Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Η τελευταία ανάβαση



Ο Εμπεδοκλής, γύρω στο 435 π.χ., στις πλαγιές της Αίτνας…

Η νύχτα έχει ήδη υπονομευτεί από μέσα. Δεν είναι πλέον απόλυτο το σκοτάδι. Κάτι έχει αλλάξει, δύσκολο να πεις τι. Κανένα περίγραμμα δεν διακρίνεται ακόμα καθαρά. Καμία μορφή, κανένα σχήμα δεν ξεχωρίζει. Κι όμως, το σκοτάδι δεν είναι πια απόλυτο. Σαν να αραίωνε εκείνη τη στιγμή από μέσα, κάνοντας θέση σ’ ένα φως ακόμα απόν, αλλά από δω και πέρα αναμενόμενο. Αυτή την τόσο λεπτή ρήξη, λίγοι άνθρωποι είναι σε θέση να τη διακρίνουν. Ο Εμπεδοκλής, στη στιγμή, ήξερε ότι η μέρα είχε αρχίσει. Θα έπρεπε να δώσει στο βάδισμά του έναν πιο έντονο ρυθμό, για να φτάσει τη στιγμή που πρέπει.

Ήξερε ότι ο δρόμος θα ήταν μακρύς και δύσκολος. Είχε αποφασίσει να πάει σ’ εκείνο το ακριβές σημείο, από το οποίο αρκεί να πηδήξει για να βρεθεί ολόκληρος μέσα στη Φωτιά, απορροφημένος, ηλιακός, απλωμένος ίσως στην ίδια τη διάσταση του κόσμου. Η δυσκολία, σ’ αυτή την ανάβαση, δεν ήταν ότι επρόκειτο να είναι η τελευταία. Κάθε άλλο. Πίστευε ότι πλησίαζε στο ουσιώδες, στην έσχατη συγχώνευση, στη διάχυση στο άπειρο. Καμία σχέση μ’ ένα αντίο στη ζωή, με το τέλος της ύπαρξης. Δεν ήταν μία διαδρομή που τελείωνε. Τίποτα δεν θα έσβηνε, αντίθετα από ότι πίστευαν οι περισσότεροι άνθρωποι, τυφλωμένοι και χωρίς μυαλό, που έβλεπαν πάντα τη μισή αλήθεια. Ήταν το αντίθετο. Στο τέρμα της ανάβασης, αυτή τη φορά, θα συναντούσε τον ίδιο τον κόσμο, αυτή τη Φωτιά που αυξάνεται και περιορίζεται, αιώνια, όπως το φως.

Η πραγματική προσπάθεια, ήταν η ίδια η ανάβαση. Για ώρες ολόκληρες, πάνω στις ξερές πλαγιές του ηφαιστείου, με τις άγονες επιφάνειες, τις άλλοτε γκρίζες και άλλοτε μαύρες, μέσα από μονοπάτια όλο και πιο απότομα. Αυτόν τον μακρύ δρόμο προς τον κρατήρα, ο Εμπεδοκλής τον εί­χε διανύσει άπειρες φορές. Αλλά όταν ήταν νέος, ή στο άνθος της ηλικίας του. Όλη του τη ζωή, εξάλλου, δεν είχε σταματήσει να διασχίζει με τα πόδια, προς όλες τις κατευ­θύνσεις, αυτό το μεγάλο νησί, όπου όλοι τον γνώριζαν, τουλάχιστον εξ ακοής. Από τον Ακράγαντα έως την Έγεστα, από τις Συρακούσες έως τον Σελινούντα, από το βορρά έως το νότο και από την ανατολή έως τη δύση, είχε περπατήσει από ηλικία σε ηλικία μέσα από τα στάρια, μέ­σα από τις ελιές, τους βράχους, κάτω από τις λεμονιές και τις βουκαμβίλιες, τις μέρες με καταιγίδα ή τις νύχτες του καύσωνα. Ναι, με το να περπατά, γνώριζε απέξω όλα τα τοπία αυτού του μεγάλου σαν ολόκληρη χώρα νησιού.

Γνώριζε την Αίτνα καλύτερα από το καθετί. Γνώριζε τα τραχιά βράχια της, τη λεπτή σκόνη από στάχτες, ψηλά, που κολλάει στις βλεφαρίδες, στα φρύδια, στα μαλλιά. Ήξερε τη στυφή μυρωδιά του θειαφιού, και όλες τις άλ­λες, έντονες ή αψιές, βαριές μυρωδιές, που καίνε το εσω­τερικό των ρουθουνιών προτού να κατακλύσουν ολόκληρο το λαιμό. Όλα αυτά τα είχε συναντήσει χίλιες φορές, πάντα στο τέρμα μιας ολοήμερης πορείας, κάτω από έναν αφόρητο ήλιο και, αργότερα, μέσα στον άνεμο και το ήδη τσουχτερό κρύο.

Αλλά αυτή τη φορά ήταν γέρος. Τα πόδια του δεν είχαν πια την παλιά τους δύναμη. Ιδίως τα γόνατα και οι αστράγα­λοι άρχιζαν γρήγορα να τον πονάνε. Αν και τα φορούσε όλη του σχεδόν τη ζωή, τα μπρούντζινα σανδάλια του βάραιναν πλέον το βάδισμά του. Θαυμάσια σανδάλια, μοναδικά στο είδος τους: αδύνατο να φθαρούν ή να σχιστούν, ανθεκτικά στο νερό, στη σκόνη, στα κοψίματα των βράχων. Σανδάλια επίσης τρομερά: βαριά, θορυβώδη, σκληρά σαν την πέτρα, που ήταν αδύνατο να λυγίσουν. Σανδάλια άκαμπτα και χω­ρίς κυρτότητα, που το πόδι έπρεπε να τα συνοδεύει, αντί να ακολουθούν αυτά την κίνηση του ποδιού. Κουραστικά σαν­δάλια, με κίνδυνο πάντα να του πληγώσουν το πόδι.

Αυτά τα σανδάλια ο Εμπεδοκλής σήμερα τα απεχθάνεται. Πρέπει στο εξής να τα σέρνει, να τα σηκώνει, να τα ξεκολλάει, σε κάθε βήμα, από το έδαφος, όπου καρφώνο­νται, λες και τα συγκρατεί μια δύναμη που του δίνει την εντύπωση ότι αυξάνεται όσο προχωρεί. Αυτά τα παράξε­να υποδήματα ήταν το καμάρι του, τον είχαν μάλιστα κά­νει διάσημο στους άξεστους συντοπίτες του. Τώρα τα μι­σεί. Αυτό τον λυπεί.

Δεν θα το ήθελε. Αυτός που είχε τόσο σκεφτεί πάνω στην αγάπη και το μίσος, που είχε πει τόσες φορές ότι αυ­τά τα αντίθετα ήταν αλληλένδετα και ότι ο κόσμος είχε χτιστεί πάνω στην εναλλαγή τους. Αυτός που είχε τόσο επαναλάβει ότι η αγάπη εντάσσει, συγκεντρώνει, οργανώνει, ενώ το μίσος διασκορπίζει και διαχωρίζει. Ναι, γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε το αναπόφευκτο πηγαινέλα τους, και την ατέρμονη μάχη τους. Γι’ αυτό ακριβώς θα προ­τιμούσε να μην τελείωνε η πορεία του πάνω σε αυτή την κίνηση.

Τα σανδάλια του τον κολλάνε στο βράχο, ζυγίζουν όσο πέτρινοι όγκοι. Σε κάθε βήμα πρέπει να τα ξεριζώνει από το μονοπάτι γδέρνοντας τα πόδια του,και τα μισεί. Του φαίνονται γελοία και φοβερά. Τα απεχθάνεται με όλο του το είναι, βαθύτατα. Αυτός που δίδαξε την ανώτατη αρχή («να απέχετε από τη μοχθηρότητα»), αισθάνεται ότι δεν μπορεί να την εφαρμόσει μέχρι τέλους.

Λίγες μέρες αργότερα, ψηλά στην Αίτνα, βοσκοί βρή­καν τα μπρούντζινα σανδάλια του δασκάλου Εμπεδοκλή. Στο μέταλλο ήταν κολλημένα, κατά τόπους, κομμάτια λά­βας και μαύρες στάχτες. Ποτέ δεν έμαθαν αν ο φιλόσο­φος τα είχε αφήσει, εκουσίως, σ’ εκείνο το σημείο, προτού ριχτεί μέσα στη φωτιά του κρατήρα, ή αν τα είχε πετάξει έξω το κύμα μιας έκρηξης. Κάποιοι είπαν ότι αυτό ήταν αδιάφορο. Άλλοι, αντιθέτως, υποστήριξαν ότι, ανάλογα με την περίπτωση που υιοθετεί κανείς, η ιστορία παίρνει άλλη σημασία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου