταμάτησε την κατάρρευση του κράτους και ονομάστηκε Μέγας.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος (323-337 μ.Χ.) απώθησε από τα όρια της επικράτειάς του τους λαούς, που είχαν βρει την ευκαιρία να εισβάλουν σ` αυτήν. Το 324 μ.Χ. καθιέρωσε το χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους, γι` αυτό και η εκκλησία τον ονόμασε άγιο και η ιστορία Μέγα. Το 330 μ.Χ. μετέφερε την πρωτεύουσα στις όχθες του Βοσπόρου και στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου έχτισε την Κωνσταντινούπολη, που ήταν πεπρωμένο να γίνει η ιστορικότερη και περιφημότερη πόλη της οικουμένης. Όταν ο Κωνσταντίνος πέθανε, άφησε στους τρεις γιούς του Κωνσταντίνο, Κωνστάντιο και Κώνστα το Ρωμαϊκό κράτος.
Αλλά η διανομή του στα τρία έγινε αιτία εμφύλιων πολέμων, από τους οποίους ωφελήθηκαν και πάλι οι εξωτερικοί εχθροί και οι λαοί που έψαχναν ευκαιρία να αποσπαστούν από αυτό. Μετά την εξαφάνιση των τριών αυτών αυτοκρατόρων πήρε την εξουσία ο Ιουλιανός, ανιψιός του Μ. Κωνσταντίνου (361-363 μ.Χ.). Αυτός επανέφερε την τάξη και ενίσχυσε το κράτος του προστάτευσε τα γράμματα αρνήθηκε το χριστιανισμό και ονομάστηκε Παραβάτης σκοτώθηκε σε κάποια μάχη εναντίον των Περσών.
Μετά τον Ιουλιανό ο στρατός αναγόρευσε αυτοκράτορα τον Ιοβιανό (363-364 μ.Χ.), ο οποίος συνομολόγησε ατιμωτική ειρήνη με τους Πέρσες, και μετά το θάνατό του αναγορεύτηκε αυτοκράτορας ο Ουαλεντιανός Α΄ (364-375 μ.Χ.), ο οποίος απώθησε τους εχθρούς του κράτους, που είχαν εισβάλει από όλες τις μεριές. Αυτός τελικά κράτησε το Δυτικό τμήμα του κράτους, και το Ανατολικό το παραχώρησε στον αδερφό του Ουάλη (364-378 μ.Χ.). Όταν πέθανε, τον διαδέχτηκε στη Δύση ο γιός του Γρατιανός (376-383 μ.Χ.) και συναυτοκράτοράς του ο αδερφός του Ουαλεντιανός Β΄ (375-392 μ.Χ.).
Το 378 μ.Χ. πέθανε στην Ανατολή ο Ουάλης και ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας αυτής ο Θεοδόσιος ο Μέγας (383-385 μ.Χ.), ο οποίος τελικά έμεινε μονοκράτορας όλου του κράτους. Στις ημέρες του φάνηκε κάποια ελπίδα σωτηρίας του κράτους από τα βάρβαρα έθνη.
Δεύτερη Περίοδος (395 μ.Χ. - 476 μ.Χ.)
Ο Μέγας Θεοδόσιος άφησε στους γιούς του Αρκάδιο και Ονώριο το κράτος. Από αυτούς ο πρώτος πήρε την Ανατολή και το Ιλλυρικό και ο δεύτερος την Ιταλία και τη Γαλατία. Έτσι το Ρωμαϊκό κράτος διαιρέθηκε σε δύο χωριστά και ανεξάρτητα μεταξύ τους τμήματα, από τα οποία το Ανατολικό ονομάστηκε Βυζαντινή Αυτοκρατορία και το άλλο Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος. Από τότε χάθηκε κάθε ιδέα για ενότητα και οι εξωτερικές προσβολές έγιναν ακόμα πιο φοβερές.
Επειδή ο Ονώριος (395-423 μ.Χ.) ήταν ανήλικος, την κηδεμονία του ανέλαβε ο Βανδήλος Στιλίχωνας. Στα χρόνια του Ονώριου το Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος δέχτηκε την εισβολή του βασιλιά των Βησιγότθων Αλάριχου, ο οποίος λεηλάτησε την Ιταλία (410 μ.Χ.) και κυρίευσε τη Ρώμη, τη Γαλατία και την Ισπανία. Μετά τον Ονώριο βασίλευσαν στη Ρώμη δέκα αυτοκράτορες.
Ο διάδοχος του Ονώριου Ουαλεντιανός Γ΄ (423-455 μ.Χ.) με στρατηγό τον Αέτιο κατόρθωσε να αναχαιτίσει την επιδρομή των Ούνων, αλλά οι Βάνδαλοι κατέλαβαν την Αφρική και οι Αγγλοσάξονες τη Βρετανία. Έτσι το κράτος περιορίστηκε στην Ιταλία και σε ένα τμήμα της Γαλατίας. Το 455 μ.Χ., όταν ανέβηκε στην εξουσία ο σφετεριστής του θρόνου Πετρώνιος Μάξιμος, το κράτος λεηλατήθηκε από τους Βανδάλους.
Μετά ο Ρικίμηρος από τη Σουαβία, αφού ανέβασε στο θρόνο το Μαγιορίνο (457-461 μ.Χ.) και κατόπι το Σεβήρο (461-465 μ.Χ.), κατόρθωσε να κυβερνήσει μόνος του από το 465 μ.Χ., χωρίς όμως να έχει τον τίτλο του αυτοκράτορα. Το 467 μ.Χ. ο Ρικίμηρος αναγνώρισε για ανώτατο άρχοντα τον Ανθέμιο (467-472 μ.Χ.), ο οποίος αντικαταστάθηκε το 472 μ.Χ. από τον Ολίβριο. Αυτόν διαδέχτηκε ο Γλυκέριος (472-473 μ.Χ.), που εκδιώχτηκε από τον Ιούλιο Νέπωτα (474-475 μ.Χ.).
Την ίδια τύχη είχε και αυτός (475 μ.Χ.) από τον πανίσχυρο πατρίκιο Ορέστη, ο οποίος ανέβασε στο θρόνο το γιό του Ρωμύλο Αυγουστίλο (475-476 μ.Χ.). Ο Ρωμύλος βασίλευσε με κηδεμόνα τον πατέρα του, αλλά εκθρονίστηκε από τον ηγεμόνα των Ερούλων Οδόακρο, ο οποίος αναγορεύτηκε στην Παβία βασιλιάς της Ιταλίας. Έτσι καταλύθηκε το Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος και έπαψε να υπάρχει η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που τόσες δόξες είχε γνωρίσει επί μισή χιλιετία.
ΓΑΛΑΤΙΑ
Την ονομασία Γαλατία φέρει η ιστορική περιοχή της Δυτικής Ευρώπης που συμπεριλαμβάνει τα σημερινά εδάφη της βόρειας Ιταλίας, της Γαλλίας, του Βελγίου, της δυτικής Ελβετίας και τα εδάφη δυτικά του Ρήνου από τις χώρες της Ολλανδίας και της Γερμανίας. Από τη Λατινική ονομασία της Γαλατίας (λατ. Gallia) προήλθε και η ονομασία στην Ελληνική γλώσσα του σύγχρονου κράτους της Γαλλίας, σε αντίθεση με την πλειονότητα των υπόλοιπων γλωσσών του κόσμου, στις οποίες έλκει τη ρίζα της από το κράτος των Φράγκων.
Υπό τον Βρέννο, οι Γαλάτες νίκησαν τους Ρωμαίους στη μάχη του Αλία ποταμού το 387 π.Χ.. Στον Αιγαιϊκό χώρο, το 281 π.Χ. εμφανίστηκε ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα Γαλατών εξ Ανατολής στη Θράκη. Ένας άλλος Γαλάτης αρχηγός, που ονομαζόταν επίσης Βρέννος με 200.000 στρατό, έφτασε μέχρι τη Στερεά Ελλάδα και την τελευταία στιγμή ηττήθηκε μη καταφέρνοντας να λεηλατήσει το Ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Την ίδια περίοδο, μια ομάδα περίπου 10.000 Κελτών πολεμιστών με δούλους και γυναικόπαιδα διέσχιζαν τη Θράκη και κατευθύνονταν στη Μικρά Ασία, έπειτα από έκκληση του βασιλιά του Ελληνιστικού κράτους της Βιθυνίας Νικομήδη Α' του Φιλέλληναστη διαμάχη με τον αδερφό του. Τελικώς, η ομάδα αυτή εγκαταστάθηκε στις περιοχές της ανατολικής Φρυγίας και Καππαδοκίας στην κεντρική Ανατολία, γι' αυτό και η περιοχή έγινε γνωστή ως Γαλατία.
Ιστορία
Προρωμαϊκοί Χρόνοι
Η πρώιμη ιστορία των Γαλατών βασίζεται κυρίως στην αρχαιολογική έρευνα, καθώς υπάρχουν λιγοστές γραπτές πηγές για τα φύλα που έζησαν στις περιοχές αυτές και για το κατά πόσο έχουν άμεση σχέση με τα εκεί αρχαιολογικά ευρήματα, ενώ παράλληλα νεφελώδες είναι το τοπίο όσον αφορά τις γλωσσικές και γενετικές διαφοροποιήσεις των ξεχωριστών Κελτικών φύλων, καθώς λίγες φορές πραγματικά προκύπτουν κοινά συμπεράσματα. Η κύρια πηγή για τους Κέλτες της Γαλατίας ήταν ο Ποσειδώνιος ο Απαμεύς, ο οποίος μνημονευόταν σε γραπτά του Τιμαγένη, του Ιούλιου Καίσαρα, του Διόδωρου Σικελιώτη και του γεωγράφου Στράβωνα.
Κατά το 2ο αιώνα π.Χ., η περιοχή της σημερινής Γαλλίας αποκαλούνταν από τους ΡωμαίουςGallia Transalpina (εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία). Ο Ιούλιος Καίσαρας χωρίζει τους Γαλάτες σε τρεις εθνικές υποομάδες: τους Βέλγους στο βορρά, τους Κέλτες στο κέντρο, και τους Ακουιτανούς στα νοτιοδυτικά. Κάποιοι μελετητές πιστεύουν πως οι Βέλγοι έχουν και Κελτικές και Γερμανικές ρίζες, ωστόσο το ζήτημα αυτό δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως.
Αυτό οφείλεται στις πολιτικές παραμέτρους που παρεισέφρυσαν στην ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων από τους Γάλλους ιστορικούς το 19ο αιώνα, οι οποίοι είχαν υιοθετήσει πλήρως την άποψη του Καίσαρα ότι η Γαλατία εκτεινόταν από τα Πυρηναία μέχρι το Ρήνο προς βορρά, καθώς ευνοούσε τις εθνικές επεκτατικές φιλοδοξίες της χώρας υπό την ηγεσία του Ναπολέοντα Γ'.
Πολιτισμικά στοιχεία των πρωτο-Κελτών φαίνεται να ανιχνεύονται βορειοδυτικά της Κοιλάδας του Δούναβη, αν και η συγκεκριμένη θεωρία αμφισβητείται. Ανήκαν στον Πολιτισμό Λα Τεν, του οποίου το λίκνο ήταν η βορειοανατολική Γαλλία και η νότια Γερμανία, ο οποίος επεκτάθηκε και άνθησε από το 450 π.Χ. μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. στη Γαλλία, την Ελβετία, την Αυστρία, καθώς και στις περιοχές της Βοημίας, Μοραβίας, Σλοβακίας και Ουγγαρίας.
Όταν επεκτάθηκαν στα δυτικά, σε χώρες όπου οι άνθρωποι μιλούσαν μια γλώσσα που οι σύγχρονοι μελετητές αποκαλούν Κελτική, επειδή οι Έλληνες συνήθιζαν να αποκαλούν Κέλτες όλους τους κάτοικους της Δύσης εκτός από τους κατοίκους των Βρετανικών Νήσων, οι σύγχρονοι μελετητές ονόμασαν Κέλτες διάφορους από αυτούς τους λαούς, ακόμη κι αν δε ζούσαν στη Δύση και δε μιλούσαν την Κελτική γλώσσα.
Ωστόσο, ανάμεσα στις φυλές υπήρχε γλωσσικός διαχωρισμός: Γαλατικές θεωρούνταν οι φυλές που μιλούσαν τη Γαλατική γλώσσα. Έτσι, οι Ακουιτανοί θεωρούνταν μάλλον Βάσκωνες, ενώ οι Βέλγοι θεωρούνταν Γαλάτες, αλλά με Γερμανικές επιρροές. Παράλληλα, ταυτόχρονα με τους Γαλάτες, στην περιοχή της Γαλατίας κατοικούσαν Λιγούριοι, οι οποίοι είχαν αναμειχθεί με τους Κέλτες, Έλληνες και Φοίνικες, οι οποίοι είχαν ιδρύσει εμπορικές αποικίες στις Μεσογειακές ακτές, όπως η Μασσαλία.
Τον 2ο αιώνα π.Χ., η Μεσογειακή Γαλατία είχε αναπτυχθεί κι ευημερούσε περισσότερο από τις βόρειες και έντονα δασώδεις γαλατικές περιοχές, στις οποίες υπήρχαν ελάχιστες πόλεις εκτός από φρούρια (λατ. oppidum/-a). Η ευημερία των νότιων περιοχών ήταν ο λόγος που η Ρώμη προσέτρεξε για βοήθεια προς τους κατοίκους της Μασσαλίας, ενάντια στις επιθέσεις Λιγουρίων και Γαλατών. Μέχρι το 121 π.Χ., οι Ρωμαίοι είχαν κατακτήσει την περιοχή της Προβηγκίας.
Έτσι, άρχισε να ανέρχεται σταδιακά και να αποκτά δύναμη η Γαλατική φυλή των Αρβερνών, η οποία κατοικούσε κυρίως τη σημερινή περιοχή του Κλερμόν-Φεράν και της Ωβέρνης και από την οποία καταγόταν ο γνωστός Γαλάτης στρατηγός Βερκιγγετόριξ.
Γαλατικοί Πόλεμοι και Ρωμαϊκή Κυριαρχία
Ο Ιούλιος Καίσαρας μετέβη με το στρατό του στη Γαλατία το 58 π.Χ. με το πρόσχημα της παροχής βοήθειας στους Γαλάτες συμμάχους της Ρώμης ενάντια στους Ελβετούς. Με τη βοήθεια διαφόρων Γαλατικών φυλών, κατάφερε να κατακτήσει όλη τη Γαλατία εκτός από τη φυλή των Αρβερνών, οι οποίοι συνέχιζαν να αντιστέκονται με ηγέτη το στρατηγό Βερσεζεντόριξ. Στη μάχη της Ζεργκόβια το 52 π.Χ., οι Γαλάτες νίκησαν τους Ρωμαίους, ωστόσο ο Ιούλιος Καίσαρας συνέλαβε τον Βερσεζεντόριξ μετά τη μάχη της Αλεσίας, με την οποία και τερματίστηκε η Γαλατική αντίσταση ενάντια στη Ρώμη.
Ρωμαϊκοί Χρόνοι
Με τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, η Γαλατία ενσωματώθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως επαρχία, υιοθετήθηκε η Λατινική γλώσσα στην περιοχή, άλλαξε ο τρόπος διοίκησης και οι Γαλάτες τελικά έγιναν Ρωμαίοι πολίτες.
Από τον 3ο έως τον 5ο αιώνα, η Γαλατία δεχόταν επιδρομές από Γερμανόφωνους λαούς όπως οι Φράγκοι και Αλαμανοί. Αποσπάστηκε από τη Ρώμη κατά τα έτη 260-273 και αποτέλεσε, μαζί με τη Βρεταννία και την Ιβηρική χερσόνησο, τη βραχύβια Γαλατική αυτοκρατορία. Μετά τη νίκη των Φράγκων στη μάχη του Σουασόν το 486 μ.Χ., η Γαλατία βρέθηκε υπό την εξουσία της δυναστείας των Μεροβιγγείων.
Κοινωνική Δομή των Γαλατών
Οι Γαλάτες ήταν φυλετική και γεωργική κοινωνία, αντίθετα από τους άλλους Κελτικούς λαούς. Δεν είχαν μόνο οι Δρυΐδες πολιτική εξουσία στη Γαλατία, αντιθέτως το αρχικό πολιτικό σύστημα ήταν περίπλοκο και βάση του ήταν η φυλή, που αποτελούσε από μόνη της τη μικρότερη διοικητική, αλλά και στρατιωτική μονάδα μιας επαρχίας. Κάθε φυλή είχε ένα συμβούλιο γηραιών και αρχικά έναν βασιλιά, ενώ αργότερα αντικαταστάθηκε από έναν αιρετό άρχοντα που εκλεγόταν κάθε χρόνο.
Οι φυλετικές αυτές υποομάδες ενώνονταν σε ενιαίες ομάδες που ονομάζονταν civitate, οι οποίες θα αποτελούσαν αργότερα τη βάση για τη διαίρεση της Γαλλίας σε εκκλησιαστικά επισκοπάτα και αρχιεπισκοπές, κάτι που διατηρήθηκε με ελάχιστες αλλαγές μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση.
Συνεπώς, ως επί το πλείστον, οι Γαλάτες είχαν την αίσθηση μιας τοπικής εθνικότητας και οι κλασικές πηγές πιστοποιούν ότι υπήρχαν δέκα έξι διακριτά τοπικά έθνη Γαλατών. Η Γαλατία ήταν πολιτικά διαιρεμένη και δεν υπήρχε ενότητα ανάμεσα στις διάφορες φυλές, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις, όπως στη συμμαχία ενάντια στις δυνάμεις του Ιούλιου Καίσαρα υπό τον Βερκιγγετόριγα. Γενικά οι Γαλάτες σε όλη την Ευρώπη δεν είχαν διαμορφώσει ένα ενιαίο έθνος, παρά μονάχα θύλακες του συνεχούς δικού τους πολιτισμού.
Οι Γαλάτες ήταν φυλετική και γεωργική κοινωνία, αντίθετα από τους άλλους Κελτικούς λαούς. Δεν είχαν μόνο οι Δρυΐδες πολιτική εξουσία στη Γαλατία, αντιθέτως το αρχικό πολιτικό σύστημα ήταν περίπλοκο και βάση του ήταν η φυλή, που αποτελούσε από μόνη της τη μικρότερη διοικητική, αλλά και στρατιωτική μονάδα μιας επαρχίας. Κάθε φυλή είχε ένα συμβούλιο γηραιών και αρχικά έναν βασιλιά, ενώ αργότερα αντικαταστάθηκε από έναν αιρετό άρχοντα που εκλεγόταν κάθε χρόνο.
Οι φυλετικές αυτές υποομάδες ενώνονταν σε ενιαίες ομάδες που ονομάζονταν civitate, οι οποίες θα αποτελούσαν αργότερα τη βάση για τη διαίρεση της Γαλλίας σε εκκλησιαστικά επισκοπάτα και αρχιεπισκοπές, κάτι που διατηρήθηκε με ελάχιστες αλλαγές μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση.
Συνεπώς, ως επί το πλείστον, οι Γαλάτες είχαν την αίσθηση μιας τοπικής εθνικότητας και οι κλασικές πηγές πιστοποιούν ότι υπήρχαν δέκα έξι διακριτά τοπικά έθνη Γαλατών. Η Γαλατία ήταν πολιτικά διαιρεμένη και δεν υπήρχε ενότητα ανάμεσα στις διάφορες φυλές, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις, όπως στη συμμαχία ενάντια στις δυνάμεις του Ιούλιου Καίσαρα υπό τον Βερκιγγετόριγα. Γενικά οι Γαλάτες σε όλη την Ευρώπη δεν είχαν διαμορφώσει ένα ενιαίο έθνος, παρά μονάχα θύλακες του συνεχούς δικού τους πολιτισμού.
Θρησκεία
Στους Γαλάτες κυριαρχούσε ο ανιμισμός, καθώς απέδιδαν ανθρώπινα χαρακτηριστικά στα στοιχεία της φύσης γύρω τους, εξυψώνοντάς τα σε ημίθεους, όπως λίμνες, ποτάμια, βουνά, ακόμα και ζώα. Το ιερότερο ζώο τους ήταν το αγριογούρουνο, το οποίο εντοπίζεται ως σύμβολο σε Γαλατικό στρατιωτικό εξοπλισμό, ενώ το κυνήγι του συμβολίζει την καταδίωξη του πνευματικού από το επίγειο. Η θρησκεία τους ήταν πολυθεϊστική: υπήρχε ένα κοινό πάνθεον για όλες τις φυλές, ωστόσο λατρεύονταν και τοπικές και οικιακές θεότητες, με μεγάλες επιρροές από την αρχαία Ελληνική και Ρωμαϊκή θρησκεία.
Κυρίαρχες φυσιογνωμίες θεωρούνται οι Δρυΐδες, οι οποίοι είχαν εξέχουσα θέση σε κάθε φυλή: ήταν αρμόδιοι για την πολιτιστική και θρησκευτική γνώση, καθώς επίσης και για τις τελετουργικές ιεροπραξίες, αλλά και υπεύθυνοι για την εκπαίδευση των αριστοκρατών. Κατείχαν όχι μόνον θρησκευτική αλλά και κοινωνική δύναμη, που ενδεχομένως σε ύστερες φάσεις εξελίχθηκε σε πολιτική. Το ισχυρότερο εργαλείο που κατείχαν ήταν η δύναμη της αποκοπής: όταν ο δρυίδης απέκοπτε το μέλος κάποιας φυλής, εκείνο ήταν υποχρεωμένο να ξεκόψει από τις ρίζες του και να απομακρυνθεί από τη φυλή.
Οι Λαός των Γαλατών
Οι Γαλάτες υπήρξαν ο σημαντικότερος αρχαίος λαός της Ευρώπης μετά τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Η θαυμαστική εξάπλωσή τους ορίζεται από περιοχές ή λαούς που φέρουν το όνομά τους στα τέσσερα ακραία γεωγραφικά σημεία της μέγιστης επέκτασής τους: στα βορειοανατολικά, η σύγχρονη Γαλλία (Galicja, «Γαλατία»), διαμοιρασμένη μεταξύ Πολωνίας και Ουκρανίας. Στα νοτιοανατολικά, η γνωστή αρχαία Γαλατία περί την Τουρκική πρωτεύουσα Άγκυρα. Στα νοτιοδυτικά, η σύγχρονη Πορτογαλία (Πορτο-Γαλατία) και η ισπανική Γαλικία.
Τέλος, στα βορειοδυτικά, οι μεσαιωνικές πηγές αναφέρουν τους Γαλάτες (Βρετανούς του παλαιού βασιλείου Στράθκλαϊντ) ως ένα από τα τέσσερα έθνη της Αλμπαν (Σκωτία). Περί το 200 π.Χ., οι Γαλάτες - Κέλτες αριθμούσαν άνω των 10.000.000 ατόμων, αποτελώντας έναν από τους πολυπληθέστερους λαούς του κόσμου. Ο Γαλάτης μπορούσε να είναι ικανότατος έμπορος, μεταλλουργός, Δρυίδης ή τεχνίτης και ταυτόχρονα ένας άγριος, θηριώδης, ακαταμάχητος και ακατάβλητος πολεμιστής, ένας μισθοφόρος, επιδρομέας ή πειρατής που αποκτούσε με το ξίφος ό,τι ποθούσε. Αυτός είναι ο Κέλτης όλων των εποχών της τρισχιλιετούς Ιστορίας του.
Οι Δρυίδες, λόγιοι και ιερείς των Γαλατών, είχαν καθιερώσει την ιερή απαγόρευση του λαού τους. Η φιλοσοφία, οι μύθοι, η Ιστορία, το Δίκαιο, η γενεαλογία και οι επιστημονικές γνώσεις των Κελτών δεν καταγράφηκαν ποτέ. Πέρασαν ως προφορική παράδοση, από στόμα σε στόμα, από γενεά σε γενεά, έως ότου το μεγαλύτερο μέρος τους χάθηκε κατά την Χριστιανική περίοδο. Γι' αυτούς τους λόγους, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τους Κέλτες αναλφάβητους βαρβάρους, κάτι το οποίο δεν ισχύει. Ο Καίσαρ αναφέρει ότι ο απλός λαός χρησιμοποιούσε για τις καθημερινές εμπορικές ιδιωτικές κ.ά. ανάγκες του το Ελληνικό αλφάβητο.
Η εν λόγω απαγόρευση των Δρυίδων είναι η βασική αιτία της δυσκολίας να ανασυντεθεί η Ιστορία των Γαλατών. Οι αποσπασματικές αναφορές των αρχαίων συγγραφέων δεν είναι αρκετές και, παρά το γεγονός ότι η αρχαιολογία, η γλωσσολογία, η γενετική και άλλες επιστήμες κάλυψαν αρκετά κενά, είναι σίγουρο ότι ένα μεγάλο μέρος της συναρπαστικής (με βεβαιότητα) Γαλατικής Ιστορίας θα μείνει για πάντα άγνωστο στον σύγχρονο κόσμο.
Η Προέλευση των Γαλατών
Οι Γαλάτες ή Κέλτες αναφέρονται για πρώτη φορά από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς του 6ου και του 5ου αιώνα π.Χ. ως «Κελτοί». Αργότερα, ο Πολύβιος προτιμούσε το εθνωνύμιο «Γαλάτες» το οποίο είχε επικρατήσει κατά την εποχή του. Αντίστοιχα, οι Ρωμαίοι συγγραφείς αναφέρονταν στον ίδιο λαό ως Celtae (Κέλτες) Galli (Γάλλοι) και Galatae (Γαλάτες). Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης θεωρούσε τα εθνικά «Κέλτες» και «Γαλάτες» συνώνυμα, όπως και οι συγγραφείς Στράβων και Παυσανίας.
Το ίδιο υπονοεί και ο μεγάλος Ρωμαίος στρατηγός και συγγραφέας Ιούλιος Καίσαρ, ο οποίος ενδεχομένως μελέτησε τους Γαλάτες περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Σήμερα, είναι γενικά αποδεκτό ότι τα προαναφερόμενα εθνωνύμια είναι συνώνυμα, προερχόμενα από μια αρχική ρίζα Cel-/Cal-/Gal-. Φαίνεται ότι αποτελούν την απόδοση ενός κοινού αρχικού εθνωνυμίου σε δύο διαφορετικές κελτικές διαλέκτους.
Ο Τίμαιος και ο Πολύβιος αποκαλούσαν Γαλάτες ειδικά τους κελτικούς πληθυσμούς του άνω ρου του Δούναβη και τους εποίκους τους στη Βόρεια Ιταλία και τη Μ. Ασία, οπότε μπορεί να θεωρηθεί ότι το εθνικό «Γαλάτες» προέρχεται ειδικά από τη δουναβική κελτική διάλεκτο, τη γλώσσα των αρχικών φορέων του πολιτισμού Χάλστατ (Halstatt). Από την άλλη πλευρά, ο Διόδωρος ονόμαζε Κελτούς ειδικά τους λαούς βορείως της Μασσαλίας, μεταξύ Πυρηναίων και Άλπεων, ενώ απέδιδε το εθνωνύμιο «Γαλάτες» στα άλλα Κελτικά φύλα, από τον Ατλαντικό έως τη Σκυθία (σημ. Ουκρανία).
Ο Καίσαρ ανέφερε ότι οι σύγχρονοί του Γαλάτες αυτοαποκαλούντο «Κέλτες». Φαίνεται ότι η ονομασία «Κέλτες» πηγάζει από την Κελτική διάλεκτο μεταξύ Πυρηναίων και Άλπεων και, λόγω της παλαιότητάς της συγκριτικά με τον εθνικό όρο «Γαλάτες», προέρχεται ενδεχομένως από τον αρχαιότερο του Χάλστατ πολιτισμό των «Πεδίων των Τεφροδόχων Υδρίων» (Urnfields).
Η Καταγωγή των Γαλατών
Υπάρχουν αρκετές θεωρίες σχετικά με τις πολιτισμικές καταβολές και την εθνογένεση των Γαλατών. Σήμερα, δύο είναι οι επικρατέστερες: η άποψη που ταυτίζει την εμφάνισή τους με την γένεση και την επέκταση των πολιτισμών Urnfield και Χάλστατ, και η θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι η γλώσσα και ο πολιτισμός των Κελτών προέρχονται από τη Νεολιθική Περίοδο.
- Η παλαιότερη θεωρία σχετικά με τη Γαλατική εθνογένεση τη συνδέει με το σύνολο ή (σύμφωνα με μια παραλλαγή αυτής της άποψης) με τη νότια περιοχή του πολιτισμικού συμπλέγματος Urnfield (13ος - 8ος αιώνας π.Χ.). Ο πολιτισμός Urnfield έχει χαρακτηρισθεί πρωτοκελτικός, επειδή τα κλασικά χαρακτηριστικά της Κελτικής-Γαλατικής ενότητας δεν διαμορφώθηκαν οριστικά κατά τη διάρκειά του. Οι Πρωτοκέλτες των Urnfield ήταν κυρίως γεωργοί, μέλη μικρών κοινοτήτων, επιδέξιοι στην κατασκευή εργαλείων, όπλων, κοσμημάτων κ.ά. από ορείχαλκο και αργότερα («Ύστερη φάση Urnfield») από σίδηρο.
Κατασκεύαζαν φρούρια σε κορυφές λόφων και αποτέφρωναν τους νεκρούς τους. Τοποθετούσαν την στάχτη και τα κόκκαλα σε ειδικές υδρίες τις οποίες έθαβαν με προσωπικά αντικείμενα, σε ειδικά πεδία (νεκροταφεία). Από αυτή την ταφική πρακτική έλαβε την αρχαιολογική ονομασία του (Urnfield) ο πολιτισμός τους. Κοιτίδα του υπήρξε η παραδουνάβια περιοχή βορείως των Άλπεων.
- Οι αρχικοί φορείς του είχαν ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά Αλπικού τύπου ή τύπου Μπ. Μπήκερ (B. Beaker Folk) (βραχυκεφαλία, πλατυπροσωπία κ.ά.). Στην πορεία τους αφομοίωναν πληθυσμούς Αλπικού, Νορδικού (Βορείου) κ.ά. τύπων, με νεολιθικό πολιτισμικό επίπεδο.
Ο νέος πολιτισμός ονομάσθηκε Χάλστατ (7ος - 6ος αιώνας π.Χ.) από το ομώνυμο Αυστριακό χωριό όπου ανασκάφηκε ένα νεκροταφείο με εντυπωσιακά ευρήματά τους. Εξίσου σημαντικά είναι τα μεταλλικά ευρήματα που αποκαλύφθηκαν στην Τσεχία, τη νότια Γερμανία και τη βορειοανατολική Γαλλία σε χαρακτηριστικούς θαλαμωτούς τάφους τύπου Χάλστατ. Περιλαμβάνουν άμαξες με τέσσερις τροχούς, ιπποσκευές, ζυγούς, όπλα, κοσμήματα κ.ά. Οι τάφοι ανήκαν σε ευγενείς από ισχυρά γένη με απεριόριστο πλούτο και πολιτική δύναμη, οι οποίοι αγόραζαν Ελληνικά και Ετρουσκικά προϊόντα μεταλλοτεχνίας, κεραμικής, κτλ.
Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν τον πολιτισμό Χάλστατ Κελτικό, με φορείς Κέλτες, Παννονούς και Ιλλυριούς. Μια μερίδα ερευνητών υποστηρίζει ότι επρόκειτο για πρωτοϊλλυρικό πολιτισμό που υιοθετήθηκε ραγδαία από τους Κέλτες. Η κοιτίδα, όμως, του πολιτισμού βρίσκεται σε περιοχή τοπωνυμίων κελτικής προέλευσης. Τα τοπωνύμια Χάλστατ, Χάλαϊγκ (του γειτονικού χωριού) κ.ά. είναι κελτικά, προερχόμενα από τη λέξη για το αλάτι. Το τελευταίο στοιχείο, όπως και η ύπαρξη ορυχείων αλατιού στα γειτονικά όρη Σάλτσμπουργκ, δείχνουν ότι το εμπόριο αυτού του προϊόντος υπήρξε βασικός παράγοντας της γένεσης του πολιτισμού Χάλστατ.
Άλλος παράγοντας ήταν η εγκατάσταση μιας φυλής νομάδων της Ευρασιατικής στέπας στην περιοχή Ουγγαρίας-Αυστρίας περί το 700 π.Χ. Μερικοί ιστορικοί θεωρούν ότι επρόκειτο για Κιμμέριους πρόσφυγες, καταδιωγμένους από τους Σκύθες εισβολείς που κατέκτησαν τη χώρα τους - τη σημερινή Ουκρανία - εξοντώνοντας ένα σημαντικό μέρος τους (Ηρόδοτος). Η πλειοψηφία των Κιμμερίων κινήθηκε προς τη Μ. Ασία αλλά ένας κλάδος τους κατέφυγε στην Κεντρική Ευρώπη.
- Αν η διαμόρφωση των χαρακτηριστικών Κελτικής-Γαλατικής ενότητας δεν ολοκληρώθηκε με τον πολιτισμό Χάλστατ, αυτό επιτεύχθηκε ασφαλώς με την εμφάνιση του πολιτισμού Λα Τεν (La Tene, 5ος αι. π.Χ. - 1ος αι. μ.Χ.) ο οποίος έλαβε την ονομασία του από την Ελβετική τοποθεσία που ανασκάφηκαν πάμπολλα κτερίσματά του, κυρίως μεταλλικά.
Βασικό χαρακτηριστικά του είναι η χρήση των περίφημων επιμήκων σιδηρών ξιφών, τα νέα ταφικά έθιμα, η αντικατάσταση του τετράτροχου άρματος τύπου Χάλστατ από τα νέα δίτροχα πολεμικά άρματα, οι νέοι τύποι πόρπης και η κατασκευή αγγείων για κρασί από τοπικά εργαστήρια αντί τις εισαγωγής τους από τον μεσογειακό κόσμο. Στη μεταλλοτεχνία ξεχωρίζουν οι ορειχάλκινες ανθρωπόμορφες πόρπες. Ο πολιτισμός Λα Τεν περιοριζόταν αρχικά στις περιοχές της Ελβετίας, της Ρηνανίας και της Γαλλικής Καμπανίας αλλά από τον 4ο αιώνα π.Χ. η επέκτασή του υπήρξε ραγδαία.
Οι Γαλάτες υπήρξαν ο σημαντικότερος αρχαίος λαός της Ευρώπης μετά τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Η θαυμαστική εξάπλωσή τους ορίζεται από περιοχές ή λαούς που φέρουν το όνομά τους στα τέσσερα ακραία γεωγραφικά σημεία της μέγιστης επέκτασής τους: στα βορειοανατολικά, η σύγχρονη Γαλλία (Galicja, «Γαλατία»), διαμοιρασμένη μεταξύ Πολωνίας και Ουκρανίας. Στα νοτιοανατολικά, η γνωστή αρχαία Γαλατία περί την Τουρκική πρωτεύουσα Άγκυρα. Στα νοτιοδυτικά, η σύγχρονη Πορτογαλία (Πορτο-Γαλατία) και η ισπανική Γαλικία.
Τέλος, στα βορειοδυτικά, οι μεσαιωνικές πηγές αναφέρουν τους Γαλάτες (Βρετανούς του παλαιού βασιλείου Στράθκλαϊντ) ως ένα από τα τέσσερα έθνη της Αλμπαν (Σκωτία). Περί το 200 π.Χ., οι Γαλάτες - Κέλτες αριθμούσαν άνω των 10.000.000 ατόμων, αποτελώντας έναν από τους πολυπληθέστερους λαούς του κόσμου. Ο Γαλάτης μπορούσε να είναι ικανότατος έμπορος, μεταλλουργός, Δρυίδης ή τεχνίτης και ταυτόχρονα ένας άγριος, θηριώδης, ακαταμάχητος και ακατάβλητος πολεμιστής, ένας μισθοφόρος, επιδρομέας ή πειρατής που αποκτούσε με το ξίφος ό,τι ποθούσε. Αυτός είναι ο Κέλτης όλων των εποχών της τρισχιλιετούς Ιστορίας του.
Οι Δρυίδες, λόγιοι και ιερείς των Γαλατών, είχαν καθιερώσει την ιερή απαγόρευση του λαού τους. Η φιλοσοφία, οι μύθοι, η Ιστορία, το Δίκαιο, η γενεαλογία και οι επιστημονικές γνώσεις των Κελτών δεν καταγράφηκαν ποτέ. Πέρασαν ως προφορική παράδοση, από στόμα σε στόμα, από γενεά σε γενεά, έως ότου το μεγαλύτερο μέρος τους χάθηκε κατά την Χριστιανική περίοδο. Γι' αυτούς τους λόγους, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τους Κέλτες αναλφάβητους βαρβάρους, κάτι το οποίο δεν ισχύει. Ο Καίσαρ αναφέρει ότι ο απλός λαός χρησιμοποιούσε για τις καθημερινές εμπορικές ιδιωτικές κ.ά. ανάγκες του το Ελληνικό αλφάβητο.
Η εν λόγω απαγόρευση των Δρυίδων είναι η βασική αιτία της δυσκολίας να ανασυντεθεί η Ιστορία των Γαλατών. Οι αποσπασματικές αναφορές των αρχαίων συγγραφέων δεν είναι αρκετές και, παρά το γεγονός ότι η αρχαιολογία, η γλωσσολογία, η γενετική και άλλες επιστήμες κάλυψαν αρκετά κενά, είναι σίγουρο ότι ένα μεγάλο μέρος της συναρπαστικής (με βεβαιότητα) Γαλατικής Ιστορίας θα μείνει για πάντα άγνωστο στον σύγχρονο κόσμο.
Η Προέλευση των Γαλατών
Οι Γαλάτες ή Κέλτες αναφέρονται για πρώτη φορά από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς του 6ου και του 5ου αιώνα π.Χ. ως «Κελτοί». Αργότερα, ο Πολύβιος προτιμούσε το εθνωνύμιο «Γαλάτες» το οποίο είχε επικρατήσει κατά την εποχή του. Αντίστοιχα, οι Ρωμαίοι συγγραφείς αναφέρονταν στον ίδιο λαό ως Celtae (Κέλτες) Galli (Γάλλοι) και Galatae (Γαλάτες). Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης θεωρούσε τα εθνικά «Κέλτες» και «Γαλάτες» συνώνυμα, όπως και οι συγγραφείς Στράβων και Παυσανίας.
Το ίδιο υπονοεί και ο μεγάλος Ρωμαίος στρατηγός και συγγραφέας Ιούλιος Καίσαρ, ο οποίος ενδεχομένως μελέτησε τους Γαλάτες περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Σήμερα, είναι γενικά αποδεκτό ότι τα προαναφερόμενα εθνωνύμια είναι συνώνυμα, προερχόμενα από μια αρχική ρίζα Cel-/Cal-/Gal-. Φαίνεται ότι αποτελούν την απόδοση ενός κοινού αρχικού εθνωνυμίου σε δύο διαφορετικές κελτικές διαλέκτους.
Ο Τίμαιος και ο Πολύβιος αποκαλούσαν Γαλάτες ειδικά τους κελτικούς πληθυσμούς του άνω ρου του Δούναβη και τους εποίκους τους στη Βόρεια Ιταλία και τη Μ. Ασία, οπότε μπορεί να θεωρηθεί ότι το εθνικό «Γαλάτες» προέρχεται ειδικά από τη δουναβική κελτική διάλεκτο, τη γλώσσα των αρχικών φορέων του πολιτισμού Χάλστατ (Halstatt). Από την άλλη πλευρά, ο Διόδωρος ονόμαζε Κελτούς ειδικά τους λαούς βορείως της Μασσαλίας, μεταξύ Πυρηναίων και Άλπεων, ενώ απέδιδε το εθνωνύμιο «Γαλάτες» στα άλλα Κελτικά φύλα, από τον Ατλαντικό έως τη Σκυθία (σημ. Ουκρανία).
Ο Καίσαρ ανέφερε ότι οι σύγχρονοί του Γαλάτες αυτοαποκαλούντο «Κέλτες». Φαίνεται ότι η ονομασία «Κέλτες» πηγάζει από την Κελτική διάλεκτο μεταξύ Πυρηναίων και Άλπεων και, λόγω της παλαιότητάς της συγκριτικά με τον εθνικό όρο «Γαλάτες», προέρχεται ενδεχομένως από τον αρχαιότερο του Χάλστατ πολιτισμό των «Πεδίων των Τεφροδόχων Υδρίων» (Urnfields).
Η Καταγωγή των Γαλατών
Υπάρχουν αρκετές θεωρίες σχετικά με τις πολιτισμικές καταβολές και την εθνογένεση των Γαλατών. Σήμερα, δύο είναι οι επικρατέστερες: η άποψη που ταυτίζει την εμφάνισή τους με την γένεση και την επέκταση των πολιτισμών Urnfield και Χάλστατ, και η θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι η γλώσσα και ο πολιτισμός των Κελτών προέρχονται από τη Νεολιθική Περίοδο.
- Η παλαιότερη θεωρία σχετικά με τη Γαλατική εθνογένεση τη συνδέει με το σύνολο ή (σύμφωνα με μια παραλλαγή αυτής της άποψης) με τη νότια περιοχή του πολιτισμικού συμπλέγματος Urnfield (13ος - 8ος αιώνας π.Χ.). Ο πολιτισμός Urnfield έχει χαρακτηρισθεί πρωτοκελτικός, επειδή τα κλασικά χαρακτηριστικά της Κελτικής-Γαλατικής ενότητας δεν διαμορφώθηκαν οριστικά κατά τη διάρκειά του. Οι Πρωτοκέλτες των Urnfield ήταν κυρίως γεωργοί, μέλη μικρών κοινοτήτων, επιδέξιοι στην κατασκευή εργαλείων, όπλων, κοσμημάτων κ.ά. από ορείχαλκο και αργότερα («Ύστερη φάση Urnfield») από σίδηρο.
Κατασκεύαζαν φρούρια σε κορυφές λόφων και αποτέφρωναν τους νεκρούς τους. Τοποθετούσαν την στάχτη και τα κόκκαλα σε ειδικές υδρίες τις οποίες έθαβαν με προσωπικά αντικείμενα, σε ειδικά πεδία (νεκροταφεία). Από αυτή την ταφική πρακτική έλαβε την αρχαιολογική ονομασία του (Urnfield) ο πολιτισμός τους. Κοιτίδα του υπήρξε η παραδουνάβια περιοχή βορείως των Άλπεων.
- Οι αρχικοί φορείς του είχαν ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά Αλπικού τύπου ή τύπου Μπ. Μπήκερ (B. Beaker Folk) (βραχυκεφαλία, πλατυπροσωπία κ.ά.). Στην πορεία τους αφομοίωναν πληθυσμούς Αλπικού, Νορδικού (Βορείου) κ.ά. τύπων, με νεολιθικό πολιτισμικό επίπεδο.
Ο νέος πολιτισμός ονομάσθηκε Χάλστατ (7ος - 6ος αιώνας π.Χ.) από το ομώνυμο Αυστριακό χωριό όπου ανασκάφηκε ένα νεκροταφείο με εντυπωσιακά ευρήματά τους. Εξίσου σημαντικά είναι τα μεταλλικά ευρήματα που αποκαλύφθηκαν στην Τσεχία, τη νότια Γερμανία και τη βορειοανατολική Γαλλία σε χαρακτηριστικούς θαλαμωτούς τάφους τύπου Χάλστατ. Περιλαμβάνουν άμαξες με τέσσερις τροχούς, ιπποσκευές, ζυγούς, όπλα, κοσμήματα κ.ά. Οι τάφοι ανήκαν σε ευγενείς από ισχυρά γένη με απεριόριστο πλούτο και πολιτική δύναμη, οι οποίοι αγόραζαν Ελληνικά και Ετρουσκικά προϊόντα μεταλλοτεχνίας, κεραμικής, κτλ.
Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν τον πολιτισμό Χάλστατ Κελτικό, με φορείς Κέλτες, Παννονούς και Ιλλυριούς. Μια μερίδα ερευνητών υποστηρίζει ότι επρόκειτο για πρωτοϊλλυρικό πολιτισμό που υιοθετήθηκε ραγδαία από τους Κέλτες. Η κοιτίδα, όμως, του πολιτισμού βρίσκεται σε περιοχή τοπωνυμίων κελτικής προέλευσης. Τα τοπωνύμια Χάλστατ, Χάλαϊγκ (του γειτονικού χωριού) κ.ά. είναι κελτικά, προερχόμενα από τη λέξη για το αλάτι. Το τελευταίο στοιχείο, όπως και η ύπαρξη ορυχείων αλατιού στα γειτονικά όρη Σάλτσμπουργκ, δείχνουν ότι το εμπόριο αυτού του προϊόντος υπήρξε βασικός παράγοντας της γένεσης του πολιτισμού Χάλστατ.
Άλλος παράγοντας ήταν η εγκατάσταση μιας φυλής νομάδων της Ευρασιατικής στέπας στην περιοχή Ουγγαρίας-Αυστρίας περί το 700 π.Χ. Μερικοί ιστορικοί θεωρούν ότι επρόκειτο για Κιμμέριους πρόσφυγες, καταδιωγμένους από τους Σκύθες εισβολείς που κατέκτησαν τη χώρα τους - τη σημερινή Ουκρανία - εξοντώνοντας ένα σημαντικό μέρος τους (Ηρόδοτος). Η πλειοψηφία των Κιμμερίων κινήθηκε προς τη Μ. Ασία αλλά ένας κλάδος τους κατέφυγε στην Κεντρική Ευρώπη.
- Αν η διαμόρφωση των χαρακτηριστικών Κελτικής-Γαλατικής ενότητας δεν ολοκληρώθηκε με τον πολιτισμό Χάλστατ, αυτό επιτεύχθηκε ασφαλώς με την εμφάνιση του πολιτισμού Λα Τεν (La Tene, 5ος αι. π.Χ. - 1ος αι. μ.Χ.) ο οποίος έλαβε την ονομασία του από την Ελβετική τοποθεσία που ανασκάφηκαν πάμπολλα κτερίσματά του, κυρίως μεταλλικά.
Βασικό χαρακτηριστικά του είναι η χρήση των περίφημων επιμήκων σιδηρών ξιφών, τα νέα ταφικά έθιμα, η αντικατάσταση του τετράτροχου άρματος τύπου Χάλστατ από τα νέα δίτροχα πολεμικά άρματα, οι νέοι τύποι πόρπης και η κατασκευή αγγείων για κρασί από τοπικά εργαστήρια αντί τις εισαγωγής τους από τον μεσογειακό κόσμο. Στη μεταλλοτεχνία ξεχωρίζουν οι ορειχάλκινες ανθρωπόμορφες πόρπες. Ο πολιτισμός Λα Τεν περιοριζόταν αρχικά στις περιοχές της Ελβετίας, της Ρηνανίας και της Γαλλικής Καμπανίας αλλά από τον 4ο αιώνα π.Χ. η επέκτασή του υπήρξε ραγδαία.
ΓΑΙΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΑΣ 100 - 44π.Χ. (Gaius Julius Caesar)
Στα Σούβουρα, σε μια πυκνοκατοικημένη και αρκετά λαϊκή συνοικία της Ρώμης, δυτικά του Φόρουμ, περίπου στην περιοχή της σημερινής Via Cavour, ήταν το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε στις 13 Ιουλίου το 100 π.Χ. ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας. Γάιος ήταν το όνομα του πατέρα του, που του είχε δοθεί σύμφωνα με τη Ρωμαϊκή συνήθεια να παίρνει το παιδί το όνομα του πατέρα του. Ιούλιος ήταν το επώνυμό του, μιας και καταγόταν από το γένος των Ιουλίων. Καίσαρ ήταν το παρωνύμιό του, που το πήρε εξαιτίας του εξαιρετικού τρόπου με τον οποίο ήρθε στον κόσμο, δηλαδή με τομή (Λατινικά καίσους) στην κοιλιά της μητέρας του. Από τον Καίσαρα, λοιπόν, έμεινε η τομή αυτή γνωστή ως καισαρική.
Βέβαια, η σημασία του ονόματος αυτού είναι αμφίβολη. Ένας Ρωμαίος συγγραφέας αναφέρει: ''Οι καλύτεροι σοφοί και ειδικοί παραδέχονται ότι ο πρώτος που είχε αυτό το όνομα το απέκτησε σκοτώνοντας σε μια μάχη έναν ελέφαντα, που στην Καρχηδονική γλώσσα λεγόταν Καίσαρ''. Η οικογένειά του άνηκε στους πατρικίους, στους παλαιούς ευγενείς, και μάλιστα από τους πιο επιφανείς της εποχής. Ο Καίσαρας ισχυριζόταν ότι από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από τον Ίουλο ή Ασκάνιο, γιο του Αινεία και της Κρέουσας.
Ο Αινείας θεωρούνταν γιος της Αφροδίτης, και κατά συνέπεια ο Καίσαρας ήταν εγγονός της. Για το λόγο αυτό απεικόνιζε στα νομίσματα, στη σφραγίδα και τα όπλα του την Αφροδίτη. Έχτισε, μάλιστα, στο Φόρουμ και ναό προς τιμήν της (Venus Genetrix). Από τη μητέρα του καταγόταν από τον Άνκο Μάρκιο, τον 4ο από τους μυθικούς βασιλιάδες της Ρώμης, και έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να διευρύνει και να ενισχύσει το μύθο της θεϊκής καταγωγής του.
Η αλήθεια είναι ότι οι Πατρικοί πρόγονοί του δεν ήταν εξέχουσες φυσιογνωμίες, απλώς είχαν διακριθεί για τους επιτυχημένους γάμους τους. Ο πατέρας τους είχε φτάσει ως το αξίωμα του Πραίτορος, διετέλεσε διοικητής Ασιατικής επαρχίας και είχε τεθεί επικεφαλής μιας εξέγερσης γεωργών αποίκων στο Κιρκαίο.
Έτυχε επιμελημένης ανατροφής, σύμφωνα με τις παραδόσεις των οικογενειών των Πατρικίων. Έμαθε ανάγνωση και γραφή τόσο στα Λατινικά όσο και στα Ελληνικά (μέσω μιας παλιάς μετάφρασης της «Οδύσσειας» του Λίβιου Ανδρόνικου, καθώς και από το πρωτότυπο) και μελέτησε τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας και των δύο αυτών γλωσσών. Στα δέκα του χρόνια είχε δάσκαλο τον Μάριο Αντώνιο Γνίφο.
Με τον τρόπο αυτό απέκτησε τις βάσεις της Ρητορικής τέχνης, που ήταν απαραίτητη για έναν πολιτικό, καθώς επίσης και της ποίησης, την οποία χρησιμοποίησε αργότερα. Επισκεπτόταν τακτικά το Φόρουμ, άκουγε προσεκτικά τους μεγάλους ρήτορες της εποχής του και ήταν συνήθως παρών στις αποφάσεις και συνομιλίες των μεγάλων νομομαθών, για να εισδύει στα κύρια προβλήματα του δικαίου.
Τα χρόνια της νεότητάς του τέλειωσαν όταν φόρεσε την ανδρική τήβεννο, η οποία συμβόλιζε τη μετάβαση από την εφηβική στην ανδρική ηλικία. Το 84 π.Χ πέθανε ο πατέρας του από ξαφνικό θάνατο. Το γεγονός αυτό έδωσε στον Καίσαρα την πλήρη ανεξαρτησία του. Τον ίδιο χρόνο διέλυσε έναν αρραβώνα με την Κοσσουτία, που προερχόταν απο την τάξη των Ιππέων και παντρεύτηκε την κόρη του Κίννα, άσπονδου εχθρού του δικτάτορα Σύλλα, την Κορνηλία.
Στο γάμο αυτό οδηγήθηκε για πολιτικούς σκοπούς. Η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ της οικογένειάς του και των αρχηγών της δημοκρατικής παράταξης έγινε μεγαλύτερη. Όμως την γυναίκα του, όπως και την κόρη του Ιουλία, τις αγαπούσε ιδιαίτερα. Για πρώτη φορά εμφανίζεται στη ζωή του η εναρμόνιση προσωπικών συναισθημάτων και πολιτικών σκοπών.
Ήταν πάντα οπαδός των δημοκρατικών, σε αντίθεση με τους άλλους της εποχής του, που συνήθιζαν συχνά πυκνά να αλλάζουν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Αυτό όμως δεν το έκανε για ιδεολογικούς λόγους, όπως ο Κάτωνας, αλλά γιατί ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει για έναν πολιτικό η εμπιστοσύνη του λαού. Πάντοτε ενεργούσε κρυφά. Στο δρόμο του για την εξουσία εμπόδιά του στάθηκαν η Γερουσία και ο Πομπήιος. Η πρώτη δημόσια Υπηρεσία που ανέλαβε ήταν το αξίωμα του αρχιερέως του Διός. Ένα αξίωμα που δεν έδινε δύναμη, αλλά πολύ κύρος και ταίριαζε σε έναν απόγονο της Αφροδίτης.
Οι Αρχιερείς ήταν υπεύθυνοι για τη διατήρηση των δικαστικών και θρησκευτικών παραδόσεων της πόλης. Ασκούσαν τον έλεγχο της δημόσιας και ιδιωτικής λατρείας και πρότειναν τρόπους διεκπεραίωσης των θρησκευτικών υποχρεώσεων. Ήταν ακόμα θεματοφύλακες των τύπων της προσευχής και του δικαιώματος του γάμου, συνέθεταν τον πίνακα των ετήσιων αρχόντων και τα χρονικά των συμβάντων. Οι ιερείς κατοικούσαν στη «Βασιλική», το παλαιό παλάτι, και φορούσαν την ιερατική τήβεννο.
Όλα αυτά αποτελούσαν μέρος της αγωγής του Καίσαρα. Έτσι ο Καίσαρας έφθασε στο σημείο που τον οδήγησαν η θέληση, τα χαρίσματά του, η συνείδηση για το καθήκον, καθώς και οι απαιτήσεις της εποχής. Ήταν 54 χρονών και είχε πίσω του πάνω από τρεις δεκαετίες πολιτικής δραστηριότητας, που τον είχαν οδηγήσει στο σκοπό του. Βέβαια όχι μέσα από έναν άκαμπτο και προσχεδιασμένο δρόμο, αλλά με το όραμα του σκοπού του πάντα μπρος στα μάτια του και με μεγάλη πίστη στην ύπαρξή του, δημιουργώντας συνεχώς καινούρια μέσα και καινούριους δρόμους.
Η προσωπικότητά του ήταν μοναδικά πολύπλευρη κι ενεργητική. Ήταν πολιτικός, νομοθέτης, νομικός, ρήτορας, ιστορικός συγγραφέας, ποιητής, έγραψε ένα έργο γραμματικής, ασχολήθηκε με τα μαθηματικά, τα τεχνικά, την αρχιτεκτονική και πάντα είχε δίπλα του τους κατάλληλους ανθρώπους που θα τον βοηθούσαν. Μπορούσε να υπαγορεύει έφιππος έξι διαφορετικά γράμματα συγχρόνως στους γραφείς που ακολουθούσαν γύρω του σε φορεία.
Κοντά σε αυτό το χάρισμα είχε μια δυναμικότητα που απαιτούσε το ύψιστο από τον ίδιο και από τους άλλους, και η οποία εμφανιζόταν κάθε φορά στην ταχύτητα της δράσης του και πιο πολύ στις στρατιωτικές του κινήσεις. Η μικρή του ανάγκη για ύπνο του επέτρεπε να εξοικονομεί χρόνο ταξιδεύοντας νύχτα στο αμάξι ή σε φορείο. Αυτές οι ιδιότητες είχαν σαν προϋπόθεση ένα σώμα που άντεχε στα πάντα.Ο Καίσαρας ήταν ψηλός κι αδύνατος, με ζωηρά μαύρα μάτια.
Τα χαρακτηριστικά του είχαν συχνά γλυκύτητα και καλοσύνη. Το σώμα του ήταν γυμνασμένο και το διατηρούσε σε καλή κατάσταση εξασκώντας το καθημερινά. Ήταν εγκρατής, πράγμα που τον βοηθούσε να μένει υγιής, και από την άλλη, χωρίς να χαλάει το κέφι του, απέφευγε τις καταχρήσεις στο οινόπνευμα. Πρόσεχε πάντοτε το παρουσιαστικό του, τόσο όσο ήταν νέος όσο και αργότερα.
Είχε μια έμφυτη τάση για τελειότητα, πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όταν κάποτε έχτισε μια βίλα που δεν ήταν ακριβώς όπως την ήθελε, την γκρέμισε και την έχτισε πάλι από την αρχή. Εξαιτίας αυτής του της τάσης πίστευε ότι, για να εκπληρώσει το καθήκον του, έπρεπε να γίνει αρχηγός του κράτους. Η γοητεία του ήταν μεγάλη και πήγαζε από έμφυτη ευγένεια, που προερχόταν από τα βάθη της καρδιάς του. Η τέχνη του Καίσαρα στη μεταχείριση των ανθρώπων φαίνεται ολοκάθαρα στις σχέσεις του με τους στρατιώτες του.
Η μεγαλοφυΐα της στρατηγικής του και ο δεσμός του με τους στρατιώτες του είχαν σαν αποτέλεσμα μια εξουσία που έφερνε στα χέρια του ακόμη και τον τελευταίο στρατιώτη. Μετά από μια ήττα ενθάρρυνε ψυχολογικά τους στρατιώτες του. Από την άλλη, τους επέπληττε, τους τιμωρούσε, τους ανέλυε τα πράγματα ανοιχτά και ξεκάθαρα, και στο τέλος τους έπειθε ότι μπορούσαν να αποφύγουν την ήττα κι ότι μπορούσαν να διορθώσουν τα πράγματα.
Ποτέ δεν προσπάθησε να δώσει θάρρος στους στρατιώτες του κρύβοντάς τους την πραγματικότητα και λέγοντας ψέματα. Γενικά πίστευε ότι μόνο μέσω της ειλικρίνειας επιτυγχάνεται η εμπιστοσύνη ανάμεσα σε αυτόν και τους στρατιώτες του. Πάντοτε πολεμούσε μαζί τους κι όχι μόνο όταν υπήρχε περίπτωση ανάγκης. Δεν παρέλειπε να εκπαιδεύει ο ίδιος μερικές φορές τους στρατιώτες του και να ασχολείται πολλές φορές με τον καθένα ξεχωριστά.. Πάντα ήταν έτοιμος να αναγνωρίσει γενναίες υπηρεσίες, δίνοντας πολύτιμα όπλα και παράσημα. Με παρόμοιο τρόπο κέρδιζε και το λαό, ιδιαίτερα στην αρχή της πολιτικής του δραστηριότητας.
Ένας άνδρας με τέτοια ακτινοβολία έκανε εντύπωση στις γυναίκες. Τα ερωτικά του κατορθώματα ακούγονταν παντού. Μετά το θάνατο του πατέρα του ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο η σχέση του με τη μητέρα του και την αδερφή του. Οι άνδρες που είχαν στη νεότητά τους μια καλή και αγαπημένη μητέρα ψάχνουν στη ζωή τους να βρουν την ολοκλήρωση στις πιο διαφορετικές μορφές της στο πρόσωπο της γυναίκας. Αυτό συνέβη και με τον Καίσαρα. Η ωραιότερη, ίσως, πλευρά του χαρακτήρα του γίνεται εμφανής στη σχέση του με τους εχθρούς του.
Προσπάθησε να συνεννοηθεί, δείχνοντας διάθεση συμβιβασμού και επιείκεια σε όσους πήγαν με το μέρος του Πομπήιου. Το ίδιο υπεύθυνος αισθανόταν τόσο για τους Ρωμαίους που τον υποστήριζαν όσο και για όσους ήταν αντίθετοι με αυτόν. Η ζωή του είναι γεμάτη από αποδείξεις της μεγαλοψυχίας του (π.χ. αμνήστευση των αιχμαλώτων στο Κορφίνιο) όχι μόνο σε θέματα που αφορούσαν την πολιτική, αλλά και σε άσχετες περιπτώσεις (π.χ. σταματούσε τις μονομαχίες λίγο πριν ο νικημένος να δεχθεί το χαριστικό χτύπημα κ.α.).
Παρόλα αυτά, μπορούσε να παραμερίσει τη μεγαλοψυχία του και να προβάλλει σκληρότητα, όπου αυτό ήταν αναγκαίο και κυρίως σε θέματα πολιτικής. Εντέλει, όμως, αυτή του την αρετή την πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή, καθώς εκείνοι που είχαν δεχτεί την αμνηστία και τη μεγαλοψυχία του αποτέλεσαν και το μεγαλύτερο μέρος όσων συντέλεσαν στη δολοφονία του. Οι οργισμένοι οπαδοί του είπαν, μετά το θάνατο του, ότι καταστράφηκε από τη μεγαλοψυχία του κι ότι, αν δεν την είχε δείξει, δε θα του συνέβαινε κάτι τέτοιο (Νικόλαος της Δαμασκού).
Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν μια μεγαλειώδης και πολύπλευρη προσωπικότητα της εποχής του. Είχε την ικανότητα να εκτιμά σωστά κάθε στιγμή, ανεξάρτητα από συμβατικότητες. Μεγάλος στρατηγός, γοητευτικός και καλοσυνάτος με τους φίλους, διαλλακτικός με τους εχθρούς, ευγενικός με όλους, θαυμάσιος ρήτορας και εκτός των άλλων δημιουργός τρομερών σχεδίων που ωφέλησαν το κράτος. Τελικά, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, θα μπορούσε να ήταν αληθινά γιος της Αφροδίτης!
Γαλάτης στρατηγός και αντίπαλος του Καίσαρα. Υπήρξε ηγέτης στην Αρβενία από το 72 π.Χ. μέχρι το 46 π.Χ. Γεννήθηκε στην Αβέρνη και ήταν γιος του πρίγκιπα Κελτίλου. Το 52 π.Χ. έγινε αρχηγός των επαναστατών Γαλατών εναντίον των κατακτητών Ρωμαίων. Ύστερα από μερικές επιτυχίες αποκλείστηκε από τον Καίσαρα στην Αλεσία. Αφού προσπάθησε μια Γαλατική στρατιά να διασπάσει τον αποκλεισμό, ο Βερκιγετόριγας παραδόθηκε, ελπίζοντας να σώσει μ` αυτόν τον τρόπο τους άνδρες του. Ο Καίσαρας τον πήρε αιχμάλωτο στη Ρώμη, κοσμώντας μ` αυτόν το θρίαμβό του και τον αποκεφάλισε ύστερα από έξι χρόνια φυλάκισης, το 46π.Χ.
Βερκιγετόριγας και Ιούλιος Καίσαρας
Ξεχύνονταν κατά χιλιάδες οι Κέλτες. Έρχονταν από τα ανατολικά σαν λαίλαπα που όλα τα παρασέρνει στο πέρασμά της. Οι ντόπιοι πληθυσμοί έφευγαν να γλιτώσουν τον όλεθρο. Οι Κέλτες απλώνονταν στην κεντρική και τη βόρεια χώρα. Οι ντόπιοι (τους είπαν Λίγυες ή Λίγυρες) στριμώχνονταν στον Νότο, στην παραλία και προς τη μεριά που αργότερα θα ονομαζόταν Ιταλία: Στη Λιγυρία.
Ο ηγέτης τους, Λιγύς, έμελλε να περάσει στην Ελληνική μυθολογία. Θέλησε να εμποδίσει τον Ηρακλή, όταν εκτελούσε τον άθλο που τον διέταξε ο Ευρυσθέας, να του πάει τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων. Φυσικά, στην πάλη μεταξύ τους, ο Ηρακλής νίκησε. Ο Λιγύς σκοτώθηκε. Η πρώτη κατοίκηση στην περιοχή της σημερινής Γαλλίας και του Βελγίου ανάγεται στα 950.000 χρόνια πριν από την εποχή μας. Ήταν ο Χόμο Ερέκτους (Homo Erectus). Στα 400.000 χρόνια πριν από την εποχή μας οι εκεί κάτοικοι χρησιμοποιούσαν τη φωτιά.
Ο «άνθρωπος του Κρομανιόν» βρέθηκε στην ομώνυμη θέση της Νοτιοδυτικής Γαλλίας. Πρέπει να έζησε γύρω στα 25.000 πριν. Χαραγμένα πάνω σε πέτρα θηρία αποτελούν την πρώτη γνωστή μας έκφραση τέχνης στη Γαλλία. Ο καλλιτέχνης τα φιλοτέχνησε πριν από 12.000 χρόνια. Ο Νεολιθικός πολιτισμός αναπτύχθηκε από τα 4.000 ως τα 2500 χρόνια π.Χ. Μεγαλιθικά Ντόλμεν σημειώνουν τη λατρεία των ανθρώπων στις θεϊκές δυνάμεις. Μετά, ήλθαν οι Κέλτες.
Προχώρησαν ακάθεκτοι ως τις όχθες του ποταμού Γαρούνα. Κάποιοι έμειναν στα κατακτημένα μέρη. Κάποιοι έμελλε να περάσουν τα Πυρηναία, κατεβαίνοντας στη χώρα που αργότερα θα ονομαζόταν Ισπανία. Κάποιοι άλλοι θα δοκίμαζαν την τύχη τους στα απέναντι Βρετανικά νησιά (Αλβιόνα). Μέσα στα επόμενα χρόνια, οι Κέλτες απλώνονταν ως την παραλία της Μεσογείου.
Γύρω στα 500 π.Χ. χρησιμοποιούσαν τον σίδηρο ευρύτατα. Τον είχαν εισάγει οι άνθρωποι του πολιτισμού του Χάλστατ (πήρε το όνομά του από μια περιοχή της σημερινής Αυστρίας όπου βρέθηκαν δείγματα προϊστορικού πολιτισμού). Οι Κέλτες χρησιμοποίησαν τον σίδηρο στα γεωργικά τους εργαλεία και για όπλα. Και αξιοποίησαν τους εμπορικούς δρόμους που από παλιά συνέδεαν τα βρετανικά νησιά και την περιοχή της μετέπειτα Γαλλίας με τη Μεσόγειο. Οι ποταμίσιοι δρόμοι του Σηκουάνα και του Ροδανού ζωντάνεψαν από το εμπόριο με τους Έλληνες άποικους της Μασσαλίας.
Οι Έλληνες ήταν εκεί από το 600 π.Χ. Στα 330 με 325 π.Χ., ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης έκανε ένα τεράστιο αναγνωριστικό ταξίδι, παραπλέοντας τις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού κι επέστρεψε, αφού επισκέφτηκε τις βρετανικές ακτές. Στο σπουδαίο έργο του «Γης Περίοδοι» ή «Τα περί του Ωκεανού», περιγράφει τα όσα είδε.
Γύρω στα 250 π.Χ., οι Κέλτες Παρίσιοι εγκαταστάθηκαν στα νησάκια του Σηκουάνα. Η περιοχή και η μετέπειτα πόλη έμελλε να ονομαστεί Παρίσι. Στα 53 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρας θα τη βάφτιζε «Λουτέτια» (Έλος). Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουλιανός (ο Παραβάτης), που την αγάπησε, της έδωσε πάλι το αρχαίο της όνομα: Παρίσι (το 360 μ.Χ.).
Για τους Ρωμαίους και τους Έλληνες, η χώρα δυτικά των Άλπεων, ανάμεσα στον Ρήνο, τα Πυρηναία και τον Ατλαντικό (σημερινή Γαλλία και τμήμα του σημερινού Βελγίου) ονομαζόταν Γαλατία: Πέραν των Άλπεων Γαλατία. Επειδή υπήρχε και η Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία, η χώρα ανατολικά των Άλπεων, στη Βόρεια Ιταλία. Κάτοικοι της Γαλατίας ήταν οι Γαλάτες. Οι αρχαίοι συγγραφείς έφτασαν να μπερδεύουν και να ταυτίζουν τις ονομασίες Γαλάτες και Κέλτες. Από τον 3ο π.Χ. αιώνα, τα ονόματα Κέλτες, Γαλάτες και Γάλλοι (Galli) σήμαιναν το ίδιο έθνος.
Μετά την απαλλαγή της Ρώμης από τον Καρχηδονιακό κίνδυνο (146 π.Χ.), γύρω στα 125 π.Χ., οι Ρωμαίοι πήραν τη Νότια Γαλατία. Ήθελαν να ελέγξουν τους αρχαίους εμπορικούς δρόμους. Δυσκολεύτηκαν ώσπου να τα καταφέρουν.
Είκοσι χρόνια μετά την διείσδυση των Ρωμαίων στη Νότια Γαλατία, στην περιοχή έφτασαν Γερμανικοί λαοί, Κίμβροι και Τεύτονες που είχαν ξεκινήσει από τη Βόρεια Ευρώπη. Οι Ρωμαίοι βγήκαν να τους αντιμετωπίσουν. Η μεγάλη μάχη έγινε στο Αραούσιο (το Όρανζ των Γάλλων) στη Γαλατία. Οι Ρωμαίοι ηττήθηκαν (105 π.Χ.). Επανήλθαν τέσσερα χρόνια αργότερα (101 π.Χ.). Στη νέα μάχη, οι Κίμβροι και οι Τεύτονες καταστράφηκαν. Οι Ρωμαίοι γιόρτασαν την επιτυχία τους στήνοντας αψίδα θριάμβου στο Αραούσιο.
Στα 58 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρας εισέβαλε στη Γαλατία με σκοπό να την κατακτήσει οριστικά. Συνάντησε 368.000 μετανάστες Ελβετούς (Κέλτες από την Ελβετία) που έψαχναν να βρουν νέα πατρίδα. Ήταν άνδρες και γυναίκες, γέροι και παιδιά. Οι λεγεώνες του Ιουλίου Καίσαρα τους επιτέθηκαν. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ίδιου του Ιουλίου Καίσαρα, σκοτώθηκαν 238.000 μετανάστες.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, στα 54 π.Χ., ο πόλεμος ξανάρχισε. Ο Ιούλιος Καίσαρας σκότωσε τον ηγέτη των Γαλατών, Ντουμνορίξ. Οι Γαλάτες απάντησαν με σειρά από αποτυχημένες επαναστάσεις. Όμως, σύμφωνα με την παλιά κελτική συνήθεια, οι Γαλάτες αδυνατούσαν να συνασπιστούν εναντίον του κοινού εχθρού. Κι άνοιξαν εμφύλιους πολέμους, τους οποίους ο Ιούλιος Καίσαρας έσπευσε να εκμεταλλευτεί. Μπροστά στην εισβολή του Ρωμαϊκού στρατού, ο αρχηγός Αμπιορίξ έσπευσε να εξαφανιστεί (53 π.Χ.). Κανένας δεν τον ξαναείδε. Είχε έρθει η ώρα του Γαλάτη ήρωα, Βερκιγετόριγα.
Γόνος βασιλικής Κελτικής γενιάς, ήταν μόλις είκοσι χρόνων όταν οδήγησε τους Γαλάτες εναντίον των Ρωμαίων. Καίγοντας και πυρπολώντας την Γαλατική γη, υπεράσπισε με επιτυχία την Ζεργοβία και προσπάθησε να αναγκάσει τους Ρωμαίους να μείνουν από τρόφιμα και να εγκαταλείψουν την Γαλατία. Σύμφωνα με τη Ρωμαϊκή εκδοχή, ο Ιούλιος Καίσαρας τον αιφνιδίασε στην περιοχή Αβάρικουμ και σκότωσε 40.000 Γαλάτες. Ο Βερκιγετόριγας και οκτακόσιοι Γαλάτες μαχητές κατάφεραν να διαφύγουν. Ο Καίσαρας τους επιτέθηκε αλλά αποκρούστηκε. Στη μάχη, νίκησαν οι Γαλάτες.
Ο Βερκιγετόριγας και οι Γαλάτες του οχυρώθηκαν στην Αλεζία. Ο Καίσαρας τους πολιόρκησε. Στα 52 π.Χ. και έπειτα από πολύμηνη αντίσταση, οι άνδρες του Βερκιγετόριγα αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Ο ηγέτης τους αιχμαλωτίστηκε. Ο Ιούλιος Καίσαρας έγραψε το έργο του De bello Galliko (Ο πόλεμος στη Γαλατία). Στα 45 π.Χ. κι αφού κόσμησε τον θρίαμβο του νικητή του, ο Βερκιγετόριγας εκτελέστηκε. Ο Ιούλιος Καίσαρας δολοφονήθηκε τον επόμενο χρόνο (44 π.Χ.).
Η Μάχη της Alesia
Μάχη της Alesia ή Πολιορκία της Alesia ήταν μια σύγκρουση το Σεπτέμβριο 52 π.Χ. μεταξύ Ρωμαίων και Γαλατών. Οι Γαλάτες, ένας στρατός αποτελούμενος από γαλατικές φυλές υπό την αρχηγεία του Βερσιγκετορίξ από την Αρβέρνη ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τις λεγεώνες των Ρωμαίων του Ιουλίου Καίσαρα. Με την, έστω και εφήμερη, νίκη του Βερσιγκετορίξ επί του Καίσαρα, η μάχη της Αλέσια πέρασε στην ιστορία. Η διαμάχη σχετικά με τον τόπο διεξαγωγής της μάχης των Γαλατών ξεκινά από τον 19ο αιώνα και είναι τόσο έντονη.
Η διαμάχη όμως σχετικά με το πιθανό σημείο όπου διεξήχθη η κρίσιμη μάχη ανάμεσα στον Γαλάτη Βερσιγκετορίξ και τις λεγεώνες του Καίσαρα δεν λέει να κοπάσει. Οι Γάλλοι ιστορικοί διαφωνούν εδώ και πολύ καιρό για το πού έγινε η γνωστή μάχη μεταξύ των λεγεώνων του Ιούλιου Καίσαρα και του Γαλάτη Βερσιγκετορίξ: στη Βουργουνδία ή στην περιοχή της οροσειράς του Ιούρα;
Παρ’ όλα αυτά η περιοχή της Βουργουνδίας δεν κέρδισε στον αγώνα διεκδίκησης της τοποθεσίας της μάχης. Από τη δεκαετία του 1960 διεκδικεί και το Chaux-des-Crotenay του Ιούρα την κληρονομιά της Αλέσια, όπου στα τέλη του θέρους του 52 π.Χ. επισφραγίστηκε η ρωμαϊκή κατάκτηση της Γαλατίας.
«Οι Βουργουνδοί μπορεί να διασφάλισαν τη θέση τους, όμως για μας η μάχη τώρα ξεκινάει» λέει η Danielle Porte. Η ιστορικός ανήκει στους υποστηρικτές του Chaux-des-Crotenay. Αυτοί επικαλούνται, μεταξύ άλλων, αναπαραστάσεις όπου διακρίνονται Ρωμαϊκά οχυρωματικά τείχη και ένα τοπίο που μοιάζει με εκείνο που περιέγραφε, καθώς λέγεται, ο Ιούλιος Καίσαρας στις αναφορές του για τον Γαλατικό Πόλεμο.
Η νίκη του Καίσαρα επικύρωσε τότε τη Ρωμαϊκή κυριαρχία στη Γαλατία. Το επίμαχο ερώτημα του πού βρίσκεται η ιστορική τοποθεσία «πέρασε» και σε τεύχη του «Αστερίξ»: «Αλέσια; Δεν ξέρουμε πού βρίσκεται αυτή η Αλέσια! Κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται η Αλέσια!» λένε οι Γαλάτες στο κόμικ – ένα σχόλιο με διττή σημασία, καθώς υπαινίσσεται και το γεγονός ότι κανείς δεν θέλει να θυμάται την ιστορική αυτή ήττα.
Πάντως, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, τη θρυλική μάχη διεκδίκησαν περίπου 40 τοποθεσίες της Γαλλίας, και όλες τους ισχυρίζονταν πως ταυτίζονταν με την Αλέσια – μέχρι που ο Ναπολέων Γ΄, ο οποίος είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχαιολογία και τη Γαλλο-Ρωμαϊκή κληρονομιά, αποφάνθηκε υπέρ της Alise-Sainte-Reine. Στο όρος Auxois, σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης, διέταξε να φιλοτεχνηθεί το 1865 άγαλμα του Βερσιγκετορίξ από χαλκό. Έκτοτε, το τεράστιο γλυπτό δεσπόζει στο τοπίο.
Μετά τις πρώτες επιτυχίες του Καίσαρα στη Γαλατία ενάντια σε Ελβετούς και Γερμανούς, οι επαναστατικές τάσεις των φυλών του Βελγίου αποτέλεσαν μία νέα σοβαρή απειλή για το Ρωμαίο στρατηλάτη, προκαλώντας τριγμούς στα θεμέλια της κυριαρχίας του στην Ευρωπαϊκή ήπειρο.
Μόλις ένας χρόνος είχε περάσει από τη συγκρότηση της πρώτης "Τριανδρίας", που αποτελούσαν ο Μάρκος Λικίνιος Κράσσος, ο Πομπήιος και ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας, και η θητεία που τελευταίου ως ύπατου, στην υπηρεσία της Ρώμης, πλησίαζε ήδη στο τέλος της. Για το φιλόδοξο στρατηγό, η λήξη της θητείας του σήμαινε μία περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας, ενώ οι πολιτικοί εχθροί του ήδη προετοίμαζαν την αντεπίθεσή τους.
O Καίσαρας έπρεπε επειγόντως να αναλάβει νέο αξίωμα για να επιβιώσει στην πολιτική σκηνή της Ρώμης, έστω και αν τα καθήκοντά του δεν αφορούσαν στα τεκταινόμενα στην πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Aπό τη δύσκολη θέση κλήθηκαν να τον βγάλουν τα άλλα δύο μέλη της τριανδρίας, οι οποίοι μεσολάβησαν, ώστε να οριστεί διοικητής δύο επαρχιών, της εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας και του Ιλλυρικού. Ωστόσο, επωφελούμενος από τον αιφνίδιο θάνατο του μέχρι τότε διοικητή της πέραν των Άλπεων Γαλατίας, ο Καίσαρας κατάφερε να αναλάβει τη διοίκηση και αυτής της επαρχίας για πέντε συναπτά έτη.
Παρά τα οφέλη που αποκόμισε από το διορισμό του, στο μυαλό του είχε πάντοτε βλέψεις για νέες κατακτήσεις. Tο μεγαλείο ανέκαθεν τον συγκινούσε και τον έκανε να περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία για να κυνηγήσει τη διάκριση. Ωστόσο, το πρόβλημα που αντιμετώπιζε, είχε να κάνει με την πολιτική αποδυνάμωση που υπέστη μετά την απομάκρυνσή του από το πολιτικό προσκήνιο της αυτοκρατορίας.
Μπορεί να ήταν πλέον διοικητής τριών Ρωμαϊκών επαρχιών, όμως, οι αποφάσεις λαμβάνονταν από τους συγκλητικούς και σε αυτούς η επιρροή του ήταν από ελάχιστη ως ανύπαρκτη. Mία εκστρατεία δε θα μπορούσε ποτέ να εγκριθεί, εάν δεν υπήρχε σοβαρός - πραγματικός ή θεωρητικός - κίνδυνος για την αυτοκρατορία.
Ξεγελώντας τη Σύγκλητο
Στα απομνημονεύματά του για τη Γαλατική εκστρατεία (De bello Gallico), ο Καίσαρας ανέφερε ότι λίγο έλειψε να ηττηθεί από τους Νέρβιους στον ποταμό Σάβο. Αυτό από κοινού με τη γνωστή ρήση του ότι "οι Βέλγοι είναι οι πιο γενναίοι μεταξύ των Γαλατών", έκαναν τους Γάλλους ιστορικούς στα τέλη του 19ου αιώνα να πιστεύουν ότι οι Νέρβιοι ήταν Γαλατική φυλή. Ωστόσο, ο ιστορικός της εποχής, Τάκιτος, αντικρούει αυτόν τον ισχυρισμό.
O Καίσαρας είπε αυτή τη φράση, όταν πολεμούσε ενάντια στις νότιες (συνορεύουσες με τη Γαλατία) Βελγικές φυλές. Tο Βέλγιο ήταν μία περιοχή στην οποία κατοικούσε ένα κράμα από Γερμανοθρεμμένες (αλλά όχι Γερμανικές) φυλές στα βόρεια και Γαλατικές φυλές στα νότια. Μεταξύ αυτών δέσποζαν οι Νέρβιοι, οι οποίοι θεωρούνταν ως οι πιο ισχυροί. O Καίσαρας δεν ανέφερε ποτέ τίποτε σχετικό με την καταγωγή τους. Αυτό πιθανότατα να μην αποτελεί σύμπτωση.
Είναι γνωστό ότι ο Ιούλιος Καίσαρας ξεκίνησε τους Γαλατικούς πολέμους, έχοντας ρητές διαταγές να φέρει ειρήνη στη Γαλατία και όχι στο Βέλγιο. Mε την κατάκτηση του Βελγίου είχε σαφώς παραβεί τα όρια της βασικής επιχειρησιακής του περιοχής (της Γαλατίας, όπως ονόμαζε τη σημερινή κεντρική Γαλλία), παρακούοντας έτσι τις συγκεκριμένες εντολές που είχε λάβει.
Mε την εσκεμμένη απόκρυψη της καταγωγής των Νέρβιων ή με τον αυθαίρετο χαρακτηρισμό τους ως Γαλατών, είχε ως απώτερο σκοπό να αποπροσανατολίσει τους εχθρούς του στη Ρώμη, έτσι ώστε οι τελευταίοι να μην είναι σε θέση να γνωρίζουν τι ακριβώς κάνει. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ανακήρυξε ολόκληρη την περιοχή μεταξύ των Πυρηναίων και του Ρήνου ως "Γαλατία". Αυτή η περιοχή ανταποκρινόταν σε αυτά που εκείνος είχε μόλις κατακτήσει.
Ο Διπλωμάτης Καίσαρας
Γάιος Ιούλιος Καίσαρας: ένα όνομα που ταυτίστηκε με τις "δημόσιες σχέσεις" στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Ρώμης όσο κανένα άλλο. Έξοχος διπλωμάτης με το λόγο ή το σπαθί, κατάφερε να σαγηνεύσει ολόκληρους λαούς, να συγχωρήσει (συνήθως έναντι κάποιου αντιτίμου) αυτούς που του ανθίσταντο και να αποτελέσει ένα μεγάλο κεφάλαιο της αρχαίας Ρωμαϊκής ιστορίας.
Ενώ ήταν πάντοτε διορατικός ως στρατηγός στο πεδίο της μάχης, προδόθηκε από την άγνοια κινδύνου που τον χαρακτήριζε στην πολιτική καριέρα του ως τύραννος και αυτοκράτορας της Ρώμης, καταλήγοντας στο τέλος ένα ματωμένο και άψυχο σώμα στα σκαλιά της Συγκλήτου, τα μέλη της οποίας τον "αντέμειψαν" με έναν λιτό, "δημοκρατικό" θάνατο.
Σχεδιάγραμμα της Μάχης
Oι αρχικές θέσεις των παρατάξεων πριν από τη μάχη στον ποταμό Σάβο. Oι Βέλγοι παρέμειναν κρυμμένοι στα δέντρα του δάσους πέρα από τη δεξιά όχθη του ποταμού και μόνο το ιππικό τους επιδόθηκε σε κάποιες μικροεπιδρομές μέχρι εκεί. Στην πλειονότητά τους, οι Νέρβιοι εφόρμησαν μαζικά μόνο όταν οι Ρωμαϊκές σκευοφόροι έφτασαν στην περιοχή. H κρίσιμη καμπή της μάχης στον ποταμό Σάβο. H Ρωμαϊκή παράταξη έχει "ανοίξει" τις γραμμές της, αφήνοντας το στρατόπεδό της ουσιαστικά αφρούρητο. Oι Νέρβιοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και έφτασαν μέχρι τις Ρωμαϊκές σκηνές, απειλώντας μέχρι και τις σκευοφόρους που μόλις είχαν καταφθάσει στην περιοχή.
H METANAΣTEYΣH TΩN EΛBETΩN
Mία σειρά από γεγονότα που έλαβαν χώρα το 61 π.X. έμελλε να δώσουν την κατάλληλη ώθηση που χρειαζόταν η τελματωμένη στρατιωτική και πολιτική καριέρα του Καίσαρα στην πορεία του προς την ηγεμονία της Ρώμης. Oι Ελβετοί, με εμπνευστή τον Οργετόρυγα, αποφάσισαν να θέσουν σε εφαρμογή ένα σχέδιο μετανάστευσης της φυλής τους σε εδάφη πιο φιλόξενα για τους ίδιους, μακριά από την απειλή και τη διαρκή πίεση των γερμανικών φύλλων του Βορρά. Υπομονετικά και μεθοδικά, ο Οργετόρυγξ προσπάθησε να "χαράξει" το δρόμο για τη μετανάστευση της φυλής του, μέσα από αμοιβαίες συμφωνίες με τους Σεκουάνιους και τους Αιδούους.
Επί τρία συναπτά έτη, οι Ελβετοί προετοιμάζονταν. Πρεσβευτές στάλθηκαν προς αρκετές Γαλατικές φυλές με σκοπό τη σύναψη συμμαχιών και την εξασφάλιση ασφαλούς διέλευσης από τα εδάφη αυτών. Ωστόσο, το 58 π.X. ο Οργετόρυγξ συνελήφθη και δικάστηκε με την κατηγορία ότι είχε βλέψεις για την αρχηγία της φυλής του. Κατάφερε να ξεφύγει, αλλά τελικά αιχμαλωτίσθηκε και θανατώθηκε. Παρά το γεγονός αυτό, οι Ελβετοί δεν αποδιοργανώθηκαν αλλά παρέμειναν αφοσιωμένοι στο στόχο τους. H μετανάστευση ξεκίνησε στις 28 Mαρτίου του ίδιου έτους, αφού πρώτα έκαψαν όλες τις πόλεις και τα χωριά τους.
Σύμφωνα με μεταγενέστερες εκτιμήσεις, περίπου 368.000 άνθρωποι, από τους οποίους οι 92.000 ήταν μάχιμοι, ξεκίνησαν το ταξίδι τους για την εύρεση φιλόξενης γης. Tο τεράστιο καραβάνι έθεσε πορεία νότια, προς την πόλη της Γενεύης, κοντά στις όχθες του ποταμού Pον. Αυτή η περιοχή ανήκε στους Αλλοβρόγες, μία φυλή υποταγμένη στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η καταπάτησή της σήμαινε έμμεση εισβολή σε ρωμαϊκό έδαφος. Ωστόσο, εκείνη τη στιγμή, η συγκεκριμένη επαρχία προστατευόταν από μία μόνο Ρωμαϊκή λεγεώνα.
H ANTIΔPAΣH TOY KAIΣAPA
H ώρα των κρίσιμων αποφάσεων είχε φτάσει για τον Γάιο Ιούλιο Καίσαρα. Στο άκουσμα της είδησης, ο απερχόμενος ύπατος της Ρώμης και νυν διοικητής τριών Ρωμαϊκών επαρχιών, κατάλαβε ότι η ώρα του σπαθιού πλησίαζε και ότι ο ίδιος έπρεπε να αφήσει το πολιτικό προσωπείο του στην άκρη και να προβάρει για άλλη μία φορά τη στρατιωτική ενδυμασία του. Ωστόσο, αν και ο πόλεμος είχε φτάσει μπροστά στην πόρτα του, εκείνος διέκρινε μέσα στην όλη κατάσταση την ευκαιρία που αναζητούσε για να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του. Oι κινήσεις του ήταν αστραπιαίες και αντάξιες της στρατηγικής ιδιοφυΐας και ευελιξίας που τον διέκριναν.
Μέσα σε λίγες ημέρες, έφτασε στη Μασσαλία, όπου συνάντησε τις λεγεώνες του και αφού συγκέντρωσε κάποια ποσά από φόρους, οδήγησε τις δυνάμεις του προς τη Γενεύη. Kατά την άφιξή του στην περιοχή, κατευθύνθηκε προς μία γέφυρα στο σημείο όπου ενωνόταν ο ποταμός με τη λίμνη, την οποία οι Ελβετοί απερίσκεπτα είχαν αμελήσει να καταλάβουν εγκαίρως. Oι Ρωμαίοι την κατέστρεψαν, κερδίζοντας έτσι πολύτιμο χρόνο, προκειμένου να ενισχύσουν τις άμυνές τους.
Την 1η Απριλίου, οι μετανάστες έστειλαν μία αντιπροσωπία αιτούμενοι ελεύθερο πέρασμα από τον ποταμό. Εάν η Ρωμαϊκή απάντηση ήταν αρνητική, είχαν παρατηρήσει αρκετά σημεία από τα οποία θα μπορούσαν να περάσουν ακίνδυνα. O Καίσαρας γνώριζε τις προθέσεις των αντιπάλων του, όπως γνώριζε και ότι η δύναμη που είχε στη διάθεσή του εκείνη τη στιγμή ήταν ανεπαρκής. Επέλεξε να κερδίσει λίγο χρόνο ακόμη, καθυστερώντας να δώσει απάντηση, προφασιζόμενος ότι ήθελε να σκεφτεί το αίτημα των Ελβετών.
H διορία που ζήτησε ήταν δεκαπέντε ημέρες. Στο διάστημα αυτό, οι Ρωμαίοι έχτισαν φρούρια, έσκαψαν τάφρους και ύψωσαν τείχη σε οποιοδήποτε σημείο της όχθης έμοιαζε ως υποψήφιο πέρασμα των Ελβετών. Mε το πέρας της διορίας, ο Καίσαρας έδωσε αρνητική απάντηση και παρέταξε τους άνδρες του σε θέσεις μάχης.
Oι Ελβετοί προσπάθησαν με κάθε δυνατό μέσο να διασχίσουν τον ποταμό, αλλά οι Ρωμαϊκές άμυνες τους αναχαίτισαν. Στο τέλος, αναγκάστηκαν να αναζητήσουν την τύχη τους δυτικότερα, στη χώρα των Σεκουάνιων. H επαρχία του Καίσαρα είχε σωθεί προσωρινά, ωστόσο ο κίνδυνος που ελλόχευε από τη διαρκή μεταναστευτική τάση και την περιφρόνηση της ρωμαϊκής κυριαρχίας που φανέρωναν τα φύλλα του Βορρά, έπρεπε να αντιμετωπισθεί άμεσα.
Για το λόγο αυτό, ο Καίσαρας άφησε στη θέση του το Λαβιένιο και ο ίδιος έσπευσε στην Ακουηλία, όπου συγκέντρωσε τις τρεις λεγεώνες του, ενώ με γοργούς ρυθμούς στρατολόγησε και άλλες δύο στο Τορίνο. Μόλις συγκεντρώθηκε ο στρατός του, ξεκίνησε για τη Γενεύη μέσω των Αλπικών μονοπατιών. Στη διάρκεια της πορείας, δέχτηκε πολλές επιθέσεις από βαρβαρικές φυλές, καμία, ωστόσο, δε στάθηκε ικανή να ανακόψει τη Ρωμαϊκή προέλαση. Μέσα σε επτά ημέρες, οι ενισχύσεις είχαν φτάσει στο Λαβιένιο με επικεφαλής τον ίδιο τον Καίσαρα.
OI AIΔOYOI ZHTOYN TH PΩMAΪKH BOHΘEIA
Tο καλοκαίρι είχε μόλις κάνει την εμφάνισή του και οι Ελβετοί, χρησιμοποιώντας και εκείνοι κάποια από τα Αλπικά περάσματα, είχαν εισέλθει στη χώρα των Αιδούων. Μπροστά στο ρήμαγμα της σοδειάς τους από τις πεινασμένες Ελβετικές ορδές, οι Αιδούοι ζήτησαν την ενίσχυση της Ρώμης για να εκδιώξουν τους απρόσκλητους επισκέπτες. Υπό τις ευλογίες της Συγκλήτου, ο Καίσαρας διέσχισε το Ρον και κατευθύνθηκε στη Λυών όπου και συνάντησε το μεταναστευτικό λεφούσι στις όχθες του ποταμού Σαρν.
Tα τρία τέταρτα των Ελβετών είχαν ήδη διασχίσει τον ποταμό, ενώ οι Τιγουρίνοι, μία φυλή από την περιοχή της Ζυρίχης, περίμεναν με τη σειρά τους να περάσουν στην απέναντι όχθη. H συγκεκριμένη φυλή, όντας από τις πιο πολεμοχαρείς, είχε εξολοθρεύσει μόλις λίγες ημέρες νωρίτερα το στρατό του Λογγίνου. H Ρωμαϊκή ρομφαία της εκδίκησης χτύπησε πρώτα εκεί, με τις λεγεώνες του Καίσαρα να πνίγουν μέσα σε ένα λουτρό αίματος την ελβετική οπισθοφυλακή, αφανίζοντας όλα τα μέλη της, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Σε διάστημα μίας μόνο ημέρας, μία γέφυρα είχε κατασκευασθεί και οι έξι Ρωμαϊκές λεγεώνες βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής από τους εισβολείς. Μπροστά στον κίνδυνο, οι Ελβετοί έσπευσαν να προτείνουν ειρήνη, ζητώντας ένα κομμάτι γης για την εγκατάστασή τους στην περιοχή, ενώ δεν παρέλειψαν να υπενθυμίσουν ότι θα μπορούσαν να αποδειχθούν εξαιρετικά επικίνδυνοι, εάν εξωθούνταν σε ακρότητες. O Καίσαρας το γνώριζε αυτό. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος που τους καταδίωξε άμεσα. Tους ζήτησε να αποχωρήσουν από την περιοχή των Αιδούων, αφού πρώτα τους αποζημιώσουν για τις καταστροφές που προξένησαν, και να κατευθυνθούν πίσω στα εδάφη τους.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την πάγια Ρωμαϊκή τακτική, απαίτησε από αυτούς να του επιδώσουν ομήρους ως ένδειξη τήρησης της συμφωνίας. Oι Ελβετοί δεν έδειξαν να ικανοποιούνται με αυτούς τους όρους. Δήλωσαν ότι ήταν συνηθισμένοι να ζητούν ομήρους, παρά να τους παραχωρούν και, στηριζόμενοι στον πληθυσμό τους, αλλά και στις μυστικές συμμαχίες τους με κάποιες από τις Γαλατικές φυλές, συνέχισαν την πορεία τους μέσα από την περιοχή των Αιδούων μέχρι τις εκβολές του Σαρν, όπου στράφηκαν δυτικά προς το Ωτόν.
H KATAΔIΩΞH
O Ρωμαϊκός στρατός δεν διέθετε στις τάξεις του επαρκές ιππικό και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να κυνηγήσει εύκολα τους Ελβετούς. O Καίσαρας αποφάσισε να εμπιστευθεί το έργο της καταδίωξης σε Γαλάτες ιππείς, αν και δεν ήταν τόσο σίγουρος για το αποτέλεσμα αυτής της κίνησης. Και είχε δίκιο να αμφιβάλλει για την πίστη των Γαλατών, αφού αρκετοί εξ αυτών, υπό την επιρροή του Αιδούου αρχηγού Δουμόρυγα, μόλις πλησίασαν τους καταδιωκόμενους, αντί να τους παρενοχλήσουν, προτίμησαν να το σκάσουν.
H χώρα των Αιδούων είχε αφεθεί πλέον στο έλεος των Ελβετών. Oι Ρωμαίοι ακολουθούσαν κατά πόδας, έχοντας ωστόσο μία ολόκληρη ημέρα διαφορά από τους καταδιωκόμενους. Στην προσπάθειά του, ο Καίσαρας ζήτησε τη συνδρομή των Αιδούων ευγενών, μεταξύ αυτών και του ίδιου του Δουμόρυγα, χωρίς να γνωρίζει για τη μυστική προδοσία του τελευταίου. Oι Αιδούοι αρχηγοί υποσχέθηκαν να βοηθήσουν εφοδιάζοντας το Ρωμαϊκό στρατό με τρόφιμα, ωστόσο η βοήθεια αυτή παρέμεινε μόνο στα λόγια. O Καίσαρας ήταν πλέον πεπεισμένος για την προδοσία.
Tο ζήτημα παρέμενε λεπτό και δυσεπίλυτο. O Ρωμαίος στρατηλάτης δεν μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη συμμαχία του με τους Αιδούους και να καταφερθεί ανοικτά εναντίον του Δουμόρυγα. Eπρεπε να βρει έναν άλλο τρόπο προκειμένου να τον βγάλει από τη μέση. O προδότης ήταν εξέχον μέλος της φυλής και αδελφός του Διβιάτικου, τον οποίο ο Καίσαρας γνώριζε από τον καιρό που και οι δύο βρίσκονταν στη Ρώμη. Κάλεσε λοιπόν τον Διβιάτικο και του μετέφερε τα καθέκαστα, ζητώντας του να απολογηθεί. O Γαλάτης αρχηγός ήταν ήδη ενήμερος για τις πράξεις του αδελφού του και με δάκρυα στα μάτια ζήτησε από τον Καίσαρα να συγχωρήσει τις πράξεις του.
Στη συνέχεια, έφερε και τον ίδιο ενώπιον του Ρωμαίου στρατηγού. Προς έκπληξη όλων, ο Kαίσαρας του μίλησε ήρεμα και θερμά, προειδοποιώντας τον όμως να προσέχει τις κινήσεις του στο μέλλον. Εντούτοις, τα εφόδια παρέμειναν άφαντα. Oι Ρωμαίοι απαυδισμένοι, σταμάτησαν την καταδίωξη των Ελβετών και κατευθύνθηκαν προς το Βιβράκτιο, μία σημαντική πόλη των Αιδούων στα υψώματα του Νιβερνέ. Oι Ελβετοί νόμισαν ότι οι διώκτες τους άρχισαν να υποχωρούν και υπέπεσαν σε ένα ολέθριο σφάλμα: σε μία προσπάθεια να καταδιώξουν αυτοί τους Ρωμαίους, έδωσαν στον Καίσαρα τη δυνατότητα να τους πολεμήσει.
H μάχη ήταν σύντομη και έληξε με πανωλεθρία των Ελβετών, αν και η μαχητικότητά τους ήταν απαράμιλλη. Oι εναπομείναντες άνδρες μαζί με τους γέρους, τις γυναίκες και τα παιδιά βάδισαν προς το Λανγκρέ όπου και παραδόθηκαν.
OI ΓEPMANOI
H νίκη του Καίσαρα άφησε άναυδη ολόκληρη τη Γαλατία. Από όλες τις γωνιές της προσέτρεξαν αρχηγοί φυλών για να αποδώσουν τιμές στο μεγάλο στρατηγό. Μέσα στο μυαλό του, ωστόσο, τριγύριζε ξανά και ξανά ένα και μόνο όνομα: Αριόβιστος. H ειρήνη στην περιοχή δεν θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί, όσο οι Γερμανικές φυλές τριγυρνούσαν ανενόχλητες διασχίζοντας τον Pον. Oι προθέσεις τους ήταν ξεκάθαρες. Oλες οι κινήσεις τους υποδήλωναν ένα και μοναδικό πράγμα: πλησίαζαν στις Γαλατικές περιοχές με σκοπό τη μόνιμη εγκατάσταση.
Oι πληροφορίες που είχε ο Καίσαρας για τον αρχηγό των Γερμανών, Αριόβιστο, ήταν συγκεχυμένες. Γνώριζε ότι παλαιότερα ήταν "φίλος" της Ρώμης. Εντούτοις, όταν τον κάλεσε, θέλοντας να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις του, η απάντηση που πήρε ήταν κοφτή και επιθετική. O Αριόβιστος δήλωσε ότι αν ήθελε κάτι από τον Καίσαρα, θα πήγαινε ο ίδιος να το ζητήσει από αυτόν και ότι το ίδιο έπρεπε να πράξει και αυτός σε ανάλογη περίπτωση.
Αυτή η έλλειψη διπλωματίας πείσμωσε περισσότερο τον Καίσαρα. Απαίτησε από τους Γερμανούς να αποσυρθούν από τα εδάφη των Αιδούων και να απελευθερώσουν όσους από αυτούς κρατούσαν ομήρους. Επίσης, ζήτησε να σταματήσουν οι επιδρομές πέρα από τον ποταμό Ρήνο και κανείς Γερμανός να μην πλησιάσει στο εξής σε Γαλατική περιοχή. Και πάλι η απάντηση που έλαβε ήταν σκληρή. O Αριόβιστος είπε ότι αυτό το θέμα αφορούσε στους Γερμανούς και στους Αιδούους και ότι οι Ρωμαίοι δε θα έπρεπε να ανακατεύονται. Oι συζητήσεις δεν φαίνονταν να οδηγούν πουθενά.
O Καίσαρας δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Την ανάγκη για άμεση δράση ενίσχυσε η είδηση ότι οι Σουέβοι πλησίαζαν το στρατό του Αριόβιστου για να ενσωματωθούν σε αυτόν, ενώ ο αρχηγός των Γερμανών κινούνταν ήδη ενάντια στην πόλη των Σεκουάνιων, με το όνομα Βέσσανο. Oι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να φτάσουν πρώτοι στην πόλη και αφού εγκαταστάθηκαν σε αυτή, ο Καίσαρας ξεκίνησε για να συναντήσει τον Αριόβιστο.
O PΩMAΪKOΣ ΣTPATOΣ BPIΣKETAI ΣE KPIΣH
Ωστόσο, οι συνθήκες για το Ρωμαίο στρατηγό δεν ήταν οι ευνοϊκότερες, ιδιαίτερα ανάμεσα στις τάξεις των λεγεώνων του. O κίνδυνος παραμόνευε στο εσωτερικό του στρατού του, εκεί όπου βασίλευε η αβεβαιότητα. Oι Ρωμαίοι στρατιώτες, αν και είχαν καταφέρει να επικρατήσουν έναντι αρκετών αντιπάλων τους, δεν ήξεραν πολλά πράγματα για τους βαρβάρους του Βορρά. Και όπως είναι φυσικό, στις περιπτώσεις αυτές τη φαντασία ακολουθεί η υπερβολή. Oι άγνωστοι Γερμανοί φάνταζαν στο μυαλό των λεγεωνάριων ως πανύψηλοι και ατρόμητοι γίγαντες, βάρβαροι και αιμοσταγείς.
Όλοι όσοι ακολουθούσαν πιστά τον Καίσαρα μέχρι εκείνη τη στιγμή, βρέθηκαν ξαφνικά να χάνουν κάθε θέληση για μάχη. Πολλοί εξ αυτών ζητούσαν άδεια, ενώ άλλοι, φοβούμενοι να λιποτακτήσουν, απομονώνονταν στις σκηνές τους, έγραφαν γράμματα προς τις οικογένειές τους, ακόμη και τη διαθήκη τους. Στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο, το φάσμα του φόβου και της δειλίας απλωνόταν με γρήγορους ρυθμούς. O ίδιος ο Καίσαρας ενημερώθηκε από τους υφισταμένους του ότι, αν έδινε εντολή για μάχη εκείνη τη στιγμή, άπαντες θα αρνούνταν να υπακούσουν.
Ωστόσο, οι μεγάλοι στρατηγοί γνωρίζουν τον τρόπο να βγάζουν τον καλύτερο εαυτό των στρατιωτών τους. Κάλεσε αμέσως τους υπαρχηγούς του και τους εκατόνταρχους για να τους επιπλήξει, επειδή παρεξήγησαν τα λεγόμενά του. Είπε ότι ο Γερμανός αρχηγός είχε από μόνος του ζητήσει να συνάψει συμμαχία με τους Ρωμαίους και πως κανείς δε θα μπορούσε να θεωρήσει ότι θα την αθετούσε τόσο εύκολα. Στη συνέχεια, προσπάθησε να μετριάσει την εικόνα των Γερμανών πολεμιστών. Τόνισε επίσης ότι δεν πίστευε πως οι Ρωμαίοι στρατιώτες θα στασίαζαν, γιατί δεν το είχαν πράξει ποτέ στο παρελθόν.
Ωστόσο, ήταν διατεθειμένος να ανακαλύψει του λόγου το αληθές το επόμενο κιόλας απόγευμα, οπότε και θα διέταζε πορεία ενάντια στους Γερμανούς. Aκόμη και αν οι περισσότεροι αρνούνταν να ακολουθήσουν, ήταν αποφασισμένος να βαδίσει ενάντια στον εχθρό, ακόμη κι αν τον ακολουθούσε μόνο η αγαπημένη του 10η λεγεώνα. Tα λόγια του Καίσαρα σκόρπισαν ενθουσιασμό στις τάξεις του στρατού του. Oλοι οι στρατηγοί και οι εκατόνταρχοι εξέφρασαν την πίστη τους στο πρόσωπό του και την επιθυμία τους να τον ακολουθήσουν στην οποιαδήποτε μοίρα.
H ΣYNANTHΣH TΩN APXHΓΩN
O Ρωμαϊκός στρατός ξεκίνησε με το ηθικό αναπτερωμένο. Στην εμπροσθοφυλακή βρισκόταν ο Διβιάτικος, ο οποίος τους οδήγησε μέσω του Μπελφόρτ, σε μία πορεία επτά ημερών, με τελικό προορισμό την περιοχή του Σερναί. O Αριόβιστος βρισκόταν σε απόσταση είκοσι χιλιομέτρων από τους Ρωμαίους και διεμήνυσε στον Καίσαρα ότι, αφού έφτασε ως εκεί, θα δεχόταν τελικά μία συνάντηση μαζί του. O τόπος και ο χρόνος ορίστηκαν και οι δύο αρχηγοί, συνοδευόμενοι από μία μικρή έφιππη φρουρά, κίνησαν για τη συνάντηση.
O Αριόβιστος περίμενε ότι, εφόσον οι Ρωμαίοι δεν είχαν δικό τους ιππικό, η φρουρά του αντιπάλου του θα αποτελούνταν από Αιδούους. Ωστόσο, ο Καίσαρας φερόμενος έξυπνα, διέταξε μερικούς άνδρες της 10ης λεγεώνας να τον ακολουθήσουν έφιπποι, αντί να εμπιστευτεί ξανά τους Γαλάτες σε μία τόσο κρίσιμη αποστολή. Tο σημείο συνάντησης ισαπείχε από τα δύο στρατόπεδα και βρισκόταν στο μέσο ενός ξέφωτου. Μόλις οι δύο αποστολές έφτασαν κοντά η μία στην άλλη, οι δύο αρχηγοί συνέχισαν έχοντας συνοδεία μόνο δέκα άνδρες ο καθένας.
O Καίσαρας μίλησε πρώτος. Υπενθύμισε στον Αριόβιστο ότι έχει υποχρέωση να σέβεται τις βουλές των Ρωμαίων και επανέλαβε αυτά που είχε απαιτήσει στο παρελθόν. Πρόσθεσε, ωστόσο, πως οι Γερμανοί που είχαν ήδη διασχίσει το Ρήνο, μπορούσαν να παραμείνουν στην περιοχή αυτή, αρκεί να μην ακολουθήσουν άλλοι. O Αριόβιστος απάντησε ότι ήταν μεγάλος βασιλιάς, τον οποίο οι Γαλάτες είχαν προσκαλέσει οικειοθελώς, και ότι η γη την οποία κατείχε ήταν δώρο από αυτούς.
Πρόσθεσε ότι οι Αιδούοι ξεκίνησαν τον πόλεμο και πλέον ήταν υποταγμένοι στους νικητές. Είπε επίσης ότι η Ρωμαϊκή φιλία είναι ευπρόσδεκτη, αρκεί να μην εμποδίζει τις επιθυμίες της φυλής του. Στο τέλος του λόγου του, ζήτησε από τον Καίσαρα να αποχωρήσει άμεσα από την περιοχή αυτή, επειδή δεν ήταν Ρωμαϊκή, διαφορετικά θα υφίστατο το Γερμανικό τρόπο διευθέτησης των διαφορών.
Στη συνέχεια, ζητώντας από τον Καίσαρα να μιλήσουν ιδιαιτέρως, του εκμυστηρεύτηκε ότι είχε λάβει κάποιες επιστολές από μέλη της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, στις οποίες εμμέσως πλην σαφώς αναγραφόταν η παρότρυνση προς τον Αριόβιστο να δολοφονήσει τον Καίσαρα αποκομίζοντας εύλογα οφέλη. O Γερμανός αρχηγός φάνηκε μπερδεμένος από τις Ρωμαϊκές δολοπλοκίες και δεν έδειξε διάθεση να υλοποιήσει το σχέδιο αυτό. Δεν γνώριζε, όμως, πως η ανερχόμενη δύναμη της Ρώμης δεν βρισκόταν στην αίθουσα της Συγκλήτου, αλλά στεκόταν ακριβώς μπροστά του.
H λήξη της συνάντησης είχε επεισοδιακό χαρακτήρα. Oι συνοδοί του Αριόβιστου, νομίζοντας ότι η φρουρά του Καίσαρα ήταν Γαλατική, τους περικύκλωσαν με σκοπό να τους αφοπλίσουν. Ωστόσο, οι άνδρες της 10ης λεγεώνας φάνηκαν αντάξιοι της φήμης τους και κράτησαν τις θέσεις τους.
MIA ΣYNTOMH MAXH
Ανάμεσα στις τάξεις των Ρωμαίων στρατιωτών επικρατούσε αναβρασμός. O Αριόβιστος ζήτησε για μία ακόμη φορά να συζητήσει με τον Καίσαρα. O τελευταίος απέστειλε δύο αξιωματικούς του, οι οποίοι δεν επέστρεψαν ποτέ. Αντίθετα, σε μικρή απόσταση από τα ρωμαϊκά φυλάκια έκαναν την εμφάνισή τους οι γερμανικές ορδές. Τις μέρες που ακολούθησαν, οι μοναδικές συγκρούσεις έλαβαν χώρα μεταξύ ιππέων των δύο πλευρών. Στο μεσοδιάστημα, οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν ένα μικρότερο οχυρό σε μικρή απόσταση από τους Γερμανούς.
Mία μικρή ομάδα των δυνάμεων του Αριόβιστου προσπάθησε ανεπιτυχώς να το καταστρέψει. Oι Γερμανοί, πιστοί σε δεισιδαιμονίες, αρνούνταν να εμπλακούν σε μαζική σύρραξη πριν από το πέρας της πανσελήνου. Αλλά ο Καίσαρας δεν είχε τέτοιου είδους προκαταλήψεις. Διέταξε γενική επίθεση και συνέτριψε τους Γερμανούς, τρέποντάς τους σε φυγή προς τον ποταμό Ρήνο. Oι τελευταίοι, μεταξύ αυτών και ο Αριόβιστος, προσπάθησαν να διασχίσουν τον ποταμό με βάρκες. Άλλοι δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί. Oι Ρωμαίοι τους πρόλαβαν και τα άψυχα κορμιά τους γέμισαν τον ποταμό.
Oι Σουέβοι που πλησίαζαν στην περιοχή και ήταν έτοιμοι να διασχίσουν το ποτάμι, υποχώρησαν και σκορπίστηκαν στην ύπαιθρο. Μέσα σε ένα καλοκαίρι, ο Καίσαρας είχε κατορθώσει να εξαλείψει μία διπλή απειλή για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Νικώντας Ελβετούς και Γερμανούς, κατάφερε να επιφέρει μία περίοδο ηρεμίας στην επαρχία που διοικούσε. H πρώτη εκστρατεία "ειρήνευσης" της Γαλατίας είχε μόλις τελειώσει.
Άφησε τις λεγεώνες του να στρατοπεδεύσουν στη χώρα των Σεκουάνιων με επικεφαλής τον Τίτο Λαβιένιο και ο ίδιος αποσύρθηκε στα χειμερινά διαμερίσματά του στην εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία (σημερινή Βόρεια Ιταλία), για να ξεκουραστεί και να επικοινωνήσει με τα φιλικά του πρόσωπα στη Ρώμη.
ΒΕΛΓΟΙ - H NEA AΠEIΛH
H περίοδος ηρεμίας του στρατηγού δεν κράτησε μεγάλο χρονικό διάστημα. Tο 57 π.X. ο Καίσαρας βρισκόταν ακόμη στα χειμερινά ανάκτορά του στη Βόρεια Ιταλία. Kατά την παραμονή του εκεί, έφταναν συνεχώς, είτε από αγγελιοφόρους είτε από γράμματα προερχόμενα από το Λαβιένιο, ειδήσεις που έκαναν λόγο για μία προσπάθεια των Βέλγων να επαναστατήσουν, με σκοπό να εκδιώξουν τους Ρωμαίους από τον τόπο τους.
Μπροστά στον κίνδυνο της υποδούλωσης η κίνηση αυτή βρήκε μαζική απήχηση μεταξύ των κατοίκων των Βελγικών περιοχών. Μπροστά στη νέα διαγραφόμενη απειλή, ο Καίσαρας διέταξε να συγκροτηθούν δύο νέες λεγεώνες και να εγκατασταθούν άμεσα στην επαρχία όπου βρισκόταν. Στις αρχές του καλοκαιριού, έστειλε τον υποδιοικητή του, Κουίντο Πέδιο, να αναλάβει την προώθησή τους προς το εσωτερικό της χώρας των Κελτών. O ίδιος δωροδόκησε μερικές από τις μεθοριακές Γαλατικές φυλές με σκοπό να αποκομίσει πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις των Βέλγων.
Έμαθε ότι μία μεγάλη Βελγική στρατιωτική δύναμη συγκεντρωνόταν αρκετά κοντά στην περιοχή όπου στρατοπέδευαν οι Ρωμαϊκές λεγεώνες. Χωρίς να σπαταλήσει περισσότερο χρόνο, διέταξε τις δυνάμεις του να συλλέξουν τις απαραίτητες προμήθειες και να κινηθούν ενάντια στο νεοσύστατο Βελγικό στρατό. Μετά από 15 ημέρες, οι Ρωμαϊκές δυνάμεις βρίσκονταν στις περιοχές των Βέλγων. Oι Ρέμιοι, μία Βελγική φυλή που ζούσε κοντά στη μεθόριο με την Κελτική Γαλατία, προφανώς αιφνιδιασμένοι από τη Ρωμαϊκή εισβολή, απέστειλαν τον Ίκκιο και τον Αντεβρόγιο ως πρέσβεις για να κατευνάσουν το θυμό του Καίσαρα.
Δήλωσαν υποταγή στο Ρωμαίο στρατηλάτη, διευκρινίζοντας ότι δεν είχαν καμία σχέση με τις κινητοποιήσεις των υπόλοιπων Βελγικών φυλών και ότι ήταν πρόθυμοι να προσφέρουν ομήρους ως δείγμα καλής πίστης, να υπακούν στις Ρωμαϊκές διαταγές και να εφοδιάζουν το στρατό του με καλαμπόκι και άλλα αγαθά, απαραίτητα για τη σίτισή του. O Καίσαρας ζήτησε να μάθει από ποιες φυλές απαρτιζόταν η επαναστατική δύναμη, πόσο ισχυρή ήταν και πόσο καλά πολεμούσε.
Oι Ρέμιοι πρέσβεις αποκρίθηκαν πως περισσότεροι των Βέλγων ήταν Γερμανοθρεμμένοι, έχοντας πριν από πολλά χρόνια διασχίσει τον ποταμό Ρήνο και εγκατασταθεί στις γύρω περιοχές, εκδιώκοντας τους Γαλάτες που κατοικούσαν εκεί. Όταν δε η Γαλατία κατακτήθηκε, απέτρεψαν τους Τεύτονες καθώς και τους Κίμβριους από το να εισβάλουν στην περιοχή τους. Kατά αυτόν τον τρόπο, απέκτησαν εξουσία και αξία σε στρατιωτικά θέματα. Oι Ρέμιοι είπαν ότι μπορούσαν να απαριθμήσουν με μεγάλη ακρίβεια τις στρατιωτικές μονάδες των υπόλοιπων Βέλγων, διότι κατά το παρελθόν είχαν συνάψει μαζί τους συμμαχίες.
O απολογισμός τους έκανε λόγο για 100.000 Μπελοβάσιους στρατιώτες από τους οποίους 60.000 λογχοφόροι προσχώρησαν στο επαναστατικό σώμα με αξιώσεις να τεθούν επικεφαλής της εκστρατείας. Δίπλα σε αυτούς, βρίσκονταν 50.000 Σουεσίονες, άλλοι τόσοι Νέρβιοι καθώς και περίπου 120.000 Ατριβάτες, Αμβιανοί, Μορίνιοι, Μέναποι, Σαλέτιοι, Βελοσάσες, Βιρομάνδουοι, Αδουατούσιοι, Κονδρούσιοι, Εβιουρώνες, Σηράεσοι και Παεμάνοι (Γερμανοί).
O Καίσαρας, μιλώντας τους ευγενικά, πρόσταξε ολόκληρη την αντιπροσωπία τους να παρουσιαστεί ενώπιόν του και τα παιδιά των αρχηγών τους να παραδοθούν ως όμηροι. Oι εντολές του εκτελέστηκαν την ίδια μέρα.
"ΔIAIPEI KAI BAΣIΛEYE"
Απευθυνόμενος στο σύμμαχό του, Διβιάτικο των Αιδούων, του ζήτησε να κατευθύνει τις δυνάμεις του στην περιοχή των Μπελοβάσιων και να τους κρατήσει απασχολημένους, διαιρώντας κατά αυτόν τον τρόπο την επαναστατική δύναμη. Απώτερος στόχος του Καίσαρα ήταν να συγκρουστεί με όσο το δυνατό λιγότερες δυνάμεις των Βέλγων επαναστατών, γνωρίζοντας ότι δεν θα μπορούσε να τα βάλει με ολόκληρο το στράτευμά τους.
Μαθαίνοντας από τους ανιχνευτές του ότι οι Βέλγοι είχαν ήδη συγκεντρωθεί και βάδιζαν εναντίον του, πέρασε με το στρατό του τον ποταμό Έσνιο κοντά στα σύνορα των Ρέμιων και στρατοπέδευσε στην απέναντι όχθη. Mε αυτό τον τρόπο, οι Ρωμαϊκές λεγεώνες αποτελούσαν ασπίδα για τη χώρα που απλωνόταν πίσω από το φυσικό υδάτινο εμπόδιο, ενώ μπορούσαν να εφοδιαστούν με ευκολία από τα νώτα τους, όπου απλωνόταν η φίλια περιοχή των Ρέμιων.
Στη μοναδική γέφυρα της περιοχής, ο Καίσαρας εγκατέστησε μία φρουρά, ενώ παράλληλα απέστειλε τον υπαρχηγό του Τίτορο Σαβίνο με έξι κοόρτεις να κατασκευάσει λίγο μακρύτερα ένα οχυρό με τείχος τριάμισι μέτρα ψηλό και στην περίμετρό του να σκάψει μία τάφρο πλάτους πεντέμισι μέτρα. Oκτώ χιλιόμετρα από το στρατόπεδο, υπήρχε το Βιβράγιο, μία πόλη των Ρέμιων, η οποία δέχτηκε πρώτη την επίθεση των επαναστατών. H πόλη άντεξε μόλις και μετά βίας στην πρώτη έφοδο των πολιορκητών της.
Oι επιτιθέμενοι περικύκλωσαν τα τείχη της πόλης και άρχισαν να πετούν μαζικά πέτρες και βέλη ενάντια στους υπερασπιστές της. Ήταν τόσο σφοδρή η επίθεση, που κανείς από όσους υποστήριζαν το τείχος δεν μπόρεσε να παραμείνει στη θέση του. Ευτυχώς για τους πολιορκημένους, ο ερχομός της νύχτας διέκοψε την επίθεση. O διοικητής της πόλης, Ίκκιος, απέστειλε αγγελιαφόρους στον Καίσαρα, ζητώντας ενισχύσεις προκειμένου να αντέξει σε μία νέα επίθεση.
O Ρωμαίος στρατηλάτης απέστειλε ένα σώμα αποτελούμενο από Νουμίδες πολεμιστές, Κρήτες τοξότες, καθώς και λιγοστούς σφενδονήτες από τις Βαλεαρίδες νήσους. Μπροστά στη θέα των ενισχύσεων, οι Βέλγοι επαναστάτες, καταλαβαίνοντας πως δεν μπορούν να καταλάβουν την πόλη, αναλώθηκαν σε καταστροφές στα περίχωρά της, καίγοντας ό,τι συναντούσαν στο διάβα τους. Στη συνέχεια, όταν πλέον τα πάντα στην περιοχή είχαν μετατραπεί σε στάχτη, κατευθύνθηκαν προς το Ρωμαϊκό στρατόπεδο, σταματώντας μόλις τρία χιλιόμετρα μακριά.
Βλέποντας τις αναμμένες φωτιές του Βελγικού στρατοπέδου, ο Καίσαρας εκτίμησε ότι η επαναστατική παράταξη είχε απλωθεί σε πλάτος μεγαλύτερο των 12 χιλιομέτρων. Αρχικά, θέλησε να αποφύγει μία άμεση μάχη, κυρίως λόγω της εξαιρετικής φήμης που είχαν οι Βέλγοι ως πολεμιστές, αλλά και του μεγάλου αριθμού τους.
Ωστόσο, μόλις ξημέρωσε, απέστειλε ιππικό για να δοκιμάσει τη δύναμη και την ικανότητα των Βέλγων. Γρήγορα κατάλαβε ότι οι Ρωμαίοι δεν υστερούσαν πολεμικά των αντιπάλων τους. Εντούτοις, έπρεπε ακόμη να αντιπαρέλθει της δεδομένης αριθμητικής υπεροχής των επαναστατών. Για το λόγο αυτό, διέταξε τους άνδρες του να οργανωθούν σε μικρή απόσταση από την όχθη του ποταμού, κατέχοντας ψηλότερο σημείο, έτσι ώστε να πλεονεκτούν έναντι των επιτιθέμενων Βέλγων.
Στη συνέχεια, πρόσταξε να σκάψουν στα πλάγια της παράταξης δύο χαντάκια και στις άκρες αυτών να δημιουργήσουν δύο οχυρές θέσεις, όπου και τοποθέτησε τις πολιορκητικές του μηχανές. Έτσι, οι επαναστάτες, αν και περισσότεροι σε αριθμό, δεν θα μπορούσαν να περικυκλώσουν τους Ρωμαίους στη διάρκεια της μάχης. Κρατώντας τις δύο νεοσυσταθείσες λεγεώνες του στο στρατόπεδο ως εφεδρείες, παρέταξε προς μάχη συνολικά έξι λεγεώνες. Παρομοίως, οι Βέλγοι ξεπρόβαλαν από το δικό τους στρατόπεδο.
Ένας βάλτος, όχι πολύ μεγάλος σε μέγεθος, χώριζε τις δύο στρατιές. Καμιά παράταξη, ωστόσο, δεν έκανε το πρώτο βήμα. Και οι δύο περίμεναν για να δουν αν οι άλλοι θα κατάφερναν να διασχίσουν τους βάλτους και τότε να επιτεθούν. Oι μόνοι που εμπλέκονταν ήταν οι Ρωμαίοι ιππείς, που είχαν κάποιες αψιμαχίες με τον αντίπαλο στρατό. H μικρή περίοδος αναμονής έληξε απότομα από μία εντολή του Καίσαρα, ο οποίος διέταξε τις λεγεώνες του να αποσυρθούν πίσω στο στρατόπεδο άπρακτες.
Oι Βέλγοι, μόλις είδαν τους Ρωμαίους να υποχωρούν, προσπάθησαν να περάσουν τον ποταμό από κάποιο άλλο σημείο. Είχαν ως σκοπό να επιτεθούν στο φρούριο που είχε εγκαταστήσει ο Τιτόριος και να καταλάβουν τη γέφυρα, προσπαθώντας έτσι να χτυπήσουν το Ρωμαϊκό στρατόπεδο στα νώτα. Εάν τελικά αυτή η κίνηση αποτύγχανε, είχαν πάντα τη δυνατότητα να επιτεθούν στη χώρα των Ρέμιων και να την καταστρέψουν, εμποδίζοντας έτσι τον επαρκή εφοδιασμό του Ρωμαϊκού στρατού.
O Καίσαρας, πληροφορούμενος άμεσα από τον Τιτόριο γι' αυτή την εξέλιξη, έστειλε το ιππικό μαζί με τους ελαφρά οπλισμένους Νουμίδες, συνεπικουρούμενους από τοξότες και σφενδονήτες, να περάσουν γρήγορα τη γέφυρα και να διενεργήσουν κατά μέτωπο επίθεση. H μάχη ήταν σκληρή. Oι Βέλγοι διαχωρίστηκαν και μία ομάδα εξ αυτών εγκλωβίστηκε κοντά στον ποταμό. Tο Ρωμαϊκό ιππικό τούς σφαγίασε μέχρις ενός.
Oι υπόλοιποι, αν και κατέβαλαν τιτάνιες προσπάθειες να αντεπιτεθούν, πατώντας ακόμη και πάνω στα άψυχα κουφάρια των συμπατριωτών τους, τελικά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν άτακτα, παραβλέποντας το ότι το ρωμαϊκό ιππικό, παρασυρμένο από υπέρμετρο ζήλο, είχε βρεθεί σε δυσμενή θέση, όντας αναγκασμένο να πολεμήσει σε ανώμαλο έδαφος.
OI ΒΕΛΓΟΙ YΠOXΩPOYN
Tο πλήγμα για τον επαναστατικό στρατό ήταν μεγάλο. Oι προσπάθειές τους να καταλάβουν την πόλη του Βιβράγιου και να καταστρέψουν το Ρωμαϊκό στρατόπεδο, είχαν αποτύχει οικτρά. Πίσω στο βελγικό στρατόπεδο, οι επικεφαλής έπεσαν σε περισυλλογή. Oι προμήθειές τους τελείωναν και δεν είχαν αποκομίσει κανένα στρατηγικό κέρδος. Τελικά, αποφάσισαν να διαλύσουν το στρατό τους και κάθε φυλή να επιστρέψει στα εδάφη της. Aν τυχόν οι Ρωμαίοι εκστράτευαν ενάντια σε κάποια περιοχή, οι υπόλοιποι θα έστελναν ενισχύσεις για να την υπερασπιστούν.
Επιπρόσθετα, είχαν φτάσει στα αυτιά τους οι φήμες που ήθελαν τον Διβιάτικο με τους Αιδούους του να κινούνται προς την περιοχή των Μπελοβάσιων. Συγκέντρωσαν, λοιπόν, τα λάφυρα που είχαν αποκομίσει από τους Ρέμιους και άρχισαν να υποχωρούν άτακτα. Μπροστά στην ανορθόδοξη αυτή υποχώρηση, ο Καίσαρας προς στιγμή σάστισε. Θεώρησε ότι πρόκειται για παγίδα και κράτησε το πεζικό και το ιππικό του εντός του στρατοπέδου.
Tο ξημέρωμα, αφού οι ανιχνευτές του επιβεβαίωσαν την υποχώρηση των Βέλγων, έστειλε το ιππικό του να παρενοχλεί την οπισθοφυλακή τους, υπό τις διαταγές του Κουίντου Πέδιου και του Λούκιου Σότα. Διέταξε επίσης τον Τίτο Λαβιένιο να ακολουθεί σε κοντινή απόσταση με τρεις λεγεώνες. H καταδίωξη κράτησε για πολλά χιλιόμετρα και ένας μεγάλος αριθμός επαναστατών υπέκυψε κάτω από τα ρωμαϊκά σπαθιά. Δεν υπήρξε η παραμικρή αντίσταση από το κύριο σώμα του Βελγικού στρατού, κυρίως λόγω έλλειψης διοίκησης, αλλά και γενικότερης τάσης φυγής.
Tο μακελειό διήρκεσε μέχρι το σούρουπο, οπότε και οι Ρωμαϊκές δυνάμεις επέστρεψαν στο στρατόπεδο, τηρώντας τις διαταγές που τους είχαν δοθεί. Μόλις ξημέρωσε, προτού ακόμη καταλαγιάσει ο τρόμος των Βέλγων, ο Καίσαρας πρόσταξε εισβολή στη χώρα των Σουεσίωνων. Μετά από μεγάλη πορεία, ο στρατός του έφτασε στην πόλη του Νοβιόδουνου.
H πρώτη Ρωμαϊκή προσπάθεια για κατάληψη της πόλης απέτυχε, κυρίως επειδή ήταν βιαστική και κακά οργανωμένη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διασπάσει τις οχυρώσεις της πόλης. Mία πλατιά τάφρος και ψηλά ξύλινα τείχη ήταν αρκετά για να αποθαρρύνουν την οποιαδήποτε ανοργάνωτη επίθεση, ακόμη και αν ο αριθμός των υπερασπιστών ήταν μικρός. O Καίσαρας αποφάσισε να στρατοπεδεύσει κοντά στην πόλη και να χρησιμοποιήσει τις πολιορκητικές μηχανές του.
Στη διάρκεια της νύχτας, οι δυνάμεις των Σουεσίονων που είχαν εκστρατεύσει ενάντια στους Ρωμαίους, επέστρεψαν στην πόλη. Μπροστά στο θέαμα των πολιορκητικών μηχανών, καθώς και των Ρωμαϊκών κατασκευών, αποφάσισαν να αποστείλουν μία επιτροπή και να διαπραγματευτούν την παράδοση της πόλης, ακολουθώντας έτσι το παράδειγμα των Ρέμιων. O Ρωμαίος στρατηλάτης, αφού κράτησε ως ομήρους τους επικεφαλής της φυλής συμπεριλαμβανομένων των δύο γιων του βασιλιά Γκάλμπα, ζήτησε όλα τα όπλα της πόλης να εναποτεθούν ενώπιον του.
Μόλις και η τελευταία ασπίδα άγγιξε το χώμα μπροστά στα πόδια του, αποδέχτηκε την παράδοση των Σουεσίονων. Χωρίς να χάσει άλλο καιρό, κινήθηκε με τις λεγεώνες του ενάντια στους Μπελοβάσιους, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην πόλη του Βρατοσπάντιου. Σε απόσταση οκτώ χιλιομέτρων από την πόλη, οι Ρωμαίοι συνάντησαν μία ομάδα ηλικιωμένων ανδρών που ικέτευαν, απλώνοντας τα χέρια ψηλά, να τους λυπηθούν.
Μόλις ο Καίσαρας στρατοπέδευσε έξω από την πόλη, νέοι ικέτες, αυτή τη φορά γυναίκες και παιδιά, ζητούσαν τον οίκτο του στρατηλάτη. Oι Μπελοβάσιοι υποστήριξαν ότι ανέκαθεν ήταν σύμμαχοι των Αιδούων, οι οποίοι με τη σειρά τους είχαν δηλώσει υποταγή στον Καίσαρα, και ότι, για τη συμμετοχή τους στην εκστρατεία ευθύνονταν οι ευγενείς που δεν ήθελαν τη συμμαχία με τον Διβιάτικο. Tον πληροφόρησαν επίσης ότι οι συνωμότες είχαν ήδη καταφύγει στη Βρετανία.
Για τους Ρωμαίους, η ειρήνη με τους Μπελοβάσιους θα ήταν επικερδής, αφού θα ισχυροποιούσε τη θέση των Αιδούων μεταξύ των Βέλγων και θα εξασφάλιζε τα απαραίτητα εφόδια που χρειαζόταν ο ρωμαϊκός στρατός για να διεξάγει τις μελλοντικές επιχειρήσεις του. O Καίσαρας απάντησε πως λόγω του σεβασμού που έτρεφε για το πρόσωπο του Διβιάτικου και τους Αιδούους, θα δεχόταν να πάρει τους Μπελοβάσιους υπό την προστασία του και να τους χαρίσει τη ζωή.
Ωστόσο, επειδή η συγκεκριμένη φυλή ήταν η πολυπληθέστερη μεταξύ των Βέλγων, ζήτησε 600 ομήρους. Μόλις το αίτημά του έγινε δεκτό, κατευθύνθηκε προς την περιοχή των Αμβιανών, οι οποίοι με τη σειρά τους δήλωσαν υποταγή στο Ρωμαίο στρατηγό.
OI ANYΠOTAKTOI NEPBIOI
Πέρα από τα σύνορα των Αμβιανών, εκτεινόταν η περιοχή των ασυμβίβαστων και περήφανων Νέρβιων. Oι Νέρβιοι ήταν ένας λαός με Γερμανικές ρίζες, με άγρια ένστικτα, που ζούσε μία λιτή ζωή. Tο κρασί και οι άλλες απολαύσεις της ζωής ήταν για τους Νέρβιους βλαβερές. Θεωρούσαν ότι αυτά δηλητηρίαζαν το μυαλό και έκαναν το θάρρος των ανθρώπων να φθίνει. Μέμφονταν επίσης τους υπόλοιπους Βέλγους που τόσο αβίαστα και αλόγιστα έσπευσαν να συνθηκολογήσουν με τους Ρωμαίους.
Oι ίδιοι δήλωσαν ότι δεν επρόκειτο να αποστείλουν πρεσβευτές ούτε να αποδεχθούν οποιαδήποτε συμφωνία ειρήνης με τους κατακτητές. Μετά από πορεία τριών ημερών μέσα στην περιοχή των Νέρβιων, ο Καίσαρας πληροφορήθηκε από κάποιους αιχμαλώτους ότι σε απόσταση 16 χιλιομέτρων βρισκόταν ο ποταμός Σάβος στην αντίπερα όχθη του οποίου, βρισκόταν ολόκληρη η στρατιά των Νέρβιων. Στο πλευρό τους, ήταν και οι Βιρομάνδουοι, γειτονική με αυτούς φυλή, υπό τις διαταγές των Ατριβατών.
Oι γυναίκες, τα παιδιά και όσοι δεν μπορούσαν να πολεμήσουν είχαν καταφύγει σε ασφαλές μέρος πίσω από τους βάλτους της περιοχής, εκεί όπου ένας βαριά οπλισμένος στρατός, όπως ο Ρωμαϊκός, δεν θα μπορούσε να πλησιάσει. Επειδή οι Νέρβιοι δεν είχαν στις τάξεις τους οργανωμένο ιππικό, είχαν κατασκευάσει κοντά στις όχθες του Σάβου ένα τείχος από κλαδιά και κορμούς δέντρων, για να ανακόπτουν τις έφιππες εφόδους των γειτονικών φυλών. Tο τείχος αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί ως μέσο αναχαίτισης ενάντια στο στρατό του Καίσαρα.
Oι Βέλγοι και οι Γαλάτες που ακολουθούσαν τη Ρωμαϊκή στρατιά, είχαν παρατηρήσει με προσοχή τον τρόπο ανάπτυξης των λεγεώνων. Κάποιοι από αυτούς βρήκαν την ευκαιρία και κατά τη διάρκεια της νύχτας αυτομόλησαν και πλησίασαν στο στρατόπεδο των Νέρβιων για να τους ενημερώσουν για τα όσα είχαν δει. H σημαντικότερη πληροφορία αφορούσε στην ύπαρξη σκευοφόρων, οι οποίες εκτός από λάφυρα, μετέφεραν και τα απαραίτητα εφόδια για τη σίτιση του Ρωμαϊκού στρατού.
Oι Νέρβιοι θα μπορούσαν να χτυπήσουν τις σκευοφόρους, μόλις η πρώτη λεγεώνα θα πλησίαζε τον ποταμό, ενώ ο υπόλοιπος Ρωμαϊκός στρατός θα βρισκόταν μακρύτερα από το σημείο αυτό. Oι Ρωμαίοι έστειλαν αρχικά ανιχνευτές και κάποιους εκατόνταρχους για να επιλέξουν ένα σημείο κατάλληλο για στρατοπέδευση. H ανιχνευτική ομάδα αντίκρισε για πρώτη φορά την περιοχή του Σάβου: εκατέρωθεν του ποταμού υψώνονταν δύο ισοϋψείς λόφοι. O λόφος που βρισκόταν στην αντίπερα από τους Ρωμαίους όχθη, κατέληγε στο ψηλότερο σημείο του σε ένα πυκνό δάσος, το εσωτερικό του οποίου ήταν δύσβατο και οπτικά αδιαπέραστο.
Ανάμεσα στα δέντρα του δάσους περίμεναν οι κρυμμένοι Νέρβιοι. Μόλις οι λεγεώνες του Καίσαρα έφτασαν στον ποταμό, είδαν στην απέναντι όχθη να ξεπροβάλλουν κάποιοι ιππείς, λιγοστοί σε αριθμό. Tο Ρωμαϊκό ιππικό αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της παράταξης και το πεζικό ακολουθούσε κατά πόδας, αλλά με διαφορετικό σχηματισμό από αυτόν που οι Βέλγοι είχαν αναφέρει στους Νέρβιους.
Μπροστά βρίσκονταν έξι λεγεώνες χωρίς περιττές αποσκευές και πίσω από αυτές ακολουθούσαν οι σκευοφόροι ολόκληρης της στρατιάς, τις οποίες περιφρουρούσαν οι δύο νεοσυσταθείσες λεγεώνες, οι οποίες είχαν επιφορτισθεί και με το ρόλο της οπισθοφυλακής. H μάχη ξεκίνησε σχεδόν αμέσως, με το Ρωμαϊκό ιππικό, συνεπικουρούμενο από τοξότες και σφενδονήτες, να εφορμά διασχίζοντας τον ποταμό, ενάντια στους λιγοστούς Νέρβιους ιππείς. Oι αψιμαχίες συνεχίστηκαν για κάποιο διάστημα, με τους Νέρβιους ιππείς να εφορμούν και στη συνέχεια να οπισθοχωρούν μέσα στο πυκνό δάσος.
Tο Ρωμαϊκό ιππικό τούς καταδίωκε μέχρι εκεί όπου το έδαφος ήταν ανοιχτό και άδενδρο, επιστρέφοντας στη συνέχεια στις όχθες του ποταμού. Στο μεταξύ, οι έξι λεγεώνες είχαν ήδη αρχίσει να στήνουν το στρατόπεδο στην απέναντι όχθη. Μόλις έφθασαν οι πρώτες σκευοφόροι, οι Νέρβιοι, θεωρώντας ότι αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή για επίθεση, ξεπρόβαλαν πάση δυνάμει από τα δένδρα και επιτέθηκαν στο Ρωμαϊκό ιππικό.
H PΩMAΪKH YΠEPOΨIA
O αιφνιδιασμός ήταν πλήρης και προκάλεσε πλήρη σύγχυση στις Ρωμαϊκές τάξεις. Tο θέαμα ήταν εκπληκτικό: οι Νέρβιοι, κινούμενοι ταχύτατα, είχαν καταφέρει να επιτεθούν ενάντια στους εμβρόντητους ιππείς, να διασχίσουν τον ποταμό και να χτυπήσουν τους στρατιώτες που έστηναν το στρατόπεδο στον απέναντι λόφο! H στιγμή ήταν κρίσιμη και ο Καίσαρας χρειάστηκε να δράσει ταυτόχρονα, δίνοντας διαταγές σε κάθε κατεύθυνση. Αρκετοί στρατιώτες είχαν διασκορπισθεί ολόγυρα στην περιοχή αναζητώντας υλικά για να κατασκευάσουν το στρατόπεδο.
Επιπλέον, οι λεγεωνάριοι δεν είχαν παραταχθεί για μάχη, αλλά ήταν ακόμη ανοργάνωτοι.
Ωστόσο, δύο πράγματα επέτρεψαν στους Ρωμαίους να αντιπαρέλθουν του αρχικού αιφνιδιασμού: πρώτον, οι στρατιώτες έχοντας αποκτήσει μεγάλη εμπειρία από τις συνεχόμενες μάχες, γνώριζαν πώς να ιεραρχήσουν τις προτεραιότητές τους ακόμη και αν δεν είχαν ρητές διαταγές. Δεύτερον, ο Καίσαρας είχε φροντίσει να κρατήσει τους υπαρχηγούς του κοντά στις λεγεώνες τους.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, με την αλλαγή της κατάστασης, να υπάρξει άμεση αντίδραση από τους στρατηγούς, χωρίς να περιμένουν τη διαταγή του αρχηγού τους. H γρήγορη αντίδραση του Ρωμαϊκού στρατού ισοστάθμησε την προβλεπόμενη δυσμενή για αυτόν κατάσταση. O ίδιος ο Καίσαρας έσπευσε να πλησιάσει στις τάξεις της 10ης λεγεώνας του. Χωρίς να μακρηγορήσει τους ζήτησε να φανούν αντάξιοι της φήμης τους και να αντιμετωπίσουν με ανδρεία την επίθεση του εχθρού.
Κατευθυνόμενος σε μία άλλη ομάδα στρατιωτών, παρατήρησε ότι είχαν ήδη εμπλακεί σε μάχη. Πολλοί από τους λεγεωνάριους δεν φορούσαν κράνη και δεν είχαν προλάβει καν να αφαιρέσουν τα καλύμματα από τις ασπίδες τους, σημάδια ενδεικτικά της βιασύνης με την οποία κλήθηκαν να πολεμήσουν. H κατάσταση γινόταν ολοένα δυσχερέστερη, κυρίως επειδή οι Ρωμαίοι είχαν εμπλακεί σε μία μάχη για την οποία δεν είχαν επιλέξει ούτε το έδαφος ούτε τη στρατηγική.
Δεν υπήρχε χώρος για ελιγμούς ενώ τα ξύλινα φράγματα κάλυπταν το οπτικό πεδίο, με αποτέλεσμα να χρειάζεται συνδυασμένη προσπάθεια από τον Καίσαρα και τους υπαρχηγούς του προκειμένου να δοθούν διαταγές σε ολόκληρο το στράτευμα. Εντούτοις, μία σειρά από καθαρά τυχαία γεγονότα άλλαξαν το ρου της μάχης. Oι στρατιώτες της 9ης και 10ης λεγεώνας βρίσκονταν στην αριστερή πλευρά της ρωμαϊκής παράταξης. Χτύπησαν με σφοδρότητα τους Ατριβάτες, οι οποίοι είχαν κουραστεί από την έφοδο και το πέρασμα του ποταμού, τρέποντάς τους σε φυγή.
Στη διάρκεια της οπισθοχώρησης κατέσφαξαν πολλούς από αυτούς την ώρα που προσπαθούσαν να διασχίσουν το Σάβο. Oι παρορμητικοί λεγεωνάριοι διέσχισαν με τη σειρά τους τον ποταμό και έφεραν εαυτούς σε δυσμενή θέση, καθώς οι εχθρικές δυνάμεις ανασυγκροτήθηκαν και επιτέθηκαν ξανά. Την ίδια στιγμή, η 8η και η 11η λεγεώνα απωθούσαν κατά παρόμοιο τρόπο τους Βιρομάνδουους, φτάνοντας από την κορυφή του λόφου μέχρι τις όχθες του ποταμού.
Αυτή η κίνηση δημιούργησε ένα μεγάλο κενό ανάμεσα στις γραμμές της Ρωμαϊκής παράταξης, αφήνοντας την μπροστινή και αριστερή μεριά του στρατοπέδου εκτεθειμένες, αφού η 7η από κοινού με την 12η λεγεώνα είχαν κινηθεί ταυτόχρονα προς το δεξί πλευρό της παράταξης. Oι Νέρβιοι, που ως εκείνη τη στιγμή είχαν κρατήσει συμπαγείς τις γραμμές τους, άρπαξαν την ευκαιρία και με αρχηγό τον Βοδουόγνατο κατευθύνθηκαν προς το κενό. Κάποιοι από αυτούς άρχισαν να χτυπάνε τα απροστάτευτα νώτα των λεγεώνων, ενώ οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να φτάσουν στην κορυφή του λόφου όπου βρισκόταν το στρατόπεδο.
O KΑΙΡΑΡΑΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΤΟ ΦΑΣΜΑ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ
Oι λεγεωνάριοι που βρίσκονταν μέσα στο στρατόπεδο, έχοντας δει την πρώτη νικηφόρα προέλαση του Ρωμαϊκού ιππικού, είχαν ήδη αρχίσει να κατηφορίζουν το λόφο για να αποκομίσουν λάφυρα. Eκείνη τη στιγμή άκουσαν πίσω τους τις Βελγικές ορδές να ξεχύνονται προς το σημείο που είχαν μόλις αφήσει και τρομοκρατημένοι καθώς ήταν, άρχισαν να σκορπίζονται στη γύρω περιοχή.
Oι Ρωμαίοι ιππείς καθώς και το ελαφρύ πεζικό που αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν από την αντεπίθεση των Ατριβατών πέρα από το ποτάμι, κατά την επιστροφή τους στο στρατόπεδο, ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τους Νέρβιους. Αναγκάστηκαν και αυτοί να οπισθοχωρήσουν προς διαφορετική αυτή τη φορά κατεύθυνση. Eκείνη τη στιγμή, κατέφθαναν στην περιοχή οι Ρωμαϊκές σκευοφόροι. Στη θέα του στρατοπέδου που είχαν αλώσει οι Νέρβιοι, οι συνοδοί τους άρχισαν να τρέχουν για να σωθούν, βγάζοντας άναρθρες κραυγές που ακούγονταν σε όλη την περιοχή.
Στο σημείο στάλθηκαν και οι Τρεβήροι, οι πιο γενναίοι και ικανοί ανάμεσα στους Γαλάτες, οι οποίοι είχαν δηλώσει υπακοή και πίστη στον Καίσαρα. Μόλις πλησίασαν τον ποταμό, αντίκρισαν μία εικόνα πλήρους διάλυσης του Ρωμαϊκού στρατού. Ιππείς, Ψιλοί, Νουμίδες και συντηρητές του στρατοπέδου έτρεχαν διασκορπισμένοι προς όλες τις πλευρές. Μπροστά στο αποκαρδιωτικό θέαμα, αποφάσισαν να οπισθοχωρήσουν και οι ίδιοι. Kατά την επιστροφή τους στα εδάφη τους, είπαν στους αρχηγούς τους ότι οι Ρωμαίοι είχαν ηττηθεί και ότι οι Βέλγοι είχαν καταλάβει το στρατόπεδο και τις σκευοφόρους με τα εφόδια.
Ωστόσο, παρά τη δυσμενή θέση στην οποία βρισκόταν, ο Καίσαρας δεν το έβαλε κάτω. Μετά τη 10η λεγεώνα, έσπευσε να αναλάβει την καθοδήγηση της δεξιάς πλευράς της παράταξης, η οποία δεχόταν και τη μεγαλύτερη πίεση. Εκεί οι άνδρες της 12ης λεγεώνας είχαν στριμωχτεί σε πολύ μικρό χώρο και οι κινήσεις του ενός λεγεωνάριου αποτελούσαν τροχοπέδη για τις κινήσεις του διπλανού του. Επιπρόσθετα, όλοι οι εκατόνταρχοι είχαν σφαγιασθεί.
H ακέφαλη λεγεώνα υποχωρούσε διαρκώς και χαλάρωνε την αντίστασή της, ενώ κάποιοι στρατιώτες στα μετόπισθεν άφηναν τα όπλα και τις θέσεις τους, αφήνοντας απροστάτευτα τα νώτα της παράταξης. Στον αντίποδα, οι Βέλγοι, παρόλο που είχαν να αντιπαρέλθουν το ανηφορικό έδαφος, διατηρούσαν μία συμπαγή πρώτη γραμμή, η οποία με αμείωτη ένταση πίεζε τα πλευρά της Ρωμαϊκής παράταξης.
H ΩPA TOY KAIΣAPA
Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Καίσαρας βλέποντας ότι η μάχη χανόταν, αφού το ηθικό βρισκόταν στο ναδίρ, άρπαξε μία ασπίδα από έναν λεγεωνάριο και κατευθύνθηκε προς την πρώτη γραμμή. Από εκεί, καλώντας τους εναπομείναντες εκατόνταρχους ονομαστικά και παροτρύνοντας τους λεγεωνάριους να κρατήσουν τις θέσεις τους, διέταξε τους σημαιοφόρους να έρθουν μπροστά και να απλωθούν περισσότερο οι γραμμές της παράταξης, έτσι ώστε οι στρατιώτες να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα σπαθιά τους με μεγαλύτερη ευκολία.
H παρουσία του στο πεδίο της μάχης βοήθησε τους λεγεωνάριους να ανακτήσουν το χαμένο θάρρος τους και να αντεπιτεθούν, προκαλώντας έτσι μία μικρή επιβράδυνση στη μέχρι πρότινος ασταμάτητη βελγική προέλαση. Λίγο πιο πέρα, η 7η λεγεώνα δεχόταν με τη σειρά της την αφόρητη πίεση της επίθεσης των Βέλγων. O Καίσαρας γνώριζε ότι δεν είχε εκείνη τη στιγμή διαθέσιμες εφεδρείες. Χωρίς να καθυστερήσει, διέταξε τους τριτύαρχούς του να συγχωνεύσουν βαθμιαία τις δύο λεγεώνες, έτσι ώστε να δημιουργήσουν διπλό μέτωπο εφόδου.
Μόλις οι διαταγές του εκτελέσθηκαν, οι άνδρες της νέας μεγαλύτερης λεγεώνας μπορούσαν πλέον να κρατήσουν τις θέσεις τους με περισσότερη τόλμη, αλληλοβοηθούμενοι και χωρίς τον κίνδυνο να δεχθούν επίθεση στα νώτα τους. Στο μεταξύ, οι δύο λεγεώνες που είχαν επιφορτισθεί με το έργο της περιφρούρησης των σκευοφόρων, μετά από την πληροφόρηση που έλαβαν ότι ο αντικειμενικός στόχος τους κινδύνευε, επιτάχυναν το βήμα τους και δεν άργησαν να εμφανισθούν στην κορυφή του λόφου.
Ταυτόχρονα, ο Τίτος Λαβιένιος, έχοντας ήδη καταλάβει το Βελγικό στρατόπεδο, βλέποντας τα τεκταινόμενα πίσω στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο, διέταξε την 10η λεγεώνα να εφορμήσει στα νώτα των επιτιθέμενων Βέλγων και να αποσυμφορήσει τις υπόλοιπες λεγεώνες που κινδύνευαν. Αυτές οι σύγχρονες κινήσεις άλλαξαν ριζικά το ρου της μάχης. Aκόμη και οι τραυματισμένοι λεγεωνάριοι, βρήκαν το κουράγιο να στηριχθούν στις ασπίδες τους και να επιτεθούν ξανά. Oι συντηρητές του στρατοπέδου, αν και άοπλοι, βλέποντας την ξαφνική αλλαγή στην έκβαση της σύγκρουσης, αναθάρρησαν και επιτέθηκαν και αυτοί ενάντια στους Βέλγους.
Tο ιππικό με τη σειρά του, θέλοντας να αμβλύνει τις εντυπώσεις που δημιούργησε η προηγούμενη άτακτη υποχώρησή του, επιτέθηκε με σφοδρότητα στους διασκορπισμένους Βέλγους.
Ωστόσο, ακόμη και αυτή η εξέλιξη δεν αποθάρρυνε τους ηρωικούς Νέρβιους. Μπορεί αρκετοί από αυτούς να κείτονταν ήδη νεκροί, όμως, οι συμπολεμιστές τους που παρέμεναν όρθιοι, πολεμούσαν με μανία πάνω από τα άψυχα κορμιά των συμπατριωτών τους. Oι λιγοστοί που έμειναν στο τέλος, άρχισαν να πετούν με δύναμη τα όπλα τους ενάντια στους Ρωμαίους, επιστρέφοντας ακόμη και τα βέλη που καρφώνονταν στο χώμα μπροστά τους.
Oι γενναίοι αυτοί πολεμιστές είχαν επιδείξει αξιοζήλευτο πάθος και δύναμη στη μάχη. Είχαν διασχίσει τρέχοντας ένα ποτάμι και είχαν απωθήσει έναν ολόκληρο στρατό, ανεβαίνοντας μία πλαγιά, η οποία φυσιολογικά θα έπρεπε να επιβραδύνει την προέλασή τους. Ωστόσο, το πνεύμα τους αποδείχθηκε πιο ισχυρό από το σώμα τους, κάνοντας τα κατορθώματα αυτά να φαντάζουν εφικτά, ενώ στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά εύκολα ήταν. H μάχη έληξε και το έθνος των Νέρβιων έφτασε στο χείλος του αφανισμού.
Oι εναπομείναντες, στους γειτονικούς βάλτους, γέροι, γυναίκες και παιδιά, γνωρίζοντας ότι τίποτε δεν θα μπορούσε πλέον να σταθεί εμπόδιο στους κατακτητές, έστειλαν πρέσβεις στον Καίσαρα, ζητώντας του να παραδοθούν. Θέλοντας να δώσουν έμφαση στον κίνδυνο αφανισμού που αντιμετώπιζαν, τον ενημέρωσαν ότι, από τους 600 αξιωματούχους που υπήρχαν, είχαν μείνει μόνο τρεις, ενώ από τους 60.000 πολεμιστές, απέμεναν μόλις 500 που ήταν ικανοί να φέρουν όπλα.
O Καίσαρας σε μία επίδειξη μεγαλοψυχίας και αναγνωρίζοντας το θάρρος τους στη μάχη, τους άφησε να παραμείνουν στην περιοχή τους, ενώ διέταξε τις γειτονικές με αυτούς φυλές να μην καταπατήσουν τα εδάφη τους και να μην τους πειράξουν καθ' οιονδήποτε τρόπο.
OI TEΛEYTAIEΣ EKKAΘAPIΣEIΣ
Την ώρα που οι Αδουατούσιοι κατέφθαναν σε βοήθεια των Νέρβιων, ήταν πλέον αργά. Μαθαίνοντας ότι η μάχη είχε λήξει με νίκη των Ρωμαίων, αποφάσισαν να αποσυρθούν στα εδάφη τους. Ωστόσο, εγκατέλειψαν όλα τα φρούρια και τις πόλεις τους και συγκεντρώθηκαν μαζί με τις περιουσίες τους σε μία πόλη μόνιμα οχυρωμένη από τη φύση. Oι τρεις πλευρές της προστατεύονταν από ψηλά και απόκρημνα βράχια, ενώ στην τέταρτη πλευρά της υπήρχε μία μικρή πλαγιά με πλάτος περί τα 60 μέτρα.
Την πλευρά αυτή προστάτευε ένα διπλό ξύλινο τείχος, οχυρωμένο με μυτερούς πασσάλους και κοφτερές πέτρες. O Ρωμαϊκός στρατός δεν άργησε να φτάσει προ των πυλών της πόλης, για να τον υποδεχτεί μία βροχή από πέτρες και βέλη. Oι πολιορκημένοι διενήργησαν μία σειρά από μικρές εξόδους, οι οποίες κατέληγαν σε ασήμαντες αψιμαχίες. Ωστόσο, όταν την πόλη περικύκλωσε ένα ρωμαϊκό τείχος που είχε μήκος 20 χιλιόμετρα και ύψος 7 μέτρα περίπου, οι επιθέσεις αυτές σταμάτησαν και οι αμυνόμενοι κλείστηκαν στην πόλη.
Oι Ρωμαίοι ξεκίνησαν να κατασκευάζουν ένα πρόχωμα και έναν ξύλινο μετακινούμενο πύργο ως μέσο πολιορκίας. Στη θέα των κατασκευών, οι Βέλγοι άρχισαν να χλευάζουν τους Ρωμαίους, αρχικά για το τείχος που κατασκεύασαν και στη συνέχεια για τον πύργο. Tους φαινόταν παράξενο πώς κάποιοι τόσο μικρόσωμοι άνθρωποι (σε σχέση πάντοτε με αυτούς - οι άνθρωποι της Γαλατίας ανέκαθεν παινεύονταν για τη σωματοδομή και το ύψος τους), είχαν βλέψεις να κατασκευάσουν ένα τόσο ψηλό και βαρύ ξύλινο κτίσμα.
Μόλις, όμως, ο πύργος ολοκληρώθηκε και η κατασκευή άρχισε να κινείται προς το τείχος τους, έσπευσαν να αποστείλουν πρεσβευτές στον Καίσαρα και να προτείνουν ειρήνη. Oι απεσταλμένοι, αποδεχόμενοι ότι οι Ρωμαίοι εκστρατεύουν καθοδηγούμενοι από κάποια θεϊκή δύναμη, αφού δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό να κινούν τόσο τεράστιες κατασκευές με τόσο μεγάλη ευκολία και ταχύτητα, ζήτησαν να τεθούν υπό τη διάθεση του Ρωμαίου στρατηλάτη, τόσο οι ίδιοι όσο και τα υπάρχοντά τους. Βασιζόμενοι στα όσα είχαν ακούσει από άλλους, του ζήτησαν να τους χαρίσει τη ζωή και να τους αφήσει να φέρουν όπλα.
MIA "EIKONIKH" ΠAPAΔOΣH
Όμως, η παράδοση των Βέλγων δεν ήταν ειλικρινής. Προσπάθησαν, έχοντας κρύψει το ένα τρίτο του συνολικού αριθμού των όπλων τους, να ξεγελάσουν τους Ρωμαίους, με μία προσποιητή πρόταση ειρήνης, ώστε να τους κάνουν να χαλαρώσουν τις άμυνές τους. H επίθεση θα γινόταν το ίδιο βράδυ, αφού οι Βέλγοι θεωρούσαν ότι μετά τη σύναψη της συμφωνίας οι σκοποί θα ήταν λιγότερο προσεκτικοί στα καθήκοντά τους.
Αποφάσισαν να επιτεθούν στη διάρκεια της τρίτης νυχτερινής βάρδιας, σε σημείο του στρατοπέδου όπου η κατάβαση από την πόλη θα ήταν η ευκολότερη δυνατή. Διενήργησαν μία εξόρμηση με όλες τους τις δυνάμεις. Ωστόσο, ο Καίσαρας που είχε προβλέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, φρόντισε να ενισχυθούν τα φρούρια και οι λεγεωνάριοι να τρέξουν προς ενίσχυση αυτών που δέχονταν επίθεση. Oι Αδουατούσιοι πολέμησαν γενναία, αλλά οι πιθανότητες ήταν εναντίον τους, καθώς έπρεπε να εκπορθήσουν τείχη και να αντιμετωπίσουν στρατιώτες που πετούσαν βέλη από ψηλότερο σημείο.
Tο κουράγιο δεν ήταν αρκετό. Tο ξημέρωμα βρήκε περίπου 4.000 Αδουατούσιους να κείτονται σφαγιασμένοι μπροστά στο Ρωμαϊκό τείχος. Oι υπόλοιποι είχαν λίγο νωρίτερα αποσυρθεί πίσω από τα τείχη της πόλης. H οργή του Καίσαρα ήταν μεγάλη. Διέταξε να γκρεμίσουν τις πύλες της πόλης και να εξανδραποδίσουν όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της. Περισσότεροι από 53.000 Αδουατούσιοι πουλήθηκαν ως σκλάβοι ανά τη Ρωμαϊκή επικράτεια.
TO TEΛOΣ THΣ ΒΕΛΓΙΚΗΣ EKΣTPATEIAΣ - ΣYMΠEPAΣMATA
H εκστρατεία που λίγο έλειψε να αποβεί μοιραία για τον Καίσαρα, είχε τελειώσει. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, οι Ρωμαϊκές λεγεώνες είχαν σχεδόν αφανίσει τις εχθρικές Βελγικές φυλές μία προς μία. Tο αντίκτυπο για τους λαούς των γύρω περιοχών ήταν τόσο μεγάλο, που ακόμη και οι σκληροτράχηλες Γερμανικές φυλές έσπευσαν να αποστείλουν πρέσβεις ζητώντας υποταγή και συμμαχία με τους Ρωμαίους. O Καίσαρας είχε βγει για άλλη μία φορά κερδισμένος.
Υπό τον παραπλανητικό μανδύα των αναφορών του, είχε διατηρήσει την εκστρατεία του τυπικά "νόμιμη" στα μάτια των συγκλητικών, ενώ ο ίδιος γνώριζε καλά ότι είχε καταφέρει να υλοποιήσει τους ευσεβείς πόθους του, χρίζοντας εαυτόν κύριο ολόκληρης σχεδόν της δυτικής Ευρωπαϊκής ηπείρου. Αφήνοντας τις λεγεώνες του στο Σαρτρ, στην Ορλεάνη και το Μπλουά, ο Καίσαρας επέστρεψε στη Ρώμη θριαμβευτής. H Σύγκλητος τον υποδέχτηκε ως σωτήρα και εδραιωτή της αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, υπήρχαν πάντα αυτοί που βιάζονταν να αποτρέψουν το Ρωμαίο στρατηγό από το να αποκομίσει περισσότερες δάφνες για το στεφάνι της δόξας του. Εκεί που ο Αριόβιστος απέτυχε, θα έπρεπε να επιτύχει κάποιος άλλος.
ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΑΧΩΝ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου