Ήσυχα, καθαρά, κοιτάζω τον κόσμο και λέω: ‘Όλα τούτα πού θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα τού νου μου.
Ο ήλιος ανεβαίνει, κατεβαίνει μέσα στο κρανίο μου. Στο Ένα μελίγγι μου ανατέλνει ο ήλιος, στο άλλο βασιλεύει ο ήλιος.
Τ άστρα λάμπουν μέσα στο μυαλό μου, οι Ιδέες, οι άνθρωποι και τα ζώα βόσκουν μέσα στο λιγόχρονο κεφάλι μου, τραγούδια και κλάματα γιομώνουν τα στρουφιχτά κοχύλια των αυτιών μου και τρικυμίζουν μια στιγμή τον αγέρα.
Σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γη, αφανίζουνται.
«Εγώ μονάχα υπάρχω!» φωνάζει ο νους.
«Μέσα στα κατώγια μου, οι πέντε μου ανυφάντρες δουλεύουν, υφαίνουν και ξυφαίνουν τον καιρό και τον τόπο, τη χαρά και τη θλίψη, την ύλη και το πνέμα.
«Όλα ρέουν τρογύρα μου σαν ποταμός, χορεύουν, στροβιλίζουνται, τα πρόσωπα κατρακυλούν σαν το νερό, το χάος μουγκρίζει.
«Μα Εγώ, ο Νους, με υπομονή, με αντρεία, νηφάλιος μέσα στον ίλιγγο, ανηφορίζω. Για να μην τρεκλίσω να γκρεμιστώ, στερεώνω απάνω στον ίλιγγο σημάδια, ρίχνω γιοφύρια, ανοίγω δρόμους, οικοδομώ την άβυσσο.
«Αργά, με αγώνα, σαλεύω ανάμεσα στα φαινόμενα πού γεννώ, τα ξεχωρίζω βολικά, τα σμίγω με νόμους και τα ζεύω στις βαριές πραχτικές μου ανάγκες.
«Βάνω τάξη στην αναρχία, δίνω πρόσωπο, το πρόσωπό μου, στο χάος.
«Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερή μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ, δε με νοιάζει. Γεννοβολώ τα φαινόμενα, ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερό, γιγάντιο να παραπέτασμα μπροστά από την άβυσσο. Μη λες:
«Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!» Το παραπέτασμα, αυτό είναι η εικόνα.
«Είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο, παιδί δικό μου, το βασίλειό μου ετούτο. Μα είναι στέρεο, άλλο στέρεο Δεν υπάρχει, και μέσα στην περιοχή του μονάχα μπορώ γόνιμα να σταθώ, να χαρώ και να δουλέψω.
«Είμαι ο αργάτης της άβυσσος. Είμαι ο θεατής της άβυσσος. Είμαι η θεωρία κι η πράξη. Είμαι ο νόμος. Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει.»
Χωρίς μάταιες ανταρσίες να δεις και να δεχτείς τα σύνορα του ανθρώπινου νου, και μέσα στ’ αυστηρά τούτα σύνορα αδιαμαρτύρητα, ακατάπαυτα να δουλεύεις — να ποιο είναι το πρώτο σου χρέος.
Με αντρεία, με σκληρότητα στερέωσε απάνω στο σαλευόμενο χάος το καταστρόγγυλο, το καταφώτιστο αλώνι του νου, ν’ αλωνίσεις, να λιχνίσεις, σα νοικοκύρης, τα σύμπαντα.
Καθαρά να ξεχωρίσεις κι ηρωικά να δεχτείς τίς πικρές γόνιμες τούτες, ανθρώπινες, σάρκα από τη σάρκα μας, αλήθειες:
α) Ο νους του ανθρώπου φαινόμενα μονάχα μπορεί να συλλάβει, ποτέ την ουσία·
β) κι όχι όλα τα φαινόμενα, παρά μονάχα τα φαινόμενα της ύλης
γ) κι ακόμα στενώτερα: όχι καν τα φαινόμενα τούτα της ύλης, παρά μονάχα τούς μεταξύ τους συνειρμούς-
δ) κι οι συνειρμοί τούτοι δεν είναι πραγματικοί, ανεξάρτητοι από τον άνθρωπο· είναι κι αυτοί γεννήματα του Ανθρώπου· ε)και Δεν είναι οι μόνοι δυνατοί ανθρώπινοι· παρά μονάχα οι πιο βολικοί για τις πραχτικές και νοητικές του ανάγκες.
Μέσα στα σύνορα τούτα, ο νους είναι ο νόμιμος Απόλυτος μονάρχης. Καμία άλλη εξουσία στο βασίλειό του Δεν υπάρχει.
Αναγνωρίζω τα σύνορα τούτα, τα δέχουμαι μ’ εγκαρτέρηση, γενναιότητα κι αγάπη, κι αγωνίζουμαι μέσα στην περιοχή τους άνετα σα να ’μουν ελεύτερος.
Υποτάζω την ύλη, την Αναγκάζω να γίνει καλός αγωγός του μυαλού μου. Χαίρουμαι τα φυτά, τα ζώα, τούς Ανθρώπους, τούς θεούς σαν παιδιά μου. Όλο το Σύμπαντο το νιώθω να σοφιλιάζει απάνω μου και να με ακλουθάει σα σώμα.
Σέ άξαφνες φοβερές στιγμές Αστράφτει μέσα μου: «Όλα τούτα είναι παιχνίδι σκληρό και μάταιο, δίχως αρχή, δίχως τέλος, δίχως νόημα». Μα ξαναζεύουμαι, πάλι, γοργά στον τροχό της Ανάγκης, κι όλο το Σύμπαντο ξαναρχινάει γύρα τρογύρα μου την περιστροφή του.
Πειθαρχία, να η Ανώτατη αρετή. Έτσι μονάχα σοζυγιάζεται η δύναμη με την επιθυμία και καρπίζει ή προσπάθεια του Ανθρώπου.
Να πως με σαφήνεια και με σκληρότητα να καθορίζεις την παντοδυναμία του νου μέσα στα φαινόμενα και την Ανικανότητα του νου πέρα από τα φαινόμενα — πρί να κινήσεις για τη λύτρωση. Αλλιώς δεν μπορείς να λυτρωθείς.
Ν. Καζαντζάκης, Ασκητική
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου